Re: Βασικο Λεξιλογιο Της Αρχαιας Ελληνικης Γλωσσης.

10
λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη.

λάθρα = κρυφά.

λανθάνω & λήθω = διαφεύγω την προσοχή.

λανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώ.

λέγω = λέγω, προτείνω, παραγγέλλω.

εὖ λέγω = επαινώ× κακῶς λέγω = κακολογώ.

οἱ λέγοντες = οι ρήτορες.

ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι× ὡς ἁπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά× συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγια.

λείπω = αφήνω, εγκαταλείπω× λείπομαι = καταλείπομαι, υπολείπομαι, είμαι κατώτερος, υστερώ.

λεκτικός = ικανός στο λέγειν.

λεπτόγεως = άγονος.

λῄζομαι = ληστεύω, διαρπάζω.

λιμός = πείνα.

λιπαρέω-ῶ = επιμένω, ικετεύω.

λιπαρής = επίμονος, πείσμων.

λιπαρός = χαρούμενος, λαμπρός.

λόγος = λόγος, επιχείρημα, πρόταση, δικαιολογία, λογικό.

ἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωση.

εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιον× ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον× τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώ× λόγον δίδωμι = λογοδοτώ× λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις× ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορία.

λοιμός = νόσος.

λοιπός = υπόλοιπος× λοιπόν ἐστι = απομένει, υπολείπεται× τό λοιπόν = στο εξής.

λυμαίνομαι = κακοποιώ, βλάπτω.

λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ× τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια, πλεονέκτημα.

λύω = λύνω, διαλύω, παραλύω, απαλλάσσω.

λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες.

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ.

μακρηγορία = μακρολογία.

μάλα – μαλλον - μάλιστα = πολύ, περισσότερο, πάρα πολύ.

μανία = παραφροσύνη, μανία.

μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω, καταθέτω.

μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες.

μάτην = μάταια, άσκοπα, απερίσκεπτα.

μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη× μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενος.

μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι, είμαι μεγαλόψυχος.

μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία.

μέγας = μεγάλος, ψηλός, εκτεταμένος.

μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι.

μεθίστημι = μεταβάλλω.

μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμα.

μεθίσταμαι = παραμερίζω, μετακινούμαι.

μειονεκτέω-ῶ = υστερώ.

μελέτη = φροντίδα, επιμέλεια.

μέλλησις = βραδύτητα, αναβολή.

μέλλω = σκοπεύω, σκέπτομαι, βραδύνω, αναβάλλω, διστάζω, πρόκειται να…

μέλει τινί τινος = φροντίζει, ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι.

μέμφομαι = κατηγορώ.

μερίζω = κόβω σε μερίδια, διαμοιράζω.

μεστός = γεμάτος.

μεστόω-ῶ = γεμίζω.

μεταβάλλω = αλλάζω, τροποποιώ.

μεταβολή = αλλαγή.

μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη, μετανοώ.

μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι.

μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι.

μεταλλαγή = ανταλλαγή.

μεταλλάττω = μεταβάλλω, ανταλλάσσω.

μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος.

μεταμέλομαι = μετανοώ.

μεταμέλεια = μετάνοια.

μετάστασις = μετακίνηση, μετανάστευση, μετοίκηση.

μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα του.

μετανίσταμαι = μετοικώ, μεταναστεύω.

μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου.

μεταπέμπω = προσκαλώ, ανακαλώ× μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ.

μέτειμι (< μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ.

μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι.

μετέρχομαι = καταδιώκω, επιδιώκω, εκδικούμαι.

μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος.

μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία, είμαι μέτοικος.

μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας.

μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπο.

μετουσία (μέτεστι) = συμμετοχή.

μηδαμῇ = πουθενά, καθόλου, με κανέναν τρόπο× μηδαμόθεν = από πουθενά× μηδαμοῦ = πουθενά× μηδαμῶς = καθόλου, με κανέναν τρόπο× μηδέποτε = ουδέποτε.

