Υπό Αντιναύαρχο ε.α. Δρ. Στυλιανό Χαρ. Πολίτη
Γενικά περί υφαλοκρηπίδας
Μέχρι τα μέσα του αιώνα μας κυριαρχούσαν δύο θεωρίες για το νομικό καθεστώς της υφαλοκρηπίδας. Με τη μία θεωρία υποστηριζόταν η άποψη ότι η επιφάνεια του βυθού έξω από τη χωρική θάλασσα έχει το ίδιο ακριβώς νομικό καθεστώς με την ανοικτή θάλασσα . H άλλη θεωρία υποστήριζε την άποψη ότι ο θαλάσσιος βυθός και το υπέδαφος του είναι res nullious . Οι οπαδοί της πρώτης θεωρίας ισχυρίσθηκαν ότι ο βυθός της ανοικτής θάλασσας είναι res communis usus και γι’ αυτό, όλα τα κράτη έχουν τα ίδια ακριβώς δικαιώματα, ενώ οι οπαδοί της δεύτερης θεωρίας υποστήριζαν ότι ο βυθός αυτός είναι ένα αντικείμενο που μπορεί να καταληφθεί χωρίς να απαιτείται η συγκατάθεση άλλων κρατών, αρκεί η κατάληψη αυτή να μην παρεμποδίζει με κανένα τρόπο τις παραδοσιακές ελευθερίες της ανοικτής θάλασσας.
Η πρώτη εμφάνιση της ιδέας των κυριαρχικών δικαιωμάτων του παρακτίου κράτους στην υφαλοκρηπίδα του εδάφους του ήταν στις 26 Φεβρουαρίου 1942 όταν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Βενεζουέλα εσύναψαν τη Συνθήκη για τις υποθαλάσσιες περιοχές του κόλπου Παρία . Η Συνθήκη αυτή στην πράξη μοίρασε σε δύο κράτη τον πλούσιο σε κοιτάσματα βυθό του κόλπου Παρία, χωρίς να μπορέσει όμως να συμβάλει στην ενίσχυση της απόψεως πως ο διακανονισμός ήταν έγκυρος erga omnes σύμφωνα με το συμβατικό δίκαιο. Ο Sir Gerald Fitzmaurice, που ήταν τότε νομικός σύμβουλος του Foreign Office, το σημείωσε αυτό σε υπόμνημα του όπου παρατήρησε προφητικά ότι με το πέρασμα του χρόνου, τα επιχειρήματα της Μεγάλης Βρετανίας θα αποκτήσουν διεθνές κύρος και θα θεωρηθούν κεκτημένα και κατευθυντήρια για το διεθνές δίκαιο, δικαιώματα . Το κρίσιμο και αποφασιστικό γεγονός για τη διαμόρφωση της θεωρίας της υφαλοκρηπίδας ήταν η Διακήρυξη του Τρούμαν στις 28 Σεπτεμβρίου 1945 , η οποία χωρίς να θίγει τις παραδοσιακές ελευθερίες της ανοικτής θάλασσας, αφορούσε μόνο «jurisdiction and control», δηλαδή δικαιοδοσία και έλεγχο, για τις πηγές της Αμερικανικής υφαλοκρηπίδας, και όχι κυριαρχία πάνω σ’ αυτή. Η διακήρυξη αυτή ήταν μεγάλης πολιτικής σπουδαιότητας γιατί προερχόταν από τον Πρόεδρο ενός σημαντικού παρακτίου κράτους. Για το λόγο αυτό έθεσε το περίγραμμα της μεταγενέστερης θεωρίας και πρακτικής σχετικά με την εκμετάλλευση των πηγών της ηπειρωτικής και της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας. Πράγματι, αργότερα στην υπόθεση οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας, το Διεθνές Δικαστήριο σημείωσε ότι η Διακήρυξη του Προέδρου Τρούμαν αποτελεί αφετηρία του θετικού δικαίου . Η Διακήρυξη του Τρούμαν ακολουθήθηκε από παρόμοιες δηλώσεις ή νομοθεσίες με μονομερείς διεκδικήσεις , και λειτούργησε σαν καταλύτης για περισσότερο επεκτατικές διεκδικήσεις των Λατινοαμερικανικών κρατών .
