ἄβατος = ο μη βατός, αδιάβατος, απαραβίαστος.
ἀβέβαιος = ασταθής, άστατος.
ἀβίωτος = ανυπόφορος× ἀβίωτόν ἐστι τινὶ = ο βίος είναι ανυπόφορος σε
κάποιον.
ἀβοητὶ = χωρίς βοή.
ἀβουλεύω = δεν θέλω να…
ἀβουλία = έλλειψη σκέψεως, απερισκεψία.
ἄβουλος = αυτός που δεν θέλει, απερίσκεπτος.
ἀβούλως = απερίσκεπτα, ασύνετα.
ἁβρὸς = λεπτός, χαριτωμένος, κομψός.
ἀγαθὸς = καλός, ευγενής, ανδρείος× ἀγαθὰ φρονῶ = έχω καλά αισθήματα× ἀγαθὰ πάσχω = ευεργετούμαι.
ἄγαμαι = θαυμάζω, επαινώ.
ἄγαν = πολύ.
ἀγαπάω – ῶ= αγαπώ, αρκούμαι σε κάτι.
ἀγαπητῶς = πρόθυμα, με χαρά, αρκετά.
ἀγγελία (ἄγγελος) = είδηση, αγγελία.
ἀγγέλλω = αναγγέλλω.
ἄγγελος = αγγελιοφόρος.
ἀγνοέω – ῶ = αγνοώ.
ἄγνοια = άγνοια, αμάθεια.
ἀγνωμονέω – ῶ = ενεργώ ασύνετα.
ἀγνωμόνως = αναίσθητα.
ἀγνωμοσύνη = αναισθησία, δυσμένεια.
ἀγνώμων = αναίσθητος, απερίσκεπτος.
ἀγνωσία = άγνοια, αφάνεια.
ἄγονος(ἀ+γονὴ) = άκαρπος, στείρος, άτεκνος.
ἀγορὰ = συγκέντρωση, τόπος συνελεύσεως× ἀγορὰν παρέχω = παρέχω τρόφιμα προς αγορά.
ἀγορεύω = δημηγορώ× κακῶς ἀγορεύω = κακολογώ.
ἀγχιστεία = συγγένεια.
ἄγω = οδηγώ, φέρω× ἄγω εἰρήνην = έχω ειρήνη× σχολὴν ἄγω = σχολάζω× ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω× ἄγω καὶ φέρω = λεηλατώ.
ἄγω εἰς δίκην = σύρω στο δικαστήριο.
ἄγομαι φόνου = κατηγορούμαι για φόνο.
ἀγὼν = αγώνας, μάχη, άμιλλα, στάδιο, δίκη.
μέγας ἀγὼν = σπουδαία δίκη× καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα = μπλέκω κάποιον σε δίκη× ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δυνάμεως.
ἀγωνίζομαι = διεξάγω αγώνα.
ἀγωνίζομαι περὶ τοῦ σώματος = διεξάγω δικαστικό αγώνα περί ζωής ή θανάτου.
ἀγώνισμα = αγώνας, ανδραγάθημα, κατόρθωμα.
ἄδηλος = μη φανερός, αφανής.
ἀδιάλλακτος = αυτός που δεν συμφιλιώνεται.
ἀδικέω – ῶ = αδικώ, βλάπτω.
ἀδίκημα = άδικη πράξη.
ἀδόκιμος = άσημος.
ἀδοξέω-ῶ = δεν έχω καλή φήμη.
ἀδοξία = κακή φήμη, ασημότητα.
ἀδοξος = αφανής, άσημος.
ἀδυναμία & ἀδυνασία = αδυναμία.
ἀδυνατέω – ῶ = δεν μπορώ.
ἀδωροδόκητος & ἀδωροδόκος = αυτός που δεν δέχεται δώρα.
Ἀθήναζε = προς Αθήνα× Ἀθήνηθεν = από την Αθήνα× Ἀθήνησι = στην Αθήνα (στάση).
ἆθλον = έπαθλο, βραβείο× ἆθλα τίθεται = προκηρύσσονται βραβεία.
