Αγία Φιλοθέη η Αθηναία (19 Φεβρουαρίου)

1
Αγία Φιλοθέη η Αθηναία

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὅσιων τὴν ἔλλαμψιν, εἰσδεδεγμένη σεμνή, τὴν πάλιν ἐφαίδρυνας, τῶν Ἀθηναίων τὴ σῆ, ἀσκήσει καὶ χάριτι, σὺ γὰρ ἐν εὐποιίαις, διαλάμπουσα Μῆτερ, ἤθλησας δι' ἀγάπην, εὐσεβῶς τοῦ πλησίον διὸ σὲ ὢ Φιλοθέη, Χριστὸς ἐδόξασε.

Εικόνα


Υπήρξε πλουσιοκόριτσο, που στα 17 του χρόνια εγκατέλειψε τη κοσμική ζωή για να γίνει καλόγρια. Έδωσε όλη την περιουσία που είχε κληρονομήσει από την οικογένεια της (τη γνωστή οικογένεια Μπενιζέλου) για τη στήριξη των φτωχών. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, τον 16ο αιώνα, αγκάλιασε αδιακρίτως πιστούς και μη, Έλληνες και Τούρκους, στους οποίους προσέφερε καταφύγιο στο μοναστήρι-συγκρότημα «Παρθενώνας». Έχτισε σχολεία, νοσοκομεία και ορφανοτροφεία για χιλιάδες κατατρεγμένους. Και δεν σταμάτησε εδώ. Με τη δίψα της για προσφορά να μεγαλώνει όλο και περισσότερο, παρά τα βασανιστήρια και τις δυσκολίες, έδωσε και εθνικούς αγώνες για την απελευθέρωση των Ελλήνων.
Για αυτούς τους αγώνες, η Φιλοθέη, γνωστή και ως «κυρά των Αθηνών», ανακηρύχθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία αγία. Η μνήμη της τιμάται στις 19 Φεβρουαρίου.
Γεννήθηκε το 1522 και ονομάζονταν Ρηγούλα ή χαϊδευτικά Ρεβούλα (Παρασκευούλα) Μπενιζέλου. Ο πατέρας της, ο Άγγελος Μπενιζέλος, υπήρξε από τους μεγαλύτερους γαιοκτήμονες της εποχής και η μητέρα της, η Σηρίγη, ήταν γόνος της βυζαντινής οικογένειας Παλαιολόγου.
Η μητέρα της δεν μπορούσε να αποκτήσει παιδιά και διαρκώς προσευχόταν. Μια ημέρα λέγεται πως είδε στον ύπνο της όραμα. Ένα δυνατό φως βγήκε μέσα από την εικόνα της Παναγίας. Ξύπνησε τρομαγμένη και αργότερα συνειδητοποίησε πως με τη Χάρη του Θεού θα αποκτήσει το δικό της παιδί. Τελικά, ύστερα από εννέα μήνες, γέννησε τη Ρηγούλα.
Από μικρή η αγία διακρίνονταν για την καλοσύνη και την ευφυΐα της. Και ήταν ιδιαίτερα μορφωμένη για τα δεδομένα της εποχής. Όταν συναντούσε φτωχούς στον δρόμο, δεν τους γύριζε τη πλάτη, αλλά τους βοηθούσε όσο μπορούσε. Μάλιστα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στον βίο της, κάποια ημέρα επέστρεψε στο σπίτι χωρίς να φορά το ακριβό πανωφόρι της. Το είχε χαρίσει σε μια άπορη ηλικιωμένη που κρύωνε.
Όταν έκλεισε τα δεκατέσσερα, οι γονείς της την πίεσαν να παντρευτεί έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της άντρα, τον Ανδρέα Χειλά. Η ίδια, αν και δεν το ήθελε, δέχτηκε να τον παντρευτεί, για να μη στενοχωρήσει τους δικούς της.
Από τις πρώτες ημέρες του γάμου άρχισαν και οι δυσκολίες. Λέγεται πως ο σύζυγός της την κακομεταχειρίζονταν και, παρά το γεγονός ότι ήταν πλούσιοι, της είχε απαγορεύσει να προσφέρει στους φτωχούς. Ο ίδιος, μάλιστα, έφτανε στο σημείο να κοιτάζει καθημερινά την αποθήκη του σπιτιού, μήπως κι έλειπαν τρόφιμα.
Μια μέρα που εκείνος έλειπε από το σπίτι, η νεαρή Ρηγούλα θέλησε να βοηθήσει κάποιους φτωχούς και τους έδωσε λάδι από το βαρέλι που είχε. Φοβήθηκε, όμως, πως, αν ο άντρας της έβρισκε το βαρέλι άδειο, θα θύμωνε και θα τη χτυπούσε. Γι’ αυτό το γέμισε με νερό, προσευχόμενη διαρκώς εκείνος να μην καταλάβει τίποτα. Ξαφνικά, το νερό μετατράπηκε σε λάδι. Ήταν ένα από τα πρώτα σημάδια όσων θα ακολουθούσαν...
 Ο γάμος της διήρκησε μόνο τρία χρόνια, καθώς πέθανε ο άντρας της. Η Ρηγούλα «διέτριβε του λοιπού εις το πατρικόν της οσπήτιον προς ένα και μόνον σκοπόν αφορώσα αγαθοεργίες».
Όμως, οι γονείς της ήθελαν να την αποκαταστήσουν. Εκείνη στα δεκαεφτά της ήταν όχι μόνο πλούσια και μορφωμένη, αλλά και αρκετά όμορφη. Έτσι, λίγο καιρό μετά τον θάνατο του σύζυγου της, έγινε μια από τις περιζήτητες νύφες, ακόμα και εκτός Αθηνών. Παρά το γεγονός ότι καθημερινά τη διεκδικούσαν πολλοί, δεν ήθελε να παντρευτεί ξανά. Και, παρά τις νέες πιέσεις που δέχτηκε από την οικογένειά της, αρνήθηκε. Τότε ήταν που για πρώτη φορά αποφάσισε να τους μιλήσει ανοιχτά και να τους ανακοινώσει την πρόθεσή της να γίνει καλόγρια.
 
Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο των γονιών της και έχοντας ήδη στο ενεργητικό της πλούσιο φιλανθρωπικό έργο, εκάρη μοναχή με το όνομα Φιλοθέη. Από την πρώτη στιγμή αφοσιώθηκε στον άνθρωπο και τον Θεό. Η Φιλοθέη δεν ξεχώριζε ανθρώπους. Πιστοί και μη, Τούρκοι και Έλληνες, αμαρτωλοί και κυνηγημένοι, ήταν για εκείνη μια πρόκληση προσφοράς.
Η μοναχή Φιλοθέη άπλωσε ένα δίκτυο προστασίας στους συνανθρώπους της, χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Θυσίασε την πλούσια κοσμική της ζωή και μοίρασε ό,τι είχε και δεν είχε για να τους προσφέρει αγάπη και στήριξη.
Όλα ξεκίνησαν έπειτα από όραμα που είδε, σύμφωνα με την παράδοση. Ήταν ο Άγιος Ανδρέας, χάρη στον οποίον πήρε την απόφαση να ανακαινίσει στο όνομά του το μικρό εκκλησάκι που βρίσκονταν δίπλα στο πατρικό της αρχοντικό, στη περιοχή της Πλάκας. Η Φιλοθέη, με ατέλειωτες ώρες δουλειάς, τελικά κατάφερε να το μετατρέψει σε μοναστήρι, το οποίο και ονομάστηκε «Παρθενώνας». Το Καθολικό του Αγίου Ανδρέα και το πηγάδι της μονής σώζονται σήμερα στον περίβολο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Η Φιλοθέη φιλοξένησε αρχικά στο μοναστήρι τις κοπέλες που τη φρόντιζαν στο αρχοντικό σπίτι, όπου διέμενε με τους γονείς της. Στη συνέχεια, στη μονή εγκαταστάθηκαν κόρες επιφανών οικογενειών της Αθήνας. Ο χρόνος βρήκε τη μονή ασφυκτικά γεμάτη με τουλάχιστον 200 μοναχές. Ανάμεσά τους και πολλές εκχριστιανισμένες μουσουλμάνες.
Όμως, δεν ήταν ένα συνηθισμένο μοναστήρι, όπως όλα τα άλλα. Με προσωπική εργασία της ηγουμένης Φιλοθέης, λειτουργούσαν μέσα σε αυτό σχολείο, νοσοκομείο, γηροκομείο, ορφανοτροφείο και εργαστήρια εκμάθησης υφαντικής. Η ίδια έφτιαξε και πολλούς ξενώνες.
Μαζεύονταν τα παιδιά και διδάσκονταν γράμματα, μάθαιναν για την Ορθόδοξη πίστη. Οι γυναίκες ασχολούνταν με διάφορες τέχνες, κεντούσαν και ύφαιναν. Και δεν της άρεσαν οι ανέσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ οι νέες έμεναν σε περιποιημένα κελιά, εκείνη περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας σε ένα ασκητήριο το οποίο βρίσκονταν κάποια μέτρα κάτω από τη γη.
Η Φιλοθέη, παρά τις δυσκολίες της εποχής, άνοιξε την πόρτα της μονής και για χιλιάδες κυνηγημένες γυναίκες. Τις έκρυβε σε ειδικά διαμορφωμένες κρύπτες και στη συνέχεια τις φυγάδευε για τον τόπο τους. Κάποιες άλλες, αφού ολοκλήρωναν τα μαθήματά τους στα εργαστήρια, αφήνονταν ελεύθερες να αποφασίσουν αν ήθελαν να γίνουν μοναχές ή να παντρευτούν, χωρίς καμία πίεση: να ακολουθήσουν τον έναν ή τον άλλον δρόμο. Αν επέλεγαν τον γάμο, η ηγουμένη φρόντιζε να τις προικίσει. Και, μπορεί κάποιες να εγκατέλειπαν το μοναστήρι-καταφύγιο, καθώς επέλεγαν να παντρευτούν, δεν εγκατέλειψαν, ωστόσο, ποτέ τους τη Φιλοθέη. Όπου βρίσκονταν μιλούσαν για εκείνη. Έτσι, το έργο της διαδόθηκε παντού.
 
