12
από King Minos
ῥᾴδιος (παραθ.ῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος, πρόθυμος, έτοιμος.
ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ, αδιαφορώ.
ῥαστώνη = ευχέρεια, ανάπαυση.
ῥώμη = δύναμη, θάρρος× ἑρρωμένως = με θάρρος, με σθένος.
σεμνός (σέβω) = σεβαστός, σπουδαίος.
σθένος = δύναμη.
σιγήν ἔχω = σιωπώ, διάγω ειρηνικά.
σῖτος & πληθ. τά σῖτα = σιτάρι, αλεύρι× σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων× σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμα× περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών× ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουν.
σκεδάννυμι = διασκορπίζω.
σκευάζω = παρασκευάζω, κατασκευάζω.
σκευή = ετοιμασία, ενδυμασία, στολή.
σκευοφόρος = αχθοφόρος× τά σκευοφόρα = τα υποζύγια, οι αποσκευές.
σκέψις = σκέψη, εξέταση.
σκηνόω-ῶ (< σκῆνος) = κατασκηνώνω.
σκοπέω-ῶ & σκοποῦμαι = παρατηρώ, προσέχω, κατασκοπεύω, κρίνω, εννοώ, σκέπτομαι× σκέψασθε παρ’ ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας.
σκοταῖος = σκοτεινός, με το σκοτάδι.
σπένδομαι = κάνω σπονδές, συνθηκολογώ, ειρηνεύω.
σπεύδω = επιταχύνω, επιδιώκω, βιάζομαι.
σπονδή (< σπένδω) = σπονδή, συνθήκη, ειρήνη× λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες× σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη, υπογράφω συνθήκη.
σποράδην & σποράδες = σκορπιστά, σποραδικά.
σπουδάζω = επιδιώκω, φροντίζω.
στέλλω-ῶ = αποστέλλω.
στέργω = αγαπώ, αρκούμαι.
στρατοπεδεία & στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση.
συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι, συναντώ, συνενώνομαι.
συγγιγνώσκω = συμφωνώ, ομολογώ, συγχωρώ× συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον× συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαι.
σύγκειμαι = αποτελούμαι από.
συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ.
συλλαμβάνω = συλλαμβάνω.
συλλέγω = συγκεντρώνω, στρατολογώ.
σύλλογος = συνέλευση, συγκέντρωση.
συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία.
συμβάλλω = συνενώνω, συντελώ.
συμβολή = συνάντηση, ένωση.
συμπεριάγω = περιφέρω μαζί.
συμπίπτω = πέφτω με ορμή, πέφτω μαζί× συμπίπτει = συμβαίνει.
συμπράττω = συνεργώ, βοηθώ.
συναγείρω = συγκαλώ, συναθροίζω.
συνάγω = συγκεντρώνω, συνάπτω.
συναλλαγή = ανταλλαγή, συμφιλίωση.
συναλλάττω = συμφιλιώνω, ανταλλάσσω.
σύνδικος = συνήγορος.
συνέχω = συγκρατώ, διαφυλάττω.
συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος.
συνίστημι = στήνω μαζί, συνδυάζω, συνενώνω, συγκροτώ.
συνίσταμαι = συμπλέκομαι, συνδέομαι, έρχομαι σε συνεννόηση× συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία, συνωμότες.
σύνοιδα = γνωρίζω καλά× σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι× σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλος.
συνουσία (σύνειμι) = συναναστροφή× ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ.
σφάλλω = βλάπτω.
σφάλλομαι = κάνω σφάλμα, πλανώμαι, απατώμαι, παθαίνω.
σφάλμα = αποτυχία, ζημία, λάθος.
σφόδρα = πολύ.
σχολή = οκνηρία, ευκαιρία, απραξία× σχολήν ἄγω = ευκαιρώ, αδρανώ.
σῴζω = σώζω, διατηρώ, διαφυλάττω.
ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης.
τακτός = καθορισμένος.
τάττω = τακτοποιώ, παρατάσσω.
τείχισμα = οχύρωμα.
τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους.
τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους.
τελευτάω-ῶ = τελειώνω, καταλήγω× τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω× τελευτῶν (επιρ.) = τελικά.
τελευτή = θάνατος, τέλος.
τελέω-ῶ = εκτελώ, πληρώνω.
τέλος = αποτέλεσμα, τέλος, σκοπός, πληρωμή, φόρος× οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες – τό τέλος, τά τέλη, τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα).
τέμνω = κόβω, διαιρώ, χωρίζω× τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα).
τίθημι = τοποθετώ, θέτω, κατατάσσω× τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω, διοργανώνω αγώνα× τίθημι νόμον = εισάγω, προτείνω νόμο× ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ× τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω, παρατάσσω.
τιμάω-ω = τιμώ, σέβομαι, ανταμείβω× τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι.
τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ× τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ, λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιου× τιμωρῶ τινα = τιμωρώ× τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ, εκδικούμαι.
τιμωροῦμαι = τιμωρούμαι.
τριταῖος = τριών ημερών, κατά την τρίτη ημέρα.
τριχῇ = σε τρία μέρη, κατά τρεις τρόπους.
τυγχάνω = πετυχαίνω, βρίσκω, συναντώ.
υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώ.
ὑπάγω = υποτάσσω, αποσύρω κρυφά× ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια.
ὑπάρχω = κάνω την αρχή, υπάρχω× ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας.
ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω, διασώζω.
ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ.
ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος.