μηκύνω = εκτείνω, παρατείνω.

μηνύω = φανερώνω, προδίδω, καταγγέλλω.

μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία.

μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι.

περί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίας.

μιμνῄσκω = υπενθυμίζω× μιμνῄσκομαι = θυμάμαι, κάνω μνεία.

μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό, υπηρετώ έναντι μισθού.

μισθοφόρος = μισθωτός.

ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώ.

μνημονεύω = θυμάμαι.

μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών, τάγμα.

μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά.

μῦθος = λόγος, συμβουλή, διήγημα.

μύριοι = δέκα χιλιάδες× μυρίοι = αμέτρητοι.

μωρία = ανοησία.

μωρός & μῶρος = ανόητος.
ΣΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟΝ ΚΟΡΦΟ ΩΣ ΠΟΤΕ ΘΑ ΦΩΛΙΑΖΟΥΝ ΗΓΕΤΕΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ.\nΟΥ ΠΟΣΟΙ ΑΛΛΑ ΠΟΥ.

Re: Βασικο Λεξιλογιο Της Αρχαιας Ελληνικης Γλωσσης.

11
νυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου.

νυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου.

νυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία.

ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία.

ναῦς = πλοίο× νῆες μακραί = πλοία πολεμικά× νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά× πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο× νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία.

νέμω = διαμοιράζω, βόσκω× νέμω χώραν (γῆν, χωρίον) = κατέχω.

νεώριον = ναύσταθμος.

νεωστί = πρόσφατα, προ ολίγου.

νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές.

νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση.

νικάω-ῶ = νικώ, επικρατώ× νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ, πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος, ναυμαχώντας, πολιορκώντας.

νομίζω = νομίζω, πιστεύω, θεωρώ× τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα, οι καθιερωμένες τιμές.

νόμος = νόμος, συνήθεια× νόμος κύριος = έγκυρος× νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλος.

νόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμο× νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη× λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο× γράφω νόμον = συντάσσω νόμο× εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο× ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους.

νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω.

ὁ νοῦν ἔχων = γνωστικός× προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου.

ξενηλασία = απέλαση.

ξενία = φιλοξενία.

ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα.

ξένιος = φιλόξενος× ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων.

ξένια = δώρα φιλοξενίας.

ξένος = φιλοξενούμενος, ξένος, φίλος.



οἶδα = γνωρίζω, κατανοώ.

χάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιον× κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότι.

οἴκαδε = προς την οικία, προς την πατρίδα× οἴκοθεν = από τον οίκο, από την πατρίδα× οἴκοθι = στον οίκο× οἴκοι = στον οίκο.

οἰκεῖος = δικός, οικιακός, συγγενικός, οικογενειακός φίλος× τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις.

οἰκείως = ευνοϊκά, φιλικά× οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον× οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον.

οἰκέτης = δούλος, υπηρέτης.

οἰκέω-ῶ = κατοικώ.

οἰκήτωρ = κάτοικος, άποικος.

οἰκίζω = χτίζω οικία, ιδρύω αποικία.

οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας.

οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον.

οἰμωγή = θρήνος.

οἰμώζω = θρηνώ.

οἴομαι = νομίζω, φαντάζομαι, σκοπεύω.

οἶόν τ’ ἐστί = είναι δυνατόν.

οἶός τ’ εἰμι = δύναμαι, μπορώ.

οἴχομαι = έχω φύγει, αφανίζομαι.

οἰωνός = μαντικό πτηνό, σημείο, οιωνός.

ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα.

οἱ ολίγοι = οι ολιγαρχικοί.

ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ, αδιαφορώ.

ὀλιγωρία = αδιαφορία, παραμέληση.

ὄλλυμι & ὀλλύω = χάνω, καταστρέφω.

ὀλοφυρμός = θρήνος.

ὀλοφύρομαι = θρηνώ.

ὁμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι.

ὄμνυμι = ορκίζομαι, βεβαιώνω με όρκο.

ὁμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ.

