Oσία Μαρία η Αιγυπτία,απο πόρνη έγινε αγία.
1Μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἐξαίρετες γυναικεῖες ἀσκητικὲς μορφὲς εἶναι καὶ τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Κάθε χριστιανὸς ποὺ θὰ διαβάσει τὴ ζωή της θὰ ἀντλήσει πολὺ ὠφέλιμα διδάγματα. Ἐπὶ 17 χρόνια ζοῦσε ἄσωτα μέσα στὴν ἀκολασία καὶ τὴν ἁμαρτία. Ἀπὸ μικρὴ παρασύρθηκε ἀπὸ τὸ κακό της ἁμαρτίας καὶ παρέσυρε κι᾿ ἄλλους σ᾿ αὐτή.
Στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ θεϊκὴν ἐπέμβαση ἀλλάζει σκέψεις καὶ παίρνει νέες ἀποφάσεις ποὺ τὶς ἐκτελεῖ. Ἀποβάλλει τὸν παλαιὸν ἄνθρωπο καὶ φορᾶ τὸν καινούργιο. Ἡ ἁμαρτία τῆς δημιούργησε πολλὰ ψυχικὰ τραύματα κι ἔτσι ἔφυγε στὴν ἔρημο γιὰ νὰ κλείσει καὶ νὰ ἀποβάλλει τὶς κακίες τῶν πράξεων καὶ νὰ ἐξαφανίσει τὸ ρύπο ποὺ τῆς προκάλεσε ἡ ἀκολασία. Μετανόησε, ἔκλαψε, πόνεσε, νήστεψε καὶ προσευχήθηκε. Μεγάλοι οἱ ἀγῶνες τῆς καὶ σκληρὴ ἡ πάλη ἐναντίον τῶν παθῶν της.
Πολλὲς οἱ δυσκολίες, οἱ ταλαιπωρίες της μέσα στὴν ἔρημα, μὰ τὶς ἀντιμετώπισε ὅλες μὲ ἡρωισμό. Τοὺς πολλοὺς πειρασμοὺς τοὺς ἐξουδετέρωσε μὲ αὐτοθυσία. Καὶ ὁ Κύριος ἄκουσε τοὺς στεναγμοὺς καὶ τὰ δάκρυά της, καὶ δέχτηκε τὴ μετάνοιά της κι ἔγινε ἡ ὁσία Μαρία ποὺ πρεσβεύει γιὰ τὴ δική μας σωτηρία. Κι᾿ ἐσύ, χριστιανέ μου, πρέπει νὰ γνωρίζεις ὅτι τὸ φάρμακο τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ μετάνοια, ποὺ εἶναι καὶ τὸ ποιὸ φοβερὸ ὅπλο ἐναντίον τοῦ διαβόλου, ποὺ στὴ ταραγμένη ἐποχή μας στήνει τὶς παγίδες του καὶ φωλιάζει παντοῦ. Ὅταν λοιπὸν ἁμαρτήσεις, ὅπως λέει ὁ Δαβίδ, «λέγε τὰς ἁμαρτίας σου πρῶτος διὰ νὰ δικαιωθῇς». Καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι μὲ τὸ φάρμακο τῆς μετάνοιας θὰ χυθεῖ ἄφθονα στὴ ψυχή σου ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ...
Ο ΑΒΒΑΣ ΖΩΣΙΜΑΣ
Στὰ μέρη τῆς Παλαιστίνης ἦταν κάποιος ἱερομόναχος, ποὺ λεγόταν Ζωσιμᾶς, ποὺ ἀπὸ μικρὸς ἀνατράφηκε σύμφωνα πρὸς τὰ μοναχικὰ ἔθιμα καὶ ζοῦσε πολὺ ἐνάρετη ζωή. (Ἂς μὴ νομίσει κανένας ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ Ζωσιμᾶ ἐκεῖνο, ποὺ χαρακτηρίσθηκε ἑτερόδοξος, γιατὶ εἶναι ἄλλος αὐτός, καὶ ὑπάρχει τεράστια διαφορὰ μεταξὺ τῶν δύο, παρ᾿ ὅλο ποὺ ἔχουν καὶ οἱ δύο τὸ ἴδιο ὄνομα).
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ Ζωσιμᾶς, ὁ ὀρθόδοξος, ἀρχικὰ ἐμόνασε σὲ κάποιο μοναστήρι τῆς Παλαιστίνης, ὅπου ἐφαρμόζοντας κάθε εἶδος ἄσκησης πέτυχε ν᾿ ἀποκτήσει ἐγκράτεια σ᾿ ὅλα. Ἀπὸ τὴ μιὰ φύλασσε κάθε κανόνα ποὺ τοῦ παρέδιναν οἱ πνευματικοὶ προπονητές του στὴν αὐτοῦ του εἴδους παλαίστρα, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἴδιος ἐπενόησε πολλὰ ἀπὸ τὴ δική του πείρα στὴ προσπάθειά του νὰ ὑποτάξει τὴ σάρκα στὸ πνεῦμα. Πράγματι, δὲν ἀπότυχε σ᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ποὺ ἔβαλε, ἡ δὲ φήμη του ἔγινε παντοῦ γνωστή, ὥστε πολλοὶ μοναχοί, τόσο ἀπὸ κοντινά, ὅσο καὶ ἀπὸ μακρινὰ μοναστήρια πήγαιναν κοντά του καὶ ἄκουαν τὴ διδασκαλία του.