 Κάποια στιγμή, έγινε γνωστό ότι η Φιλοθέη φυγάδευε σκλάβες. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στον πασά. Εκείνος, στη προσπάθειά του να την κάνει να απαρνηθεί την πίστη της, την απείλησε ότι θα την αποκεφαλίσει. Η ίδια δεν φοβήθηκε και απάντησε ότι είναι έτοιμη να θυσιαστεί στο όνομα του Χριστού.
Την επομένη, Τούρκοι που είχαν συγκεντρωθεί στο μέρος όπου ήταν φυλακισμένη, φώναζαν και ζητούσαν τη θανατική της ποινή. Τότε, ο ηγεμόνας έδωσε την εντολή να τη φέρουν ενώπιόν του. Τη ρώτησε εάν προτιμά να θανατωθεί με ξίφος ή να απαρνηθεί την πίστη της.
Εκείνη του απάντησε πως είναι αποφασισμένη να υπομείνει οποιοδήποτε βασανιστήριο για την αγάπη του Χριστού.
Την οδήγησαν και πάλι στη φυλακή. Οι Τούρκοι είχαν αιχμαλωτίσει τρεις καλόγριες από το μοναστήρι και τις είχαν απομονώσει στο ίδιο κελί. Εκεί, η ηγουμένη δεν το έβαλε κάτω. Ώρες πολλές προσπαθούσε να τις εμψυχώσει, λέγοντας ότι ο Θεός δεν θα τους εγκαταλείψει. Και πράγματι, κάποιοι Χριστιανοί φρόντισαν και έδωσαν χρήματα στον ηγεμόνα και, έτσι, η Φιλοθέη με τις τρεις καλόγριες απελευθερώθηκαν και επέστρεψαν στο μοναστήρι.
 