ὁμογνώμων = σύμφωνος.

ὁμόθυμος = ομόφωνος.

ὁμολογέω-ῶ = συμφωνώ, παραδέχομαι.

ὅμορος (ὁμοῦ-ὅρος) = γειτονικός.

ὁμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή.

ὁμοῦ = μαζί.

ὁμόφυλος = ομοεθνής.

ὀνειδίζω = κατηγορώ, προσβάλλω.

ὄνειδος = κατηγορία, ντροπή× καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνη.

ὀνομάζω = ονομάζω, καλώ ονομαστικά× φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις.

το ὁπλιτικόν = οι οπλίτες.

τίθεμαι τά ὅπλα = παρατάσσομαι, στρατοπεδεύω.

ὁπότερος = όποιος απ’ τους δύο.

ὀρέγω = προτείνω, προσφέρω × ὀρέγομαι = επιθυμώ.

ὄρεξις = επιθυμία, κλίση.

ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω, ανεγείρω× ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι.

ὁρμάω-ῶ = παρακινώ, ορμώ× ὁρμῶμαι = εξορμώ, είμαι πρόθυμος.

ὁρμίζω = προσορμίζω, αγκυροβολώ.

ὀρύττω = σκάβω.

ἐφ’ ᾧ & ἐφ’ ᾧ τε (+ απαρ.) = υπό τον όρο.

ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω.

ὀφλισκάνω = οφείλω× ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι.

ὀχλώδης = ταραχώδης.

ὀψέ = αργά.

ὀψία = εσπέρα.


πάθος = πάθημα, συμφορά, ατύχημα.

παιδεύω (< παῖς) = εκπαιδεύω.

παμπληθής = πάρα πολύς.

πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό.

παντάπασιν = εντελώς.

πανταχῇ = παντού.

πανταχόθεν = από παντού.

παντελής = τέλειος, ολόκληρος, πλήρης.

παραβάλλω = συγκρίνω, τοποθετώ.

παραγγέλλω = διατάζω, αναγγέλλω.

παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι, φθάνω.

παράγω = παρασύρω, οδηγώ πλησίον.

παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ, παρακινώ× παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι, προτείνω.

παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου.

παραλλάττω = μεταβάλλω, αλλοιώνω.

παραλύω = λύνω, καταλύω, ελευθερώνω.

παραπλέω = πλέω παραλιακά, παραπλεύρως.

παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία.

παραυτίκα = αμέσως.

πάρειμι (< παρά+εἰμί) = είμαι παρών.

παρέρχομαι = διέρχομαι πλησίον× παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιον× τό παρεληλυθός = το παρελθόν.

οἱ παριόντες = οι ρήτορες, οι διαβάτες.

παρέχω = δίνω, προξενώ, παράγω× παρέχω πράγματα = ενοχλώ× τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγή.

παρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου.

παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον.

παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου.

παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα.

πάσχω = παθαίνω, υποφέρω, τιμωρούμαι× εὖ πάσχω = ευεργετούμαι× κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι.

πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα× τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά.

παύω = παύω, διακόπτω, τελειώνω.

πεδίον (< πέδον) = πεδιάδα.

πειράω-ῶ = δοκιμάζω, επιχειρώ× πειρῶμαι = δοκιμάζω, προσπαθώ, επιτίθεμαι.

πένης = φτωχός, άπορος, στερημένος.

περιάγω = περιφέρω.

περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ, κατεδαφίζω.

περιγίγνομαι = υπερέχω, νικώ, επικρατώ.

περιίστημι = περικυκλώνω.

περίλοιπος = υπόλοιπος.

περίλυπος = λυπημένος.

περιμάχητος = περιζήτητος.

περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα, περιφρονώ, επιτρέπω, ανέχομαι, περιμένω, βλέπω με αδιαφορία× περιορῶμαι = διστάζω.

περιουσία = αφθονία, περιουσία.

περιπλέω = πλέω γύρω.

περίπλεως & –πλεος = κατάμεστος.

περιτείχισμα = οχύρωμα.