Τον Απρίλιο του 1949 στο πέμπτο meeting της, η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου συμπεριέλαβε στην ατζέντα της το ζήτημα του καθεστώτος της ανοικτής θάλασσας . Μεταξύ των κυριοτέρων θεμάτων που ελήφθησαν υπόψη ήταν και η νομική κατάσταση της υφαλοκρηπίδας και της θάλασσας που βρίσκεται πάνω από αυτή. Η δημόσια συζήτηση της Επιτροπής έδειξε ότι υπήρχαν αποκλίνουσες τάσεις σχετικά με το τι μπορεί να θεωρηθεί υφαλοκρηπίδα, με το ποιο μπορεί να είναι το εξωτερικό της όριο, για τη φύση και το σκοπό των δικαιωμάτων των παρακτίων κρατών σε αυτή την περιοχή. Γενικά, αυτή η δημόσια συζήτηση αντικατόπτρισε την αοριστία που περιέβαλε στις αρχικές της φάσεις η θεωρία της υφαλοκρηπίδας. Παρά τις αποκλίνουσες τάσεις όμως η Επιτροπή μπόρεσε να υποβάλλει ένα draft articles για την υφαλοκρηπίδα στη Γενική Συνέλευση . Αυτό ήταν η βάση των διαπραγματεύσεων στην πρώτη Διάσκεψη για το δίκαιο της θάλασσας που έγινε στη Γενεύη . Το Σχέδιο της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου υποστήριζε «κυριαρχικά δικαιώματα» για τα παράκτια κράτη και εισήγαγε για το εξωτερικό όριο δύο κριτήρια: ένα σταθερό το βάθος των 200 μέτρων και ένα μη σταθερό, το κριτήριο της δυνατότητας για εκμετάλλευση.
Το αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να ενσωματωθεί στη Σύμβαση της Γενεύης του 1958 για την υφαλοκρηπίδα ένα σημαντικό μέρος από την εισήγηση της Επιτροπής. Στη συνέχεια το Διεθνές Δικαστήριο αναγνώρισε την εθιμική υπόσταση των άρθρων 1, 2 και 3 της Σύμβασης της Γενεύης του 1958, αφού σε απόφαση του για την περίπτωση της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας θεωρεί ότι αυτά «αντικατοπτρίζουν ή αποκρυσταλλώνουν αποδεκτούς ή τουλάχιστον αναφαινόμενους κανόνες διεθνούς δικαίου ».
Από τη γέννησή του το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας ήταν άμεσα συνδεδεμένο με αποκλειστικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους. Στη Σύμβαση για τον κόλπο Πάρια συναντάμε τη φράση «κεκτημένα νόμιμα δικαιώματα όσον αφορά τον έλεγχο και την κυριαρχία» που αναφέρεται στο παράκτιο κράτος, και στη διακήρυξη του Τρούμαν συναντάμε στην τέταρτη παράγραφο την επισήμανση: «Η
υφαλοκρηπίδα πρέπει να θεωρείται σαν προέκταση της χερσαίας μάζας του παράκτιου έθνους και γι’ αυτό ανήκει σε αυτό εκ φύσεως». Επίσης, η πρακτική των κρατών σε όλη της την έκταση στον τομέα αυτό ήταν αρνητική όσον αφορά δικαιώματα άλλων κρατών . Με την υπόθεση της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας εξαφανίστηκε κάθε αμφιβολία για την αποκλειστικότητα των παρακτίων κρατών σε δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα. Αν και η διαφορά στην υπόθεση αυτή αφορούσε οριοθέτηση το Διεθνές Δικαστήριο έδωσε έμφαση στη σπουδαιότητα του δεσμού μεταξύ των παρακτίων περιοχών και της υφαλοκρηπίδας. Σύμφωνα με την κρίση της πλειοψηφίας ο βασικότερο θεμελιώδης κανόνας για την υφαλοκρηπίδα είναι ότι τα δικαιώματα του παρακτίου κράτους:
«Υπάρχουν ipso facto και ab initio, απ’ αυτό τούτο το γεγονός της κυριαρχίας του στην ξηρά, και σαν μία προέκταση αυτής για να κάνει χρήση κυριαρχικών δικαιωμάτων με σκοπό την εξερεύνηση του βυθού και την εκμετάλλευση των φυσικών πηγών του ».
Το Δικαστήριο υπογράμμισε πως τα δικαιώματα αυτά είναι «συμφυή» και «αποκλειστικά» και αυτό σημαίνει πως:
«Αν το παράκτιο κράτος δεν αποφασίζει να εξερευνήσει ή να εκμεταλλευτεί τις περιοχές της υφαλοκρηπίδας που του ανήκουν … κανείς άλλος δεν μπορεί να κάνει αυτό το πράγμα χωρίς τη ρητά εκφρασμένη συναίνεσή του» .
