Θεολογική-Επιστημονική Ημερίδα: "Αγία και Μεγάλη Σύνοδος" Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.

1
Εικόνα

phpBB [video]


phpBB [video]
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Θεολογική-Επιστημονική Ημερίδα: "Αγία και Μεγάλη Σύνοδος" Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.

2
phpBB [video]



Ἐν Πειραιεῖ τῇ23ῃ Μαρτίου 2016


ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ


Ἀκολουθεῖ ὁ χαιρετισμός τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Πειραιῶς Σεραφείμ στήν ἡμερίδα «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ˙Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες» πού διοργανώνεταιὑπό τήν αἰγίδα τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων i) Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, ii)Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων, iii) Γλυφάδας, Ἑλληνικοῦ, Βούλας, Βουλιαγμένης καί Βάρης καί iv) Πειραιῶς στό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας στόν Πειραιᾶ τήν 23η Μαρτίου 2016.


ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΜΕ ΘΕΜΑ :
"ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ"
Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες»


Σεβασμιώτατοι,Σεβαστοί Πατέρες,Ἐλλογιμώτατοι κ. Καθηγητές,Σεβαστό Προεδρεῖο,
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί,

Χαιρετίζω τήν πολύ νευραλγική σημερινή ἡμερίδα, πού διοργανώνουν οἱ Ἱερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Ἑλληνικοῦ, Βούλας, Βάρης καί Βουλιαγμένης, Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, Κυθήρων καί Ἀντικυθήρων καί ἡ καθ’ ἡμᾶς Πειραιῶς καί Φαλήρου, καθώς καί ἡ Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν, μέ θέμα : «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος˙ Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες».

Ἡ ἰδέα τῆς συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶχε διατυπωθεῖ γιὰ πρώτη φορὰ ἐπισήμως μὲ ἔνα πρῶτο κατάλογο θεμάτων, στὸ «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1923 ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κυρό Μελέτιο Δ´ Μεταξάκη. Τὸ 1930 προωθήθηκε ἀπὸ τὴν ὀνομασθεῖσα «Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπή», ποὺ συνῆλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βατοπαιδίου, ἡ ὁποία ἑτοίμασε ἕνα πρῶτο κατάλογο θεμάτων τῆς Συνόδου. Ὅμως, δυσμενεῖς ἱστορικὲς συνθῆκες δὲν ἐπέτρεψαν τὴν σύγκληση τῆς Συνόδου πρὶν καὶ μετὰ τὸν δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ἰδιαίτερα μάλιστα, ἐπειδὴ στὶς περισσότερες ὀρθόδοξες χῶρες ἐπεκράτησαν ἀθεϊστικὰ κομμουνιστικὰ καθεστῶτα, τὰ ὁποῖα δυσκόλεψαν τὸ ἔργο καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν ἐκεῖ Ἐκκλησιῶν.
Τὸ θέμα ἐπανέφερε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχηςκυρός Ἀθηναγόρας, ὁ ὁποῖος συνεκάλεσε στὴ Ρόδο τὴν Α´ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τὸ 1961, ἡ ὁποία ἔλαβε ὁριστικὲς ἀποφάσεις γιὰ τὴν προπαρασκευὴ τῆς Συνόδου καὶ κατήρτισε ἕναν εὐρύτατο κατάλογο δέκα θεμάτων, τὰ ὁποῖα μὲ τὶς ὑποδιαιρέσεις τους ξεπερνοῦσαν τὰ ἑκατό. Ὁ κατάλογος αὐτὸς ἐπικρίθηκε ἔντονα,ἐπειδή καταρτίσθηκε κατὰ τὰ πρότυπα τοῦ καταλόγου θεμάτων τῆς Β´ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, ἡ ὁποία συνερχόταν τὴν ἴδια ἐποχὴ, καὶ ἡ ὁποία ἐπηρέασε τήνὈρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία. Λόγῳἀντιδράσεων καὶ ἐπικρίσεων ὁ εὐρὺς αὐτὸς καὶ ἀντισυνοδικὸς κατάλογος ἀποσύρθηκε καὶ ἀναθεωρήθηκε ἀπὸ τὴν Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1976) τῆς Γενεύης, ἡ ὁποία κατέληξε σὲ δέκα θέματα, ποὺ θεωρήθηκαν ὡς τὰ πιὸ σημαντικὰ πρὸς διαβούλευση καὶ αὐθεντικὴ ἀπόφαση, καί τά ὁποία ἦταν τὰ ἑξῆς : α) Ὀρθόδοξη Διασπορά· β) Τὸ Αὐτοκέφαλο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ· γ) Τὸ Αὐτόνομο καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ· δ) Δίπτυχα· ε) Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου καὶ τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα· στ) Κωλύματα γάμου· ζ) Ἀναπροσαρμογὴ τῶν περὶ νηστείας ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων· η) Σχέσεις Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον· θ) Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενικὴ Κίνησις ι) Συμβολὴ τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὴν ἐπικράτηση τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων.


Ἔπειτα συνῆλθαν οἱ Β´ καί Γ΄ Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις τό 1982καί τό 1986 στὴ Γενεύη.Ἡ Δ´ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη, πάλι λόγῳ δυσκολιῶν καὶ ἀνακατατάξεων, ποὺ ὀφείλονταν κυρίως στὴν πτώση τῶν κομμουνιστικῶν καθεστώτων στὶς Ὀρθόδοξες χῶρες, συνῆλθε τὸν Ἰούνιο τοῦ 2009, δηλ. εἰκοσιτρία ὁλόκληρα ἔτη μετὰ τὴν προηγούμενη!Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2009 καὶ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 2011 συνῆλθε δύο φορὲς στὴ Γενεύη ἡ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ.Τὸν Μάρτιο τοῦ 2014 πραγματοποιήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ πρώτη Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν[1], ἡ ὁποία ἀποφάσισε νά ἐπισπευσθοῦν οἱ προετοιμασίες γιά τήν σύγκληση τῆς «Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου», ὥστε αὐτὴ νὰ συνέλθει, ἐκτὸς ἀπροόπτου, κατὰ τὸν Ἰούνιο τοῦ 2016, τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς στὸν παλαιὸ ἱστορικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου συνῆλθε καὶ ἡ Β´ Ἁγία καί Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (381). Συνέστησε δὲ καὶ Εἰδικὴ Διορθόδοξη Ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἀνέλαβε νὰ ἀναθεωρήσει ἤ νὰ ἐπικαιροποιήσει ὅσα κείμενα εἶχαν ἑτοιμασθεῖ καὶ νὰ ἑτοιμάσει τὰ ἐναπομείναντα.Ἡ τελευταία Ε´ Προσυνοδικὴ Διάσκεψη συνῆλθε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2015.
Τέλος, ἀπό 21 ἕως 28 Ἰανουαρίου 2016, συνεκλήθη ἡ δεύτερη Σύναξη τῶν Προκαθημένων στό Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης, ἡ ὁποία ἀσχολήθηκε μέ θέματα σχετικά μέ τήν προετοιμασία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου[2] καί ἀποφάσισε ὅτι ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» θά πραγματοποιηθεῖ,ἐκτός ἀπροόπτου, στήν Ὀρθόδοξη Ἀκαδημία τῆς Κρήτης ἀπό 16 ἕως 27 Ἰουνίου 2016. Τά θέματα, πού τελικῶς ἐγκρίθηκαν ἐπισήμως πρός ὑποβολή καί υἱοθέτηση στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο εἶναι τά ἑξῆς ἕξι : α) Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, β) Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά, γ) Τό Αὐτόνομον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, δ) Τό μυστήριον τοῦ γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ, ε) Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καί ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον, καί στ) Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον.


Μετὰ ἀπὸ τὴν σύντομη αὐτή ἀναφορὰ στὴν μακρὰ ἱστορία ἐνενήντα τριῶν χρόνων καὶ στὴν θεματολογία τῆς Συνόδου, διαπιστώνουμε μετά θλίψεως ὅτι, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν διαδικασία, τήν θεματολογία, τό περιεχόμενο τῶν κειμένων καί ἀπό πολλές δηλώσεις προσώπων, πού κατευθύνουν τή Σύνοδο, ὑπάρχει μεγάλο ἔλλειμα καί μεγαλύτερο κενό ὡς πρός τήνὀρθότητα τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου καί τὴν Ὀρθοδοξία τῆς Συνόδου.
Ἡ ἀναγνώριση τῶν ἀποφάσεων μιᾶς Συνόδου ἐξαρτᾶται ἀποκλειστικά ἀπὸ τὸ ἂν αὐτή ἀποτελεῖ αὐθεντικὴ καὶ γνήσια συνέχεια τῶν προηγουμένων συνόδων, τῶν ὁποίων πρέπει νὰ ἀκολουθεῖ πιστὰ τὶς ἀποφάσεις, καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ τὴν ὀρθότητα τῶν δογμάτων καὶ τῶν κανόνων, ποὺ θεσπίζει.Ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής τονίζει χαρακτηριστικά : «Ἐκείνας οἶδεν ἁγίας καὶ ἐγκρίτους συνόδους ὁ εὐσεβὴς τῆς Ἐκκλησίας κανών, ἃς ὀρθότης δογμάτων ἔκρινεν»[3].
Οἱ οἰκουμενιστές ἀνερυθριάστως καί ἀσυστόλως πάνω στό Ἱερό Σῶμα τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, προβάλλουν καί στηρίζουν ὡς δῆθεν ἀληθῆ διδασκαλία της τόν σατανοκίνητο, μασονοκίνητο καί σιωνιστικό Οἰκουμενισμό. Τό σχέδιό τους, ὅμως, αὐτό ἔχει πρό πολλοῦ ἀποτύχει παταγωδῶς, ὅπως ἀποδεικνύεται ἐν τοῖς πράγμασι. Ἡ δεινή καί τραγική πραγματικότητα ἀποδεικνύει ὅτι ἡ Οἰκουμενιστική Κίνηση, μέ ἀποκλειστική εὐθύνη τῶν ἰδίων τῶν αἱρετικῶν καί ἑτεροδόξων ἀπό τή μιά, καί τῶν οἰκουμενιστῶν ἀπό τήν ἄλλη, εἶναι ἀλυσιτελής. Τό μόνο, πού ἐπιτυγχάνεται, εἶναι ἡ σύγχυση καί ὁ συγκρητισμός. Οἱ αἱρετικοί καί ἑτερόδοξοι διακρίνονται για τήν ἔλλειψη εἰλικρίνειας καί μετανοίας, ἐμμένοντες σατανικῶς στήν κακοδοξία.
Ἡ μέν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ συνεχίζει νά ἐμμένει στό παγκόσμιο πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ «Πάπα» τῆς Ρώμης, στή διασάλευση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος καί στήν ἄρνηση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν κτιστή χάρη.
Ἡ δέ αἵρεση τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἐμμένει κι αὐτή στήν εἰκονομαχία, στήν ἄρνηση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ μυστηρίου τῆς Ἀειπαρθένου Θεοτόκου. Οἱ «χειροτονίες» γυναικῶν στόν ἱερατικό καί ἐπισκοπικό βαθμό καί ἡ θεσμοθέτηση τῆς ὁμοφυλοφιλίας στόν Προτεσταντικό κόσμο, πού ἀποτελεῖ ἀνατροπή τῆς ἀνθρωπίνης ὀντολογίας καί φυσιολογίας καί καθιερώνει μιά κίβδηλη ἀνθρωπολογία τήν κορωνίδα τῶν ἁμαρτιῶν, καθώς και ἡ ἀναγνώριση τῶν «γάμων» μεταξύ τῶν ὁμοφυλοφίλων, ἀποδεικνύουν ὅτι καθόλου δέν ἐπηρρεάστηκε ἀπό θεολογικούς διαλόγους,οὔτε πλησίασε ἡ αἵρεση καί ἡ ἑτεροδοξία πρός τήν ὀρθόδοξη κατεύθυνση, θεολογία καί ζωή.


Παραλλήλως, ἡ αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, παρά τίς ψευδολογίες τῆς ἐπαίσχυντης συμφωνίας τοῦ Σαμπεζύ τῆς Γενεύης τό 1991[4], μνημονεύει τούς αἱρεσιάρχες Σεβήρο καί Διόσκορο καί ἀρνεῖται τήν ἐν δυσί φύσεσι Ὀρθόδοξη Χριστολογία, προσθέτουσα καί τίς κακοδοξίες τοῦ Μονοθελητισμοῦ καί τοῦ Μονοενεργητισμοῦ, καθώς καί τίς αἱρέσεις τοῦ Θεοπασχητισμοῦ καί τῆς ἰκανοποιήσεως τῆς Θείας Δικαιοσύνης.
Ἀπόδειξη τῶν τραγικῶν συνεπειῶν τῶν αἱρέσεων καί τοῦ ναυαγίου-ἀδιεξόδου τῶν συγχρόνων οἰκουμενιστικῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων εἶναι ἡ ἐνδυνάμωση τοῦ δαιμονιώδους Ἰσλάμ, μέ τό φρικιαστικό ἰδεολόγημά του περί ὑποταγῆς τῶν πάντων, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ ἕνα συμπίλημα τῶν χριστολογικῶν αἱρέσεων τοῦ Ἀρειανισμοῦ, τοῦ Ἀπολλυναρισμοῦ, τοῦ Νεστοριανισμοῦ καί τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, πού ἀρνήθηκαν τήν κατ’οὐσίαν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ἀνεκήρυξαν πανηγυρικά τόν Θεό ἀπρόσιτο καί ἀμέθεκτο ἀπό τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ἑπομένως ἡ ὑποταγή (Ἰσλάμ) πρέπει νά εἶναι ἡ μόνη πνευματική σχέση Θεοῦ καί ἀνθρώπου.
Οἱ χριστιανικοί πληθυσμοί τῶν Κοπτῶν τῆς Αἰγύπτου, τῶν Ἀβυσσηνῶν τῆς Αἰθιοπίας, τῶν Νεστοριανῶν Ἀσσυρίων καί τῶν Ἰακωβιτῶν Μονοφυσιτῶν τῆς Συρίας σφαγιάζονται ἀπό τό πνευματικό τους ἔκγονο, τό Ἰσλάμ, πού οἱ πατέρες τους ἀφρόνως δημιούργησαν μέ τήν σατανική στρέβλωση τῆς Ὀρθοδόξου Χριστολογίας.


Ἡ ἔκφραση τῆς μεγάλης μας ἀνησυχίας γιά τήν ἔκβαση τῆς Συνόδου δικαιολογεῖται καί ἀπό τά παρακάτω γεγονότα.
Ἐν πρώτοις, εἶναι ἡ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῶν συνόδων, κατὰ τὴν ὁποία ἡ προετοιμασία διήρκεσε τόσο πολύ, ἐνενήντα τρία χρόνια! Αὐτὸ δείχνει ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε «εὔλογος αἰτία», οὔτε «ἐπείγουσα ἀνάγκη» γιὰ σύγκληση τῆς Συνόδου, ἀλλὰ ἐξυπηρετοῦνται ἄλλες ἐκκλησιαστικοπολιτικὲς σκοπιμότητες. Διότι, ἂν ὑπῆρχε «ἐπείγουσα ἀνάγκη», ὅπως πάντοτε συνέβαινε στὴν συνοδικὴ παράδοση μὲ τὴν ἐμφάνιση κάποιας αἱρέσεως, σχίσματος ἢ ἄλλης ἐκτροπῆς, αὐτή ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ ἀμέσως ἐντὸς ὀλίγων μηνῶν ἢ ὀλίγων ἐτῶν.
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιά τήν θεματολογία τῆς Συνόδου. Ἀπό τά ἔξι τελικά θέματα, δύο μόνο ἔχουν τὸν χαρακτήρα τοῦ ἐπείγοντος, τὸ θέμα τῆς Διασπορᾶς καί τό θέμα τῶν σχέσεων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο. Τὰ ὑπόλοιπα θέματα, ὅπως τῆς ἀποστολῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στόν σύγχρονο κόσμο, τῆς Νηστείας καί τῶν Κωλυμάτων τοῦ Γάμου, εἶναι αὐτονοήτως λελυμένα καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἀπὸ τὴν Πατερικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση. Τό θέμα τῆς Διασπορᾶς θά ἔπρεπε νά διευθετηθεῖ μέ τήν δημιουργία Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Σέ καμία περίπτωση δέν πρέπει νά συνεχιστεῖ τό ἀντικανονικόκαί ἀντιεκκλησιαστικό φαινόμενο τῶν πολλῶν Ἐπισκόπων σέ μία ἐπαρχία, οὔτε πρέπει νά παραταθεῖ τό ἡμίμετρο τῶν ἐπισκοπικῶν συνελεύσεων.Τό θέμα τοῦ Αὐτονόμου δείχνει τὶς τάσεις πρωτοκαθεδρίας τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἡγετῶν καὶ θὰ μποροῦσε βέβαια γιὰ λόγους εὐταξίας νὰ διευθετηθεῖ μετὰ ἀπὸ συνεννοήσεις, χωρὶς τὴν αἴσθηση τοῦ κατεπείγοντος.


Ἄλλο προβληματικό σημεῖο τῆς Συνόδου εἶναι ἡ ἄρνηση ἐνεργοῦς συμμετοχῆς ὅλων τῶν Ἐπισκόπων ὅλων τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πού δέν ὑπερβαίνουν παγκοσμίως τούς 700, ὅπως γινόταν σὲ ὅλες τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους. Μέ τόν ἀντιπαραδοσιακό αὐτό τρόπο ἀποφεύγεται ἡ πιθανότητα κάποιοι ἐπίσκοποι νὰ ἀντιδράσουν σὲ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, πού θά εἶναι ἀνατρεπτικὲς τῆς Παραδόσεως, ἢ κάποια Τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ ἔχει μεγαλύτερη δύναμη στὴν λήψη τῶν ἀποφάσεων, λόγῳ τοῦ μεγαλυτέρου ἀριθμοῦ ἐπισκόπων. Αὐτὰ, ὅμως, ἀποτελοῦν ἀνθρώπινες ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες, ξένες πρὸς τά ἁγιοπνευματικὰ κριτήρια, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία θεωρεῖ ὅτι ὁ ἐπίσκοπος κάθε ἐπαρχίας, καὶ τῆς μικρότερης ἀκόμη, ἐκπροσωπεῖ μὲ τὸ ποίμνιό του ἕνα ζωντανὸ μέρος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπουσία του ὄχι μόνο τραυματίζει τὴν ὁλοκληρία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ στερεῖ τὴν δυνατότητα νὰ ἐκφρασθεῖ ἀπὸ ὅλους ἡ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία φαίνεται ὅτι φοβοῦνται οἱ ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ σύγκληση τῆς Συνόδου. Δὲν δικαιολογεῖται ἀπό κανένα κριτήριο, οὔτε ποιμαντικὸ οὔτε ἐκκλησιολογικό, ἡ συμμετοχὴ μόνο εἰκοσιτεσσάρων ἐπισκόπων ἀπὸ κάθε Ἐκκλησία, πρᾶγμα ποὺ προσβάλλει καὶ τὴν ἰσότητα τῶν ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ δημιουργεῖ ἐρωτηματικὰ γιὰ τὰ κριτήρια ἐπιλογῆς τῶν ἐπισκόπων, ποὺ θὰ μετάσχουν. Μήπως εἶναι μειωμένης ἐπισκοπικῆς εὐθύνης καὶ ἀξίας οἱ ἐπίσκοποι, ποὺ δὲν θὰ μετάσχουν στή Σύνοδο καὶ ποὺ ἀποτελοῦν τὴν μεγάλη πλειονότητα στὶς περισσότερες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες; Ποιός γνωρίζει καὶ ποιός θὰ μεταφέρει στὴν Σύνοδο τὶς σκέψεις, τὶς ἐκτιμήσεις καὶ τὶς ἀντιδράσεις τῶν ποιμνίων τους;Παρέλκει βεβαίως νά τονισθεῖ τό γεγονός ὅτι στίς Ὀρθόδοξες Συνόδους, ἐκτός τῶν Ἐπισκόπων, συμμετεῖχαν καί κληρικοί κατωτέρων βαθμῶν, ὅπως Καθηγούμενοι, Ἀρχιμανδρῖτες, Ἱερεῖς, Μοναχοί, καθώς ἐπίσης καί ὁ πιστός λαός. Δέν θά ἦταν καθόλου ὑπερβολή νά λεχθεῖ ὅτι ἡ ἐπικείμενη Σύνοδος θά εἶναι μία Πανορθόδοξη Σύνοδος χωρίς Ὀρθοδόξους.


Παντελῶς ἀμάρτυρη στήν Ὀρθόδοξη παράδοση καί γι’αὐτό ἀπαράδεκτη εἶναι καί ἡθέσηὅτι κάθε Ἐκκλησία διαθέτει μία ψῆφο. Τό ὀρθόν εἶναι ὅτι κάθε Ἐπίσκοπος διαθέτει μία ψῆφο καί ὅχι κάθε Τοπική Ἐκκλησία. Παραλλήλως, ἡἀρχή τῆς ὁμοφωνίας κινεῖται κι αὐτή μέσα σέ ἀντιπαραδοσιακά πλαίσια. Ἡ παραδοσιακή τακτική λήψεως ἀποφάσεων σέ μιά Σύνοδο εἶναι ἡκανονική ἀρχή, πού ὁρίζει ὅτι «ἡ τῶν πλειόνων ψῆφος κρατείτω»(ΣΤ κανών Α΄ Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Τόπιόἀνησυχητικό καί σοβαρό εἶναι ὅτι, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν ἐνδελεχῆ μελέτη τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»[5],οἱ ἰθύνοντες ἀποσκοποῦν στήν, μέ πανορθόδοξη συνοδική ἀπόφαση, νομιμοποίηση καί θεσμοθέτηση, ἐπισημοποίηση καί ἐδραίωση τῆς παναιρέσεως τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς ἐπισήμου γραμμῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Βαίνουμε, δηλ.πρός πανορθόδοξη ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος («βαπτισματική θεολογία») καὶ τῆς ἐκκλησιαστικότητας τῶν αἱρετικῶν Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν μέ τήν δολία ἐπίκληση τῶν Ἱερῶν Κανόνων Ζ΄ (7ου) τῆς Ἁγίας Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ΡΕ΄ (95ου) τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ἀναφέρονται στήν κατ’ οἰκονομίαν εἰσδοχή τῶν μετανοούντων αἱρετικῶν στήν Ἐκκλησία μετά τήν ἀπόπτυση τῆς κακοδοξίας τους, καί πρός ἀποδοχὴ τῆς προτεσταντικῆς «θεωρίας τῶν κλάδων», τῆς διευρυμένης ἐκκλησιολογίας τῆς Β´ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου περὶ πλήρους καὶ ἐλλιποῦς ἐκκλησιαστικότητος καί τοῦ οἰκουμενιστικοῦ ἐκκλησιολογικοῦ μοντέλου τῶν «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν», ποὺ οἰκοδομήθηκε τὶς τελευταῖες δεκαετίες καὶ ἐπισημοποιήθηκε στὸν Θεολογικὸ Διάλογο μὲ τοὺς Παπικοὺς στὸ Balamand τοῦ Λιβάνου (1993), ὅπου οἱ ὑπογράψαντες Ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές ἀνεγνώρισαν τὸν Παπισμὸ ὡς Ἐκκλησία μὲ Χάρη, μυστήρια καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή. Ἔτσι, ἡ μέλλουσα Σύνοδος ἔρχεται σέ σφοδρή σύγκρουση καί ἀντιπαράθεση μέ τήν Ὀρθόδοξη παράδοση δεκαεννέα αἰώνων, κατά τούς ὁποίους ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καί ὅλες οἱ διευρυμένες ἐνδημούσες Σύνοδοι τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὀνόμαζαν τόν Παπισμό καίτόν Προτεσταντισμό καθαρά καί ξάστερα αἱρέσεις καὶ αἱρετικούς.Καί ἐνῶ αὐτά τά θέματα ἔπρεπε νὰ ἐγγραφοῦν εὐθέως πρὸς συζήτηση καί καταδικαστική ἀπόφαση στὴ Σύνοδο, οἱ Προκαθήμενοι θεσμοθετοῦν τήν κακοδοξία. Ἡ υἱοθέτηση τῶν παραπάνω αἱρετικῶν οἰκουμενιστικῶν κακοδοξιῶν καί πλανῶνἀπό τούς οἰκουμενιστές διευκολύνεται, ἐπίσης,καί ἀπό το γεγονός ὅτι τὰ τελευταῖα χρόνια οἱ ἴδιοι οἱ οἰκουμενιστὲς ἀπεμπόλισαν, ἀποχαρακτήρισαν καὶ διέγραψαν τὸν Οἰκουμενικὸ χαρακτῆρα τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», ἡ ὁποία κατ’ἀρχήν εἶχε προγραμματιστεῖ νά συνέλθει μέ ἀξιώσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔστω κι ἂν ὀνομάστηκε Πανορθόδοξη ἤ Ἁγία καί Μεγάλη.


Ἡ μέλλουσα, λοιπόν, «Ἁγία και Μεγάλη Σύνοδος», ἄν πραγματικά ἤθελε νά εἶναι Ὀρθόδοξη Σύνοδος, θά ἔπρεπε νά λάβει τίς ἑξῆς καίριες ἀποφάσεις :
α) Νά ἀναγνωρίσει τίς θεωρούμενες ἀπὸ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους δύο Συνόδους τοῦ ἐνάτου καὶ δεκάτου τετάρτου αἰῶνος ὡς Οἰκουμενικές, δηλ. τήν Η´ ἐπὶ Μ. Φωτίου, τοῦ 879-880, καὶ τήν Θ´ ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ 1351, οἱ ὁποῖες, κατεδίκασαν ἡ μὲν πρώτη τὸ Filioque καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα ὡς αἱρέσεις, ἡ δὲ δεύτερη τὴν περὶ κτιστῆς Χάριτος αἵρεση, ἑπομένως καὶ τὸν Παπισμό ὡς αἵρεση. Νά ἐπικαιροποιήσει καί ἐπικυρώσει τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1282-1284) διά τῶν ὁποίων ἠκυρώθη ἡ ψευδοένωσις τῆς Λυῶνος καί τῆς Μεγάλης Συνόδου (1484) διά τῆς ὁποίας ἠκυρώθησαν οἱ ἀποφάσεις τῆς ληστρικῆς Συνόδου Φεράρας-Φλωρεντίας
β) Νά ἐκλέξει, νά χειροτονήσει καί νά ἐνθρονίσει στό πάλαι ποτέ περίπυστο Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης καί τῆς Δύσεως νέο Ὀρθόδοξο Πάπα Ρώμης, καί Ὀρθόδοξη Ἱεραρχία μή ἀναγνωρίζουσα τόν σημερινό καταληψία τοῦ Πατριαρχείου τῆς Δύσεως καί αἱρεσιάρχη κ. Φραγκῖσκο. Ἔτσι, θά λύνονταν τά θέματα τοῦ Παπισμοῦ, τῆς Οὐνίας καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ὁρίζουσα ἐπί τέλους τή θέσι τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ ψευδοπετρείου πρωτείου καί τῶν «διδαχῶν» τῶν ψευδοσυνόδων Λυῶνος, Φλωρεντίας, Βατικανῆς Ι καί ΙΙ καθώς καί τή θέσι τοῦ πρώτου στήν Ἐκκλησία.
γ) Νά δημιουργήσει Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες στήν Εὐρώπη, Ἀμερική, Καναδᾶ καί Αὐστραλία, λύουσα τό θέμα τῆς Διασπορᾶς, καί
δ) Νά ἀκολουθήσει τήν Πατερική ὁδό μαχίμου ἐπανευαγγελισμοῦ τῆς Οἰκουμένης, μέ τήν δημιουργία δορυφορικῆς πλατφόρμας γιά τήν Ὀρθόδοξη μαρτυρία σέ 100 γλῶσσες. Μέ τόν τρόπο αὐτό, θά κονιορτοποιοῦσε τίς διαμονικές ψευδοθρησκεῖες καί αἱρέσειςμέ παγκόσμιο λόγο καί πατερική παρρησία, θά ἐδόξαζε τόν Θεό καί θά διεσφάλιζε τόνἄνθρωπον.
ε) Νά λύση τό ἡμερολογιακό πού διασπᾶ ἀναποδράστως τή λειτουργική ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.


Πρὸς τὸ παρὸν, μέ τά δεδομένα, πού ἔχουμε, δὲν βλέπουμε πὼς ἡ μέλλουσα Σύνοδος θὰ ἀποτελέσει αὐθεντικὴ καὶ γνήσια συνέχεια τῶν προηγουμένων Συνόδων καὶ πὼς θὰ ἀποφασίσει πατερικὰ καὶ ἁγιοπνευματικά, ἀλλὰ μᾶλλον οἰκουμενιστικὰ καὶ ἐκκοσμικευμένα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐκτιμοῦμε ὅτι θά ἦτο καλύτεροντελικά νὰ μὴ συνέλθει, ὅπως πίστευαν μεγάλοι Ἅγιοι καὶ Γέροντες τῶν καιρῶν μας, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς μὲ εἰδικὰ ὑπομνήματα
πρὸς τὴν ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας[6], ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, μέ ὅσα γιὰ ἐνέργειες τοῦ πατριάρχου Ἀθηναγόρα ἔγραψε[7], καὶ ὁ ὁσιακῆς βιοτῆς Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, μὲ εἰδικὰ κείμενα περὶ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου[8].
Σέ περίπτωση, ὅμως, πού, ἐξαιτίας τῆς ἀποστασίας, τῆς ἀπιστίας καί τῶν ἁμαρτιῶν μας, ὁ Τρισάγιος Θεός ἐπιτρέψει τήν σύγκληση τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία θά ἀποφασίσει ἀντικανονικῶς, ἀντιπαραδοσιακῶς καί ἀντορθοδόξως, αὐτή δέν πρόκειται νά γίνει ἀποδεκτή ἀπό τόν Ὀρθόδοξο κλῆρο καί τόν λαό τοῦ Θεοῦ, θά καταγραφεῖ στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία ὡς οἰκουμενιστική, ληστρική καί ψευδοσύνοδος, ὅπως ἡἐν Ἐφέσω (430), ἡ τῆς Δρυός (403), ἡ τῆς Ἱερείας, ἡ Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-9), ἡἐν Λυών (1274), καί οἱ ἀποφάσεις της θά καταστοῦν ἀνίσχυρες ἔστω καί ἄν γράφεται ὅτι θά ἀπολαμβάνουν «πανορθοδόξου κύρους».


Ἐπειδή διατυπώθηκε ἡ ἀθεολόγητος θέση ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας», καί ὅτι «ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τόν ἁρμόδιον καί ἔσχατον κριτήν περί τῶν θεμάτων πίστεως»[9], θα πρέπει νά τονισθεῖ ἐμφαντικά ὅτι ἡἈλήθεια δέν εἶναι ἰδεοληψία ἤὑποκειμενική προσέγγιση ἤ ζήτημα ἀριθμητικῆς ὑπεροχῆς, ἀλλά ἔνσαρκος πραγματικότητα, πού ὀντοποιεῖται στό πρόσωπο τοῦ τελείου Θεοῦ καί τελείου ἀνθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί ἑπομένως καθίσταται αὐταπόδεικτο τό γεγονός ὅτι ἡἈλήθεια-πρόσωπο Ἰησοῦς Χριστός καί εἷς ἀποτελοῦν τήν πλειοψηφία, ἔστω καί ἄν ἀπέναντι βρίσκονται πολυεκατομμύρια ἄλλων. Ἐπίσης, ἐν Συνόδῳ βρισκόμαστε μόνο ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κοινωνώντας μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, διότι «ἡ ζωή καί ὁδός Χριστός»[10], ὅπως ψάλλει ἡὈρθόδοξος Ἐκκλησία, και,ὅπως ὁἴδιος διεσάλπισε,«ἐγώ εἰμί ἡὁδός καί ἡἀλήθεια καί ἡ ζωή»[11]. Ἑπομένως, ἐν τῇὉδῷκαί ἐν Συν-όδῳ βρισκόμαστε μόνο,κοινωνώντας μέ τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός, καί ὄχι μέ τήν αἵρεση, πού εἶναι ὁ διάβολος.Σύμφωνα, τέλος, μέ τή διακήρυξη τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν τό 1848, «παρ’ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτέ εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοειδές τῶ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»[12].
Σεβασμιώτατοι,Σεβαστοί Πατέρες,Ἐλλογιμώτατοι κ. Καθηγητές,Σεβαστό Προεδρεῖο,


Ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί,
Ἡ σημερινή ἡμερίδα εἶναι ὄντως μία ὀρθόδοξη μαρτυρία καί μία ἀποφασιστική ἀπάντηση στά διλήμματα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἡ ἡμερίδα, ἐμπεριστατωμένα, μέ ἐπιστημονικά καί θεολογικά ἐπιχειρήματα, θά καταδείξει τήν Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων Του, μέσῳ τῶν ἐξαιρέτων εἰσηγήσεων τῶν ἐκλεκτῶν εἰσηγητῶν.
Κλείνοντας, θά ἤθελα νά ἐκφράσω τά θερμά, ἐγκάρδια καί εἰλικρινή συγχαρητήριά μου καί τίς ὁλόψυχες εὐχαριστίες μου πρός τούς Σεβασμιωτάτους ἀδελφούς, ἅγιο Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο, ἅγιο Γλυφάδας κ. Παῦλο, ἅγιο Γόρτυνος κ. Ἱερεμία, ἅγιο Κυθήρων κ. Σεραφείμ, τήν «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν», τούς ἐλλογιμωτάτους κ. Καθηγητέςκαί τήν Ἐπιστημονική καί Ὀργανωτική Ἐπιτροπή, γιά τήν ἐμπνευσμένη πρωτοβουλία νά διοργανώσουν τήν πολύ νευραλγική αὐτή ἡμερίδα μέ τή συμμετοχή τόσων ἐκλεκτῶν, σεβαστῶν καί λίαν ἀγαπητῶν εἰσηγητῶν.
Εὐχαριστίες θερμές ὑποβάλλομεν ὡσαύτως καί σέ ὅλους ἐσᾶς πού παρίστασθε θυσιαστικῶς στήν ὁμολογιακή αὐτή μαρτυρία. Ὁ Κύριος ἐγγράφη τήν παρουσία Σας ἐν βίβλῳ Ζωῆς.
Μέ τίς ταπεινές αὐτές σκέψεις εἰς τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ διά τῶν εὐχῶν τῆς Κυρίας Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων καί Θεοφόρων Πατέρων καί πάντων τῶν Ἁγίων κηρύσσω ὡς ἐπιχώριος Ἐπίσκοπος τήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς σημερινῆς ἡμερίδος καί εὔχομαι εὐόδωση καί ἐπιτυχία τῶν ἐργασιῶν της.


[1]Τό μήνυμα τῆς Σύναξης τῶν Ὀρθοδόξων Προκαθημένων (Φανάρι, 6-9 Μαρτίου 2014), 9-3-2014, http://fanarion.blogspot.gr/2014/03/6-9-2014.html
[2] http://fanarion.blogspot.gr/2016/01/21-28.html
[3] ΟΣΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ, Περὶ τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ αὐτοῦ ἐξορίᾳ 12, PG 90, 148.
[4]http://entoytwnika1.blogspot.gr/2013/11 ... _5337.html
[5]http://www.romfea.gr/diafora/6177-apofa ... niko-kosmo
[6]ΟΣΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Περί τήν μελετωμένην “Μεγάλην Συνοδον” τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὑπόμνημα πρός τήν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας».
[7]Ὀρθόδοξος Τύπος (1-3-1969) 4, ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ, «Ἄγνωστη ἐπιστολή πόνου κατά οἰκουμενιστῶν καί φιλενωτικῶν», ἐν Ὀρθόδοξος Τύπος (9/16-3-2007) 1,5, Ὀρθόδοξος Τύπος (30-3-2007) 1,5 καί Θεοδρομία ΙΖ2 (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2015).
[8]Ὁ Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος (ὁ οὐρανοδρόμος ὀδοιπόρος, 1884-1980), τ. Β΄, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσ/κη 1988, σσ. 43-49.
[9] Σχ. βλ. κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» § 22, http://www.romfea.gr/diafora/6177-apofa ... niko-kosmo
[10] Ε΄ Ἀναστάσιμο Ἑωθινό Ἐξαποστειλάριο
[11]Ἰω. 14, 6.
[12] ΙΩ. ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Τά δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τ. ΙΙ, Graz-Austria 1968, σ. 920 [1000].
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Θεολογική-Επιστημονική Ημερίδα: "Αγία και Μεγάλη Σύνοδος" Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.

3
phpBB [video]



Εἰσήγηση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου στὴν Θεολογικὴ-Ἐπιστημονικὴ Ἡμερίδα "Ἁγια καὶ Μεγάλη Σύνοδος" τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς, στὸ Στάδιο Εὶρήνης καὶ Φιλίας, 23 Μαρτίου 2016
Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: Θεολογία καὶ Πολιτικὴ



Ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα χαρίσματα τῶν Χριστιανῶν (Κληρικῶν, Μοναχῶν καί λαϊκῶν) πού εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι ἀποτελοῦν τήν ἐγρηγοροῦσαν συνείδησιν, ἡ δέ μεγαλύτερη προσφορά τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως γράφει ὁ μακαριστός Ἡγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος (Καψάνης), εἶναι νά ἐνεργοποιῆ τήν ἐγρήγορση τῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία, ὅταν μάλιστα ὁ λαός τοῦ Θεοῦ σήμερα ἀφήνη ἐν πολλοῖς «ἀδρανές καί ἀνενέργητον τό χάρισμα τοῦτο». Ἡ ἐγρήγορση τῆς Ὀρθοδόξου συνειδήσεως ἀποτελεῖ τήν μεγαλύτερη ἀπόδειξη ὅτι τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ζωντανά.

Ἐμεῖς δέ οἱ Κληρικοί, παντός βαθμοῦ, καί οἱ λαϊκοί θεολόγοι ἔχουμε μεγάλη εὐθύνη ὅταν δέν καλλιεργοῦμε στό ποίμνιό μας τήν «ἐγρήγορσιν τῆς συνειδήσεώς» του, ἀλλά ἀρκούμαστε σέ μιά κοινωνική διακονία καί σέ μιά πολιτιστική προσφορά, καί δέν προσφέρουμε τόν ὀρθόδοξο λόγο, πού εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας. Ἡ θεολογία, ὅπως ἐκφράσθηκε ἀπό τούς ζωντανούς ὀργανισμούς, ἤτοι τούς Προφήτας, τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρας, εἶναι μεγάλο χάρισμα, καί ἡ χάρη τῆς θεολογίας σώζει τόν ἄνθρωπο.
Αὐτή εἶναι μιά μικρή εἰσαγωγή γιά νά προχωρήσω στό θέμα μου, πού εἶναι: «θεολογία καί πολιτική» καί ὁπωσδήποτε ἔχει ἀναφορά στήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», ἡ ὁποία πρόκειται νά συνέλθη, ὅπως ἔχει προγραμματισθῆ, κατά τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ ἔτους πού διανύουμε. Πρόκειται ὄντως γιά μεγάλο ἐκκλησιαστικό γεγονός, τό ὁποῖο πρέπει νά κινηθῆ στήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, νά εἶναι προϊόν «τῆς ἐγρηγορούσης συνειδήσεως» τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καί φυσικά θά πρέπει νά ἀποδεσμεύεται ἀπό τήν κοσμική πολιτική.
Θά διαιρέσω τό θέμα μου σέ τρεῖς ἑνότητες: πρῶτον ἡ θεολογία τῆς Πεντηκοστῆς, δεύτερον τά σύγχρονα θεολογικά ρεύματα, καί τρίτον ἡ εἴσδυση τῆς πολιτικῆς στίς ἐνδοορθόδοξες σχέσεις. Θά προσπαθήσω νά ἐπεξεργασθῶ τό θέμα μου μέ ψυχραιμία καί νηφαλιότητα.


1. Ἡ θεολογία τῆς Πεντηκοστῆς

Ἡ μέλλουσα νά συγκληθῆ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά πραγματοποιηθῆ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καί ἀσφαλῶς ἔχει ἐπιλεγεῖ συμβολικά γιά νά ἐκφράση τήν ἑνότητα τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου.
Ὅμως, ἡ Πεντηκοστή εἶναι μιά ἡμέρα πού δείχνει ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ λειτουργική ἑνότητά της. Πρόκειται γιά τήν θεολογία τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσα στό Φῶς. Οἱ Ἀπόστολοι διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἑνώθηκαν μέ τόν Χριστό καί ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματός Του.
Ὁ Χριστός στήν ἀρχιερατική Του προσευχή εὐχήθηκε στόν Πατέρα Του, ὥστε οἱ Μαθητές Του νά ἔχουν ἑνότητα μεταξύ τους: «τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς» (Ἰω. ιζ΄, 11). Αὐτό τό ἐπανάλαβε, «ἵνα πάντες ἓν ὦσι», «ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν» (Ἰω. ιζ΄, 21).

Αὐτή ἡ ἑνότητα τῶν Μαθητῶν ἐν Χριστῷ πραγματοποιήθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Δέν πρόκειται γιά μιά ἐξωτερική ἑνότητα οὔτε γιά μιά διανοητική ἑνότητα, ἀκόμη καί μέ τήν ἴδια πίστη, ἀλλά ἑνότητα μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό φαίνεται ἀπό τούς ἴδιους λόγους τοῦ Χριστοῦ στήν Ἀρχιερατική προσευχή, ὅταν λέγη: «καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν» (Ἰω. ιζ΄, 22-23), «θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ᾿ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι» (Ἰω. ιζ΄, 24).
Εἶναι φανερόν ὅτι τό «ἵνα ὦσιν ἕν» συνδέεται μέ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, μέ τό «τετελειωμένοι εἰς ἕν», μέ τό «θεωρῶσιν τήν δόξαν» τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά τήν ἑνότητα τῶν Μαθητῶν στήν δόξα τοῦ Θεοῦ, τήν ἀνάβαση στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς, στήν θέωση.
Ἡ ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς προξένησε τόση χαρά στούς Ἀποστόλους, ὥστε φάνηκαν ὡς μεθυσμένοι. Πρόκειται γιά τήν μέθη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Μιά καταπληκτική ἑρμηνεία τί εἶναι αὐτή ἡ μέθη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν προτρέπη τούς Χριστιανούς τῆς Ἐφέσου: «καί μή μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλά πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καί ὕμνοις καί ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καί ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ,» (Ἐφ. ε΄, 18-19). Οἱ ψαλμοί καί οἱ ὕμνοι καί οἱ ὠδές οἱ πνευματικές πού ἄδονται καί ψάλλονται στήν καρδιά εἶναι ἡ ἐσωτερική λειτουργία, εἶναι ἡ νοερά καρδιακή προσευχή, πού εἶναι ὁ πρῶτος βαθμός τῆς θεωρίας. Δέν μπορεῖ νά δοθῆ καμμιά ἄλλη ἐξήγηση αὐτοῦ τοῦ θεοπνεύστου χωρίου καί δείχνει ποιά ἦταν ἡ κατάσταση τῶν Χριστιανῶν μετά τό ἅγιο Βάπτισμα, καί ποιά εἶναι ἡ κατάλληλη πορεία πρός τήν αὐθεντική θεολογία, ὡς θεοπτία.

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος πού βρέθηκε στήν Πεντηκοστή, καί προηγουμένως στό Ὄρος Θαβώρ, εἶναι ἀποκαλυπτικός ὅταν γράφη: «οὐ γάρ σεσοφισμένοις μύθοις ἐξακολουθήσαντες ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καί παρουσίαν, ἀλλ᾿ ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Β΄ Πέτρ. α΄, 16). Οἱ «σεσοφισμένοι μύθοι» εἶναι ἡ φιλοσοφία τῆς κλασσικῆς μεταφυσικῆς, τοῦ Πλάτωνος, τοῦ Ἀριστοτέλη, τῶν Νεοπλατωνικῶν, οἱ ὁποῖοι ἔκαναν φιλοσοφία τήν εἰδωλολατρική θρησκεία, ὅταν ὁμιλοῦσαν γιά τόν κόσμο τῶν ἰδεῶν, τόν λεγόμενον ἐξεμπλαρισμό τοῦ Πλάτωνα καί τό πρῶτον ἀκίνητον κινοῦν, τόν λεγόμενον ὑλικομορφισμό τοῦ Ἀριστοτέλη. Ὅλοι αὐτοί «οἱ σεσοφισμένοι μύθοι» ἐξαφανίσθηκαν ἐπάνω στό Ὄρος Θαβώρ, ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἔγιναν «ἐπόπται τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος», εἶδαν τό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ, καί μετεῖχαν αὐτοῦ, καί ὅταν στήν συνέχεια κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔγιναν μέλη τοῦ σώματος τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου.

Πρό τῆς Πεντηκοστῆς ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ μετεχόταν «ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς», ὅπως γινόταν στούς Προφήτας, ἀλλά μετά τήν Πεντηκοστή καί τό τεθεωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ «μετέχεται ἀμερίστως ἐν μεριστοῖς» καί οἱ Ἀπόστολοι βλέπουν τόν Χριστόν ἐν τῷ Φωτί καί μετέχουν τοῦ Φωτός ὡς μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Στήν συνέχεια, ὁ Ἀπόστολος Πέτρος συνιστᾶ στούς Χριστιανούς νά προσέχουν τόν προφητικό λόγο, ὁ ὁποῖος ὁμοιάζει μέ λύχνο πού φέγγει στό σκοτάδι, ὥστε νά φθάσουν στήν θεωρία τοῦ Φωτός πού θά ἀνατείλη στίς καρδιές τους. Γράφει: «Καί ἔχομεν βεβαιότερον τόν προφητικόν λόγον, ᾧ καλῶς ποιεῖτε προσέχοντες ὡς λύχνῳ φαίνοντι ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ, ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ καί φωσφόρος ἀνατείλῃ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν» (Β΄ Πέτρ. α΄, 19).

Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική θεολογία τῶν ἁγίων, ὅπως καί πάλιν διδάσκει ὁ Πρωτοκορυφαῖος Ἀπόστολος Πέτρος: «οὐ γάρ θελήματι ἀνθρώπου ἠνέχθη ποτέ προφητεία, ἀλλ᾿ ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Β΄ Πέτρ. α΄, 21).
Ἡ ἀναφορά αὐτή τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου δείχνει τήν ἰσχυρότατη σχέση μεταξύ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων, διά μέσου τῶν αἰώνων, οἱ ὁποῖοι ἐμπνέονται ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα, μετέχουν τοῦ θείου Φωτός τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καί εἶναι πράγματι οἱ θεόπνευστοι καί οἱ πραγματικοί ἡγέτες τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Δέν ὁμιλοῦν μέ «σεσοφισμένους μύθους», πράγμα πού κάνουν οἱ αἱρετικοί, ἀλλά εἶναι «ἐπόπται τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος», ἀκοῦν τήν φωνή τοῦ Πατρός «ὑπό τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης», καί γίνονται πραγματικοί θεολόγοι στήν Ἐκκλησία καί φορεῖς τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὅλη αὐτή ἡ θεολογία τῶν θεοπτῶν ἁγίων πέρασε μέσα στίς ἀποφάσεις τῶν Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, στήν γλώσσα τῆς λατρείας καί στίς εὐχές τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι αὐτό πού ὁ μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ εἶχε πῆ ὅτι ὑπάρχει σταθερή σχέση μεταξύ τοῦ lex credendi καί τοῦ lex orandi. Αὐτή εἶναι ἡ κοινή θεολογική γλώσσα τῶν Ἁγίων. Κάθε φορά πού μιά θεολογία ἀποδεσμεύεται ἀπό τήν θεολογία τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν θεολογία τῆς λατρείας καί τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐκκοσμικευμένη θεολογία καί δέν ἐκφράζει τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλά τούς «σεσοφισμένους μύθους».

Βέβαια, οἱ ἅγιοι Πατέρες διά μέσου τῶν αἰώνων, κυρίως οἱ Πατέρες τοῦ 4ου αἰῶνος, χρησιμοποίησαν μιά ἄλλη ὁρολογία γιά νά ἀπαντήσουν στούς αἱρετικούς θεολόγους τῆς ἐποχῆς τους, ἀλλά ὅμως ἡ ἐμπειρική θεωρία ἦταν ἑνιαία. Δέν ὑφίσταται καμμιά διαφορά μεταξύ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων ὡς πρός τό «ἄκτιστον ρῆμα», ἀλλά ἡ διαφορά ἦταν ὡς πρός τό «κτιστόν ρῆμα καί νόημα». Ἄν κάποιος δέν μπορεῖ νά καταλάβη αὐτήν τήν οὐσιαστική διαφορά, δέν μπορεῖ νά καταλάβη τί εἶναι ὀρθόδοξη θεολογία.

Αὐτή εἶναι ἡ Πεντηκοστή μέσα στήν ἱστορία καί αὐτοί οἱ θεολόγοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῆς Πεντηκοστῆς. Κι ἄν δέν διαθέτουμε ἀποκαλυπτική ἐμπειρία, ὅμως τό λιγότερο πού μποροῦμε νά κάνουμε εἶναι νά ἀκολουθοῦμε πιστά τήν ἐμπειρία καί τήν διδασκαλία τῶν θεοπτῶν ἁγίων καί νά πορευόμαστε «κατά τάς τῶν ἁγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τῆς Ἐκκκλησίας εὐσεβές φρόνημα».
Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος θά πραγματοποιηθῆ σύμφωνα μέ τόν προγραμματισμό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καί ἐμεῖς εὐχόμαστε στήν Σύνοδο αὐτή νά παρευρίσκωνται Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι τουλάχιστον νά ἀκολουθοῦν τήν διδασκαλία τῶν θεουμένων ἁγίων.


2. Τά σύγχρονα θεολογικά ρεύματα

Δυστυχῶς, ἐκτός ἀπό τό ὀρθόδοξο θεολογικό ρεῦμα τῶν θεοπτῶν ἁγίων, οἱ ὁποῖοι εἶναι συνέχεια τῆς Πεντηκοστῆς, διά μέσου τῶν αἰώνων, ἐμφανίσθηκαν καί ἄλλα θεολογικά ρεύματα, καί ἄς ἐλπίσουμε νά μή ἐπικρατήσουν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, πού θά γίνη τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Στήν εἰσήγησή μου στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ τίτλο «Ἡ θεολογική κρίση καί οἱ ἐπιπτώσεις της στήν καθημερινότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς», ἀφοῦ ἐξέθεσα ποιά εἶναι ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν αὐθεντική ἔκφρασή της, στήν συνέχεια παρουσίασα τό πῶς ἀλλοιώθηκε ἡ θεολογία, μέ τήν σχολαστική θεολογία, τήν βιβλική κριτική θεολογία καί τήν παλαιότερη ρωσική θεολογία, καί ἔδωσα συγκεκριμένα παραδείγματα τῆς θεολογικῆς ἐκτροπῆς.
Ἐπίσης, στό Συνέδριο πού ἔγινε στόν χῶρο αὐτό ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη Πειραιῶς τό 2012 εἰσηγήθηκα ἕνα θέμα μέ τίτλο: «Ἡ μεταπατερική θεολογία ἀπό ἐκκλησιαστικῆς προοπτικῆς», καί παρουσίασα τόν πυρῆνα τῆς μεταπατερικῆς θεολογίας καί πῶς ἐφαρμόζεται στήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική σκέψη.

Δέν ἐπιθυμῶ νά ἐπαναλάβω τά ἴδια θέματα, ἀλλά παραπέμπω κάθε ἐνδιαφερόμενο στίς εἰσηγήσεις αὐτές. Ἐδῶ θέλω νά ἐπισημάνω ὅτι ἡ στοχαστική θεολογία τῶν ἀρχαίων αἱρετικῶν τοῦ 3ου καί 4ου αἰῶνος πέρασε στόν δυτικό χῶρο τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου διαμόρφωσε μιά ἰδιαίτερη θεολογία, πού ἀποκλήθηκε φραγκολατινική ἤ σχολαστική θεολογία. Αὐτή ἡ θεολογία στηρίχθηκε κυρίως στίς ἀπόψεις τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Ἀριστοτέλους, ὅπως φαίνεται στό ἔργο τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη Summa Theologica. Ἔπειτα, οἱ Μεταρρυθμιστές ἀπέβαλαν τήν σχολαστική θεολογία καί ἑρμήνευσαν καί ἑρμηνεύουν τά βιβλικά κείμενα μέ μιά ἰδιαίτερη μέθοδο, δηλαδή οὐσιαστικά ἀπέρριψαν τήν Θεοπτική ἑρμηνευτική μέθοδο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἐφαρμόζουν μεθόδους πού χρησιμοποιοῦνται στό πεδίο τῆς ἱστορίας, τῆς συγκρητικῆς θρησκειολογίας καί τῆς φιλοσοφίας. Κατά βάση ἐξετάζουν τό περιβάλλον στό ὁποῖο ἔζησε κάθε Προφήτης, χωρίς νά διακρίνουν μεταξύ ἀκτίστων ρημάτων καί κτιστῶν ρημάτων, νοημάτων καί εἰκονισμάτων. Στήν συνέχεια τά ρεύματα αὐτά, μαζί μέ τόν γερμανικό ἰδεαλισμό εἰσέρρευσαν στήν Ρωσία καί ἐκεῖ τόν 19ο αἰώνα διαμορφώθηκε μιά ἰδιαίτερη θεολογία πού ὀνομάσθηκε Ρωσική, ἡ ὁποία προσέλαβε ἐν πολλοῖς τά ὑπαρξιακά στοιχεῖα καί τῆς ὁποίας κέντρο σήμερα εἶναι τό Ρωσικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι.


Πρατηρώντας τά θεολογικά ρεύματα καί τήν σκέψη πού ἐπικρατεῖ σήμερα στόν θεολογικό κόσμο συμπεραίνουμε ὅτι εἶναι ἐπηρεασμένα ἀπό τόν νεοσχολαστικισμό, τόν προτεσταντικό βιβλισμό, τόν γερμανικό ἰδεαλισμό, τήν σλαβοφιλία καί τόν ὑπαρξισμό, τά ὁποῖα ἔχουν διαφοροποιηθῆ ἐν πολλοῖς ἀπό τήν ὀρθόδοξη βιβλικοπατερική παράδοση.

Εἶναι σημαντικό νά τονισθῆ ὅτι ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἀγωνίσθηκε ἐναντίον αὐτῆς τῆς παραχαράξεως τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Ὁ π. Γεώργιος Δράγας, μαθητής του, ἔχει ἐπισημάνει ὅτι ὁ μεγάλος αὐτός θεολόγος σέ ὅλες τίς διαλέξεις του τόνιζε δύο σημεῖα: Πρῶτον ὅτι ἡ ἐμπειρική πατερική θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς διαφοροποιεῖται ἀπό τήν σχολαστική ἤ ὀρθολογική θεολογία τῆς Δύσεως. Δεύτερον ὅτι εἶναι λανθασμένη ἡ ἀντιπαράθεση τῆς βιβλικῆς θεολογίας πρός τήν δογματική ἤ πατερική θεολογία, ἡ ὁποία ἀντιπαράθεση, δυστυχῶς, ἑδραιώθηκε στήν Δύση. Αὐτήν τήν θεολογία μέ τά δύο αὐτά σημεῖα πού διαμορφώθηκε στούς ἀκαδημαϊκούς κύκλους τήν χαρακτήριζε ὡς «ψευδομόρφωση», ἐπέμενε δέ ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπάρχει μιά ἀρραγής συνέχεια ἀπό τούς Προφήτας στούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρας τοῦ 4ου αἰῶνος, καί στούς Πατέρας τῶν ἑπομένων αἰώνων μέχρι τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί τούς Φιλοκαλικούς Πατέρας. Σέ ὅλη αὐτήν τήν ὀρθόδοξη περίοδο ὑπάρχει ταυτότητα στήν θεολογία καί τήν μεθοδολογία.


Αὐτήν τήν θεολογική γραμμή συνέχισε καί ὁ καλύτερος μαθητής τοῦ π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὁ ὁποῖος τόνιζε ὅτι ἡ θεοπτική ἐμπειρία εἶναι ἡ βάση τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί ὅτι ὅταν ἡ ἀκαδημαϊκή θεολογία ἀποκόπτεται ἀπό τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση εἶναι ἀντιεκκλησιαστική καί αἱρετικίζουσα. Ἐπίσης, στό θέμα τῆς ψευτοδιάκρισης τῆς βιβλικῆς ἑρμηνείας ἀπό τήν ἁγιοπατερική ἐμπειρία καί τήν δογματική, τόνιζε τήν ἑνότητα καί συμφωνία μεταξύ τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων.

Εἶναι χαρακτηριστική ἡ περίπτωση τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη καί γι’ αὐτό θά ἀναφερθῶ λίγο σέ αὐτόν. Μεγάλωσε καί σπούδασε στά μεγάλα κέντρα γνώσης τῆς Δύσης. Ἔμαθε ἀπό μαθητής στό Γυμνάσιο, καί στήν συνέχεια ὡς φοιτητής, τήν σχολαστική θεολογία τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη. Ἔπειτα, σπούδασε σέ μεγάλους βιβλικούς θεολόγους τήν βιβλική κριτική μέθοδο ἐρεύνης τῶν βιβλικῶν κειμένων. Ἀκόμη, γνώριζε ἐκ τοῦ σύνεγγυς τήν Ρωσική θεολογία στό Ρωσικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Ὅμως, ὅταν κατέληξε στήν μελέτη καί γνώση τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί γνώρισε τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, κυρίως τῶν Φιλοκαλικῶν Πατέρων καί τήν νηπτική παράδοση τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τότε ἄσκησε βαθύτατη κριτική στήν δυτική θεολογία. Γνώριζε καλύτερα ἀπό κάθε ἄλλον τήν δυτική θεολογική σκέψη, ἀλλά καί τήν οὐσία τοῦ ὀρθοδόξου ἡσυχασμοῦ, γι’ αὐτό καί καταλάβαινε πολύ καλά τίς ἐπιρροές πού δέχθηκε ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ἀπό τά δυτικά θεολογικά ρεύματα.

Ὁ ἴδιος δέν ἦταν κλεισμένος σέ ἕνα γραφεῖο καί σέ κάποιο δωμάτιο, ἀλλά συμμετεῖχε σχεδόν σέ ὅλους τούς σύγχρονους θεολογικούς διαλόγους ὡς ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας, προσφέροντας εὔστοχο θεολογικό λόγο, ὅπως φαίνεται στίς ἐκθέσεις καί τά κείμενά του, καθώς ἐπίσης ὑπῆρξε μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῶν παρατηρητῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο. Γνώριζε, λοιπόν, ἀσφαλέστατα τήν σκέψη τῆς δυτικῆς θεολογίας καί τίς ἐπιρροές πού ἄσκησε αὐτή ἡ θεολογία, κυρίως ἡ Ρωσική θεολογία στούς σύγχρονους ὀρθοδόξους ἀκαδημαϊκούς θεολόγους. Γι’ αὐτό καί ἦταν δεινός ἐπικριτής ὅλων αὐτῶν τῶν θεολογικῶν ρευμάτων. Ἔχω ὑπ’ ὄψη μου τέτοια ἀνέκδοτα ἀκόμη κριτικά κείμενα, τά ὁποῖα θά δημοσιεύσω ἀργότερα καί θά προξενήσουν μεγάλη ἐντύπωση.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖον ὅσοι διακρίνονται ἀπό ξένες θεολογικές παραδόσεις τόν εἰρωνεύονται, τόν ὑποσκάπτουν, τόν πολεμοῦν, ὅπως κάνουν καί μέ καθένα πού ἀκολουθεῖ τήν πατερική παράδοση. Ἀλλά ὅ,τι καί νά κάνουν, ἡ θεολογία τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, πού εἶναι θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, θά μείνη στήν Ἐκκλησία, γιατί ἐκφράζει τήν ζωή της.