Ἀνάμεσα στὶς ἀσχολίες τοῦ σπουδαία θέση εἶχαν ἡ μελέτη καὶ ἡ ψαλμωδία, ποὺ ἀσχολεῖτο συνέχεια καὶ ὅταν καθότανε καὶ ὅταν ἔτρωγε καὶ ὅταν ἔκαμνε ἐργόχειρο. Λέγουν μάλιστα ὅτι καὶ συχνὰ ὁ Γέροντας ἀξιωνόταν νὰ βλέπει τὸ Θεὸ καὶ αὐτὸ νὰ μὴν φανεῖ παράξενο, γιατὶ, «μακάριοι οἱ καθαροὶ τὴ καρδία ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».
Αὐτός, λοιπόν, ὁ Ζωσιμᾶς, ἔκανε στὸ μοναστήρι ἐκεῖνο πενῆντα τρία χρόνια. Ἔπειτα δὲ ἐνοχλήθηκε ἀπὸ μερικοὺς λογισμούς, ὅτι δῆθεν ἦταν σ᾿ ὅλα τέλειος, χωρὶς νὰ ἔχει ἀνάγκη τὴ διδασκαλία ἄλλου ἀνθρώπου. Κάποτε τοῦ ἐρχόταν καὶ ὁ ἑξῆς λογισμός: «Ἄραγε ὑπάρχει στὴ γῆ μοναχός, ποῦ μπορεῖ νὰ μὲ ὠφελήσει ἢ νὰ μὲ ὑπερβάλλει στὴν ἀρετή;» Ἐνῶ ὁ γέροντας σκεφτόταν αὐτά, ἄγγελος Κυρίου φάνηκε σ᾿ αὐτὸν καὶ τοῦ λέει: «Ὦ Ζωσιμᾶ, ἀγωνίσθηκες ἀνθρώπινα καλὰ καὶ ἐξετέλεσες μὲ ἐπιτυχία τὸν ἀσκητικὸν ἀγώνα. Ἀλλὰ κανένας ἄνθρωπος εἶναι τέλειος, ὁ δὲ τωρινὸς ἀγώνας εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν προηγούμενο. Νὰ ξέρεις ὅμως, ὅτι ὑπάρχουν κι᾿ ἄλλοι δρόμοι σωτηρίας καὶ γιὰ νὰ πληροφορηθεῖς γι᾿ αὐτοὺς βγὲς ἀπὸ τὴ γῆ σου καὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς σου, καθὼς ἀκριβῶς ὁ Ἀβραάμ, ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες, καὶ πήγαινε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μοναστήρι ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό».
Ἀμέσως, λοιπόν, ὁ Γέροντας ἀκολουθώντας τὶς πιὸ πάνω ὁδηγίες βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι του καὶ ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὸν ἄγγελο σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μοναστήρι τοῦ Ἰορδάνη, ποὺ τὸν διέταξε ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει. Ἀφοῦ δὲ κτύπησε τὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ, συνάντησε πρῶτα τὸ μοναχό, ποὺ φύλαγε τὴν ἐξώπορτα κι᾿ αὐτὸς τὸν παρουσίασε στὸν ἡγούμενό του. Ἐκεῖνος δέ, ὅταν εἶδε τὸ σχῆμα του καὶ τὸ εὐλαβικό του ἦθος, τὸν ρώτησε, ἀφοῦ ἔβαλε τὴ συνηθισμένη στοὺς μοναχοὺς μετάνοια κι᾿ ἔλαβε εὐχή: «Ἀπὸ ποῦ εἶσαι ἀδελφὲ καὶ ἐξ αἰτίας ποιοῦ ἀπὸ τοὺς ταπεινοὺς γέροντες ἦλθες ἐδῶ;»
Ὁ δὲ Ζωσιμᾶς ἀποκρίθηκε: «Ὅσο μὲ ἀφορᾶ τὸ «ἀπὸ ποῦ»δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ σᾶς ἀναφέρω. Ἦλθα δέ, πάτερ, χάριν ὠφελείας, γιατὶ ἔχω ἀκούσει γιὰ σᾶς πολὺ σπουδαῖα καὶ ἀξιέπαινα πράγματα». Ἀπάντησε δὲ ὁ ἡγούμενος: «Ὁ Θεός, ἀδελφέ, ὁ μόνος ποὺ θεραπεύει τὴν ἀνθρώπινη ἀρρώστεια. Αὐτὸς καὶ σένα καὶ ἐμᾶς θὰ διδάξει τὰ Θεῖα θελήματα, διότι ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ὠφελήσει ἄλλον ἄνθρωπο. Ἐπειδὴ ὅμως, ὅπως ἀνέφερες ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἐκίνησε νὰ ἐπισκεφθεῖς ἐμᾶς τοὺς ταπεινοὺς Γέροντες, μεῖνε μαζί μας καὶ ὅλους θὰ μᾶς θρέψει μὲ τὴ χάρη τοῦ Πνεύματος ὁ καλὸς Ποιμένας, ποὺ ἔδωσε τὴν ψυχή του σὰν λύτρο γιὰ μᾶς». «Ὅταν εἶπε αὐτὰ ὁ ἡγούμενος, ὁ Ζωσιμᾶς ἔβαλε καὶ πάλι μετάνοια καὶ ζήτησε εὐχή.