πιθανός = πιστικός, πιστευτός.

πίπτω = πέφτω, σκοτώνομαι.

πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι.

πλήθω = είμαι γεμάτος.

πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα× πλημμέλημα = σφάλμα.

πλήρης = γεμάτος, επαρκής.

πληρόω-ῶ = γεμίζω, εξοπλίζω πλοίο× πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο.

πλώιμος = πλωτός, κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια.

πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει.

πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη.

ποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο, είμαι αίτιος πολέμου.

εὖ ποιῶ = ευεργετώ× κακῶς ποιῶ = κακοποιώ, βλάπτω.

ποιοῦμαι = κατασκευάζω, θεωρώ× τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω× γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω× ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι× εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω× ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ× ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιο× ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον× ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω, εξοντώνω, εξουδετερώνω× περί πολλοῦ (περί πλείονος, περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο, σπουδαιότατο), αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη, μεγίστη) σημασία× περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος, περί ἐλαχίστου, περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη, ελάχιστη, καμία) σημασία× περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό.

πολέμιος = εχθρός.

πολιτεία = πολίτευμα, δημοκρατία× πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα.

πολιτεύω = είμαι πολίτης, ζω ως πολίτης× πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά× πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενες.

πολλάκις = πολλές φορές.

πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές× πολλαχοῦ = πολλές φορές, σε πολλά μέρη.

πολυπράγμων = πολυάσχολος, περίεργος.

ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον× πλέον ἔχω = πλεονεκτώ× οὐδέν πλέον = κανένα όφελος, κέρδος× πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ.

πονέω-ῶ = κοπιάζω, στενοχωριέμαι.

πονηρός = κακός, φαύλος, βλαβερός.

πόνος = κόπος, αγώνας.

πράγματα ἔχω = ενοχλούμαι× ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη.

πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι.

πράσσω = πράττω, κατορθώνω, διαπραγματεύομαι.

εὺ πράττω = ευτυχώ× κακῶς πράττω = δυστυχώ× πράττω μετά τινος = συμπράττω× ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις.

πρεσβεία = πρέσβεις, αποστολή πρέσβεων.

πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος, είμαι πρεσβευτής, πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής.

πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι, στέλνω πρέσβεις, πηγαίνω ως πρεσβευτής.

προαγορεύω = προειδοποιώ, δηλώνω απερίφραστα.

προάγω = παρακινώ× προάγομαι = παρακινούμαι.

προαίρεσις = προτίμηση, εκλογή.

προαιροῦμαι = εκλέγω, προτιμώ.

προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι, προβλέπω.

προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός.

προβολή = προεξοχή, καταγγελία.

προβουλεύω = προμελετώ, καταρτίζω σχέδιο νόμου.

πρόδηλος = ολοφάνερος.

προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος, επιθυμώ.

προθυμία = προθυμία, ζήλος.

προΐεμαι = εγκαταλείπω, περιφρονώ, παραμελώ.

προΐσταμαι = είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός.

οἱ προεστῶτες = αρχηγοί.

προλέγω = προτιμώ, προφητεύω δημόσια, διακηρύσσω, διατάζω.

προνοέω-ῶ = προβλέπω, φροντίζω.

προνομή = επιδρομή, διαρπαγή.

προπετής = ορμητικός, βίαιος, επιρρεπής.

προσάγω = οδηγώ, προσκομίζω.

προσάντης = ανηφορικός, δύσκολος, δυσάρεστος.

προσδοκάω-ῶ = περιμένω, ελπίζω.

προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι, θεωρούμαι.

πρόσειμι (< πρός + εἶμι) = προσέρχομαι, επέρχομαι, πλησιάζω.

πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών, προσθέτομαι.

προσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μου.

προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων.

προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον.

πρόσοικος = γειτονικός.

προσπίπτω = πέφτω επάνω σε…, προσκρούω, επέρχομαι ξαφνικά.

προσπλέω = πλησιάζω, πλέω προς, πλέω εναντίον.