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης εἶχε τήν εὐκαιρία νά σπουδάση στά μεγαλύτερα θεολογικά κέντρα τῆς ἐποχῆς του καί κατά συνέπεια εἶχε τήν εὐκαιρία νά γίνη μέγας κατά κόσμον, ἀλλά αὐτός ὡς ἄλλος Μωϋσῆς –ὁ ὁποῖος «μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱός θυγατρός Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἤ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τόν ὀνειδισμόν τοῦ Χριστοῦ· ἀπέβλεπε γάρ εἰς τήν μισθαποδοσίαν» (Ἑβρ. ια΄, 24-26)– ἀρνήθηκε καί αὐτός τούς ἰσχυρούς κατά τήν δύναμη τήν κοσμική καί ὑποστήριζε τούς ταπεινούς ἡσυχαστές μοναχούς καί τήν θεολογία τους.

Καππαδόκης αὐτός συγγένευε πνευματικά μέ τόν Καππαδόκη Μέγα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος, κατά δική του ὁμολογία, δαπάνησε πολύ χρόνο στήν ματαιότητα, ἡ ὁποία ἀφάνησε τήν νεότητά του στήν ματαιοπονία, καί ὅταν σηκώθηκε «ὥσπερ ἐξ ὕπνου βαθέος» ἀπέβλεψε «πρός τό θαυμαστόν φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου». Καί ἀφοῦ εἶδε τό ἄχρηστον τῆς σοφίας τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ πού θά καταργηθῆ, θρήνησε τήν ἐλεεινή του ζωή καί εὐχήθηκε νά τοῦ προσφερθῆ χειραγωγία γιά νά εἰσαχθῆ στά δόγματα τῆς εὐσεβείας. Ἔτσι, πορεύθηκε στούς μοναχούς πού ζοῦσαν στήν Ἀλεξάνδρεια, τήν ὑπόλοιπη Αἴγυπτο, τήν Παλαιστίνη, τήν Κοίλη Συρία καί τήν Μεσοποταμία, γιά νά μάθη στήν ἀσκητική ἡσυχαστική παράδοση.

Γιατί ἔκανα αὐτήν τήν ἀναφορά στόν Μέγα Βασίλειο καί τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη; Διότι πολλοί σύγχρονοι σπουδαῖοι καί τρανοί θεολόγοι καί Κληρικοί χαίρονται νά μελετοῦν τά ἔργα μεγάλων κατά κόσμον θεολόγων, ἱκανοποιοῦνται νά τούς ἐπαινοῦν οἱ δυτικοί θεολόγοι καί παρουσιάζονται ὡς μεγάλοι θεολόγοι καί στήν Ἐκκλησία, ἐνῶ ταυτόχρονα ὑπονομεύουν τήν ἀσφαλῆ μέθοδο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, πού εἶναι ἡ ἡσυχαστική παράδοση καί κατά συνέπεια περιφρονοῦν τούς συγχρόνους ἐμπειρικούς θεολόγους πού εἶναι συνεχιστές τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων.

Καί αὐτό εἶναι ἀξιοσημείωτο, γιατί τά κείμενα πού κατεργάζονται σύγχρονοι θεολόγοι γιά νά ἐγκριθοῦν ἀπό τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο ἔχουν δεχθῆ ἐπιρροές ἀπό τήν δυτική σκέψη. Αὐτό φαίνεται καί στήν θεολογία καί στήν ὁρολογία. Ἐμένα μέ ἐνδιαφέρει καί ἡ ὁρολογία, ὅταν ἀποστασιοποιῆται ἀπό τήν γλώσσα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τήν γλώσσα τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας.

Γιά παράδειγμα, ἡ φράση πού ἔχει εἰσχωρήσει σέ θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά κείμενα «ἀξιοπρέπεια καί ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου», εἶναι ἀρκετά προβληματική καί ἐπικίνδυνη ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς. Αὐτή ἡ ἐπικινδυνότητα φαίνεται ἀπό τό ὅτι, ἐκτός τοῦ ὅτι δέν κάνουν τήν διάκριση μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, καί συνδέουν τήν φύση μέ τήν ἀνάγκη, ὅπως καί τήν θέληση-βούληση μέ τό πρόσωπο, συγχρόνως ὑποσκελίζουν τόν ἁγιογραφικό ὅρο γιά τόν ἄνθρωπο ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ, μέ ἀποτέλεσμα νά περιορίζουν τόν λόγο στά ἀνθρώπινα δικαιώματα, τά ὁποῖα ἑρμηνεύονται πάντοτε κατά τό δοκοῦν.

Δέν εἶμαι ἐναντίον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἐάν αὐτή συντονίζεται στήν θεολογία καί τήν μεθοδολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἄν μιά Σύνοδος ἔχει τήν δυνατότητα νά ἀρθῆ στό ὕψος τῶν Συνόδων ἀπό τίς ὁποῖες ἀπετελέσθη τό «Συνοδικόν τῆς Ὀρθοδοξίας», πού διαβάζεται κατά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, τότε αὐτή ἡ Σύνοδος εἶναι ὄντως Ἁγία καί Μεγάλη.

3. Ἡ εἴσδυση τῆς πολιτικῆς στίς ἐνδοορθόδοξες ἐκκλησιαστικές σχέσεις


Ἡ λέξη πολιτική ἔχει πολλές ἔννοιες καί σημασίες. Σημαίνει «τό σύνολο τῶν θεμάτων πού ἔχουν σχέση μέ τά κοινά καί τήν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας»· «τόν τρόπο ἄσκησης τῆς κρατικῆς ἐξουσίας»· «τόν τρόπο δράσεως (προσώπου, ὀργανισμοῦ κλπ.) σύμφωνα μέ συγκεκριμένο σχέδιο» (Γεώργιος Μπαμπινιώτης).
Στήν προκειμένη περίπτωση ἰσχύουν ὅλα αὐτά μέ μιά εἰδικότερη σημασία. Δυστυχῶς, ἡ γεωπολιτική καί οἱ διάφορες ἐθνικές πολιτικές σκοπιμότητες εἰσέρχονται καί στίς ἐνδοορθόδοξες ἐκκλησιαστικές σχέσεις καί πολλές φορές καθορίζουν τούς διαλόγους καί τίς ἀποφάσεις τῶν Συνελεύσεων. Εἶναι γνωστόν σέ ὅλους μας ὅτι οἱ ἐθνικισμοί, παρ’ ὅτι ὁ ἐθνοφυλετισμός καταδικάστηκε ὡς αἵρεση στήν Σύνοδο τοῦ 1872, στήν Κωνσταντινούπολη, ἐν τούτοις ἐπηρεάζει τίς σχέσεις μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Αὐτό τό βλέπουμε σέ ὅσα ἔρχονται στό φῶς τῆς δημοσιότητος. Καί τό ὅτι ἀπό τά δέκα θέματα πού κατέληξαν νά συζητηθοῦν στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, τελικά θά συζητηθοῦν τά ἕξι ἀπό αὐτά, καί μάλιστα τά κείμενα πού καταρτίζονται καί οἱ ἀποφάσεις θά εἶναι προϊόντα συμβιβασμῶν γιά νά ψηφισθοῦν, δείχνει τό μεγάλο πρόβλημα πού ὑφίσταται.

Θά ἤθελα νά ἀναφέρω ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα γιά νά γίνη κατανοητό αὐτό πού ὑποστηρίζω. Πρόκειται γιά τήν συζήτηση πού ἔγινε στήν Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή πού συνῆλθε στό Chambesy ἀπό 9 ἕως 16 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 2009, στήν ὁποία μεταξύ ἄλλων συζητήθηκε τό θέμα τῆς ὑπογραφῆς τοῦ Τόμου τοῦ Αὐτοκεφάλου. Βεβαίως, τελικά αὐτό τό θέμα δέν πρόκειται νά συζητηθῆ στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἀφοῦ δέν βρέθηκε συμφωνία, ἀλλά εἶναι χαρακτηριστικά τά ὅσα διαδραματίσθηκαν στήν Ἐπιτροπή αὐτή, πού δείχνει τήν ὅλη νοοτροπία πού ἐπικρατεῖ στίς ἐνδοορθόδοξες ἐκκλησιαστικές σχέσεις, οἱ ὁποῖες ἐπηρεάζονται ἀπό τήν σύγχρονη πολιτική τῶν Κρατῶν, πιθανόν καί τήν γεωπολιτική στρατηγική τῶν Μεγάλων Δυνάμεων.

Κατά τήν Συνεδρίαση ἐκείνη ὁ Πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς, Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης, ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τόνισε ὀρθῶς «ὅτι τό θέμα τῆς ὑπογραφῆς τοῦ Τόμου τοῦ Αὐτοκεφάλου ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου εἶναι βασικόν ἐκκλησιολογικόν θέμα ἐπί τοῦ ὁποίου δέν δύναται νά γίνη καμμιά ὑποχώρησις ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου».

Μέ τήν θέση αὐτή, πού εἶναι κατά τήν ἄποψή μου ὀρθή, συνετάγησαν ἕξι (6) Ἐκκλησίες, ἤτοι τά Πατριαρχεῖα Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καί οἱ Ἐκκλησίες Ἑλλάδος καί Ἀλβανίας.
Μέ τήν θέση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας νά ὑπογράφεται ὁ Τόμος ἀπό ὅλους τούς Προκαθημένους τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν ἤ τουλάχιστον νά τό ὑπογράφη «καί» ἡ Ἐκκλησία-Μήτηρ συνετάγησαν ἑπτά (7) Ἐκκλησίες, ἤτοι Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας (γιά δικούς τους λόγους), Βουλγαρίας, Γεωργίας, Πολωνίας, καί Τσεχίας καί Σλοβακίας.
Καί ὑπέρ τοῦ νά ὑπογραφῆ ὁ Τόμος ἀπό ὅλες τίς Ἐκκλησίες ἐτάχθη ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου.

Δηλαδή ἡ ψηφοφορία ἀνέδειξε ἕξι (6) ψήφους ὑπέρ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί ὀκτώ (8) ψήφους ἐναντίον τῆς θέσεως του. Τελικά τό θέμα αὐτό δέν τέθηκε στήν θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.

Ἐκεῖνο πού ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἀπό αὐτήν τήν Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή εἶναι οἱ παρατηρήσεις καί τά Συμπεράσματα τοῦ τότε Γραμματέως τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Διορθοδόξων καί Διαχριστιανικῶν Σχέσεων τῆς Ἐκκλησίας μας ἀειμνήστου Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Ἀβραμίδη, πού παρευρισκόταν στίς Συνεδριάσεις, σέ ἔκθεσή του πρός τήν Ἱερά Σύνοδο.
Θά σᾶς ἀναγνώσω μερικά τμήματα τῆς ἐκθέσεως αὐτῆς, πολύ χαρακτηριστικά, γιά νά ἀντιληφθῆτε τό κλῖμα πού ἐπικρατεῖ σέ τέτοιες Ἐπιτροπές, ὄχι βέβαια σέ ὅλες.
Γράφει ὁ ἀείμνηστος π. Στέφανος Ἀβραμίδης:
«Ἄν κανείς θελήσει νά ἐκτιμήσει καί ἀξιολογήσει τά ἐν Γενεύῃ εἰς τήν Προπαρασκευαστικήν Διάσκεψιν ἀπό 9-17 Δεκεμβρίου 2009 διά τήν προετοιμασίαν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, θά πρέπει νά ὁμολογήςῃ ὅτι ξεκίνησε, συνεχίσθηκε καί ἔκλεισε μέσα σέ ἕνα πνεῦμα ὄχι ἁπλῶς ψυχρότητος, ἀλλά κατά κυριολεξία παγερότητος καί παγωνιᾶς. Τό 1993, δηλαδή πρό 16 ἐτῶν εἶχε διακοπῆ ὑπό θλιβεράς συνθήκας ἡ τότε Συνδιάσκεψις χωρίς ἐλπίδα. Κατά ἄκρα μακροθυμία ἡ Α.Θ.Π. ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἐδέχθη νά συνεχισθοῦν κατά τό ἤδη παρελθόν ἔτος 2009».


Ἀλλοῦ γράφει:

«Τίποτε στήν Συνδιάσκεψη αὐτή δέν ἐνθύμιζε πνεῦμα Χριστοῦ, ἀγάπη, Ἐκκλησία, Πεντηκοστή. Οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Ἐκκλησιῶν σεβάσμιοι ἱεράρχες ἀγωνίζονταν, ἤ παραταξιακά χωρισμένοι σέ δύο μπλόκ (τῶν ὑπερμάχων τῶν προνομίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῶν πολεμίων του) ἤ μέ ἀγωνία νά ξεπερασθῇ αὐτό τό ψυχοφθόρον καί καταλυτικόν τῆς ἔννοιας τῆς Ἐκκλησίας πνεῦμα, πού ἔχει εἰσέλθει εἰς τά ἀνώτερα κλιμάκιά της καί σιγά-σιγά μεταβάλλεται σέ ἰδεολογική ταυτότητα τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Μάτην ἠκούσθησαν κραυγαί ἀγωνίας».
Καί καταλήγει:

«Ὅπως ἀναφέραμε ἀνωτέρω, διεφάνη ὁλοκάθαρα ὅτι ὑπάρχουν δύο "μπλόκ" μέσα στίς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες: Τό "μπλόκ" ὑπέρ τῶν δικαίων καί προνομιῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τό "μπλόκ", τό ὁποῖον θέλει νά μειώση, καί εἰ δυνατόν, νά καταργήςῃ τά προνόμια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, παρά τό γεγονός, ὅτι ἰσχυρίζεται τό ἀντίθετον».

«Ἡ πώλωσις αὐτή δυσκολεύει καί θά δυσκολεύσῃ ὄχι μόνον τήν πορείαν πρός τήν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἀλλά καί κάθε ἄλλην πανορθόδοξον συνεργασίαν καί προσπάθειαν».

«Τό γεγονός, ὅτι μεταξύ τῶν ἐκπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ὑπῆρξαν ἀρκετοί πρώην ὑπότροφοι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ... εἰς οὐδέν ὠφέλησε τάς διεκδικήσεις τοῦ Οἰκ. Πατριαρχείου. Οὗτοι οὐδεμίαν φιλελληνικήν στάσιν ἐτήρησαν. Τό μόνον πού κατάφεραν, ἦτο νά ὁμιλήσουν ἐναντίον τῶν θέσεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς ἄπτεστα ἑλληνικά».

Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι κάθε Ὀρθόδοξη Σύνοδος γιά νά εἶναι Ἁγία καί Μεγάλη πρέπει νά ἀσχολῆται μέ θέματα δογματικά καί νά συμμετέχουν στήν Σύνοδο αὐτή θεούμενοι Πατέρες, τοὐλάχιστον πρέπει νά συμμετέχουν ὅσοι ἀποδέχονται τήν θεολογία καί τήν μεθοδολογία τῶν δογμάτων καί τῶν εὐσεβῶν παραδόσεων καί ἀκολουθοῦν τούς ἁγίους Πατέρας, χωρίς νά τούς παρερμηνεύουν. Διαφορετικά δέν εἶναι Ὀρθόδοξη Σύνοδος.


Μάρτιος 2016
Ἱερὰ Μητρόπολις Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου
parembasis.gr
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Θεολογική-Επιστημονική Ημερίδα: "Αγία και Μεγάλη Σύνοδος" Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.

4
phpBB [video]


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
Θέ­μα: «Μπο­ρεῖ μί­α Σύ­νο­δος Ὀρ­θο­δό­ξων νά προσ­δώ­σει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους καί νά ὁ­ρι­ο­θε­τή­σει δι­α­φο­ρε­τι­κά τήν ἕ­ως τώ­ρα ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας;»


(Ἡ πρό­κλη­ση τῆς μέλ­λου­σας νά συ­νέλ­θει Με­γά­λης Συ­νό­δου)



Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι, Σε­βα­στοί Πα­τέ­ρες, Ἀ­γα­πη­τοί καί ἀ­γα­πη­τές Σύ­νε­δροι καί ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φοί!

Ἀ­πό τή θέ­ση αὐ­τή αἰ­σθά­νο­μαι τό χρέ­ος, νά εὐ­χα­ρι­στή­σω -ἐκ καρ­δί­ας καί δη­μο­σί­ως- τόν φι­λό­ξε­νο καί φλο­γε­ρό ἀ­γω­νι­στή Οἰ­κο­δε­σπό­τη, τόν Ποι­μέ­να τον κα­λό, τόν τι­μη­θέν­τα κα­τ’ ἐ­πα­νά­λη­ψη καί ἐ­ξαι­ρέ­τως μέ τόν ὀ­νει­δι­σμό τοῦ Χρι­στοῦ, τόν Μη­τρο­πο­λί­τη Πει­ραι­ῶς κ. Σε­ρα­φείμ, γιά τήν με­γα­λει­ώ­δη πα­νελ­λα­δι­κή δι­ορ­γά­νω­ση τοῦ πα­ρόν­τος θε­ο­λο­γι­κοῦ-ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ Συ­νε­δρί­ου, καί μά­λι­στα τήν κρί­σι­μη αὐ­τή χρο­νι­κή στιγ­μή, γιά τήν ὑ­πεύ­θυ­νη ἐ­νη­μέ­ρω­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί τοῦ­το, ἐ­πει­δή τό πραγ­μα­τευ­ό­με­νο ἐ­δῶ θέ­μα ὑ­περ­βαί­νει τά ὅ­ρια τῆς Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί ἀ­φο­ρᾶ τήν ἀ­νά τήν Οἰ­κου­μέ­νη Ὀρ­θό­δο­ξη καί μό­νη, Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κή καί Ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α.

Ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος φαί­νε­ται, ἀ­πό τήν ἕ­ως τώ­ρα δι­α­δι­κα­σί­α καί θε­μα­το­λο­γί­α της, νά δι­α­ψεύ­δει τό ἐ­πί­δο­ξο ὄ­νο­μά της.
Μά­λι­στα, θά μπο­ρού­σα­με βά­σι­μα νά ὑ­πο­στη­ρί­ξου­με, ὅ­τι κα­τ’ ἐ­πί­φα­ση εἶ­ναι Ἁ­γί­α. Καί αὐ­τό τό λέ­με, ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ ἐλ­λείμ­μα­τος συ­νο­δι­κό­τη­τας, πού ἔ­χει. Κυ­ρί­ως, ὅ­μως, ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ σο­βα­ροῦ ἐλ­λείμ­μα­τος Ὀρ­θο­δό­ξου αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας, πού τήν δι­έ­πει. Τό με­γά­λο ἔλ­λειμ­μα Ὀρ­θο­δό­ξου αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας πι­στο­ποι­εῖ­ται, ἀ­ναμ­φι­βό­λως καί κα­τε­ξο­χήν, ἀ­πό τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α, πού εἰ­ση­γεῖ­ται στό πρός ψή­φι­ση Κεί­με­νο: «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον». Ἀ­πό τά πα­ρα­πά­νω εἶ­ναι σα­φές, ὅ­τι ἡ ἐν λό­γω Σύ­νο­δος δέν εἶ­ναι «ἑ­πο­μέ­νη τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι». Κα­τά συ­νέ­πεια, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι Ἁ­γί­α. Ἀλ­λά, κα­τ’ ἐ­πί­φα­ση, εἶ­ναι καί Με­γά­λη. Μᾶλ­λον, θά ἔ­πρε­πε νά αὐ­το­χα­ρα­κτη­ρι­σθεῖ ὡς μι­κρή, ἀ­φοῦ σ’ αὐ­τήν θά πα­ρευ­ρε­θοῦν λί­γοι, καί μά­λι­στα κα­τ’ ἐ­πι­λο­γήν Ἐ­πί­σκο­ποι. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εἶ­ναι μιά δι­ηυ­ρη­μέ­νη Σύ­νο­δος Προ­κα­θη­μέ­νων. Ἡ συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν θά εἶ­ναι ἀ­πόν­τες καί χω­ρίς δυ­να­τό­τη­τα ψή­φου ἀ­πό ἐ­κεῖ, ὅ­που ἀ­ναγ­κα­στι­κά βρί­σκον­ται, ἀ­δυ­να­τών­τας ἔ­τσι νά ἐκ­φρά­σουν τήν δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τους.

Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ἀ­πό τήν Ἑλ­λα­δι­κή Ἐκ­κλη­σί­α θά πα­ρευ­ρε­θοῦν σ’ αὐ­τήν λι­γό­τε­ροι τοῦ ἑ­νός τρί­του τῶν Ἐ­πι­σκό­πων της, ἐ­νῶ ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ρω­σί­ας οὔ­τε τό ἕ­να δέ­κα­το τῶν Ἐ­πι­σκό­πων της. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, οὔ­τε οἱ πα­ρόν­τες Ἐ­πί­σκο­ποι ἔ­χουν ἄ­με­ση ψῆ­φο, στήν ἐν λό­γω Σύ­νο­δο, ἀ­φοῦ καί αὐ­τή ἡ ψῆ­φος τους θά ἐκ­φρα­στεῖ μό­νον διά τοῦ Πρώ­του, καί μό­νον ἐ­άν εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φοῦ­σα ψῆ­φος, στό πλαί­σιο τῆς ἀν­τι­προ­σω­πεί­ας τῆς Το­πι­κῆς Αὐ­το­κε­φά­λου Ἐκ­κλη­σί­ας. Πρᾶγ­μα, σα­φῶς ἀν­τι-Κα­νο­νι­κό καί ἀ­μάρ­τυ­ρο στήν Ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιά μιά πα­ρω­δί­α Πα­νορ­θο­δό­ξου Συ­νό­δου, στήν ὁ­ποί­α δέν θά εἶ­ναι πα­ρόν­τες ὅ­λοι οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι Ἐ­πί­σκο­ποι. Ἔ­τσι, ἄ­θε­λά μας, μᾶς πα­ρα­πέμ­πει καί στήν ἐ­πί δι­κτα­το­ρί­ας «ἀ­ρι­στίν­δην» Σύ­νο­δο! Ἀλ­λά καί τήν «ἀ­ρι­στίν­δην» τήν ξε­περ­νᾶ κα­τά πο­λύ σέ ἀν­τι­κα­νο­νι­κό­τη­τα.


Στό ἐ­ρώ­τη­μα τοῦ θέ­μα­τός μας, ἄν μπο­ρεῖ δη­λα­δή μιά Σύ­νο­δος Ὀρ­θο­δό­ξων νά προσ­δώ­σει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἡ εὐ­θεί­α καί εἰ­λι­κρι­νής ἀ­πάν­τη­ση, ἀ­πε­ρί­φρα­στα, εἶ­ναι ἀρ­νη­τι­κή. Κα­μί­α Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος δέν μπο­ρεῖ νά προσ­δώ­σει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἐ­άν βέ­βαι­α θέ­λει νά ἐκ­φρά­σει ἀ­λα­θή­τως τή δι­α­χρο­νι­κή ταυ­τό­τη­τα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ὡς τῆς μό­νης Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, σύμ­φω­να πάν­τα μέ τόν Ὅ­ρο, τόν γνω­στό καί ὡς Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου.
Τά δόγ­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς πι­στευ­ό­με­να καί βι­ού­με­να ἀ­πό τούς πι­στούς, εἶ­ναι σω­τή­ρια. Ἔ­χουν δη­λα­δή σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα, για­τί συμ­πυ­κνώ­νουν τό ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί ἡ ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι θε­αν­θρώ­πι­νη, πού δι­ο­χε­τεύ­ε­ται μυ­στη­ρια­κῶς στό σῶ­μα της ἀ­πό τήν ζω­ο­ποι­ό καί θε­ο­ποι­ό Κε­φα­λή της, τόν Υἱ­ό τοῦ Θε­οῦ, τόν Ἕ­να τῆς Τριά­δος.

Οἱ Ἐ­πί­σκο­ποί μας δέν πη­γαί­νουν στίς Συ­νό­δους, γιά νά ψη­φί­σουν ὅ­σα ἄλ­λοι Ἐ­πί­σκο­ποι καί Θε­ο­λό­γοι ἑ­τοί­μα­σαν πρίν ἀ­π’ αὐ­τούς καί χω­ρίς αὐ­τούς, ἀλ­λά γι’ αὐ­τούς. Πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο, δέν πη­γαί­νουν, γιά νά ὑ­πο­γρά­ψουν ἐκ τῶν προ­τέ­ρων τό Ἀ­να­κοι­νω­θέν τῆς μέλ­λου­σας Συ­νό­δου. Ἡ πρά­ξη αὐ­τή ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­πα­ξί­ω­ση τῆς συ­νο­δι­κό­τη­τας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἐμ­παιγ­μό τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι πη­γαί­νουν στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὡς ἀ­νώ­τα­τοι ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοί ἡ­γέ­τες τῶν Το­πι­κῶν τους Ἐκ­κλη­σι­ῶν, προ­κει­μέ­νου νά ὁ­ρι­ο­θε­τή­σουν -«ἐ­πί ἴ­σοις ὅ­ροις» μέ τούς συ­νε­πι­σκό­πους τους- τήν ὀρ­θή δι­δα­σκα­λί­α τῆς πί­στε­ως καί νά ἐκ­φρά­σουν τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἔ­ναν­τι τῶν νέ­ων ἀμ­φι­σβη­τή­σε­ων καί προ­κλή­σε­ων ἐν­τός τῶν νέ­ων δε­δο­μέ­νων, πάν­το­τε τα­πει­νά, ὡς «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις πα­τρά­σι». Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό, ἐ­νερ­γοῦν σύμ­φω­να μέ τήν Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.


Ἐ­δῶ, ἀ­πε­ρί­φρα­στα καί μέ κά­θε σα­φή­νεια, πρέ­πει νά ποῦ­με, ὅ­τι δέν ὑ­πῆρ­ξε πο­τέ στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α κά­ποι­ος Ἐ­πί­σκο­πος «ἄ­νευ ἴ­σων». Γι’ αὐ­τό καί ὅ­σοι Ἐ­πί­σκο­ποι τό προ­βάλ­λουν γιά τόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη, συγ­χέ­ουν ἀ­νε­πί­τρε­πτα τά «πρε­σβεῖ­α τι­μῆς» μέ τήν πα­πι­κή ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Πρω­τεί­ου καί σφάλ­λουν δογ­μα­τι­κῶς, εὑ­ρι­σκό­με­νοι «εἰς πλά­νην οἰ­κτράν». Ἡ θε­ώ­ρη­ση αὐ­τή εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἀ­μάρ­τυ­ρη ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α.Ὅ­ταν ὅ­μως συμ­βαί­νει, ὅ­πως τε­λευ­ταῖ­α, νά λέ­γε­ται, πα­ρα­πέμ­πει στήν αἱ­ρε­τι­κή δο­ξα­σί­α τοῦ πα­πι­κοῦ πρω­τεί­ου, ὅ­πως εἴ­πα­με. Καί τό ἀ­κό­μη τρα­γι­κό­τε­ρο εἶ­ναι, ὅ­ταν τό Πρω­τεῖ­ο αὐ­τό ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται ἀ­πό τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο νά θε­με­λι­ω­θεῖ στό Τρι­α­δι­κό δόγ­μα. Αὐ­τή ἡ δο­ξα­σί­α σα­φῶς αἱ­ρε­τί­ζει, ἀ­φοῦ εἰ­σά­γει κα­τά Δυ­τι­κή ἀ­πο­μί­μη­ση, τήν ἱ­ε­ραρ­χι­κή τά­ξη στήν Ἁ­γί­α Τριά­δα, ἡ ὁ­ποί­α βέ­βαι­α εἶ­ναι «ὑ­πέρ πᾶ­σαν τά­ξιν», κα­τά τόν ἅ­γιο Γρη­γό­ριο τόν Πα­λα­μᾶ.

Σέ πρό­σφα­τη Ἐ­πι­στο­λή μας πρός ὅ­λους τούς Ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­νά τόν κό­σμον, στίς 3-2-2016, ὑ­πο­στη­ρί­ξα­με ὅ­τι «οἱ ἐμ­πνευ­στές καί συν­τά­κτες» τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου Κει­μέ­νου, «ἐ­πι­χει­ροῦν μιά θε­σμι­κή νο­μι­μο­ποί­η­ση τοῦ Χρι­στι­α­νι­κοῦ Συγ­κρη­τι­στι­κοῦ - Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ μέ μιά ἀ­πό­φα­ση Πα­νορ­θο­δό­ξου Συ­νό­δου». Ἐ­άν ψη­φι­στεῖ τό Κεί­με­νο αὐ­τό: «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον», δη­μι­ουρ­γεῖ­ται μέ­γι­στο πρό­βλη­μα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῆς ὑ­πάρ­ξε­ως, τό­σο γιά ὅ­σους Ἐ­πι­σκό­πους τό ψη­φί­σουν, ὅ­σο καί γιά ὅ­σους ἀ­πό τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας θά τό ἀ­πο­δε­χτοῦν στήν πρά­ξη. Καί τοῦ­το, για­τί τό δογ­μα­τι­κό αὐ­τό ἀ­τό­πη­μα ἔ­χει τήν ἀ­να­φο­ρά του σέ Ὅ­ρο Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Μέ τό πα­ρα­πά­νω Κεί­με­νο, δη­λα­δή, δί­νε­ται ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς αἱ­ρε­τι­κούς ἤ ἑ­τε­ρο­δό­ξους τῆς Δύ­σε­ως (Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κους καί Προ­τε­στάν­τες), δι­ευ­ρυ­νο­μέ­νων ἔ­τσι, αὐ­θαι­ρέ­τως, τῶν Κα­νο­νι­κῶν ὁ­ρί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.


Εἰ­δι­κό­τε­ρα, τό ἀ­τό­πη­μα τοῦ πα­ρα­πά­νω Κει­μέ­νου ση­μαί­νει, πρα­κτι­κῶς, ἄρ­νη­ση συγ­κε­κρι­μέ­νου ἄρ­θρου τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, τό ὁ­ποῖ­ο ὁ­ρί­ζει σα­φῶς, ὅ­τι ὡς Ὀρ­θό­δο­ξοι πι­στεύ­ου­με εἰς Μί­αν, Ἁ­γί­αν, Κα­θο­λι­κήν καί Ἀ­πο­στο­λι­κήν Ἐκ­κλη­σί­αν. Στά Πρα­κτι­κά τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου δι­α­βά­ζου­με καί τίς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές συ­νέ­πει­ες ἀ­πό τή μή ἀ­κρι­βῆ ἀ­πο­δο­χή τοῦ Συμ­βό­λου της. «Ὅ­ποι­ος προ­σθέ­σει ἤ ἀ­φαι­ρέ­σει καί μί­α λέ­ξη ἀ­πό τό Σύμ­βο­λο-Ὅ­ρο αὐ­τό, νά ἀ­να­θε­μα­τί­ζε­ται, νά κα­θαι­ρεῖ­ται καί νά ἀ­φο­ρί­ζε­ται». Δη­λα­δή, πρα­κτι­κῶς, νά ἀ­πο­κό­πτε­ται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὡς αἱ­ρε­τι­κός. Τά σχε­τι­κά ἀ­να­θέ­μα­τα ἐ­πα­να­λαμ­βά­νουν καί οἱ ἑ­πό­με­νες Οἰ­κου­με­νι­κές Σύ­νο­δοι.
Ὅ­ταν λοι­πόν ὑ­πο­στη­ρί­ζου­με τά πα­ρα­πά­νω, δέν ἀ­πει­λοῦ­με αὐ­θαί­ρε­τα κα­νέ­ναν. Ἁ­πλῶς, «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι», κα­τα­θέ­του­με -ἐμ­πό­νως καί τα­πει­νῶς- τίς σα­φεῖς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές συ­νέ­πει­ες, πού ὁ­ρί­ζον­ται ἀ­με­τα­κλή­τως ἀ­πό τίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους γιά ὅ­σους ἀ­θε­τοῦν τήν δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τό ἄρ­θρο 6 τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου Κει­μέ­νου εἰ­ση­γεῖ­ται πνευ­μα­τι­κό ἔγ­κλη­μα σέ βά­ρος τῆς ἴ­διας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­πει­δή ἐ­πι­χει­ρεῖ νά δι­α­φθεί­ρει τό σω­τή­ριο δόγ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­ας μας. Μέ ἄλ­λη ἀ­φορ­μή, κα­τά τό πα­ρελ­θόν, σέ Ἐ­πι­στο­λή μας πρός Ἑλ­λα­δί­τη Ἐ­πί­σκο­πο, ἀν­τι­πρό­σω­πο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, στούς Δι­με­ρεῖς Θε­ο­λο­γι­κούς Δι­α­λό­γους, ἀ­να­φερ­θή­κα­με ἐ­κτε­νῶς στό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα αὐ­τό θέ­μα. Θά ὑ­πεν­θυ­μί­σω κά­ποι­α ση­μεῖ­α τῆς Ἐ­πι­στο­λῆς αὐ­τῆς, ἐ­πει­δή δι­α­τη­ροῦν πλή­ρως τήν ἐ­πι­και­ρό­τη­τά τους καί ἑρ­μη­νεύ­ουν τή στο­χευ­μέ­νη με­θο­δο­λο­γί­α τῶν ἀν­τι­προ­σώ­πων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.


Ρω­τού­σα­με τό­τε: «Μέ ποι­ά αἴ­σθη­ση αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας προ­σέρ­χον­ται οἱ ἐκ­πρό­σω­ποί της στόν Δι­με­ρῆ Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο; Ἀ­κό­μα πιό συγ­κε­κρι­μέ­να, προ­σέρ­χε­ται ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας διά τῶν ἐκ­προ­σώ­πων της ὡς ἡ Μί­α, Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κή καί Ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α; Ἤ ὡς δι­η­ρη­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­να­ζη­τᾶ τήν ὀν­το­λο­γι­κή ἑ­νό­τη­τά της στήν ἕ­νω­σή της μέ τούς κα­τά και­ρούς ἀ­πο­κομ­μέ­νους ἀ­πό αὐ­τήν ἑ­τε­ρο­δό­ξους; Στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με, ὅ­τι πι­στεύ­ου­με εἰς Μί­αν Ἐκ­κλη­σί­αν. Ἀ­πό τήν δι­α­τύ­πω­ση αὐ­τή τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως προ­κύ­πτει, ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα, ὡς θε­με­λι­ώ­δης ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ ἑ­νός –στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ὡς ἰ­δι­ό­τη­τα τῆς Μί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας-, εἶ­ναι τό ἀ­σφα­λές δε­δο­μέ­νο τῆς πί­στε­ώς μας. Στή συ­νεί­δη­ση τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ἑ­νό­τη­τά της εἶ­ναι δε­δο­μέ­νο ὀν­το­λο­γι­κό, ἀ­πο­λύ­τως καί ἀ­με­τα­κλή­τως δι­α­σφα­λι­σμέ­νο ἀ­πό τήν Κε­φα­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­πό τόν Χρι­στό, διά τῆς συ­νε­χοῦς πα­ρου­σί­ας τοῦ Πα­ρα­κλή­του Πνεύ­μα­τος σ’ αὐ­τήν, ἤ­δη ἀ­πό τήν Πεν­τη­κο­στή. Ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας -ὡς δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια- ἐκ­φρά­ζει τό­σο τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α της, ὅ­σο καί τήν πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α της. Ἄν ὅ­μως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι Μί­α –κα­τά τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως- τό­τε, μέ τήν συ­νε­πῆ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἔν­νοι­α καί κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α, δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν ἑ­τε­ρό­δο­ξες ἐκ­κλη­σί­ες, οὔ­τε μη­τέ­ρες, ἀ­δελ­φές, θυ­γα­τέ­ρες καί ἐγ­γο­νές ἐκ­κλη­σί­ες, οὔ­τε φυ­σι­κά τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο εἶ­ναι Μη­τέ­ρα Ἐκ­κλη­σί­α μέ τήν συ­νε­πῆ θε­ο­λο­γι­κή ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἔν­νοι­α τοῦ ὅ­ρου. Ἡ Μί­α καί μό­νη –ἀ­δι­αί­ρε­τη πάν­τα- Ἐκ­κλη­σί­α γεν­νᾶ ὡς πνευ­μα­τι­κή μη­τέ­ρα, μυ­στη­ρια­κῶς, «δι’ ὕ­δα­τος καί πνεύ­μα­τος» τά μέ­λη της. Δέν γεν­νᾶ ἄλ­λες ἐκ­κλη­σί­ες. Οἱ κα­τά τό­πους Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­πο­τε­λοῦν φα­νέ­ρω­ση «ἐν τό­πῳ καί χρό­νῳ» τῆς Μί­ας καί μό­νης Ἐκ­κλη­σί­ας. Οὔ­τε βέ­βαι­α μπο­ρεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νά εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να μί­α καί δι­η­ρη­μέ­νη, για­τί δι­αί­ρε­ση ση­μαί­νει κα­τά­τμη­ση ἑ­νός ὅ­λου σέ δύ­ο ἤ πε­ρισ­σό­τε­ρα μέ­ρη. Κα­τά συ­νέ­πεια, ἡ θε­ώ­ρη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δι­η­ρη­μέ­νης, σή­με­ρα, ἀν­τί­κει­ται σα­φῶς στήν ρη­τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως, πρᾶγ­μα πού συ­νε­πά­γε­ται –κα­τά τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων- κα­θαί­ρε­ση καί ἀ­φο­ρι­σμό, κα­τά πε­ρί­πτω­ση, σέ ὅ­ποι­ον ἐμ­μέ­νει στη θε­ώ­ρη­ση αὐ­τή».


Τά λέ­με καί τώ­ρα αὐ­τά ἀ­κρι­βῶς, ἐ­πει­δή τό συγ­κε­κρι­μέ­νο Ἄρ­θρο 6 -τοῦ ὑ­πο­βαλ­λο­μέ­νου Κει­μέ­νου πρός ἔγ­κρι­ση ἀ­πό τήν μέλ­λου­σα καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο- ἐμ­φα­νί­ζει κα­τά ἀν­τι­φα­τι­κό καί ἐν­τε­λῶς ἀ­θε­ο­λό­γη­το τρό­πο τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­φ’ ἑ­νός ὡς τήν Μί­αν Ἐκ­κλη­σί­αν, καί ἀ­φ’ ἑ­τέ­ρου τήν ἐκ­πε­φρα­σμέ­νη διά τῶν ἀν­τι­προ­σώ­πων της –καί ὄ­χι μό­νο- ἄ­πο­ψη, ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν καί ἄλ­λες Ἐκ­κλη­σί­ες –σα­φῶς ἑ­τε­ρό­δο­ξες-, τήν ἱ­στο­ρι­κή πα­ρου­σί­α τῶν ὁ­ποί­ων ἀ­να­γνω­ρί­ζει καί στο­χεύ­ει στήν ἑ­νό­τη­τα μέ αὐ­τές. Οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι Οἰ­κου­με­νι­στές, δη­λα­δή, θε­ω­ροῦν τίς ἑ­τε­ρό­δο­ξες Θρη­σκευ­τι­κές Κοι­νό­τη­τες ὡς τμή­μα­τα τῆς δῆ­θεν δι­η­ρη­μέ­νης Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἐ­πι­δι­ώ­κουν τήν δῆ­θεν ἐ­πα­νέ­νω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀν­τί νά ἐρ­γά­ζον­ται γιά τήν ἐ­πι­στρο­φή τους. Ἐ­πι­δι­ώ­κουν τήν ἑ­νό­τη­τα μέ αὐ­τές, πα­ρά τό γε­γο­νός, ὅ­τι αὐ­τές δέν δη­λώ­νουν ἕ­ως καί σή­με­ρα κα­μί­α δι­ά­θε­ση ἀρ­νή­σε­ως τῶν δογ­μα­τι­κῶν ἀ­πο­κλί­σε­ών τους ἀ­πό τήν Μί­α καί μό­νη Ἐκ­κλη­σί­α. Αὐ­τό ὅ­μως εἶ­ναι στήν πρά­ξη ὁ πα­ναι­ρε­τι­κός -πνευ­μα­τι­κῶς δυ­σώ­δης- καί πο­νη­ρό­τα­τος Συγ­κρη­τι­στι­κός Οἰ­κου­με­νι­σμός. Γι’ αὐ­τό καί ἀ­κρι­βο­λο­γοῦ­με θε­ο­λο­γι­κά, ὅ­ταν μι­λοῦ­με γιά Οἰ­κου­με­νι­στι­κή κα­κο­δο­ξί­α, ἡ ὁ­ποί­α πρέ­πει καί συ­νο­δι­κά νά κα­τα­δι­κα­στεῖ.


Τό ἐ­ξαι­ρε­τι­κά θλι­βε­ρό εἶ­ναι ἀ­κό­μη, ὅ­τι ὅ­λα σχε­δόν τά Κεί­με­να τῆς Ε΄ Προ­συ­νο­δι­κῆς Δι­α­σκέ­ψε­ως, πού ἦρ­θαν ὡς θέ­μα­τα τῆς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου -ὅ­ταν συμ­βαί­νει νά γνω­ρί­ζει κα­νείς καί τήν προ­ϊ­στο­ρί­α τους-, δι­α­πνέ­ον­ται λί­γο ἤ πο­λύ ἀ­πό τό πνεῦ­μα τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ. Γι’ αὐ­τό καί κυ­ρι­αρ­χοῦν­ται ἀ­πό ἀν­τι­φά­σεις καί σκό­πι­μες ἀ­σά­φει­ες, πού ἐ­πι­δέ­χον­ται πολ­λές ἑρ­μη­νεῖ­ες. Καί τοῦ­το σέ σα­φῆ ἀν­τί­θε­ση πρός τά σω­τή­ρια δόγ­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού δι­α­κρί­νον­ται γιά τήν σα­φή­νεια, τήν ἀ­κρί­βεια καί τήν πλη­ρό­τη­τα τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν νο­η­μά­των.
Ἐ­πει­δή τά δόγ­μα­τα τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων χρι­στια­νῶν ἀ­πο­τε­λοῦν τήν συμ­πύ­κνω­ση τῆς δυσ­σε­βοῦς ζω­ῆς, ὅ­πως ἀν­τι­στοί­χως τά σω­τή­ρια καί εὐ­σε­βῆ δόγ­μα­τα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας συ­νι­στοῦν τήν συμ­πύ­κνω­ση καί ὁ­ρι­ο­θέ­τη­ση τῆς πί­στε­ως καί τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς της.


Καί ἐ­πει­δή τό πρός ψή­φι­ση ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ, δη­λα­δή δογ­μα­τι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα, Κεί­με­νο: «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον», εἶ­ναι σα­φῶς Οἰ­κου­με­νι­στι­κό καί ὡς τέ­τοι­ο δι­α­φθεί­ρει καί κα­τα­λύ­ει ὑ­παρ­ξια­κῶς τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, κα­θε­αυ­τήν, καί τήν συ­νε­πα­γό­με­νη ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή της,

Γι’ αὐ­τό,
Ἀ­πευ­θυ­νό­με­νοι ἀ­πό τό Θε­ο­λο­γι­κό αὐ­τό Συ­νέ­δριο, Σε­βα­στοί μας Συ­νο­δι­κοί Ἱ­ε­ράρ­χες τῆς μέλ­λου­σας, Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου –πα­ρά τόν σε­βα­σμό στόν θε­σμό πού ἐκ­προ­σω­πεῖ­τε καί πα­ρά τόν σε­βα­σμό στό σε­πτό πρό­σω­πό Σας, κα­θε­αυ­τό-, ἐ­μεῖς πα­ρα­μέ­νον­τας «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι», Σᾶς δη­λώ­νου­με μέ παρ­ρη­σί­α, μέ κά­θε σα­φή­νεια καί με­τά λό­γου γνώ­σε­ως, ὅ­τι δέν θά ἀ­πο­δε­χθοῦ­με τήν ἐν­δε­χό­με­νη κα­κή ἐ­πι­λο­γή Σας νά ὑ­περ­ψη­φί­σε­τε τό πα­ρα­πά­νω Οἰ­κου­με­νι­στι­κό Κεί­με­νο, ἀλ­λά καί κά­θε ἄλ­λη δι­ά­τα­ξη τῶν Κει­μέ­νων, ἐ­φ’ ὅ­σον συμ­βαί­νει αὐ­τά νά ἀν­τί­κειν­ται στό δι­α­χρο­νι­κά εὐ­σε­βές φρό­νη­μα τῆς Ἁ­γι­ω­τά­της Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Καί τοῦ­το, για­τί ἡ εὐ­σέ­βεια ἀ­πορ­ρέ­ει καί προ­κύ­πτει ἀ­πό τήν κα­θα­ρό­τη­τα καί ἀ­κρί­βεια τῆς δογ­μα­τι­κά ὁ­ρι­ο­θε­τη­μέ­νης πί­στε­ώς μας.

Ἀ­κό­μη εἰ­δι­κό­τε­ρα, τό Ἄρ­θρο 6 τοῦ Κει­μέ­νου: «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον», πού κα­τα­τέ­θη­κε πρός ψή­φι­ση ἀ­πό τούς Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, οἱ ὁ­ποῖ­οι θά λά­βουν μέ­ρος ὡς συ­νο­δι­κοί στήν μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο, οὐ­σι­α­στι­κά εἰ­ση­γεῖ­ται ἕ­να εἶ­δος «πο­λι­τι­κοῦ γά­μου» μέ ἑ­τε­ρο­γε­νῆ συμ­βαλ­λό­με­να μέ­ρη. Πρό­κει­ται, δη­λα­δή, γιά ἕ­να μή φυ­σι­ο­λο­γι­κό γά­μο. Γι’ αὐ­τό καί τά συμ­βαλ­λό­με­να μέ­ρη δέν μπο­ροῦν νά γί­νουν ἕ­να ὀρ­γα­νι­κό σῶ­μα, καί κυ­ρί­ως ἕ­να πνεῦ­μα, στό ὁ­ποῖ­ο στο­χεύ­ει ὁ χρι­στι­α­νι­κός ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός γά­μος. Ἐ­δῶ, τό συγ­κε­κρι­μέ­νο Ἄρ­θρο 6 εἰ­ση­γεῖ­ται ἕ­να εἶ­δος πνευ­μα­τι­κῆς συμ­βι­ώ­σε­ως -ἑ­νώ­σε­ως- τοῦ Πνεύ­μα­τος τῆς Ἀ­λη­θεί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ τά ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα τῆς πο­νη­ρί­ας, τά ὁ­ποῖ­α δι­έ­πουν τίς ἑ­τε­ρό­δο­ξες λε­γό­με­νες ἐκ­κλη­σί­ες, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς θε­σμι­κῆς ἀ­πο­στα­σί­ας τους ἀ­πό τά εὐ­σε­βῆ δόγ­μα­τα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Ἕ­νας τέ­τοι­ος ὅ­μως «ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κός γά­μος» εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτος, ὡς ἀ­συμ­βί­βα­στος μέ τήν ὥς τώ­ρα καί εἰς τούς αἰ­ῶ­νες δι­α­χρο­νι­κή ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.


Κα­νείς ἀ­πο­λύ­τως, προ­σω­πι­κῶς ἤ θε­σμι­κῶς, δέν δι­και­οῦ­ται νά ὁ­ρι­ο­θε­τή­σει δι­α­φο­ρε­τι­κά τά ὥς τώ­ρα ὅ­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού ὁ­ρί­στη­καν ἀ­πα­ρεγ­κλί­τως ἀ­πό τίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους. Εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά ἀ­δι­α­νό­η­το νά ὀ­νο­μα­στοῦν καί νά ἀ­να­γνω­ρι­στοῦν, ὡς ἐκ­κλη­σί­ες, ἐ­κεῖ­νες οἱ Θρη­σκευ­τι­κές Κοι­νό­τη­τες, πού ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νά φρο­νοῦν ὅ,τι καί ἐ­κεῖ­νοι πού κα­τα­δι­κά­στη­καν, κα­θαι­ρέ­θη­καν καί ἀ­φο­ρί­στη­καν τε­λε­σι­δί­κως καί ἀ­πο­κό­πη­καν ἀ­πό τήν Μί­α καί μό­νη Ἐκ­κλη­σί­α, ὡς αἱ­ρε­τι­κοί. Ἄν οἱ αἱ­ρε­σιά­ρχες ὀ­νο­μά­στη­καν ἀ­πε­ρι­φρά­στως ἀ­πό τούς θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὡς πνευ­μα­τι­κῶς «φρε­νο­βλα­βεῖς», καί ἀ­πό τήν ὑ­μνο­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας «ὡς ἀ­νιά­τως νο­σή­σαν­τες», πῶς πρέ­πει νά θε­ω­ρη­θοῦν ἤ νά ὀ­νο­μα­στοῦν ἐ­κεῖ­νοι ἀ­πό τούς Ὀρ­θο­δό­ξους, πού ὑ­πο­στη­ρί­ζουν τήν θε­σμι­κή ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων λε­γο­μέ­νων ἐκ­κλη­σι­ῶν, Ψευ­δο­εκ­κλη­σι­ῶν, ἰ­σο­τί­μως πρός τίς Το­πι­κές Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες;

Κα­τά συ­νέ­πεια, εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς πα­ρά­λο­γο Θε­ο­λο­γι­κά -Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά καί πνευ­μα­τι­κά- μιά Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος νά προσ­δώ­σει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Κά­τι τέ­τοι­ο θε­ω­ρη­τι­κά καί πρα­κτι­κά εἶ­ναι αὐ­το­κα­τα­στρο­φι­κό γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α, πού ὁ­μο­λο­γοῦ­με στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­μως, δέν μπο­ρεῖ νά αὐ­το­κτο­νή­σει -ὄ­χι μό­νο για­τί αὐ­τό εἶ­ναι πα­ρά­λο­γο, ἀλ­λά καί για­τί αὐ­τό ἀν­τί­κει­ται στήν ταυ­τό­τη­τά της, ὡς Θε­αν­θρω­πί­νου, Ζω­ο­ποι­οῦ, Μυ­στη­ρια­κοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ Ὁ­ποῖ­ος νί­κη­σε τόν θά­να­το καί οἰ­κο­δό­μη­σε τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του, ἔ­τσι ὥ­στε, κα­τά τήν ἀ­ψευ­δῆ δι­α­βε­βαί­ω­σή Του, «πῦ­λαι Ἄ­δου οὐ κα­τι­σχύ­σου­σιν αὐ­τῆς» (Ματθ. 16,18). Ἑ­πο­μέ­νως, ὁ πα­ρών ἀ­γώ­νας ἀ­φο­ρᾶ ἐ­μᾶς τούς ἴ­διους, ὡς Ὀρ­θο­δό­ξους πι­στούς, γιά τό χρέ­ος τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας μας ἐν Χρι­στῷ καί ὄ­χι τήν Ἐκ­κλη­σί­α, κα­θε­αυ­τήν.

Ἡ « Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­ας μας» -ἔ­γρα­φε ὁ ὅ­σιος Πα­ΐ­σιος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της σέ ἐ­πι­στο­λή του πρός τόν Πα­τριά­ρχη Ἀ­θη­να­γό­ρα στίς 23/1/1969- «δέν ἔ­χει καμ­μί­αν ἔλ­λει­ψιν. Ἡ μό­νη ἔλ­λει­ψις πού πα­ρου­σι­ά­ζε­ται, εἶ­ναι ἡ ἔλ­λει­ψις σο­βα­ρῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν καί Ποι­μέ­νων μέ πα­τε­ρι­κές ἀρ­χές. Εἶ­ναι ὀ­λί­γοι οἱ ἐ­κλε­κτοί, ὅ­μως δέν εἶ­ναι ἀ­νη­συ­χη­τι­κό. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τοῦ Χρι­στοῦ καί Αὐ­τός τήν κυ­βερ­νά­ει».

Οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι βρί­σκον­ται θε­σμι­κά «εἰς χώ­ραν μα­κράν» τῆς πα­τρι­κῆς οἰ­κί­ας. Ὁ μό­νος τρό­πος νά βρε­θοῦν στήν πα­τρι­κή «χώ­ρα τῶν ζών­των» εἶ­ναι νά ἐ­πι­στρέ­ψουν ἐν με­τα­νοί­ᾳ ἀ­πό ἐ­κεῖ πού ἔ­φυ­γαν. Νά ἀρ­νη­θοῦν τήν ἑ­τε­ρο­δο­ξί­α τους, γιά νά μπο­ρέ­σουν νά ἐν­τα­χθοῦν στό Ζω­ο­ποι­ό, Μυ­στη­ρια­κό Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ.
Ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Σύ­νο­δος, ἄν δέν κα­τα­δι­κά­σει ἀ­πε­ρί­φρα­στα τόν Οἰ­κου­με­νι­σμό καί ἄν δε­χτεῖ τά Κεί­με­να, πού συ­νι­στοῦν τήν θε­μα­το­λο­γί­α της ὡς ἔ­χουν, ἤ ἄν προ­βεῖ σέ τρο­πο­ποι­ή­σεις, πού δέν ἀ­φαι­ροῦν τό ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νο Οἰ­κου­με­νι­στι­κό πνεῦ­μα πού τά δι­α­πνέ­ει, δέν πρό­κει­ται νά τήν ἀ­πο­δε­χτεῖ τό χρι­στε­πώ­μυ­μο πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού θέ­λει πάν­το­τε νά εἶ­ναι «ἑ­πό­με­νο τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι». Οἱ ὅ­ποι­ες ἀ­πο­φά­σεις της μέ Οἰ­κου­με­νι­στι­κό πνεῦ­μα, θά πα­ρα­μεί­νουν κε­νό γράμ­μα γιά τόν πι­στό λα­ό, τόν φύ­λα­κα τῆς πί­στε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­τά τήν Συ­νο­δι­κή Ἀ­πό­φα­ση τῶν Πα­τρια­ρχῶν τοῦ 1848.
Ἡ ἴ­δια ἡ μέλ­λου­σα Σύ­νο­δος, στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή, θά πα­ρα­μεί­νει στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α ὡς Ψευ­δο­σύ­νο­δος, ὅ­πως ἐ­κεί­νη τοῦ 449 στήν Ἔ­φε­σο, ὅ­πως ἐ­κεί­νη τῆς Λυ­ών καί ὅ­πως ἐ­κεί­νη τῆς Φερ­ρά­ρας-Φλω­ρεν­τί­ας.
Ἐ­μεῖς θά προ­σευ­χό­μα­στε, ἐμ­πό­νως, νά δο­θεῖ ἡ σύγ­χρο­νη μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως ἀ­πό τούς συν-ο­δι­κούς Ἐ­πι­σκό­πους, πρός δό­ξαν τοῦ ἐν Τριά­δι Θε­οῦ καί πρός εὐ­α­ρέ­στη­ση τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ.
Ἄ­με­ση καί ὀρ­γα­νι­κή σχέ­ση μέ τό πρός Εἰ­σή­γη­ση θέ­μα μας, ἄν μπο­ρεῖ δη­λα­δή μί­α Σύ­νο­δος Ὀρ­θο­δό­ξων νά προσ­δώ­σει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἔ­χει καί τό Ἄρ­θρο 20 τοῦ ἴ­διου Κει­μέ­νου: «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον». Τό Ἄρ­θρο αὐ­τό εἶ­ναι, πο­νη­ρῶς, ἀ­σα­φές καί δη­μι­ουρ­γεῖ θε­ο­λο­γι­κή σύγ­χυ­ση, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ὑ­πο­νο­ού­με­νης πα­ρερ­μη­νεί­ας τῶν Κα­νό­νων στούς ὁ­ποί­ους ἀ­να­φέ­ρε­ται. Τί λέ­ει, ἀ­κρι­βῶς, τό Ἄρ­θρο αὐ­τό; «Αἱ προ­ο­πτι­καί τῶν Θε­ο­λο­γι­κῶν Δι­α­λό­γων τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας με­τά τῶν ἄλ­λων χρι­στι­α­νι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί Ὁ­μο­λο­γι­ῶν προσ­δι­ο­ρί­ζον­ται πάν­το­τε ἐ­πί τῇ βά­σει τῶν κα­νο­νι­κῶν κρι­τη­ρί­ων τῆς ἤ­δη δι­α­μορ­φω­μέ­νης Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Πα­ρα­δό­σε­ως (Κα­νό­νες 7 τῆς Β΄ καί 95 τῆς Πεν­θέ­κτης Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων)­».

Θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με στούς Κα­νό­νες αὐ­τούς δι’ ὀ­λί­γων καί σέ σχέ­ση μέ τό θέ­μα μας. Μέ ἄλ­λα λό­για, στό Ἄρ­θρο αὐ­τό γί­νε­ται λό­γος γιά τήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Πα­ρά­δο­ση, ὅ­πως αὐ­τή δι­α­μορ­φώ­θη­κε μέ τά κρι­τή­ρια τῶν Κα­νό­νων 7 τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς καί 95 τῆς Πεν­θέ­κτης Οἰ­κου­με­νι­κῆς. Ἀλ­λά, οἱ ἐν λό­γῳ Κα­νό­νες ἀ­να­φέ­ρον­ται, πο­λύ συγ­κε­κρι­μέ­να, στόν τρό­πο ἐν­τά­ξε­ως στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν ἐ­κεί­νων, πού ἀρ­νοῦν­ται τήν αἵ­ρε­σή τους, πού ἐκ­φρά­ζουν τήν ἐ­πι­θυ­μί­α νά ἐν­τα­χθοῦν στήν «με­ρί­δα τῶν σω­ζο­μέ­νων», δη­λα­δή στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­που καί μό­νον σώ­ζε­ται ὁ ἄν­θρω­πος.

Ὡς ἐκ τού­του, εἶ­ναι προ­φα­νές, ὅ­τι τό ὑ­πο­νο­ού­με­νο τῆς δι­α­τυ­πώ­σε­ως τοῦ Ἄρ­θρου 20: «Αἱ προ­ο­πτι­καί τῶν Θε­ο­λο­γι­κῶν Δι­α­λό­γων τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας με­τά τῶν ἄλ­λων χρι­στι­α­νι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί Ὁ­μο­λο­γι­ῶν», συν­δέ­ε­ται ὀρ­γα­νι­κῶς μέ τό Ἄρ­θρο 6, ὅ­που γί­νε­ται ἐ­πί­σης λό­γος γιά τούς Θε­ο­λο­γι­κούς Δι­α­λό­γους «μέ ἀν­τι­κει­με­νι­κόν σκο­πόν», ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ση­μει­ώ­νε­ται, «πρός προ­λεί­αν­σιν τῆς ὁ­δοῦ τῆς ὁ­δη­γού­σης πρός τήν ἑ­νό­τη­τα». Τό «πε­ρί­ερ­γο» εἶ­ναι, ὅ­τι σέ κα­νέ­να Ἄρ­θρο τοῦ εἰ­σα­γό­με­νου πρός συ­ζή­τη­ση καί ψή­φι­ση Κει­μέ­νου δέν γί­νε­ται λό­γος γιά κά­ποι­ες προ­ϋ­πο­θέ­σεις ἤ κρι­τή­ρια ἀ­πο­δο­χῆς καί ἐν­τά­ξε­ως τῶν δι­α­λε­γο­μέ­νων στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Καί ἐ­πει­δή οἱ προ­α­να­φερ­θέν­τες Κα­νό­νες τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, μέ κά­θε σα­φή­νεια, θέ­τουν τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις αὐ­τές καί τά κρι­τή­ρια, τό­σο στίς πε­ρι­πτώ­σεις πού θά πρέ­πει νά τη­ρη­θεῖ ἡ ἀ­κρί­βεια ὅ­σο καί στίς πε­ρι­πτώ­σεις πού μπο­ρεῖ νά ἰ­σχύ­ει ἡ οἰ­κο­νο­μί­α -ὡς προ­σε­κτι­κοί ἀ­να­γνῶ­στες- ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε, ὅ­τι οἱ Εἰ­ση­γη­τές τοῦ ἐ­πί­μα­χου Κει­μέ­νου μᾶς πα­ρα­πέμ­πουν ἀ­νο­μο­λό­γη­τα στή λε­γό­με­νη «Βα­πτι­σμα­τι­κή Θε­ο­λο­γί­α». Θε­ω­ροῦν, δη­λα­δή, ὅ­τι οἱ δι­α­λε­γό­με­νοι Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί καί Προ­τε­στάν­τες εἶ­ναι βα­πτι­σμέ­νοι χρι­στια­νοί. Ἀλ­λά ἀ­να­γνώ­ρι­ση μυ­στη­ρί­ων ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν ὑ­φί­στα­ται. Ἁ­πλῶς ὑ­πάρ­χουν δι­α­βαθ­μι­σμέ­νοι τρό­ποι ἀ­πο­δο­χῆς τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν.