Ὕστερα ἀποσύρθηκε καὶ ἀπὸ τότε παρέμεινε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μοναστήρι. Συνάντησε δὲ ἐκεῖ Γέροντες λαμπροὺς στὴ θεωρία καὶ τὴ πράξη, λέοντες ὡς πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ δουλεύοντες στὸν Κύριο. Διότι ἡ ψαλμωδία ἦταν ἀκατάπαυστη καὶ τὸ ἐργόχειρο πάντα στὰ χέρια τους, χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὶς φροντίδες τῆς ζωῆς. Ἕνα δὲ μονάχα τοὺς ἀπασχολοῦσε ὅλους, πὼς καθένας ἀπ᾿ αὐτούς, θὰ νέκρωνε τὸ σῶμα του στὸν κόσμο. Σὰν τροφὴ εἶχαν τὰ θεόπνευστα λόγια, ἔτρεφαν ὅμως καὶ τὸ σῶμα τους, ἀλλὰ μόνο μὲ τὰ ἀπαραίτητα, δηλ. τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερό.
Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὲς μέρες ἔφτασε ὁ καιρὸς ποὺ οἱ χριστιανοὶ ἔκαναν τὶς ἱερὲς νηστεῖες, γιὰ νὰ καθαριστοῦν, προκειμένου νὰ προσκυνήσουν τὸ Θεῖο Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ πύλη τοῦ μοναστηριοῦ δὲν ἄνοιξε ποτέ, ἀλλὰ ἦταν πάντα κλειστή, ὥστε οἱ μοναχοὶ νὰ κάνουν ἀνενόχλητοι τὴν ἄσκησή τους. Ἄνοιγε μόνο, ἂν κάποιος μοναχὸς ἔβγαινε λόγω ἀνάγκης, γιατὶ ὁ τόπος ἦταν ἔρημος καὶ στοὺς περισσότερους ἀπὸ τὰ γειτονικὰ μοναστήρια ἦταν ὄχι μόνο ἀδιαπέρατος, ἀλλὰ καὶ ἄγνωστος. Φυλασσόταν δὲ στὸ μοναστήρι τέτοιος κανόνας, γιὰ τὸν ὁποῖο, ὅπως φαίνεται, καὶ τὸ Ζωσιμᾶ ὁ Θεὸς ὁδήγησε σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μοναστήρι. Ποιὸς ἦταν ὁ κανόνας καὶ πὼς φυλασσόταν, θὰ ἀναφερθεῖ πιὸ κάτω.
Τὴ πρώτη μέρα τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, κατὰ τὴ συνήθεια ποὺ ὑπῆρχε γινόταν ἡ Θεία λειτουργία καὶ καθένας κοινωνοῦσε τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν μυστηρίων καὶ ὕστερα ἔπαιρνε λίγη τροφή. Ἔτσι μαζευόντουσαν ὅλοι στὸ εὐκτήριο, ὅπου, ἀφοῦ λεγόταν μακρὰ εὐχὴ καὶ γινόταν γονυκλισία, οἱ Γέροντες ἀσπάζονταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ ἀφοῦ ἀγκάλιαζαν τὸν ἡγούμενο, βάλλοντας καθένας μετάνοια ζητοῦσε νὰ πάρει εὐχὴ ἀπ᾿ αὐτόν, γιὰ νὰ τὴν ἔχει βοηθὸ στὸ προκείμενο ἀγώνα.
Ὅταν αὐτὰ γινόντουσαν κατ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἡ πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ ἄνοιγε καὶ ψάλλοντας τὸ «Κύριος φωτισμός μου καὶ σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι» καθὼς καὶ τὸ ὑπόλοιπο μέρος τοῦ ψαλμοῦ, ἔβγαιναν ὅλοι, ἀφήνοντας ἕνα ἡ δύο φύλακες στὸ μοναστήρι, ὄχι γιὰ νὰ φυλάσσουν τὰ πράγματα ποὺ βρισκόντουσαν σ᾿ αὐτὸ (γιατὶ δὲν ὑπῆρχε τίποτε ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ πάρουν οἱ κλέφτες), ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ μένει τὸ εὐκτήριο ἀλειτούργητο.