Τα δύο παραρτήματα - μετόχια
Η μοναχή Φιλοθέη οραματιζόταν έναν κόσμο δίχως φτώχεια και δυστυχίες. Η ατέλειωτη επιθυμία της να βοηθά όλο και περισσότερο κόσμο και γενικότερα τη χώρα, την οδήγησαν στην απόφαση να ιδρύσει και δύο παραρτήματα της μονής. Ένα στα Πατήσια και ένα στην περιοχή της Καλογρέζας. Το πρώτο βρισκόταν στην οδό Λευκωσίας, στην πλατεία Αμερικής. Το μετόχι είχε ναό στο όνομα του Αγίου Ανδρέα, ο οποίος ανεγέρθηκε μετά το 1550.
Χρόνια μετά, παρήκμασε και ερημώθηκε. Ακόμα και ο ναός του Αγίου Ανδρέα (υπάγεται στο Άσυλο Ανιάτων) ερειπώθηκε, αλλά μεταξύ των ετών 1936-1950 αναστηλώθηκε, σύμφωνα με τις οδηγίες του ακαδημαϊκού Αναστασίου Ορλάνδου. Την περίοδο 1948-1952 ιστορήθηκε ο ναός από τον Φώτη Κόντογλου και σήμερα είναι επισκέψιμος με πλούσια λατρευτική ζωή.
Το άλλο μετόχι, που ιδρύθηκε στην περιοχή της Καλογρέζας (σ.σ.: έλαβε το όνομά της από τη λέξη «καλογραία», δηλαδή καλογριά, που αναφερόταν στο πρόσωπο της Αγίας), ονομαζόταν και «μετόχι του Περσού». Από το νερό, δηλαδή, του ποταμού που περίσσευε και που έδωσε αργότερα και το όνομα στον Περισσό της Ν. Ιωνίας. Αυτό το μετόχι χτίστηκε πάνω σε περιουσία της αγίας, όπου, σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό Δημήτριο Καμπούρογλου, υπήρχε πριν τον 16ο αιώνα μονή με ναό αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Φιλοθέη αγόρασε τεράστιες εκτάσεις γύρω από το μετόχι της Καλογρέζας, οι οποίες σήμερα καλύπτουν το σύνολο της έκτασης του Ολυμπιακού Σταδίου, τις συνοικίες Αλσούπολη και Καλογρέζα και την περιοχή της Φιλοθέης.
Στην ίδια οφείλεται και η ονομασία της περιοχής του Ψυχικού. Με δική της πρωτοβουλία φτιάχτηκε πηγάδι για να υδρεύεται ο τόπος και να ξεδιψούν οι αγρότες, οι οποίοι επί ώρες εργάζονταν κάτω από τον ήλιο. Από το «ψυχικό» αυτό «βαπτίστηκε» έτσι και η περιοχή. Λέγεται, επίσης, πως έγραψε πάνω στο μαρμάρινο χείλος του πηγαδιού την λέξη «ψυχικόν», δηλωτικό της ψυχικής ωφέλειας.
Στο μέρος όπου παρέδωσε το πνεύμα της, στην Καλογρέζα, υψώνεται ο ναός της Αγίας Φιλοθέης, ενώ το όνομά της φέρει και ολόκληρο το γνωστό προάστιο των Αθηνών.
Η αγία ανέγειρε, επίσης, μετόχι στη Τζια που φέρει την προσωνυμία Μονή Δάφνης. Εκεί ζούσαν πάνω από είκοσι μοναχές και χρησίμευε ως καταφύγιο για την προστασία των μοναζουσών από τις επιθέσεις των Τούρκων. Η Φιλοθέη διέμεινε για αρκετό χρονικό διάστημα καθοδηγώντας πνευματικά τις ασκούμενες μοναχές, καθώς στο συγκεκριμένο έστελνε όσες φοβούνταν να μείνουν στην Αθήνα και διέτρεχαν άμεσα τον κίνδυνο του εξισλαμισμού από τους Τούρκους. Η Μονή Δάφνης λειτούργησε ως γυναικείο κοινόβιο μέχρι τον 19ο αιώνα, όταν λεηλατήθηκε από τους Τούρκους.
 