Σύμφωνα με το άρθρο 1 της Σύμβασης της Γενεύης του 1958 για την υφαλοκρηπίδα χρησιμοποιείται ο όρος υφαλοκρηπίδα για να δηλώσει:
α. Το βυθό της θάλασσας και το υπέδαφος των θαλασσίων περιοχών των παρακειμένων στις ακτές, αλλά ευρισκομένων εκτός αιγιαλίτιδας ζώνης, μέχρι το βάθος 200 μέτρων, ή και πέρα απ’ αυτό το όριο μέχρι το σημείο όπου το βάθος των υπερκειμένων υδάτων επιτρέπει την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων των εν λόγω περιοχών.
β. Το βυθό της θάλασσας και το υπέδαφος των αντιστοίχων υποθαλάσσιων περιοχών οι οποίες συνέχονται προς τις ακτές των νήσων.
Τον ορισμό του νησιού μας τον έδωσε αρχικά η Σύμβαση της Γενεύης του 1958 για τη χωρική θάλασσα και τη συνορεύουσα ζώνη. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 αυτής της Σύμβασης:
«Νήσος είναι μία φυσικά διαμορφωμένη περιοχή ξηράς που περιβρέχεται από ύδατα και ευρίσκεται πάνω από την επιφάνεια των υδάτων κατά τη μεγίστη πλημμυρίδα .»
Το άρθρο 2 της Σύμβασης για την υφαλοκρηπίδα καθορίζει inter alia ότι «τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα είναι ανεξάρτητα της πραγματικής ή πλασματικής κατοχής καθώς επίσης και κάθε ρητής διακήρυξης» και υπογραμμίζει ότι «τα κυριαρχικά δικαιώματα» του παράκτιου κράτους «είναι αποκλειστικά υπό την έννοια ότι, εάν το παράκτιο κράτος δεν εξερευνά την υφαλοκρηπίδα ή δεν εκμεταλλεύεται τους φυσικούς της πόρους, κανένας δεν μπορεί να αναλάβει τέτοιες δραστηριότητες, ούτε να αξιώσει δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα χωρίς τη ρητή συναίνεση του παράκτιου κράτους».
Με τη νέα Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας εισάγονται δύο νέα κριτήρια που παραμερίζουν τα παλιά. Το ένα είναι το κριτήριο της αποστάσεως και όχι του βάθους, ενώ το άλλο είναι το γεωλογικό που παραμερίζει το κριτήριο της δυνατότητας για εκμετάλλευση. Το άρθρο 76 δίνει τον παρακάτω ορισμό με τις ακόλουθες επεξηγήσεις:
«1. Η υφαλοκρηπίδα ενός παράκτιου κράτους αποτελείται από το θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφός του που εκτείνεται πέρα της χωρικής του θάλασσας καθ’ όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης του χερσαίου του εδάφους μέχρι του εξωτερικού ορίου του υφαλοπλαισίου ή σε μία απόσταση 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσεις από τις οποίες μετράται το πλάτος της χωρικής θάλασσας όπου το εξωτερικό όριο του υφαλοπλαισίου δεν εκτείνεται μέχρι αυτή την απόσταση».
Η νέα Σύμβαση αναφέρεται και στα νησιά στο άρθρο 121 όπου:
α. Επαναλαμβάνει για τα νησιά τον παλιό ορισμό του άρθρου 10 της Σύμβασης της Γενεύης με τα ίδια ακριβώς λόγια,
β. Εξομοιώνει τα νησιά με την ηπειρωτική ξηρά σε ό,τι αφορά τη χωρική θάλασσα, τη συνορεύουσα ζώνη, την αποκλειστική οικονομική ζώνη και την υφαλοκρηπίδα,
γ. Θέτει ένα περιορισμό ο οποίος αναφέρεται μόνο σε βράχους που δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή. Οι βράχοι αυτοί δεν μπορούν να έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα.
Όσον αφορά τέλος την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας το άρθρο 6 της Σύμβασης της Γενεύης ακολουθεί τον κανόνα της ίσης απόστασης. Η νέα Σύμβαση για το δίκαιο της θάλασσας όμως δεν δέχεται αυτόν τον κανόνα και ορίζει ότι:
Άρθρο 83
Οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με έναντι
ή προσκείμενες ακτές
1. Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με έναντι ή προσκείμενες ακτές θα πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με βάση το διεθνές δίκαιο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου προκειμένου να επιτευχθεί μία δίκαιη λύση.
2. Αν η συμφωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί, μέσα σε εύλογο χρονικό πλαίσιο, τα ενδιαφερόμενα κράτη θα προσφεύγουν στις διαδικασίες που προβλέπονται στο Μέρος ΧV.
3. ….
4. …
Οι διαδικασίες που προβλέπονται στο Μέρος XV είναι για επίλυση των διαφορών με ειρηνικά μέσα.
ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑΣ
1''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n [/align]