Καθένας δὲ ἐφοδιαζόταν, ὅπως μποροῦσε καὶ ἤθελε: ἄλλος μὲν ἔπαιρνε ψωμί, ἄλλος σύκα ξηρά, ἄλλος φοινίκια, ἄλλος βρεγμένα ὄσπρια, ἄλλος δὲ τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶμα του καὶ τὸ ράσο ποὺ φοροῦσε. Ὑπῆρχε δὲ κανόνας ἀπαράβατος σ᾿ αὐτοὺς νὰ μὴν ξέρει ὁ ἕνας πῶς ἔκανε ἐγκράτεια ἢ πῶς περνοῦσε ὁ ἄλλος, γιατὶ ὅταν περνοῦσαν τὸν Ἰορδάνη, ἀμέσως καθένας ἐχώριζε ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ κανένας δὲν πήγαινε νὰ συναντήσει τὸν ἄλλο, ἀλλὰ καὶ ἂν κάποτε ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔβλεπε ἀπὸ μακριὰ ἄλλον νὰ ἔρχεται σ᾿ αὐτόν, ἀμέσως λοξοδρομοῦσε καὶ πήγαινε σ᾿ ἄλλο μέρος. Ζοῦσε δὲ μὲ τὸν ἑαυτό του, ψάλλοντας παντοτινὰ καὶ δοξάζοντας τὸ Θεό.
Ἔτσι λοιπὸν ἀφοῦ περνοῦσαν ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ἱερῆς νηστείας, γυρνοῦσαν πίσω στὸ μοναστήρι τὴ Κυριακή των Βαΐων, φέροντας καθένας μαζί του τὸ καρπὸ τῶν δικῶν του κόπων καὶ ξέροντας πὼς ἐργάστηκε. Κανένας δὲ δὲν ρωτοῦσε τὸν ἄλλον πῶς πέρασε. Αὐτὸς λοιπὸν ἦταν ὁ κανόνας τοῦ Μοναστηριοῦ, ποὺ γινόταν μὲ ἐπιτυχία, γιατὶ καθένας πηγαίνοντας στὴν ἔρημο πρὸς τὸν ἀθλοθέτη Θεὸ ἀγωνιζόταν μόνος του, ὄχι γιὰ ν᾿ ἀρέσει στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ κάνει ἐγκράτεια ἐπιδεικτικά. Γιατὶ αὐτὰ ποὺ γίνονται μὲ σκοπὸ ν᾿ ἀρέσουν στοὺς ἀνθρώπους, ὄχι μόνο σὲ τίποτε δὲν ὠφελοῦν ἐκεῖνο ποὺ τὰ κάνει, ἀλλὰ προξενοῦν καὶ ζημιὰ σ᾿ αὐτόν.
Τότε καὶ ὁ Ζωσιμᾶς, σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια τοῦ κανόνα πέρασε τὸν Ἰορδάνη, μεταφέροντας λίγα μόνο ἐφόδια γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματός του καὶ τὸ ράσο ποὺ φοροῦσε. Ἐνῷ δὲ περνοῦσε τὴν ἔρημο ἐκτελοῦσε τὸ κανόνα καὶ ὅπου νυκτωνόταν κοιμόταν κάτω στὴ γῆ.
Νωρὶς δὲ τὸ πρωὶ συνέχιζε τὸ περπάτημα πάντοτε μὲ σταθερὸ ρυθμό. Ἤθελε δέ, καθὼς ἔλεγε, νὰ προχωρήσει στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐρήμου, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἐκεῖ θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ κάποιο Πατέρα γιὰ ν᾿ ἀκούσει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα δὲ περπατοῦσε μὲ τόση προσπάθεια, σὰν νὰ προχωροῦσε σὲ κάποιο σπουδαῖο καὶ γνωστὸ κατάλυμα. Ἀφοῦ, λοιπόν, περπάτησε ἐπὶ εἴκοσι μέρες, ὅταν ἦταν ἕκτη ὥρα, σταμάτησε γιὰ λίγο τὴν ὁδοιπορία κι᾿ ἀφοῦ στράφηκε πρὸς τὴν ἀνατολή, ἔκανε τὴ συνηθισμένη προσευχή του. Γιατὶ συνήθιζε, σ᾿ ὁρισμένες ὧρες τῆς μέρας, νὰ διακόπτει τὴ πορεία καὶ νὰ ξεκουράζεται λίγο ἀπὸ τὸν κόσμο, στεκόμενος δὲ ἔψαλλε καὶ προσευχόταν γονατιστός.
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΖΩΣΙΜΑ
Ἐνῶ δὲ ἔψαλλε καὶ ἔβλεπε τὸν οὐρανὸ συνέχεια, εἶδε στὰ δεξιά του μέρους ποὺ καθόταν, μιὰ ἀνθρώπινη σκιά. Στὴν ἀρχὴ ταράχτηκε, ὑποπτευόμενος ὅτι βλέπει φάντασμα δαίμονα καὶ φοβήθηκε. Ἀφοῦ δὲ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ κι᾿ ἔδιωξε τὸ φόβο, διάκρινε φανερὰ κάποιον γύρω στὸ μεσημέρι νὰ περπατᾶ. Εἶχε μαῦρο σῶμα ἀπὸ τὸν καύσωνα καὶ εἶχε στὸ κεφάλι ἄσπρες τρίχες, σὰν τὸ βαμβάκι, ἦσαν ὅμως λίγες καὶ ἔφταναν μέχρι τὸν τράχηλό του. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ζωσιμᾶς χάρηκε καὶ ἄρχισε νὰ τρέχει πρὸς τὸ μέρος του. Ἡ χαρά του ἦταν ἀνέκφραστη, γιατὶ σ᾿ ὅλο ἐκεῖνο τὸ χρονικὸ διάστημα, δὲν εἶδε κανένα ἄνθρωπο, οὔτε ζῶο ἢ πτηνὸ ἢ φάντασμα ἀκόμα. Ζητοῦσε λοιπὸν νὰ μάθει ποιὸς ἦταν ἐλπίζοντας ὅτι θὰ γινόταν αἰτία γιὰ νὰ γνωρίσει σπουδαῖα πράγματα.