Οἱ Κα­νό­νες ὅ­μως 7 καί 95 εἰ­ση­γοῦν­ται τήν ἀ­πο­δο­χή τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά Οἰ­κο­νο­μί­α, μέ τή θε­με­λι­ώ­δη προ­ϋ­πό­θε­ση-κρι­τή­ριο ὅ­τι ἔ­χει τη­ρη­θεῖ ἡ ἀ­κρί­βεια τοῦ τύ­που τοῦ Βα­πτί­σμα­τος, δη­λα­δή ἡ τρι­πλή κα­τά­δυ­ση καί ἀ­νά­δυ­ση. Αὐ­τή ἀ­κρι­βῶς ἡ προ­ϋ­πό­θε­ση δέν τη­ρεῖ­ται ἀ­πό τούς Δυ­τι­κούς δι­α­λε­γο­μέ­νους χρι­στια­νούς μέ μᾶς. Οἱ Δυ­τι­κοί μέ ἀ­πό­φα­ση Οἰ­κου­με­νι­κῆς κα­τ’ αὐ­τούς Συ­νό­δου, τῆς ἐν Τρι­δέν­τῳ τῆς Ἰ­τα­λί­ας (1545-1563), κα­θι­έ­ρω­σαν -ἀν­τί τῆς τρι­πλῆς κα­τα­δύ­σε­ως- τήν διά ραν­τι­σμοῦ ἤ ἐ­πι­χύ­σε­ως νε­ροῦ ἐ­πί τῆς κε­φα­λῆς, τήν ὑ­πο­κα­τά­στα­ση, δη­λα­δή, τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τοῦ Βα­πτί­σμα­τος.

Κα­τά συ­νέ­πεια, ἡ ἀρ­χή τῆς Οἰ­κο­νο­μί­ας δέν μπο­ρεῖ νά ἐ­φαρ­μο­στεῖ γιά τούς Δυ­τι­κούς, ἐ­πει­δή οἱ Δυ­τι­κοί δέν ἔ­χουν τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιά τήν ἐ­φαρ­μο­γή τῆς Οἰ­κο­νο­μί­ας, πού εἶ­ναι ἡ τή­ρη­ση τοῦ βα­πτι­σμα­τι­κοῦ τύ­που, ἡ τρι­πλή δη­λα­δή κα­τά­δυ­ση καί ἀ­νά­δυ­ση στό νε­ρό τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τοῦ Βα­πτί­σμα­τος. Ἐ­πι­προ­σθέ­τως, ὅ­μως, δέν μπο­ρεῖ νά ἐ­φαρ­μο­στεῖ σέ ὅ­λους τούς Δυ­τι­κούς χρι­στια­νούς (Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς καί Προ­τε­στάν­τες) ἡ ἀρ­χή τῆς Οἰ­κο­νο­μί­ας καί ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ f­i­l­i­o­q­ue, τό ὁ­ποῖ­ο, εἰ­σά­γον­τας τήν ἰ­δι­ό­τυ­πη «υἱ­ο­πα­το­ρί­α» στήν ἐκ­πό­ρευ­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πα­ρα­πέμ­πει στήν «θε­ο­μά­χον τοῦ Σα­βελ­λί­ου συ­στο­λήν», κα­τά τόν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο τόν Πα­λα­μᾶ, ἤ στό «δόγ­μα τοῦ Σα­βελ­λί­ου», κα­τά τόν Ἅ­γιο Μᾶρ­κο τόν Εὐ­γε­νι­κό (βλέ­πε M­a­n­si ­3­1­A 8, 32C), ἤ «εἰς ἕ­τε­ρόν τι τέ­ρας ἡ­μι­σα­βέλ­λιον», κα­τά τόν Μέ­γα Φώ­τιο (PG 102, 289ΑΒ). Καί τά λέ­με αὐ­τά πάν­το­τε, σύμ­φω­να μέ τόν Κα­νό­να 95 τῆς Πεν­θέ­κτης Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­φε­ρό­με­νος στούς Σα­βελ­λια­νούς, πού προ­σέρ­χον­ται στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, συ­νι­στᾶ τήν βά­πτι­σή τους, ὅ­πως καί τήν βά­πτι­ση τῶν Ἐ­θνι­κῶν. Συγ­κε­κρι­μέ­να ὁ Κα­νό­νας αὐ­τός ὁ­ρί­ζει: «Εὐ­νο­μια­νούς μέν­τοι τούς εἰς μί­αν κα­τά­δυ­σιν βα­πτι­ζο­μέ­νους, καί Μον­τα­νι­στάς.­.. καί Σα­βελ­λια­νούς τούς υἱ­ο­πα­το­ρί­αν δο­ξά­ζον­τας.­.. πάν­τας τούς ἀ­π’ αὐ­τῶν θέ­λον­τας προ­στί­θεν­ται τῇ Ὀρ­θο­δο­ξί­ᾳ, ὡς Ἕλ­λη­νας δε­χό­με­θα.­.. ἐ­ξορ­κί­ζο­μεν με­τά τοῦ ἐμ­φυ­σᾶν τρί­τον εἰς τό πρό­σω­πον.­.. καί τό­τε βα­πτί­ζο­μεν».

Ἔ­χου­με τήν γνώ­μη, ὅ­τι οἱ λό­γοι τῆς Οἰ­κο­νο­μί­ας γιά τήν εἰσ­δο­χή τῶν Δυ­τι­κῶν Χρι­στια­νῶν ἔ­χουν ἐ­κλεί­ψει. Ἀ­πε­ναν­τί­ας, ὑ­φί­σταν­ται διτ­τῶς, ὅ­πως προ­εί­πα­με, οἱ λό­γοι τῆς ἀ­κρι­βεί­ας τῶν μνη­μο­νευ­θέν­των Ἱ­ε­ρῶν Κα­νό­νων. Οἱ Δυ­τι­κοί ὀ­φεί­λουν νά κα­τη­χη­θοῦν, νά ἀ­να­θε­μα­τί­σουν τίς αἱ­ρε­τι­κές πλά­νες τους, νά ἐ­ξορ­κι­στοῦν καί νά βα­πτι­στοῦν, προ­κει­μέ­νου νά ἐν­τα­χθοῦν τῇ με­ρί­δι τῶν σω­ζο­μέ­νων. Ἀ­πό τήν με­λέ­τη τῶν Πρα­κτι­κῶν τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων προ­κύ­πτει, ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α οὐ­δέ­πο­τε προ­σέ­δω­σε ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς αἱ­ρε­τι­κούς καί οὐ­δέ­πο­τε ἔ­δω­σε ἐγ­κυ­ρό­τη­τα στά μυ­στή­ρια τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων καί οὐ­δέ­πο­τε ἔ­κα­νε Οἰ­κο­νο­μί­α στά δόγ­μα­τα.


Σέ κά­θε ἐ­πο­χή, ὅ­πως καί στή δι­κή μας, μό­νο μί­α Σύ­νο­δος ὄν­τως Πα­νορ­θό­δο­ξη – Οἰ­κου­με­νι­κή, ἡ ὁ­ποί­α σα­φῶς εἶ­ναι «ἑ­πο­μέ­νη τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι», μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­φα­σί­σει Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κά, ἄν στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση – μέ­σα στά νέ­α δε­δο­μέ­να – μπο­ρεῖ καί πρέ­πει νά ἐ­φαρ­μο­στεῖ ἡ ἀρ­χή τῆς Οἰ­κο­νο­μί­ας. Ἡ πα­ροῦ­σα ὅ­μως Σύ­νο­δος δέν ἔ­χει τίς πα­ρα­πά­νω ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις, ὅ­πως πολ­λα­πλῶς κα­τα­δεί­ξα­με. Ἐ­μεῖς, «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι» τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων καί ἐμ­φο­ρού­με­νοι ἀ­πό τό φρό­νη­μά τους, μέ­νου­με ἑ­δραῖ­οι στήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καί ἀ­με­τα­κί­νη­τοι στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Καί ὅ­πως δέν ἔ­κα­ναν Σχῖ­σμα στήν Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­σοι δέν ἀ­πο­δέ­χθη­καν τίς ἀ­πο­φά­σεις τῆς Λη­στρι­κῆς Συ­νό­δου τοῦ 449 στήν Ἔ­φε­σο, ὅ­πως δέν ἀ­πο­σχί­στη­κε ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α ὁ Ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ Ὁ­μο­λο­γη­τής, μή ἀ­πο­δε­χό­με­νος τίς δογ­μα­τι­κῶς ἐ­σφαλ­μέ­νες μο­νο­θε­λη­τι­κές δι­δα­σκα­λί­ες ὅ­λων τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἀ­να­το­λῆς, καί ὅ­πως ὁ Ἅ­γιος Μᾶρ­κος ὁ Εὐ­γε­νι­κός δέν ἔ­κα­νε Σχῖ­σμα στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ἀν­τι­τασ­σό­με­νος μό­νος αὐ­τός στήν Ψευ­δο­σύ­νο­δο τῆς Φερ­ρά­ρας-Φλω­ρεν­τί­ας καί μή ὑ­πο­γρά­φον­τας τά Πρα­κτι­κά τῆς ψευ­δο­έ­νω­σης, ἔ­τσι καί ἐ­μεῖς θά μεί­νου­με πι­στοί στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Ἁ­γί­ων τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων καί θά ἀ­πορ­ρί­ψου­με, με­τά βδε­λυγ­μί­ας, κά­θε ἐν­δε­χό­με­νη συγ­κρι­τι­στι­κή-οἰ­κου­με­νι­στι­κή θε­σμι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς μέλ­λου­σας προ­βλη­μα­τι­κῆς Συ­νό­δου.

Καί τοῦ­το, ἐ­πει­δή φρο­νοῦ­με τα­πει­νῶς, ὅ­πως ὁ τῆς ὄν­τως θε­ο­λο­γί­ας φε­ρώ­νυ­μος Γρη­γό­ριος, ὅ­τι «κρεῖσ­σον ἐμ­πα­θοῦς ὁ­μο­νοί­ας ἡ ὑ­πέρ τῆς εὐ­σε­βεί­ας δι­ά­στα­σις». Θά προ­σευ­χώ­μα­στε κα­θη­με­ρι­νά, ἐμ­πό­νως, νά μήν ἐ­πι­τρέ­ψει ὁ Τρι­α­δι­κός Θε­ός νά γί­νει ἡ ἐ­πι­κεί­με­νη Σύ­νο­δος, για­τί εἶ­ναι ἀ­πό τήν σύν­θε­σή της καί ἀ­πό τήν θε­μα­το­λο­γί­α της φα­νε­ρώ­τα­το, ὅ­τι θά δη­μι­ουρ­γή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα προ­βλή­μα­τα ἀ­π’ ὅ­σα φι­λο­δο­ξεῖ νά λύ­σει. Μή προ­κα­λοῦ­με καί μή λυ­ποῦ­με θε­σμι­κά τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα. Ἡ Πεν­τη­κο­στή εἶ­ναι γε­νέ­θλια ἡ­μέ­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ Πεν­τη­κο­στή ἀ­φο­ρᾶ τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας καί τήν ἄ­κτι­στη ἑ­νο­ποι­ό καί θε­ο­ποι­ό ἐ­νέρ­γειά Του καί ὄ­χι τό πνεῦ­μα τῆς ἀ­κα­τα­στα­σί­ας καί πο­νη­ρί­ας τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, τό ὁ­ποῖ­ο ἦλ­θε νά κα­τα­λύ­σει ἡ Ὑ­πο­στα­τι­κή Ἀ­λή­θεια, ἡ θε­αν­θρώ­πι­νη Κε­φα­λή, μέ τό ἔρ­γο τῆς θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας καί τήν ἀ­πο­στο­λή τοῦ Πνεύ­μα­τός της. Ὁ τρό­πος συγ­κρο­τή­σε­ως τῆς Συ­νό­δου καί ἡ θε­μα­το­λο­γί­α της δέν ἐκ­φρά­ζουν στήν πρά­ξη τό Πνεῦ­μα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς.
Αὐ­τή τήν Ἁ­γί­α καί συμ­βο­λι­κή ἡ­μέ­ρα βλέ­που­με νά σχε­δι­ά­ζε­ται ἡ ἐ­πι­βο­λή τοῦ πνεύ­μα­τος τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, τό ὁ­ποῖ­ο ἀν­τί­θε­τα πρός τό ἑ­νο­ποι­ό Πνεῦ­μα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, ὡς πνεῦ­μα τῆς πο­νη­ρί­ας, θά ἐ­νερ­γή­σει δι­α­σπα­στι­κά στήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐ­μεῖς, ὅ­μως, προ­σευ­χό­μα­στε νά ἀ­να­δεί­ξει ὁ Θε­ός ἕ­να νέ­ο Ἅ­γιο Μᾶρ­κο Εὐ­γε­νι­κό, γιά νά πε­ρι­σώ­σει τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό κῦ­ρος καί τήν ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια τοῦ Ἐ­πι­σκο­πι­κοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τος, ὡς φο­ρέ­α τῆς θε­ω­τι­κῆς ἐ­νερ­γεί­ας, κα­τά τόν Ἅ­γιο Δι­ο­νύ­σιο τόν Ἀ­ρε­ο­πα­γί­τη. Ἡ εὐ­θύ­νη τῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν κά­θε Αὐ­το­κε­φά­λου Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι τε­ρά­στια ἔ­ναν­τι τῆς δογ­μα­τι­κῆς συ­νει­δή­σε­ως τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Κυ­ρί­ως, ὅ­μως, ἔ­ναν­τι τοῦ Χρι­στοῦ, γιά τό ἔλ­λειμ­μα τῆς Κα­νο­νι­κό­τη­τας καί τῆς Συ­νο­δι­κό­τη­τας τῆς Πα­νορ­θο­δό­ξου Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Καί τοῦ­το ἐ­πει­δή, τό­σο στό προ­πα­ρα­σκευ­α­στι­κό στά­διο, ὅ­σο καί στό τε­λι­κό, δέν ἐ­νη­με­ρώ­θη­κε, σκο­πί­μως, τό σῶ­μα τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῶν Το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, δέν συ­νῆλ­θαν οἱ Το­πι­κές Σύ­νο­δοι, γιά νά ἀ­πο­φα­σί­σουν καί νά ἐγ­χει­ρή­σουν στόν ἀν­τι­πρό­σω­πο τῆς Το­πι­κῆς τους Ἐκ­κλη­σί­ας τήν ἀ­πό­φα­σή τους γιά τά προ­τει­νό­με­να Κεί­με­να, πού θά ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν τήν Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο. Οὔ­τε συ­νῆλ­θαν με­τά, γιά νά ἀ­πο­φα­σί­σουν, ἄν συμ­φω­νοῦν ἤ δι­α­φω­νοῦν μέ αὐ­τά, στό προ­πα­ρα­σκευ­α­στι­κό στά­διο.


Καί τό χει­ρό­τε­ρο εἶ­ναι, ὅ­τι στό τε­λι­κό στά­διο δέν κλή­θη­καν νά συμ­με­τά­σχουν ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι στήν Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο. Πό­σο Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος εἶ­ναι αὐ­τή, πού ἐγ­και­νι­ά­ζε­ται μέ τόν ἀ­πο­κλει­σμό πολ­λῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν, ὡς ἐκ­φρα­στῶν τῶν Το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν; Ἐ­άν δέν κα­λοῦν­ται ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, τό­τε τί νά ποῦ­με γιά τήν οὐ­σι­α­στι­κή ἀν­τι­προ­σώ­πευ­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Ὅ­ταν δη­λα­δή δέν κα­λοῦν­ται καί ἄλ­λοι Κλη­ρι­κοί, Ἡ­γού­με­νοι καί Μο­να­χοί, ὅ­πως δι­α­βά­ζου­με στά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὅ­που τούς δί­δε­ται καί λό­γος (λ.χ. Ζ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος);

Συ­νή­θως, στίς Πα­νορ­θο­δό­ξους Συ­νό­δους, ἡ σύ­νο­λη Ἐκ­κλη­σί­α, ἀν­τι­προ­σω­πευ­ο­μέ­νη διά τῶν Ἐ­πι­σκό­πων της, ὁ­ρι­ο­θε­τοῦ­σε καί ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­το τήν πί­στη, ἔ­ναν­τι τῆς ἀμ­φι­σβη­τή­σε­ώς της ἀ­πό τούς αἱ­ρε­τι­κούς.

Σή­με­ρα, ἰ­σχύ­ει τό δι­α­με­τρι­κά ἀν­τί­θε­το. Συμ­βαί­νει ὅ,τι καί στίς Ψευ­δο­συ­νό­δους. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξα ὁ­ρι­ο­θε­τη­μέ­νη πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας κιν­δυ­νεύ­ει τώ­ρα ἀ­πό τούς ἀν­τι­προ­σώ­πους της –τούς θε­σμι­κούς φύ­λα­κές της-, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­πι­χει­ροῦν νά εἰ­σά­γουν τήν αἵ­ρε­ση ἤ ἀ­κρι­βέ­στα­τα τήν πα­ναί­ρε­ση τοῦ δυσ­σε­βοῦς καί δυ­σώ­δους Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ στήν Ἐκ­κλη­σί­α μέ τόν ἀ­νώ­τα­το θε­σμι­κό τρό­πο, δη­λα­δή μέ μιά Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο. Ὀρ­θο­δο­ξί­α ὅ­μως καί Οἰ­κου­με­νι­σμός εἶ­ναι «μεί­ξις ἄ­μει­κτος καί τέ­ρας ἀλ­λό­κο­τον» (Ἁγ. Νι­κο­δή­μου Ἁ­γι­ο­ρεί­του Πη­δά­λιον, σελ. 109).

Δι­ε­ρω­τώ­με­θα, τί γί­νε­ται;

Δέν ἀ­πο­μέ­νει τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρά ἡ κα­τα­δί­κη μιᾶς τέ­τοι­ας Συ­νό­δου ἀ­πό τόν εὐ­σε­βῆ λα­ό τοῦ Θε­οῦ, για­τί ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ὀ­φεί­λει νά πα­ρα­μεί­νει στό νο­η­τό ὕ­ψος της, ὡς ἄ­σπι­λος «νύμ­φη τοῦ Χρι­στοῦ» (Ἐφ. 5,27). Εἴ­μα­στε, ἀ­πο­λύ­τως βέ­βαι­οι, ὅ­τι, ἄν ἡ μέλ­λου­σα Σύ­νο­δος κι­νη­θεῖ μέ συ­νέ­πεια στίς προ­δι­α­γρα­φές της, θά ἀ­κυ­ρω­θεῖ, ὡς Ψευ­δο­σύ­νο­δος, ἀ­πό ἑ­πό­με­νη Ὀρ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο, ὅ­πως ἀ­κυ­ρώ­θη­καν οἱ ἀ­πο­φά­σεις τῶν Ψευ­δο­συ­νό­δων τῆς Ἐ­φέ­σου, τῆς Λυ­ών καί τῆς Φερ­ρά­ρας-Φλω­ρεν­τί­ας ἀ­πό τίς Ὀρ­θό­δο­ξες Συ­νό­δους πού ἀ­κο­λού­θη­σαν.
Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι,
Ἐ­πει­δή, δέν συ­νῆλ­θε ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, γιά νά πά­ρει θέ­ση ἔ­ναν­τι τῶν πρός συ­ζή­τη­ση καί ψή­φι­ση Κει­μέ­νων, θά ἤ­θε­λα νά θέ­σω ὑ­πό­ψη Σας καί ἕ­να ἀ­κό­μη πο­λύ σο­βα­ρό θέ­μα. Ἐ­δῶ καί ἕ­ναν αἰ­ῶ­να, ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων ἔ­χει ἀ­φε­τη­ρί­α, τρο­φο­δό­τη καί ἡ­γέ­τη τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, δη­λα­δή τόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη καί τήν πε­ρί αὐ­τόν Σύ­νο­δο. Ἀ­πό ἐ­κεῖ ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται τό ἀ­κά­θαρ­το πνεῦ­μα τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ. Ἀ­να­παύ­ε­ται ὅ­μως –δυ­στυ­χῶς- καί σέ ὅ­λες σχε­δόν τίς ἡ­γε­σί­ες τῶν Το­πι­κῶν Αὐ­το­κε­φά­λων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Ἔ­τσι, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ μέ­χρι σή­με­ρα, ἀ­κά­θε­κτα, ὡς ὄ­φις, μέ­σα στά σπλά­χνα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, νά δη­λη­τη­ριά­ζει τό σῶ­μα τῆς ἀ­νά τήν Οἰ­κου­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός, κα­τά τήν ἄ­νω­θεν ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Χρι­στοῦ στόν ἅ­γιο Γέ­ρον­τα Ἐ­φραίμ τόν Κα­του­να­κι­ώ­τη, δι­α­κα­τέ­χε­ται ἀ­πό τά πο­νη­ρά καί ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα. Τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο ἔ­χει -ἱ­στο­ρι­κά βε­βαι­ω­μέ­νο- τίς κα­κές ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶς καί πνευ­μα­τι­κῶς «πρω­τι­ές» στίς οἰ­κου­με­νι­στι­κές δι­α­κη­ρύ­ξεις καί πρά­ξεις του (τίς συμ­προ­σευ­χές δη­λα­δή μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἀλ­λά καί τούς ἑ­τε­ρο­θρή­σκους, τίς οἰ­κου­με­νι­στι­κές φι­λο­φρο­νή­σεις κ.τ.λ.).


Ὑ­πό τίς πα­ροῦ­σες ἱ­στο­ρι­κές συν­θῆ­κες τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας τοῦ Οἰ­κου­με­νι­στι­κοῦ πνεύ­μα­τος στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος θά πρέ­πει –κα­τά τήν τα­πει­νή μας γνώ­μη- νά προ­βλη­μα­τι­στοῦν πο­λύ σο­βα­ρά, ἄν θά πρέ­πει νά ὑ­περ­ψη­φί­σουν τό Κεί­με­νο: «Τό Αὐ­τό­νο­μο καί ὁ τρό­πος ἀ­να­κη­ρύ­ξε­ως αὐ­τοῦ». Καί τοῦ­το, γιά τόν σο­βα­ρό­τα­το λό­γο τῆς ἰ­δι­ο­μόρ­φου σχέ­σε­ως τῶν Νέ­ων λε­γο­μέ­νων Χω­ρῶν μέ τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο. Εἶ­ναι πο­λύ ὑ­παρ­κτός ὁ κίν­δυ­νος νά ὑ­πα­χθοῦν διά τῆς Αὐ­το­νό­μου Ἐκ­κλη­σί­ας οἱ Νέ­ες Χῶ­ρες στήν ἀ­με­σό­τε­ρη δι­και­ο­δο­σί­α τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου. Ἐ­μεῖς, ὡς Βο­ρει­ο­ελ­λα­δί­τες, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς Οἰ­κου­με­νι­στι­κῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πο­λι­τι­κῆς τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, θέ­λου­με νά πα­ρα­μεί­νου­νε ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶς στήν δι­και­ο­δο­σί­α τῆς Αὐ­το­κε­φά­λου Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος. Δέν θέ­λου­με νά κυ­ρι­αρ­χού­μα­στε ἀ­πό τό ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νο Οἰ­κου­με­νι­στι­κό πνεῦ­μα τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου. Οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές – πνευ­μα­τι­κές εὐ­θῦ­νες τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος στό πα­ρα­πά­νω θέ­μα εἶ­ναι ἱ­στο­ρι­κῶς τε­ρά­στι­ες. Γι’ αὐ­τό καί τα­πει­νῶς, Σᾶς πα­ρα­κα­λοῦ­με, θερ­μῶς, ὡς πνευ­μα­τι­κούς μας Πα­τέ­ρες, νά ἀ­κού­σε­τε τήν ἔμ­πο­νη φω­νή μας.

Εὐ­χα­ρι­στῶ γιά τήν ὑ­πο­μο­νή σας.

epomeni-tois-agiois-patrasi
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Θεολογική-Επιστημονική Ημερίδα: "Αγία και Μεγάλη Σύνοδος" Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.

5
phpBB [video]



Τά ἠθικά καί κοινωνικά θέματα τοῦ καταλόγου και ὁ θεσμός τῆς νηστείας.


Τοῦ ἀρχιμ. Σαράντη Σαράντου, ἐφημερίου τοῦ Ἱ.Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ἀμαρουσίου.


Εἰσήγηση στήν ἡμερίδα τῆς 23ης Μαρτίου 2016 στό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας μέ θέμα «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» (Μεγάλη προετοιμασία χωρίς προσδοκίες).


Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ἀγαπητοί ἀδελφοί.

Εἷς ἐκ τῶν ἐλαχιστοτάτων πρεσβυτέρων τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ἐγώ ὁ λίαν ἰσχνόφωνος καί βραδύγλωσσος, καλοῦμαι νά μιλήσω γιά θέματα, τά ὁποῖα πλειάδες θεοφωτίστων ἁγίων Πατέρων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ὄχι μόνο, θεοπνεύστως καί μέ ἀσύλληπτη ἁγιοπνευ­ματική, καί οἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν καί μέ ἀφθο­νοῦσαν τήν θύραθεν σοφία ὅρισαν, ὑπεραφθονούσης μάλιστα καί τῆς μακροτάτης καί φιλοστοργοτάτης αὐτῶν ποιμαντικῆς ἐμπειρίας.

Σᾶς παρακαλῶ νά δεχθεῖτε τήν εὐτελέστατη αὐτή προσωπική μου κατάθεση, πού ἐπιτείνει ἡ ὑπόμνηση τοῦ προλόγου τοῦ πρώτου θεολογικοῦ λόγου τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου λέγοντος:


«Τό περί Θεοῦ λέγειν ἤ φθέγγεσθαι καί τά κατ’ αὐτόν ἐρευνᾶν καί τά ἀνέκφορα ποιεῖν ἔκφορα καί τά πᾶσιν ἀκατάληπτα ὡς καταληπτά ὑπεμφαίνειν τολμηρᾶς ἄν εἴη καί αὐθάδους ψυχῆς ἔνδειγμα. Καί τοῦτο πάσχουσιν οὐχ ὅσοι ἀφ’ ἑαυτῶν τι λέγειν τολμῶσι μόνον περί Θεοῦ, ἀλλά καί ὅσοι τά πρός αἱρετικούς πάλαι λαληθέντα παρά τῶν θεσπεσίων θεολόγων καί γραφῇ παραδοθέντα ἀποστηθίζουσί τε καί πολυπραγμονοῦσιν, οὐχ ἵνα πνευματικήν τινα ὠφέλειαν καρπώσωνται, ἀλλ’ ἵνα θαυμάζωνται παρά τῶν ἀκουόντων ἐν πότοις καί συνεδρίοις καί θεολόγοι ἐπιφημίζωνται· ὅ καί μᾶλλον λυπεῖ με καί ἐν ἀδημονίᾳ ποιεῖ, ἐννοοῦντα τό φρικτόν τοῦ ἐγχειρήματος καί τό τοῖς τολμητίαις ἀποκείμενον κρῖμα. Οἷα δέ φασι τῶν θείων κατατολμῶντες!» (Θεολογικός Α΄ καί κατά τῶν τιθεμένων τό πρῶτον ἐπί τοῦ Πατρός). Μά πῶς τό τολμοῦν λέγει ὁ Ἅγιος Συμεων!


Ἄς ἀναλογισθοῦμε τί θαῦμα ἦταν αὐτό, τό νά καταφθάνουν γιά τήν πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδο, στή Νίκαια ἀπ’ ὅλα τά μέρη τοῦ κόσμου τριακόσιοι δέκα ὀκτώ ἅγιοι πατέρες, σακάτηδες ἀπό τούς τελευταίους διωγμούς κατά τῶν χριστιανῶν καί νά γίνονται καλοδεχούμενοι ἀπό τόν ἀνώτατο ἄρχοντα τῆς τότε οἰκουμένης, μή βαπτισμένο ἀκόμα, αὐτοκράτορα τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, μετέπειτα ἅγιο Μέγα Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος ἔσκυβε καί ἀσπαζόταν τίς οὐλές καί τά τραύματατῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν. Μέ τί καρδιά καί μέ τί ψυχή θά ἀνοίξουμε τά πήλινα χείλη μας γιά νά ἐπαναδιαπραγ­ματευτοῦμε τά ὅσα αὐτοί καλῶς ἐδογμάτισαν! Ἀφ’ ἑτέρου πῶς μποροῦμε νά διαχωρίσουμε τούς ἀνθρώπους σέ ἀρχαίους, σέ συγχρόνους, σέ νεωτερικούς καί μετανεωτερικούς; Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας πιστεύει στήν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἀπό τοῦ πρώτου ζεύγους τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας μέχρι τῶν ἡμερῶν μας καί μέχρι τῶν ἐσχάτων. Ὁ Χριστός μας θυσιάστηκε μόνο γιά κάποιους ἀνθρώπους καί ὄχι γιά πάντας τούς κατοικούντας ἐπί τῆς γῆς;


Ἀπό τήν πρώτη ἤδη Προσυνοδική Πανορθόδοξο Διάσκεψη (21-28 Νοεμβρίου 1976) διαφαίνονται οἱ προθέσεις καί προοπτικές τῆς συγκληθησομένης «Ἁγίας» καί Μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου, διεκδικούσης τό κῦρος καί τήν ἁγιοπνευστία Οἰκουμενικῆς.
Ἀμέσως μετά, στίς 7 Μαΐου 1977, ὁ πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ σήμερον Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπέστειλε ἱκετευτικόν ὑπόμνημα πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ σοβαρές παρατηρήσεις, πού δήλωναν τίς προϋποθέσεις συγκλήσεως μιᾶς τοιαύτης Συνόδου. Δέν φαίνεται νά ἔχουν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν ἀπό κανένα ἐκ τῶν ἐμπλεκομένων θεολόγων κατά τίς μεταγενέστερες προσυνοδικές διασκέψεις μέχρι σήμερα. Τό λυπηρότερο ὅμως εἶναι ὅτι δέν ἔχουν ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν οἱ θεοφώτιστες ἁγιοπνευματικές ἐμπειρίες ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων τῶν Μεγάλων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. «Συνοδικῶς», ἑπομένως, πλέον ἑδραιώνεται καί νομιμοποιεῖται ἡ μεταπατερική θεολογία.


Ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων καί ἡ μεθοδολογία τῆς προπαρα­σκευῆς της φανερώνουν ἀντισυνοδικό φρόνημα καί μιά νεοπαπιστι­κή ἐπιβολή μιᾶς οἰκουμενιστικῆς Συνόδου. Μετά μάλιστα ἀπό τή συνολική εἰκόνα τῆς Β΄ Βατικάνειας Συνόδου πού ἔχουμε ἀπο­κρυ­σταλλώσει, ἡ προετοιμαζόμενη «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδος διαθέτει ὅλα τά χαρακτηριστικά δεινῆς ὁλοκληρωτικῆς παπικῆς Συνόδου, σάν τῆς Β΄ Βατικανῆς, ἡ ὁποία ἰσχυροποίησε καί ἐπξύξησε τό παπικό πρωτεῖο καί τό παπικό ἀλάθητο. Ἁπλῆ ἀπομίμηση οὐμανιστικῶν νεοεποχίτικων συνεδρίων ἑτοιμάζεται.

Τό ὅτι ἡ πρώτη ἀλλά καί οἱ πέντε λοιπές προπαρασκευαστικές Προσυνοδικές Διασκέψεις, μέχρι καί τήν τελευταία τῶν Προκαθημένων, ἔχουν σαφέστατα τό χαρακτήρα κοσμικοῦ συνεδρίου καί ὄχι Ὀρθοδόξου Συνόδου, φαίνεται καί ἀπό τόν τεράστιο ἀρχικά ἀριθμό θεμάτων – σαράντα ἀρχικά – τά ὁποῖα κατέληξαν στόν ἀριθμό τῶν δέκα περίπου, ἀσύμβατος ἀριθμός θεμάτων μέ τόν ἀριθμό θεμάτων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἐκτός καί ἄν οἱ προεδρεύοντες στίς ἐπί μέρους συνεδρίες ἔχουν ἀποφασίσει προσυνοδικῶς τά πολλά ἐπί μέρους θέματα νά τά διεξέλθουν συνοπτικῶς καί ἕνα ἤ δύο ἐξ αὐτῶν νά τά ἀναδείξουν ὡς μείζονος σημασίας, ὅπως εἶναι ἡ σχέση τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας μέ τόν παπισμό καί τόν προτεσταντισμό τοῦ ΠΣΕ. Ἤδη ἔχουν προηγηθεῖ κείμενα διαφόρων «Πατριαρχικῶν» πού θεωροῦν ὡς μία καί ἑνιαία Ἐκκλησία τήν Ὀρθόδοξη, μαζί μέ τόν παπισμό καί τόν προτεσταντισμό. Δεδομένου μάλιστα τοῦ γεγονότος ὅτι ἤδη εἶναι προσκεκλημένοι στήν «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδο παρατηρητές ἑτερόδοξοι, αὐτό σημαίνει, ὅτι ἀνετότατα μπορεῖ νά προσφωνηθοῦν μέ τούς «ἐκκλησιαστικούς» βαθμούς τους καί Συνοδικῶς νά νομιμο­ποιηθοῦν ὡς μέλη καί ὡς βαθμοφόροι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Μέ μία εἰκόνα τῆς τηλεοράσεως μέσα ἀπό τόν Ἱερό Ναό τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ Ἠρακλείου, ὅπου κατά τή μεγαλώνυμο ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς θά παρίστανται ἅπαντες οἱ προσκεκλημένοι αἱρετικοί στήν περίλαμπρη ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία, θά σαρωθεῖ ὁλόκληρη ἡ δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καί θά ἰσοπεδωθοῦν συλλήβδην ἅπαντα τά πιστεύματά μας. Ἡ μέλλουσα «Ἅγία» καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι ἀδιανόητο νά ἀναμείξει τά ἄμεικτα, δηλαδή τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία μας μέ τήν αἱρετική ἐπίδραση τῶν παπικῶν παρατηρητῶν.


Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας δέν ἐπινοοῦσε τεχνητῶς, δέν ἐξεύρισκε θέματα, γιά νά συνέλθει καί νά συνεδριάσει σέ συνεδριάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Μόνο γιά ἕνα ἤ δύο ἤ τό πολύ τρία δογματικά θέματα συνήρχετο. Θεωροῦσαν μάλιστα ἀπαραί­τητο οἱ Ἅγιοι πατέρες νά εὑρίσκονται παρόντες ἅπαντες οἱ ἐπίσκοποι τῆς Οἰκουμένης, μέ ἴση μάλιστα ψῆφο γιά τόσο σοβαρά θέματα. Ἡ νοοτροπία αὐτή προῆλθε ἤδη ἀπό τίς Ἀποστολικές Συνόδους ὅπου παρευρίσκονταν ἅπαντες οἱ δώδεκα καί, εἰ δυνατόν, καί οἱ ἑβδομήκοντα καί ἄλλοι ἐκ τοῦ πληρώματος τῶν πιστῶν. Ἀριστίνδην Οἰκουμενικές Συνόδους δέν εἴχαμε ποτέ. Τό σημερινό ἐπιχείρημα τῆς πληθώρας τῶν ἐπισκόπων καί τῶν τεραστίων ἀποστάσεων πού πρέπει νά διανύσουν γιά νά συναχθοῦν ἐπί τό αὐτό δέν ἀξίζει νά προσπαθήσουμε νά τό ἀναιρέσουμε λόγῳ τῶν πολλῶν καί συγχρόνων μέσων μεταφορᾶς καί ἐπικοινωνίας.


Κατά τόν ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς καί κατά τούς ἁγίους Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὁ κατάλογος τῶν θεμάτων δέν προετοιμάζεται σέ τόσες συνεδρίες προσυνοδικές ἐπί τόσα πολλά χρόνια, ἀλλά προκύπτει ἄμεσα μέ μόνο σκοπό τή σωτηρία καί τήν ἐν Χριστῷ θέωση τοῦ πληρώματος τῶν Ὀρθοδόξων. Οἱ Ἅγιες καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι εἶχαν πάντοτεΧριστολογικό, Σωτηριολογικό καί Ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα. Τό παμπεριεκτικόν πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ σωτηρία τῆς εἰκόνος Του, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου, λέγει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, προκαλοῦσαν τή σύγκληση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διά τῶν ἁγίων ἐνεργειῶν τῆς Ἐκκλησίας Του καί διά διαταγμάτων τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων. Φόβος καί τρόμος κατελάμβανε τούς ὑπεύθυνους ἄρχοντες μπροστά στό διασπαστικό μίασμα τῶν αἱρέσεων, τῶν σχισμάτων καί τῶν πολλαπλῶν ἀλλοτριωτικῶν ρηγμάτων.

Ἡ «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδος πού ἀπό χρόνια προετοιμάζεται δέν ἔχει αὐτό τό χαρακτήρα, γιατί τά ἐνδιαφέροντά της εἶναι κατακερματισμένα σέ ἐπί μέρους ἠθικῆς φύσεως θέματα, μέ στόχο τή διείσδυση καί ἐπικράτηση τῆς κοσμικῆς νεωτερικῆς ἤ μετανεω­τερικῆς ἤ καλύτερα μεταπατερικῆς συγχρόνου νοοτροπίας στή Θεολογία, στήν Παράδοση, στούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιχειρεῖται μάλιστα ὅπως θά δείξουμε κατωτέρω συγκεκριμενοποίηση καί ρύθμιση τῆς «Οἰκονομίας» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καί προσομοίωση τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῆς ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας πρός τό παπικό, τό ὁποῖο αὐστηρά ὁρίζει καί τήν ἀκρίβεια καί τήν Οἰκονομία. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας διά τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων της τόνιζε πάντοτε τή θεόπνευστη ἀκρίβεια τῶν Κανόνων της, ἐφάρμοζε ὅμως ἀπέραντη καί ἀσύλληπτη Οἰκονομία στά μέλη της πού, ὄντας ἀσθενῆ, τά οἰκονομοῦσε καί τά χριστοοικονομεῖ στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ μακαρία Θεία Κεφαλή τόν θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί μέλη ὅλους μας, δικαίους καί ἐν μετανοίᾳ ἁμαρτωλούς. Καμία δημαγωγία μετανεωτερική ἤ μεταπατερική δέν μπορεῖ νά φιμώσει τούς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας μας στόν εὐαγγελισμό πάντων τῶν ἐθνῶν στή μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἀλήθεια τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας μας. «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος


Σκηνοθετημένη Σύνοδος δέν μπορεῖ νά στηθεῖ φωνάζει ἀπό τό 1977 ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς. Οὔτε εὐαγγελικό, οὔτε ὀρθόδο­ξο, οὔτε κανονικό, θά ἦταν να ἐπιτραπεῖ σέ ἕνα ἐκ τῶν Πατριαρχείων νά ὁδηγήσει τήν ὀρθοδοξία στό χεῖλος τῆς ἀβύσσου.
Ἐφ’ ὅσον τά μείζονα θέματα α) τῆς ἐκπροσωπήσεως καί β) τῆς θεματολογίας εἶναι ἀντίθετα πρός τήν παράδοση τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τί νά ποῦμε γιά τά ἐπί μέρους;


Ἄς ἔλθουμε πιό συγκεκριμένα στό βασικό θέμα μας. Στό θέμα τῆς νηστείας. Μέσα στόν Παράδεισο ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, ὁ ἄσαρκος Λόγος, ὁ συνδημιουργός μέ τόν Θεό Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, τελευταῖο δημιουργεῖ ἐκ τοῦ χοός τόν ἄνθρωπο, τόν Ἀδάμ καί ἐκ τῆς πλευρᾶς αὐτοῦ τήν Εὔα, κατ’ εἰκόνα Αὐτοῦ. Μέσα στόν Παράδεισο ζοῦν τόν παρθενικό τρόπο ζωῆς, ἐνῷ παραλλήλως ὁ Θεός τούς εὐλογεῖ ὡς ζεῦγος καί τούς εὔχεται τό «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς». Συνδέει δέ τήν ἄκρως ἀρχοντική αὐτή εὐλογία Του μέ τήν ἀπαγόρευση τῆς γεύσεως ἐκ τοῦ καρποῦ τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ πονηροῦ. Εὐλογία συνυφασμένη μέ τή νηστεία καί μέ τήν προοπτική τῆς κατά χάριν θεώσεώς τους. Χαρισματική καί μακαρία ἡ διαμονή τους μέσα στόν πλούσιο σέ χάρη καί ὡραιότητα Παράδεισο τῆς τρυφῆς, ἀενάως τροφοδοτούμενοι ἀπό τήν πληρότητα τῆς κοινωνίας τους μέ τό Θεό.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι «πλάσας τόν ἄνθρωπον ὁ Θεός εὐθέως καί ἐκ προοιμίων τῷ πρωτοπλάστῳ ταύτην δέδωκεν τήν ἐντολήν. Καί ἡ ἐντολή ἦταν ἀπαγόρευση ὄχι ἀπό κάτι κακό, ἀφοῦ τό δένδρο τῆς γνώσεως ἦταν ἕνα ἀπό τά καλά λίαν δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ».
Ὁ Μέγας Βασίλειος στόν Α΄ περί νηστείας λόγο του λέγει: «Ἀρχαῖον δῶρον ἡ νηστεία… καί νόμου πρεσβυτέρα. Συνηλικιώτης ἐστί τῆς ἀνθρωπότητος… ἐν τῷ Παραδείσῳ ἐνομοθετήθη». Πρῶτο χαρακτηριστικό τοῦ θεοπρεποῦς τρόπου ζωῆς μέσα στόν Παράδεισο ὑπῆρξε ἡ νηστεία πού προσείλκυε τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ κοντά στούς πρωτοπλάστους καί τούς ἀνέπτυσσε τή μακαριότητα καί τήν ὄρεξη νά βρίσκονται ἑκούσια κοντά καί ἄρρηκτα συνδεδεμένοι στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ. Μακάριοι, μακαριώτατοι ἦταν οἱ πρωτόπλαστοι γιατί εἶχαν ἐμπειρία τοῦ καλοῦ καί μόνο, χωρίς παράλληλα τή γνώση τοῦ κακοῦ, πού ὡς μεταπτωτικοί ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ὁπωσδήποτε χρειάζεται ἡ ἐμπειρία ἤ τουλάχιστον ἡ γνώση τοῦ κακοῦ γιά νά μή παραπλανηθοῦμε περισσότερο. Ἡ Κυρία Θεοτόκος λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς οὐδέποτε ἡμάρτησε, οὔτε σκιά κακοῦ λογισμοῦ δέν ἐμόλυνε τό νοῦ της.


Στήν Παλαιά Διαθήκη μνημονεύονται δύο περιπτώσεις σαρανταήμερης νηστείας: Ἡ νηστεία τοῦ προφήτη Μωυσῆ πρίν παραλάβει τόν Νόμο (Ἔξοδ. 34,28) καί ἡ νηστεία τοῦ προφήτη Ἠλία στό ὄρος Χωρήβ (Γ΄ Βασιλ. 19,8)

Στή Καινή Διαθήκη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός νηστεύει σαράντα ἡμέρες πρίν ἀρχίσει τή δημόσια δράση Του (Ματθ. 4,1-2). Ἡ πράξη αὐτή τόν συνδέει μέ τόν Νόμο πού ἐπροσωπεῖ ὁ Μωυσῆς καί μέ τούς Προφῆτες, πού ἐκπροσωπεῖ ὁ Ἠλίας.

Οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μνημονεύουν λατρευτικές τελετές, πού περιλαμβάνουν νηστεία καί προσευχή. «Λειτουργούντων δέ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καί νηστευόντων εἶπε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον· Ἀφορίσατε δή μοι τόν Βαρνάβαν καί τόν Σαῦλον εἰς τό ἔργον ὅ προσκέκλημαι αὐτούς. Τότε νηστεύσαντες καί προσευξάμενοι καί ἐπιθέντες αὐτοῖς τάς χεῖρας ἀπέλυσαν(Πραξ. 13,1-3). Ἐπίσης «…χειροτονήσαντες δέ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ’ ἐκκλησίαν καί προσευξάμενοι μετά νηστειῶν παρέθεντο αὐτούς τῷ Κυρίῳ» (Πραξ. 14,23).

Ἤδη ἀπό τούς Ἀποστολικούς χρόνους ἡ νηστεία ὡς βασική πνευματική καί σωματική ἄσκηση συνδυαζόμενη μέ τήν ἀνάμνηση τῆς Προδοσίας καί τῆς Σταύρωσης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθιερώνει τήν Τετάρτη καί τήνΠαρασκευή. Πολύ σύντομα ἀναδύεται ἀπό τά σπλάχνα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος ἡ τεσσαρακονθήμερη νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὡς χαρισματική μίμηση τῆς τεσσαρακονθήμερης νηστείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μεταγενέστερα ἀπό τήν παθοκτόνο ὠφέλεια τοῦ σαρανταημέρου θεσπίστηκε τό τριήμερο ἀπόλυτης ἀποχῆς ἀπό κάθε τροφή. Τό ἱερό τριήμερο γενικεύεται ὡς ἐνθουσιαστική σωματοπνευματική θεραπεία ἐφόδου, ἀκόμα καί στίς πολυπληθεῖς ἐνο­ρίες τῶν μεγάλων πόλεων τῆς ἑλληνικῆς ὀρθοδόξου πατρίδος μας. Κληρικοί μέ τίς οἰκογένειές τους συναμιλλῶνται μετά τῶν τιμίων ἀγωνιστῶν μοναχῶν καί μοναζουσῶν, προσφέροντας αὐτό τό ἰδιάζον εὐλογημένο μικρό μαρτύριο στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τό ἀλάδωτο ὅλης τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς κατορθώνεται ἀφοῦ τοποθετήθηκαν οἱ γερές βάσεις νηστείας καί συμμετοχῆς στίς θεόπνευστες ἱερές Ἀκολουθίες.

Ἀναλογικῶς καί λίαν ποθητῶς ἀναμένουν οἱ ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί ἐν τῷ κόσμῳ τίς ἐξαιρετικές εὐκαιρίες νηστείας τῶν Χριστουγέννων, τῆς Μητροπόλεως τῶν ἑορτῶν, τοῦ θερινοῦ Δεκαπενταυγούστου καί τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ζηλεύουμε ὄντως ἐμεῖς, ἱερωμένοι ἐν τῷ κόσμῳ, τόν ἱερό ζῆλο οἰκογενειαρχῶν, μητέρων, ἐφήβων καί κορι­τσιῶν, ἀκόμα καί μικρῶν παιδιῶν καί ὑπερηλίκων, πού φιλοτιμοῦ­νται σ’ αὐτές τίς ἅγιες περιόδους καί συναγωνίζονται στόν ἄριστο ἀγώνα τῆς ἁγιωτάτης μητρός Ἐκκλησία μας. Οἱ πιστοί μας δέν περιμένουν τεκμηριωμένες ὁμιλίες, ἐπιστημονικοῦ ἐπιπέδου γιά νά πεισθοῦν καί νά προετοιμασθοῦν γιά τό ἄθλημα τῆς νηστείας, ἀλλά εἰσέρχονται στήν ἀρένα μέ τή δύναμη τοῦ τιμίου Σταυροῦ καί τό ὑπέρ πᾶν παράδειγμα θυσίας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.


Μέγας Βασίλειος ἀρκεῖται στή βεβαιότητα πού ἐκφράζεται μέ τή φράση «Παρελάβομεν ἐκ τῶν Πατέρων».

Εἶναι τόσα πολλά τά κείμενα περί νηστείας ὅλων τῶν ἁγίων Πατέρων, πού ἀναλύουν τίς παθοκτόνες καί σωτήριες παραμέτρους της, ὥστε δέν ἁρμόζει ὁ εὐτελισμός πού ὑφίσταται ἀπό τήν μινιμαλιστική νοοτροπία τῶν μεταπατερικῶν ἀνανεωτῶν, οἱ ὁποῖοι κόπτονται γιά τόν σύγχρονο κόσμο.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης μᾶς λέει:

«Νηστεία ἐστί, βία φύσεως καί περιτομή ἡδύτητος λάρυγγος· Πυρώσεως ἐκτομή· πονηρῶν ἐννοιῶν ἐκκοπή· ἐνυπνιασμῶν ἐλευθε­ρία· προσευχῆς καθαρότης· ψυχῆς φωστήρ· νοός φυλακή· πωρώσεως λύσις· κατανύξεως θύρα· στεναγμός ταπεινός· συντριμμός ἱλαρός· πολυλογίας ἀργία· ἡσυχίας ἀφορμή· ὑπακοῆς φύλαξ· ὕπνου κουφισμός· ὑγεία σώματος· ἀπαθείας πρόξενος· ἁμαρτημάτων ἄφεσις· παραδείσου θύρα καί τρυφή·» (Λόγος ΙΔ΄ Περί γαστριμαργίας λα΄ σελ. 191 ἔκδοση Ἱ.Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 1978).

Μέγας Βασίλειος μᾶς λέει:

«Ἤ ἀγνοεῖς ὅτι ὥσπερ ἐπί παρατάξεως ἡ τοῦ ἑτέρου συμμαχία ἧτταν ποιεῖ τοῦ ἑτέρου, οὕτως ὁ τῇ σαρκί μεταταξάμενος κατα­δουλοῦται τήν σάρκα; «Ταῦτα γάρ ἀλλήλλοις ἀντίκειται». Ὥστε εἰ βούλει ἰσχυρόν ποιῆσαι τόν νοῦν, δάμασον τήν σάρκα διά νηστείας. Τοῦτο γάρ ἐστιν ὅ φησίν ὁ ἀπόστολος· ὅτι «ὅσον ὁ ἔξωθεν ἄνθρωπος διαφθείρεται, τοσοῦτον ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦ­ται». Καί τό «Ὅταν ἀσθενῶ τότε δυνατός εἰμί»…

Τίς γάρ ἐν τροφῇ δαψιλεῖ καί τρυφῇ διηνεκεῖ ἐδέξατό τινα κοινωνίαν χαρίσματος πνευματικοῦ;…» (Περί νηστείας Α΄,9 ΕΠΕ τ. 6 σελ. 44-45).

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης πάλι:

«Θλῖβε κοιλίαν καί πάντως κλείσεις καί στόμα, νευροῦται γάρ γλῶσσα ὑπό πλήθους ἐδεσμάτων. Πυκτεύων, πύκτευε αὐτῇ καί νήφων νῆφε δι’ αὐτήν· ἐάν γάρ μικρόν πονήσῃς, εὐθέως καί ὁ Κύριος συνεργεῖ σοι». (Λόγος ΙΔ΄ Περί γαστριμαργίας ιθ΄ σελ. 189)


Μέγας Βασίλειος πάλι:

«Καί ἄλλως δέ ἀφορμή εἰς εὐφροσύνην ἐστί τό νηστεύειν. Ὡς γάρ ἡ δίψα ἡδύ τό ποτόν εὐτρεπίζει, καί λιμός ἡγησάμενος ἡδεῖαν παρασκευάζει τήν τράπεζαν, οὕτω καί τήν τῶν βρωμάτων ἀπόλαυ­σιν νηστεία φαιδρύνει. Μέσην γάρ ἑαυτήν παρενθεῖσα καί τό συνεχές τῆς τρυφῆς διακόψασα, ποθεινήν σοι τήν μετάληψιν φανῆναι ποιήσει ὥσπερ ἀπόδημον. Ὥστε εἰ βούλει σεαυτῷ ἐπιθυμητήν κατασκευάσαι τήν τράπεζαν, δέξαι τήν ἐκ τῆς νηστείας μεταβολήν» (Περί νηστείας Α΄, 8, ΕΠΕ τ. 6, σελ. 40).

Καί πάλι στόν ἴδιο λόγο του:

«Ἐκακώθημεν διά τῆς ἁμαρτίας· ἰαθῶμεν διά τῆς μετανοίας· μετάνοια δέ χωρίς νηστείας ἀργή. «Ἐπικατάρατος ἡ γῆ, ἀκάνθας καί τριβόλους ἀνατελεῖ σοι» (Γεν. 3,17-18). Στυγνάζειν προσετάχθης, μή γάρ τρυφᾶν. Διά νηστείας ἀπολόγησαι τῷ Θεῷ. Ἀλλά καί ἡ ἐν παραδείσῳ διαγωγή, νηστείας ἐστίν εἰκών, οὐ μόνον καθότι τοῖς ἀγγέλοις ὁμοδίαιτος ὤν ὁ ἄνθρωπος, διά τῆς ὀλιγαρκείας τήν πρός αὐτούς ὁμοίωσιν κατώρθου, ἀλλ’ ὅτι καί ὅσα ὕστερον ἡ ἐπίνοια τῶν ἀνθρώπων ἐξεῦρεν, οὔπω τοῖς ἐν τῷ παραδείσω διαιτωμένοις ἐπενενόητο· οὔπω οἰνοποσίαι, οὔπω ζωοθυσίαι· οὐχ ὅσα τόν νοῦν ἐπιθολοῖ τόν ἀνθρώπινον». (Περί νηστείας Α΄ 3, ΕΠΕ τ. 6, σελ. 28).


Ἐπίσης :
«Νηστεύοντος σεμνόν τό χρῶμα, οὐκ εἰς ἐρύθημα ἀναιδές ἐξανθοῦν, ἀλλ’ ὠχρότητι σώφρονι, κεκοσμημένον· ὀφθαλμός πραΰς, κατεσταλμένον βάδισμα, πρόσωπον σύννουν, ἀκολάστω γέλωτι μή καθυβριζόμενον, συμμετρία λόγου, καθαρότης καρδίας» (Περί νηστείας Α΄ 9, ΕΠΕ τ.6 σελ. 42).

Ἡ πρόταση τῆς Μεγάλης Συνόδου περί νηστείας στίς προσυνοδικές φυσικά δέν θά ἦταν ἀκύρωσή της. Πλέκεται τό ἐγκώμιό της καί ἡ μεγάλη σημασία της στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως τό δηλητήριο τῆς ἀλλοτριώσεως βρίσκεται στήν πρόταση γιά ἐξουσιοδότηση στίς κατά τόπους Ἐκκλησίες νά διευθετήσουν τήν οἰκονομία περί νηστείας οἱ ἴδιες, ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων. «Ἐπαφίεται εἰς τήν πνευματικήν διάκρισιν τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν νά καθορίσουν τό μέτρον τῆς φιλανθρώπου οἰκονομίας». Ὡστόσο οὐδέποτε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὑπῆρξε ἀφιλάνθρωπος. Ἐφαρμόζει χριστοφιλανθρωπότατα σέ ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς οἰκουμένης τήν Οἰκονομίασέ ὅλο τό μεγαλεῖο της. Ἄν ἡ «Ἁγία» καί Μεγάλη Σύνοδος ἐπιβάλει νέες μεταρρυθμίσεις ἡμερῶν τῆς νηστείας καί τροφῶν, θά προσομοιάσει πρός τόν παπικό ὁλοκληρωτισμό τοῦ κανονικοῦ δικαίου πού καθορίζει θεσμικά καί ἀσφυκτικά ἀκόμα καί τήν Οἰκονομία. Ἐκ τῆς ἐμπειρίας μας φρονοῦμε ὅτι δέν χρειάζεται νά γίνει ἐπίσημη σύν­τμηση τῆς περιόδου τῆς Νηστείας τῶν Χριστουγέννων. Οὔτε ἄλλες προσθῆκες τροφῶν σέ λάδι καί σέ ψάρι. Ἡ ἄφθονη παπική περιπτωσιολογία μειώνει τό κῦρος τῆς Συνόδου. Ἐξ ἄλλου,­ τί νόημα ἔχει ἡ καινούργια θεσμοθέτηση τοῦ «συγκεκριμένου» ἐνῷ ὅλες οἱ Ὀρθόδο­ξες Ἐκκλησίες πού διαθέτουν ποίμνιο ἔχουν τήν ἐμπειρία καί τή ἐν Χριστῷ βούληση νά τό οἰκονομοῦν παντοιοτρόπως;


Ἡ ὀρθόδοξη νηστεία εἶναι τόσο ἑδραιωμένη στή συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων ποιμένων καί τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ μας, ὥστε δέν χρειάζεται καμία σύντμηση ἤ προσαρμογή. Γιαυτό παρακαλοῦμε ἰῶτα ἕν καί μία κεραία νά μή πειραχθεῖ ἀπ’ ὅσα θεοπνεύστως ἔχουν θεσμοθετηθεῖ ἀπό τούς θεοφόρους Ἁγίους Πατέρες μας. Ἐμεῖς, οἱ χάριτι Θεοῦ χειροτονηθέντες ποιμένες, χρειάζεται νά ἀποκτήσουμε περισσότερο ὀρθόδοξη παιδεία καί ἀσκητικό φρόνημα, γιά νά καταφέρουμε καί μέ τό παράδειγμά μας καί μέ τόν ἀσύλληπτο πλοῦτο τῆς ἁγιοπατε­ρικῆς γραμματείας νά διδάξουμε διακριτικά τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας. Ἀλλιῶς θά ἀποδειχθοῦμε κομπλεξικά μειράκια, παρασαλευόμενα ἀπό ὅλους τούς μεταπατερικούς ἀπαξιωτικούς ἀνέμους, τῶν ἀμύθητων θησαυρῶν τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας, πού ὡς μή μονοφυσιτική φροντίζει γιά ὅλον τόν ἄνθρωπο. Καί ἡ νηστεία ὅπως εἶναι θεσμοθετημένη θεοπανσόφως βοηθεῖ ἀμεσότατα στήν ἐν Χριστῷ τελείωση ὅλων μας, κλήρου καί λαοῦ, μοναχῶν καί κοσμικῶν.


Μετά ἀπό τό σοβαρό θέμα τῆς νηστείας ἕπονται καί ἐπί μέρους ἠθικά θέματα, ὅπως:


2. Θέματα Βιοηθικῆς
3. Ἡ Κοινωνία ὡς θεολογικό θέμα ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας.
4. Μοντερνισμός - ἐκκοσμίκευση.
5. Οἰκολογία.


Τά τέσσερα παραπάνω θέματα δέν ἔχουν περιληφθεῖ σέ κάποιες Μεγάλες Συνόδους. Τά θέματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἦταν ἤ ἕνα, τό Χριστολογικό, ἤ δύο, τό Σωτηριολογικό, ἤ τρία, τό Ἐκκλησιολογικό. Ποιμαντικά βέβαια ὅλοι οἱ ἅγιοι μεγάλοι Πατέρες ἀσχολήθηκαν μέ τά κοινωνικά θέματα, ἡ ρίζα καί ἡ βάση τῶν ὁποίων εἶναι κοινή στούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν ἀνά τήν Οἰκουμένη.