Οικονομικές δυσκολίες και αιτήσεις βοήθειας
Μέρα με τη μέρα, οι καλόγριες γίνονταν όλο και περισσότερες και οι ανάγκες του επισιτισμού μεγαλύτερες. Παρόλο που η μονή του Αγίου Ανδρέα είχε περιουσία (δύο μετόχια στην Αθήνα, ένα στην Κέα, κτήματα στην Αττική και στην Αίγινα), υπήρχε μεγάλη ανάγκη για οικονομική ενίσχυση. Για αυτό και λέγεται ότι η Φιλοθέη έβαλε ενέχυρο τα σκεύη της εκκλησίας και τα υπάρχοντα του μοναστηριού.
Σε επιστολή της αγίας που εντοπίστηκε από τον Κωνσταντίνο Μέρτζιο σε βιβλιοθήκη της Βενετίας με παραλήπτη τη Βενετική Γερουσία, ημερομηνίας 22 Φεβρουαρίου 1583, ζητείται χρηματική βοήθεια για να ξεπληρώσει χρέη που είχαν προκύψει γιατί ήθελε να γλιτώσει το μοναστήρι και τις μοναχές από τις τουρκικές λεηλασίες. Η Βενετική Γερουσία αποφάσισε να συνδράμει με 200 τσεκίνια (χρυσά νομίσματα).
Η Φιλοθέη απευθύνθηκε για βοήθεια και στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το οποίο απέστειλε στην Αθήνα τον μέγα λογοθέτη, Ιέρακα, ώστε να ερευνήσει από κοντά τα γεγονότα και να ενημερώσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
Όταν έφτασε στην Αθήνα, συναντήθηκε με τον Μητροπολίτη αλλά και με τους Ρωμιούς προεστούς της πόλης και ενημερώθηκε για τη δραστηριότητα της ηγουμένης Φιλοθέης. Ο ίδιος επισκέφθηκε το μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα και έμεινε έκπληκτος από το φιλανθρωπικό και πνευματικό έργο που επιτελούνταν εκεί. Αφού ενημερώθηκε για τις δυσκολίες που εμπόδιζαν τη συνέχιση της κοινωνικής δραστηριότητας της αγίας, υποσχέθηκε να ενημερώσει με κάθε λεπτομέρεια το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ώστε να στηρίξει υλικά και πνευματικά το έργο της. Έτσι, η μονή επέζησε από την οικονομική «αιμορραγία» και συνέχισε τις φιλανθρωπικές της δράσεις.
 
Το τέλος της Αγίας Φιλοθέης
Ήταν ξημερώματα της 3ης Οκτωβρίου του 1588, στο μετόχι στα Πατήσια. Η Φιλοθέη και οι μοναχές έκαναν ολονυχτία προς τιμή του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Ξαφνικά, ακούσθηκε θόρυβος. Πέντε Τούρκοι είχαν πηδήξει από τον μαντρότοιχο και είχαν εισβάλει μέσα στο καθολικό. Αφού άρπαξαν τη Φιλοθέη, άρχισαν να τη μαστιγώνουν, και μάλιστα με τέτοια μανία, ώστε από τον βασανισμό και τις κακώσεις την άφησαν σχεδόν μισοπεθαμένη.
Ήταν τόσο μεγάλο το μίσος τους, ώστε την έβγαλαν στο προαύλιο του ναού και την έδεσαν σε μια κολώνα, η οποία σώζεται μέχρι σήμερα. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή για τη ζωή της, η Φιλοθέη ευχαριστούσε τον Θεό που την αξίωσε να μαρτυρήσει στο όνομά Του. Οι υπόλοιπες μοναχές κατόρθωσαν και έφυγαν, αλλά όταν επέστρεψαν βρήκαν την ηγουμένη σε άθλια κατάσταση.
Τότε αποφάσισαν να τη μεταφέρουν στο μετόχι της Καλογρέζας, για να μπορέσει να αναρρώσει, αλλά και για να προστατευθεί από την οργή των Τούρκων. Εκεί έμεινε νοσηλευόμενη επί πέντε μήνες, από τον Οκτώβριο του 1588 έως τις 19 Φεβρουαρίου του 1589, ημέρα κατά την οποία η «κυρά και μαΐστρα των Αθηνών» παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο.
Ενταφιάσθηκε στο μετόχι της Καλογρέζας και μόλις έπειτα από είκοσι ημέρες ευωδίαζε ο τόπος. Ύστερα από αιώνες, το σκήνωμά της μεταφέρθηκε στην Μητρόπολη Αθηνών, όπου φυλάσσεται έως σήμερα μέσα σε ασημένια λάρνακα.
Τμήμα του λειψάνου και το μικρό δάκτυλο της αγίας βρίσκονται στη Μονή Βρυούλων, πλησίον του Ναού Αγίου Ανδρέα. Οι μοναχές με τα λιγοστά που διέθεταν συνέχισαν το έργο του μοναστηριού έως την Επανάσταση του 1821, όταν λεηλατήθηκε και εγκαταλείφθηκε. Στις μέρες μας είναι ανακαινισμένος μόνο ο ναός στον περίβολο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Αγιοκατάταξη
Αργότερα ήρθε και η αγιοκατάταξη της ηγουμένης Φιλοθέης. Έγινε επί Οικουμενικού Πατριάρχη Ματθαίου Β’ (1595-1600), ύστερα από σχετική αναφορά του Μητροπολίτη Αθηνών Νεοφύτου, την οποία συνυπέγραψαν οι Μητροπολίτες Κορίνθου και Θηβών, μαζί με τον κλήρο και τους προκρίτους των Αθηνών.
Στην αναφορά τους ζητούσαν, μεταξύ άλλων, την επίσημη αναγνώρισή της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τονίζοντας τα αναρίθμητα θαύματα που έγιναν από το λείψανό της, το οποίο ευωδίαζε.