Ὅταν δὲ ἐκεῖνος εἶδε τὸ Ζωσιμᾶ νὰ ἔρχεται ἀπὸ μακρυά, ἄρχισε νὰ τρέχει πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἐρήμου. Ὁ δὲ Ζωσιμᾶς ξεχνώντας τὴν προχωρημένη ἡλικία του καὶ δίχως νὰ λογαριάσει τὴ κούραση ἀπὸ τὸ περπάτημα, ἔτρεξε ἀμέσως γιὰ νὰ συναντήσει ἐκεῖνον ποὺ ἔφευγε. Αὐτὸς μὲν καταδίωκε, ἐκεῖνος δὲ ἔφευγε.
Ἐπειδὴ ὁ Ζωσιμᾶς ἔτρεχε πιὸ γρήγορα, σιγὰ-σιγὰ πλησίαζε ἐκεῖνον ποὺ ἔφευγε. Ὅταν δὲ πλησίασε σὲ σημεῖο ποῦ μποροῦσε νὰ ἀκουστεῖ ἡ φωνή του, ἄρχισε ὁ Ζωσιμᾶς νὰ φωνάζει κλαίοντας: «Γιατί μὲ ἀποφεύγεις, τὸν ἁμαρτωλὸ Γέροντα, ὦ δοῦλε τοῦ Θεοῦ; Μεῖνε μαζί μου, ὅποιος καὶ νἆσαι, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸν Ὁποῖο ἦλθες καὶ κατοίκησες σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημο, στάσου κι᾿ εὐλόγησέ με».
Ἐνῷ ὁ Ζωσιμᾶς ἔλεγε αὐτὰ μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ἔφτασαν καὶ οἱ δύο τρέχοντας σὲ κάποιο τόπο, ὅπου σχηματιζόταν ἕνας χείμαρρος ξηρός.
Ὅταν λοιπὸν ἔφτασαν ἐκεῖ, ἐκεῖνος ποὺ ἔφευγε κατέβηκε καὶ πάλιν ἀνέβηκε στὸ ἄλλο μέρος, ὁ δὲ Ζωσιμᾶς κουρασμένος καὶ μὴ μπορώντας ἄλλο νὰ τρέχει, στάθηκε στὸ ἄλλο μέρος τοῦ χειμάρρου καὶ ἔκλαψε τόσο πολύ, ὥστε τὰ κλάματά του ἀκούονταν καθαρά. Τότε ἐκεῖνος ποὺ ἔφευγε, ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ εἶπε: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, συγχώρησέ με γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Δὲν μπορῶ νὰ γυρίσω καὶ νὰ σὲ δῶ στὸ πρόσωπο, γιατὶ εἶμαι γυναίκα, γυμνή. Ἀλλὰ ἂν θέλεις νὰ δώσεις εὐχὴ σὲ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ρίξε τὸ ράσο ποὺ φορᾶς γιὰ νὰ σκεπάσω τὸ σῶμα μου καὶ νὰ στραφῶ πρὸς ἐσένα γιὰ νὰ πάρω τὶς εὐχές σου». Τότε ὁ Ζωσιμᾶς ἀπόρησε γιατὶ τὸν φώναζε μὲ τ᾿ ὄνομά του καὶ σοφὸς καθὼς ἦταν ἀντελήφθηκε ὅτι ὁ ἄγνωστος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν φωνάζει μὲ τ᾿ ὄνομά του, ἐκτὸς ἂν εἶχε ὑπερφυσικὸ χάρισμα.
Ἔβγαλε τὸ ράσο του καὶ τῆς τὸ ἔριξε ἀπὸ πίσω κι ἐκείνη ἀφοῦ τὸ πῆρε καὶ σκέπασε τὸ σῶμα της, στράφηκε πρὸς τὸν Ζωσιμᾶ καὶ τοῦ εἶπε: «Τί ἤθελες νὰ δεῖς μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα; Τί ζητᾶς νὰ μάθεις ἀπὸ μένα καὶ δὲν βαρέθηκες νὰ κάνεις τόσο μεγάλο κόπο;» Ὁ δὲ Γέροντας ἀφοῦ γονάτισε στὴ γῆ, ζήτησε νὰ πάρει εὐλογία, σύμφωνα μὲ τὴ συνήθεια. Ἐπειδὴ κι᾿ αὐτὴ ἔβαλε μετάνοια, ἦταν καὶ οἱ δύο στὴ γῆ καὶ περίμενε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο νὰ δώσει εὐλογία. Ἀλλὰ τίποτα ἀπὸ κανένα δὲ λεγόταν, ἐκτὸς ἀπὸ τό: «εὐλόγησον».