πρόσφορος = χρήσιμος, ωφέλιμος, κατάλληλος, πρέπων.

πρότερος = πιο μπροστά, προηγούμενος.

προὔργου (< πρό + ἔργου) = χρήσιμος, ωφέλιμος× μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει.

πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω, οπισθοχωρώ× πρύμναν λύω = αποπλέω.

πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω, πληροφορούμαι, ακούω.

πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα.
ΣΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟΝ ΚΟΡΦΟ ΩΣ ΠΟΤΕ ΘΑ ΦΩΛΙΑΖΟΥΝ ΗΓΕΤΕΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ.\nΟΥ ΠΟΣΟΙ ΑΛΛΑ ΠΟΥ.

Re: Βασικο Λεξιλογιο Της Αρχαιας Ελληνικης Γλωσσης.

12
ῥᾴδιος (παραθ.ῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος, πρόθυμος, έτοιμος.

ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ, αδιαφορώ.

ῥαστώνη = ευχέρεια, ανάπαυση.

ῥώμη = δύναμη, θάρρος× ἑρρωμένως = με θάρρος, με σθένος.

σεμνός (σέβω) = σεβαστός, σπουδαίος.

σθένος = δύναμη.

σιγήν ἔχω = σιωπώ, διάγω ειρηνικά.

σῖτος & πληθ. τά σῖτα = σιτάρι, αλεύρι× σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων× σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμα× περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών× ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουν.

σκεδάννυμι = διασκορπίζω.

σκευάζω = παρασκευάζω, κατασκευάζω.

σκευή = ετοιμασία, ενδυμασία, στολή.

σκευοφόρος = αχθοφόρος× τά σκευοφόρα = τα υποζύγια, οι αποσκευές.

σκέψις = σκέψη, εξέταση.

σκηνόω-ῶ (< σκῆνος) = κατασκηνώνω.

σκοπέω-ῶ & σκοποῦμαι = παρατηρώ, προσέχω, κατασκοπεύω, κρίνω, εννοώ, σκέπτομαι× σκέψασθε παρ’ ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας.

σκοταῖος = σκοτεινός, με το σκοτάδι.

σπένδομαι = κάνω σπονδές, συνθηκολογώ, ειρηνεύω.

σπεύδω = επιταχύνω, επιδιώκω, βιάζομαι.

σπονδή (< σπένδω) = σπονδή, συνθήκη, ειρήνη× λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες× σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη, υπογράφω συνθήκη.

σποράδην & σποράδες = σκορπιστά, σποραδικά.

σπουδάζω = επιδιώκω, φροντίζω.

στέλλω-ῶ = αποστέλλω.

στέργω = αγαπώ, αρκούμαι.

στρατοπεδεία & στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση.

συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι, συναντώ, συνενώνομαι.

συγγιγνώσκω = συμφωνώ, ομολογώ, συγχωρώ× συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον× συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαι.

σύγκειμαι = αποτελούμαι από.

συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ.

συλλαμβάνω = συλλαμβάνω.

συλλέγω = συγκεντρώνω, στρατολογώ.

σύλλογος = συνέλευση, συγκέντρωση.

συμβαίνω = έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία.

συμβάλλω = συνενώνω, συντελώ.

συμβολή = συνάντηση, ένωση.

συμπεριάγω = περιφέρω μαζί.

συμπίπτω = πέφτω με ορμή, πέφτω μαζί× συμπίπτει = συμβαίνει.

συμπράττω = συνεργώ, βοηθώ.

συναγείρω = συγκαλώ, συναθροίζω.

συνάγω = συγκεντρώνω, συνάπτω.

συναλλαγή = ανταλλαγή, συμφιλίωση.

συναλλάττω = συμφιλιώνω, ανταλλάσσω.

σύνδικος = συνήγορος.

συνέχω = συγκρατώ, διαφυλάττω.

συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος.

συνίστημι = στήνω μαζί, συνδυάζω, συνενώνω, συγκροτώ.