ἀθροίζω = συγκεντρώνω.
ἀθρόος = συγκεντρωμένος, πυκνός.
ἀθυμέω – ῶ = χάνω το θάρρος μου, στενοχωρούμαι.
ἀθυμία = απογοήτευση, έλλειψη θάρρους.
ἀθύμως έχω = χάνω το θάρρος μου.
αἰδέομαι-οῦμαι = ντρέπομαι, σέβομαι.
αἴδιος = αιώνιος.
αἰδὼς = ντροπή, σεβασμός.
αἰνέω-ῶ = εγκωμιάζω, εγκρίνω.
αἰνίττομαι = μιλώ αινιγματικά, υπονοώ.
αἵρεσις = άλωση, κατάληψη, εκλογή, προτίμηση.
αἵρεσιν δίδωμι = παρέχω το δικαίωμα της εκλογής.
αἵρεσιν λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογής.
αἱρέω-ῶ = λαμβάνω, συλλαμβάνω, κυριεύω.
αἱροῦμαι = εκλέγω, προτιμώ, εκλέγομαι× δίκην (γραφὴν) αἱρῶ = κερδίζω δίκη.
αἴρω = υψώνω, μεταφέρω, απομακρύνω.
αἴρομαι = υψώνομαι.
αἴρω τεῖχος = υψώνω τείχος× αἴρω τὰς ναῦς = απομακρύνω τα πλοία× αἴρω ταῖς ναυσὶ= αποπλέω× αἴρω τῷ στρατῷ = ξεκινώ.
αἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον κίνδυνο (τον πόλεμο).
αἰσθάνομαι = αντιλαμβάνομαι, μαθαίνω.
αἰσχρός = επονείδιστος.
αἰσχύνη = ντροπή.
αἰσχύνω = ασχημίζω, ντροπιάζω.
αἰσχύνομαι = ντρέπομαι, σέβομαι.
αἰτέω-ῶ & αἰτοῦμαι = ζητώ, παρακαλώ.
αἰτία = αιτία, αφορμή, κατηγορία× αἰτίαν ἔχω (ὑπέχω) = κατηγορούμαι× ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά =κατηγορώ× ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία.
αἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ.
αἰών = ζωή, αιώνας× ὁ σύμπας αἰών = αιωνιότητα.
ἀκμάζω = είμαι ακμαίος× ὁ σῖτος ἀκμάζει = είναι ώριμος.
ἀκμή = ακμή, αιχμή.
ἀκολασία = ασωτία.
ἀκούω = ακούω× εὖ ἀκούω = επαινούμαι× κακῶς ἀκούω = κακολογούμαι.
ἄκρα = ακρωτήριο.
ἀκραιφνής (< ἀκεραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής, ολόκληρος.
ἀκρασία = ακολασία, ακράτεια.
ἀκρατής = αχαλίνωτος, ο μη εγκρατής.
ἀκρισία = σύγχυση.
ἄκριτος = συγκεχυμένος.
ἀκροάομαι-ῶμαι = ακούω.
ἄκρον = κορυφή, ακρωτήριο.
ἄκων = χωρίς τη θέληση.
ἀλγέω-ῶ = πονώ, θλίβομαι.
ἀλγηδών = πόνος, θλίψη.
ἄλγος = πόνος, θλίψη.
ἀλήτης = περιπλανώμενος.
ἀλίσκομαι = κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, καταδικάζομαι.
ἀλκιμος = ρωμαλέος, ανδρείος.
ἀλλάτω = αλλάζω, μεταβάλλω, ανταλλάσσω.
ἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού.
ἀλλαχόθεν = από αλλού.
ἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέρος.
ἀλλότριος = ξένος× τὰ αλλότρια = ξένες υποθέσεις× ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές διαθέσεις.
ἀλλόφυλος = αλλοεθνής.
ἄλογος = παράλογος, ακατανόητος.
ἅλωσις = κατάκτηση, καταδίκη.
ἁλωτός (< ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί, κατακτηθεί.