Ἀφοῦ πέρασε ἀρκετὴ ὥρα, εἶπε ἡ γυναίκα πρὸς τὸ Ζωσιμᾶ: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ σὲ σένα ἁρμόζει νὰ εὐλογήσεις καὶ νὰ εὐχηθεῖς, γιατὶ ἔχεις τιμηθεῖ μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἱερέα καὶ ἀπὸ πολλὰ χρόνια στέκεσαι μπροστὰ στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο».
Αὐτὰ προκάλεσαν πολὺ φόβο στὸ Ζωσιμᾶ καὶ ὁ Γέροντας ἀφοῦ λούστηκε μὲ ἱδρώτα στέναξε καὶ εἶπε μὲ φωνὴ ποὺ διακοπτόταν:
«Ὦ πνευματικὴ Μητέρα, καὶ ἀπὸ τὸ ἦθος σου φαίνεται ὅτι ἐσὺ κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἔχεις νεκρωθεῖ γιὰ τὸν κόσμο, εἶναι δὲ φανερό, ὅτι σοῦ δόθηκε μεγαλύτερο χάρισμα ἀπὸ μένα, ἀφοῦ μου μίλησες μὲ τὰ᾿ ὄνομά μου, καὶ εἶπες ὅτι εἶμαι ἱερέας, χωρὶς νὰ μὲ γνωρίζεις. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἡ χάρη δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ ἀξιώματα, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ ψυχικὴ ὑπόσταση, ἐσὺ πρέπει νὰ μ᾿ εὐλογήσεις γιὰ τὸν Κύριο καὶ νὰ δώσεις σὲ μένα εὐχή, ποὺ ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δική σου τελειότητα».
Ἀφοῦ ὑποχώρησε ἡ γυναίκα στὴν ἔνσταση τοῦ Γέροντα καὶ ὑπάκουσε, εἶπε: «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν». Ὅταν δὲ ὁ Ζωσιμᾶς εἶπε τὸ «Ἀμήν», σηκώθηκαν καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὴν γονυκλισία καὶ εἶπε τότε ἡ γυναίκα πρὸς τὸ Γέροντα: «Γιὰ χάρη ποιοῦ θέλησες νὰ δεῖς γυναίκα στερημένη ἀπὸ κάθε ἀρετήν; Ἀλλά, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ καθοδήγησε νὰ μοῦ προσφέρεις, ἀνάλογα μὲ τὴ περίσταση, κάποια ἐξυπηρέτηση, πές μου, πῶς ζοῦν οἱ χριστιανοί; Πῶς ζοῦν οἱ βασιλιάδες; Πῶς εἶναι ἡ Ἐκκλησία;»
Ὁ δὲ Ζωσιμᾶς εἶπε σ᾿ αὐτή: «Μ᾿ ἕνα λόγο, Μητέρα Ὁσία, μὲ τὶς δικές σου ὁ Χριστὸς χάρισε σ᾿ ὅλους εἰρήνη. Δέξου ὅμως παράκληση ἀνάξιου Γέροντα καὶ εὐχήσου γιὰ τὸν κόσμο ὅλο καὶ γιὰ μὲ τὸν ἁμαρτωλό, ὥστε αὐτὸ τὸ χρονικὸ διάστημα, ποὺ περνῶ στὴν ἔρημο, νὰ μὴν ἀποβεῖ ἄκαρπο». Ἐκείνη δὲ τοῦ ἀπάντησε: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, σὺ πρέπει νὰ κάνεις δέηση γιὰ μέ, καὶ γιὰ ὅλους γιατὶ σὲ σένα ἔπεσε ὁ κλῆρος γι᾿ αὐτό. Ἀλλὰ ἐπειδὴ μὲ προστάζεις, θὰ τὸ κάνω μὲ προθυμία»
ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ἡ γυναίκα, στράφηκε πρὸς τὴν ἀνατολὴ καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ μάτια της πρὸς τὸν οὐρανό, ἄρχισε νὰ προσεύχεται, ψιθυρίζοντας, ἀλλὰ δὲν ἀκουόταν καμιὰ φωνή. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ζωσιμᾶς δὲν ἄκουε τίποτε, στεκόταν δέ, ὅπως ἔλεγε, γεμάτος μὲ πολὺ φόβο καὶ βλέποντας πρὸς τὰ κάτω, χωρὶς νὰ λέει τίποτα. Ἐπειδὴ δὲ ἐκείνη καθυστέρησε ἀρκετὰ στὴν προσευχή, αὐτός, ἀφοῦ σηκώθηκε λίγο ἀπὸ τὴ γονυκλισία, εἶδε ὅτι ἐκείνη εἶχε ἀνυψωθεῖ ἕναν πῆχυ πάνω ἀπὸ τὴ γῆ καὶ προσευχόταν, αἰωρούμενη στὸν ἀέρα.