Η μνήμη της τιμάται κάθε χρόνο στις 19 Φεβρουαρίου. Στην Αττική, μεταξύ άλλων, στο παρεκκλήσι στην περιοχή Διώνη Πικερμίου, αλλά και στην περιοχή της Εκάλης, στην ομώνυμη γυναικεία μονή που ιδρύθηκε το 1960. Στον χώρο της μονής λειτούργησε το 1963 οικοτροφείο θηλέων υπό την επωνυμία «Αγία Τριάς», όπου φιλοξενούνται κορίτσια. Ενοριακός ναός αφιερωμένος στην Αγία Φιλοθέη υπάρχει και στον Πύργο Ηλείας, όπου δίπλα λειτουργεί και το οικοτροφείο-ορφανοτροφείο θηλέων «Η Αγία Φιλοθέη». Στο όνομα της αγίας είναι αφιερωμένα παρεκκλήσια και στους ναούς Αγίας Αικατερίνης στο Άργος και Αγίου Κωνσταντίνου στο χωριό Χαλκιάδες Άρτας.
 
Η κρύπτη 
Η κρύπτη της Αγίας Φιλοθέης ανακαλύφθηκε τυχαία το 1934 κατά τη διαδικασία εξόρυξης της κοκκινόπετρας που προοριζόταν για το κτίσιμο των σπιτιών της περιοχής. Τότε είχε ακόμη τη μορφή σπηλιάς, αλλά σιγά-σιγά διαμορφώθηκε στο σημερινό εκκλησάκι. Η ανακάλυψή της έγινε και η αιτία να μετονομαστεί ο τότε οικισμός της Νέας Αλεξάνδρειας σε Φιλοθέη.
Η κρύπτη επικοινωνούσε, μέσω μιας υπόγειας σήραγγας, με το μετόχι της Καλογρέζας, το οποίο βρισκόταν κοντά στην οδό Καποδιστρίου (απέναντι από το σημερινό Τένις Φιλοθέης).
Σε αυτό, λοιπόν, το ναΐδιο, που ήταν αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου και βρισκόταν στην άλλη άκρη της κρύπτης, κατέφευγε η Αγία Φιλοθέη για να προσευχηθεί απερίσπαστη από τις απειλές των Τούρκων. Από άλλους εικάζεται πως η κρύπτη ήταν μια φυσική σπηλιά, την οποία η αγία είχε διαμορφώσει σε παρεκκλήσι όπου κατέφευγε. Λέγεται ότι την υπόγεια στοά τη χρησιμοποιούσε για να ξεφεύγει μαζί με τις καλόγριές της προς την άλλη μονή (ή και οπουδήποτε αλλού) κατά τις επιδρομές των Τούρκων...
Κοντά στην κρύπτη χτίστηκε η εκκλησία της Αγίας Φιλοθέης.
 