Ὅσον ἀφορᾷ τό ἠθικό θέμα: Ἡ Κοινωνία ὡς θεολογικό θέμα ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐννοοῦμε ἄν ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπιτρέπεται νά ἐπεμβαίνει δυναμικά στήν πολιτική ἐξουσία καί στό γενικότερο κοσμικό γίγνεσθαι, καί κατά πόσον ἡ πολιτική ἐξουσία μπορεῖ νά ἐμπλέκεται ζωηρά καί ἀποφασιστικά στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες πάντοτε ἐνδιαφέρονταν γιά τήν ἐν Χριστῷ πνευματική προκοπή ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί ὕψωναν συχνά τούς τόνους τῆς φωνῆς τους γιά νά ἀφυπνίζονται οἱ ράθυμοι καί γιά νά μετανοοῦν οἱ βουλόμενοι καί καλοπροαίρετοι. Δέν ἀπουσίαζε καί ὁ δριμύς ἔλεγχος τῶν ἀρχόντων ὅταν κακοποιοῦσαν ὑλικῶς καί ἠθικῶς τό λαό. Ὑπερβάσεις ἔγιναν κατά καιρούς ἑκατέρωθεν μέσα στό ἱστορικό γίγνεσθαι. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας ὡς ἐπί τό πλεῖστον προσέφερε προσωπική διακονία στόν ἄνθρωπο χωρίς νά κηρύσσει ἱερούς πολέμους ἤ ἱερές ἐξετάσεις. Τά κόμματα, ἡ διαφθορά, ἡ ἀνηθικότητα, ἡ ἐκκοσμίκευση δέν βρίσκονταν στήν ἡμερήσια διάταξη τῶν ἐνδιαφερόντων της, μολονότι προσπαθοῦσε ἐπηρεάζοντας προσωπικά ἕκαστον ἄνθρωπο, νά διευρύνει τό ἁγιαστικό της ἔργο σέ ὅλο τόν κόσμο. Γιαυτό καί ποτέ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν πάσχισε νά ἐγκαταστήσει ἐγκόσμιο κρατικό μηχανισμό ἐπί γῆς. Ἡ κοσμική ἐξουσία ὅμως ὄχι σπανίως ἤγειρε διωγμούς κατά τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ὅμως ἐξακολουθεῖ νά βροντοφωνάζει ἀγαπᾶτε καί τούς ἐχθρούς ὑμῶν.


Ὅσον ἀφορᾶ στά θέματα βιοηθικῆς καί οἰκολογίας αὐτό πού ἔκανε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν νά θυμίζει στή κοινωνία τίς δικές της ρίζες, τίς δικές της ἀξίες καί τή δική της θεανθρώπινη πνευματικότητα. Σ’ αὐτά τά πλαίσια μποροῦν νά διαλέγονται καλοπροαίρετα ἡ Ἐκκλησία μέ τόν κόσμο πρός ὄφελος τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνος Θεοῦ.


Εὐτυχήσαμε ἐμεῖς οἱ «μετανεωτερικοί», λαϊκοί καί κληρικοί νά ἔχουμε κοντά μας τούς τρεῖς μεγάλους καί θεοφώτιστους πατέρες, Πορφύριο καί Παΐσιο, ἤδη ἁγιοκαταταχθέντας καί τόν πατέρα Ἰάκωβο, τοῦ ὁποίου ἐπίκειται ἡ ἁγιοκατάταξη. Μέ τόν πλούσιο φωτισμό τῆς ἀκτίστου ἐν Τριάδι Θείας Χάριτος στήριζαν χιλιάδες ἀνθρώπους σέ προσωπικό ἐπίπεδο καί μέ τή χαρισματική ἐν Χριστῷ παιδεία τους ἐξυγίαιναν καί τράνωναν κάθε μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί κατ’ ἐπέκταση ὅλη τήν πάσχουσα μεταπτωτική κοινωνία. Ἡ ἀσύλληπτη ἐν Χριστῷ διάκρισή τους ἀπέφευγε τίς θεαματικές συγκρούσεις ἐναντίων τῶν μή πιστῶν, ἀφοῦ προτεραιότητά τους ἦταν ἡ μόρφωση τοῦ Χριστοῦ στίς ψυχές τῶν «νεωτερικῶν» καί «μετανεωτερικῶν» ἀνθρώπων καί δι’ αὐτῶν μεταμορφουμένων καί θεανθρωποποιουμένων, ἁπλωνόταν ὁ ἁγιασμός καί ἡ χριστοποιητική ἐπίδραση σέ σύμπασα τήν κοινωνία. Ἡ ἐπίδραση ἐκ τῶν κάτω, τῶν λαϊκῶν στρωμάτων, ἡ ἐν σιωπῇ δράση, ἡ χριστοταπεινή ποιμαντική τῶν ὡς ἄνω ἁγίων, ἀλλά καί ὅλων τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας μυστικῶς, διαγιγνώσκεται καί στίς ἡμέρες μας. Ὁ ἑλληνορθόδοξος λαός μας παρά τήν ἀνελέητη πολεμική τῶν ξένων καί ντόπιων κυβερνητῶν μας ἀντιστέκεται καί ὑπομένει καρτερικά μέ τίς εὐχές τῶν ἁγίων καί ἀναμένει τήν ἐπαλήθευση τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, ὅτι ἡ χριστιανική Ἑλλάδα εἶναι προορισμένη νά εἶναι φάρος καί διδάσκαλος τῆς Οἰκουμένης.


Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί. Θά ἔπρεπε νά ἀρχίζαμε τήν εἰσήγησή μας ἀπό τό θέμα τῶν ἑτεροδόξων παρατηρητῶν πού εἶναι προσκεκλημένοι στήν Ἁγία καί Μεγάλη Πανορθόδοξη Σύνοδο. Ἡ παρουσία αἱρετικῶν παρατηρητῶν ἤ ἑτεροδοξων παπικῶν ἤ τοῦ ΠΣΕ, αὐτομάτως ἀκυρώνει τήν ἁγιότητά της, γιατί οὐδέποτε στήν ἱστορία τῶν ἁγίων καί Μεγάλων Συνόδων δέν ὑπῆρχαν παρατηρητές. Ἀλλά καί ἄν ὑπῆρχαν, ἡ παρουσία τους ἦταν a priori ὁριοθετημένη ὡς αἱρετικῶν, κατά τῆς πλάνης τῶν ὁποίων ἐπιχει­ρη­ματολογοῦσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, μέ σκοπό νά ἐπιστρέψουν οἱ πλανηθέντες αἱρετικοί ἐκ τῆς πλάνης πρός τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου ἀληθείας τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα πρυτανεύει ἡ νέα ἐκκλησιολογία τοῦ παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου.

Οἱ προσκεκλημένοι παρατηρητές δέν θά παρίστανται ὡς αἱρετικοί ἀλλά ὡς ἰσότιμα μέλη, τά ὁποῖα ἀνήκουν σέ ἄλλο κλάδο τοῦ ἑνιαίου κορμοῦ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες μας, τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος θά πρέπει νά προσέξουν πολύ καλά πῶς θά προσφωνηθοῦν οἱ αἱρετικοί ἑτερόδοξοι παρατηρητές. Μέ ποιό τρόπο καί μέ ποιό χαιρετισμό; Μέ ποιό κείμενο; Μέ ποιό τρόπο θά ἀπαντήσουν οἱ παρατηρητές; Μέ εἰσήγηση ἤ μέ παπική ἄνωθεν φιλόφρονα ἐπιστολή τοῦ «Ἁγίου Πατέρα»; Ὅπως πάντως καί ἄν φραστικά προσφωνηθοῦν, ὅπως πάντως καί ἄν ἀπαντήσουν οἱ παρατηρητές, τό Ὀρθόδοξο κείμενο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δέν θά πρέπει νά ἐπιτρέψει νά ἐπικυρω­θεῖ ἡ νέα Ἐκκλησιολογία τῶν κλάδων τοῦ κ. Βαρθολομαίου, ἀλλά μέ ἁγιοπνευματική νοοτροπία καί σαφέστατη Ὀρθόδοξη φρασεολογία ἤ ὁρολογία νά μή ἀναμιχθοῦν τά ἄμικτα, ὥστε νά μή διατυμπανισθεῖ ἀπό τά ΜΜΕ ὅτι ἐπί τέλους φθάσαμε νά εἶναι ὅλοι οἱ χριστιανοί ἑνωμένοι καί νά συναποτελοῦν τό ἑνιαῖο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μή ξεχνᾶμε τόν ἔνθεο Τιτάνα τῆς Ἐκκλησίας, τόν Ἱερό Φώτιο, πού ἔλεγε καλύτερα χωρισμένοι ἀπ’ αὐτούς καί μαζί μέ τό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Χριστοῦ, παρά ἑνωμένοι μέ τό πηχτό σκότος τῆς Δυτικῆς αἱρέσεως.
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς στό ἱκετευτικό ὑπόμνημά του τό 1977 πρός τήν Ἱ.Σύνοδο τῆς Ἐκκλησία τῆς Σερβίας ἐκφράζει τό φόβο, μήπως ἡ μέλλουσα Πανορθόδοξος Σύνοδος ὁδηγήσει τήν ὀρθό­δοξη Ἐκκλησία μας σέ μιά νέα Φλωρεντιανή περιπέτεια. Μή γένοιτο, μή γένοιτο, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος!


Οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες μας ἄς μή μᾶς προδώσουν καί ἄς μή μᾶς ἀφήσουν, κληρικούς καί λαϊκούς, στά στόματα τῶν λύκων τῆς ἀρειανικῆς παναιρέσεως τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ νεοταξικοῦ παπισμοῦ καί τοῦ πανθρησκειακοῦ χαώδους προτεσταντισμοῦ τοῦ ΠΣΕ. Εὐλαβῶς καί ἱκετευτικῶς ἀσπαζόμαστε τούς τιμίους πόδας τῶν Σεβασμιωτάτων ἀρχιερέων μας καί τούς παρακαλοῦμε νά ἵστανται ἄγρυπνοι φρουροί τῆς μοναδικῆς ἁγιωτάτης ὀρθοδόξου ἀληθείας καί πίστεως γιά νά μποροῦμε ὅλοι μας, ὅλο τό ἱερό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, νά χριστοκαταξιώνουμε τήν καθημερινότητά μας καί νά βηματίζουμε σταθερά πρός τήν θριαμβεύουσα Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Οἱ πολιτικοί μας μᾶς ὁδηγοῦν στήν ἄβυσσο τῆς καταστροφῆς, οἱ πνευματικοί Πατέρες μας, οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολῖτες τῆς Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἄς μᾶς κρατήσουν στήν θειότατη ἄβυσσο τοῦ ἐν Τριάδι ἐλέους.

Κλείνοντας ταπεινῶς φρονοῦμε τά κάτωθι.
Μακάρι νά δώσει ὁ ἐν Τριάδι Θεός νά μή συρθοῦμε σέ τετελεσμένα γεγονότα, σέ συγχρωτισμούς καί ἐναγκαλισμούς μέ ὅλα τά εἴδη τῶν αἱρετικῶν.

Οἱ Σεπτοί Μητροπολῖτες μας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔχουν, δόξα τῷ Θεῷ, τό χρόνο νά ζητήσουν νά εἶναι ἅπαντες παρόντες ὡς ἔχοντες τό ἀρχαιότερο Ὀρθόδοξο ποίμνιο.

Ἀκούστηκε ὅτι, ὅταν ὁ Μακαριώτατος πληροφορήθηκε τήν παρουσία τῶν παρατηρητῶν, δυσανασχέτησε. Δέν μπορεῖ νά ὁριοθετηθεῖ διαφορετικά ἡ συμπεριφορά μας ἔναντι αὐτῶν καί ἡ δική τους ἔναντι ἡμῶν; Τό βέβαιο εἶναι ὅτι, ὅπως ἔχουν προγραμματισθεῖ τά τῆς Συνόδου, οἱ ἐναγκαλισμοί, τά χαμόγελα καί οἱ ἀγαπολογίες θά ἐντυπωσιάσουν πάντας ἀνά τήν οἰκουμένη.

Ἄν οἱ Σεβασμιώτατοί μας ὑποκύψουν καί ὑπογράψουν μέ τήν τιμία χείρα τους προσφορά ἐκκλησιαστικότητας στούς παναιρετικούς, πῶς θά ἀσπαζόμαστε τό χέρι τους; Πῶς θά μνημονεύουμε τό ὄνομά τους;


Μακάρι ποτέ νά μήν πραγματοποιηθεῖ μιά τέτοια Σύνοδος.

orthros.eu
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Θεολογική-Επιστημονική Ημερίδα: "Αγία και Μεγάλη Σύνοδος" Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.

6
phpBB [video]


Ἀρχιμ. Αθανάσιος Αναστασίου, Προηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου
Ἡ συμμετοχή τοῦ κλήρου καί τοῦ λαοῦ.
Μία Πανορθόδοξη Σύνοδος χωρίς τό ὀρθόδοξο πλήρωμα




Σεβασμιώτατοι,
Ἅγιοι Καθηγούμενοι,
Ἁγιορείτικο λῆμμα τῆς καλῆς ἁγιοπατερικῆς ὁμολογίας,
Σεβαστοί Πατέρες,
Ὁσιώτατοι Μοναχοί,
Ὁσιώτατες Γερόντισσες καί μοναχές
Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγητές,
Ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί,

Με­λε­τών­τας κα­νείς τήν ἱ­στο­ρί­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι αὐ­τές συγ­κα­λοῦν­ταν κά­θε φο­ρά πού κά­ποι­α αἵ­ρε­ση ἀ­πει­λοῦ­σε τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ἀ­λή­θειας καί τήν ἔκ­φρα­σή της ἀ­πό τό Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό σῶ­μα.

Στούς ἀν­τί­πο­δες αὐ­τῆς τῆς ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κῆς πα­ρα­δό­σε­ως, ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, δέν ὁ­ρι­ο­θε­τεῖ τήν πί­στη ἔ­ναν­τι τῆς αἱ­ρέ­σε­ως. Ἀν­τί­θε­τα, μά­λι­στα, ἀμ­φι­σβη­τεῖ τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­θώς ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὡς «Ἐκ­κλη­σί­ες» καί τούς αἱ­ρε­τι­κούς, πα­πι­κούς καί προ­τε­στάν­τες. Νο­μι­μο­ποι­εῖ, δη­λα­δή, καί ἀ­να­γνω­ρί­ζει θε­σμι­κά τήν αἵ­ρε­ση.

Ἀκριβῶς γιά τόν λόγο αὐτό, ὄ­χι μό­νον δέν στη­ρί­ζε­ται στήν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος, ἀλ­λά ἀν­τί­θε­τα τήν ὑ­πο­βαθ­μί­ζει, τήν ὑ­πο­τι­μᾶ, τήν πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­εῖ καί τήν πα­ρα­βλέ­πει. Ὑ­πο­βαθ­μί­ζει, ὑ­πο­τι­μᾶ καί πα­ρα­βιά­ζει τήν δογ­μα­τι­κή καί ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή συ­νεί­δη­ση τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ, τόν ὁποῖο καί ἀ­πο­κλεί­ει παν­τε­λῶς. Ὅ­πως πο­λύ εὔ­στο­χα πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Πει­ραι­ῶς κ. Σε­ρα­φείμ: «Δέν θά ἦ­ταν κα­θό­λου ὑ­περ­βο­λή νά λε­χθεῖ ὅ­τι ἡ ἐ­πι­κεί­με­νη Σύ­νο­δος θά εἶ­ναι μιά Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος χω­ρίς Ὀρ­θο­δό­ξους»[1].

Ὑ­πο­βαθ­μί­ζει, δη­λα­δή, αὐτή ἡ Σύνοδος καί πα­ρα­βλέ­πει ὅ­λη τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας ἱ­στο­ρί­α[2], ἡ ὁ­ποί­α μᾶς δι­δά­σκει ὅ­τι στά θέ­μα­τα τῆς πί­στε­ως ἦ­ταν πάν­το­τε ἐ­νερ­γός ἡ συμ­με­το­χή τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ[3]. Ἦ­ταν, δη­λα­δή, πάν­το­τε ἐ­νερ­γός ἡ συμ­με­το­χή τῶν κλη­ρι­κῶν, τῶν μο­να­χῶν καί τῶν λα­ϊ­κῶν. Ὁ Ἅ­γιος Θε­ό­δω­ρος Στου­δί­της το­νί­ζει κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά ὅ­τι: «Εἶ­ναι ἐν­το­λή τοῦ Κυ­ρί­ου νά μή σι­ω­πᾶ­με ὅ­ταν κιν­δυ­νεύ­ει ἡ Πί­στη.­.. ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά τήν πί­στη, δέν μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με· Ἐ­γώ ποι­ός εἶ­μαι; Εἶ­μαι ἱ­ε­ρέ­ας; Ὄ­χι. Ἄρ­χον­τας; Οὔ­τε. Στρα­τι­ώ­της; Ἀ­πό ποῦ; Γε­ωρ­γός; Οὔ­τε καί αὐ­τό. Εἶ­μαι φτω­χός, ἐ­ξα­σφα­λί­ζον­τας μό­νο τήν κα­θη­με­ρι­νή μου τρο­φή. Δέν ἔ­χω λό­γο, οὔ­τε ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τό θέ­μα αὐ­τό. Ἀλ­λοί­μο­νο! Οἱ πέ­τρες θά κρά­ξουν, καί σύ μέ­νεις σι­ω­πη­λός καί ἀ­δι­ά­φο­ρος;­.­.. Ὥ­στε ἀ­κό­μα καί ὁ φτω­χός τήν ἡ­μέ­ρα τῆς κρί­σε­ως δέν θά ἔ­χει καμ­μιά δι­και­ο­λο­γί­α, ἄν τώ­ρα δέν μι­λᾶ, για­τί θά κρι­θεῖ καί μό­νο γι’ αὐ­τό»[4].

Ὁ πι­στός λα­ός τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ὁ ἔ­σχα­τος κρι­τής τῆς ὀρ­θό­τη­τος καί τῆς ἐγ­κυ­ρό­τη­τος τῶν ἀ­πο­φά­σε­ων ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε Συ­νό­δου· εἶ­ναι αὐ­τός, πού μέ τήν γρη­γο­ροῦ­σα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή καί δογ­μα­τι­κή του συ­νεί­δη­ση ἐ­πι­κυ­ρώ­νει ἤ ἀ­πορ­ρί­πτει αὐ­τά πού ἀ­πο­φαί­νον­ται οἱ Σύ­νο­δοι. Ὅ­πως το­νί­ζει ὁ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τος Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος: «...καί οἱ λα­ϊ­κοί εἶ­ναι μάρ­τυ­ρες τῆς ἀ­λη­θεί­ας, εἶ­ναι ποι­μέ­νες (ἐμ­μέ­σως) τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι συ­νερ­γοί τῶν Ποι­μέ­νων, ἀ­κό­μα συμ­με­τέ­χουν ὡς σύμ­βου­λοι στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους καί ἐ­πί πλέ­ον δέ­χον­ται ἤ ἀ­πορ­ρί­πτουν τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Ὁ λα­ός (κλῆ­ρος καί λα­ϊ­κοί) δέν δέ­χθη­καν τήν ἕ­νω­ση τῶν «Ἐκ­κλη­σι­ῶν» πού ἔ­γι­νε στή Φερ­ρά­ρα-Φλω­ρεν­τί­α»[5].

Ὁ πι­στός λα­ός τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ὁ θε­μα­το­φύ­λα­κας καί ὑ­πε­ρα­σπι­στής τῆς ἀ­λη­θεί­ας τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας· εἶ­ναι αὐ­τός πού στέ­κε­ται πάν­το­τε τό ἀ­νά­χω­μα ἐ­νάν­τια σέ κά­θε ἀ­πό­πει­ρα και­νο­το­μί­ας· εἶ­ναι αὐ­τός πού ἀν­θί­στα­ται σέ κά­θε ἐ­πι­χεί­ρη­ση ἀλ­λοί­ω­σης καί πα­ρα­ποί­η­σης τῆς δογ­μα­τι­κῆς ἀ­λή­θειας· εἶ­ναι αὐ­τός πού μέ­νει ἀ­νύ­στα­κτος φρου­ρός τῆς πα­ρα­δό­σε­ώς μας.

Ὁ π. Γε­ώρ­γιος Κα­ψά­νης ση­μει­ώ­νει σχε­τι­κά: «Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾷ δέ εἰς τήν δι­οί­κη­σιν καί τήν δι­δα­σκα­λί­αν, ἡ συμ­με­το­χή τοῦ λα­οῦ εἶ­ναι θε­με­λι­ώ­δης, ἐ­φ’ ὅ­σον οὗ­τος, χα­ρι­σμα­τοῦ­χος ὤν καί δι­δα­κτός Θε­οῦ, ἀ­πο­τε­λεῖ με­τά τοῦ κλή­ρου τήν ἀ­γρυ­πνοῦ­σαν συ­νεί­δη­σιν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἥ­τις μαρ­τυ­ρεῖ (κρί­νει, δι­α­κρί­νει, ἐγ­κρί­νει καί ἀ­πο­δέ­χε­ται, ἤ κα­τα­κρί­νει καί ἀ­πορ­ρί­πτει) τήν δι­δα­σκα­λί­αν καί τάς πρά­ξεις τῆς ἱ­ε­ραρ­χί­ας, ὡς ἀ­πε­φάν­θη­σαν καί οἱ Πα­τριά­ρχαι τῆς Ἀ­να­το­λῆς ἐν τῇ Ἐγ­κυ­κλί­ῳ αὐ­τῶν τῆς 6ης Μα­ΐ­ου 1848».[6]

Ἡ Ἐγκύκλιος αὐτή τοῦ 1848 καταλήγει μέ τήν διακήρυξη ὅτι: «Παρ᾿ ἡ­μῖν οὔ­τε Πα­τριά­ρχαι οὔ­τε Σύ­νο­δοι ἐ­δυ­νή­θη­σάν πο­τε εἰ­σα­γα­γεῖν νέ­α, δι­ό­τι ὁ ὑ­πε­ρα­σπι­στὴς τῆς θρη­σκεί­ας ἐ­στὶν αὐ­τὸ τὸ σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἤ­τοι αὐ­τὸς ὁ λα­ός, ὅ­στις ἐ­θέ­λει τὸ θρή­σκευ­μα αὐ­τοῦ αἰ­ω­νί­ως ἀ­με­τά­βλη­τον καὶ ὁ­μο­ει­δὲς τῷ τῶν Πα­τέ­ρων αὐ­τοῦ».[7]

Ὁ π. Γε­ώρ­γιος Φλω­ρόφ­σκυ, σχολιάζοντας τήν ἐγ­κύ­κλιο αὐ­τή, ἐ­ξη­γεῖ πώς: «Τὸ ὅ­λο σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἔ­χει τὸ δι­καί­ω­μα νὰ ἐ­πα­λη­θεύ­η, ἤ, γιὰ νὰ εἴ­μα­στε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­κρι­βεῖς, τὸ δι­καί­ω­μα, καὶ ὄ­χι μό­νο τό δι­καί­ω­μα, ἀλ­λὰ τὸ κα­θῆ­κον τῆς «ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σε­ως»­. Μ' αὐ­τὴν τὴν ἔν­νοι­α οἱ Πα­τριά­ρχες τῆς Ἀ­να­το­λῆς ἔ­γρα­φαν στὴ γνω­στὴ Ἐγ­κύ­κλιο ἐ­πι­στο­λὴ τοῦ 1848 ὅ­τι «ὁ λα­ὸς ὁ ἴ­διος ἀ­πὸ μό­νος του ὑ­πῆρ­ξεν ὁ ὑ­πε­ρα­σπι­στὴς τῆς θρη­σκεί­ας»[8].

Αὐ­τή τήν πα­ρα­κα­τα­θή­κη μᾶς πα­ρέ­δω­σε ἡ Ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α καί αὐ­τή ὀ­φεί­λου­με καί ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε νά δι­α­φυ­λά­ξου­με[9]. Αὐ­τή τήν ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας πα­ρά­δο­ση ἐ­πι­δι­ώ­κει νά ἀλ­λοι­ώ­σει ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Σύ­νο­δος. Ταυ­τό­χρο­να δέ, ἐ­πι­δι­ώ­κει νά ἐ­πι­βά­λει ἕ­να συγ­κεν­τρω­τι­κοῦ τύ­που ἐ­πι­σκο­πο­κεν­τρι­κό σύ­στη­μα λή­ψε­ως ἀ­πο­φά­σε­ων, στη­ρι­ζό­με­νο στή χρή­ση τῆς ἐ­πι­σκο­πι­κῆς αὐ­θεν­τί­ας, ὄ­χι ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας καί χά­ρι­τος, ἀλ­λ’ ὡς ἀ­πό­το­κο τοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τος (ex o­f­f­i­c­io). Δι­α­μορ­φώ­νε­ται, ἔ­τσι, ἕ­να ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νο ἐ­πι­σκο­πι­κό κα­τε­στη­μέ­νο, πού ὄ­χι μό­νον δέν με­τέ­χει στήν ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή ποι­μαν­τι­κή φρον­τί­δα καί τήν δι­α­μόρ­φω­ση ὀρ­θό­δο­ξης καί ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς δογ­μα­τι­κῆς συ­νει­δή­σε­ως τοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά τήν τορ­πι­λί­ζει μέ ἀλ­λό­τρι­ες καί αἱ­ρε­τί­ζου­σες ἀ­πό­ψεις, ὥ­στε σι­γά-σι­γά, κα­τά τρό­πο νε­ο­ε­πο­χί­τι­κο, νά ἀλ­λοι­ώ­σει τήν σώ­ζου­σα ἀ­λή­θεια ἀ­πό δε­δο­μέ­νη σέ ζη­τού­με­νο καί ἐν τέ­λει σέ ἀμ­φι­σβη­τού­με­νο. Ἕ­να κα­τε­στη­μέ­νο, φο­ρέ­α καί ἐκ­φρα­στή μιᾶς ἐγ­κε­φα­λι­κῆς ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κῆς θε­ο­λο­γί­ας, στο­χα­στι­κῆς καί ἀ­πνευ­μά­τι­στης, μιᾶς θε­ο­λο­γί­ας τῶν συ­νε­δρί­ων, τῶν κλει­στῶν ὁ­μά­δων καί τῶν «ἡ­με­τέ­ρων», ἀ­πο­κομ­μέ­νη ἀ­πό τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό σῶ­μα. Γι’ αὐ­τό καί ἐ­πί χρό­νια το­πο­θε­τοῦν­ται ὡς ἐκ­πρό­σω­ποι τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν τά ἴ­δια πάν­το­τε ἐ­πι­σκο­πι­κά πρό­σω­πα. Λέ­τε ἀ­πό σύμ­πτω­ση; Φυ­σι­κά ὄ­χι.

Τό κατεστημένο αὐτό συμπληρώνεται καί συνεπικουρεῖται ἀπό ἕναν ὁμόκεντρο καί περιφερειακό κύκλο Πανεπιστημιακῶν Καθηγητῶν καί θεολόγων, καί ὄχι μόνον, πού ἐκφράζουν ἐπίμονα, ζηλωτικά καί ἀποκλειστικά τίς οἰκουμενιστικές ἀντιλήψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί προάγουν τό διαβρωτικό οἰκουμενιστικό του ἔργο, λειτουργώντας ὡς προπομποί καί προοδοποιοί του στήν ἐκπαίδευση, στά ΜΜΕ καί στήν πληθώρα τῶν ἐπιστημονικῶν συνεδρίων, πού οἱ ἴδιοι διοργανώνουν.


Τό ἀντίθετο, ὅμως, μᾶς δι­α­σώ­ζει ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας πα­ρά­δο­ση, τήν ὁποία μᾶς πε­ρι­γρά­φει ἀ­νά­γλυ­φα ὁ π. Γε­ώρ­γιος Φλω­ρόφ­σκυ: «­.­.. Ὁ ἐ­πί­σκο­πος πρέ­πει ν΄ ἀγ­κα­λιά­ση μέ­σα του ὅ­λη του τήν Ἐκ­κλη­σί­α· πρέ­πει νά ἐκ­δη­λώ­ση, νά φα­νε­ρώ­ση τήν ἐμ­πει­ρί­α καί τήν πί­στι της. Δέν πρέ­πει νά ὁ­μι­λῆ ἀ­φ’ ἑ­αυ­τοῦ ἀλ­λά ἐν ὀ­νό­μα­τι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, «e­x c­o­n­s­e­n­s­u e­c­c­l­e­s­i­ae»­.­[­.­.­.] Τήν πλή­ρη ἱ­κα­νό­τη­τα νά δι­δά­σκη δέν τήν ἔ­χει λά­βει ὁ ἐ­πί­σκο­πος ἀ­πό τό ποί­μνιό του, ἀλ­λά ἀ­πό τό Χρι­στό, μέ­σω τῆς Ἀπο­στο­λι­κῆς δι­α­δο­χῆς. Ἀλ­λ’ ἡ πλή­ρης αὐτή ἱκα­νό­της, πού ἔχει δο­θῆ σ' αὐτόν, εἶναι ἱκα­νό­της τοῦ νά φέ­ρη τή μαρ­τυ­ρί­α τῆς κα­θο­λι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ἀπό τήν ἐμ­πει­ρί­α αὐ­τήν. Ἑ­πο­μέ­νως, σέ ἐρω­τή­μα­τα πε­ρί πί­στε­ως, ὁ λα­ός πρέ­πει νά κρί­νη ἀ­νά­λο­γα μέ τή δι­δα­σκα­λί­α του. Τό κα­θῆ­κον τῆς ὑ­πα­κο­ῆς παύ­ει νά ἰσχύ­η, ὅταν ὁ ἐπί­σκο­πος ξε­φεύ­γη ἀ­πό τό κα­θο­λι­κό πρό­τυ­πο, ὁπό­τε ὁ λα­ός ἔχει τό δι­καί­ω­μα νά τόν κα­τη­γο­ρή­ση ἀ­κό­μη καί νά τόν κα­θαι­ρέ­ση»[10].

Καί σέ ἄλλο σημεῖο συμπληρώνει: «Οἱ ἐ­πί­σκο­ποι λοι­πόν ἐ­νερ­γοῦν ὡς οἱ ἀν­τι­πρό­σω­ποι συγ­κε­κρι­μέ­νων το­πι­κῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν καί αὐ­τές οἱ ἴ­δι­ες οἱ ἐκ­κλη­σί­ες, ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­νερ­γεῖ ἐν τῷ προ­σώ­πῳ τους. Γι’ αὐ­τό οἱ «ἀ­πο­λε­λυ­μέ­νες» χει­ρο­το­νί­ες (δη­λα­δή οἱ χει­ρο­το­νί­ες χω­ρίς τί­τλο, χω­ρίς ἀ­νά­θε­ση ἕ­δρας, χω­ρίς ἕ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο ποί­μνιο) ἀ­πα­γο­ρεύ­ον­ται αὐ­στη­ρά (6ος κα­νό­νας τῆς Συ­νό­δου τῆς Χαλ­κη­δό­νος)».[11] Δέν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο, ἄλλωστε, ὅ­τι ἡ ὅ­λη προ­πα­ρα­σκευ­ή τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου στη­ρί­χτη­κε σέ μιά τε­χνη­τή πλει­ο­ψη­φί­α ἀ­πο­τε­λού­με­νη, ὡς ἐ­πί τό πλεῖ­στον, ἀ­πό Ἱ­ε­ράρ­χες τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Θρό­νου, πού ὄ­χι ἁ­πλά δέν ἐκ­προ­σω­ποῦν τό ποί­μνιό τους, ἀλ­λά οὔ­τε κἄν δι­α­θέ­τουν ποί­μνιο.

Τό γε­γο­νός αὐ­τό εἶ­χε ἀ­πό πο­λύ νω­ρίς στιγ­μα­τί­σει μέ τόν πιό ζω­η­ρό τρό­πο ὁ Με­γά­λος Ἅ­γιος τῆς ἐ­πο­χῆς μας, ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ου­στῖ­νος Πό­πο­βιτς, δι­α­κε­κρι­μέ­νος Δογ­μα­το­λό­γος καί Κα­θη­γη­τής τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Βε­λι­γρα­δί­ου. Ἔγραφε συγκεκριμένα ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος: «...ποῖ­ον ἀ­κρι­βῶς «ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν» αἱ «ἀν­τι­προ­σω­πεῖ­αι» αὗ­ται εἰς τήν Γε­νεύ­ην καί ἀλ­λα­χοῦ; Ποί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας καί ποῖ­ον λα­όν τοῦ Θε­οῦ ἐκ­προ­σω­ποῦν; Ἡ ἐμ­φα­νι­ζο­μέ­νη εἰς τό ἐ­ξω­τε­ρι­κόν πλει­ο­νό­της σχε­δόν τῆς ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, ἡ τό­σον ἐ­πι­μό­νως ἐ­πι­βάλ­λου­σα ἑ­αυ­τήν εἰς ὅ­λας σχε­δόν τάς πα­νορ­θο­δό­ξους συ­νε­λεύ­σεις, ἀ­πο­τε­λεῖ­ται κυ­ρί­ως ἐκ τι­του­λα­ρί­ων μη­τρο­πο­λι­τῶν καί βο­η­θῶν ἐ­πι­σκό­πων, ἄ­ρα ἐκ ποι­μέ­νων ἄ­νευ ποι­μνί­ου καί συ­νε­πῶς ἄ­νευ τῆς συγ­κε­κρι­μέ­νης ποι­μαν­τι­κῆς εὐ­θύ­νης ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ καί τοῦ θε­ό­θεν ἐμ­πι­στευ­θέν­τος εἰς αὐ­τούς ποι­μνί­ου. Ὅ­θεν δι­ε­ρω­τᾶ­ται τις: ποῖ­ον ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει, καί ποῖ­ον θά ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ῃ εἰς τήν μέλ­λου­σαν νά συγ­κλη­θῆ Σύ­νο­δον;»[12]
Δι­α­τρέ­χον­τας, κα­νείς, τήν πο­ρεί­α τῆς προ­πα­ρα­σκευ­ῆς τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου, ἀ­να­κα­λύ­πτει πραγ­μα­τι­κά ὅ­τι αὐ­τή στη­ρί­χθη­κε σέ μιά σει­ρά ἀ­πο­κλει­σμῶν, ἀ­πο­κρύ­ψε­ων, ἄ­νω­θεν ἐ­πι­βο­λῶν καί συγ­κεν­τρω­τι­κῶν τα­κτι­κῶν, κυ­ρί­ως τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, πού ἐ­ξω­τε­ρι­κά μό­νον πα­ρου­σι­α­ζό­ταν ὡς πα­νορ­θό­δο­ξη ἀ­πό­φα­ση[13]. Αὐ­τή ἡ συγ­κεν­τρω­τι­κή τα­κτι­κή ἐκ­φρά­ζε­ται καί στό Κεί­με­νο «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον», ὅ­που προ­βάλ­λε­ται ἡ ἄ­πο­ψη ὅ­τι: «ἡ δι­α­τή­ρη­σις τῆς γνη­σί­ας ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως δι­α­σφα­λί­ζε­ται μό­νον διά τοῦ συ­νο­δι­κοῦ συ­στή­μα­τος, τό ὁ­ποῖ­ον ἀ­νέ­κα­θεν ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ ἀ­πε­τέ­λει τόν ἁρ­μό­διον καί ἔ­σχα­τον κρι­τήν πε­ρί τῶν θε­μά­των τῆς πί­στε­ως».


Σύμ­φω­να μέ τόν Κα­θη­γη­τή κ. Δη­μή­τριο Τσε­λεγ­γί­δη, μέ τόν τρό­πο αὐ­τό: «.­.. ἡ Μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος προ­δι­κά­ζει τό ἀ­λά­θη­το τῶν ἀ­πο­φά­σε­ών της.­.­.»[14]. Καί ὅ­πως ὀρ­θά πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Λε­με­σοῦ κ. Ἀ­θα­νά­σιος, ἡ ἄ­πο­ψη αὐ­τή «ἐκ­φεύ­γει τῆς ἀ­λη­θεί­ας, κα­θό­τι στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­στο­ρί­α πολ­λές σύ­νο­δοι ἐ­δί­δα­ξαν καί ἐ­νο­μο­θέ­τη­σαν λαν­θα­σμέ­να καί αἱ­ρε­τι­κά δόγ­μα­τα καί ὁ πι­στός λα­ός τίς ἀ­πέρ­ρι­ψε καί δι­ε­φύ­λα­ξε τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καί ἐ­θρι­άμ­βευ­σε τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ὁ­μο­λο­γί­α. Οὔ­τε σύ­νο­δος ἄ­νευ τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ, τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, οὔ­τε λα­ός ἄ­νευ συ­νό­δου Ἐ­πι­σκό­πων μπο­ροῦν νά θε­ω­ρή­σουν ἑ­αυ­τούς σῶ­μα Χρι­στοῦ καί Ἐκ­κλη­σί­αν Χρι­στοῦ καί νά ἐκ­φρά­σουν σω­στά τό βί­ω­μα καί τό δόγ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας»[15].

Πα­ρά τήν ἐ­ξαι­ρε­τι­κά χρο­νο­βό­ρα δι­α­δι­κα­σί­α προ­πα­ρα­σκευ­ῆς της, ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος δέν δι­εκ­δί­κη­σε καί δέν ἀ­πέ­κτη­σε πο­τέ τό πα­ρα­μι­κρό ἔ­ρει­σμα στόν πι­στό λα­ό, στό ὀρ­θό­δο­ξο πλή­ρω­μα. Ἀν­τί­θε­τα κρά­τη­σε σέ πλή­ρη ἀ­πο­μό­νω­ση καί ἀ­πό­λυ­τα ἀ­πλη­ρο­φό­ρη­τους τούς ὀρ­θο­δό­ξους πι­στούς, τούς κλη­ρι­κούς, τούς μο­να­χούς, ἀ­κό­μη καί αὐ­τούς τούς Ἐ­πι­σκό­πους. Τά Κεί­με­να μά­λι­στα πού θά πε­ρι­λαμ­βά­νει δέν ἐγ­κρί­θη­καν πο­τέ ἀ­πό τίς Συ­νό­δους τῶν Το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Εἶ­ναι, ἄλ­λω­στε, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ὅ­τι στη­ρί­χτη­κε σέ και­νο­φα­νεῖς με­θό­δους καί πρα­κτι­κές, ὅ­πως ἡ γιά πρώ­τη φο­ρά στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­στο­ρί­α, κα­θι­έ­ρω­ση τῆς Συ­νά­ξε­ως τῶν Προ­κα­θη­μέ­νων.
Εὐ­θύ­νη, ὅ­μως, γιά ὅ­λα αὐ­τά δέν ἔ­χουν μό­νον αὐ­τοί πού ἐ­πι­χει­ροῦν νά τά ἐ­πι­βά­λουν, ἀλ­λά καί αὐ­τοί πού τά ἀ­νέ­χον­ται καί τά νομι­μο­ποι­οῦν εἴ­τε μέ τήν ἀ­δι­α­φο­ρί­α τους εἴ­τε μέ τήν ἔ­νο­χη σι­ω­πή τους εἴτε μέ τήν χλια­ρή καί γιά τούς τύ­πους μό­νον ἀν­τί­δρα­σή τους. Τό γε­γο­νός αὐ­τό εἶ­χε το­νι­σθεῖ μέ τόν πλέ­ον ἐμ­φα­τι­κό τρό­πο καί ἀ­πό τόν Ἅ­γιο Ἰ­ου­στῖ­νο Πό­πο­βιτς (τό κείμενο θά συμπεριληφθεῖ στά πρακτικά)[16].


Ἡ ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς πα­θο­γέ­νεια πα­ρου­σι­ά­ζε­ται καί μέ ἀρκετούς ἀπό τούς ἀν­τι­προ­σώ­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, οἱ ὁ­ποῖ­οι δι­α­πνέ­ον­ται ἀ­πό οἰ­κου­με­νι­στι­κές ἀν­τι­λή­ψεις. Τίς ἀν­τι­λή­ψεις αὐ­τές ἐκ­φρά­ζουν στούς δι­α­χρι­στι­α­νι­κούς δι­α­λό­γους, στό ΠΣΕ, ἀλ­λά τίς με­τα­φέ­ρουν καί στίς Προ­συ­νο­δι­κές Ἐ­πι­τρο­πές, πού μᾶς ἀφορᾶ ἐν προκειμένῳ, χω­ρίς αὐ­τές νά ἔ­χουν ἐγ­κρι­θεῖ πο­τέ ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Θά πρέ­πει ἐ­δῶ νά ση­μει­ώ­σου­με ὅ­τι ἐ­πί δε­κα­ε­τί­ες τώ­ρα τη­ρεῖ­ται ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος μί­α πα­ρά­ξε­νη ὅ­σο καί πα­ρά­δο­ξη τα­κτι­κή ἀ­να­φο­ρι­κά μέ τούς οἰ­κου­με­νι­κούς δι­α­λό­γους καί τήν Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο.

Ὅπως τονίζει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος: «Σή­με­ρα γί­νον­ται πολ­λοὶ Δι­ά­λο­γοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας μὲ ἄλ­λες Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες, μὲ ἄλ­λες Ὁ­μο­λο­γί­ες καὶ ἄλ­λες Θρη­σκεῖ­ες. Εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α νὰ μὴν ἐ­νη­με­ρώ­νε­ται, οἱ Ἱ­ε­ράρ­χες νὰ μὴν ἐκ­φρά­ζουν τὶς ἀ­πό­ψεις τους καὶ νὰ μὴ κα­θο­ρί­ζουν τὴν στά­ση τους ἀ­πέ­ναν­τί σέ αὐ­τές; Κα­θὼς ἐ­πί­σης εἶ­ναι δυ­να­τὸν ὁ λα­ὸς νὰ πα­ρα­μέ­νη στὴν ἄ­γνοι­α, νὰ μὴν ἐ­νη­με­ρώ­νε­ται ἐ­παρ­κῶς;»[17]

Τό ἴ­διο δι­ε­ρω­τώ­με­θα καί μεῖς: εἶ­ναι δυ­να­τόν; Εἶ­ναι δυ­να­τόν, ἐ­νῶ βρί­σκον­ται σέ ἐ­ξέ­λι­ξη καί πα­ρα­μέ­νουν ἀ­νοι­κτά τό­σα οὐ­σι­α­στι­κά ζη­τή­μα­τα, ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α νά μήν ἀ­σχο­λεῖ­ται κἄν μέ αὐ­τά; Ὁ Κα­θη­γη­τής κ. Δη­μή­τριος Τσε­λεγ­γί­δης, σέ πρό­σφα­τη ἐ­πι­στο­λή του πρός τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι γιά δι­ά­στη­μα πενήντα περίπου ἐ­τῶν ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας δέν ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ μέ δογ­μα­τι­κά ζη­τή­μα­τα!

Εὔ­λο­γα, λοι­πόν, ἀ­να­κύ­πτουν μί­α σει­ρά ἀ­πό ἐ­ρω­τή­μα­τα. Για­τί τε­λι­κά δέν ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ δογματικά θέ­μα­τα ἡ Ἱ­ε­ραρ­χί­α; Για­τί δέν ἐ­νη­με­ρώ­νον­ται οἱ Ἐ­πί­σκο­ποί μας γιά τήν πο­ρεί­α τῶν οἰ­κου­με­νι­κῶν δι­α­λό­γων; Για­τί δέν το­πο­θε­τοῦν­ται πά­νω στά ζη­τή­μα­τα αὐ­τά; Για­τί κρα­τοῦν σέ ἄ­γνοι­α τόν λα­ό τοῦ Θε­οῦ; Τί κρύ­βε­ται πί­σω ἀ­πό αυ­τή τήν συ­στη­μα­τι­κή ἐ­πι­χεί­ρη­ση συ­σκό­τι­σης καί ἀπο­προ­σα­να­το­λι­σμοῦ; Ποι­ός καί για­τί τήν ἐ­πι­βά­λλει; Ποι­οί καί για­τί τήν ἀ­νέ­χον­ται καί για­τί τήν νο­μι­μο­ποι­οῦν μέ τήν ἀ­νο­χή καί τήν σι­ω­πή τους;

Τό Ἀ­να­κοι­νω­θέν τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τοῦ Ὀ­κτω­βρί­ου τοῦ 2009 ἀ­να­φέ­ρε­ται στό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας καί στούς δι­με­ρεῖς δι­α­λό­γους μέ τούς πα­πι­κούς καί ση­μει­ώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Τό κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας καί τό κεί­με­νο πού πρό­κει­ται νά συ­ζη­τη­θεῖ στήν Κύ­προ τε­λοῦν ὑ­πό τόν ὅ­ρον τῆς ἀ­να­φο­ρᾶς καί ἐγ­κρί­σε­ώς τους ἀ­πό τίς κα­τά τό­πους Αὐ­το­κέ­φα­λες Ἐκ­κλη­σί­ες, ἑ­πο­μέ­νως καί ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, Συ­νο­δι­κῶς δι­α­σκε­πτο­μέ­νης. Αὐ­τό πρα­κτι­κῶς ση­μαί­νει ὅ­τι δέν θά ὑ­πάρ­ξουν τε­τε­λε­σμέ­να γε­γο­νό­τα, χω­ρίς Συ­νο­δι­κή Ἀ­πό­φα­ση τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας. Οἱ Ἱ­ε­ράρ­χες εἶ­ναι φύ­λα­κες τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Πα­ρα­δό­σε­ως, ὅ­πως ὁ­μο­λό­γη­σαν κα­τά τήν εἰς Ἐ­πί­σκο­πον χει­ρο­το­νί­α τους»[18].

Ὅ­πως, ὅ­μως, ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται, οἱ φύ­λα­κες πα­ρα­μέ­νουν συ­στη­μα­τι­κά ἀ­πλη­ρο­φό­ρη­τοι σχε­τι­κά μέ ὅ­λα αὐ­τά. Καί ἀ­να­ρω­τι­ώ­μα­στε, ἄν οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, πού εἶ­ναι οἱ φύ­λα­κες τῆς πί­στε­ως, ἔ­χουν ἄ­γνοι­α γιά τό­σο σο­βα­ρά ζη­τή­μα­τα, τό­τε ποι­όν θά ἐμ­πι­στευ­τεῖ ὁ λα­ός, ποι­όν θά ἀ­κο­λου­θή­σει; Καί διερωτώμεθα ἐπίσης, αὐτή ἡ ἄγνοια εἶναι ἑκούσια ἤ τεχνητή καί ἐπιβαλλομένη ἀπό ἐξωσυνοδικά καί ξένα κέντρα; Μή­πως μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ὁ­δη­γοῦν τε­λι­κά τόν πι­στό λα­ό στό νά μήν ἐμ­πι­στεύ­ε­ται τήν Δι­οί­κη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας;

Τε­λι­κά, ποι­ά εἶ­ναι ἡ δι­α­δι­κα­σί­α ἐγ­κρί­σε­ως τῶν Κει­μέ­νων τῆς Μι­κτῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Δι­α­λό­γου μέ τούς Παπι­κούς; Ἔ­χουν συ­ζη­τη­θεῖ ἤ ὄ­χι τά κεί­με­να αὐ­τά στήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α; Τό Κεί­με­νο τῆς Ρα­βέν­νας ἐκ­δό­θη­κε τό 2007. Δύ­ο χρό­νια με­τά, τό 2009, στό Ἀ­να­κοι­νω­θέν τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι θά ὑ­πάρ­ξει ἀ­πό­φα­ση «ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος, Συ­νο­δι­κῶς δι­α­σκε­πτο­μέ­νης» κι ὅ­τι «Αὐ­τό πρα­κτι­κῶς ση­μαί­νει ὅ­τι δέν θά ὑ­πάρ­ξουν τε­τε­λε­σμέ­να γε­γο­νό­τα, χω­ρίς Συ­νο­δι­κή Ἀ­πό­φα­ση τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας». Ἔ­κτο­τε πα­ρῆλ­θαν ἄλ­λα ἑ­πτά ἔ­τη (συμ­πλη­ρώ­νε­ται δη­λα­δή μιά δε­κα­ε­τί­α ἀ­πό τήν ἔκ­δο­ση τοῦ Κει­μέ­νου) καί ἡ ἀ­να­με­νό­με­νη ἀ­πό­φα­ση ἀ­κό­μη δέν ἐλή­φθη­. Μή­πως ἡ ἀ­πο­φυ­γή Συ­νο­δι­κῆς Ἀ­πό­φα­σης ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ τά γνω­στά κέν­τρα πού ἀ­να­φέ­ρα­με, ὥ­στε νά ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ἤ καί νά θε­ω­ροῦν ὅ­τι τά κεί­με­να αὐ­τά ἔ­γι­ναν δε­κτά σι­ω­πη­ρῶς ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α μας;
Σέ ἀ­νά­λο­γα τε­τε­λε­σμέ­να γε­γο­νό­τα στη­ρί­ζε­ται, ἄλ­λω­στε, ὅ­λη ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ δι­α­λό­γου μέ τούς πα­πι­κούς. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα ἡ Συ­νέ­λευ­ση τῆς Μι­κτῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Δι­α­λό­γου στό B­a­l­a­m­a­nd τό 1993, στήν ὁ­ποί­α ἀρ­νή­θη­καν νά λά­βουν μέ­ρος ἕ­ξι Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες (τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, τῆς Σερ­βί­ας, τῆς Βουλ­γα­ρί­ας, τῆς Γε­ωρ­γί­ας, τῆς Ἑλ­λά­δος καί τῆς Τσε­χίας καί Σ­λο­βα­κί­ας) δι­α­μαρ­τυ­ρό­με­νες γιά τίς προ­κλή­σεις τῶν Οὐ­νι­τῶν. Μέ τό ἀ­πα­ρά­δε­κτο καί προδοτικό Κεί­με­νο πού ἐκ­δό­θη­κε στό B­a­l­a­m­a­nd ἀ­να­γνω­ρί­ζον­ται ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη καί τά μυ­στή­ρια τῶν πα­πι­κῶν, ἀ­μνη­στεύ­ε­ται ἡ Οὐ­νί­α καί τῆς προσ­δί­δε­ται ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα μέ τό νά συμ­με­τέ­χει μά­λι­στα ἰ­σό­τι­μα στούς δι­ε­ξα­γο­μέ­νους δι­α­λό­γους Παπικῶν-Ὀρ­θο­δό­ξων. Τό κεί­με­νο, ὅ­μως, αὐτό συ­νε­χί­ζει νά γί­νε­ται ἀ­πο­δε­κτό στό πλαί­σιο τοῦ δι­α­λό­γου, πα­ρά τίς τε­ρά­στι­ες ἀν­τι­δρά­σεις πού προ­κά­λε­σε καί συ­νε­χί­ζει νά προ­κα­λεῖ. Κά­θε νέ­α Συ­νέ­λευ­ση τῆς Μι­κτῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς θε­ω­ρεῖ ὡς δε­δο­μέ­να ὅ­σα ἀ­πο­φα­σί­στη­καν καί συμ­πε­ρι­λή­φθη­καν στά κεί­με­να πού ἐκ­δό­θη­καν ἀ­πό τίς προ­η­γού­με­νες Συ­νε­λεύ­σεις, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τό ἄν ἔ­χουν τήν ἀ­παι­τού­με­νη συ­νο­δι­κή ἔγ­κρι­ση τῶν Το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Ὅ­λη ἡ πο­ρεί­α, ἄλ­λω­στε, τῶν οἰ­κου­με­νι­κῶν δι­α­λό­γων χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πό μί­α ἔν­το­νη ἀ­δι­α­φά­νεια καί ἀ­πό μί­α ἐ­νορ­χη­στρω­μέ­νη προ­σπά­θεια δη­μι­ουρ­γί­ας καί ἐ­πι­βο­λῆς ἀ­νά­λο­γων τε­τε­λε­σμέ­νων. Τό γε­γο­νός αὐ­τό προ­δί­δει τήν τή­ρη­ση καί ἐ­φαρ­μο­γή συγ­κε­κρι­μέ­νων σχε­δια­σμῶν καί προ­ει­λημ­μέ­νων ἀ­πο­φά­σε­ων.


Κά­τι ἀ­νά­λο­γο ἰ­σχύ­ει καί μέ τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Γε­νι­κῶν Συ­νε­λεύ­σε­ων τοῦ Παγ­κο­σμί­ου Συμ­βου­λί­ου Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί μέ τά τε­λευ­ταῖ­α ἀ­πα­ρά­δε­κτα καί ἀν­τορ­θό­δο­ξα Κεί­με­να τοῦ Πόρ­το Ἀ­λέγ­κρε (2006) καί τοῦ Που­σάν (2013). Τά κεί­με­να αὐ­τά ἀ­να­τρέ­πουν ὅ­λη τήν ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α, ἀ­φοῦ ἀ­να­φέ­ρουν ὅ­τι: «Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α (σημ. πού συμ­με­τέ­χει στό Π.Σ.Ε.) εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­θο­λι­κὴ καὶ ὄ­χι ἁ­πλὰ ἕ­να μέ­ρος της. Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α κα­θο­λι­κή, ἀλ­λὰ ὄ­χι στὴν ὁ­λό­τη­τά της. Κά­θε ἐκ­κλη­σί­α ἐκ­πλη­ρώ­νει τὴν κα­θο­λι­κό­τη­τά της ὅ­ταν εἶ­ναι σὲ κοι­νω­νί­α μὲ τὶς ἄλ­λες ἐκ­κλη­σί­ες»[19]. Ὦ τῆς παραφροσύνης!

Εἶ­ναι δυ­να­τόν νά γί­νον­ται ἀ­πο­δε­κτά τέ­τοι­α κεί­με­να; Πό­τε ἐγ­κρί­θη­καν ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ραρ­χί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Πό­τε τά ἐ­πι­κύ­ρω­σε καί τά ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε μέ τήν ἔγ­κρι­σή του τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Ποι­όν ἐκ­προ­σω­ποῦ­σαν αὐ­τοί πού τά συ­νυ­πέ­γρα­ψαν ὡς ἀν­τι­πρό­σω­ποι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος; Ποι­όν ἐ­νη­με­ρώ­νουν καί σέ ποι­όν λο­γο­δο­τοῦν; Καί αὐ­τό συ­νι­στᾶ ἕ­να γε­νι­κώ­τε­ρο ἐ­ρώ­τη­μα γιά τά κρι­τή­ρια μέ τά ὁ­ποῖ­α ἐ­πι­λέ­γον­ται καί ὁ­ρί­ζον­ται οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι καί κα­θη­γη­τές - ἀν­τι­πρό­σω­ποι στό ΠΣΕ καί στούς δι­με­ρεῖς δι­α­λό­γους. Ὑ­πάρ­χει ἀ­ξι­ο­λό­γη­ση τοῦ ἔρ­γου τους καί πῶς ἀ­πο­τι­μᾶ­ται αὐ­τό;



Δη­μι­ουρ­γεῖ ἀρ­νη­τι­κή ἐν­τύ­πω­ση καί προ­κα­λεῖ τό ὀρ­θό­δο­ξο αἴ­σθη­μα τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ ἡ πά­για τα­κτι­κή τῆς Συ­νό­δου νά ἐ­πι­λέ­γει, ὡς ἀν­τι­προ­σώ­πους της στούς δι­α­λό­γους, Ἐ­πι­σκό­πους καί Κα­θη­γη­τές μέ δε­δο­μέ­νες καί ἐκ­πε­φρα­σμέ­νες οἰ­κου­με­νι­στι­κές ἀν­τι­λή­ψεις. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πο­τε­λοῦν οἱ Μη­τρο­πο­λί­τες Με­σση­νί­ας κ. Χρυ­σό­στο­μος καί Δη­μη­τριά­δος κ. Ἰ­γνά­τιος. Παρακαλοῦμε καί ἔν τινι μέτρῳ ἀπαιτοῦμε ἡ Ἱερά Σύνοδος νά ὁρίσει νέους ἀντιπροσώπους, ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες μέ γενναῖο καί ὀρθόδοξο ὁμολογιακό φρόνημα, πού δέν θά προέρχονται ἀπό τούς γνωστούς οἰκουμενιστικούς καί φιλοπατριαρχικούς κύκλους. Νά ὁρίσει νέους ἐκπροσώπους, πού θά ἐνημερώνουν τήν Ἱερά Σύνοδο καί τό ὀρθόδοξο πλήρωμα καί δέν θά μεταφέρουν τίς προσωπικές τους ἀπόψεις, ἀλλά αὐτές πού θά λαμβάνονται ἐπίσημα ἀπό τά ἁρμόδια ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας μας.

Αὐ­τό, ὅ­μως, πού συ­νι­στᾶ τόν με­γα­λύ­τε­ρο κίν­δυ­νο εἶ­ναι ὅ­τι οἱ οἰ­κου­με­νι­στι­κές αὐ­τές ἀν­τι­λή­ψεις καί ἀ­πο­φά­σεις ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται τώ­ρα νά ἐ­πι­βλη­θοῦν μέ­σῳ τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου καί νά λά­βουν πα­ναρ­θό­δο­ξο κῦ­ρος καί ἰ­σχύ. Πρό­κει­ται ὁ­λο­κά­θα­ρα γιά μιά ἀ­προ­κά­λυ­πτη ἐ­πι­χεί­ρη­ση θε­σμι­κῆς νο­μι­μο­ποί­η­σης τῶν αἱ­ρέ­σε­ων ἐ­ρή­μην τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ τε­λευ­ταί­α ἔ­κτα­κτη Σύ­νο­δος τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας (8-10 Μαρτίου 2016) ἀ­σχο­λή­θη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ τά δι­α­δι­κα­στι­κά ζη­τή­μα­τα τῆς Με­γά­λης Συ­νό­δου πα­ρά μέ τήν οὐ­σί­α τῶν θε­μά­των καί τοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου της. Ἐ­νῶ ἀ­πο­μέ­νουν ἐ­λά­χι­στοι μῆ­νες γιά τήν σύγ­κλη­ση τῆς Συ­νό­δου, δέν πα­ρέ­χε­ται καμ­μί­α ἐ­νη­μέ­ρω­ση γιά τό ποι­ά στά­ση θά τη­ρή­σει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας σ’ αὐ­τή, δέν ἔ­χει ἐκ­δο­θεῖ καμ­μί­α ἐ­νη­με­ρω­τι­κή συ­νο­δι­κή ἐγ­κύ­κλιος, δέν ἔ­χει κα­νείς Μη­τρο­πο­λί­της ἀ­πευ­θυν­θεῖ στό ποί­μνιό του γιά νά τό ἐ­νη­με­ρώ­σει καί νά λά­βει τήν γνώ­μη του. Φω­τει­νή ἐ­ξαί­ρε­ση, βε­βαί­ως, οἱ Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι Μη­τρο­πο­λί­τες, πού βρί­σκον­ται σή­με­ρα ἐ­δῶ καί μερικοί ἀκόμη πού ἔ­χουν ἀ­να­λά­βει αὐ­τή τήν τό­σο ση­μαν­τι­κή πρω­το­βου­λί­α ἐ­νη­μέ­ρω­σης τοῦ λα­οῦ, γιά τήν ὁ­ποί­α τούς εὐ­χα­ρι­στοῦ­με θερ­μά. Προ­σβλέ­που­με δέ καί στήν ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή συμ­βο­λή τους, τό­σο στή Σύ­νο­δο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας, πού πρό­κει­ται νά συγ­κλη­θεῖ γιά τό θέ­μα αὐ­τό, ὅ­σο καί στήν ἀ­με­τα­κί­νη­τη ὁ­μο­λο­για­κή τους στά­ση στήν μέλ­λου­σα Σύ­νο­δο, ἐ­φ’ ὅ­σον θέ­λει καί ἐ­πι­τρέ­ψει τε­λι­κά ὁ Θε­ός νά γί­νει.