Ὅταν εἶδε αὐτὸ ὁ Ζωσιμᾶς φοβήθηκε περισσότερο καὶ ἔπεσε στὸ ἔδαφος καὶ ἀπὸ τὴ πολλὴ ἀγωνία τοῦ περιλούστηκε ἀπὸ ἱδρώτα. Σὲ κανένα δὲν τολμοῦσε νὰ πεῖ τίποτα, μόνο δὲ στὸν ἑαυτό του ἔλεγε συνεχῶς τὸ «Κύριε ἐλέησον». Βρισκόμενος δὲ ξαπλωμένος στὴ γῆ ὁ Γέροντας σκανδαλιζόταν σκεφτόμενος:
«Μήπως εἶναι πνεῦμα καὶ ὑποκρίνεται ὅτι προσεύχεται;» Ἀφοῦ δὲ ἡ γυναίκα ἦλθε κοντά του, τὸν σήκωσε λέγοντάς του:
«Γιατί, Ἀββᾶ, σὲ ταράσσουν οἱ λογισμοί; Μήπως σκανδαλίστηκες ἐξ αἰτίας μου, ὅτι τάχα εἶμαι πνεῦμα καὶ ὑποκρίνομαι ὅτι προσεύχομαι; Μάθε ἄνθρωπε, ὅτι εἶμαι ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ἀλλ᾿ εἶμαι ὀχυρωμένη μὲ τὸ ἅγιο βάπτισμα καὶ δὲν εἶμαι πνεῦμα, ἀλλὰ γῆ καὶ στάκτη». Καὶ ἀφοῦ εἶπε αὐτά, σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ τὸ μέτωπο, τὰ μάτια, τὰ χείλη, καὶ τὸ στῆθος λέγοντας: «Ὁ Θεός, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἂς μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ πονηρὸ καὶ τὶς παγίδες του».
Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΖΗΤΑ ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ
Ὅταν ἄκουσε καὶ εἶδε ὅλ᾿ αὐτὰ ὁ Ζωσιμᾶς, ἔπεσε στὸ ἔδαφος καὶ ἀφοῦ ἄγγιξε τὰ πόδια της, εἶπε δακρύζοντας: «Σὲ ὁρκίζω στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Θεοῦ μας, ὁ Ὁποῖος γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένα, νὰ μὴν κρύψεις ἀπὸ τὸν δοῦλο σου ποιὰ εἶσαι, ἀπὸ ποῦ, πότε καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἦλθες ἐδῶ στὴν ἔρημο καὶ κατοίκησες. Μὴ μοῦ κρύψεις τίποτα ποὺ σὲ ἀφορᾶ, ἀλλὰ διηγήσου μου τα ὅλα, γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ μεγαλεῖα του Θεοῦ. Γιατὶ σοφία κρυμμένη καὶ θησαυρὸς ποὺ δὲν φαίνεται δὲ ὠφελοῦν σὲ τίποτε, ὅπως εἶναι γραμμένο στὴν Ἁγία Γραφή.
Πές μου τα λοιπόν, ὅλα γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου μας, γιατὶ δὲν πρόκειται νὰ τὰ πεῖς γιὰ νὰ καυχηθεῖς ἢ νὰ ἐπιδειχτεῖς, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὲ πληροφορήσεις τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀνάξιο, πιστεύοντας ὅτι ὁ Θεός, γιὰ τὸν ὁποῖο ζεῖς, γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο μὲ ὁδήγησε σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημο, γιὰ νὰ μοῦ φανερώσεις δηλαδὴ ὅσα σχετίζονται μὲ σένα. Ἑπομένως δὲν ἔχουμε κανένα δικαίωμα νὰ φέρουμε ἀντίσταση στὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, διότι ἂν δὲν ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ σὲ γνωρίσω καὶ νὰ μάθω πῶς ἀγωνίσθηκες, τότε δὲν θὰ ἄφηνε νὰ σὲ δεῖ κανείς, οὔτε καὶ θὰ βοηθοῦσε νὰ κάνω τόσο δρόμο, ἐγὼ ποὺ δὲν κατόρθωσα νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ κελλί μου».
Η ΟΣΙΑ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΗΣ
Ἀφοῦ εἶπε ὂλ᾿ αὐτὰ καὶ ἄλλα ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, τὸν πλησίασε ἡ γυναίκα καὶ ἀφοῦ τὸν σήκωσε ἀπ᾿ τὴν γῆ τοῦ εἶπε: «Ντρέπομαι, Ἀββᾶ μου, νὰ σοῦ διηγηθῶ τὰ ἔργα μου, γιατὶ εἶναι γεμάτα ντροπή, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶδες γυμνὸ τὸ σῶμα μου, γιὰ νὰ γνωρίσεις καλὰ ὅσο ἁμαρτωλὴ εἶναι ἡ ψυχή μου.