ὑπερβάλλω = υπερτερώ, είμαι υπερβολικός.
ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά.
λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ.
ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι.
υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι.
ὑποπτεύω = υποψιάζομαι, φοβάμαι, προαισθάνομαι.
ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος.
ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής, με προστασία σπονδών× ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό.
ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω.
ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση, υποθέτω.
ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία× ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι× ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσω.
ὔστατος = τελευταίος.
ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα.
ὕστερος = επόμενος, μεταγενέστερος, κατώτερος.
ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω, δείχνω το δρόμο.
ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω.
ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι, υπόσχομαι.
φαιδρός = λαμπρός, εύθυμος.
φαίνω = φανερώνω, δείχνω× φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση.
φαῦλος = ασήμαντος, χυδαίος.
φείδομαι = λυπάμαι, λογαριάζω.
φειδώ = φροντίδα, οικονομία.
φέρω = φέρνω, μεταφέρω× χάριν φέρω = χαρίζομαι, ευγνωμονώ× τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω× ἄγω καί φέρω = αρπάζω, βλάπτω, λεηλατώ× βαρέως φέρω = αγανακτώ× εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά, πετυχαίνω, εκτιμώμαι× κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες× πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου, πλεονεκτώ.
φεύγω = φεύγω, καταφεύγω, εξορίζομαι× ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος, ο εξόριστος.
φθάνω = προλαβαίνω× οὐ φθάνω(+ κατηγ. μετοχή)…και…μόλις, αμέσως.
φθείρω = καταστρέφω, εξοντώνω.
φθονέω-ῶ = αρνούμαι, φθονώ× φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον.
φιλέω-ῶ = αγαπώ, φιλοξενώ.
φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις.
φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος.
φιλονικία = φιλονικία, αντιζηλία.
φιλοπονία = εργατικότητα.
φιλόπονος = εργατικός, κοπιαστικός.
φίλος = φίλος, αγαπητός, σύμμαχος.
φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ, ανταγωνίζομαι.
φιλοτιμία = φιλοδοξία, ανταγωνισμός.
φιλότιμος = φιλόδοξος.
φοβέω-ῶ = εκφοβίζω.
φοιτάω-ῶ (< φοῖτος) = συχνάζω.
φορά = μεταφορά, εισφορά.
φράζω = λέγω, συμβουλεύω.
φρονέω-ω = σκέπτομαι, νομίζω× οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί× κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά× μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαι× ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις.
φρουρά = φρουρά, φρούρηση× φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο, κάνω επιστράτευση.
φυγάς = εξόριστος, δραπέτης× κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα× ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδα.
φυλακή = φρούρηση, φρουρά, φρούριο, σωματοφυλακή× φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ× ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή.
φυλάττω = φυλάω, φρουρώ.
φυλάττομαι = αποφεύγω, προφυλάττομαι.
φύσις = φύση, χαρακτήρας, οργανισμός.
πέφυκα = είμαι εκ φύσεως× φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία.
χαλεπαίνω = αγανακτώ, οργίζομαι.
χαλεπός = δύσκολος, φοβερός× χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση× χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ, δυσφορώ, το φέρνω βαριά.
χαρίεις = χαριτωμένος× χαριέντως = με χάρη.
χαρίζομαι = κάνω χάρη× δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)× κεχαρισμένος = ευχάριστος.
χάρις = χάτη, εύνοια, ευχαρίστηση, ευγνωμοσύνη× χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί – χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη, ευχαριστώ, ευγνωμονώ.
χειμών,-ῶνος = χειμώνας, κακοκαιρία.
εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι× ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου× ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίας.
χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω, υποτάσσω, αιχμαλωτίζω.
χειροτονέω -ῶ = εκλέγω, διορίζω, ψηφίζω, αποφασίζω (με ανάταση χεριού).
χρεία (χρῶμαι) = χρήση, ανάγκη, χρησιμότητα.
χρή = είναι ανάγκη, πρέπει.
χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι× οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικά.
χρηστήριον = μαντείο, χρησμός.
χώρα = χώρα, πατρίδα, χώρος.
χωρέω-ῶ = προχωρώ, έρχομαι.
χωρίον = τοποθεσία.
χωρίς = χωριστά.
ψέγω = κατηγορώ.
ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας.
ψεύδω = διαψεύδω, απατώ.
Ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω, απατώμαι σε κάτι.
ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μου.
ψηφίζω = ψηφίζω.
ψηφίζομαι = ψηφίζω, αποφασίζω, εγκρίνω.
ψήφισμα = απόφαση, ψήφισμα.
τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω, εκδίδω απόφαση× ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία.
ψιλός = γυμνός, ακάλυπτος, άδενδρος.
ψῦχος = ψύχος, χειμώνας.
ὠθέω-ῶ = σπρώχνω, απωθώ.
ὠμότης = σκληρότητα.
ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω.
ὠνή = αγορά.
ὠνητός = αγοραστός.
ὡρα = ώρα, εποχή, κατάλληλος χρόνος.
ὧραι = εποχές του έτους.
ὠφελέω-ῶ = βοηθώ, ωφελώ.
ὠφέλιμος = ωφέλιμος, χρήσιμος.
ΣΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟΝ ΚΟΡΦΟ ΩΣ ΠΟΤΕ ΘΑ ΦΩΛΙΑΖΟΥΝ ΗΓΕΤΕΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ.\nΟΥ ΠΟΣΟΙ ΑΛΛΑ ΠΟΥ.