Ἔ­χον­τας φτά­σει πλέ­ον στήν τε­λι­κή εὐ­θεί­α πρός τήν Με­γά­λη Σύ­νο­δο, οἱ πρω­τερ­γά­τες καί ὑ­πο­στη­ρι­κτές της ἐ­πι­χει­ροῦν, μέ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε τί­μη­μα, νά ὁ­λο­κλη­ρώ­σουν καί νά ἐ­πι­βά­λουν ὅ­σα σχε­δί­α­ζαν ἐ­πί 100 ὁλόκληρα χρό­νια, πού δι­ήρ­κε­σε ἡ προ­πα­ρα­σκευ­ή της. Κι αὐ­τό, για­τί θε­ω­ροῦν τήν σύγ­κλη­σή της, ἔ­στω καί ἀ­πο­ψι­λω­μέ­νη στή θε­μα­το­λο­γί­α της, ὡς μο­να­δι­κή εὐ­και­ρί­α γιά τό ἕ­να καί τό μεῖ­ζον γι’ αὐ­τούς, καί γιά τήν συγ­κε­κρι­μέ­νη αὐ­τή χρο­νι­κή στιγ­μή, νά προσ­δώ­σουν, δη­λα­δή, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στίς αἱ­ρέ­σεις.

Ὁ συ­νο­λι­κός, ὅ­μως, σχε­δια­σμός τῶν γνω­στῶν κέν­τρων, στά ὁ­ποῖ­α προ­α­να­φερ­θή­κα­με, πε­ρι­λάμ­βα­νει καί ἄλ­λους το­μεῖς καί πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται, ὅ­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ουν τά γε­γο­νό­τα, στα­δια­κά καί μέ στο­χευ­μέ­νες ἐ­πι­λο­γές.

Ὁ Οἰ­κου­με­νι­κός Πα­τριά­ρχης ἐ­ξέ­δω­σε πρό­σφα­τα ἐγ­κύ­κλιο (314/20-3-2016), μέ τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ Σύ­νο­δος αὐ­τή ἀ­πο­τε­λεῖ τό πρῶ­το βῆ­μα καί ὅ­τι «με­τ’ οὐ πο­λύ» θά ἀ­κο­λου­θή­σουν καί ἄλ­λες ἀ­νά­λο­γες. Εἶ­ναι μά­λι­στα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ἡ ἀ­να­φο­ρά τῆς πα­τρι­αρ­χι­κῆς ἐγ­κυ­κλί­ου ὅ­τι τά κεί­με­να δη­μο­σι­ο­ποι­οῦν­ται πρός τό ποί­μνιο «καί πρός ἔκ­φρα­σιν τῆς γνώ­μης του καί τῶν προσ­δο­κι­ῶν του ἀ­πό τήν Ἁ­γί­αν καί Με­γά­λην Σύ­νο­δον» κι αὐ­τό προ­φα­νῶς με­τά τίς ἔν­το­νες ἀν­τι­δρά­σεις πού δι­α­τυ­πώ­θη­καν ἀ­πό Ἐ­πι­σκό­πους, κλη­ρι­κούς, μο­να­χούς καί λα­ϊ­κούς γιά τίς ἀν­τορ­θό­δο­ξες θέ­σεις τῶν κει­μέ­νων, τήν κα­τά­λυ­ση τῆς συ­νο­δι­κό­τη­τας καί τόν ἀ­πο­κλει­σμό τοῦ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ σώ­μα­τος.

Γιά αὐ­τές, λοι­πόν, τίς Συ­νό­δους, πού προ­γραμ­μα­τί­ζε­ται νά ἀ­κο­λου­θή­σουν, ὑ­πάρ­χουν μί­α σει­ρά ἀ­πό θέ­μα­τα, τά ὁποῖα προ­ε­τοι­μά­ζον­ται με­θο­δευ­μέ­να. Ὅ­πως μᾶς δι­δά­σκει ἡ ἱ­στο­ρί­α, οἱ θρη­σκευ­τι­κές ἐ­ξε­λί­ξεις ἀ­κο­λου­θοῦν, πολ­λές φο­ρές, ἤ καί ὑ­πα­γο­ρεύ­ον­ται, ἀ­πό πο­λι­τι­κές καί ποι­κί­λες ἄλ­λες σκο­πι­μό­τη­τες καί ὑ­πα­κού­ουν σέ δι­ε­θνεῖς συ­σχε­τι­σμούς καί ἰ­σορ­ρο­πί­ες. Εἶ­ναι, ἄλ­λω­στε, γνω­στό ὅ­τι ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή ἀ­κό­μη τοῦ Ψυ­χροῦ Πο­λέ­μου οἱ δυ­τι­κές δυ­νά­μεις, ὑπό τήν ἡγεμονία τῶν ΗΠΑ, πα­ρέ­χουν τήν ὑ­πο­στή­ρι­ξή τους στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο καί τήν πά­για ἀ­ξί­ω­σή του γιά τήν ἐγ­κα­θί­δρυ­ση τοῦ πρω­τεί­ου του στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ἐ­πι­δι­ώ­κουν τήν ἐ­ξου­δε­τέ­ρω­ση τοῦ ρω­σι­κοῦ πα­ρά­γον­τα ἐ­πιρ­ρο­ῆς στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λή.

Σέ θε­ο­λο­γι­κό ἐ­πί­πε­δο ἡ ἐ­πι­δί­ω­ξη αὐ­τή ἐκ­δη­λώ­νε­ται μέ τήν προ­σπά­θεια γιά τήν ἐ­πι­βο­λή ἑ­νός «Πρώ­του» καί στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος θά ἐγ­γυᾶ­ται καί θά ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τήν δι­α­τή­ρη­ση τῶν ἀ­παι­τού­με­νων ἰ­σορ­ρο­πι­ῶν. Αὐ­τός εἶ­ναι καί ὁ λό­γος γιά τόν ὁποῖο τό ὅ­λο ζή­τη­μα προ­βάλ­λε­ται συ­στη­μα­τι­κά ἀ­πό κο­ρυ­φαί­ους ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου.

Στό πλαί­σιο αὐ­τό ἐν­τάσ­σε­ται καί ἡ προ­σπά­θεια γιά τήν ἀ­πο­δυ­νά­μω­ση καί τήν ὑπονόμευση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος καί οἱ πι­έ­σεις πού φαί­νε­ται νά ἀ­σκοῦν­ται -ἀπό τά γνωστά πάντοτε κέντρα- γιά τήν αὐ­το­νό­μη­ση τῶν Νέ­ων Χω­ρῶν καί τήν ὑ­πα­γω­γή τους στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο. Αὐ­τό εἶ­ναι πι­θα­νόν νά ἐ­πι­τευ­χθεῖ μέ τόν προωθούμενο χω­ρι­σμό Κρά­τους-Ἐκ­κλη­σί­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος φη­μο­λο­γεῖ­ται, ἤ μέ κά­ποι­ον ἄλ­λο τρό­πο, πού θά ἐ­πι­λε­γεῖ.

Ἡ ἐ­πι­βο­λή τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας ἑ­νός «Πρώ­του» καί στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α γίνεται μέ βά­ση τά πα­πι­κά πρό­τυ­πα, δηλαδή ὄχι ὡς πρωτεῖο τιμῆς μεταξύ ἴσων, ἀλλά ὡς πρωτεῖο ἐξουσίας, ὡς Πάπα τῆς Ἀνατολῆς. Προ­ε­τοι­μά­ζε­ται δέ ἤ­δη καί προ­βάλ­λε­ται μέ­σῳ τῆς ἀν­τορ­θό­δο­ξης δι­δα­σκα­λί­ας «πε­ρί προ­σώ­που» τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη Περ­γά­μου Ἰ­ω­άν­νη, ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α ἐμ­φο­ρεῖ­ται τό Κεί­με­νο «Ἡ ἀ­πο­στο­λή τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας ἐν τῷ συγ­χρό­νῳ κό­σμῳ»­ (Κείμενο 1), καθώς καί ἀπό ἄλλα ἐπιφανῆ στελέχη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (π.χ. ὁ Μητροπολίτης Προύσσης Ἐλπιδοφόρος)

Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος στίς «Πα­ρα­τη­ρή­σεις γιά τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο κα­τά τήν Σύ­νο­δο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος» ση­μει­ώ­νει γιά τό συγ­κε­κρι­μέ­νο ζή­τη­μα: «Ἡ ὅ­λη προ­βλη­μα­τι­κή πε­ρί τοῦ προ­σώ­που ἀ­πο­τε­λεῖ, χω­ρίς νά κιν­δυ­νο­λο­γῶ, μιά αἵ­ρε­ση, συ­νέ­χεια τοῦ ἀ­ρει­α­νι­σμοῦ, τοῦ μο­νο­θε­λη­τι­σμοῦ καί εἶ­ναι ἐ­πη­ρε­α­σμός ἀ­πό τήν ὑ­παρ­ξι­στι­κή φι­λο­σο­φί­α τοῦ Κί­ρκε­γκαρντ, τοῦ Μαρ­σέλ, τοῦ Σάρ­τρ καί τόν γερ­μα­νι­κό ἰ­δε­α­λι­σμό τοῦ Χά­ϊν­τεγ­κερ»[20]. Πρό­σφα­τα μά­λι­στα δη­μο­σί­ευ­σε πο­λυ­σέ­λι­δη, ἐμ­βρι­θῆ καί ἀ­πό­λυ­τα τεκ­μη­ρι­ω­μέ­νη θε­ο­λο­γι­κή με­λέ­τη, στήν ὁ­ποί­α κα­τα­δει­κνύ­ει ὅ­τι ἡ θε­ο­λο­γία «πε­ρί προ­σώ­που» τοῦ Μη­τρο­πο­λί­τη Περ­γά­μου εἶ­ναι ἀ­νορ­θό­δο­ξη καί ἀ­πορ­ρι­πτέ­α.

Ἀπό τήν μέλλουσα Σύνοδο ἐπαπειλεῖται, ἐπίσης, ἡ ἐ­πι­βο­λή κυ­ρώ­σε­ων εἰς βάρος ὅ­σων ὀρ­θο­δό­ξων θά ἀν­τι­δρά­σουν, ὅ­πως ὀ­φεί­λουν, σέ πι­θα­νές ἀν­τορ­θό­δο­ξες ἀ­πο­φά­σεις τῆς Συ­νό­δου. Τό ἴ­διο τό Κεί­με­νο, ἄλ­λω­στε, «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον» καί στό ἄρ­θρο 22, ἀ­σκεῖ προ­λη­πτι­κή λο­γο­κρι­σί­α καί ἐ­πι­χει­ρεῖ νά φι­μώ­σει ἐκ τῶν προ­τέ­ρων κά­θε ὀρ­θό­δο­ξη ἀν­τίρ­ρη­ση σέ ἀν­τορ­θό­δο­ξες ἀ­πο­φά­σεις τῆς Συ­νό­δου: «ἩὈρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­α θε­ω­ρεῖ κα­τα­δι­κα­στέ­αν πᾶ­σαν δι­ά­σπα­σιν τῆς ἑ­νό­τη­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας,ὑ­πό ἀ­τό­μων ἤ ὁ­μά­δων, ἐ­πί προ­φά­σει τη­ρή­σε­ως ἤ δῆ­θεν προ­α­σπί­σε­ως τῆς γνη­σί­ας Ὀρ­θο­δο­ξί­ας».


Δί­και­α, λοι­πόν, δι­ε­ρω­τᾶ­ται ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος: «Δη­λα­δή, ἄν τε­λι­κῶς λη­φθοῦν ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­φά­σεις, τίς ὁ­ποῖ­ες οἱ Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, οἱ μο­να­χοί καί θε­ο­λό­γοι τίς ἀ­γνο­οῦν, καί οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀν­τι­βαί­νουν σέ πα­τε­ρι­κές θέ­σεις, θά ἔ­χουν εὐ­θύ­νη καί θά ὑ­πό­κειν­ται σέ κρί­σεις καί κα­τα­κρί­σεις, ἄν ἀρ­νη­θοῦν νά τίς ἐ­φαρ­μό­σουν;­»[21]. Κιν­δυ­νεύ­ουν, δηλαδή, νά χα­ρα­κτη­ρι­σθοῦν ὡς αἱ­ρε­τι­κοί ὅ­σοι ὀρ­θο­δο­ξοῦν καί πα­ρα­μέ­νουν «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι».


Ἐ­νώ­πιον αὐ­τοῦ τοῦ κιν­δύ­νου βρι­σκό­μα­στε σή­με­ρα. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θεια. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Χρέ­ος μας ἦταν νά σᾶς τήν πα­ρου­σι­ά­σου­με χω­ρίς ὑ­πεκ­φυ­γές, χω­ρίς πε­ρι­στο­λές, χω­ρίς φό­βο καί χω­ρίς ἀ­να­στο­λές. Κα­τα­δι­κά­ζου­με ἀ­πε­ρί­φρα­στα και­νο­φα­νεῖς θε­ω­ρί­ες καί ἐ­νέρ­γει­ες πού στρέ­φον­ται κα­τά τῆς ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ώς μας. Κα­τα­δι­κά­ζου­με τούς ἐμ­πνευ­στές καί ὑ­πο­κι­νη­τές τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν αὐ­τῶν, κα­θώς καί ὅ­λους αὐ­τούς, πού μέ τήν ἀ­δρά­νεια καί τήν ὀ­λι­γω­ρί­α τους τούς ἀ­νέ­χον­ται καί τούς νο­μι­μο­ποι­οῦν εἴτε εἶναι Πατριάρχες εἴτε Ἀρχιεπίσκοποι εἴτε Ἐπίσκοποι εἴτε Πανεπιστημιακοί Καθηγητές εἴτε ὅποιοιδήποτε ἄλλοι. Ἕ­ως πό­τε θά γι­νό­μα­στε συ­νέ­νο­χοι μέ τήν σι­ω­πή μας; Ἕ­ως πό­τε θά πα­ρα­μέ­νου­με θε­α­τές τῆς ἀλ­λο­τρί­ω­σης τῆς ἴ­διας τῆς ὀρ­θό­δο­ξης αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας μας; Ἕ­ως πό­τε θά πα­ρα­μέ­νου­με χει­ρο­κρο­τη­τές ὅ­σων ἐκ­χω­ροῦν τά ἅ­για καί ἱ­ε­ρά τῆς πί­στε­ώς μας στούς αἱ­ρε­τι­κούς; Ὁ κλοι­ός ἔ­χει στε­νέ­ψει πλέ­ον ἐ­πι­κίν­δυ­να καί οἱ ἐ­ξε­λί­ξεις εἶ­ναι ρα­γδαῖ­ες καί μπο­ροῦν νά ἀ­πο­βοῦν τρα­γι­κές γιά τό ὀρ­θό­δο­ξο πλή­ρω­μα. Εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρη πλέ­ον ἡ συ­στη­μα­τι­κή καί στο­χευ­μέ­νη προ­σπά­θεια θε­σμι­κῆς νο­μι­μο­ποι­ή­σε­ως τοῦ παναιρετικοῦ, κατά τόν Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς, οἰ­κου­με­νι­σμοῦ καί ἡ δη­μι­ουρ­γί­α μιᾶς ἀλ­λοι­ω­μέ­νης ὀρ­θο­δό­ξου αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας.


Ἀ­δελ­φοί, ἐ­σή­μα­νε ἡ ὥ­ρα. Ὄ­χι πι­ά ἄλ­λη ὀ­λι­γω­ρί­α. Ὄ­χι πι­ά ἄλ­λη ἀ­δρά­νεια. Ὄ­χι πι­ά ἄλ­λη ἔ­νο­χη σι­ω­πή. Ἀ­παι­τεῖ­ται ἐ­γρή­γορ­ση καί ἐ­νερ­γο­ποί­η­ση. Ἀ­παι­τεῖ­ται ἀν­τί­στα­ση καί ἀν­τί­δρα­ση. Ἄς με­λε­τή­σου­με, ἄς ἐ­νη­με­ρω­θοῦ­με, ἄς ἐ­νη­με­ρώ­σου­με καί τούς ἀ­δελ­φούς μας, ἄς ἐκ­φρά­σου­με τίς ἀ­νη­συ­χί­ες καί τίς ἐν­στά­σεις μας στούς ὑ­πευ­θύ­νους. Ἄς εἴ­μα­στε ἕ­τοι­μοι γι­ά ὁ­ποι­α­δή­πο­τε θυ­σί­α χρεια­σθεῖ -ἀκόμη κι αὐτῆς τῆς ζωῆς μας- γι­ά τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη μας. Ἄς προ­σευ­χη­θοῦ­με νά φω­τί­σει ὁ Θε­ός ὅ­σους λαμ­βά­νουν τίς ἀ­πο­φά­σεις, ὅ­λο τόν ὀρ­θό­δο­ξο λα­ό καί ἐ­μᾶς, ὥ­στε νά πρά­ξου­με τά θε­ά­ρε­στα καί τά πρέ­πον­τα.


Ἀ­κό­μη καί ἄν δέν ἀ­πο­φευ­χθεῖ ἡ σύγ­κλη­ση τῆς Συ­νό­δου αὐ­τῆς (πού τό εὐχόμαστε), θά πρέ­πει νά προ­σευ­χό­μα­στε καί νά εὐ­χό­μα­στε μέ πό­νο καρ­διᾶς καί μέ πνεῦ­μα με­τά­νοι­ας καί τα­πεί­νω­σης νά κυ­ρι­αρ­χή­σει ἡ χα­ρι­σμα­τι­κή πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος στήν Ἐκ­κλη­σί­α μας. Ὅ­πως το­νί­ζει ὁ Κα­θη­γη­τής κ. Τσε­λεγ­γί­δης: «Στά δογ­μα­τι­κά θέ­μα­τα, ὡς γνω­στόν, ἡ ἀ­λή­θεια δέν βρί­σκε­ται στήν πλει­ο­νο­ψη­φί­α τῶν Συ­νο­δι­κῶν Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων. Ἡ ἀ­λή­θεια κα­θε­αυ­τήν εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φι­κή, για­τί στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι Ὑ­πο­στα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα»[22].
Ἡ Ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Χρι­στός. Γι’ αὐ­τό καί ἕ­νας ἀ­κό­μη, ὅ­ταν τήν ἐκ­φρά­ζει, αὐ­τή πλει­ο­ψη­φεῖ ἔ­ναν­τι ὅ­λων τῶν ἄλ­λων, ὅ­σοι κι ἄν εἶ­ναι αὐτοί.


Ἀδελφοί,
Ἡ νί­κη τῆς Ὀρθοδοξίας μας, μέ τήν βο­ή­θεια τοῦ Θε­οῦ, τῆς Κυ­ρί­ας μας Θε­ο­τό­κου καί τῶν Ἁ­γί­ων μας, θά εἶ­ναι βε­βαί­α.
Ὁ Χριστός μας θά νικήσει.
Ὁ Χριστός μας θά ἀναδείξει τήν Ἀλήθεια.
Ὁ Χριστός μας θά φυλάξει καί τήν Ἁγία μας Ἐκκλησία καί τήν φιλτάτη πατρίδα μας. Ἀμήν.






[1] Μητροπολίτη Πειραιῶς Σεραφείμ, Ἐπιστολή πρός τήν Ἱερά Σύνοδο, 2-3-2016
[2] Ἀ­να­φέ­ρου­με, μό­νο, ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κά τό γνω­στό καί χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πε­ρι­στα­τι­κό κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς πα­τρι­αρ­χεί­ας τοῦ μο­νο­φυ­σί­τη Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Τι­μο­θέ­ου Α΄ (511-518) καί τοῦ ὀρ­θό­δο­ξου Πα­τριά­ρχη Ἰ­ω­άν­νη, πού τόν δι­α­δέ­χτη­κε, γιά τήν δι­α­γρα­φή ἀ­πό τά Δί­πτυ­χα τοῦ θρό­νου τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως τοῦ ὀνόματος τοῦ μο­νο­φυ­σί­τη Πα­τριά­ρχη Ἀν­τι­ο­χεί­ας Σε­βή­ρου. Οἱ πι­στοί, παρά τίς συμβιβαστικές καί καθησυχαστικές προτάσεις τοῦ Πατριάρχη ἐ­πέ­με­ναν καί ἀπαιτοῦσαν: «Σε­βῆ­ρον τόν Ἰ­ού­δα ἐ­ξω βά­λε.­.. Εὐ­φή­μιον καί Μα­κε­δό­νιον τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ. Τά συ­νο­δι­κά εἰς Ρώ­μην ἄρ­τι ἀ­πέλ­θω­σιν.­.. Εὐ­φη­μί­ου καί Μα­κε­δο­νί­ου τά ὀ­νό­μα­τα ἄρ­τι τα­γῇ.­.. τάς τέσ­σα­ρας συ­νό­δους τοῖς δι­πτύ­χοις. Λέ­ον­τα τόν ἐ­πί­σκο­πον Ρώ­μης τοῖς δι­πτύ­χοις.­.. τά δί­πτυ­χα τῷ ἄμβωνι... τά δίπτυχα ἄρτι φέρε...». [Μετάφραση: «Σε­βῆ­ρον τόν Ἰ­ού­δα δι­ά­γρα­ψέ τον (ἀ­πό τά Δί­πτυ­χα)….Εὐ­φή­μιον καί Μα­κε­δό­νιον Β΄ (δηλ. τόν ὀρθόδοξο Πατριάρχη καί ὄχι τόν ὁμώνυμον αἱρεσιάρχη) κα­τά­τα­ξε (στά Δί­πτυ­χα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας)…Τά συ­νο­δι­κά γράμ­μα­τα τώ­ρα νά στα­λοῦν στή Ρώ­μη…τοῦ Εὐ­φη­μί­ου καί τοῦ Μα­κε­δο­νί­ου Β΄τά ὀ­νό­μα­τα τώ­ρα νά κα­τα­γρα­φοῦν στά Δί­πτυ­χα….(ἐ­πί­σης) οἱ τέσ­σε­ρεις (Οίκουμενικές) Σύ­νο­δοι νά κα­τα­γρα­φοῦν στά Δί­πτυ­χα. Ὁ Λέ­ων ὁ ἐ­πί­σκο­πος Ρώ­μης νά κα­τα­φρα­φεῖ στά Δί­πτυ­χα… τά Δί­πτυ­χα νά ἀ­να­γνω­σθοῦν στόν Ἄμ­βω­να…τά Δί­πτυ­χα φέ­ρε τώ­ρα)].
Μετά τήν ἐπιμονή αὐτή τῶν πιστῶν ὁ Πα­τριά­ρχης «λα­βών τά δί­πτυ­χα.­.. ἐ­κέ­λευ­σε τα­γῆ­ναι τάς ἁ­γί­ας τέσ­σα­ρας συ­νό­δους.­.. καί τά ὀ­νό­μα­τα τῶν τε­λευ­τη­σάν­των ἐν ὁ­σί­ᾳ τῇ μνή­μῃ γε­νο­μέ­νων ἀρ­χι­ε­πι­σκό­πων ταύ­της τῆς βα­σι­λί­δος πό­λε­ως Εὐ­φη­μί­ου καί Μα­κε­δο­νί­ου καί μέν­τοι καί Λέ­ον­τος τοῦ γε­νο­μέ­νου ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ρώ­μης».
Τέ­τοι­α δέ ἦ­ταν ἡ ἀμ­φι­βο­λί­α τοῦ λα­οῦ, ὥ­στε «καί με­τά τήν ἀ­νά­γνω­σιν τοῦ ἁ­γί­ου Εὐ­αγ­γε­λί­ου ἐξ ἔ­θους τῆς θεί­ας λει­τουρ­γί­ας ἐ­πι­τε­λου­μέ­νης καί τῶν θυ­ρῶν κλει­σθει­σῶν καί τοῦ ἁ­γί­ου μα­θή­μα­τος κα­τά τό σύ­νη­θες λε­χθέν­τος τῷ και­ρῷ τῶν δι­πτύ­χων με­τά πολ­λῆς ἡ­συ­χί­ας συ­νέ­δρα­μον ἅ­παν τό πλῆ­θος κύ­κλῳ τοῦ θυ­σι­α­στη­ρί­ου καί ἠ­κρο­ῶν­το καί μό­νον ἐ­λέ­χθη­σαν αἱ προ­ση­γο­ρί­αι τῶν εἰ­ρη­μέ­νων ἁ­γί­ων τεσ­σά­ρων συ­νό­δων πα­ρά τοῦ δι­α­κό­νου καί τῶν ἐν ὁ­σί­ᾳ μνή­μῃ ἀρ­χι­ε­πι­σκό­πων Εὐ­φη­μί­ου καί Μα­κε­δο­νί­ου καί Λέ­ον­τος, φω­νῇ με­γά­λη ἔ­κρα­ξαν ἅ­παν­τες· δό­ξα σοι Κύ­ρι­ε. καί με­τά τοῦ­το με­τά πά­σης εὐ­τα­ξί­ας ἐ­πλη­ρώ­θη σύν Θε­ῷ ἡ θεί­α λει­τουρ­γί­α».
Βλ. σχ. SCHWARTZEDUARDUS, ActaConciliorumOecumenicorum, Tomustertius, BeroliniMDCCCCXXXX (= 1940), σελ. 71-76 καί ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ ΣΠΥΡΙΔΩΝΟΣ ΔΗΜ. Τά ἐπί τῇ ἐκλογῇ τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Διοδώρου τοῦ Α΄ ἐπίσημα Ἔγγραφα. Κανονικόν καί Ἐκκλησιαστικόν περιεχόμενον, Ἀθῆναι 1982, σελ. 17.
[3] Οἱ λα­ϊ­κοί καί οἱ κλη­ρι­κοί ἀ­πο­τε­λοῦν τόν Ὀρ­θό­δο­ξο λα­ό! Ὁ λα­ός τοῦ Θε­οῦ μέ ἄλ­λα λό­για δέν εἶ­ναι μό­νον οἱ κλη­ρι­κοί οὔ­τε ἁ­πλῶς οἱ λα­ϊ­κοί, ἀλ­λά ἡ ἑ­νό­τη­τα καί ἡ κοι­νω­νί­α ἐν Χρι­στῷ τῶν λα­ϊ­κῶν, μο­να­χῶν καί κλη­ρι­κῶν (Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου, Ἀ­να­το­λι­κά, Τόμος Α΄, σελ. 88)
[4] Φι­λο­κα­λί­α 18Γ, Ἁγ. Θε­ο­δώ­ρου τοῦ Στου­δί­του, Ἐ­πι­στο­λή πα΄, σελ. 77
[5] Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἀ­να­το­λι­κά, Τόμος Α΄, σελ. 94
[6] Ἀρ­χιμ. Γε­ωρ­γί­ου Κα­ψά­νη, Ἡ ποι­μαν­τι­κή δι­α­κο­νί­α κα­τά τούς ἱ­ε­ρούς Κα­νό­νας, Πει­ραι­εύς 1976, σ. 110-112
[7] Ἰ­ω. Καρ­μί­ρη, Τὰ Δογ­μα­τι­κὰ καὶ Συμ­βο­λι­κὰ Μνη­μεῖ­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τ. Ι­Ι, G­r­az-A­u­s­t­r­ia 1968, σελ. 920[1000]­
[8] π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1989, σελ. 207
[9] Ἀ­να­φέ­ρου­με, μό­νο, ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κά τό γνω­στό καί χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πε­ρι­στα­τι­κό κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο τῆς πα­τρι­αρ­χεί­ας τοῦ μο­νο­φυ­σί­τη Πα­τριά­ρχη Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως Τι­μο­θέ­ου Α΄ (511-518) καί τοῦ ὀρ­θοδό­ξου Πα­τριά­ρχη Ἰ­ω­άν­νη, πού τόν δι­α­δέ­χτη­κε, γιά τήν δι­α­γρα­φή ἀ­πό τά Δί­πτυ­χα τοῦ θρό­νου τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως τοῦ ὀνόματος τοῦ μο­νο­φυ­σί­τη Πα­τριά­ρχη Ἀν­τι­ο­χεί­ας Σε­βή­ρου.
[10] π. Γ. Φλω­ρόφ­σκυ, Τό σῶ­μα τοῦ ζῶν­τος Θε­οῦ, Μιά ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σελ. 80-83
[11] π. Γ. Φλω­ρόφ­σκυ, Τό σῶ­μα τοῦ ζῶν­τος Θε­οῦ, Μιά ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1999, σελ. 80-83
[12] Ἀρ­χι­μαν­δρί­του Ἰ­ου­στί­νου Πό­πο­βιτς, Πε­ρί τήν με­λε­τω­μέ­νην «Με­γά­λην Σύ­νο­δον» τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, Ὑ­πό­μνη­μα πρός τήν Σύ­νο­δον τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Σερ­βι­κῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, Ἀ­θῆ­ναι 1977, σελ. 12
[13] Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της πρώ­ην Ἐρ­ζε­γο­βί­νης κ. Ἀ­θα­νά­σιος, τό 1976, κα­τήγ­γει­λε ὅ­τι: «Ποι­μέ­νες ἐ­ρή­μην ποι­μνί­ου (ἤ καί στε­ρου­μέ­νοι αὐ­τοῦ ἐν­τε­λῶς), θε­ο­λό­γοι ἄ­νευ ποι­μαν­τι­κῆς εὐ­θύ­νης, δι­ά­φο­ροι δο­κη­σί­σο­φοι καί και­σα­ρό­δου­λοι οὐ­δέ­πο­τε ἠ­δυ­νή­θη­σαν εἰς τήν ἱ­στο­ρί­αν τῶν Συ­νό­δων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νά ἀ­να­γνω­ρι­σθοῦν οὔ­τε ὡς ἀν­τι­πρό­σω­ποι τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν οὔ­τε ὡς συ­νε­χί­ζον­τες καί ἀ­να­νε­ώ­νον­τες τήν ζῶ­σαν καί σω­τή­ριον πα­ρά­δο­σιν, πα­ρά μό­νον ὡς μί­α «σύ­νο­δος ἀ­θε­τούν­των». Ἄς ἐν­θυ­μη­θῶ­μεν μό­νον τάς «ἀν­τι­προ­σω­πεί­ας» ἐ­κεί­νας εἰς τάς ψευ­δο­συ­νό­δους τῆς Λυ­ῶ­νος καί τῆς Φλω­ρεν­τί­ας, καί τήν ἐν συ­νε­χεί­ᾳ ἔ­ναν­τι αὐ­τῶν στά­σιν τῶν γνη­σί­ων ὀρ­θο­δό­ξων ποι­μέ­νων καί τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας»
[14] Κα­θη­γη­τῆ Δογ­μα­τι­κῆς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς Α.Π.Θ. κ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη, Ἐ­πι­στο­λή (2η) 10-2-2016 πρός τήν Ἱ­ε­ράν Σύ­νο­δον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος
[15] Ἐ­πι­στο­λή τοῦ Πα­νι­ε­ρω­τά­του Μη­τρο­πο­λί­του Λε­με­σοῦ κ. Ἀ­θα­να­σί­ου πρός τήν Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Κύ­πρου, ἀ­να­φο­ρι­κά μέ τή σύγ­κλη­ση τῆς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας (h­t­tp:­//w­ww.i­m­l­e­m­e­s­ou.o­rg/i­m­a­g­es/20016/k­e­i­m­e­no-g-s­i­n­o­do.p­df)
[16] «... Τήν ἐν λό­γῳ ἀρ­χήν ἔ­χουν, δυ­στυ­χῶς, ἀ­σπα­σθῆ καί ὅ­λαι αἱ ἄλ­λαι ὀρ­θό­δο­ξοι ἀν­τι­προ­σω­πεῖ­αι, ἀ­φοῦ σι­ω­πη­ρῶς ἤ κα­τό­πιν ἁ­πλῶν, γυ­μναῖς ταῖς λέ­ξε­σι, δι­α­μαρ­τυ­ρι­ῶν ἀ­πε­δέ­χθη­σαν τοι­ού­του εἴ­δους «ἀν­τι­προ­σώ­πευ­σιν» ζων­τα­νῶν καί πο­λυ­πλη­θῶν το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν, ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων ὅ­μως εἰς τάς πε­ρισ­σο­τέ­ρας πε­ρι­πτώ­σεις δέν ἔρ­χον­ται ὡς ἀν­τι­πρό­σω­ποι οἱ πραγ­μα­τι­κοί ποι­μέ­νες καί Ἐ­πί­σκο­ποι, καί τοι­ου­το­τρό­πως ἡ φω­νή καί ἡ συ­νεί­δη­σίς των, ἡ μαρ­τυ­ρί­α τῆς πί­στε­ώς των καί ἡ ἐμ­πει­ρί­α τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου των, δέν δύ­ναν­ται νά ἀ­κου­σθοῦν καί νά εἰ­σα­κου­σθοῦν, λό­γῳ ἀ­κρι­βῶς τοῦ τοι­ού­του εἴ­δους τῆς «ἀν­τι­προ­σω­πεύ­σε­ως» καί τῆς τοια­ύτης συν­θέ­σε­ως τῶν «ἀν­τι­προ­σω­πει­ῶν», Ἀρ­χι­μαν­δρί­του Ἰ­ου­στί­νου Πό­πο­βιτς, Πε­ρί τήν με­λε­τω­μέ­νην «Με­γά­λην Σύ­νο­δον», τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, Ὑ­πό­μνη­μα πρός τήν Σύ­νο­δον τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Σερ­βι­κῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας, Ἀ­θῆ­ναι 1977, σελ. 11-12
[17] Μη­τρο­πο­λί­του Ναυ­πά­κτου Ἱ­ε­ρο­θέ­ου, Ἐ­νια­ύσιον 1998
[18] Κεί­με­νο 10ης Συ­νό­δου Δι­ε­θνοῦς Μι­κτῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Θε­ο­λο­γι­κοῦ Δι­α­λό­γου Ὀρ­θο­δό­ξων καί Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κῶν, Ρα­βέν­να, Φε­βρουά­ριος 2007
[19] Κεί­με­νο 9ης Γενικῆς Συνέλευσης ΠΣΕ, Porto Alegre, Φε­βρουά­ριος 2006
[20] Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, Παρατηρήσεις γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο κατά τήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 8 Μαρτίου 2016
[21] Ἐπιστολή Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου στήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 20-1-2016
[22] Κα­θη­γη­τῆ Δογ­μα­τι­κῆς τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς Α.Π.Θ. κ. Δη­μη­τρί­ου Τσε­λεγ­γί­δη, Ἐ­πι­στο­λή (2η) 10-2-2016 πρός τήν Ἱ­ε­ράν Σύ­νο­δον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος

epomeni-tois-agiois-patrasi
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Θεολογική-Επιστημονική Ημερίδα: "Αγία και Μεγάλη Σύνοδος" Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.

7
phpBB [video]




ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΣΤΗ ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ».

Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Διευθυντού τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καί Παραθρησκειῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς



Σεβασμιώτατοι ἅγιοι ἀρχιερεῖς, ἀξιότιμε κ. Πρόεδρε, ἀγαπητοί Σύνεδροι, σεβαστοί Πατέρες, κυρίες καί κύριοι. Κατ’ ἀρχήν θά ἤθελα νά ἐκφράσω καί ἐγώ τίς εὐχαριστίες μου πρός τήν ἐπιστημονική ἐπιτροπή τοῦ Συνεδρίου γιά τήν τιμή τῆς ἀναθέσεως τῆς παρούσης ὁμιλίας. Τό θέμα μου ἔχει τίτλο: «Τό διαθρησκειακό ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδοξίας στή θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου».


Τό πνεῦμα τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ, πού ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά κυριώτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μιᾶς φοβερῆς αἱρέσεως πού κυριάρχησε σ’ ὁλόκληρο τόν 20ο αἰώνα, δέν περιορίστηκε μόνο σέ διαχριστιανικό ἐπίπεδο, ἀλλά σύντομα ἐπεκτάθηκε, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο, καί σέ διαθρησκειακό. Τό πρῶτο ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδοξίας πρός τίς ἄλλες χριστιανικές αἱρέσεις, ἐπακολούθησε ἕνα δεύτερο ἄνοιγμα πρός τίς ἄλλες θρησκεῖες. Τό διαθρησκειακό αὐτό ἄνοιγμα πού ἐπιδιώχθηκε μέ διμερεῖς καί πολυμερεῖς Διαθρησκειακές Συναντήσεις, Διαλόγους και Συνέδρια,ἀποτελεῖ ἕναν ἀπό τούς οὐσιωδέστερους στόχους τοῦ Διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Ἡ δέ προσπάθεια θεσμικῆς κατοχυρώσεως καί συνοδικῆς ἀναγνωρίσεως τῶν ἐν λόγω Συναντήσεων καί Διαλόγων συνεχίζει νά παραμένει μέχρι σήμερα μία ἀπό τίς κυριώτερες ἐπιδιώξεις τῆς μελλούσης νά συνέλθει «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου». Κατ’ ἀρχήν τό θέμα αὐτό εἶναι τεράστιο καί φυσικά δέν εἶναι δυνατόν νά τό ἐξαντλήσουμε στά πλαίσια μιάς ομιλίας. Θά προσπαθήσουμε ἁπλῶς νά σκιαγραφήσουμε πολύ συνοπτικά καί σέ γενικές γραμμές ὁρισμένες πλευρές του. Καί πιό συγκεκριμένα κατ’ ἀρχήν θά καταδείξουμε, πού καί πώς ἐντάσσονται οἱ Διαθρησκειακοί Διάλογοι στή θεματολογία τῆς ἐν λόγω Συνόδου, διότι αὐτό δέν καθίσταται ἀντιληπτό μέ μιά ἁπλή ἀνάγνωση τῶν θεμάτων. Στή συνέχεια θά ἀναφερθοῦμε ἐν ὀλίγοις στό ξεκίνημά τους, στήν μέχρι σήμερα ἱστορική τους πορεία, στή μεθοδολογία, στήν στοχοθεσία, στή σχέση τους μέ τό πανθρησκειακό ὅραμα τῆς Νεᾶς Ἐποχῆς καί τέλος πώς ἡ οἰκουμενιστική «θεολογία», πού ἀναπτύχθηκε μέσα στά πλαίσια τῶν Διαθρησκειακῶν Διαλόγων κρίνεται ὑπό τό φῶς τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας καί τῆς Πατερικῆς μας Παράδοσης.



Οἱ Διαθρησκειακοί Διαλόγοι στήν θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.



Ὅπως εἶναι γνωστό ἡ Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη πού συνῆλθε στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης τό 1976, προχώρησε στήν ἀναθεώρηση τοῦ καταλόγου τῶν θεμάτων τῆς Α΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, πού συνῆλθε στή Ρόδο τό 1961. Ἀπό τά θέματα τῆς Διασκέψεως τῆς Ρόδου ἐπέλεξε μόνο δέκα, διά νά ἀποτελέσουν τήν θεματολογία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἕνα ἀπό αὐτά, τό τελευταῖο κατά σειρά, ἀναφέρεται μ’ ἕνα συγκεκαλυμμένο τρόπο στό Διαθρησκειακό ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑπό τήν ἑξῆς διατύπωση: «Συμβολή τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τήν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν της εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ των λαῶν καί ἄρσιν τῶν φυλετικῶν διακρίσεων».[1]

Στό θέμα αὐτό δέν γίνεται βέβαια σαφής καί ρητή ἀναφορά στούς Διαθρησκειακούς Διαλόγους, ὡστόσο στό ἀνακοινωθέν πού ἐξέδωσε ἡ Α΄ Προσυνοδική, ὅπου γίνεται λόγος καί στό τελευταῖο αὐτό θέμα, διασαφίζεται πλέον ξεκάθαρα μέ ποιόν τρόπο θεωροῦν τά μέλη τῆς Διασκέψεως ὅτι μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖἡἐν λόγω «συμβολή». Ἡ Διάσκεψη διακηρύσσει ἐπί λέξει τά ἑξῆς: «Ἡ Διάσκεψις ἐκφράζουσα τήν ἐπιθυμίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά συμβάλη εἰς τήν διαθρησκειακήν συννενόησιν καί συνεργασίαν, δι’ αὐτῆς δέ εἰς τήν ἀπάλειψιν τοῦ φανατισμοῦἀπό πάσης πλευρᾶς καί τοιουτοτρόπως, εἰς τήν συμφιλίωσιν τῶν λαῶν καί ἐπικράτησιν τῶν ἰδεωδῶν της ἐλευθερίας καί τῆς εἰρήνης εἰς τόν κόσμον πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί θρησκεύματος ἀπεφάσισεν ὅπως ἡὈρθοδόξος Ἐκκλησία συνεργασθῆ πρός τοῦτο μετά τῶν ἄλλων ἐκτός του χριστιανισμοῦ θρησκευμάτων».[2]

Μ’ ἄλλα λόγια ἡ Διάσκεψη πιστεύει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ καί ὀφείλει νά συμβάλει στήν ἐπικράτηση τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν της εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ των λαῶν διά μέσου της διαθρησκειακῆς συνεννοήσεως καί συνεργασίας, ἡ ὁποία βέβαια ἐπιτυγχάνεται κυρίως μέσω τῶν Διαθρησκειακῶν Συναντήσεων καί Διάλογων.

Τό ἐν λόγω θέμα ἔτυχε περαιτέρω μελέτης καί ἐπεξεργασίας κατά τήν Γ΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη πού συνῆλθε στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης τό Νοέμβριο τοῦ 1986, ἐπί τῇ βάσει σχεδίου κειμένου πού καταρτίσθηκε τόν Φεβρουάριο τοῦ 1986, ἀπό Διορθόδοξο Προπαρασκευαστική Ἐπιτροπή. Στήν Γ΄ Προσυνοδική ἔγινε μιά προσπάθεια θεολογικῆς θεμελιώσεως καί κατοχυρώσεως τῶν Διαθρησκειακῶν σχέσεων καί Διαλόγων ἐπί οἰκουμενιστικῶν βάσεων. Πιό συγκεκριμένα οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου προσπάθησαν νά δικαιολογήσουν τήν διαχριστιανική καί διαθρησκειακή συνεργασία πάνω στίς βάσεις τῆς ἀξίας τοῦἀνθρωπίνου προσώπου, τῆς ἀξίας τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας καί στήν ἀναγωγή τῆς ἑνότητος τοῦἀνθρωπίνου γένους στό ἀρχέτυπο ζεῦγος τῆς θείας δημιουργίας. Ἐπικαλέστηκαν ἀκόμη ὁρισμένα βιβλικά χωρία πού ἀναφέρονται στίς παρά πάνω θεολογικές βάσεις καί στήν ἐν Χριστῷ εἰρήνη.[3]

Πρός ἐπίρρωσιν τῶν θέσεών τους ἐπικαλέστηκαν ἀκόμη καί ὁρισμένα πατερικά χωρία ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο[4], τον Μέγα Βασίλειο[5], τόν ἅγιο Ἰππόλυτο[6], τόν ἅγιο Διονύσιο τον Ἀρεοπαγίτη[7], τον Κλήμη τον Ἀλεξανδρέα[8], κ.α.Ἀργότερα στήν Ε΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, πού ἔγινε καί αὐτή στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2015, διαμορφώθηκε τό τελικό προσυνοδικό κείμενο, τό ὁποῖο παρεπέμφθη πρός ἔγκριση στήν μέλλουσα νά συνέλθη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο,μ’ ἕνα γενικότερο τίτλο ὡς ἑξῆς: «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνω κόσμω. Ἡ Συμβολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τήν ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ των λαῶν καί ἄρσιν τῶν φυλετικῶν και λοιπῶν διακρίσεων». Στό ἐν λόγω κείμενο, (Α΄ κεφ. §5), διασαφίζεται, πώς νοεῖται καί πώς βλέπουν οἱ συντάκτες τοῦ κειμένου, ὅτι μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ αὐτή ἡ«συμβολή» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας: «Αἰ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καλοῦνται νά συμβάλλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν, δι’ αὐτῆς δέ εἰς τήν ἀπάλειψιν τοῦ φανατισμοῦἀπό πάσης πλευρᾶς καί τοιουτοτρόπως εἰς τήν συμφιλίωσιν τῶν λαῶν καί ἐπικράτησιν τῆς ἐλευθερίας καί τῆς εἰρήνης εἰς τόν κόσμον πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦ ἀνθρώπου, ἀνεξαρτήτως φυλῆς καί θρησκεύματος». Βλέπουμε δηλαδή ὅτι στό κείμενο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς οὐσιαστικά ἐπαναλαμβάνεται ἡἴδια ἰδεολογία καί ἡἴδια ἀντίληψη σχετικά μέ τήν ἀποστολή καί τό χρέος «τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νά συμβάλη εἰς τήν διαθρησκειακήν συννενόησιν καί συνεργασίαν ......μετά τῶν ἄλλων ἐκτός του χριστιανισμοῦ θρησκευμάτων», προφανῶς μέσω τῶν Διαθρησκειακῶν σχέσεων καί Διαλόγων[9].


Ἱστορική πορεία


Τίς ἀπαρχές τοῦ ἀνοίγματος τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας πρός τίς ἄλλες θρησκεῖες θά πρέπει νά ἀναζητήσουμε στήν Α΄ Πανορθόδοξο Διάσκεψη τῆς Ρόδου τό 1961. Ἡ ἐν λόγω Διάσκεψη κατάρτισε ἕνα εὐρύ κατάλογο θεμάτων, ὅπου γιά πρώτη φορά, σ’ ἕνα ἀπό αὐτά γίνεται λόγος περί συμβολῆς «τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς τήν ἐπικράτησιν τῶν χριστιανικῶν ἰδεωδῶν της εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ των λαῶν».[10]Ἕνα χρόνο ἀργότερα ἐπακολουθεῖ τό πρῶτο ἐπίσημο ἄνοιγμα τοῦ Παπισμοῦ πρός τίς ἄλλες θρησκεῖες κατά τήν Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο, (1962-1965), μέ τήν γνωστή Συνοδική Ἐγκύκλιο Nostra Aetate, ὅπου διακηρύσσεται:

«Μέ ἐκτίμηση ἀτενίζει ἡ Ἐκκλησία καί τούς Μουσουλμάνους, οἱὁποῖοι λατρεύουν τόν ἕνα καί μοναδικό Θεό τόν ζῶντα… τόν εὔσπλαγχνο καί παντοδύναμο, τόν δημιουργό οὐρανοῦ καί γῆς, πού μίλησε στούς ἀνθρώπους».[11]Προσκαλεῖ δέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς πιστούς νά δώσουν μαρτυρία τῆς χριστιανικῆς πίστης καί ζωῆς μέ σύνεση καί ἀγάπη, μέ διάλογο καί συνεργασία μέ τούς ὀπαδούς τῶν ἄλλων θρησκειῶν, ἀναγνωρίζοντας, διατηρώντας καί προωθώντας τά πνευματικά καί ἠθικά στοιχεῖα, καθώς καί τίς ἀξίες, πού ὑπάρχουν στήν κοινωνία καί τόν πολιτισμό τους.

Πρός τόν σκοπό αὐτό μάλιστα διοργάνωσε σέ πρώτη φάση τρεῖς Διαθρησκειακές Συναντήσεις στήν Ἀσσίζη (1986, 1994 καί 2002) καί μία Διαθρηκειακή Συνέλευση στή Ρώμη (Βατικανό, Ὀκτώβριος 1999), μέ ἐκπροσώπους ὅλων των θρησκειῶν.[12]

Τό παράδειγμα τοῦ Βατικανοῦ ἀκολούθησε στή συνέχεια καί ὁ Προτεσταντισμός,ὁὁποῖος διά τοῦ Π.Σ.Ε., ἵδρυσε τό 1971 τό τμῆμα διαλόγου μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες καί πραγματοποίησε σειρά Διαθρησκειακῶν Συναντήσεων καί Συνεδρίων κυρίως μεταξύ χριστιανῶν καί μουσουλμάνων, ἀνταποκρινόμενο στά αἰτήματα πολλῶν προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν.[13] Στό ἴδιο πνεῦμα κινήθηκε καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡὁποία ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς καί τοῦ Π.Σ.Ε. ἀπεφάσισε κατά τίς Α΄ καί Γ΄ Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διάσκεψεις, νά προωθήσει ἔτι περαιτέρω τίς διαθρησκειακές σχέσεις. Εἰδικότερα ἡ Γ΄ Προσυνοδική, μετά ἀπό διεξοδική μελέτη, συνέταξε ἕνα κείμενο, τό ὁποῖο παρέπεμψε πρός ἔγκριση στήν μέλλουσα νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ἐνῶ παράλληλα ἤδη ἀπό τό 1977 ἄρχισαν οἱ πρῶτες ἐπαφές μέ τόν Ἰουδαϊσμό, ὑπό τήν μορφή τῶν Ἀκαδημαϊκῶν Διασκέψεων. Καί ἐνῶ θά ἔπρεπε οἱ προσυνοδικές αὐτές ἀποφάσεις, (τῆς Α΄ καί Γ΄ Προσυνοδικῆς), νά μήν τεθοῦν σέ ἐφαρμογή, ἀλλά νά περιμένουν τήν τελική ἔγκριση, ἤ ἀπόρριψή τους ἀπό τήν μέλλουσα νά συνέλθη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, ὅπως ἐπιβάλλει ἡ συνοδική δεοντολογία καί Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ἀποφάσεις αὐτές, ὅλως παραδόξως ἐφαρμόσθηκαν στήν πράξη, ὡσάν νά εἶχε ἤδη πραγματοποιηθεῖἡἉγία καί Μεγάλη Σύνοδος καί ὡσάν νά εἶχε ἤδη ἐγκρίνει τίς ἐν λόγω προσυνοδικές ἀποφάσεις.


Τέτοιου εἴδους ὅμως μεθοδεύσεις, τῶν πρωτεργατῶν τῶν Διαθρησκειακῶν Διαλόγων, μόνον ὡς ἐμπαιγμός τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ θά μποροῦσαν νά χαρακτηριστοῦν. Πέραν τούτου οἱ ἐν λόγω προσυνοδικές ἀποφάσεις δέν ἐτέθησαν, ὅπως θά ἔπρεπε βέβαια, ὑπό τήν μελέτη καί τόν συνοδικό ἔλεγχο τῶν Ἱερῶν Συνόδων τῶν κατά τόπους Πατριαρχείων καί Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἐάν καί κατά πόσον τέτοιου εἴδους ἀποφάσεις εἶναι σύμφωνες μέ τήν πίστη καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως σέ καμιά περίπτωση δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὅτι ἐκφράζουν τήν ἐπίσημη θέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Μέ βάση τίς πραναφερθεῖσες Προσυνοδικές Διασκέψεις τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο διοργάνωσε ἀφ’ ἑνός μέν διμερεῖς Ἀκαδημαϊκές Διασκέψεις μέ τόν Ἰουδαϊσμό καί τό Ἰσλάμ καί ἀφ’ ἑτέρου Διαθρησκειακᾶ Συνέδρια καί Συναντήσεις ἡγετῶν καί ἐκπροσώπων τῶν τριῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν.

Μέ τόν Ἰουδαϊσμό, ὕστερα ἀπό μιά προκαταρκτική συνάντηση ἐκπροσώπων τῶν δύο θρησκειῶν πού ἔγινε στή Γενεύη τό 1976, πραγματοποιήθηκαν ἀπό τό 1977 μέχρι τό 2003 πέντε Ἀκαδημαϊκές Διασκέψεις. Ἡ πρώτη ἔλαβε χώρα στή Λουκέρνη (16-18 Μαρτίου 1977) μέ θέμα «Ἡ ἔννοια τοῦ νόμου στήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη»,ἡ δεύτερη στό Βουκουρέστι, (29-31 Ὀκτωβρίου 1979), μέ θέμα «Παράδοση καί Κοινότητα στόν Ἰουδαϊσμό καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», ἡ τρίτη στήν Ἀθήνα, (21-24 Μαρτίου 1993), μέ θέμα «Συνέχεια καί ἀνανέωση», ἡ τέταρτη στή Μααλέχ Χασαμίσα τῆς Ἱερουσαλήμ, (13-16 Δεκεμβρίου 1998), μέ θέμα «Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ σύγχρονου κόσμου ἀπό τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἰουδαϊσμό» καί ἡ πέμπτη στή Θεσσαλονίκη, (27-29 Μαΐου 2003), μέ θέμα «Ἡ πιστότητα στίς πηγές: κοινή δέσμευση γιά τήν εἰρήνη καί τή δικαιοσύνη».


Πολύ περισσότερες καί τακτικότερες ὑπῆρξαν οἱἈκαδημαϊκές Διασκέψεις μέ τό Ἰσλάμ, χάρις στή συνεργασία τοῦὈρθοδόξου Κέντρου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στό Σαμπεζύ μέ τή Βασιλική Ἀκαδημία τῆς Ἰορδανίας, (Ἀμμάν), γιά τήν ἔρευνα τοῦ ἰσλαμικοῦ πολιτισμοῦ, (Al-Albait Foundation), μέ τήν ἔνθερμη μάλιστα ὑποστήριξη τοῦ πρίγκιπα – διαδόχου της Ἰορδανίας Χασᾶν. Μετά ἀπό δύο προπαρασκευαστικές Συναντήσεις πού ἔγιναν, ἡ πρώτη στό Windsor τῆς Ἀγγλίας (1984) καί ἡ δεύτερη στό Ἀμμάν τῆς Ἰορδανίας (1985), πραγματοποιήθηκαν ἀπό τό 1984 μέχρι τό 2002 δέκα Διασκέψεις. Ἡ πρώτη ἔλαβε χώρα στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης (16-20 Νοεμβρίου 1986) μέ θέμα «Αὐθεντία καί θρησκεία», ἡ δεύτερη στό Ἀμμάν τῆς Ἰορδανίας, (20-25 Νοεμβρίου 1987), μέ θέμα «Πρότυπα ἱστορικῆς συνυπάρξεως μουσουλμάνων καί χριστιανῶν καί μελλοντικές προοπτικές»,ἡ τρίτη στό Σαμπεζύ, (12-15 Δεκεμβρίου 1988), μέ θέμα «Εἰρήνη καί δικαιοσύνη», ἡ τέταρτη στήν Κων/πόλη (10-14 Σεπτεμβρίου 1989) μέ θέμα «Ὁ θρησκευτικός πλουραλισμός καί τά ὅριά του»,ἡ πέμπτη στό Ἀμμᾶν, (26-28 Ἰουλίου 1993), μέ θέμα «Οἱ νέοι καί οἱ ἀξίες τῆς μετριοπάθειας», ἡ ἕκτη στήν Ἀθήνα, (8-10 Σεπτεμβρίου 1994), μέ θέμα «Παιδεία γιά κατανόηση καί συνεργασία»,ἡ ἕβδομη στό Ἀμμάν, (3-5 Ἰουνίου 1996), μέ θέμα «Τό ἐκπαιδευτικό σύστημα στό Ἰσλάμ καί τόν Χριστιανισμό», ἡ ὄγδοη στήν Κων/πόλη, (3-5 Ἰουνίου 1997), μέ θέμα «Προοπτικές συνεργασίας καί συμμετοχῆς μεταξύ χριστιανῶν καί μουσουλμάνων ἐνώπιόν της τρίτης χιλιετίας»,ἡ ἔνατη στό Ἀμμάν, (10-12 Νοεμβρίου 1998), μέ θέμα «Μουσουλμάνοι καί Χριστιανοί στή σύγχρονη κοινωνία. Ἡ εἰκόνα τοῦἄλλου καί τό νόημα τῆς ἰσοπολιτείας» καί ἡ δέκατη στό Μπαχρέϊν, (28-30 Ὀκτωβρίου 2002), μέ θέμα «Ὁ ρόλος τῆς θρησκείας γιά τήν εἰρηνική συνύπαρξη στή σύγχρονη κοινωνία».[14]
Μετά τό τρομοκρατικό χτύπημα τῶν διδύμων πύργων τῆς Νέας Ὑόρκης στίς 11 Σεπτεμβρίου 2001, παρατηρεῖται μία ἔξαρση τῶν Διαθρησκειακῶν Συναντήσεων. Οἱ συναντήσεις αὐτές προωθήθηκαν τώρα καί ἀπό ἰσχυρούς πολιτικούς παράγοντες μέ σκοπό τήν καταστολή τοῦ ἰσλαμικοῦ φανατισμοῦ, τήν πάταξη τῆς διεθνοῦς τρομοκρατίας καί τήν προώθηση τῆς παγκόσμιας εἰρήνης. Μέσα στά πλαίσια αὐτά καί ἡὈρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιστρατεύτηκε σέ μιά «σταυροφορία» κατά τῆς τρομοκρατίας, θεωρήθηκε πολιτιστικό μέγεθος καί οἱ ἐκκλησιαστικοί μας ἡγέτες ἐκλήθηκαν νά ὑπηρετήσουν πολιτικές σκοπιμότητες καί ἐγκόσμιους ρόλους.

Ἀπό τίς Συναντήσεις αὐτές ἀναφέρουμε ἐνδεικτικά τίς τρεῖς σπουδαιότερες πού εἶχαν καί διεθνῆ ἀπήχηση: Ἡ Α΄ Διαθρησκειακή Συνάντηση πραγματοποιήθηκε ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης στίς Βρυξέλλες (19-20 Δεκεμβρίου 2001) μέ θέμα «Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ κόσμω».Ἡ Β΄ Διαθρησκειακή Συνάντησηἔλαβε χώρα στή Θεσσαλονίκη, (29-30 Μαΐου 2003), ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί σέ συνεργασία μέ τό ἑλληνικό Ὑπουργεῖο Πολιτισμοῦ μέσα στό πλαίσιο τῶν δραστηριοτήτων τῆς Ἑλληνικῆς Προεδρίας τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, μέ θέμα «Ὁ διαθρησκειακός διάλογος ὡς προϋπόθεση τοῦ πολιτισμοῦ τῶν πολιτισμῶν». ἩΓ΄ Διαθρησκειακή Συνάντηση πραγματοποιήθηκε ἐξ ἀφορμῆς τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων τῆς Ἀθήνας στό Μαρούσι, (10-11 Αὐγούστου 2004), μέ πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου καί τοῦ Ὀλυμπιακοῦ Δήμου Ἁμαρουσίου, μέ θέμα «Θρησκεία, εἰρήνη καί ὀλυμπιακό ἰδεῶδες».[15]


Ὁ πόλεμος στή Συρία καί οἱ σφαγές ἀθώων χριστιανῶν ἀπό τούς φανατικούς μουσουλμάνους, πού συνεχίζονται μέχρι σήμερα, ἔδωσε ἀφορμή γιά νέα ἔξαρση τῶν Διαθρησκειακῶν Συναντήσεων. Ἀναφέρουμε μόνο μερικές ἐνδεικτικά: Τήν Διαθρησκειακή Συνάντηση μεταξύ Ἰουδαϊσμοῦ καί Ὀρθοδοξίας πού πραγματοποιήθηκε στίς 4–6 Ἰουνίου 2013 στή Θεσσαλονίκη μέ θέμα «Τό πνευματικό καί φυσικό περιβάλλον: σεβασμός πρός τόν κόσμο, σεβασμός πρός ἀλλήλους». Τό Διεθνές Διεπιστημονικό Συνέδριο πού πραγματοποιήθηκε ἐπίσης στή Θεσσαλονίκη στίς 27 Ἀπριλίου 2015, μέ θέμα: «Θρησκεία καί Βία». Τό πέμπτο Συνέδριο τῶν παγκοσμίων καί παραδοσιακῶν θρησκευμάτων, πού πραγματοποιήθηκε στήν Ἀστάνα τοῦ Καζακστᾶν στίς 10-11 Ἰουνίου 2015 μέ θέμα: «Ὁ διάλογος τῶν θρησκευτικῶν ἡγετῶν καί τῶν πολιτικῶν γιά τήν κυριαρχία τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀνάπτυξης». Τό Διαθρησκειακό Συνέδριο πού πραγματοποιήθηκε στήν Ἀθήνα στίς 3 Σεπτεμβρίου 2015 ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τοῦ «Διεθνοῦς Κέντρου “Βασιλιάς Ἀμπντάλα” γιά τόν Διαθρησκειακό καί Διαπολιτισμικό Διάλογο» μέ θέμα «Ἑνωμένοι, χριστιανοί καί μουσουλμάνοι, ἐνάντια στή βία στό ὄνομα τῆς Θρησκείας». Καί τέλος τό Διαθρησκειακό Συνέδριο πού ἔλαβε χώρα στήν Ἀθήνα ἀπό 18 ἕως 20 Ὀκτωβρίου 2015 μέ θέμα: «Θρησκευτικός καί Πολιτιστικός Πλουραλισμός καί Εἰρηνική Συνύπαρξη στή Μέση Ἀνατολή».
Βασικές δογματικές παραδοχές. Σχέση τῶν Διαθρησκειακῶν Διαλόγων μέ τήν Νέα Ἐποχή.