συνίσταμαι = συμπλέκομαι, συνδέομαι, έρχομαι σε συνεννόηση× συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία, συνωμότες.

σύνοιδα = γνωρίζω καλά× σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι× σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλος.

συνουσία (σύνειμι) = συναναστροφή× ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ.

σφάλλω = βλάπτω.

σφάλλομαι = κάνω σφάλμα, πλανώμαι, απατώμαι, παθαίνω.

σφάλμα = αποτυχία, ζημία, λάθος.

σφόδρα = πολύ.

σχολή = οκνηρία, ευκαιρία, απραξία× σχολήν ἄγω = ευκαιρώ, αδρανώ.

σῴζω = σώζω, διατηρώ, διαφυλάττω.

ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης.

τακτός = καθορισμένος.

τάττω = τακτοποιώ, παρατάσσω.

τείχισμα = οχύρωμα.

τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους.

τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους.

τελευτάω-ῶ = τελειώνω, καταλήγω× τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω× τελευτῶν (επιρ.) = τελικά.

τελευτή = θάνατος, τέλος.

τελέω-ῶ = εκτελώ, πληρώνω.

τέλος = αποτέλεσμα, τέλος, σκοπός, πληρωμή, φόρος× οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες – τό τέλος, τά τέλη, τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα).

τέμνω = κόβω, διαιρώ, χωρίζω× τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα).

τίθημι = τοποθετώ, θέτω, κατατάσσω× τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω, διοργανώνω αγώνα× τίθημι νόμον = εισάγω, προτείνω νόμο× ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ× τά ὅπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω, παρατάσσω.

τιμάω-ω = τιμώ, σέβομαι, ανταμείβω× τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι.

τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ× τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ, λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιου× τιμωρῶ τινα = τιμωρώ× τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ, εκδικούμαι.

τιμωροῦμαι = τιμωρούμαι.

τριταῖος = τριών ημερών, κατά την τρίτη ημέρα.

τριχῇ = σε τρία μέρη, κατά τρεις τρόπους.

τυγχάνω = πετυχαίνω, βρίσκω, συναντώ.


υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώ.

ὑπάγω = υποτάσσω, αποσύρω κρυφά× ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια.

ὑπάρχω = κάνω την αρχή, υπάρχω× ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας.

ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω, διασώζω.

ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ.

ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος.

ὑπερβάλλω = υπερτερώ, είμαι υπερβολικός.

ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά.

λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ.

ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι.

υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι.

ὑποπτεύω = υποψιάζομαι, φοβάμαι, προαισθάνομαι.

ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος.

ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής, με προστασία σπονδών× ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό.

ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω.

ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση, υποθέτω.

ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία× ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι× ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσω.

ὔστατος = τελευταίος.

ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα.

ὕστερος = επόμενος, μεταγενέστερος, κατώτερος.

ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω, δείχνω το δρόμο.

ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω.

ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι, υπόσχομαι.


φαιδρός = λαμπρός, εύθυμος.

φαίνω = φανερώνω, δείχνω× φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση.

φαῦλος = ασήμαντος, χυδαίος.

φείδομαι = λυπάμαι, λογαριάζω.

φειδώ = φροντίδα, οικονομία.

φέρω = φέρνω, μεταφέρω× χάριν φέρω = χαρίζομαι, ευγνωμονώ× τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω× ἄγω καί φέρω = αρπάζω, βλάπτω, λεηλατώ× βαρέως φέρω = αγανακτώ× εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά, πετυχαίνω, εκτιμώμαι× κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες× πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου, πλεονεκτώ.

φεύγω = φεύγω, καταφεύγω, εξορίζομαι× ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος, ο εξόριστος.

φθάνω = προλαβαίνω× οὐ φθάνω(+ κατηγ. μετοχή)…και…μόλις, αμέσως.

φθείρω = καταστρέφω, εξοντώνω.

φθονέω-ῶ = αρνούμαι, φθονώ× φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον.

φιλέω-ῶ = αγαπώ, φιλοξενώ.

φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις.

φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος.