ἅμα = αμέσως, συγχρόνως, μαζί.
ἀμαθία & ἀμάθεια = άγνοια.
ἁμαρτάνω = αποτυγχάνω, σφάλλομαι.
ἁμάρτημα = σφάλμα, αδίκημα.
ἁμαρτία = αποτυχία, σφάλμα.
ἀμέλεια = αδιαφορία.
ἀμελέω-ῶ = παραμελώ, αδιαφορώ.
ἀμελής = αδιάφορος.
ἀμηχανία = απορία, στενοχώρια.
ἄμιλλα = συναγωνισμός, αγώνας.
ἀμνημονέω-ῶ = λησμονώ.
ἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονεί.
ἀμύνω = βοηθώ, αποκρούω, αγωνίζομαι για κάποιον.
ἀμύνομαι = αποκρούω.
ἀμφότεροι & ἄμφω = και οι δύο.
ἀναβαίνω = ανεβαίνω.
ἀναβάλλω = αναβάλλω.
ἀναβολή = αναβολή, καθυστέρηση.
ἀναγγέλλω = αναγγέλλω.
ἀναγορεύω = ανακηρύττω, διακηρύττω.
ἀνάγω = μεταφέρω, οδηγώ προς τα άνω× ἡ ναῦς ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγος.
ἀναγωγή = απόπλους, οδήγηση πλοίου στα ανοιχτά.
ἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενος.
ἀναιρέω-ῶ & ἀναιροῦμαι = σηκώνω, λαμβάνω, περισυλλέγω και θάβω, καταστρέφω, αφαιρώ× ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἢ ὁ θεός) = χρησμοδότησε.
ἀναλγησία = αναισθησία.
ἀνάλγητος = αναίσθητος, σκληρός.
ἀναλίσκω & ἀναλόω-ῶ = δαπανώ.
ἀναμένω = αναμένω, υπομένω.
ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζω× ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαι.
ἀνάντης = ανηφορικός.
ἀναπείθω = μεταπείθω× ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμη.
ἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ, παρατηρώ.
ἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδα× ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι, καταστρέφομαι× ἀνάστατον ποιῶ = ερημώνω, καταστρέφω.
ἀναστρέφω = ανατρέπω, γυρίζω πίσω× ἀναστρέφομαι = κάνω στροφή.
ἀναστροφή = επιστροφή, περιστροφή.
ἀναχωρέω-ῶ = υποχωρώ.
ἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλο.
ἀνδράποδον = δούλος.
ἀνείργω = εμποδίζω.
ἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος, ανίκανος.
ἀνέχω = κρατώ ψηλά, ανυψώνω× ἀνέχομαι = ανέχομαι, τολμώ, υποφέρω.
ἀνήκεστος = αγιάτρευτος, ανεπανόρθωτος.
ἀνθίστημι = στήνω αντιθέτως× ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαι.
ἀνθρώπειος = ανθρώπινος.
ἀνία = θλίψη, πόνος, πλήξη.
ἀνιαρός = ενοχλητικός, θλιβερός.
ἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπη× ἀνιῶμαι = λυπούμαι, στενοχωρούμαι.
ἀνίημι = αφήνω, χαλαρώνω.
ἀνίστημι = σηκώνω, μετακινώ× ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου× ἀνίσταμαι υπό τινος = διώχνομαι.
ἄνοια = μωρία, ανοησία.
ἀνοικίζω = ανοικοδομώ, μετοικίζω κάποιον, ερημώνω.
ἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας, μετοικώ στα μεσόγεια.
ἀνοιμώζω = στενάζω, θρηνώ.
ἀνομία = παρανομία.
ἄνομος = παράνομος, χωρίς νόμο.
ἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ, επανορθώνω.
ἄνους = ανόητος.
ἀνταγορεύω = αντιλέγω.
ἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαι.
ἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία.
ἀνταίρω = ανθίσταμαι.
ἀντανάγω = εκπλέω, επιτίθεμαι, βγαίνω στο πέλαγος.
ἀνταποδίδωμι = ανταποδίδω.
ἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφω.
ἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιου.
ἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρού.
ἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρού.
ἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεση.
ἀντέχω = διαρκώ, παρατείνομαι× ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτι.
ἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίον.
ἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθεια.
ἀντιδίδωμι = ανταποδίδω, ανταλλάσσω.
ἀντιδικία = φιλονικία.
ἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκη.
ἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω, συμφιλιώνομαι.
ἀντικόπτω = αντικρούω, αντιστέκομαι.
ἀντιλέγω = αντιλέγω, φιλονικώ.
ἀντίος = αντιμέτωπος.
ἀντιπαραβάλλω = συγκρίνω.
ἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιου.
ἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλα.
ἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακό.
ἀντιπέμπω = στέλνω εναντίον.
ἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακό× αντιποιούμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι, προβάλλω δικαιώματα.
ἀντίπορος = αντικρινός.
ἀντίπρωρος = αντιμέτωπος× νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία.
ἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιου.
ἀντιτίθημι = αντιτάσσω.
ἀνυδρία = ξηρασία.
ἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματα.
ἀνύτω & ἀνύω = τελειώνω, κατορθώνω, διανύω.
ἄνωθεν = εκ των άνω× οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοι.
ἀνωμοτί = χωρίς όρκο.
ἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκε.
ἀνωφερής = ανηφορικός.
ἄξιος(< ἄγω) = άξιος× πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογος× πλείονος ἄξιος = χρησιμότερος× οὐδενός ἄξιος = ασήμαντος× σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνός.
ἀξιόχρεως = αξιόπιστος.
ἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο, έχω τη γνώμη.
ἀξύμφορος = επιζήμιος.
ἀπαγγέλλω = αναγγέλλω× ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο.
ἀπαγορεύω = απαγορεύω, εξασθενώ, κουράζομαι.
ἀπάγω = απομακρύνω, οδηγώ, προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριο.
ἀπαθής = αναίσθητος, αβλαβής, χωρίς ατύχημα.
ἀπαλλάττω = απαλλάσσω, απολύω× ἀπαλλάττομαι = αποχωρώ.
ἀπανίσταμαι = μεταναστεύω.
ἀπαντάω-ῶ = συναντώ, αποκρίνομαι, ανθίσταμαι, αντιμετωπίζω.
ἅπαξ = μία φορά.
ἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούω.
ἀπειθής = ανυπάκουος.
ἄπειμι = είμαι μακριά, απουσιάζω.
ἄπειρος = χωρίς δοκιμή, άπειρος, αμαθής.
Μηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστο.
ἀπελαύνω = εξορίζω, απομακρύνω.
ἀπεχθάνομαι = μισούμαι.
ἀπέχθεια = αντιπάθεια.
ἀπεχθής = μισητός, δυσάρεστος, εχθρικός.
ἀπέχω-ομαι = απέχω.
ἀπίθανος = απίστευτος, μη πειστικός.
ἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ, αμφιβάλλω.
ἀπιστία = δυσπιστία, καχυποψία.
ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά.
ἀποβάλλω = απορρίπτω.
ἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι, αθωώνω.
ἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό, αποδεικνύω.
ἀποδίδωμι = επιστρέφω, ανακοινώνω× ἀποδίδωμι τά ὀνόματα = ανακοινώνω τα ονόματα.
ἀποθνῄσκω = πεθαίνω, φονεύομαι.
ἀποικίζω = ιδρύω αποικία.
ἀποκάμνω = κουράζομαι, παραμελώ.
αποκνέω-ῶ = διστάζω, φοβούμαι× ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατεία.
ἀποκτείνω = σκοτώνω, θανατώνω.
ἀπολαμβάνω = παίρνω, δέχομαι, αποκλείω.
ἀπολαύω = καρπούμαι, απολαμβάνω.
ἀπολείπω = αφήνω πίσω, εγκαταλείπω.
ἄπολις,-ιδος = εξόριστος, ο χωρίς πατρίδα× ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μου.
ἀπόλλυμι = χάνω, φονεύω, καταστρέφω.