Σ’ ὅλα τα παρά πάνω συνέδρια καί συναντήσεις κυριάρχησαν κατ’ ἀρχήν δύο βασικές ἀντιλήψεις, οἱ ὁποῖες σύν τῷ χρόνω κατέστησαν βασικές καί θεμελιώδεις δογματικές ἀρχές:

α) Ἡ ἀρχή τοῦ δογματικοῦ πλουραλισμοῦ, καί

β) Ἡ ἀρχή τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ.

Μέ τήν πρώτη υἱοθετεῖται καί νομιμοποιεῖται ἡ συνύπαρξη διαφορετικῶν δογμάτων καί πίστεων. Σύμφωνα μ’ αὐτήν καμία θρησκεία δέν ἔχει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια. Ὅλες οἱ θρησκεῖες, (μαζί καί ἡ Ὀρθοδοξία), ἔχουν μέρος μόνον τῆς ἀληθείας. Ὁπότε ὅλες θά πρέπει νά συνεισφέρουν τό μερίδιό τους, ὥστε ἡ κάθε μία νά ἐμπλουτίσει τίς ἄλλες καί νά ἐμπλουτιστεῖἀπό αὐτές. Μέ τήν δεύτερη ἀρχή ἐλαχιστοποιοῦνται καί ἀμβλύνονται οἱ μεταξύ των θρησκειῶν δογματικές διαφορές, ἐνῶ καταβάλλεται προσπάθεια νά προβληθοῦν οἱ δῆθεν ὁμοιότητες καί τά μεταξύ αὐτῶν κοινά στοιχεῖα, ὥστε νά μή μείνουν περιθώρια στήν Ὀρθοδοξία νά διεκδικεῖ τήν ἀποκλειστικότητα καί τήν μοναδικότητα τῆς σωτηρίας. Διακηρύχθηκε μάλιστα ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι παρόν καί ἐνεργεῖ κατά παρόμοιο τρόπο σ’ ὅλες τίς θρησκεῖες. Ἁπλῶς ἐκφράζεται μέ διαφορετικά ὀνόματα. Στόν Ἰουδαϊσμό ὡς Σεχινά, στόν Χριστιανισμό, ὡς Ἅγιο Πνεῦμα, στόν Ἰνδουϊσμό ὡς Ἄτμαν, ἐνῶ στόν Μουσουλμανισμό ὡς Ρουάχ.[16]


Κυριάρχησε ἐπίσης στίς συναντήσεις αὐτές τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρωποκεντρικοῦ Οὐμανισμοῦ. Οἱ στόχοι καί ἡ μεθοδολογία τῶν διαλόγων σφραγίστηκαν μ’ ἕνα ἔντονο ἐγκοσμιοκρατικό χαρακτήρα καί προσανατολισμό. Μέσα στό πνεῦμα αὐτό καλλιεργήθηκε ἡ ἰδέα ὅτι ἡ προσέγγιση καί ὁ διάλογος μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες, ἀποτελεῖ μία ἀναγκαιότητα προκειμένου ἔτσι νά συστρατευθοῦν ἀπό κοινοῦ σέ μιά κοινή μαρτυρία γιά τό καλό του κόσμου. Γιά νά καταπολεμίσουν, ὅπως ἰσχυρίζονται, τά ποικίλα κοινωνικά προβλήματα πού μαστίζουν τήν ἀνθρωπότητα, ὅπως ὁ πόλεμος, ἡ μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος, ἡ φτώχεια, ἡ ἀνεργία ὁ θρησκευτικός φανατισμός, ἡ τρομοκρατία κ.λ.π. Γιά νά προωθήσουν τήν παγκόσμια εἰρήνη, τήν εἰρηνική συνύπαρξη καί συνεργασία τῶν θρησκειῶν στίς σύγχρονες πολυθρησκευτικές κοινωνίες, τήν δικαιοσύνη, τήν ἐλευθερία καί τήν ἀδελφοσύνη μεταξύ των λαῶν. Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ καὶ πρὸς ἐπίτευξη τῶν παρὰ πάνω στόχων υἱοθετήθηκαν οἱ διαθρησκειακὲς συμπροσευχές, οἱὁποῖες ὅμως ρητὰἀπαγορεύονται ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Ἂς σημειωθεῖ ἐν προκειμένω ὅτι στὸ Κείμενο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς πουθενὰ δὲν γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀνάγκη ἀπαγορεύσεως τῶν συμπροσευχῶν, πράγμα ποὺ δείχνει ὅτι ἔστω καὶ σιωπηρῶς ἐγκρίνονται καὶ προωθοῦνται.


Οἱ μέχρι τώρα γενόμενοι Διάλογοι ὅπως ἀπέδειξαν τὰ πράγματα ὑπηρέτησαν καὶἐξακολουθοῦν νὰὑπηρετοῦν καὶ νὰ προωθοῦν τά σκοτεινά σχέδια τῆς Νέας Ἐποχῆς, τήν ὁμογενοποίηση ὅλων των θρησκειῶν, προκειμένου ἔτσι νά οἰκοδομηθεῖ τό νέο θρησκευτικό μοντέλο τῆς πανθρησκείας τοῦ Ἀντιχρίστου.Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ πρῶτος καί κύριος σκοπός τῆς Νέας Ἐποχῆς εἶναι ἡ δημιουργία τῶν καταλλήλων προϋποθέσεων γιά τήν οἰκοδόμηση μιᾶς Νέας Τάξεως Πραγμάτων, δηλαδή ἡἐνοποίηση τῆς ἀνθρωπότητος, πολιτική, οἰκονομική, πολιτισμική καί θρησκευτική καί ἡἐπίτευξη μιᾶς παγκόσμιας κυβερνήσεως ὑπό τήν ἡγεσία ἑνός νέου Μεσσία, ὁ ὁποῖος θά εἶναι ταυτόχρονα πολιτικός ἡγέτης καί θρησκευτικός, τῆς νέας παγκόσμιας θρησκείας πού θά προέλθει ἀπό τήν ὁμογενοποίηση καί τόν συγκερασμό ὅλων των θρησκειῶν τοῦ κόσμου. Αὐτήν ὅμως τήν ἰδέα τῆς συγκρητιστικοῦ τύπου ὁμογενοποιήσεως τῆς ἀνθρωπότητος, πού ὁραματίζονται οἱ σχεδιαστές τῆς Νέας Ἐποχῆς, ὁμολογοῦν ἐπίσης οἱ πρωτεργάτες τῶν Διαθρησκειακῶν Διαλόγων.


Παρά κάτω περιοριζόμαστε νά παραθέτουμε μερικές μόνον, λόγω ἐλλείψεως χρόνου, ἀποκαλυπτικές δηλώσεις, ἀλλά καί συγκεκριμένες πράξεις συμβολικοῦ χαρακτήρα, ὁρισμένων ἐξ’ αὐτῶν. Ἀρχίζουμε μέ τόν πρώην Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας κυρό Παρθένιο, ὁὁποῖος διεκήρυξε: «Γιά μένα τό θέμα τῆς γνώσεως ἄν τό Ἰσλάμ εἶναι ἤ δέν εἶναι μιά ἐμπνευσμένη θρησκεία δέν τίθεται: Εἶναι βεβαίως ἐμπνευσμένη…Ὁ Μωάμεθ εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔκαμε τούς Ἄραβας τῆς ἐρήμου νά πιστεύουν στόν ἕνα Θεόν ἱκανούς νά νηστεύουν, νά προσεύχονται, νά ἀγαποῦν τούς γείτονές τους καί νά ἐργάζονται γιά τό καλό. Καί αὐτό εἶναι καλό πράγμα».[17]Ὁ νῦν Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, στήν Παγκόσμια Διάσκεψη Θρησκείας καί Εἰρήνης στήν Riva del Garda τῆς Ἰταλίας στίς 4 Νοεμβρίου 1994, ἐδήλωσε μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς:


«…Ρωμαιοκαθολικοί καί Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες καί Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καί Ἰνδοί, Βουδιστές καί Κομφουκιανοί, ἦλθε ὁ καιρός ὄχι ἁπλῶς γιά προσέγγιση, ἀλλά γιά μιά συμμαχία καί συλλογική προσπάθεια πρός τόν σκοπόν τῆς καθοδηγήσεως τοῦ κόσμου, μακράν των ψευδοπροφητῶν τοῦ ἐξτρεμισμοῦ καί τῆς μισαλλοδοξίας».[18]Τόν Νοέμβριο τοῦ 2000 πραγματοποιήθηκε στό Καταμντού τοῦ Νεπάλ τό 39ο Διεθνές Συνέδριο γιά τό φυσικό περιβάλλον, στό ὁποῖο συμμετεῖχαν ἐκπρόσωποι ἕνδεκα θρησκειῶν, οἱ ὁποῖοι «προσέφεραν ἱερά Δῶρα στή γῆ». Στό συνέδριο συμμετεῖχε ὡς ὁμιλητής καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, ὁ ὁποῖος προσέφερε ὡς ἱερό δῶρο στή γῆ μιά μοναστηριακή ἔκταση στήν περιοχή τῆς Δωδεκανήσου.[19] Σέ ἄλλη ὁμιλία του, πού ἐκφωνήθηκε στήν Α΄ Διαθρησκειακή Συνάντηση πού πραγματοποιήθηκε ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης τό Δεκέμβριο τοῦ 2001, ἐδήλωσε ἐνώπιον πολλῶν ἐκπροσώπων τοῦἸουδαϊσμοῦ καί τοῦἸσλάμ, ὅτι:

«Ἐάν σταθῶμεν μέ τό προσῆκον δέος ἀπέναντί των προσωπικῶν ἀναζητήσεων ἑκάστης ψυχῆς, ἡὁποία γεννηθεῖσα εἰς ὁρισμένην θρησκευτικήν παράδοσιν, ἀνοίγει τάς πτέρυγάς της διά νά πετάξει εἰς ἀναζήτησιν τοῦ Ἠγαπημένου, ἀντιλαμβανόμεθα, ὅτι ἔχομεν ἀνθρώπινον χρέος νά σεβασθῶμεν ἀπολύτως τήν προσωπικήν πορείαν ἕκαστου πρός τήν ὑπερτάτην ἀγάπην.

Τότε ἐναγκαλιζόμεθα ἐν εἰρήνη τήν ψυχήν αὐτήν καί παρακολουθοῦμε ἐν ἄκρα σιωπή καί προσευχή τήν πορείαν της, εἴτε συμβαδίζει μέ ἠμᾶς [τούς Χριστιανούς] εἴτε ἀκολουθεῖἄλλον δρόμον, [λόγου χάριν τόν Ἰουδαϊσμό ἤ τό Ἰσλάμ], διότι ὁ Ἠγαπημένος τήν ἀναμένει καί θά τῆς δείξη τόν δρόμον».[20] Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2009, μετέβη στήν Ἀμερική, ὅπου ἐπεσκέφθη τήν ἕδρα τῆς Coca cola, ὅπου προσέφερε στόν πρόεδρο τῆς ἐταιρίας κ. Μουχτάρ, ὡς ἀναμνηστικό δῶρο, ἀντί Ἁγίας Γραφῆς, ὅπως θά περίμενε κανείς, τό Κοράνιο, τό ὁποῖο μάλιστα χαρακτήρισε ὡς «ἱερό».[21] Τήν ἴδια ἐκείνη περίοδο, (Ὀκτώβριος 2009), ἐπεσκέφθη ἐπίσης καί τήν Ἑβραϊκή Συναγωγή τῆς Νέας Ὑόρκης, ὅπου ὁἀρχιραβίνος κ. Schneier, τόν ἐτίμησε προσφέροντάς του κάποιο ἀναμνηστικό δῶρο.


Ὁ Πατριάρχης ἀντιφωνώντας ἐξέφρασε τήν μεγάλη χαρά του, γιά τήν παρουσία του στήν Συναγωγή καί ἐδήλωσε μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Ἀγαπητοί φίλοι, καλούμεθα νά γίνωμεν προφητικαί κοινότητες μεταμορφώσεως εἰς ἕνα τελματωμένον κόσμον […] Ἅς πιαστοῦμε ἀπό τά χέρια ὄχι μόνον εἰς προσευχήν, ἀλλά καί εἰς ἔνδειξιν ἀλληλεγγύης. Τό ὀφείλομεν εἰς τόν Θεόν μας, εἰς τούς κοινούς πατριάρχας μας Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, εἰς ὅλους ἠμᾶς καί εἰς τόν κόσμον».[22] Παρόμοια προσφορά ὡς ἀναμνηστικοῦ δώρου τοῦ Κορανίου, εἴχαμε καί ἀπό τούς Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας κ. Θεόδωρο[23] καί Ἱεροσολύμων κ. Θεόφιλο.[24]Ὁ πρῶτος κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Προέδρου τοῦ Σουδάν κ. Ὀμάρ Ἇλ Μπασίρ στό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας τόν Φεβρουάριο τοῦ 2010 καί ὁ δεύτερος κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ Πρίγκηπος τῆς Ἰορδανίας κ. Ἐμίρ Γάζη στό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων τόν Ἀπρίλιο τοῦ 2012.
Ἀναφέρουμε ἐπίσης τίς βλάσφημες δηλώσεις τοῦ πρώην Μητροπολίτου Ἐλβετίας Δαμασκηνοῦ: Κατά τόν Σεβασμιώτατο, ὅλες οἱ θρησκεῖες θεωροῦνται «ἠθελημέναι ὁδοί ἀπό τόν Θεόν γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν σωτηρία τῶν πιστῶν τους».[25]Ὅτι «κατά βάθος μιά ἐκκλησία, ἤἕνα τέμενος ἀποβλέπουν στήν ἴδια πνευματική καταξίωση τοῦἀνθρώπου».[26]Ὅτι «ἡ οὐσιαστική ἀνεξιθρησκεία δέν περιορίζεται σέ ἁπλή ἀνοχή, ἀλλά συνίσταται πέραν αὐτῆς καί σέ μιά θετική ἀναγνώριση μιᾶς ξένης θρησκείας ὡς γνήσιας δυνατότητος συναντήσεως μέ τό ἱερό».[27]


Τέλος ὁ γνωστός καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν κ. Σάββας Ἀγουρίδης, μετά τήν συμμετοχή του στήν Β΄ Συνδιάσκεψη τῆς «Συνελεύσεως τῶν Θρησκειῶν τοῦ Κόσμου» στό Σάν Φραντσίσκο τό 1990, ἐδήλωσε:

«ὉἸουδαϊσμός καί τό Ἰσλάμ πρέπει νά γίνουν ἀποδεκτοί ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ὡς ἴσοι καί ὅμοιοι μέ τήν Ὀρθοδοξία καί ὁ Βουδισμός, ὅπως προφανῶς καί ἄλλες θρησκεῖες, ἀποτελοῦν θρησκευτικά φαινόμενα, ὅπως ἡὈρθοδοξία».[28]
Σ’ ὅλα τα παραπάνω νά προσθέσουμε τήν παραχώρηση στίς 14 Νοεμβρίου 2015 τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Οὐάσιγκτον στούς μουσουλμάνους γιά νά τελέσουν δική τους λατρεία.[29] Τήν ἀνοικοδόμηση στό Βερολίνο διαθρησκειακού ναοῦ γιά Χριστιανούς, Μουσουλμάνους καί Ἑβραίους.[30] Καί τέλος τήν ἀποκατάσταση τοῦἸούδα καί τοῦἙβραϊκοῦ λαοῦἀπό τό στυγερό ἔγκλημα τῆς σταυρώσεως τοῦἸησοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν Πάπα Βενέδικτο,[31] τό 2011, τήν ὁποία ἀπεδέχθησαν ἔστω και σιωπηρῶς, χωρίς καμία διαμαρτυρία καί ἐξ’ Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστές.


Ἡ Διαθρησκειακή οἰκουμενιστική «θεολογία» ὑπό τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου Πατερικῆς Θεολογίας.


Α) Ὁ Θεός τῶν Ἑβραίων καί τοῦ Ἰσλάμ.


Μέ βάση τίς θεμελιώδεις ἀρχές τοῦ δογματικοῦ πλουραλισμοῦ, καί τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ οἱ πρωτεργάτες τῶν διαλόγων καλλιέργησαν τήν ἀντίληψη, ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἀποτελοῦν νόμιμες ἐκφάνσεις τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου. Ὅτι τόσον ἡ Ὀρθοδοξία ὅσο καί οἱ δύο ἄλλες μονοθεϊστικές θρησκεῖες, ὁἸουδαϊσμός καί τό Ἰσλάμ, πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό καί ἑπομένως καί σ’ αὐτές ὑπάρχει σωτηρία. Προχώρησαν ἐπί πλέον καί σέ συμπροσευχές μέ τούς ἀλλοθρήσκους, οἱὁποῖες ρητά ἀπαγορεύονται ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες, (βλ. ΞΕ΄ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων κ.α.).

Ἰσχυρίζονται ἐπίσης, ὅτι εἶναι ἀναγκαῖος ὁ διάλογος προκειμένου ἔτσι νά δοθεῖἡ μαρτυρία τῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Τά πράγματα ὅμως ἀπέδειξαν τό ἐντελῶς ἀντίθετο. Οἱ μέν ἀλλόθρησκοι δέν μετακινοῦνται ἀπό τίς θέσεις τους οὔτε στό ἐλάχιστο, ἐνῶ οἱὈρθόδοξοι, μεταξύ αὐτῶν δυστυχῶς καί Πατριάρχες καί Ἀρχιεπίσκοποι, παρασύρθηκαν σέ πλάνες καί ἔφθασαν στό σημεῖο νά διατυπώνουν αἱρετικές καί βλάσφημες διδασκαλίες, πού ἀνατρέπουν ὁλόκληρο το Εὐαγγέλιο, ὅπως ἀναφέραμε ἤδη προηγουμένως.


Κατ’ ἀρχήν μεταξύ του Τριαδικοῦ Θεοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ θεοῦ τοῦἸσλάμ καί τοῦἸουδαϊσμοῦὑπάρχουν χαώδεις διαφορές, διότι τόσον οἱ Ἑβραῖοι, ὅσο καί οἱ Μουσουλμάνοι δέν πιστεύουν σέ Τριαδικό Θεό, ἀλλά σέ ἕνα θεό μονοπρόσωπο. Ἐπίσης ἀπορρίπτουν τήν ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τήν Θεότητα τοῦἸησοῦ Χριστοῦ καί τοῦἁγίου Πνεύματος. Εἶναι δέ ἀδύνατον νά ὑπάρχει σωτηρία σ’ αὐτούς, σύμφωνα μέ τόν θεόπνευστο λόγο τοῦ ἀπόστολου Πέτρου, ὁ ὁποῖος μᾶς βεβαιώνει ὅτι «οὐκ ἔστιν ἐν οὐδενί ἄλλω ἡ σωτηρία, οὐδέ γάρ ὄνομα ἔστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ὤ δεῖ σωθεῖναι ὑμᾶς» (Πράξ. 4,12).Ὅλοκληρη ἡ δογματική διδασκαλία τῶν δύο αὐτῶν θρησκειῶν ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τήν βασική δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡὁποία δέχεται ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός Σωτήρας καί λυτρωτής τοῦ κόσμου, διότι μόνον Αὐτός εἶναι «ἡὁδός καί ἡἀλήθεια καί ἡ ζωή», (Ἰω. 14,6), καί διότι μόνον σ’ αὐτόν «κατοικεῖ πᾶν το πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κόλ. 2,9), διά τοῦὁποίου ἐλάβομεν τό πλήρωμα τῆς ζωῆς: «καί ἐκ τοῦ πληρώματος αὐτοῦἠμεῖς πάντες ἐλάβομεν»(Ἰω.1,16).Ὁ Παράκλητος, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὅταν ἦρθε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἔδωσε μαρτυρία μόνον περί τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τόν λόγον τοῦ Κυρίου «ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί ἐμοῦ» (Ἰω.15,26). Δέν ἔδωσε καμία ἄλλη μαρτυρία οὔτε γιά τόν Μωάμεθ, οὔτε γιά ἄλλον προφήτη. Ὁ Χριστός ἐβεβαίωσε τούς ἀποστόλους ὅτι ὁ Παράκλητος θά τούς ὁδηγήσει «εἰς πάσαν τήν ἀλήθειαν», (Ἰω.16,13).Ἄν ἦταν ἀναγκαῖος καί ὁ Μωάμεθ γιά νά μᾶς ὁδηγήσει «εἰς πάσαν τήν ἀλήθειαν», τότε φθάνουμε στό βλάσφημο συμπέρασμα, ὅτι δέν τό ἔπραξε αὐτό τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί χρειαζόταν νά ἔρθει καί ὁ ψευδοπροφήτης γιά νά τό συμπληρώσει.


Πέραν αὐτῶν τό γεγονός ὅτι οἱ Ἑβραῖοι ἦταν κάποτε ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ στήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἐξακολουθοῦν νά πιστεύουν καί νά λατρεύουν τόν ἀληθινό Θεό. Καί τοῦτο διότι στή συνέχεια ἀποδείχθηκαν ἀνάξιοι αὐτῆς τῆς ἐκλογῆς, ἐπειδή ἀπέρριψαν τόν Μεσσία Χριστό καί τόν ἐσταύρωσαν, ἄν καί στό πρόσωπό Του πραγματοποιήθηκαν ὅλες οἱ μεσσιανικές προφητεῖες. Τήν θέση τοῦἑβραϊκοῦ λαοῦ κατέλαβε ὁ νέος Ἰσραήλ τῆς Χάριτος, ἡ Ἐκκλησία, ὁ δέ παλαιός Ἰσραήλ ἀποδοκιμάσθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, σύμφωνα μέ τούς λόγους του: «Ἰδού ἀφίεται ὑμίν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος», (Ματθ.23,38), «διά τοῦτο λέγω ὑμίν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ’ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί δοθήσεται ἔθνει ποιούντι τούς καρπούς αὐτῆς» (Ματθ.21,43).Τήν ἴδια ἀποδοκιμασία ἐκφράζει καί ὁ ἅγιος πρωτομάρτυς Στέφανος στήν ἀπολογία τοῦ ὀλίγον πρό τοῦ μαρτυρίου του, ὁὁποῖος μέ δριμύτατες ἐκφράσεις καυτηριάζει τήν ἀπιστία καί σκληροκαρδία τῶν συμπατριωτῶν του: «Σκληροτράχηλοι καί ἀπερίτμητοι τή καρδία καί τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεί τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίω ἀντιπίπτετε ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καί ὑμεῖς», (Πράξ.7,51). Διαλέχθηκε καί ὁἅγιος αὐτός μέ τούς Ἰουδαίους.

Ποιά ὅμως σχέση καί ποιά ὁμοιότητα ἔχει ὁ διάλογος τοῦἁγίου, ποῦἀποτελεῖ μιά μαρτυρική ὁμολογία πίστεως τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ, μέ τούς διαλόγους τῶν οἰκουμενιστῶν; Εἶναι βέβαιο ὅτι ἄν ζοῦσε σήμερα ὁ ἅγιος Στέφανος, θά τόν χαρακτήριζαν οἱὀπαδοί τῶν Διαθρησκειακῶν Διαλόγων ὡς φανατικό καί φονταμενταλιστή.


Τήν ἴδια ἀπορριπτική στάση πρός τόν Ἰουδαϊσμό βλέπουμε νά τηροῦν καί οἱ ἅγιοι Πατέρες στά «Κατά Ἰουδαίων» συγγράμματά τους, ὅπως ἐπίσης καί στήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στόν πρῶτο «Κατά Ἰουδαίων» λόγο τοῦ σημειώνει: «Οὔτε νά ἐκπλήττεσθε πού ἀποκάλεσα ἄθλιους τούς Ἰουδαίους. Γιατί πράγματι καί ἄθλιοι εἶναι καί ταλαίπωροι, ἀφοῦ περιφρόνησαν καί ἀπέρριψαν τόσα ἀγαθά, πού δέχθηκαν τά χέρια τους ἀπό τόν οὐρανό, ἀφοῦ πιό νωρίς ἀνέτειλε σ’ ἐκείνους ὁἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ὅμως ἐκεῖνοι ἀποστράφηκαν τήν ἀκτίνα του καί βρίσκονται τώρα στό σκοτάδι…Ἦταν οἱ κλάδοι τῆς ἁγίας ρίζας, ἀλλά κόπηκαν…».[32] Παρά κάτω προσθέτει: «Καί βέβαια θά ἰσχυριστοῦν, ὅτι καί αὐτοί προσκυνοῦν τόν Θεό. Ἀλλά αὐτό νά μήν τό πῆ κανένας. Γιατί κανένας Ἰουδαῖος δέν προσκυνεῖ τόν Θεό. Ποιός τά λέγει αὐτά; Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ: ‘Ἐάν γνωρίζατε’, λέγει, ‘τόν Πατέρα μου, θά γνωρίζατε καί ἐμένα. Ἀλλ’ οὔτε ἐμένα γνωρίζετε, οὔτε τόν Πατέρα μου».[33]Πῶς θά χαρακτήριζαν ἄραγε σήμερα οἱὀπαδοί τῶν Διαλόγων τόν μεγάλο αὐτόν Πατέρα, ἄν ζοῦσε στήν ἐποχή μας καί τολμοῦσε νά πῆὅλα τα παρά πάνω;


Σχετικά μέ τό Ἰσλάμ θά ἀρκεσθῶ στήν εἰκόνα, πού μᾶς δίδει γι’ αὐτήν ὁ μεγάλος Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σέ μιά ἐπιστολή του, τήν ὁποία ἔστειλε πρός τό ποίμνιό του, τήν Ἐκκλησία τῶν Θεσσαλονικέων, ὅταν βρισκόταν στή Λάμψακο αἰχμάλωτος στά χέρια τῶν Τούρκων: «Πράγματι αὐτό τό δυσσεβές καί θεομίσητο καί μιαρό γένος, (τῶν Τούρκων), ἰσχυρίζονται μέ κομπασμό, ὅτι ἐπικρατοῦν τῶν Βυζαντινῶν λόγω τῆς θεοφιλίας των, ἀγνοώντας ὅτι ὁ κόσμος οὗτος ἐν τῷ πονηρώ κεῖται’ καί ὅτι τό μεγαλύτερο μέρος τουἔχουν οἱ κακοί καί δοῦλοι τῶν κάτω, πού ἐκβιάζουν μέ ὅπλα τά γειτονικά ἐδάφη…Γι’ αὐτό μου φαίνεται, ὅτι καί αὐτοί, πού κομπάζουν γιά τήν κακία τους, ἔπαθαν τό ἴδιο μέ τούς Ἕλληνες, γιά τούς ὁποίους λέγει ὁ ἀπόστολος, ὅτι παραδόθηκαν σέ ἀδόκιμον νοῦν ἐπειδή ‘γνόντες τόν Θεόν οὔχ ὡς Θεόν ἐδόξασαν ἤ ἐσεβάσθησαν’. Διότι καί αὐτοί, ἐνῶἐγνώρισαν τόν Χριστόν, ἀφοῦ λέγουν ὅτι αὐτός εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ καί Πνεῦμα, ἀλλά καί ὅτι ἐτέχθηκε ἀπό παρθένο καί ἔπραξε καί ἐδίδαξε θεία πράγματα, ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς, παραμένει ἀθάνατος καί πρόκειται νά ἔλθη καί νά κρίνη τά σύμπαντα, ἐνῶ λοιπόν ἐγνώρισαν ἔτσι τόν Χριστόν, δέν τόν ἐπίστευσαν ὡς Χριστό, δηλαδή Θεάνθρωπο Λόγο, ἀλλά ἄλλαξαν τήν ἀλήθεια μέ τό ψεῦδος καί ἐπίστευσαν καί ἐσεβάσθηκαν καί ἀκολούθησαν ἄνθρωπο ἁπλό, θνητό καί θαμμένον, τόν Μωάμεθ δηλαδή, παρά τόν Θεάνθρωπο καί ἀείζωο καί ἀΐδιο Λόγο, ὁὁποῖος ἄν καί ἐγεύθηκε μέ τήν σάρκα τόν θάνατο, ἀλλ’ αὐτό ἔγινε γιά νά καταργήσει τόν θάνατο καί νά γίνει ἀρχηγός τῆς αἰώνιας καί ἄφθαρτης ζωῆς…

Ἐπειδή λοιπόν οἱ παρά πάνω ἀναφερόμενοι, ἐνῶ ἐγνώρισαν τόν Χριστόν, δέν τόν ἐδόξασαν καί δέν τόν ἐλάτρευσαν ὡς Χριστό, ὁ Θεός τούς παρέδωσε ‘εἰς ἀδόκιμον νούν’ καί ‘εἰς πάθη ἀτιμίας’, ὥστε νά ζοῦν μέ αἰσχρότητα καί ἀπανθρωπιά καί ὡς θεομίσητοι…νά ζοῦν μέ τόξο καί μάχαιρα καί μέ ἀσωτεία, ἐπιδιδόμενοι σέ ἀνδραποδισμούς, φόνους, λεηλασίες, ἁρπαγές, ἀκολασίες, μοιχεῖες, ἀνδρομανίες. Καί δέν πράττουν μόνο αὐτοί τέτοια πράγματα, ἀλλά, τί παρανοϊκότης, νομίζουν ὅτι καί ὁ Θεός τούς ἐπιδοκιμάζει».[34] Πέραν τούτου ἡἀποδοχή τοῦἸσλάμ προσβάλλει τούς ἁγίους Νεομάρτυρες, πού προτίμησαν νά χύσουν τό αἷμα τους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, παρά νά ἀλλάξουν τήν πίστη τους μέ τήν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ καί ἀκυρώνει τήν ἀξία τῆς μαρτυρικῆς τους ὁμολογίας.


Β) Τό ἐπιχείρημα τῆς εἰρήνης.

Προβλήθηκε ἀκόμη τὸἐπιχείρημα, ὅτι οἱ Διαθρησκειακὲς Συναντήσεις εἶναι ἀναγκαῖες γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς παγκόσμιας εἰρήνης. Στὸ Κείμενο τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς γίνεται λόγος περὶ εἰρήνης στὸ Γ΄ κεφάλαιο μὲ τίτλο: «Περὶ εἰρήνης καὶ δικαιοσύνης» καὶ στὸ Δ΄ μὲ τίτλο: «Ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἀποτροπὴ τοῦ πολέμου». Στὰ κεφάλαια αὐτὰ γίνεται προσπάθεια νὰ κατανοηθοῦν καὶ νὰ ἐφαρμοσθοῦν οἱ περὶ εἰρήνης βιβλικὲς καὶ πατερικὲς ἀναφορὲς μὲ τὴν κοσμική τους σημασία, προκειμένου ἔτσι νὰ δικαιολογηθεῖὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἀποτροπὴ τοῦ πολέμου καὶ στὴν ἑδραίωση τῆς παγκόσμιας εἰρήνης.

Ὡστόσο ὁ ὅρος «εἰρήνη» ἔχει μέσα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας χαρισματικό περιεχόμενο, πού διαφοροποιεῖται οὐσιαστικά ἀπό τήν κοσμική σημασία, πού ἀποδίδεται σ’ αὐτόν. Κανείς δέν ἀμφιβάλλει, ὅτι οἱ πόλεμοι, οἱ συγκρούσεις, οἱ αἱματοχυσίες καί οἱ τρομοκρατικές ἐνέργειες δέν εἶναι σύμφωνες μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά ὅμως εἶναι ἐπακόλουθά της ἁμαρτίας, καί τῆς ἀποστασίας τοῦἀνθρώπου ἀπό τόν Θεόν καί τότε μόνον θά ἐκλείψουν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέψει ἐν μετανοία μέσα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καί φυλάξει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ὑποδεικνύει μέν τόν τρόπον τῆς θεραπείας τοῦ κακοῦ, δέν μπορεῖ ὅμως νά μεταβληθεῖ σέ ἕναν ἐγκόσμιο εἰρηνευτικό ὀργανισμό, οὔτε εἶναι δυνατόν νά ἐγκλωβιστεῖ σέ ἐγκόσμιους ρόλους, διότι τότε μοιραία ἐκκοσμικεύεται καί ἐκφυλίζεται, χάνει τήν σωτηριολογική τῆς ἀποστολή. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Θεανθρώπινος Ὀργανισμός, πού σκοπό ἔχει νά προσλάβει καί νά θεώσει τόν κόσμο, καί ὄχι νά γίνεται ἡἴδια κόσμος. Ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά εἰρηνεύσει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση, γιά νά εἰρηνεύσουν καί οἱἄνθρωποι στή συνέχεια μεταξύ τους.

Νά προσφέρει τόν Χριστό, τόν μόνον εἰρηνοποιόν, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἡ εἰρήνη ἠμῶν» (Ἐφ.2,14) κατά τόν ἀπόστολο.Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἰρήνη δέν σημαίνει τήν ἀπουσία πολέμου, ἀλλά εἶναι καρπός τοῦ ἁγίου Πνεύματος: «ὁ δέ καρπός τοῦ Πνεύματος ἐστίν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη…» (Γαλ.5,22). Ἐξ ἄλλου καί ὁἴδιος ὁ Χριστός τήν ἀντιδιαστέλλει ἀπό τήν κοσμική εἰρήνη: «εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμίν, οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγώ δίδωμι ὑμίν» (Ἰω.14,27).Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας οὐδέποτε κατενόησαν τήν ἀποστολή τους, ὅπως τήν κατανοοῦν σήμερα οἱ ὀπαδοί τῶν Διαλόγων.

Οὐδέποτε διανοήθηκαν νά συμμαχήσουν καί νά συνεργαστοῦν μέ ἄλλες θρησκεῖες καί αἱρέσεις γιά νά ὑπηρετήσουν μία κοσμικοῦ τύπου παγκόσμια εἰρήνη, ἔχοντες ὑπ’ ὄψιν τούς παραπάνω λόγους τοῦ Κυρίου.
Ἐπικαλεῖται ἀκόμη τὸ Κείμενο, (Α΄ κεφ. § 6), τὸ βιβλικὸ χωρίο τοῦἀποστόλου Παύλου «Θεοῦἐσμὲν συνεργοὶ» (Α΄ Κορ.3,9) γιὰ νὰ θεμελιώσει βιβλικὰ τὴν ἀνάγκη συνεργασίας τῆς Ἐκκλησίας «μεθ’ ὅλων τῶν ἀνθρώπων καλῆς θελήσεως τῶν ἀγαπώντων τὴν ἀληθῆ εἰρήνην, ἐπ’ ἀγαθῶ τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας ἐπὶ τοπικοῦ, ἐθνικοῦ, καὶ διεθνοῦς ἐπιπέδου».

Προφανῶς μέσα σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους «καλῆς θελήσεως» συμπεριλαμβάνονται καὶἄνθρωποι κάθε θρησκεύματος. Ὡστόσο τὸ παραπάνω χωρίο τοῦἀποστόλου ἑρμηνεύεται μόνο σὲ καθαρὰἐκκλησιολογικὰ πλαίσια καὶ οὐδέποτε βεβαίως σὲ πλαίσια διαθρησκειακά. Συνεργασία σὲ διαθρησκειακὸ ἐπίπεδο μὲ βάση τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, οὔτε δυνατὴ εἶναι, οὔτε ἐπιτρεπτή. Διότι πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συνεργαστοῦμε μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες, πού βρίσκονται στὸ σκότος τῆς πλάνης, χωρὶς νὰ προσκρούσωμε τὸν θεόπνευστο λόγο τοῦ ἀποστόλου: «Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνη καὶἀνομία; Τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β΄ Κορ. 6,14). Ποιὰ ἐπικοινωνία, καὶ κατὰ συνέπεια, ποιᾶς μορφῆς συνεργασία, μπορεῖ νὰὑπάρχει μεταξύ του φωτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ σκότους τῶν διαφόρων αἱρέσεων καὶ θρησκειῶν; Ἀσφαλῶς καμία. Οἱ σημερινοὶ Οἰκουμενιστὲς δυστυχῶς, ἀγνοοῦντες καὶ διαγράφοντες θεληματικὰ τὶς παρὰ πάνω διδασκαλίες τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ τὶς ἑρμηνεῖες τῶν ἁγίων Πατέρων, καὶτὴν ἰδίαν διδασκαλίαν «ζητοῦντες στῆσαι», τὴ διδασκαλία τοῦ Θεοῦ «οὒχ ὑπετάγησαν» (πρβλ. Ρώμ. 10,3).

Ὁραματίζονται μία κοσμικοῦ τύπου εἰρήνη μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶἀλλοθρήσκους, στὴν ὁποία «τὸ νενοσηκώς» σῶμα τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῶν ἄλλων αἱρέσεων καὶ θρησκειῶν δὲν θὰ «ἀποτέμνηται», οὔτε «τὸ στασιάζον» θὰ χωρίζεται, ἀλλὰ θὰἐναρμονίζεται μὲ τὸὑγιὲς ἐκκλησιαστικὸ σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας!


Ἐπικαλεῖται ἀκόμη τὸ Κείμενο, (Α΄ κεφ. § 6) τὸν Μακαρισμό τοῦ Κυρίου στήν ἐπί τοῦὍρους ὁμιλία του «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί» (Ματθ.5,9).Ὡστόσο τό ἔργο τῶν εἰρηνοποιῶν, τούς ὁποίους μακαρίζει ἐδῶὁ Κύριος, δέν ἔχει καμία σχέση μέ τίς προσπάθειες καταλλαγής πού καταβάλλουν οἱ Οἰκουμενιστές μέσα στά πλαίσια τῶν Διαθρησκειακῶν Συναντήσεων καί Διαλόγων.Οἱ εἰρηνοποιοί, γιά τούς ὁποίους ἐδῶὁμιλεῖὁ Κύριος εἶναι οἱ ποιμένες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱὁποῖοι ἀναλαμβάνουν νά συμφιλιώσουν τούς ἀνθρώπους μέ τόν Θεόν. Ὁ ἄνθρωπος, ὑποδουλωμένος στά πάθη καί στήν ἁμαρτία, εὑρίσκεται σέ κατάσταση ἔχθρας μέ τόν Θεόν καί ἔχει ἀνάγκη καταλλαγῆς καί συμφιλιώσεως, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ μακαρίου Παύλου:«Εἰ γάρ ἐχθροί ὄντες κατηλλάγημεν τῷ Θεῷ διά τοῦ θανάτου τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, πολλῶ μᾶλλον καταλλαγέντες σωθησώμεθα ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ» (Ρωμ.5,10).Ὅταν δέ ἐπιτευχθῆ αὐτή ἡ καταλλαγή διά τῆς πίστεως, τότε ὁἄνθρωπος ἀπολαμβάνει τό ἀγαθόν τῆς εἰρήνης:«Δικαιωθέντες οὔν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρός τόν Θεόν διά τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», (Ρωμ.5,1). Αὐτό δέ ἀκριβῶς τό ἔργο τῆς καταλλαγῆς ἐπιτυγχάνεται μόνον ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ποτέ μέσα στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως, οὔτε βεβαίως σέ συνεργασία μέ ἄλλες θρησκεῖες.


Πέραν τούτου, ἡ εἰρήνη δέν εἶναι πάντοτε ἐπαινετή, οὔτε ὁ πόλεμος πάντοτε κακός. Ὑπάρχει κακή εἰρήνη, ὅταν συμβιβαζόμαστε μέ τήν πλάνη καί προδίδουμε τήν πίστη καί καλός πόλεμος, γιά τόν ὁποῖον ὁμιλεῖὁἴδιος ὁ Χριστός: «Μή νομίσητε, ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν, οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν. Ἦλθον γάρ διχᾶσαι ἄνθρωπον κατά τοῦ πατρός αὐτοῦ καί θυγατέρα κατά τῆς μητρός αὐτῆς καί νύμφην κατά τῆς πενθερᾶς αὐτῆς καί ἐχθροί του ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ»,(Ματθ.10,34-36).

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σχολιάζει: «Οὐ γάρ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν. Καί ἐπί τοῦ πύργου ἐκείνου, (τῆς Βαβέλ), τήν κακήν εἰρήνην ἡ καλή διαφωνία ἔλυσε καί ἐποίησε εἰρήνην».[35] Σέ ἄλλη συνάφεια, ἐρμηνεύοντας τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή «εἰ δυνατόν το ἐξ ὑμῶν μετά πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες», λέγει: «Καλῶς δέ τό ἑξῆς ἐκέλευσεν εἰπῶν, ‘εἰ δυνατόν’. Ἔστι γάρ ὅπου οὐ δυνατόν. Οἶον ὅταν περί εὐσεβείας ὁ λόγος ἤ, ὅταν περί ἀδικουμένων ὁἀγών.[…] Εἰ δέ πού τήν εὐσέβειαν παραβλαπτομένην ἴδοις, μή προτίμα τήν ὁμόνοιαν τῆς ἀληθείας, ἀλλ’ ἵστασο γενναίως ἕως θανάτου […] τήν ἀλήθειαν μηδαμοῦ προδιδούς».[36]Ὁἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἐπιβεβαιώνει: «Κρείττων γάρ ἐπαινετός πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ».[37]


Στο κείμενο της Ε΄ Προσυνοδικής, (Α΄ κεφ. §5), γίνεται επίσης λόγος για «συμφιλίωσιν τῶν λαῶν καί ἐπικράτησιν τῆς ἐλευθερίας καί τῆς εἰρήνης εἰς τόν κόσμον πρός ἐξυπηρέτησιν τοῦἀνθρώπου».Ἀλλά και στους μέχρι τώρα Διαλόγους προβλήθηκε τό ἰδανικό της εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, καί συμφιλιώσεως τῶν λαῶν καί τῶν θρησκειῶν.Ἡ Ὀρθοδοξία οὐδέποτε ἀρνήθηκε τήν συνύπαρξη καί συμβίωση μέ ἀνθρώπους διαφορετικῶν πίστεων, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν τῆς τόν λόγον τοῦἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή, «εἰ δυνατόν το ἐξ ὑμῶν μετά πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες» (12,18). Ἐν ἀντιθέσει βέβαια μέ ἄλλες θρησκεῖες, ὅπου ἔχουμε πάμπολλα συγκεκριμένα παραδείγματα θρησκευτικῆς βίας.

Ἡ ἱστορική τους πορεία μέχρι σήμερα δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνας ἀδιάκοπος ἀγώνας ἐπιβολῆς τῆς θρησκευτικῆς των ἰδεολογίας ἀκόμη καί διά τῆς βίας. Τό ἰδανικό της εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καθίσταται ἀδύνατο, διότι ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τόν λόγον τοῦ Κυρίου, «εἰἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν», (Ἰω.15,20),ἀλλά και μέ τόν λόγον τοῦἀποστόλου Παύλου «πάντες δέ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν ΧριστῷἸησοῦ διωχθήσονται», (Β΄ Τιμ.3,14). Εἶναι ἀδύνατον ὁ πιστός, πού πραγματικά θέλει νά ζήσει τήν ἐν Χριστῷ ζωή, νά ἀποφύγει τόν διωγμό καί νά συμβιώσει εἰρηνικά μέ τόν κόσμο τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἀποστασίας, διότι ἕνα τέτοιο ἐνδεχόμενο τό ἀπέκλεισε ὁ Χριστός, ὡς νόμο πνευματικό.


Γ) Τό ἐπιχείρημα τῆς ἀγάπης


Οἱ ὀπαδοί τῶν Διαλόγων προέβαλαν ἐπίσης τό ἐπιχείρημα τήν ἀγάπης πρός τόν πλησίον, ὅτι δηλαδή ἡἀγάπη ἐπιβάλλει τό ἄνοιγμα καί τήν συνεργασία μέ τούς ἀλλοθρήσκους γιά τό κοινό καλό της ἀνθρωπότητος. Ἡ ἀγάπη ὅμως, ὅπως καί ἡ εἰρήνη, ἐπειδή εἶναι χάρισμα (βλ. Γαλ. 5,22) καί ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διαφοροποιεῖται οὐσιαστικά ἀπό τήν κοσμική ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων, πού στήν καλύτερη περίπτωση εἶναι ἕνας ἀνθρώπινος συναισθηματισμός καί στή χειρότερη πρόσχημα ὑποκρισίας καί ἰδιοτέλειας.

Ἡ ἀληθινή ἀγάπη ἔχει καθολικό χαρακτήρα, ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τήν ψυχοσωματική ὑπόσταση τοῦἀνθρώπου καί δέν περιορίζεται μόνο στίς βιολογικές του ἀνάγκες καί στίς συνθῆκες διαβιώσεώς του. Ἐνδιαφέρεται πρωτίστως γιά τήν αἰώνια προοπτική του, τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία του. Ἡ ἀγάπη ποτέ δέν χωρίζεται ἀπό τήν ἀλήθεια, οὔτε εἶναι δυνατόν νά στραφεῖ ἐναντίον της. Γι’ αὐτό καί δέν μπορεῖ νά ἀγνοήσει τό γεγονός, ὅτι ὁ ἀλλόθρησκος βρίσκεται μέσα στό σκότος τῆς πλάνης καί τοῦ πνευματικοῦ θανάτου, καί ἑπομένως δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποκρύψει ἀπό αὐτόν τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί τόν Χριστόν ὡς τήν μοναδική ὁδό σωτηρίας καί λυτρώσεως. Δέν ὑπάρχει χειρότερο κακό ἀπό τήν ἀπόκρυψη τῆς ἀλήθειας, πού ἔχει σάν ἀποτέλεσμα τήν στέρηση τῆς σωτηρίας καί μόνο ὡς ἔργο ἀγάπης δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ. Ὅταν ὅμως στούς Διαθρησκειακούς Διαλόγους πολλοί «Ὀρθόδοξοι» Πατριάρχες καί Ἀρχιεπίσκοποι, ἀντί νά ἐπισημάνουν τό σκότος τῆς πλάνης τῶν ἄλλων θρησκειῶν καί νά καλέσουν σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὁμολογοῦν ὅτι ὁ Θεός τῶν Ἑβραίων καί τῶν Μουσουλμάνων εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός καί ὅτι ὑπάρχει σωτηρία μέσα στίς παρασυναγωγές αὐτές, δέν προδίδουν τήν ἀλήθεια καί δέν ἀποκρύπτουν τήν μοναδική ὁδόν σωτηρίας, τόν Χριστόν;


Δ) Τό ἐπιχείρημα τῶν Διαλόγων τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων με τους ἀλλοθρήσκους.


Οἱ Διαθρησκειακοί Διάλογοι, λέγουν ἀκόμη οἱ ὀπαδοί τῶν Διαλόγων, δέν εἶναι ἄγνωστοι στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας. Τόσον οἱ ἀπόστολοι ὅσον καί ὁρισμένοι ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ ἅγιος Κύριλλος φωτιστής τῶν Σλάβων, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κ.α., ἦρθαν σέ ἐπικοινωνία καί διάλογο μέ ἀνθρώπους ἄλλων θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, πραγματοποίησαν διαθρησκειακές συναντήσεις μέ Ἰουδαίους καί εἰδωλολάτρες καί ἑπομένως οἱ σημερινοί διάλογοι εἶναι συνέχεια ἐκείνων.

Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. π. Θεόδωρος Ζήσης στό πολύ ἀξιόλογο ἔργο τοῦ «Διαθρησκειακές Συναντήσεις. Ἄρνηση τοῦ Εὐαγγελίου καί προσβολή τῶν ἁγίων Μαρτύρων»[38] κάνει μία σύγκριση ἐκείνων τῶν διαλόγων μέ τούς σημερινούς καί συμπεραίνει, ὅτι οἱ διάλογοι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων «δέν ἔχουν καμία σχέση, οὔτε μακρινή, πρός ὅσα γίνονται σήμερα». Παραθέτει μάλιστα πλῆθος βιβλικῶν μαρτυριῶν καί ἀποσπάσματα πατερικῶν κειμένων μέ τά ὁποῖα ἀποδεικνύει αὐτή τήν ἀλήθεια. Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καί Πατέρες εἶχαν ὁμολογιακό καί μαρτυρικό φρόνημα. Ἀγωνίζονταν ἀνυποχώρητοι μέχρι θανάτου νά μεταδώσουν τό σωτηριῶδες μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου στούς λαούς, πού βρίσκονταν μέσα στό σκότος τῆς εἰδωλολατρίας καί τῆς αἱρέσεως γιά νά τούς καταστήσουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας.

Στυλίτευαν μέ καυστικούς λόγους τήν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας, τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦἸ σλάμ. Δέν ἔκαναν ἐκπτώσεις καί συμβιβασμούς σέ θέματα πίστεως, ἄν καί εὑρέθησαν κάτω ἀπό πολύ δυσμενέστερες συνθῆκες ἀπό ὅ,τι οἱ σημερινές. Ἀντίθετα οἱ σημερινοί ὀπαδοί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς Πανθρησκείας καθιέρωσαν ἄλλο ἦθος καί ἄλλη τακτική, ξένη πρός αὐτήν τῶν Πατέρων μας. Τήν αὐστηρότητα ἐκείνων ἀντικατέστησαν οἱ φιλοφρονήσεις, οἱ κοσμικές εὐγένειες, οἱἐναγκαλισμοί, οἱἀνταλλαγές δώρων μέ τούς ἀλλοθρήσκους, οἱ συμπροσευχές. Τίς συνθῆκες διωγμοῦ καί θλίψεων ἐκείνων, οἱἄνετες συζητήσεις σέ πολυτελῆ ξενοδοχεῖα μέ πλούσια δεῖπνα. Τήν ξεκάθαρη καί ὁμολογιακή γλώσσα ἐκείνων, οἱ βλάσφημες δηλώσεις πατριαρχῶν, ἐπισκόπων καί θεολόγων, ὅπως ἐξετέθησαν παρά πάνω, καί ἡ διφορούμενη καί διάτρυτη διπλωματική γλώσσα τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας ἡγετῶν, ὅπου ὅλοι λένε τό ἴδιο, ἀλλά δέν ἐννοοῦν ὅλοι το ἴδιο, ἀλλά ὁ καθένας διαλέγει καί παίρνει ὅ,τι τοῦ ἀρέσει.


Εἶναι βέβαιο, ὅτι ἄν ζοῦσαν στήν ἐποχή μᾶς οἱ ἅγιοι μάρτυρες καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, οἱ σημερινοί Οἰκουμενιστές θά τούς ἀπέρριπταν ὡς ἀκραίους, φανατικούς καί φονταμενταλιστές, ὅπως κατηγοροῦν καί ὑβρίζουν ὅλους ὅσους ἀγωνίζονται σήμερα κατά τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Μέ πολύ θράσος ἐμφανίζονται ὡς ἔχοντες περισσότερη ἀγάπη καί διάκριση ἀπό αὐτούς, τούς γίγαντες τοῦ Πνεύματος, τούς φωστῆρες τῆς Οἰκουμένης, «ὧν οὐκ ἥν ἄξιος ὁ κόσμος», (Ἑβρ.11,38), κατά τόν ἀπόστολο καί ἔχουν τήν ἀξίωση νά διορθώσουν τό ἦθος καί τήν διαγωγή τους.


Συμπεράσματα


Περαίνοντες τήν εἰσήγησή μας καί συνοψίζοντας ὅλα τα παραπάνω, θά μπορούσαμε νά καταλήξουμε στά ἀκόλουθα συμπεράσματα:


Α) Ἤδη ἀπό τήν Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου τό 1961 δρομολογεῖται τό διαθρησκειακό ἄνοιγμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀργότερα, στήν Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη, (τό 1976), τό θέμα τῶν Διαθρησκειακῶν Διαλόγων καί γενικότερά της διαθρησκειακῆς συνεργασίας προγραμματίζεται νά ἀποτελέσει ἕνα ἀπό τά δέκα θέματα τῆς μελλούσης νά συνέλθει Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.


Β) Οἱ προσυνοδικές ἀποφάσεις τῶν Α΄ καί Γ΄ Προσυνοδικῶν Διασκέψεων ἐπί τῇ βάσει τῶν ὁποίων οἱ Διαθρησκειακοί Διάλογοι καί Συναντήσεις καθιερώνονται πλέον ὡς θεσμός στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, σέ καμιά περίπτωση καί ἐπ’ οὐδενί λόγω μποροῦν νά θεωρηθοῦν ὅτι ἀποτελοῦν τήν ἐπίσημη θέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν ὡσάν νά εἶχε ἤδη πραγματοποιηθεῖ ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος καί ὡσάν νά εἶχε ἤδη ἐγκρίνει τίς ἐν λόγω προσυνοδικές ἀποφάσεις εἶναι πέρα γιά πέρα ξένη πρός τήν Πατερική καί Κανονική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀποτελοῦν δέ ἐν τέλει ἐμπαιγμό τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ καί μεταβάλλουν τήν μέλλουσα νά συνέλθη Σύνοδο σέ θέατρο ἐντυπώσεων.


Γ) Οἱ Διαθρησκειακοί Διαλόγοι καί Συναντήσεις μέ κανένα τρόπο δέν μποροῦν νά δικαιωθοῦν, οὔτε μποροῦν νά θεμελιωθοῦν στήν ἁγία Γραφή καί στήν Ὀρθόδοξη Πατερική μας Θεολογία.

Δ) Ἡ πείρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων ἀπέδειξε τήν πλήρη χρεοκοπία τους. Παρά τήν πληθώρα τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων, ὁἰσλαμικός φανατισμός, ὄχι μόνον δέν καταστέλλεται, ἀλλά γιγαντώνεται ὅλο καί περισσότερο, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τόν ἐπί πέντε χρόνια πόλεμο στή Συρία, τόν πόλεμο στό Ἰράκ καί τά συνεχῶς αὐξανόμενα κρούσματα τρομοκρατίας, ἀπότοκα του ἰσλαμικοῦ φανατισμοῦ στή Μέση Ἀνατολή καί στήν Βόρειο Ἀφρική, ἀλλά καί σέ χῶρες τῆς Εὐρώπης, ὅπως πρόσφατα στή Γαλλία, ὅπου δολοφονοῦνται χιλιάδες ἀθώα θύματα χριστιανῶν ἀπό φανατικούς Τζιχαντιστές μουσουλμάνους.


Ε) Τό ἐπιχείρημα τῆς δῆθεν μεταδόσεως τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος καί προσελκύσεως τῶν ἀλλοθρήσκων στήν Ὀρθοδοξία ἀποδείχθηκε χίμαιρα καί ἀπάτη. Οἱ μετέχοντες στούς μέχρι τώρα γενομένους Διαλόγους, Συνέδρια καί Συναντήσεις δέν μπόρεσαν δυστυχῶς νά μεταφέρουν ἀνόθευτη τήν Ὀρθόδοξη χριστιανική διδασκαλία, ἀλλά οὔτε καί νά προσελκύσουν ἔστω καί ἕνα ἀλλόθρησκο στήν Ὀρθοδοξία. Ἀντίθετα μάλιστα ἔφθασαν στό ἀξιοθρήνητο κατάντημα νά παρασυρθοῦν σέ πλάνες καί αἱρέσεις καί νά διατυπώνουν βλάσφημες δηλώσεις, σκανδαλίζοντες τόν πιστό λαό τοῦ Θεοῦ, παρασύροντες στήν πλάνη τούς ἀσθενεῖς στήν πίστη καί προκαλοῦντες ἔτσι μεγίστη πνευματική φθορά καί διάβρωση τοῦὈρθοδόξου φρονήματος.


ΣΤ) Τυχὸν θεσμικὴ κατοχύρωση καὶ συνοδικὴἀναγνώριση τῶν ἐν λόγω Συναντήσεων καὶ Διαλόγων ἀπὸ τὴν μέλλουσα νὰ συνέλθη Σύνοδο, κινδυνεύει νὰ μεταβάλλει τὴν ἐν λόγω Σύνοδο σὲ Ψευδοσύνοδο, τὴν ὁποία θὰ κληθεῖὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ νὰἀπορρίψει.


Θά κλείσω μέ τά σοφά καί χαριτωμένα λόγια τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ ἁγιορείτου,ὁὁποῖος ἀναφερόμενος στόν Οἰκουμενισμό καί τούς Διαλόγους, ἔλεγε τά ἑξῆς:


«Μαζεύονται καί συνεδριάζουν καί κάνουν συζητήσεις ἀτέλειωτες γιά πράγματα πού δέν χωράει συζήτηση, πού οὔτε οἱἅγιοι Πατέρες συζήτησαν ἐδῶ καί τόσα χρόνια. Ὅλες αὐτές οἱἐνέργειες εἶναι τοῦ πονηροῦ, γιά νά ζαλίζουν καί νά σκανδαλίζουν τούς πιστούς καί νά τούς σπρώχνουν ἄλλους στήν αἵρεση καί ἄλλους σέ σχίσματα καί νά κερδίζει ἔδαφος ὁ διάβολος. Πά, πά…βασανίζουν καί μπερδεύουν τόν κόσμο αὐτοί οἱἄνθρωποι!...».[39]

Σέ ἄλλη συζήτηση πού εἶχε μέ κάποια πρόσωπα, ὅταν ἔμαθε γιά τήν σύγκληση τῆς Α΄ Προσυνοδικῆς Πανορθόδοξης Διάσκεψης καί τά θέματα ποῦ συζητήθηκαν σ’ αὐτήν, εἶπε μέ πόνο ψυχῆς τά ἑξῆς: «Καταλαβαίνετε τί πάει νά γίνη; Θά φύγη ἡ Παράδοση καί θά μείνη ἡ παράβαση! Καταλαβαίνετε πόσο σοβαρό εἶναι αὐτό; Εἶναι σάν νά βγάζουμε ἀπό τό σπίτι ἕνα τοῦβλο. Ἐκείνη τή στιγμή φαίνεται ὅτι δέν παθαίνει τίποτε τό σπίτι, ἀλλά σιγά σιγά μπαίνουν νερά, βγαίνει καί ἄλλο τοῦβλο, καί ἄλλο, καί στό τέλος τό σπίτι γίνεται ἐρείπιο».[40]


Εὐχαριστῶ γιά τήν ὑπομονή σας νά μέ ἀκούσετε.