φιλονικία = φιλονικία, αντιζηλία.

φιλοπονία = εργατικότητα.

φιλόπονος = εργατικός, κοπιαστικός.

φίλος = φίλος, αγαπητός, σύμμαχος.

φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ, ανταγωνίζομαι.

φιλοτιμία = φιλοδοξία, ανταγωνισμός.

φιλότιμος = φιλόδοξος.

φοβέω-ῶ = εκφοβίζω.

φοιτάω-ῶ (< φοῖτος) = συχνάζω.

φορά = μεταφορά, εισφορά.

φράζω = λέγω, συμβουλεύω.

φρονέω-ω = σκέπτομαι, νομίζω× οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί× κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά× μέγα φρονῶ = υπερηφανεύομαι× ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις.

φρουρά = φρουρά, φρούρηση× φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο, κάνω επιστράτευση.

φυγάς = εξόριστος, δραπέτης× κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα× ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδα.

φυλακή = φρούρηση, φρουρά, φρούριο, σωματοφυλακή× φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ× ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή.

φυλάττω = φυλάω, φρουρώ.

φυλάττομαι = αποφεύγω, προφυλάττομαι.

φύσις = φύση, χαρακτήρας, οργανισμός.

πέφυκα = είμαι εκ φύσεως× φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία.

χαλεπαίνω = αγανακτώ, οργίζομαι.

χαλεπός = δύσκολος, φοβερός× χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση× χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ, δυσφορώ, το φέρνω βαριά.

χαρίεις = χαριτωμένος× χαριέντως = με χάρη.

χαρίζομαι = κάνω χάρη× δίκαια (ῥᾴδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)× κεχαρισμένος = ευχάριστος.

χάρις = χάτη, εύνοια, ευχαρίστηση, ευγνωμοσύνη× χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί – χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη, ευχαριστώ, ευγνωμονώ.

χειμών,-ῶνος = χειμώνας, κακοκαιρία.

εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι× ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου× ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίας.

χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω, υποτάσσω, αιχμαλωτίζω.

χειροτονέω -ῶ = εκλέγω, διορίζω, ψηφίζω, αποφασίζω (με ανάταση χεριού).

χρεία (χρῶμαι) = χρήση, ανάγκη, χρησιμότητα.

χρή = είναι ανάγκη, πρέπει.

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι× οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικά.

χρηστήριον = μαντείο, χρησμός.

χώρα = χώρα, πατρίδα, χώρος.

χωρέω-ῶ = προχωρώ, έρχομαι.

χωρίον = τοποθεσία.

χωρίς = χωριστά.

ψέγω = κατηγορώ.

ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας.

ψεύδω = διαψεύδω, απατώ.

Ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω, απατώμαι σε κάτι.

ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μου.

ψηφίζω = ψηφίζω.

ψηφίζομαι = ψηφίζω, αποφασίζω, εγκρίνω.

ψήφισμα = απόφαση, ψήφισμα.

τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω, εκδίδω απόφαση× ψῆφον ἐπάγω = προτείνω ψηφοφορία.

ψιλός = γυμνός, ακάλυπτος, άδενδρος.

ψῦχος = ψύχος, χειμώνας.



ὠθέω-ῶ = σπρώχνω, απωθώ.

ὠμότης = σκληρότητα.

ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω.

ὠνή = αγορά.

ὠνητός = αγοραστός.

ὡρα = ώρα, εποχή, κατάλληλος χρόνος.

ὧραι = εποχές του έτους.

ὠφελέω-ῶ = βοηθώ, ωφελώ.

ὠφέλιμος = ωφέλιμος, χρήσιμος.
ΣΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΤΟΝ ΚΟΡΦΟ ΩΣ ΠΟΤΕ ΘΑ ΦΩΛΙΑΖΟΥΝ ΗΓΕΤΕΣ ΠΡΟΔΟΤΕΣ.\nΟΥ ΠΟΣΟΙ ΑΛΛΑ ΠΟΥ.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Η Ελληνική Γλώσσα”

cron