Ο ναός του Αγίου Ανδρέα στην Αρχιεπισκοπή
Βρίσκεται στο προαύλιο του μεγάρου της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, στην οδό Αγίας Φιλοθέης 19. Σύμφωνα με τον Δ. Καμπούρογλου, ήταν δρομικός ναός (βασιλική), ο οποίος ιδρύθηκε στους πρώτους αιώνες της επικράτησης του Χριστιανισμού στην Αθήνα.
Γύρω στα 1550 η Αγία Φιλοθέη τον ανακαίνισε και τον έκανε καθολικό του μοναστηριού που ίδρυσε εκεί.
Το αρχοντικό των Μπενιζέλων σώζεται έως σήμερα στην οδό Αδριανού 96 και η χρήση του έχει παραχωρηθεί από το υπουργείο Πολιτισμού στην Αρχιεπισκοπή. Έως το 1821 στο ασκητήριό της σώζονταν το προσευχητάριο της, ένα σκοινί κρεμασμένο στον χαλκά και ο αργαλειός της με τα εξαρτήματα του. Το όλο συγκρότημα είχε σχήμα Π και στο μέσο υπήρχε τρίκογχη βασιλική του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, όπου αργότερα τοποθετήθηκε και το λείψανο της αγίας.
Το 1834, με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, ο χώρος του μοναστηριού χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας. Αναφέρεται ότι επί Όθωνος στο ερειπωμένο μοναστήρι μονάχα μία η δύο γριές άναβαν το καντήλι της Κυράς. Το 1836 ο τελευταίος επίτροπος της μονής, Σπυρίδων Μπενιζέλος, παρέδωσε στον επίσκοπο Αττικής τις φορητές εικόνες του μοναστηρίου και εκείνος τις τοποθέτησε στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης (της οδού Αιόλου), αλλά καμιά από αυτές δεν φαίνεται να σώθηκε.
Το λείψανο της αγίας κατετέθη από την οικογένεια Μπενιζέλου στην εκκλησία της Παναγίας της Γοργοεπηκόου (Αγίου Ελευθερίου), όπου σήμερα βρίσκεται το πρώτο εικόνισμά της.
Αργότερα μεταφέρθηκε στον σημερινό Μητροπολιτικό Ναό. Τότε ήταν που χάθηκαν και τα παλαιά ιερά σκεύη. Χρόνια μετά ο χώρος περιήλθε στο Δημόσιο και από αυτό τον παρέλαβε ο Μητροπολίτης Αθηνών Γερμανός Καλλιγάς (1889-1896), ο όποιος κατεδάφισε όλα τα μισοερειπωμένα κτίσματα και ανήγειρε αρχιεπισκοπικό και συνοδικό μέγαρο.
Στη θέση της εκκλησίας έχτισε τη σημερινή εκκλησία του Αγίου Ανδρέα. Τα έργα του μητροπολιτικού οίκου ολοκληρώθηκαν τον Νοέμβριο του 1892 –ξοδεύτηκαν 123.790,39 δρχ., εκ των οποίων οι 45.627,39 δρχ. ήταν προσφορά του μητροπολίτη– και του Συνοδικού Μεγάρου τον Μάιο του 1894. Για τις ανάγκες δόθηκαν 71.295,65 δρχ., από τις όποιες τις 23.595,65 δρχ. κατέβαλε ο Γερμανός. Τα εγκαίνια του Συνοδικού Μεγάρου έγιναν στις 3 Ιουνίου 1894.
Ο αρχιεπισκοπικός οίκος επισκευάσθηκε το 1958 επί Αρχιεπισκόπου Θεοκλήτου του Β’, ενώ επί Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου του Τηνίου τα Συνοδικά γραφεία μεταστεγάστηκαν στη Μονή Πετράκη.
Η νέα εκκλησία έχει διαστάσεις μήκος 13 μ. και πλάτος 11 μ. και είναι εξωτερικά ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής και εσωτερικά βυζαντινού ημισύνθετου τετρακιόνιου. Στον ανατολικό τοίχο του ιερού έχουν διαμορφωθεί τρεις αψίδες. Οι αγιογραφίες, λόγω της φθοράς που είχαν υποστεί, αποκαταστάθηκαν τον Μάιο του 1999, με τη μέριμνα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, από τον Αναστάσιο Μαργαριτώφ.
Στον πρώτο όροφο του αρχιεπισκοπικού οίκου έχει διαμορφωθεί μικρό παρεκκλήσι στο όνομα του Αγίου Αποστόλου Παύλου.
Το 1970, επί μακαριστού Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, στο ΒΔ ισόγειο του κεντρικού κτιρίου της Αρχιεπισκοπής ανακαλύφθηκε το πηγάδι του παλιού μοναστηριού, ενώ το ασκητήριο της οσιομάρτυρος βρίσκεται κάτω από το δάπεδο του ναού και του βόρειου τμήματος της αυλής, σε απόσταση από το σημείο όπου έχει εδώ και εκατό χρόνια τοποθετηθεί η επιγραφή «Αρχαία Κρύπτη». Το 1892, κατά τη διάρκεια καθαρισμού του χώρου για την ανέγερση της νέας εκκλησίας του Αγίου Ανδρέα, βρέθηκε πλάκα από πεντελικό μάρμαρο (διαστάσεων 0,50 x 0,31 μ. και πάχους 0,21 μ.) με επιγραφή της περιόδου 440-430 π.Χ. που αναφερόταν σε δημόσια κατασκευή.

Πηγή: https://ikivotos.gr/post/10105/ellhnes-agioi
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν
Απάντηση

Επιστροφή στο “Βίοι Αγίων”