Εἶναι λάθος ποὺ νόμισες ὅτι δὲν ἦλθα νὰ σοῦ διηγηθῶ τὰ ὅσα μὲ ἀφοροῦν, τάχα γιὰ νὰ μὴ καυχηθῶ, καὶ τί νὰ καυχηθῶ ποῦ ἔγινα ὄργανο τοῦ διαβόλου; Γνωρίζω ὅμως ὅτι, ὅταν ἀρχίσω τὴν διήγησή μου, θὰ ἀναγκαστεῖς νὰ φύγεις ἀπὸ κοντά μου, ὅπως φεύγει ἕνας ἀπὸ τὸ φίδι, μὴ θέλοντας νὰ ἀκούσεις τὶς κακές μου πράξεις. Καὶ ὅμως θὰ σοῦ τὰ διηγηθῶ, χωρὶς νὰ παραλείψω τίποτε, σὲ ἐξορκίζω ὅμως προηγουμένως νὰ μὴν σταματήσεις νὰ προσεύχεσαι ἴσως βρῶ ἔλεος ἀπὸ τὸ Θεὸ κατὰ τὴν μέρα τῆς Κρίσης».
Καὶ ἐνῷ τὰ δάκρυα τοῦ Γέροντα ἔτρεχαν ἀπὸ τὰ μάτια του χωρὶς σταματημό, ἄρχισε ἡ γυναίκα τὴ διήγησή της:
«Ἐγὼ ἀδελφέ, ἔχω πατρίδα τὴν Αἴγυπτο. Ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσαν οἱ γονεῖς μου κι ἐγὼ ἤμουν δώδεκα χρονῶν, τοὺς ἄφησα καὶ πῆγα στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ πολὺ νωρὶς παρασύρθηκα σὲ πράξεις ἁμαρτωλὲς καὶ διαφθειρα τὴν παρθενία μου, ἐπειδὴ ἐπιδόθηκα στὸ πάθος τῆς πορνείας. Ἐπὶ δεκαεφτὰ χρόνια, συγχώρησέ με, ὑπῆρξα ἄσωτη δημόσια καὶ ἔγινα πειρασμὸς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκανα, εἰλικρινὰ σᾶς λέω, ὄχι γιὰ νὰ κερδίζω χρήματα, παρ᾿ ὅλο ποὺ πολλοὶ μοῦ ἔδιναν ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν τὰ ἔπαιρνα, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔρχονται πολλοὶ σὲ μένα καὶ νὰ ἱκανοποιοῦν τὸ πάθος μου.
Καὶ μὴ νομίσεις ὅτι δὲν δεχόμουνα χρήματα γιατὶ ἤμουν πλούσια. Ἀντίθετα, ζοῦσα ἀπὸ χειρωνακτικὴ ἐργασία, ἔκλωθα ρόκα. Εἶχα δὲ ἀκόρεστην ἐπιθυμία καὶ ἀκατάσχετον ἔρωτα, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων κυλιόμουν στὸ βόρβορο. Μάλιστα δὲ μοῦ φαινόταν ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ζωή, νὰ ἐκτελῶ τὴ βρισιὰ τῆς φύσης». Ἔτσι λοιπὸν ζοῦσα, ὁπότε ἕνα καλοκαίρι εἶδα πολὺν κόσμον ἀπὸ τὴ Λιβύη καὶ Αἴγυπτο, ποὺ κατευθύνονταν πρὸς τὴ θάλασσα καὶ ρώτησα ἕνα ἀπ᾿ αὐτοὺς γιὰ νὰ πληροφορηθῶ ποὺ πήγαιναν.
Ἐκεῖνος μου ἀπάντησε: «Πηγαίνουν στὰ Ἱεροσόλυμα γιατὶ μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες θὰ γιορταστεῖ ἡ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ». Εἶπα τότε σ᾿ αὐτόν: «Ἄραγε δὲ μὲ παίρνουν κι᾿ ἐμένα μαζί τους, ἂν τοὺς ἀκολουθήσω;» Ἐκεῖνος μου ἀποκρίθηκε: «Ἂν ἔχεις τὰ ναῦλα καὶ τὰ ἔξοδά σου, κανένας δὲ θὰ σ᾿ ἐμποδίσει». Εἶπα τότε σ᾿ αὐτόν: «Πραγματικά, οὔτε γιὰ ναῦλα οὔτε γιὰ ἄλλα ἔξοδα ἔχω χρήματα, καὶ θὰ μπῶ σ᾿ ἕνα πλοῖο, προσφέροντας τὸ σῶμα μου γιὰ ἀντάλλαγμα αὐτῶν». Γιατὶ, ὁ σκοπὸς ποὺ ἤθελα νὰ πάω, (συγχωρέστε με Ἀββᾶ μου) ἦταν γιὰ νὰ βρῶ πολλοὺς ἐραστὲς τοῦ πάθους μου. Σοῦ τὰ εἶπα, Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, μὴ μ᾿ ἀναγκάσεις νὰ σοῦ πῶ τὴ ντροπὴ τῶν ἔργων μου, γιατὶ φρίττω, τὰ γνωρίζει ὁ Θεός, ἐπειδὴ θὰ μολύνω καὶ σένα καὶ τὸν ἀέρα λέγοντας ὅλα τὰ ἔργα μου».
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n [/align]