ἀπολύω = λύνω, ελευθερώνω, αθωώνω× ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίες.
ἄπονος = άκοπος, οκνηρός.
ἀπορία = δυσκολία, έλλειψη× εις απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέση× ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι – διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανία.
ἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω, αποσπώ, αποσύρω.
ἀπόστασις = αποστασία, επανάσταση.
ἀποστάτης = δραπέτης, λιποτάκτης, επαναστάτης.
ἀποτέμνω = αποκόπτω.
ἀποφαίνω = φανερώνω, αποδεικνύω.
ἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου, προτείνω.
ἀποψηφίζομαι = αθωώνω, λαμβάνω αντίθετη απόφαση.
ἀπραγμοσύνη = νωθρότητα, οκνηρία.
ἀπράγμων-ονος = νωθρός, φιλήσυχος.
ἀπραξία = αδρανεια.
ἀπροφάσιστος = πιστός, ειλικρινής.
πόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως× ἅπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικά× ἅπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμο.
ἀργία = ανάπαυση, οκνηρία, απραξία.
ἀργός = άεργος, αδρανής.
ἀρέσκω = είμαι αρεστός× ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτι.
ἀρετή = ανδρεία, ικανότητα, υπεροχή.
ἀριθμέω-ῶ = μετρώ, υπολογίζω.
ἀριστάω-ῶ = προγευματίζω.
ἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμα.
ἄριστον = πρόγευμα.
ἀρμόττω = συναρμόζω, αρμόζω.
ἄρρηκτος = αδιάρρηκτος.
ἀρρωστία = νόσος, ασθένεια, απροθυμία.
ἄρρωστος = ασθενής, νωθρός, απρόθυμος× ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμος.
ἀρχή = έναρξη, εξουσία, κράτος.
ἄρχω = κάνω αρχή, αρχίζω, κυβερνώ× ὁ ἄρχων = ο αρχηγός× τό ἄρχειν = η εξουσία× ἄρχομαι = αρχίζω, εξουσιάζομαι.
ἀρωγή = βοήθεια.
ἀρωγός = βοηθός.
ἀσθένεια = εξασθένηση, αδυναμία.
ἄσιτος = νηστικός.
ἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση.
ἀσταθής = αβέβαιος, ασταθής.
ἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσεις.
ἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίο.
ἀταξία = ακαταστασία, απειθαρχία.
ἀτιμάζω = δεν τιμώ, βρίζω, προσβάλλω.
ἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα.
ἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα.
ἀτραπός = οδός, μονοπάτι.
ἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω, νικιέμαι.
αὐθάδεια = θράσος.
αὐθάδης = θρασύς.
αὖθις = πάλι, πίσω, στο μέλλον.
αὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου.
αὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία.
αὐτόματος = αυτόματα, αυθόρμητα× αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατος.
αὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησία.
αὐτόνομος = αυτοδιοίκητος.
αὐτόχθων-ονος = γηγενής, ντόπιος.
ἀφαιρέω-ω & ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ.
ἀφανής = αόρατος, άσημος, σκοτεινός.
ἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ, εξηγώ.
ἀφίημι = αφήνω, ελευθερώνω, αθωώνω.
ἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω, έρχομαι.
ἀφίστημι = απομακρύνω, εμποδίζω.
ἀφίσταμαι = απέχω, αποφεύγω, αποστατώ, επαναστατώ.
ἀφροσύνη = απερισκεψία.
ἄφρων-ονος = ανόητος, παράφρων.
ἀχαριστία = αγνωμοσύνη.
ἄχθομαι = αγανακτώ, στενοχωρούμαι.
ἄχθος = βάρος, λύπη.
Βασικο Λεξιλογιο Της Αρχαιας Ελληνικης Γλωσσης.
1ΣΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟΝ ΚΟΡΦΟ ΩΣ ΠΟΤΕ ΘΑ ΦΩΛΙΑΖΟΥΝ ΗΓΕΤΕΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ.\nΟΥ ΠΟΣΟΙ ΑΛΛΑ ΠΟΥ.