[1]Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, Προς την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον, Προβλήματα και Προοπτικαί, Έκδ. «Εκκλησιαστικόν Επιστημονικόν και Μορφωτικόν Ίδρυμα Ιωάννου και Εριέττης Γρηγοριάδου», Αθήναι 1990, σελ. 25.
[2]Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, Προς την Αγίαν….ο.π. σελ. 29.
[3](Γεν.2,16-17), (Ματθ.5,9), (Ιω. 14,27), (Εφ.6,15. 2,17. 2,14. Γαλ.3,28. Κολ.1,20. Φιλ.4,7), κ.α.
[4]Ομ. 45,7.PG.36,632 και Ομ.31,15. PG. 36,149
[5]Επιστ. 114, PG. 32,528 και Επιστ. 203,2. PG. 32,737
[6]Κατά αιρέσεων, 10,35. PG. 16,3454
[7]Περί θείων ονομάτων, 11,2,4. PG. 3,953
[8]Παιδαγ. 2,2. PG. 8,428. Προτρεπτ.11. PG. 8,236. Στρωμ. 4,25. PG. 8,1369-72
[9]Βλ. Ανακοινωθέν του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Ε' Προσυνοδική Διάσκεψη, Ιστολόγιο «Ρομφαία», 22 Οκτωβρίου 2015
[10]Πρακτικά της εν Ρόδω Πανορθοδόξου Διασκέψεως , (24 Σεπτεμβρίου-1 Οκτωβρίου 1961), Ανάτυπον από τεύχους του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σελ.38.
[11]Βλ. Διάταγμα Β΄ Συνόδου Βατικανού, τεύχ. 7, έκδ. «Γραφείου Καλού Τύπου», Αθήνα σ. 43-44.
[12]Βλ. Γ. Μαρτζέλου, Ορθόδοξο δόγμα και θεολογικός προβληματισμός, Μελετήματα δογματικής θεολογίας Γ΄, Έκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 369.
[13]Γ. Μαρτζέλου, Ορθόδοξο δόγμα…ο.π. σ. 369.
[14]Βλ. Γ. Μαρτζέλου, Ορθοδοξία και Διαθρησκειακός Διάλογος, users.auth.gr/martzelo /index. files/docs /84.doc, σελ. 4-5.
[15]Βλ. Γ. Μαρτζέλου, Ορθοδοξία και Διαθρησκειακός Διάλογος …ο.π. σελ.6
[16]Βλ. Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη, Οικουμενισμός και Νέα Εποχή. Διαθρησκειακές συναντήσεις και διάλογοι, εν: Οικουμενισμός Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Πρακτικά Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου, Εκδ. «Θεοδρομία», Σεπτέμβριος 2004, Τόμ. Α΄, σελ.33.
[17]Πατρ. Αλεξανδρείας Παρθενίου, στο «You Shall Be My Witnesses», Επιμέλεια Γεωρ. Λαιμοπούλου, Εκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη 1991, σελ. 19.
[18]Περιοδ. «Επίσκεψις», αρ.511/30.11.1994, σελ. 28.
[19]Μοναχού Αρσενίου Βλιαγκόφτη, Οικουμενισμός και Νέα Εποχή…ο.π. σελ. 38.
[20]Ιωάννη Ρίζου, Οι ληστές της Θείας Διδασκαλίας. Η Παγκόσμια θρησκεία του Οικουμενισμού και οι ψευδοδιδάσκαλοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία, Έκδ. Ιεράς Μονής Αγίας Παρασκευής Μηλοχωρίου Πτολεμαΐδας, Μέρος Α΄, σελ.32-33.
[21]Ιωάννη Ρίζου, Οι ληστές της Θείας Διδασκαλίας….ο.π. σελ. 41.
[22]Bλ. ιστοσελίδα augoustinos-kantiotis.gr, 28.10.2009.
[23]Bλ. ιστοσελίδα whatisnewage-newage.blogspot.com/2010/08/blog-post.html
[24]Bλ. ιστοσελίδα thriskeftika.blogspot.com/2012/04/blog-post_4028.html
[25]Μητροπολίτου πρώην Ελβετίας Δαμασκηνού, Λόγος Διαλόγου, σελ. 156.
[26]Μητροπολίτου πρώην Ελβετίας Δαμασκηνού, εν: «Ορθοδοξία και Ισλάμ.Κριτική προσέγγισις του ακαδημαϊκού διαλόγου υπό το φως των αγίων Πατέρων», Εκδ. Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, 1997, σελ. 17.
[27]Μητροπολίτου πρώην Ελβετίας Δαμασκηνού, στο Περιοδ. «Επίσκεψις», αρ. 426/1.10.1989, σελ. 6.
[28]Π. Αντωνίου Αλεβιζόπουλου, Διαλογισμός ή προσευχή; Ορθόδοξη θεώρηση, Αθήναι 1993, σελ. 236.
[29]Βλ. άρθρο του Ν. Χειλαδάκη στο ιστολόγιο Pro News, 19.11.2014
[30]Βλ. άρθρο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, στην ιστοσελίδα http://www.impantokratoros.gr/ D456D4D3.el.aspx
[31]Bλ. ιστοσελίδα http://www.fourakis-kea.com/forum/viewt ... =13&t=1700
[32]Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ιουδαίων 1,2,ΕΠΕ 34,103-105.
[33]Ιω. Χρυσοστόμου, Κατά Ιουδαίων1,3,ΕΠΕ 34,111.
[34]Γρηγορίου του Παλαμά, Επιστολή προς την εαυτού Εκκλησίαν 8, ΕΠΕ 7,166-168
[35]Βλ. Υπόμνημα εις το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Παν. Τρεμπέλα, Αθήναι 1951, σ. 212.
[36]Υπόμνημα εις την προς Ρωμαίους Επιστολή ΚΓ΄, ΕΠΕ 17,490-492, PG 60,611.
[37]Γρηγορίου Θεολόγου, Απολογητικός της εις Πόντον φυγής 82, ΕΠΕ 1,176.
[38]Εκδόσεις «Βρυέννιος», Θεσσαλονίκη 2003
[39]«Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1998, τομ. Α΄σελ. 210,238
[40]«Ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης», Έκδ. Ιερού ΄Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Βασιλικά Θεσσαλονίκης 2015, σελ. 374.
...............................................................................................



http://aktines.blogspot.gr/2016/03/blog-post_143.html
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Θεολογική-Επιστημονική Ημερίδα: "Αγία και Μεγάλη Σύνοδος" Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.

8
phpBB [video]



ΠΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΝΕΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΚΑΙ Ο ΚΟΙΝΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Γιατί ἀπέσυρε τὸ φλέγον θέμα ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος;


Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, Ὁμότιμος Καθηγητὴς Α.Π.Θ.


1. Ἡ ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ τοῦ 1924 διέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα καὶ προκάλεσε διαιρέσεις

Ἕνα ἀπὸ τὰ φλέγοντα καὶ ἐπείγοντα θέματα ποὺ ἐκαλεῖτο νὰ ἀντιμετωπίσει ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἦτο καὶ τὸ θέμα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης, τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου, τὴν ὁποία, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση, μονομερῶς καὶ πραξικοπηματικῶς, ἐπέβαλαν ἀπὸ τὸ 1924 τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Τὴν μεταρρύθμιση δέχθηκε καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες Ὀρθόδοξες ᾽Εκκλησίες ἀντέδρασαν καὶ τὴν ἀπέρριψαν, ὅπως τὰ τρία πρεσβυγενῆ πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, οἱ λοιπὲς Ἐκκλησίες καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος.

Ἡ ἀντισυνοδική, ἀντικανονικὴ καὶ ἀναμφιβόλως λανθασμένη αὐτὴ ἐνέργεια, ποὺ δὲν ἀνταποκρινόταν σὲ καμμία ποιμαντικὴ ἀναγκαιότητα, ἐτραυμάτισε τὴν ἑνότητα τῆς ᾽Εκκλησίας ἑορτολογικὰ καὶ λειτουργικά, ἡ ὁποία ἑνότητα ἐπὶ δεκαέξι αἰῶνες, ἀπὸ τὴν Α´ δηλαδὴ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (325), ποὺ καθόρισε τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, παρέμενε ἀδιατάρακτη.

Ἡ ἑνότητα τραυματίσθηκε σὲ δύο ἐπίπεδα. Στὸ ἐπίπεδο ἐν πρώτοις τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, πολλὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες δὲν ἀποδέχθηκαν τὴν μεταρρύθμιση καὶ ἐξακολουθοῦν μέχρι σήμερα νὰ ἑορτάζουν τὶς ἑορτὲς καὶ τὶς μνῆμες τῶν Ἁγίων κατὰ τὸ παραδεδομένο Πάτριο Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο, ποὺ χαρακτηρίζεται τώρα ὡς Παλαιό. Ἄλλες ἐκκλησίες προσχώρησαν σταδιακὰ στὴν μεταρρύθμιση καὶ ἀποδέχθηκαν τὸ ἀποκληθὲν Νέο Ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο μερικοὶ ἀποκαλοῦν «διορθωμένο» Ἰουλιανό, ἐνῶ οὐσιαστικὰ πρόκειται γιὰ τὸ παπικὸ Γρηγοριανὸ Ἡμερολόγιο, ποὺ πῆρε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸν πάπα Γρηγόριο ΙΓ, ὁ ὁποῖος τὸ 1582 ἔκανε τὴν ἀλλαγὴ Ἡμερολογίου-Πασχαλίου στὴν Δύση, ὅπου καὶ ἐκεῖ στὴν ἀρχὴ ὑπῆρξαν ἀντιδράσεις, σιγά-σιγὰ ὅμως υἱοθετήθηκε ἀπὸ ὅλους καὶ ἰσχύει μέχρι σήμερα ὡς κοινὸ Εὐρωπαϊκὸ Ἡμερολόγιο.

Ἡ μεταξὺ τῶν δύο ἡμερολογίων χρονικὴ διαφορὰ τῶν 13 ἡμερῶν, γιὰ τὴν διόρθωση τῆς ὁποίας ἔγινε καὶ ἡ ἀλλαγή, συντελεῖ τώρα, ὥστε σὲ μεγαλύτερη ἔκταση νὰ ἔχουμε διάσπαση τῆς ἑορτολογικῆς ἑνότητας ἀπὸ τὴν πρὸ τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περίοδο, διότι τότε ὑπῆρχε ἡ διαφορὰ στὸν ἑορτασμὸ μόνον τοῦ Πάσχα, ἐνῶ τώρα ἡ διαφορὰ περιλαμβάνει ὅλες τὶς ἑορτές, Δεσποτικὲς, Θεομητορικὲς καὶ μνῆμες Ἁγίων. Ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο βασικοὺς λόγους ποὺ συνεκλήθη ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν καταδίκη τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου, ἦταν νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα καὶ νὰ προσδιορίσει καὶ τὸν χρόνο ἑορτασμοῦ του μὲ ἀστρονομικὰ δεδομένα (ἐαρινὴ ἰσημερία, πανσέληνος), ὥστε νὰ μὴ συμπίπτει ὁ ἑορτασμός του μὲ τὸ ἑβραϊκὸ Πάσχα. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ δυσκόλεψε τοὺς μεταρρυθμιστὰς νὰ προχωρήσουν καὶ στὴν ἀλλαγὴ τοῦ Πασχαλίου, διότι θὰ ἀνέτρεπαν ἐμφανῶς κανόνες καὶ ἀποφάσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γι᾽ αὐτὸ ἄφησαν ἄθικτο τὸ Πάσχα, νὰ ἑορτάζεται κατὰ τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἑορτάζουμε τὸ Πάσχα ἀπὸ κοινοῦ ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι, γιατὶ δὲν ἐθίγη ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα. Ἔτσι ὅμως ἔχουμε πολλὲς παραδοξότητες· υἱοθετήσαμε τὸ Νέο Ἡμερολόγιο, ἀλλὰ ἔχουμε καὶ τὸ Παλαιὸ στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Γιορτάζουμε ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀπὸ κοινοῦ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ χωριστά, μὲ διαφορὰ δεκατριῶν ἡμερῶν τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια, τὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας καὶ ὅλες τὶς μνῆμες Ἁγίων, ὅλες δηλαδὴ τὶς ἀκίνητες ἑορτὲς τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἔτους. Καὶ αὐτὸ γίνεται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ γνωρίσματα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἑνότητα στὴ λατρεία, μαζὶ μὲ τὴν ἑνότητα στὴν πίστη καὶ στὴν διοίκηση.


Περισσότερο ἐπώδυνη εἶναι ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητας σὲ τοπικὸ ἐπίπεδο. Ἐπειδὴ ἡ ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ δὲν ἀνταποκρινόταν σὲ ποιμαντικὴ ἀνάγκη, δὲν προῆλθε δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ποίμνιο, ἀλλὰ ἐπεβλήθη ἐκ τῶν ἄνω, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει ἐξωεκκλησιαστικὲς σκοπιμότητες, ὑπῆρξε σφοδρὴ καὶ δικαιολογημένη ἡ ἀντίδραση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος, πολλῶν ἀρχιερέων, ἱερέων, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν μὲ συνέπεια νὰ δημιουργηθοῦν διαιρέσεις καὶ διαστάσεις μεταξὺ ἐπισκόπων καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, μεταξὺ ἱερέων καὶ ἐπισκόπων, μοναστηριῶν καὶ ἐπισκόπων, μεταξὺ ἱερέων καὶ λαϊκῶν σὲ ἐπίπεδο ἐνορίας, ἀκόμη καὶ μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς ἰδίας τῆς οἰκογενείας. Ποιός βάσκανος νοῦς σοφίσθηκε αὐτὴν τὴν ἀλλαγὴ καὶ κατέστρεψε σὲ μεγάλη ἔκταση τὴν ἑορτολογικὴ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ τοπικὸ καὶ σὲ ὑπερτοπικὸ ἐπίπεδο; Ἡ Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποκατέστησε τὴν ἑνότητα μὲ τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, καὶ τώρα γιατί κάποιοι κατέστρεψαν ἀντισυνοδικὰ καὶ ἀντικανονικὰ σὲ μεγαλύτερη ἔκταση αὐτὴ τὴν ἑνότητα; Δὲν θὰ ὑπάρξει κάποια ἄλλη Σύνοδος ποὺ θὰ ἐπαναφέρει τὴν ἑνότητα καὶ τὴν εἰρήνη, θὰ θεραπεύσει τὰ τραύματα ποὺ προκάλεσε ἡ μονομερής, ἀντισυνοδική, χωρὶς πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση τοῦ 1924; Κοντεύει νὰ συμπληρωθεῖ ἕνας αἰώνας καὶ τὸ τραῦμα στὴν ἑνότητα παραμένει. Φροντίζουμε νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες, χωρὶς νὰ ἀποκηρύξουν τὶς αἱρέσεις τους, καὶ μένουμε χωρισμένοι ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας τοῦ Πατρίου Ἡμερολογίου, μὲ τοὺς ὁποίους δὲν ἔχουμε καμμία διαφορὰ σὲ θέματα πίστεως.


2. Ἡ πανορθόδοξη ἀπόφαση τοῦ 1904: Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀλλάξει τὸ Ἡμερολόγιο. «Οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι»

Εἶναι πολὺ πικρὴ ἡ ἱστορία τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης καὶ ἔ-χουν γραφῆ γι᾽ αὐτὴν πλῆθος πολὺ ἄρθρων καὶ βιβλίων, μὲ ἀλληλοσυγ-κρουόμενη καὶ ἀλληλοαναιρούμενη ἐπιχειρηματολογία, ὥστε νὰ φαίνεται δύσκολο κατ᾽ ἀρχὴν νὰ βγάλει κανεὶς ἄκρη γιὰ τὸ ποῦ βρίσκεται τὸ δίκαιο. Πολὺ ἁπλᾶ καὶ σύντομα ἡ πορεία τοῦ πράγματος κατὰ τὸν 20ὸ αἰώνα ἔχει ὡς ἑξῆς:

Σὲ ἐπιστημονικοὺς κύκλους στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἀλλὰ καὶ σὲ δυτικίζοντες καὶ ἐκκοσμικευμένους κύκλους ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, ἄρχισε νὰ συζητεῖται τὸ θέμα περὶ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνος, χωρὶς καμμία εὐρύτερη ἀπήχηση στὸ σύνολο τοῦ κλήρου καὶ στοὺς λαϊκούς. Γιὰ πρώτη φορὰ ἔθεσε ἐπισήμως τὸ θέμα ὁ πατριάρχης Ἰωακεὶμ Γ´ στὴν γνωστὴ πατριαρχικὴ καὶ συνοδικὴ ἐγκύκλιο τοῦ 1902, πρὸς τοὺς προκαθημένους τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Πρόκειται γιὰ ἐγκύκλιο ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ ἀλλάξει τὴν αὐστηρὴ παραδοσιακὴ θέση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπέναντι στοὺς ἀπεσχισμένους Χριστιανοὺς τῆς Δύσεως, ἡ ὁποία πάντως δὲν πέρασε πανορθοδόξως μέχρι σήμερα· ἐπιχειρεῖται τώρα μὲ τὴν ἐγγίζουσα Σύνοδο τῆς Κρήτης καὶ μὲ ἀνατροπὴ βέβαια τῆς προηγουμένης συνοδικῆς καὶ πατερικῆς παραδόσεως. Ἡ ἐγκύκλιος φαίνεται νὰ τηρεῖ ἴσες ἀποστάσεις ἀπέναντι τῶν δύο πλευρῶν, αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ ἐπιθυμοῦν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου καὶ αὐτῶν ποὺ ἀντιτίθενται σ᾽ αὐτή, καταλήγει ὅμως μὲ τὴν σωστὴ ἐπισήμανση ὅτι ὁποιαδήποτε ἀπόφαση πρέπει νὰ εἶναι κοινὴ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων· «διαμείψασθαι πρὸς ἀλλήλας τὰς ἁγίας ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας σχετικὰς ἀνακοινώσεις, ἵνα καὶ περὶ τούτου διαμορφωθῆ κοινὸν ἐν αὐταῖς φρόνημα, μία δὲ γνώμη καὶ ἀπόφασις τῆς καθόλου ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας»[1].

Ἡ οὐδέτερη στάση τῆς ἐγκυκλίου δὲν ἀπαλλάσει τῆς εὐθύνης οὔτε τὸν πατριάρχη, οὔτε τοὺς συνοδικούς, διότι προέβαλαν πρὸς συζήτηση καὶ ἐπίλυση ἕνα θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε καμμία ποιμαντικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἀνάγκη, ἀλλὰ ἄλλες σκοπιμότητες, πολιτικές, οἰκονομικές, διαχριστιανικές, ἄνωθεν ἐπιβαλλόμενες. Αὐτὸ προκύπτει ὁλοφάνερα ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τῶν αὐτοκεφάλων ἐκκλησιῶν, ποὺ εἶναι στὸ σύνολό τους αὐστηρὰ ἀρνητικές. Μνημονεύουμε τὴν κατακλεῖδα τῆς ἐπὶ τοῦ σχετικοῦ θέματος ἀπαντήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ἡ ὁποία ἐπισημαίνει τὶς διαιρέσεις καὶ τὴν ἀταξία ποὺ ἐπρόκειτο νὰ προκληθοῦν, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κάποια ἐκκλησιαστικὴ ἀνάγκη: «Ἡ τοιαύτη γὰρ μεταβολή, ὡς διασαλεύουσα τὴν ἀνέκαθεν καὶ πολλάκις καθαγιασθεῖσαν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τάξιν, συνεπήγετο ἂν ἀναμφιβόλως διασαλεύσεις τινὰς καὶ ἐν τῷ ἐκκλησιαστικῷ βίῳ, ἐνῷ ἐν τῇ προκειμένῃ περιπτώσει τοιαῦται διασαλεύσεις οὐδεμίαν ἑαυταῖς εὑρίσκουσιν ἐπαρκῆ δικαιολογίαν οὔτε ἐν τῇ ἀποκλειστικῇ ὀρθότητι τῆς προτεινομένης μεταρρυθμίσεως οὔτε ἐν ὡριμασάσῃ τινι ἐκκλησιαστικῇ ἀνάγκῃ»[2].


Στὸ ἴδιο πνεῦμα καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας: «Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς ἁγίας Αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ρουμανικῆς Ἐκκλησίας φρονεῖ καὶ ἐξαιτεῖται ἵνα μένωμεν εἰς ἅπερ εὑρισκόμεθα σήμερον· ἐπειδὴ εἶναι ἀδύνατον νὰ μὴ θίξωμεν τὰς κανονικὰς διατάξεις, ἐὰν ἠθέλομεν σκεφθῇ περὶ μεταβολῆς τινος ἢ μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μεθ᾽ οὗ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ζῆ ἀπὸ τοσούτου χρόνου ἢ καὶ νὰ μὴ αἰσθανθῇ στενοχωρίαν. Ἐκτὸς τούτου οὔτε διὰ τοῦ δακτύλου δὲν ἐπιτρέπεται ἡμῖν νὰ θίξωμεν τὰς ἀπηρχαιωμένας ἀποφάσεις, αἵτινες ἀποτελοῦσι τὴν ἡμετέραν ἐκκλησιαστικὴν δόξαν»[3].

Εἶναι πάντως πρὸς τιμὴν καὶ τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ καὶ τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ὅτι, μετὰ τὶς ἀρνητικὲς ἀπαντήσεις τῶν τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ὄχι μόνον ἔκλεισαν τὸ θέμα, ἀλλὰ καὶ ἐκτιμοῦν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ στὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου: «Οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι». Πόσο θὰ εὐχόμασταν ἡ ἴδια στάση νὰ ἐτηρεῖτο ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο σήμερα καὶ στὸ θέμα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς συμμετοχῆς μας στὸ λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», γιὰ τὰ ὁποῖα ὑπάρχει συνεχὴς καὶ μεγάλη ἀντίδραση πολλῶν ἐκκλησιῶν, μερικὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες καλῶς ἔπραξαν καὶ ἀποχώρησαν, ἄλλες δὲ τὸ εἶχαν ἀποφασίσει καὶ ἀνέστειλαν τὴν ἀποχώρηση μετὰ ἀπὸ πιέσεις καὶ ἀπειλές! Καμμία ἀπειλὴ οὔτε πίεση τότε, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ διασπασθεῖ ἡ ἑνότητα σύμπλευση πρὸς τοὺς διαφωνοῦντες. Γράφει ὡς ἀνταπάντηση πρὸς τὶς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες τὸ 1904 διὰ τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ´ καὶ τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως: «Περὶ δὲ τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς ἡμερολογίου τοιαύτην ἔχομεν γνώμην· αἰδέσιμον εἶναι καὶ ἔμπεδον τὸ ἀπὸ αἰώνων μὲν ἤδη καθωρισμένον, κεκυρωμένον δὲ τῇ διηνεκεῖ τῆς Ἐκκλησίας πράξει Πασχάλιον... ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι»[4].


Εἶναι λοιπό, σεβαστὸ καὶ ἑδραῖο, δηλαδὴ ἀμετακίνητο, (αἰδέσιμον καὶ ἔμπεδον) τὸ Πάτριο παραδεδομένο Ἡμερολόγιο καὶ εἶναι ἀδύνατη ὁποιαδήποτε ἡμερολογιακὴ ἀλλαγὴ καὶ καινοτομία: «Ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι». Οὐσιαστικῶς πρόκειται γιὰ πανορθόδοξη ἀπόφαση, ἀφοῦ συμφωνοῦν ὅλες οἱ ἐκκλησίες, εἶναι σύμψηφες, ὡς πρὸς τὸ ὅτι εἶναι ἀδύνατη ἡ ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση. Δὲν ἐχρειάζετο τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ τηρηθεῖ αὐτὴ ἡ πανορθόδοξη ἀπόφαση, καὶ νὰ κλείσει τὸ θέμα, ὁπότε θὰ ἀποφεύγονταν ὅλες οἱ διαιρέσεις καὶ τὰ τραύματα στὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰῶνος ἡ Ἐκκλησία ἔβγαινε ἀλώβητη ἀπὸ τὴν ἐπίθεση τοῦ Πονηροῦ.

3. Μονομερής, ἀντισυνοδικὴ καὶ πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια τοῦ πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη καὶ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου


Δυστυχῶς αὐτὸ δὲν κράτησε γιὰ πολύ, διότι τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀναστάτωσε καὶ ἀνατάραξε μία πολυτάλαντη, ἰσχυρή, ἀλλὰ καὶ γι᾽ αὐτὸ πολὺ ἐπικίνδυνη προσωπικότητα, ὁ Μελέτιος Μεταξάκης, ἀναλαβὼν ὑψηλὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα σὲ τέσσερις αὐτοκέφαλες ἐκκλησίες, σπάνιο καὶ μοναδικὸ φαινόμενο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως σπάνια καὶ μοναδικὴ εἶναι καὶ ἡ ζημία ποὺ προκάλεσε στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ ἴδιος καὶ διὰ τῶν διαδόχων του πατριαρχῶν στὴν Κωνσταντινούπολη Ἀθηναγόρα καὶ Βαρθολομαίου, ποὺ βαδίζουν στὰ ἴχνη του. Μητροπολίτης Κιτίου στὴν Κύπρο (1910-1918), μητροπολίτης (=ἀρχιεπίσκοπος) Ἀθηνῶν (1918-1920), οἰκουμενικὸς πατριάρχης ὡς Μελέτιος Δ´ (1921-1923) καὶ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ὡς Μελέτιος Β´ (1926-1935). Τὴν εὔκολη καὶ πολλὲς φορὲς παράνομη καὶ ἀντικανονικὴ ἀναρρίχησή του σὲ ὕπατα ἐκκλησιαστικὰ ἀξιώματα καὶ δι᾽ αὐτῶν τὴν ἐκθεμελίωση τῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας, πολλοὶ ἀποδίδουν εἰς τὸ ὅτι ἦτο μεγαλομασόνος 33ου βαθμοῦ.

Δὲν ἀγνοοῦμε τὶς προσπάθειες τῶν Οἰκουμενιστῶν σὲ ἐκκλησιαστικοὺς καὶ πανεπιστημιακοὺς κύκλους νὰ τὸν προβάλουν ὡς μεγάλη καὶ σημαντικὴ ἐκκλησιαστικὴ προσωπικότητα μὲ ἄρθρα, μελέτες καὶ συνέδρια, ὀργανούμενα μέχρι καὶ τῶν προσφάτων ἡμερῶν μας. Ὅσα ὅμως ἐπαινετικὰ καὶ ἂν εἰπωθοῦν, καὶ ὅσες ἐνέργειές του, μερικὲς πράγματι σημαντικές, καὶ ἂν ἐξαρθοῦν, συνολικὰ ἡ προσφορά του εἶναι ἀρνητική, διότι προκάλεσε σχίσματα, διαιρέσεις, ἀντιγνωμίες, συγκρούσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα μὲ τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση, καὶ ὡς γνωστὸν εἶναι ἀναντίρρητο τὸ ἀπόφθεγμα «ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται». Ὡς ἀντίβαρο στοὺς ἐπαίνους γιὰ τὸν Μεταξάκη προτείνουμε νὰ διαβάσουν οἱ ὑποστηρικτές του ὅσα λέγει περὶ αὐτοῦ μία μεγάλη ὁσιακὴ μορφὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, τὰ ὁποῖα παρουσιάσαμε σὲ πρόσφατο ἔργο μας[5], καὶ ἐλάχιστα ἀπὸ τὰ πάμπολα ποὺ ἔχουν γράψει ἐναντίον του ἐπιφανεῖς ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς μορφές, στὶς ὁποῖες θὰ ἀναφερθοῦμε.

Δὲν θὰ μποῦμε σὲ λεπτομέρειες γιὰ τὸ πῶς ἐπανῆλθε ἡ συζήτηση γιὰ τὸ Ἡμερολόγιο καὶ τὸ Πασχάλιο. Τὴν ἐπανέφερε ὁ Μεταξάκης ὡς πανίσχυρος μητροπολίτης Ἀθηνῶν, ὅπου τὸν ἀναβίβασε ὁ μεσουρανῶν τότε στὸ πολιτικὸ στερέωμα τῆς Ἑλλάδος συντοπίτης καὶ φίλος του Ἐλευθέριος Βενιζέλος· παρὰ ταῦτα δὲν μπόρεσε νὰ τὴν ἐπιβάλει τότε παρὰ ἀργότερα, ὡς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, συνεργασθεὶς μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πανεπιστημιακὸ καθηγητὴ Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ὁ ὁποῖος, σημειωτέον, πρὶν γίνει ἀρχιεπίσκοπος εἶχε γνωματεύσει ὡς μέλος εἰδικῆς ἐπιτροπῆς τὸ 1919 ὅτι «ἡ μεταβολὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου, μὴ προσκρούουσα εἰς δογματικοὺς καὶ κανονικοὺς λόγους, δύναται νὰ γίνῃ μετὰ συνεννόησιν μετὰ πασῶν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἰδίως μετὰ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, εἰς ὃ καὶ θὰ ἦτο ἀνάγκη ν᾽ ἀνατεθῇ, ἡ πρωτοβουλία πάσης σχετικῆς ἐνεργείας»[6].


Ἡ συνεννόηση αὐτή «μετὰ πασῶν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν» οὐδέποτε ἔγινε, διότι ἦσαν ὅλες σχεδὸν ἀντίθετες. Ἡ μεταρρύθμιση τοῦ Ἡμερολογίου ἔγινε μονομερῶς καὶ πραξικοπηματικῶς ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν Ἀθήνα, τὶς ὁποῖες ἀκολούθησε καὶ ἡ Κύπρος. Ὡς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως συνεκάλεσε ὁ Μελέτιος τὸ γνωστό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τῆς Κωνσταντινούπολης τὸ 1923 (10 Μαΐου - 8 Ἰουνίου), στὸ ὁποῖο πάντως δὲν ἔλαβαν μέρος ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, καὶ κυρίως οἱ περισσότερες ἀπέρριψαν τὶς ἀποφάσεις του γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου. Στὴν «Πατριαρχικὴ Ἐπιστολή» ποὺ ἔστειλε «Πρὸς τοὺς Μακαριωτάτους καὶ Σεβασμιωτάτους Προέδρους τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων, Σερβίας, Κύπρου, Ἑλλάδος καὶ Ρουμανίας» (3 Φεβρουαρίου 1923), μὲ τὴν ὁποία παρακαλοῦσε νὰ ἀποστείλουν ἕνα ἢ δύο ἀντιπροσώπους στὸ Συνέδριο, ποὺ ἀρχικῶς ὀνόμαζε «Ἐπιτροπή», συνδέει τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση μὲ τὸ αἴτημα τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος, ἐξομοιώνοντας Ὀρθοδόξους καὶ αἱρετικοὺς καὶ ἐνισχύοντας ἔτσι τὰ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα τῶν δύο προηγουμένων πατριαρχικῶν ἐγκυκλίων τοῦ 1902 καὶ τοῦ 1920. Γράφει: «Διὰ τοι τοῦτο καὶ πανταχόθεν ἐκφέρεται εὐχὴ καὶ παράκλησις πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ὅπως ἐξευρεθῇ τρόπος ἐπικρατήσεως ἑνὸς καὶ μόνον ἡμερολογίου ἔν τε τοῖς κοσμικοῖς καὶ τοῖς θρησκευτικοῖς, οὐ μόνον πρὸς ἁρμονίαν αὐτοῦ τούτου τοῦ ὀρθοδόξου πρὸς ἑαυτὸν ὥς τε πολίτην καὶ χριστιανόν, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἐξυπηρέτησιν ἔν γε τούτῳ τῷ μέρει τῆς παγχριστιανικῆς ἑνότητος πάντων τῶν ἐπικαλουμένων τῷ ὀνόματι Κυρίου, ἑορταζόντων τὴν αὐτὴν ἡμέραν τὴν Γέννησιν αὐτοῦ καὶ τὴν Ἀνάστασιν»[7].

Τὰ ἴδια ἐπανέλαβε καὶ κατὰ τὸν ἐναρκτήριο λόγο του κατὰ τὴν πρώτη ἡμέρα τῶν ἐργασιῶν τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» (10 Μαΐου 1923). Προσπαθώντας νὰ ἀνατρέψει τὴν προηγούμενη πανορθόδοξη ἀπόφαση, ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ὁποιαδήποτε ἀλλαγὴ στὸ Ἡμερολόγιο, ὅπως τὴν ἐξέφρασε ὁ πατριάρχης Ἰωακεὶμ Γ´ στὴν ἀνταπάντησή του πρὸς τὶς τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, «ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι», ἐπικαλεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι «τὰ ὀρθόδοξα κράτη ὡς ἀπὸ συνθήματος ἑνὸς ἐχώρησαν εἰς τὴν διὰ νόμου ἀντικατάστασιν τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου διὰ τοῦ νέου», ἑπομένως πρέπει καὶ οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς νὰ πράξουν τὸ ἴδιο, ὥστε οἱ πιστοὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὸ ἴδιο ἡμερολόγιο καὶ στὸν κοσμικὸ καὶ στὸν θρησκευτικὸ βίο. Συσκοτίζοντας δὲ περισσότερο τὰ πράγματα ἐμφανίζεται καὶ ὡς ἀντιπαπικός, ἐνῷ προσπαθεῖ νὰ εἰσαγάγει τὸ παπικὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο, λέγοντας ὅτι τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, ποὺ διατηρήθηκε ἐπὶ δεκατρεῖς αἰῶνες, μετὰ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τήν «διέσπασεν πρὸ τριῶν καὶ ἡμίσεως αἰώνων ἡ μονομερὴς ἀπόφασις τοῦ Ἀρχηγοῦ μιᾶς Μεγάλης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας», ἐννοώντας τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση τοῦ 1582 ἀπὸ τὸν πάπα Γρηγόριο ΙΓ´, καὶ ὅτι τώρα ἦλθε ἡ ὥρα «τῆς ἐκ νέου ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν τουλάχιστον ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ»[8].


Ἀσύγγνωστη ἐπιπολαιότητα καὶ ἀδιακρισία, ἡ ὁποία οὔτε τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα ἐπέτυχε μὲ τοὺς ἄλλους Χριστιανούς, ἀφοῦ τὸ Πασχάλιο ρυθμίζεται ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ Πατρίου Ἰουλιανοῦ Ἡμερολογίου, ἀλλὰ προκάλεσε νέες διαιρέσεις μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, στὸ σῶμα τῶν Ὀρθοδόξων, μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀποδοχὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ἡ ὁποία εἶχε καὶ ἔχει ὡς συνέπεια μεταξὺ τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν νὰ ἑορτάζονται τὰ Χριστούγεννα, οἱ Θεομητορικὲς ἑορτὲς καὶ οἱ μνῆμες τῶν Ἁγίων μὲ διαφορὰ δεκατριῶν (13) ἡμερῶν, νὰ ἐπέλθει δὲ μεγάλη ἀναταραχὴ μεταξὺ τῶν πιστῶν, ἀκόμη καὶ στὰ πλαίσια τῆς ἴδιας τῆς οἰκογενείας, καὶ νὰ δημιουργηθοῦν εὐνοϊκὲς καταστάσεις γιὰ τὴν δημιουργία στὴ συνέχεια σχισμάτων ποὺ διατηροῦνται μέχρι σήμερα. Ἔτσι ὁ στόχος τοῦ Μεταξάκη γιὰ παγχριστιανικὸ ἑορτασμὸ τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ὄχι μόνον δὲν ἐπέτυχε, ἀλλὰ τραυμάτισε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων κατὰ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν καὶ τῶν ἑορτῶν τῶν Ἁγίων.


Τό «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ Μεταξάκη τελικῶς ἀποφάσισε νὰ «διορθωθεῖ» τὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο μὲ τὴν ἀφαίρεση 13 ἡμερῶν, οὐσιαστικῶς δηλαδὴ νὰ γίνει δεκτὸ τὸ Γρηγοριανό, ἐκτὸς τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα ποὺ μένει ἀμετακίνητη. Γιὰ τὴν ἀφαίρεση τῶν 13 ἡμερῶν ὁρίσθηκε κατ᾽ ἀρχὴν νὰ ἀριθμηθεῖ ἡ 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1923 ὡς 14 Ὀκτωβρίου, οἱ δὲ ἑορτὲς τῶν παραλειπομένων ἑορτῶν νὰ ἑορτασθοῦν ἐφ᾽ ἅπαξ τὴν 14η Ὀκτωβρίου καὶ ἐφεξῆς ἢ ὅπως ὁρίσει ὁ ἀρχιερεὺς τῆς ἐπαρχίας[9].


Παρὰ ταῦτα οὐδεμία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προχώρησε στὴν ἐφαρμογὴ αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως, οὔτε ἡ ἴδια ἡ Κωνσταντινούπολη, μέχρις ὅτου ἐνεργοποιήθηκε δυναμικὰ καὶ ἀποφασιστικὰ ὁ «συνεταῖρος» τοῦ Μεταξάκη, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ἐπιφανὴς καὶ διακεκριμένος ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ὁ μητροπολίτης Κασσανδρείας Εἰρηναῖος, δηλαδὴ ὁ τότε ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Σὲ συνεννόηση μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀποφασίσθηκε καὶ ἀνακοινώθηκε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τῶν δύο δικαιοδοσιῶν, ὅτι ἡ 10η Μαρτίου τοῦ 1924 θὰ λογισθεῖ καὶ θὰ ὀνομασθεῖ 23η, χωρὶς μεταβολὴ τοῦ Πασχαλίου.


4. Ἡ ἀντίδραση κατὰ τοῦ ἡμερολογιακοῦ πραξικοπήματος


α) Ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Φώτιος: Μόνον Πανορθόδοξη Σύνοδος εἶναι ἁρμόδια νὰ ἀποφασίσει.

Οἱ ἀντιδράσεις ὑπῆρξαν σεισμικὲς ἀλλὰ καὶ ἀναμενόμενες. Πολλὲς ἐκκλησίες ἀντέδρασαν, ὅπως καὶ πολλοὶ ἱεράρχες, ἱερεῖς, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ ἰδιαίτερα τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Φώτιος σὲ ἀπαντητική του ἐπιστολὴ πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ μετὰ ἀπὸ συνοδικὴ ἀπόφαση τοῦ γράφει ὅτι δὲν ὑπῆρχε καμμία ἀνάγκη γιὰ τὴν διόρθωση τοῦ Ἡμερολογίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καὶ εἰς αὐτὸ συμφωνοῦν καὶ οἱ λοιποὶ προκαθήμενοι τῶν ἀποστολικῶν καὶ ἀρχεγόνων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, δηλαδὴ οἱ πατριάρχες Ἀντιοχείας Γρηγόριος, Ἱεροσολύμων Δαμιανὸς καὶ Κύπρου Κύριλλος, οἱ ὁποῖοι ἐπρότειναν «συγκρότησιν συνόδου πασῶν τῶν Ἁγιωτάτων Ἐκκλησιῶν τοῦ Θεοῦ, μόνης δυναμένης ἁρμοδίως καὶ ὁριστικῶς ἀποφήνασθαι». Δὲν ἀποκρύπτει τὴν λύπην του, διότι ἀποκρούσθηκε ἡ ἀδελφικὴ σύσταση τεσσάρων Ἀποστολικῶν θρόνων νὰ μὴ προχωρήσει ἡ «διόρθωσις» τοῦ Ἡμερολογίου, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐν χρήσει ὄχι μόνο στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἀλλὰ σὲ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Θεωρεῖ ὡς πρόφαση καὶ δικαιολογία τὴν συναίνεση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διότι ὅλοι γνωρίζουν «ἐν οἵᾳ νῦν τελεῖ καταστάσει ὁ ἁγιώτατος Ἀποστολικὸς καὶ Πατριαρχικὸς θρόνος, ἀπωρφανισμένος μὲν τὰ πολλά, κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, ἀπωρφανισμένος δὲ τοῦ πλείστου, ἵνα μὴ λέγωμεν παντὸς τοῦ ποιμνίου, γυμνὸς δὲ καὶ πάσης τῆς προτέρας δυνάμεως καὶ χρήζων αὐτὸς συγκροτήσεως ἐν τῇ νέα καταστάσει καὶ πανθομολογουμένως ὑπὸ περιπετείας διατελῶν θλιβερωτάτας»[10].


Ἐνωρίτερα μετὰ τὴν λήξη καὶ τὶς ἀποφάσεις τοῦ «Πανορθοδόξου Συνεδρίου» ὁ αὐτὸς πατριάρχης Φώτιος γράφοντας πρὸς τὸν Ἀθηνῶν Χρυσόστομο (ἀριθ. Σ. Πρωτ. 2664/1/14.8.1923) λέγει ὅτι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ζῆλο «οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν» ἐκσφενδονίσθηκαν ἀποφάσεις ἐπὶ ζημίᾳ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μὲ ἁρπακτικὴ ὁρμὴ αἰώνιοι ἐχθροὶ βυσσοδομοῦν ἐναντίον τῆς ἁγιωτάτης μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐννοώντας τὶς δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης στὸ προσκυνηματικὸ καθεστὼς τῶν Ἁγίων Τόπων»[11]

β)Ὁ μητροπολίτης Κασσανδρείας Εἰρηναῖος: Ἀλλόδοξες ἐκκλησίες καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες πίσω ἀπὸ τὸν Μελέτιο Μεταξάκη.

Ὁ σοβαρός, συνετὸς καὶ ἐπιφανὴς μητροπολίτης Κασανδρείας Εἰρηναῖος, ἐνῶ εὑρίσκετο ἀκόμη ὑπὸ τὴν δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πρὸ τῆς παραχωρήσεως δηλαδὴ τὸ 1928 τῶν λεγομένων «Νέων Χωρῶν» ἐπιτροπικῶς στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, γράφει ἐπιστολὴ σὲ φίλο του ἱερομόναχο στὶς Καρυὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὴν 1/14 Μαΐου 1924, στὴν ὁποία ἐκθέτει πῶς ἀντέδρασε στὴν μεταρρύθμιση τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῆς Ἀθήνας. Τοῦ λέγει ὅτι στὸν Γενικὸ Διοικητὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρος ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ ἐκ μέρους τῆς Κυβερνήσεως δι᾽ ἐγγράφου νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου ἀπήντησε ὅτι «ἐν τοσούτῳ σοβαροῖς ζητήμασιν, ἐν οἷς διακυβεύεται τὸ κῦρος Ἀποστολικῶν καὶ Συνοδικῶν κανόνων ἀδυνατοῦμεν νὰ συμμορφωθῶμεν πρὸς συστάσεις κοσμικῶν». Στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἐπίσης, τὸ ὁποῖο μὲ ἐγκύκλιό του τῆς 27ης Φεβρουαρίου 1924 διέτασσε νὰ ἐφαρμοσθεῖ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου καὶ χαρακτήριζε «τὸ κατὰ τὸ θέρος τοῦ 1923 συνελθὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ Μεταξάκη καταφανῶς ἀντορθόδοξον Συνέδριον ὡς Πανορθόδοξον, γνωστοῦ ὄντος ὅτι οὐδεὶς τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἀπεδέξατο νὰ συμμετάσχη αὐτοῦ», ἔστειλε ἐκτενέστατη ἐπιστολὴ γιὰ νὰ ὑποδείξει τοὺς κινδύνους ποὺ διατρέχει ἡ γαλήνη τῆς Ἐκκλησίας, λόγῳ τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ νέου ἡμερολογίου σὲ τόσο δύσκολους καιρούς. Προσέθετε δὲ καὶ τὰ ἑξῆς γιὰ τὸν Μεταξάκη: «Ἐχαρακτηρίσαμεν δὲ πρεπόντως τὰ ἀντορθόδοξα σχέδια καὶ ἐνεργείας τοῦ κακῇ τῇ μοίρᾳ διὰ μέσου τοσούτων παρανομιῶν ἀνελθόντος τὸν Οἰκουμενικὸν θρόνον Μεταξάκη, ὅστις νυχθημερὸν εἰργάζετο, ἵνα κλονίση τὰ ἀσάλευτα θεμέλια τῆς Ὀρθοδοξίας, ἤτοι τὰς Ἀποστολικὰς καὶ Συνοδικὰς παραδόσεις καὶ διατάξεις· ἐπιπροσθέτως ὅτι δὲν πρέπει νὰ παρασύρηται τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὑπὸ τῶν εἰσηγήσεων τοῦ Ἀθηνῶν, ὁ ὁποῖος ἔχει καὶ ἀποστολὴν νὰ ἐφαρμόσῃ τὸ ἀντορθόδοξον πρόγραμμα τοῦ συνεταίρου του Μεταξάκη πρὸς ἐπικράτησιν τῆς ἀπιστίας»[12].

Ὁ αὐτὸς μητροπολίτης Εἰρηναῖος, ὡς μέλος πλέον τῆς ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπέβαλε βαρυσήμαντο «Ὑπόμνημα πρὸς τὴν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας» ποὺ συνεκλήθη στὶς 14.6.1929, στὸ ὁποῖο καταφέρεται μὲ πολλὴ αὐστηρότητα ἐναντίον τοῦ Μελετίου Μεταξάκη. Γράφει εἰς αὐτὸ ὅτι τὸ πνεῦμα τῶν νεωτερισμῶν καὶ τῆς ἀνταρσίας ἐναντίον τῶν καλῶς ἐχόντων στὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐνσαρκώθηκε στὸ πρόσωπο τοῦ μοιραίου Πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη, ὁ ὁποῖος υἱοθετώντας ὅσα σποραδικῶς γράφονται σὲ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες, ἀνάλογα μὲ τὸ τὶ ἀρέσει σὲ κάθε δημοσιογράφο, «καὶ ἱκανοποιῶν ἁμαρτωλὰς θελήσεις καὶ ἰδιοτελεῖς ἐπιθυμίας ἀλλοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ μυστικῶν ἑταιρειῶν», οἱ ὁποῖες ἱκανοποίησαν τὴν τυφλὴ φιλοδοξία του καὶ τὸν ἐβοήθησαν νὰ ἀνέλθει στὰ ὕπατα ἀξώματα τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, συνεκάλεσε τὸ τιτλοφορούμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο, στὴν ἀλήθεια ὅμως ἀντορθόδοξο, στὴν Κωνσταντινούπολη τὸν Μάϊο τοῦ 1923, ὅπου ἀνάμεσα σὲ ἄλλες ἀποφάσεις ἀντικατέστησε τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο μὲ τὸ Γρηγοριανό, ἀγνοώντας ὅλες τὶς σχετικὲς ἀπαγορεύσεις. Ἀναφέρεται καὶ στὶς ἄλλες ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις τοῦ Συνεδρίου ποὺ τὶς χαρακτηρίζει καινοτομίες καὶ διερωτᾶται: «Ποῖον δικαίωμα εἶχεν ὁ ἔπηλυς οὗτος, ἄνευ τῆς γνώμης τῶν ἐπὶ μέρους μητροπολιτῶν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, νὰ συγκαλέσῃ Πανορθόδοξον Συνέδριον; Καὶ κατὰ ποῖον νόμον ἢ κανόνα ὁ ἀρχηγὸς μιᾶς ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίας ἀπεφάσισε τὴν ἀκύρωσιν ἀποφάσεως ὅλων τῶν Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, γενομένης ἐν τῇ ὑπὸ τῶν ἐξεχόντων μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κων/πόλεως, ᾽Εκκλησιαστικῇ Ἱστορίᾳ Πατριαρχῶν Ἱερεμίου τοῦ Β´ Κων/πόλεως, τοῦ Ἀλεξανδρείας Μελετίου Πηγᾶ, τοῦ Ἀντιοχείας Ἰωακεὶμ καὶ Ἱεροσολύμων Σωφρονίου, ἐπὶ τοῦ ζητήματος τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου; Ἐπιτρέπεται ἡ ἀκύρωσις ἀποφάσεως μείζονος δικαστηρίου ὑπὸ ἐλάσσονος; Δικαιοῦται τὸ Πρωτοδικεῖον, λόγου χάριν, νὰ ἀνατρέψῃ ἀπόφασιν Ἐφετείου;». Οἱ καινοτομίες τοῦ Μεταξάκη ἀπομάκρυναν τοὺς ἁπλοϊκοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἐρήμωσαν τοὺς ναοὺς τῆς ὑπαίθρου, ἀλλὰ καὶ διήρεσαν καὶ ἐχώρισαν μεταξύ τους τὶς τοπικὲς αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες ποὺ ἦσαν μὲ ζηλευτὸ τρόπο ἑνωμένες στὴν λατρεία καὶ ἐξύμνηση τοῦ Θεοῦ. Γιὰ πρώτη φορά, λέγει, ἐγίναμε ὅλοι μάρτυρες τοῦ θλιβεροῦ γεγονότος νὰ γιορτάζει ἡ Ὀρθόδοξη Ρουμανικὴ Ἐκκλησία τὸ Πάσχα πέντε Κυριακὲς ἐνωρίτερα ἀπὸ τὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες κατὰ τὸ παρὸν ἔτος (1929). Καὶ αὐτὴν τὴν καταπάτηση τῆς ἑνότητας στὸν ἑορτασμό τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου τὴν ἐπλήρωσε πολὺ ἀκριβά, γιατὶ ἀποσχίσθηκαν περὶ τὰ 8 ἐν ὅλῳ ἑκατομμύρια Ρουμᾶνοι, κυρίως στὴν Βεσσαραβία, ποὺ γιόρτασαν τὸ Πάσχα κατὰ τὸ ἀρχαῖο καθεστὼς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.[13]


Σημαντικώτερη εἶναι ἡ ἐνέργεια στὴν ὁποία προέβη ὁ μητροπολίτης Κασσανδρείας μαζὶ μὲ τοὺς μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως καὶ Δημητριάδος. Στὴν συνεδριάζουσα Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς 4 Ἰουλίου τοῦ 1929 ὑπέβαλε ἱστορικὴ ὄντως καταγγελία καὶ πρόταση γιὰ τὴν προσωρινὴ διευθέτηση τοῦ ἡμερολογιακοῦ ζητήματος. Εἰς αὐτὴν ἔθετε κάποιους ὅρους, οἱ ὁποῖοι, πράγματι, ἂν ἐγίνοντο δεκτοί, θὰ ἀποφεύγονταν οἱ διαιρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Σὲ ἀντίθεση περίπτωση ἐξέφραζαν τὴν διαμαρτυρία τους γιὰ τὴν ἀντικανονικότητα τῶν τελεσθέντων καὶ ἐπεφυλάσσοντο νὰ τὰ καταγγείλουν «ἐνώπιον τῆς θᾶσσον ἡ βράδιον συγκληθησομένης μεγάλης Πανορθοδόξου Συνόδου». Τὸ σπουδαῖο αὐτὸ κείμενο τὸ παραθέτουμε ὁλόκληρο σὲ ὑποσημείωση[14].


γ) Ὁ ὅσιος Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτης καὶ τὸ Ἅγιον Όρος

Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτης ἀναφέρεται ἐπαινετικὰ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Κασσανδρείας Εἰρηναῖος ἀντιμετώπισε τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμιση καὶ στὴν ἐπαρχία του, στὴν Χαλκιδική, καὶ ἔναντι τῶν Ἁγιορειτῶν ποὺ ζητοῦσαν τὴν γνώμη του. Γράφει ὅτι τὰ «θρησκευτικὰ ζητήματα λύονται καὶ ρυθμίζονται διὰ τῆς πειθοῦς καὶ καλωσύνης καὶ οὐχὶ διὰ τῆς βίας καὶ δυναστείας». Καὶ συνεχίζει: «Τρανὴ ἀπόδειξις τούτου εἶναι ἡ στάσις τῆς Χαλκιδικῆς εἰς τὸ ζήτημα τοῦ ἡμερολογίου, παρ᾽ ὅλον ὅτι εἶναι συνδεδεμένη γεωγραφικῶς μὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐν τούτοις δὲν ὑπάρχει Παλαιοημερολογιτισμὸς ἐν αὐτῇ καθ᾽ ὅλην τὴν ἔκτασίν της, μόνον 15 οἰκογένειαι εἶναι μὲ τὸ παλαιὸν εἰς τὸ χωρίον Νικήτη, καὶ αὗται ἐξυπηρετοῦντο ὑπὸ ἱερέως τῆς Μητροπόλεως καὶ μόνο ἀπὸ διετίας ἀπέκτησαν ἴδιον ἐφημέριον. Τοῦτο δὲ ὀφείλεται εἰς τὸν τότε Μητροπολίτην Κασσανδρείας ἀείμνηστον Εἰρηναῖον, ἀπολαμβάνοντα μεγάλης τιμῆς καὶ ὑπολήψεως παρὰ τῷ κλήρῳ καὶ λαῷ αὐτῆς ὡς καὶ παρὰ τοῖς Ἁγιορείταις μοναχοῖς. Ὅτε ἐγένετο ἡ ἀλλαγή, ἔτρεξαν καὶ τὸν συνεβουλεύθησαν οἱ ὡς ἄνω καὶ τῶν δύο Μητροπόλεων τοῦ Νομοῦ, ὡς καὶ οἱ μοναχοὶ τῶν Μετοχίων καὶ τὸν ἠρώτων τὶ νὰ κάμωμεν Σεβασμιώτατε; Τοῖς ἀπήντα μὲ τὴν γλῶσσαν τοῦ Παύλου. Ἐντολὴν Θεοῦ δὲν ἔχω ἐπ᾽ αὐτοῦ, καθότι δὲν ἐγένετο ὡς ἔπρεπε δι᾽ αὐτὸ καὶ εἶμαι διχασμένος. Θεωρητικῶς εἶμαι μὲ τὸ παλαιόν, πρακτικῶς δὲ μὲ τὸ νέον, τὸ παλαιὸν σέβομαι ὡς ἡνωμένον μὲ τὴ ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ αἰῶνας, ἀλλὰ δὲ μοὶ ἐπιτρέπεται νὰ παρακούσω τῆς Ἐκκλησίας καὶ θὰ ἀκολουθήσω τὸ νέον. Σεῖς κάμετε, ὅπως σᾶς φωτίση ὁ Θεός, δὲν σᾶς λέγω τίποτε ἄλλο, εἰμὴ ὅτι δὲν θὰ ἀνεχθῶ χωρισμόν σας ἀπὸ τὴν Μητρόπολίν σας καὶ τὸν Μητροπολίτην σας. Τοῦ ἔλεγον ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος ἐδήλωσεν ὅτι δὲν θὰ δεχθῆ τὸ νέον. Ὀρθῶς, τοῖς εἶπεν· τὴν στάσιν τῶν Πατέρων ἐγκρίνω καλὴν καὶ πιστεύω ὅτι καὶ ἡ Ἐκκλησία θὰ τὴν δεχθῆ, διότι οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ ἀκολουθοῦν τὴν ἀκρίβειαν εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὴν ἀρχαίαν τάξιν. Τὸ ἡμερολόγιον τοῖς ἔλεγε δὲν εἶναι δόγμα οὔτε κανὼν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ζήτημα τάξεως, καὶ δι᾽ αὐτὸ θὰ ἀκολουθήσω τὴν ἀπόφασιν τῆς Ἐκκλησίας. Μετὰ μετέπεισεν ὅλους καὶ τὸν ἠκολούθησαν ὡς ἀνωτέρω εἴπομεν. Ὅταν ὅμως συνῆλθεν ἡ Ἱεραρχία τὸ 1931 διὰ τὸ ἡμερολογιακὸν ζήτημα, ἐτέθη ἐπὶ κεφαλῆς τῶν θελόντων ἐπαναφορὰν τοῦ Παλαιοῦ. Ἐψήφισαν καὶ παρ᾽ ὀλίγον νὰ τὸ ἐπιτύχη· ἐπὶ 61 Ἀρχιερέων, οἱ 28 ἐψήφισαν ὑπὲρ τῆς ἐπαναφορᾶς τοῦ Παλαιοῦ καὶ 33 ὑπὲρ τῆς διατηρήσεως τοῦ νέου»[15].


Ὁ Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτης δὲν παραλείπει νὰ μᾶς ἐξηγήσει καὶ τὴν στάση τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀπέναντι στὴν ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου, γιὰ τὴν ὁποία γράφει τὰ ἑξῆς: «Κατὰ ταῦτα ἡ Ἐκκλησία ἔσφαλε κατὰ τὴν γνώμην ἐγκύρων κύκλων, ἀποφασίσασα μονομερῶς τὴν ἀλλαγὴν τοῦ ἡμερολογίου καὶ ἑορτολογίου, ἐξ οὗ παρουσιαζόμεθα σήμερον διηρημένοι Ἐκκλησιαστικῶς οἱ Ὀρθόδοξοι πρὸς σκανδαλισμὸν τῶν εὐλαβεστέρων πιστῶν, καὶ χλεύην παρὰ τῶν ἀλλοπίστων. Τὸ Ἅγιον Ὄρος, πιστὸν εἰς τὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἀπεδοκίμασε τὴν μονομερῆ ταύτην ἀπόφασιν καὶ ἀλλαγὴν ὡς πρωτοφανῆ εἰς τὴν μακραίωνα τάξιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας καὶ μετὰ τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ ἐδήλωσε πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, ὅτι δὲν θὰ ἐφαρμόσῃ τὸ νέον ἡμερολόγιον καὶ ἑορτολόγιον καὶ θὰ ἐμμείνῃ ἀκραδάντως εἰς τὴν ἀνέκαθεν τάξιν καὶ τὸ Ἰουλιανὸν ἡμερολόγιον, χωρὶς νὰ ἀποστῇ ἐκκλησιαστικῶς ἀπὸ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας καὶ διετύπωσε πρὸς αὐτὴν εὐσεβάστως τὴν γνώμην του καὶ τὴν εὐχὴν ὅπως ἀγαθυνομένη συγκαλέσῃ Πανορθόδοξον Σύνοδον πρὸς ρύθμισιν τοῦ ζητήματος. Τὴν ἀπόφασιν ταύτην ὑπέγραψαν καὶ ἀπεδέχθησαν αἱ δεκαεννέα Ἱεραὶ Μοναί, καὶ μόνον ἡ τοῦ Βατοπαιδίου ἐδήλωσεν ὅτι πειθαρχοῦσα εἰς τὴν ἀπόφασιν τῆς Ἐκκλησίας, ἐφήρμοσε καὶ θὰ ἀκολουθήσῃ τὸ νέον ἡμερολόγιον. Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἡ Ἱερὰ Κοινότης, ἐπιεικῶς κρίνουσα τὴν στάσιν της, καὶ ἵνα μὴ προσκρούσῃ εἰς τὴν Μητέρα Μεγάλην τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, ἠνέχθη τὸν χωρισμὸν ὡς ἠνέχθη καὶ ἐκείνη τὴν στάσιν της ἐν προκειμένῳ, ἀφήσασα τὰ περαιτέρω εἰς τὴν ὀρθοφροσύνην καὶ τὴν φιλαδελφίαν τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς ταύτης, ἡ ὁποία καὶ ἐπεκράτησε μετὰ πεντήκοντα ἔτη καὶ ἐπανῆλθε καὶ ἡ γεραρὰ αὕτη Μονὴ εἰς τὸ παλαιὸν ἡμερολόγιον, καὶ οὕτως τὸ Ἅγιον Ὄρος σύσσωμον ἐμμένει εἰς τὴν παλαιὰν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ ἀποσχισθῇ ἐξ Αὐτῆς, εὐχόμενον τῷ δομήτορι Θεῷ, ὅπως ἄρῃ ἐν καιρῷ τὸν διχασμὸν καὶ ἐπανέλθῃ ἡ παλαιὰ τάξις, ἵνα ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ δοξάζεται τὸ πανάγιον Αὐτοῦ ὄνομα ὑφ᾽ ἁπάντων τῶν Ὀρθοδόξων»[16].


δ) Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Ἡ Κωνσταντινούπολη μοντέρνα καὶ ἀντιπατερική. Δὲν θὰ ἀκολουθήσουμε.

Ὁ ἴδιος ὅσιος Γέροντας Γαβριὴλ Διονυσιάτης, ἐκ τῶν μεγάλων ἁγιορειτικῶν μορφῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνος, μᾶς παραδίδει, ὡς αὐτήκοος μάρτυς, ὅσα σοφὰ καὶ ἀξιοπρόσεκτα εἶπε γιὰ τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ τὶς ἄλλες καινοτομίες τῆς Κωνσταντινούπολης στὴν «Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν» ποὺ συνῆλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος τὸ 1930, ὁ μεγάλος Σέρβος λογιώτατος ἱεράρχης, τώρα δὲ καὶ Ἅγιος τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Ἤμην τότε ἀντιπρόσωπος παρὰ τῇ Ἱερᾷ Κοινότητι καὶ εἶχε συνέλθει εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Βατοπαιδίου τὸ Διορθόδοξον Συνέδριον πρὸς λύσιν διαφόρων ζητημάτων, ἐν οἷς καὶ περὶ τοῦ Ἡμερολογίου καὶ τούτου συζητουμένου ἔλαβε τὸν λόγον καὶ ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας Ἀχριδῶν Νικόλαος, ἐξέχουσα μορφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ ὁποῖος εἶπεν: “Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς κατὰ φυσικὸν λόγον αἱ μητέρες εἶναι συντηρητικώτεραι τῶν θυγατέρων, ἐπὶ τοῦ κρινομένου ὅμως θέματος ἡμεῖς βλέπομεν τὴν μητέρα μας Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν νὰ προχωρῇ εἰς ἀποφάσεις μοντερνιστικὰς καὶ ἐν ἀγνοίᾳ τῶν ἐπὶ μέρους ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν καὶ ὡς ἐκ τούτου μετὰ λύπης δηλοῦμεν ὅτι δὲν θὰ ἀκολουθήσωμεν τὸν χαραχθέντα ὑπὸ τῆς μητρὸς Ἐκκλησίας δρόμον καὶ θὰ ἐμμείνωμεν, ἐν οἷς ἐδιδάχθημεν καὶ ἐμάθομεν παρὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων”. Εἰς ταῦτα κάτι ἠθέλησε νὰ ἀπαντήσῃ ὁ τότε Κερκύρας καὶ μετέπειτα Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, ἀλλὰ τὸν ἐσταμάτησε ὁ Προεδρεύων Γέρων Ἡρακλείας Φιλάρετος, δηλώσας ὅτι τὸ θέμα ἀναβάλλεται δι᾽ εὐθετώτερον χρόνον, λόγῳ ποὺ ἐλλείπει ἐκ τοῦ Συνεδρίου μας ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία. Καὶ οὕτως ἔκτοτε, καίτοι κατὰ κανόνα ἀναγράφεται τὸ ζήτημα πρὸς λύσιν εἰς τὰ συνερχόμενα Πανορθόδοξα προσυνέδρια οὐδέποτε συζητεῖται, καθότι ἐν τῇ προεργασίᾳ δὲν διαβλέπεται θετικὴ λύσις καὶ ὅλοι ἀναμένουν τοιαύτην ἐκ τοῦ πανδαμάτορος χρόνου»[17].


Ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ Πρακτικὰ τῆς «Προκαταρκτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους» προκύπτει ἡ ἀρνητικὴ γνώμη τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀχρίδος γιὰ τὸ «Πανορθόδοξο Συνέδριο» τοῦ Μεταξάκη τοῦ 1923, τὸ ὁποῖο, ὅπως εἶπε, προκάλεσε «εἶδός τι σχίσματος» καὶ ἐκ τοῦ ὁποίου προῆλθον πλῆθος γνωστῶν ἀνωμαλιῶν[18].


ε) Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος: Ὁ μασόνος πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης παρέσυρε τὸν ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο. Νὰ ἐπανέλθουμε στὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο.

Τὴν ἀναφορὰ αὐτὴ στὶς ὑγιεῖς ἀντιδράσεις γιὰ τὴν μὴ ἀναγκαία, μονομερῆ, ἀντισυνοδικὴ πραξικοπηματικὴ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου, ποὺ εἶναι πάμπολλες, θὰ τὴν κλείσουμε μὲ ἐλάχιστα ἀπὸ ὅσα λέγει γιὰ τὸ Ἡμερολόγιο ὁ ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ ὁποῖος, παρὰ τὸ ὅτι ἀκολούθησε «κατ᾽ οἰκονομίαν» τὸ Νέο Ἡμερολόγιο, δὲν ἔπαυσε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του νὰ ἀγωνίζεται, νὰ συμβουλεύει ἀρχιερεῖς, ὅπως τὸν ἀγωνιστὴ καὶ ὁμολογητὴ ἐπίσκοπο Αὐγουστῖνο Καντιώτη, ἀκόμη καὶ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρυσόστομο Β´ Χατζησταύρου, νὰ ἐπαναφέρουν τὸ παλαιὸ ἑορτολόγιο, διότι αὐτὸ τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθῆ ὡς ὀρθὴ λύση ἐξ οὐρανοῦ μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχή. Ὁ τελευταῖος τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ πὼς θὰ τὸ πράξει, δὲν ἐπρόλαβε ὅμως λόγῳ τῆς ἐκδιώξεώς του ἀπὸ τὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τὸν Μάϊο τοῦ 1967. Διαβάζοντας τὰ κείμενα τοῦ ὁσίου Φιλοθέου γιὰ τὸ ἡμερολογιακὸ ζήτημα μποροῦμε νὰ κάνουμε τὶς ἑξῆς γενικὲς διαπιστώσεις. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ξενοκίνητης δημιουργίας τοῦ προβλήματος μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του ὁ Γέροντας Φιλόθεος κράτησε ἑνιαία καὶ σταθερὴ θέση μὲ βάση τὴν ἀκριβῆ τήρηση τῶν κανόνων καὶ τῶν παραδόσεων τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν, γράφει, λανθασμένη ἀπόφαση ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου, ποὺ δὲν ἐξέφραζε συνολικὰ καὶ ὁμόφωνα τὴν γνώμη τῆς Ἐκκλησίας, ὅλων δηλαδὴ τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν συνόδῳ, ἀλλὰ μονομερῶς καὶ πραξικοπηματικῶς δύο μόνον ἐκκλησιῶν, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ ὡς ἀντικανονική, λανθασμένη, ἀντισυνοδικὴ καὶ ἐπιζήμια γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ διορθωθεῖ μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ παραδοσιακοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου.

Ὁ Γέροντας Φιλόθεος ἐπὶ πολλὰ ἔτη καὶ παρὰ τὶς πιέσεις ποὺ τοῦ ἀσκοῦσε ὁ ἐπιχώριος μητροπολίτης ἐξακολουθοῦσε στὴν Μονὴ τῆς Λογγοβάρδας νὰ τηρεῖ τὸ Παλαιὸ Ἡμερολόγιο, ὅπως ἔπρατταν καὶ πράττουν μέχρι σήμερα τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πολλὲς Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἀγωνιζόταν καὶ ἔγραφε νὰ ἀντιμετωπισθεῖ γρήγορα τὸ θέμα, γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ τὸ σχίσμα. Ὅταν διεπίστωσε ὅτι δὲν ὑπῆρχε πλέον προοπτικὴ διορθώσεως, ἀλλὰ παγιωνόταν ἡ χρήση τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ὑπερσυντηρητικοὶ δὲ καὶ φανατικοὶ Ἁγιορεῖτες Ζηλωτὲς ἐξῆλθαν στὸν κόσμο καὶ ἀλλοίωναν τὸν χαρακτήρα τοῦ ζητήματος, ἀνάγοντάς το σὲ θέμα πίστεως καὶ δόγματος, μὲ ταυτόχρονη ἀποκήρυξη καὶ ἀναθεματισμὸ τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας, γιατὶ δῆθεν ἐστερήθη τὴν Θεία Χάρη καὶ δὲν εἶχε πλέον ἔγκυρα μυστήρια, ἄλλαξε στάση, δέχθηκε κατ᾽ οἰκονομίαν τὸ Νέο Ἡμερολόγιο, τὸ ὁποῖο δὲν θίγει τὰ δόγματα οὔτε στερεῖ τὴν Θ. Χάρη, ἐξακολούθησε ὅμως νὰ πιστεύει καὶ νὰ γράφει ὅτι αὐτὴ ἡ κατ᾽ οἰκονομίαν ἀποδοχὴ τοῦ Νέου Ἡμερολογίου δὲν πρέπει νὰ παρατείνεται, ἀλλὰ ὀφείλει ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐπανέλθει στὴν ἀκρίβεια μὲ τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ παραδοσιακοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Παλαιοῦ Ἡμερολογίου. Ἤλπιζε ὅτι αὐτὸ θὰ γίνει σύντομα καὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ ἐργαζόταν ἐπίμονα, συνιστώντας καὶ στοὺς παλαιοημερολογίτας νὰ μὴ ὀξύνουν τὰ πράγματα μὲ ἀκραῖες τοποθετήσεις ἐναντίον τῶν νεοημερολογιτῶν.


Ἀναφέρεται ἐπανειλημμένως στὸν μασόνο πατριάρχη Μελέτιο Μεταξάκη, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ὡς κύριο ὑπεύθυνο τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης, χωρὶς βέβαια νὰ ἀπαλλάσσει τῆς εὐθύνης τὸν ἀρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, ὁ ὁποῖος ἐνώπιον τοῦ Γέροντος Φιλοθέου ἐμφανίσθηκε νὰ μετανοεῖ καὶ νὰ ἐπιρρίπτει τὴν εὐθύνη στὸν Μεταξάκη, εἰπών ἐπὶ λέξει: «Νὰ μὴ τὸ ἔσωνα, νὰ μὴ τὸ ἔσωνα. Αὐτὸς ὁ διεστραμμένος ὁ Μεταξάκης μὲ πῆρε στὸ λαιμό του». Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα γράφει ὁ ὅσιος Φιλόθεος: «Τὴν διαίρεσιν καὶ τὸ σχίσμα ἐπέφερεν ἡ ἀπρομελέτητος, ἄσκοπος, ἄκαιρος καὶ διαβολικὴ καινοτομία, ἤτοι ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Γρηγοριανοῦ (Παπικοῦ) ἡμερολογίου ὑπὸ τοῦ μασόνου προκατόχου σας Μελετίου Μεταξάκη παρασύραντος τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν Χρυσόστομον Παπαδόπουλον»[19].


5. Ὅλοι περίμεναν νὰ λύσει τὸ Ἡμερολογιακὸ ἡ μέλλουσα Σύνοδος

Ἀπὸ τὴν σύντομη ἀναφορὰ στὴν πικρὴ ἱστορία τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης προκύπτει ὅτι μετὰ τὸ μεγάλο τραῦμα στὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ στὶς διαιρέσεις καὶ τὰ σχίσματα μεταξὺ τῶν πιστῶν, ὅλοι ἐκτιμοῦσαν ὅτι ἡ τραυματικὴ καὶ νοσηρὴ αὐτὴ κατάσταση ἔπρεπε νὰ θεραπευθεῖ ἐπειγόντως μὲ τὴν σύγκληση Πανορθόδοξης ἢ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Καὶ μόνο γιὰ τὸ θέμα αὐτό, γι᾽ αὐτὴν τήν «κατεπείγουσα χρεία», ἦταν ἀναγκαία καὶ ἀπαραίτητη ἡ σύγκληση Μεγάλης Πανορθόδοξης Συνόδου. Τὸ ἐπρότειναν πολλὲς τοπικὲς ἐκκλησίες καὶ τὸ συνιστοῦσαν Ἅγιοι Γέροντες, συμβουλεύοντας νὰ κάνουν οἱ πιστοὶ ὑπομονή, γιατὶ ἐπρόκειτο περὶ προσωρινῆς ἀταξίας καὶ ἀνωμαλίας, τὴν ὁποία θὰ ἐθεράπευε ἡ Ἐκκλησία.


Εἶναι χαρακτηριστικὸ καὶ ἀξιοσημείωτο ὅτι ἐπὶ ἑβδομήντα πέντε χρόνια τώρα ποὺ διαρκεῖ ἡ προσυνοδικὴ διαδικασία, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν «Προκαταρκτικὴ Ἐπιτροπὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους» ποὺ συνεδρίασε στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου τὸ 1930, ἡ ὁποία καὶ κατήρτισε ἕνα πρῶτο κατάλογο θεμάτων, μέχρι πρὶν ἀπὸ δύο μῆνες, μέχρι τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2016, τὸ Ἡμερολογιακὸ καὶ τὸ συνημμένο μὲ αὐτὸ θέμα τοῦ Πασχαλίου παρέμενε σταθερὰ καὶ ἀμετακίνητα ὡς κύριο καὶ βασικὸ θέμα πρὸς ἐπίλυση. Στὸν πρῶτο εὐρύτατο κατάλογο τῆς Α´ Πανορθόδοξης Διάσκεψης τῆς Ρόδου τὸ 1961 τὸ θέμα ἀναγραφόταν στὸ κεφάλαιο ΙΙΙ τῶν θεμάτων ὡς ἑξῆς: «Ἡμερολογιακὸν ζήτημα. Μελέτη τοῦ ζητήματος ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν περὶ Πασχαλίου ἀπόφασιν τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἐξεύρεσις τρόπου πρὸς ἀποκατάστασιν συμπράξεως μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῷ ζητήματι τούτῳ». Ἡ Δ´ Πανορθόδοξη Διάσκεψη ποὺ συνῆλθε στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης τὸ 1968 περιόρισε τὸν ἀριθμὸ τῶν θεμάτων, ἀλλὰ ἄφησε ἀμετακίνητο τὸ Ἡμερολογιακὸ μὲ τὸν ἴδιο τίτλο ποὺ μνημονεύσαμε. Ἡ πρώτη προσυνοδικὴ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου στὸ Σαμπεζὺ τῆς Γενεύης τὸ 1971 ἔπραξε τὸ ἴδιο. Τελικῶς στὸν ὁριστικὸ κατάλογο τῶν δέκα (10) θεμάτων ποὺ ἐπρότεινε ἡ Α´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Γενεύης τὸ 1976 περιλαμβανόταν καὶ τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ὑπὸ τὸν τίτλο «Τὸ ζήτημα τοῦ κοινοῦ ἡμερολογίου».


6. Μὲ παρέμβαση τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῶν Προτεσταντῶν ἐγκαταλείπεται τὸ Ἡμερολογιακό. Νέο θέμα: Ὁ κοινὸς ἑορτασμὸς τοῦ Πάσχα.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ συμμετοχή μας στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» καὶ τὰ «ἑνωτικά» ἀνοίγματα πρὸς τὸν Παπισμὸ ἐνεθάρρυναν αὐτοὺς τοὺς χώρους νὰ ζητήσουν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους τὴν συμφωνία γιὰ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα σὲ μία σταθερὴ Κυριακὴ τοῦ Ἀπριλίου. Κρατήσαμε τὴν ἑνότητά μας οἱ Ὀρθόδοξοι, τουλάχιστον στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, καὶ μετὰ τὴν ἡμερολογιακὴ καινοτομία τοῦ Μεταξάκη· τώρα ὁ ἔξωθεν πειραστής, ἀφοῦ μας διήρεσε ὡς πρὸς ὅλες τὶς μεγάλες ἀκίνητες ἑορτὲς καὶ συντηρεῖ πολὺ καλὰ αὐτὸν τὸν χωρισμό, ἐπιδιώκει καὶ ἄλλα σχίσματα μὲ τὸν προτεινόμενο κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Στὶς συζητήσεις μὲ τοὺς Παπικοὺς καὶ τοὺς Προτεστάντες δὲν ἀπορρίψαμε αὐτὴν τὴν νέα σχισματικὴ ἀντορθόδοξη πρόταση, ἀλλὰ ἁπλῶς σὲ συνέδρια οἰκουμενιστικὰ καὶ παρεμφερεῖς συναντήσεις ἐπιφυλαχθήκαμε νὰ συμφωνήσουμε, φοβούμενοι νέα σχίσματα καὶ ἀταξίες, χωρὶς νὰ παύσουν κάποιοι ἀνώτατοι ἀξιωματοῦχοι μας, ὅπως ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, νὰ δηλώνουν τὴν συμφωνία καὶ ἐπιθυμία τους γιὰ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα.


Ἡ νέα αὐτὴ ἀπαίτηση καὶ ἐξέλιξη περὶ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, κατὰ τὴν πάνσοφη πονηρία τῶν ὑποκινητῶν, ποὺ στηρίζεται στὸ ἐπιχείρημα «ζήτα περισσότερα γιὰ νὰ κρατήσεις αὐτὰ ποὺ ἔχεις», συνετέλεσε ὥστε τὸ μεγάλο ζήτημα τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης τοῦ 1924 νὰ περάσει ὄχι μόνο σὲ δεύτερη μοίρα, ἀλλὰ σχεδὸν νὰ ξεχασθεῖ καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει πλέον κάποια προοπτικὴ καὶ ἐλπίδα νὰ ἐπανέλθουν οἱ τοπικὲς αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σὲ λειτουργικὴ ἑνότητα, καὶ ἡ διαίρεση τῶν πιστῶν σὲ παλαιοημερολογίτες καὶ νεοημερολογίτες νὰ τραυματίζει τὴν ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀποκατέστησαν τὴν ἑνότητα στὸν ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα· οἱ σύγχρονοι «Πατέρες» διέσπασαν τὴν ἑνότητα σὲ ὅλες τὶς ἄλλες ἑορτές, καὶ ὄχι μόνον δὲν κάνουν τίποτε γιὰ νὰ τὴν ἀποκαταστήσουν, ἀλλὰ αὐθαιρέτως οἱ προκαθήμενοι τὸν περασμένο Ἰανουάριο, πραξικοπηματικῶς, χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν ἱεραρχιῶν τους, ἔβγαλαν τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου καὶ τοῦ Πασχαλίου ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων, τὸ μόνο ἐπεῖγον καὶ ἀναγκαῖο πρὸς ἐπίλυσιν θέμα.


Πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτὴ ἄλλωστε ἦταν προσανατολισμένο καὶ τὸ προσυνοδικὸ κείμενο ποὺ ἑτοίμασε ἡ Β´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Γενεύης τοῦ 1982, τὸ ὁποῖο δέχθηκε ἀμετάβλητο ἡ «Εἰδικὴ Διορθόδοξη Ἐπιτροπή», ποὺ συνέστησαν οἱ Προκαθήμενοι τὸν Μάρτιο τοῦ 2014, καὶ τὸ παρέπεμψε ὡς εἶχε στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο, ὅπου ὅμως δὲν θὰ φθάσει ποτέ, ἀφοῦ τὸ ἀπέσυραν οἱ Προκαθήμενοι.

Στὸ κείμενο αὐτό, τὸ ὁποῖο ἐπιβεβαιώνει τὶς ἐκτιμήσεις μας, καὶ τὸ παραθέτουμε ὁλόκληρο σὲ ὑποσημείωση, τὸ βάρος ρίπτεται στὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Δὲν ὑπάρχει καμμία σκέψη, πρόταση, ἐκτίμηση γιὰ τὸ ἡμερολογιακὸ τραῦμα τοῦ 1924 καὶ τὴν ἀνάγκη θεραπείας του. Οὐσιαστικῶς δικαιώνεται τὸ πραξικόπημα τοῦ Μελετίου Μεταξάκη καὶ τοῦ Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, καὶ καλοῦνται σὲ ὑπακοή «οἱ τυχὸν ἀντιφρονοῦντες πρὸς τὴν κανονικὴν αὐτῶν ἐκκλησίαν»[20]


7. Γιατί ἀποσύρθηκε τὸ Ἡμερολογιακὸ ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων; Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα κατώτερες τῶν περιστάσεων. Δὲν σήκωσαν τό «βάρος τῆς ἡμέρας».


Γιατί τότε ἀποσύρθηκε τὸ κείμενο ἀπὸ τὰ θέματα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου; Οἱ ἐξηγήσεις τῶν ὑπευθύνων προσώπων δὲν συμφωνοῦν ἀπολύτως, δίδουν πάντως τὴν δυνατότητα κάποιων ἐκτιμήσεων. Ὁ μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης, πρόεδρος τῆς Εἰδικῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς καὶ τῶν δύο τελευταίων Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, ἐνημερώνοντας τοὺς ἱεράρχες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸ περασμένο καλοκαίρι (29.8.2015) εἶπε γιὰ τὸ θέμα: «Τὸ θέμα τοῦτο ἀπησχόλησε τὴν Β´ Προσυνοδικὴν Διάσκεψιν κατόπιν μακρᾶς προετοιμασίας, ἡ ὁποία περιελάμβανε γνωμοδοτήσεις καὶ συσκέψεις εἰδικῶν ἀστρονόμων, διὰ τῶν ὁποίων κατεδεικνύετο ἡ ἀνάγκη προσαρμογῆς τοῦ τρόπου ὑπολογισμοῦ τοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα καὶ διετυποῦτο ἡ πρότασις περὶ διερευνήσεως τῆς δυνατότητος κοινοῦ χρόνου ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ὑφ᾽ ὅλων τῶν χριστιανῶν. Κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, εἰς τὴν ὁποίαν τὸ κείμενον παρεπέμφθη ὑπὸ τῶν Προκαθημένων δι᾽ ἐπιμέλειαν διετυπώθη ὑπὸ τῶν ἐκπροσώπων τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωσσίας, Σερβίας καὶ Γεωργίας ἡ πρότασις ὅπως τὸ ὅλον θέμα ἐκπέσῃ τοῦ καταλόγου τῶν θεμάτων τῆς Συνόδου ὡς μὴ ἀπασχολοῦν πλέον τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ αἱ λοιπαὶ ἀντιπροσωπεῖαι ἔκριναν ὅτι τὸ ζήτημα τοῦτο δὲον νὰ παραμείνῃ ἀνοικτὸν δοθέντος ὅτι, ἰδίᾳ ἐν τῇ Διασπορᾷ, τὸ θέμα κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἀποτελεῖ ποιμαντικὸν πρόβλημα, ἰδίᾳ εἰς περιπτώσεις μικτῶν γάμων καὶ γενικῶς λόγῳ τῆς ἀνάγκης τῆς ἁρμονικῆς συμβιώσεως μετὰ τῶν μὴ Ὀρθοδόξων. Οὕτω, τὸ Κείμενον τῆς Β´ Προσυνοδικῆς Διασκέψεως μὴ ὑποστὰν οἱανδήποτε μεταβολὴν ὑπὸ τῆς Ἐπιτροπῆς παραπέμπεται ὡς ἔχει εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον».


Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος στὴν τελευταία καὶ ἀποφασιστικὴ συνάντηση τῶν Προκαθημένων στὴν Γενεύη τὸν προηγούμενο Ἰανουάριο (2016) στὴν ἐναρκτήρια εἰσήγησή του (22 Ἰανουαρίου 2016) εἶπε γιὰ τὸ θέμα τὰ ἑξῆς: «Ἐν τῷ μεταξὺ χρόνῳ καὶ παρὰ τὰ ὁμοφώνως ἀποφασισθέντα Ἐκκλησίαι τινὲς ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμίαν ἢ καὶ ἀξίωσιν ὅπως ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἀναβληθῇ, μέχρις ὅτου συζητηθοῦν καὶ τύχουν ὁμοφώνου ἀποδοχῆς τόσον τὰ θέματα τοῦ Αὐτοκεφάλου καὶ τῶν Διπτύχων, ὅσον καὶ τὰ μὴ τυχόντα ὁμοφώνου τροποποιήσεως ὑπὸ τῆς ἀνωτέρω μνημονευθείσης Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς Κείμενα τῆς Β´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1982) περὶ Κωλυμάτων γάμου καὶ Κοινοῦ ἡμερολογίου. ῾Ως πρὸς τὰ τελευταῖα δύο θέματα δὲν δυνάμεθα εἰμὴ νὰ ἐκφράσωμεν τὴν ἔκπληξιν ἡμῶν ἐκ τῆς ὡς ἄνω ἀξιώσεως, δοθέντος ὅτι ἡ ἀπόφασις τῆς Συνάξεως ἡμῶν τοῦ ἔτους 2014 οὐδόλως προέβλεπε ριζικὴν ἀναθεώρησιν (revision) τῶν κειμένων τούτων, ἀλλ᾽ ἁπλῆν «ἐπιμέλειαν» (editing) αὐτῶν ὑπὸ τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς, διὸ καὶ ὀρθῶς ὁ προεδρεύων αὐτῆς δὲν ἐπέτρεψεν ριζικήν τινα ἀναθεώρησιν αὐτῶν, διότι τοῦτο θὰ ἀπετέλει παράβασιν ἢ ὑπέρβασιν τῆς δοθείσης τῇ Ἐπιτροπῇ ὑπὸ τῆς Συνάξεως ἡμῶν ἐντολῆς. Ἡ περὶ ἀναθεωρήσεως τῶν ἐν λόγῳ κειμένων ἀξίωσις ὡρισμένων Ἐκκλησιῶν θὰ ἀπῄτει σαφῶς νέαν ὁμόφωνον ἀπόφασιν τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων, διάφορον τῆς ληφθείσης ἐν ἔτει 2014 τοιαύτης περὶ ἁπλῆς ἐπιμελείας τῶν ἐν λόγῳ κειμένων, ἥτις ἐπιμέλεια, ὡς ἐκ τῆς φύσεως αὐτῆς, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ θίξῃ τὸν πυρῆνα τοῦ περιεχομένου τῶν κειμένων τούτων».


Ἀπὸ Ἀνακοίνωση τοῦ Τμήματος Ἐξωτερικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Σχέσεων τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας (23 Ἰανουαρίου 2016) πληροφορούμαστε τὰ ἑξῆς: «Ὁ Προκαθήμενος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας εἶναι βέβαιος ὅτι ἀναθεωρήσεως χρήζει τὸ σχέδιο κειμένου “Tὸ ζήτημα τοῦ Ἡμερολογίου” καὶ τόνισε ὅτι τὸ θέμα τοῦ “ἀκριβοῦς προσδιορισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα” γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἐπίκαιρο καὶ μόνο σύγχυση μπορεῖ νὰ προκαλέσει στοὺς πολλοὺς πιστούς».

Ἀπὸ τὶς τοποθετήσεις τῶν τριῶν αὐτῶν κατ᾽ ἐξοχὴν ὑπευθύνων προσώπων προκύπτουν τὰ ἑξῆς. Ὁ μητροπολίτης Περγάμου ὑπεραμυνόμενος σταθερὰ τὴν γραμμὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐμμένει νὰ κρατήσει ζωντανὴ τὴν πρόταση περί «κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ὑφ᾽ ὅλων τῶν Χριστιανῶν», δεδομένου μάλιστα ὅτι στὶς χῶρες τῆς Διασπορᾶς αὐτὸ ἀποτελεῖ ποιμαντικὸ πρόβλημα, καὶ παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν ἀντιπροσώπων τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωσίας, Σερβίας καὶ Γεωργίας, ποὺ πρότειναν νὰ ἐκπέσει τὸ θέμα καὶ νὰ μὴ συζητηθεῖ, κατόρθωσε νὰ τὸ περάσει χωρὶς ἀλλαγὲς καὶ νὰ τὸ στείλει στὴ Σύνοδο. Ἂν αὐτὸ τελικὰ γινόταν καὶ τὸ κείμενο ἐγκρινόταν ἀπὸ τὴ Σύνοδο, ὅπως ἤδη εἴπαμε, αὐτὸ θὰ ἀποτελοῦσε δικαίωση τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης τοῦ Μεταξάκη καὶ διαιώνιση τοῦ ἡμερολογιακοῦ σχίσματος, ἀλλὰ καὶ θὰ ἄνοιγε εὐέλπιδες προοπτικὲς γιὰ τὸν καθορισμὸ τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ὁ πατριάρχης τῆς Ρωσίας Κύριλλος, διπλωματικώτερα, δὲν ἐζήτησε νὰ ἀποσυρθεῖ τὸ κείμενο, ἀλλὰ νὰ γίνουν τροποποιήσεις. Φαίνεται ὅμως ὅτι οἱ τροποποιήσεις ποὺ ζητοῦσε ἀνέτρεπαν τὰ δύο σημαντικὰ στοιχεῖα τῆς γραμμῆς τοῦ Φαναρίου ποὺ μνημονεύσαμε, δηλαδὴ τὴν διατήρηση τοῦ Νέου Ἡμερολογίου καὶ τὸν κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα, ὁπότε προτίμησε καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς νὰ μὴ συζητηθεῖ τὸ θέμα ἀπὸ τὸ νὰ ἡττηθεῖ καὶ νὰ ἀνατρέψει τὴν οἰκουμενιστικὴ πολιτικὴ τῆς Κωνσταντινούπολης. Κερδισμένη πάντως περισσότερο εἶναι ἡ Μόσχα, ποὺ καυχᾶται ἤδη στοὺς δικούς της πιστοὺς ὅτι δὲν ἄφησε νὰ προχωρήσουν καὶ νὰ δικαιωθοῦν οἱ μεταρρυθμίσεις στὸ Ἡμερολόγιο καὶ στὸ Πασχάλιο. Εἶναι χαμένη ὅμως ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, γιατὶ στερεῖται πλέον οἰκουμενικῶν διδασκάλων καὶ ἡγετῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν βλέπουν μόνον στενὰ καὶ τοπικὰ τὸ δικό τους ποίμνιο καὶ δὲν ἀλλοιθωρίζουν πρὸς τὴν ἰσχυρὴ καὶ αἱρετικὴ Δύση, ἀλλὰ καθολικὰ καὶ φιλάδελφα βέπουν ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων. Ποιός θὰ ἐπαναφέρει καὶ πότε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὸν ἑορτασμὸ τῶν Χριστουγέννων, τῶν Θεοφανείων, τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν καὶ τῶν ἑορτῶν τῶν Ἁγίων; Δὲν ἐνδιαφέρεται γι᾽ αὐτὸ ἡ Μόσχα; Μὲ τὴν τοπικιστική, μὴ καθολικὴ αὐτὴ νοοτροπία, οὔτε τὸ θέμα τοῦ Ἀρείου, οὔτε τὸ θέμα τοῦ κοινοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα θὰ ἔλυε ἡ Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος.


Τὸ πιὸ πικρὸ ὅμως καὶ ὀδυνηρὸ εἶναι ὅτι Κωνσταντινούπολη καὶ Μόσχα, παρὰ τὶς διαφορές τους σὲ ἐπὶ μέρους ζητήματα, προχωροῦν ὁμόφρονες καὶ ἀγαλλομένῳ ποδὶ στὴν ἀποδοχὴ ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων καὶ τῶν αἱρετικῶν κειμένων ποὺ αὐτοὶ ἔχουν ἐκπονήσει καὶ μὲ τὴν συνέχιση τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ὑποβιβάζοντας καὶ εὐτελίζοντας τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τὸ Θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, σὲ μικρὸ κομμάτι καὶ συμπλήρωμα αὐτῆς τῆς αἱρετικῆς πανσπερμίας. Ὑπάρχει κάτι ἀνάλογο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας; Ἐκ τῶν προτέρων διαπιστώνεται ὅτι μὲ αὐτὲς τὶς προδιαγραφὲς καὶ κατευθύνσεις ἡ Σύνοδος δὲν ἀποτελεῖ συνέχεια τῶν προηγουμένων συνόδων καὶ θὰ ἀπορριφθεῖ ἀπὸ τὴν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὡς ψευδοσύνοδος.


Ἐπίλογος


Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ Ἡμερολογίου τὸ 1924 ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἦταν μονομερὴς καὶ πραξικοπηματικὴ ἐνέργεια, γιατὶ δὲν ἔγινε μὲ πανορθόδοξη ἀπόφαση. Διέσπασε τὴν λειτουργικὴ ἑνότητα μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ προκάλεσε σχίσματα καὶ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν πιστῶν.

Πολλοὶ δέχθηκαν τὴν ἀλλαγὴ ὡς προσωρινὴ «κατ᾽ οἰκονομίαν» λύση, μέχρις ὅτου μία Πανορθόδοξη Σύνοδος ἐπιληφθεῖ τοῦ θέματος καὶ ἐπαναφέρει τὴν ἑορτολογικὴ ἑνότητα, ποὺ ἦταν ἀδιατάρακτη στὴν Ἐκκλησία ἐπὶ 1600 χρόνια, ἀπὸ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μέχρι τὸ 1924. Στὴν ἀλλαγὴ συνήργησαν καὶ ὤθησαν ἀλλόδοξες «ἐκκλησίες» καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες, μέσῳ τοῦ μασόνου πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη.
Ἦταν προσμονὴ ὅλων καὶ δέσμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος» νὰ συζητήσει καὶ νὰ ἐπιλύσει τὸ θέμα. Δυστυχῶς κατὰ τὴν μακρὰ προσυνοδικὴ διαδικασία Παπικοὶ καὶ Προτεστάντες ἔθεσαν στοὺς Ὀρθοδόξους νέο θέμα, τὸν «κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα», μὲ συνέπεια νὰ στραφεῖ πρὸς τὰ ἐκεῖ τὸ ἐνδιαφέρον καὶ νὰ ἀτονήσει ἡ συζήτηση γιὰ τὴν θεραπεία τοῦ τραύματος τῆς λειτουργικῆς ἑνότητος στὸν ἑορτασμὸ τῶν ἀκινήτων ἑορτῶν, ποὺ προκλήθηκε χωρὶς λόγο καὶ ποιμαντικὴ ἀνάγκη.
Στὴν τελικὴ φάση τῆς Συνόδου καὶ χωρὶς συνοδικὲς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν θεμάτων, ἐνῶ ἦταν τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν ἐπεῖγον καὶ φλέγον θέμα. Καὶ ἀποσύρθηκε, διότι ἡ μὲν Μόσχα, ἀκολουθοῦσα πάντοτε τὸ Πάτριο Ἰουλιανὸ Ἡμερολόγιο, δὲν ἤθελε νομιμοποίηση τῆς ἡμερολογιακῆς μεταρρύθμισης τοῦ Μεταξάκη καὶ μεταφορὰ τῶν διαιρέσεων καὶ στὸ δικό της ποίμνιο, ἡ δὲ Κωνσταντινούπολη, ἀδιαφοροῦσα γιὰ τὸ τραῦμα τῆς ἑνότητος ποὺ ἡ ἴδια προκάλεσε, ἐξακολουθεῖ νὰ ὑποστηρίζει τὸ Νέο Ἡμερολόγιο καὶ νὰ συμφωνεῖ μὲ τὴν πρόταση γιὰ κοινὸ ἑορτασμὸ τοῦ Πάσχα. Καὶ ἐπειδὴ ἀμφότερες οἱ ἡγεσίες συμφωνοῦν στὴν νομιμοποίηση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ποὺ εἶναι πολὺ βαρύτερο θέμα ἀπὸ τὸ Ἡμερολόγιο καὶ τὸ Πασχάλιο, ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ μέση τὰ «χωρίζοντα» γιὰ νὰ προχωρήσουν μὲ τά «ἑνοῦντα», ὅπως θέλουν πάλι ἐξωεκκλησιαστικὰ κέντρα καὶ μυστικὲς ἑταιρεῖες, γιὰ νὰ προκαλέσουν καὶ νέα σχίσματα.





[1]. Ιωαννου Καρμιρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος 2, Graz–Austria 19682, σελ. 1039 καὶ Αντωνιου Παπαδοπουλου, Κείμενα Διορθοδόξων καὶ Διαχριστιανικῶν Σχέσεων, Ἐκδ. Οἶκος Ἀδελφῶν Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 15.
[2]. Αντωνιου Παπαδοπουλου, Αὐτόθι, σελ. 38.
[3]. Αὐτόθι, σελ. 53.
[4]. Ιωαννου Καρμιρη, Αὐτόθι, σελ. 1043. Αντωνιου Παπαδοπουλου, Αὐτόθι σελ. 81. Ὁ ἀείμνηστος Ἁγιορείτης μοναχὸς Νικοδημος Μπιλαλησ, ἀπὸ τοὺς καλυτέρους γνῶστες καὶ μελετητὲς τοῦ θέματος τοῦ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου κρίνει διαφορετικὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ´, σὲ μελέτη του μὲ τίτλο «Οἰκουμενισμὸς καὶ ἀλλαγὴ Πασχαλίου», εἰς Οἰκουμενισμός. Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις, Πρακτικὰ Διορθοδόξου Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου. Αἴθουσα Τελετῶν Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 23-25 Σεπτεμβρίου 2004, Ἐκδ. «Θεοδρομία», Θεσσαλονίκη 2008, τόμ. 2, σελ. 937. Γράφει:
«Ἔτσι ὁ Ἰωακείμ, “ἱματισμένος καὶ σωφρονῶν” (Λουκ. 8, 35), ὡς μύστης τῆς φαναριωτικῆς διπλωματίας, ἀναδιπλώθηκε καὶ ἀπέστειλε νέο Ἐγκύκλιο Γράμμα τὸ 1904, ὅπου ὑπερθεματίζει γιὰ τὴ μὴ ἀλλαγὴ Ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου! Πλὴν ὅμως, ὡς ἔμπειρος διπλωμάτης, μετέθετε τὸ θέμα τοῦ Ἡμερολογίου-Πασχαλίου στὸ μέλλον. Ἰδοὺ χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα τοῦ Γράμματός του τοῦ 1904: “...Περὶ δὲ τοῦ καθ᾽ ἡμᾶς Ἡμερολογίου τοιαύτην ἔχομεν γνώμην· αἰδέσιμον (=σεβαστό) εἶναι καὶ ἔμπεδον (=ἑδραῖο καὶ ἀμετακίνητο) τὸ ἀπὸ αἰώνων μὲν ἤδη καθωρισμένον, κεκυρωμένον δὲ τῇ διηνεκεῖ τῆς Ἐκκλησίας πράξει Πασχάλιον, ὡς (=ὥστε) οὐκ ἐξόν (=νὰ μὴν εἶναι δυνατό) περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι... Πρόωρον, τό γε νῦν, καὶ ὅλως περιττὸν ἡγούμεθα· ἡμεῖς τε γὰρ οὐδαμῶς ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως ὑποχρεούμεθα μεταλλάττειν Ἡμερολόγιον”. Πῶς νὰ χαρκατηρίσουμε τὴν ἀνωτέρω παράγραφο; Θαυμάσιο ἐγκώμιο ὑπὲρ τοῦ “αἰδεσίμου καὶ ἐμπέδου... ” Ἡμερολογίου-Πασχαλίου; Δυστυχῶς ΟΧΙ, ἐφόσον περιέχει τὴν ἀκροτελεύτια περίοδο καὶ φράση καὶ μάλιστα τὶς λέξεις “πρόωρον...τό γε νῦν...”. Προφανῶς οἱ λέξεις αὐτὲς εἶναι μιὰ χαραμάδα ἢ ρωγμὴ στὸ ἀρραγὲς ὀρθόδοξο τεῖχος ἢ μιὰ σταγόνα δηλητηρίου σ᾽ ἕνα ὡραῖο ποτὸ ἢ φαγητό!...Ἐνῶ ρητὰ προαναφέρει “ὡς οὐκ ἐξὸν περὶ τοῦτο καινοτομῆσαι...οὐδαμῶς...”, κατακλείει τὸ διπλωματικό του λόγο μὲ τὶς λέξεις “πρόωρον ..τὸ γε νῦν” ἢ ἄλλως “οὔπω καιρός”. Ὡσὰν δηλαδὴ νὰ λέγει: Περιμένετε λίγο, ὣς τὰ θλιβερὰ ἔτη 1920 καὶ 1923-24, ὁπότε ὁ δικός μου σπόρος θὰ ἔχει φυτρώσει καὶ θὰ ἔχει γίνει δένδρο μέ “μεγάλας ἀναδενδράδας...», ποὺ θὰ “ἑνωθοῦν” μὲ ἐκεῖνες τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ».
[5]. Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωρος Ζησης, Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος ὡς ἀγωνιστὴς καὶ ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδοξίας. Μὲ ἀναφορὲς στὴν ἐπικαιρότητα, Ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 80-101.
[6]. Βλ. Χριστοδουλου Παρασκευαϊδη, μητροπολίτου Δημητριάδος (μετέπειτα ἀρχιεπι-σκόπου Ἀθηνῶν), Ἱστορικὴ καὶ κανονικὴ θεώρηση τοῦ Παλαιοημερολογιτικοῦ Ζητήματος κατά τε τὴν γένεσιν καὶ τὴν ἐξέλιξιν αὐτοῦ ἐν Ἑλλάδι, Ἀθῆναι 1982, σελ. 41.
[7]. Πρακτικὰ καὶ Ἀποφάσεις τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου (10 Μαΐου-8 Ἰουνίου 1923), ἐν Κωνσταντινουπόλει, Ἐκ τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου 1923, σελ. 6.
[8]. Αὐτόθι, σελ. 13-14.
[9]. Αὐτόθι, σελ. 67.
[10]. Ὁλόκληρη ἡ ἐπιστολὴ εἰς Γρηγ. Ευστρατιαδη, Ἡ πραγματικὴ ἀλήθεια περὶ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου, Ἀθῆναι 1924, ἐπανέκδοση ἀπὸ Ἱερὰ Ἀρχιεπισκοπὴ Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1977, σελ. 29-33.
[11]. Βλ. ᾽Αρχιμ. Θεοκλητου Α. Στραγκα, Ἐκκλησίας Ἑλλάδος Ἱστορία, τόμ. 2, Ἀθῆναι 1970, σελ. 1161-1162: «...καὶ περὶ ἄλλων μέντοι θεμάτων ὅσα τε ζήλῳ οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν ἐξεσφενδόνισται ἀπὸ Κωνσταντινουπόλεως, ἐπὶ ζημίᾳ τῆς ὅλης Ἐκκλησίας καὶ ὅσα ἅρπαγι ὁρμῇ ἐχθρῶν αἰωνίων βυσσοδομεῖται καὶ ἐπισείεται κατὰ τῆς ἁγιωτάτης μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν...».
[12]. Γρηγ. Ευστρατιαδη, Αὐτόθι, σελ. 185-186.
[13]. Μητροπολίτου Κασσανδρείας Ειρηναιου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν Ἱερὰν Σύνοδον τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος, συγκληθεῖσαν τῇ 14 Ἰουνίου 1929, Ἐν Ἀθήναις, Τύποις «Αὐγῆς», Ἀθαν. Παπασπύρου 1929.
[14]. Βλ. Εἰς Γρηγ. Ευστρατιαδη, Αὐτόθι, σελ. 201-203: «Τῶν ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς ἐπὶ Ἱερεμίου τοῦ Β´ τοῦ Τρανοῦ, ἐν Μεγάλῃ Συνόδῳ ἀποκηρυξάντων τὸ Γρηγοριανὸν ἡμερολόγιον καὶ δεινοῖς ἐπιτιμίοις ἀποκλεισάντων οἱανδήποτε ἀλλαγὴν τοῦ Ἰουλιανοῦ ἡμερολογίου καὶ Πασχαλίου, μόνον Μείζονι Συνόδῳ Τοπικῇ ἢ Οἰκουμενικῇ νόμοις καὶ Ἱεροῖς Κανόνιν ἐπιτέτραπται πᾶσα περαιτέρω ἀνακίνησις τῶν ζητημάτων τούτων.
Κατὰ ταῦτα
Οὐδεμία τῶν ἐπὶ μέρους Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἴτε Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ὀνομάζεται αὕτη εἴτε Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἢ ἄλλη τις ἐπὶ μέρους Ἐκκλησία, ἐδικαιοῦτο μονομερῶς, ἐφ᾽ ὕβρει τῶν οὕτω ὁμοφώνως θεσπισάντων Ἱερωτάτων Πατριαρχῶν καὶ ἀσεβεῖ καταπατήσει τῶν ὑπὲρ τῆς εἰρήνης, εὐσταθείας, ἑνότητος καὶ ὁμοφωνίας τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν ἐν τῷ συνεορτασμῷ τῶν Μεγάλων τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως ἑορτῶν καὶ ἰδίᾳ τοῦ Ἁγίου Πάσχα ὑπὸ τῶν Μ. καὶ Ἁγίων 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων καθορισθέντων, ἵνα διὰ τοῦτον ἢ ἐκεῖνον τὸν λόγον εἰσαγάγῃ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν μετηρρυθμισμένα ἡμερολόγια καὶ Πασχάλια, διασπῶσα οὕτω τὴν ζηλευτῶς ἐπὶ αἰῶνας βασιλεύουσαν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ Καθολικῇ καὶ Ἀποστολικῇ κατὰ Ἀνατολὰς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ, Ἑνότητα, Ὁμόνοιαν καὶ Ἀγάπην, καὶ σκανδαλίζουσα τὰ μετ᾽ ἀφοσιώσεως καὶ ἐν ἀφελότητι καρδίας προσκεκολλημένα εἰς τὸ ἀποπνέον ἀποστολικότητα, πατερικότητα καὶ οἰκουμενικότητα ἀρχαῖον Ἐκκλησιαστικὸν καθεστὼς πιστὰ τῆς Ἐκκλησίας τέκνα.
Οἱ ὑποφαινόμενοι Μητροπολῖται τῶν ἐν ταῖς Νέαις Χώραις διοικητικῶς ἡνωμένων Μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου μετὰ τῶν τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, εὑρισκόμενοι ἀπέναντι τετελεσμένων γεγονότων, τὴν ἀνάγκην ποιούμενοι φιλοτιμίαν καὶ τὰ Μητρικὰ σφάλματα υἱϊκῇ στοργῇ καὶ σεβασμῷ συγκαλύπτοντες, ἀνεχόμεθα τὰ συναρπαγῇ τελεσθέντα καὶ ἑτοίμως ἔχομεν ἀποδέξασθαι ταῦτα, ἕως οὗ μείζων Σύνοδος ἐπιληφθῇ καὶ διευθετήσῃ αὐτά, ὑπὸ τοὺς ἑξῆς τρεῖς ὅρους:
1) Ἂν διὰ τοῦ ὑπὸ ὑπογραφὴν σήμερον περὶ ἡμερολογίου τῆς προχθὲς Τρίτης 2 Ἰουλίου Πρακτικοῦ ὁλόκληρος ἡ συνεδριάζουσα Ἑλληνικὴ Ἱεραρχία συνυποσχεθῇ, ὅτι ἀπὸ σήμερον κλείει ὁριστικῶς τὴν θύραν τῶν καινοτομιῶν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἑλληνικῇ Ἐκκλησίᾳ.
2) Ἂν ἀξιοχρέῳ ποιμαντικῇ προνοίᾳ θελήσῃ νὰ παύσῃ πᾶσαν καταδίωξιν ἢ πίεσιν κατὰ τῶν στερρῶς ἐχομένων καὶ ἀνενδότως ἀφωσιωμένων εἰς τὸ ἀπὸ τῆς πρώτης συστάσεως μέχρι σήμερον ἐν τῇ Ἀγίᾳ ἡμῶν Ἐκκλησίᾳ ἐν χρήσει ὑπάρχον Ἰουλιανὸν Ἡμερολόγιον ἀγαπητῶν Ὁμογενῶν καὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν καὶ τέκνων ἡμῶν καὶ
3) Ἂν ἀποφασίσῃ ἡ συνεδριάζουσα Ἱεραρχία, ἵνα ἀναθέσῃ εἰς τὴν σύνεσιν τῶν κατὰ τόπους Ἁγίων ἀδελφῶν τὴν διὰ τῶν κανονικῶν Ἱερέων ἐξοικονόμησιν καὶ θεραπείαν τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τῶν τυπτομένων τὴν συνείδησιν εὐσεβῶν τῆς Ἐκκλησίας τέκνων “ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανεν”.
Ἄλλως διαμαρτυρόμενοι διὰ τὴν ἀντικανονικότητα τῶν τελεσθέντων, ἐπιφυλασσόμεθα ἵνα καταγγείλωμεν αὐτὰ ἐνώπιον τῆς θᾶσσον ἢ βράδιον συγκληθησομένης μεγάλης Πανορθoδόξου Συνόδου».
[15]. Ἀρχιμ. Γαβριηλ Διονυσιατης, «Τὸ Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος», εἰς Τὸ Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα (Μικρὰ συμβολὴ εἰς τὴν ἐπίλυσίν του), Ἐκδ. «Ὀρθοδόξου Τύπου», Ἀθῆναι 2004, σελ. 18-19.
[16]. Αὐτόθι, σελ. 20-21.
[17]. Αὐτόθι, σελ. 19-20.
[18]. Συνεδρία Γ´ (10 Ἰουνίου 1930), Πρακτικὰ τῆς Προκαταρκτικῆς Ἐπιτροπῆς τῶν Ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς συνελθούσης ἐν τῇ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει Ἱερᾷ Μεγίστῃ Μονῇ τοῦ Βατοπεδίου (8-23 Ἰουνίου 1930), ἐν Κωνσταντινουπόλει 1930, σελ. 69: «Ἔχοντες πικρὰν τὴν πεῖραν ἐξ ἄλλης Συσκέψεως, ἐν ᾗ καὶ ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία εἶχεν Ἀντιπροσώπους, ἀναγκαζόμεθα νὰ εἴμεθα ὠμῶς εἰλικρινεῖς. Εἶνε γνωστὸν ὅτι αἱ ἀποφάσεις τῆς Συνελεύσεως ἐκείνης, καίπερ μὴ γενόμεναι ἀποδεκταί, ἐθεωρήθησαν ὡς Ἀποφάσεις Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τοῦτο ἐδημιούργησεν εἶδός τι σχίσματος. Διό καὶ ἐζητήσαμεν διασαφήσεις, διότι ἀπεστάλημεν ἐνταῦθα μὲ πνεῦμα συντηρητικότητος». Στὴ δευτερολογία του: «Ὁ Σεβασμιώτατος Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος, εὐχαριστῶν, ἐρωτᾷ μήπως ἡ παροῦσα Συνέλευσις ἔχῃ σχέσιν τινὰ πρὸς τὸ Πανορθόδοξον Συνέδριον Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἐπὶ τῇ ἀρνητικῇ ἀπαντήσει τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἁγίου Προέδρου εὐχαριστεῖ καὶ αὖθις θερμῶς, δικαιολογῶν ἅμα τὴν ἐρώτησιν ἐκ τῶν τοῖς πᾶσι γνωστῶν ἀνωμαλιῶν, αἵτινες προῆλθον ἀπὸ τοῦ Συνεδρίου τούτου». Βλ. σχετικῶς Μοναχοῦ Σεραφειμ, «Ἡ Μασονία καὶ οἱ Πατριάρχες», Θεοδρομία 16 (2014) 524-525.
[19]. Περὶ ὅλων αὐτῶν καὶ ἄλλων βλ. εἰς Πρωτοπρεσβύτερος Θεοδωροσ Ζησησ, Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος…, ἔνθ᾽ ἀνωτ., σελ. 80-101.
[20]. «Ἐπὶ τοῦ θέματος: Ἡμερολογιακὸν Ζήτημα. Μελέτη τοῦ ζητήματος ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν περὶ Πασχαλίου ἀπόφασιν τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἐξεύρεσις τρόπου συμπράξεως μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ἐν τῷ ζητήματι τούτῳ, ὡς ἐπίσης καὶ τὸ θέμα τοῦ κοινοῦ ὑφ᾽ ἁπάντων τῶν Χριστιανῶν ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα ἐν ὡρισμένῃ Κυριακῇ.
Ἡ Β´ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξος Διάσκεψις:
1. Ἤκουσε τὰς ἐπιστημονικὰς ἐπεξηγήσεις ἀστρονόμων καθηγητῶν ἐπὶ τοῦ θέματος καὶ ἀνεγνώρισεν ὅτι εἷς ἀκριβέστερος προσδιορισμὸς τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα -πάντοτε τὴν πρώτη Κυριακὴν μετὰ τὴν πανσέληνον μετὰ τὴν ἐαρινὴν ἰσημερίαν, κατὰ τὴν ἀπόφασιν τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου- ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἐπιστημονικῶν τούτων δεδομένων, θὰ ἠδύνατο νὰ συμβάλῃ εἰς τὴν λύσιν τοῦ ζητήματος.
2. Εὑρέθη σύμφωνος, ἐν τῇ περαιτέρῳ ἐξετάσει τοῦ ζητήματος, ἐπὶ τῶν ἑξῆς κεφαλαιώδους σημασίας σημείων:
α) ὅτι τὸ ὅλον θέμα, πολὺ πέραν τῆς ἐπιστημονικῆς ἀκριβείας, εἶναι θέμα ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς μιᾶς καὶ ἀδιαιρέτου Ὀρθοδοξίας, τῆς ὁποίας ἡ ἑνότης κατ᾽ οὐδένα λόγον ἢ τρόπον πρέπει νὰ διασαλευθῆ·
β) ὅτι εἶναι θέμα ὑπευθύνου ἐκτιμήσεως ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῶν ποιμαντικῶν εὐθυνῶν αὐτῆς καὶ τῶν ἀντιστοίχων ποιμαντικῶν ἀναγκῶν τοῦ ποιμνίου αὐτῆς· καὶ
γ) ὅτι εἰς τὴν σημερινὴν διάρθρωσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνέτοιμος ἢ τουλάχιστον ἀπροπαράσκευος καὶ ἀπληροφόρητος διὰ νὰ ἀντιμετωπίσῃ καὶ δεχθῇ μίαν ἀλλαγὴν εἰς τὸ θέμα τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα.
3. Ἔκρινε, διὰ πάντα ταῦτα, ὅτι πᾶσα ἀναθεώρησις ἐπὶ τὸ ἀκριβέστερον τῆς πράξεως ἐν τῷ καθορισμῷ τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Πάσχα, ἐν τῇ ὁποίᾳ πράξει καὶ ἔχομεν ἄλλωστε τὸν ἀπὸ αἰώνων κοινὸν ἑορτασμὸν τοῦ Πάσχα ἡμῶν, ἀφεθῇ δι᾽ εὐθετώτερον καιρόν, τοῦ Θεοῦ εὐδοκοῦντος.
4. Θεωρεῖ ἀπαραίτητον καὶ τὴν ἐφ᾽ ἑξῆς συστηματικωτέραν κατὰ τὸ δυνατὸν πληροφόρησιν τοῦ ποιμνίου εἰς ἑκάστην ἐπὶ μέρους Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἵνα ἡ Ὀρθοδοξία, ἐν εὐρύτητι νοῦ καὶ καρδίας, προχωρήσῃ ἐπὶ τῆς ὁδοῦ τῆς ἀπὸ κοινοῦ ἐν ἀκριβείᾳ ἀλλὰ καὶ ἐν πιστότητι πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ τὸ γράμμα τῆς ἀποφάσεως τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπιτεύξεως ἑνιαίου ἑορτασμοῦ τῆς μεγίστης τῶν ἑορτῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦθ᾽ ὅπερ ἦτο καὶ ἡ σαφὴς πρόθεσις τῆς ἁγίας ἐκείνης Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
5. Διακηρύττει, ὅτι τὸ ἡμερολόγιον καὶ αἱ ἐπὶ τούτου δημιουργηθεῖσαι ἀνώμαλοι καταστάσεις δὲν πρέπει νὰ ὁδηγῶσιν εἰς διχασμούς, διαστάσεις ἢ καὶ σχίσματα ἀκόμη, καὶ ὅτι τυχὸν ἀντιφρονοῦντες πρὸς τὴν κανονικὴν αὐτῶν Ἐκκλησίαν πρέπει νὰ υἱοθετήσωσι τὴν ἐκ παραδόσεως καθιερωμένην τιμίαν ἀρχὴν τῆς ὑπακοῆς πρὸς τὴν κανονικὴν Ἐκκλησίαν καὶ τῆς ἐπανασυνδέσεως αὐτῶν ἐντὸς τῶν κόλπων αὐτῆς ἐν εὐχαριστιακῇ κοινωνίᾳ, καὶ ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι «τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο καὶ οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον» (Μάρκ. 2, 27).
Ἀναγνωρίζει τὴν λυσιτέλειαν τῶν καταβαλλομένων ὑπὸ τῆς Γραμματείας ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου προσπαθειῶν ἐν προκειμένῳ καὶ τὴν χρησιμότητα τυχὸν μελλοντικῆς συνεχίσεως τούτων». Tὸ κείμενον ἐλήφθη ἀπὸ Μητροπολίτου Ἑλβετίας Δαμασκηνου, Πρὸς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον. Προβλήματα καὶ Προοπτικαί, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Σειρὰ Διαλέξεις, Ἀθῆναι 1990, σελ. 38-41.


http://aktines.blogspot.gr/2016/03/blog-post_754.html
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: Θεολογική-Επιστημονική Ημερίδα: "Αγία και Μεγάλη Σύνοδος" Μεγάλη προετοιμασία, χωρίς προσδοκίες.

9
phpBB [video]



Εἰσήγησις Μητροπολίτου Κυθήρων Σεραφείμ
Θέμα: «Ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»



Ἐν πρώτοις αἰσθάνομαι τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσω τήν Ἐπιτροπή τῆς παρούσης Ἐπιστημονικῆς Θεολογικῆς Ἡμερίδος διά τήν συναρίθμησί μου εἰς τούς εἰσηγητάς της, τήν κατάρτισι τοῦ καταλόγου τῶν περισπουδάστων θεμάτων της: θεολογικῶν, ἐκκλησιολογικῶν καί κανονικῶν, ἀφορώντων εἰς τήν θεματολογία τῆς συγκληθησομένης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», καί τήν ἀρτία διοργάνωσί της.
Πρίν προβῶ μέ τήν Χάριν καί τήν δύναμιν τοῦ Χριστοῦ εἰς τήν παρουσίασι καί ἀνάπτυξι τοῦ ἀνατεθέντος μοι περισπουδάστου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος ὑπό τόν τίτλον: «Ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», προτίθεμαι νά προσδιορίσω τόν λόγο τῆς παρουσίας μου καί τήν θέσι μου εἰς τήν Σύναξι καί Ἡμερίδα αὐτή.

Ὡς Ἐπίσκοπος τῆς Ἑλλαδικῆς μας Ἐκκλησίας ἀνήκω φυσικά εἰς τό Σῶμα τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔχω τήν ἀναφορά μου καί τήν ἐξάρτησι ἀπό Αὐτήν, εἰς τήν ὁποία καί καταθέτω ἑκάστοτε ταπεινό λόγο σέ θεολογικά, ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά θέματα. Εἰς τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, σέ τακτική Συνεδρία τοῦ παρελθόντος Ὀκτωβρίου, ἀλλά καί στήν πρό 15νθημέρου συγκληθεῖσα ἐκτάκτως τοιαύτη κατέθεσα προφορικά τίς θέσεις καί προτάσεις μου καί σχετικό ὑπόμνημα μέ τόν προβληματισμό μου διά θέματα πού ἀφοροῦν εἰς τήν σύγκλησι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τά ὁποῖα καί θά ἀναπτυχθοῦν εἰς τήν συνέχεια.

Θεωρῶ ὅτι αὐτή τήν στιγμή εὑρίσκομαι ἐν μέσῳ τοῦ ζῶντος Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος, Ἀδελφῶν Ἀρχιερέων, Ἱερέων, Ἱερομονάχων, Μοναχῶν, Μοναζουσῶν καί εὐσεβῶν καί Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Τέσσερις (4) Ἱερές Μητροπόλεις: Πειραιῶς, Γλυφάδας. Γόρτυνος καί Κυθήρων συνδιοργανώνουν τήν μεγάλη μας αὐτή Κληρικολαϊκή Σύναξι ἀπό ὅλη τήν Ἑλλάδα. Κινητήριος μοχλός τῆς Θεολογικῆς αὐτῆς Ἡμερίδος εἶναι ἡ λειτουργοῦσα ὑπό τήν εὐθύνη σεβασμίων Ἱερωμένων Πανεπιστημιακῶν Διδασκάλων, καί ὄχι μόνο, «Σύναξις Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν». Δέν πρόκειται γιά κάποια παρασυναγωγή ἤ παρεκκλησιαστική ὀργάνωσι, ὅπως ἴσως τήν θεωροῦν καί την χαρακτηρίζουν μερικοί, ἀλλά γιά μία Συνάθροισι συνειδητῶν καί ὀργανικῶν μελῶν τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πού ἔχουν ἰδιαίτερη παιδεία, μόρφωσι καί εὐαισθησία σέ θέματα Ὀρθοδόξου Πίστεως καί Ὁμολογίας, Ὀρθοδόξου Παραδόσεως καί Κληρονομίας.


Θά ἦτο εὐχῆς ἔργον μία τέτοια Ἡμερίδα νά εἶχε ὀργανωθῆ μέ Συνοδική Πρωτοβουλία διά νά πληροφορηθῆ ἐπαρκῶς καί ὑπευθύνως ὁ Ἱερός Κλῆρος καί ὁ Χριστώνυμος Λαός σχετικά μέ τίς προτάσεις καί συζητήσεις ἐπί τῶν θεμάτων τῆς «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου». Ἐφ΄ὅσον, ὅμως, δέν ἔχει προγραμματισθῆ μία τέτοια Σύναξις διά τήν σαφῆ καί ἐμπεριστατωμένη πληροφόρησι τοῦ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιαστικοῦ Πληρώματος, ὅπως ἔγινε στήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, πέραν τῆς γενομένης ἐκτάκτου συγκλήσεως τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας μας κατά τό πρῶτο δεκαήμερο τοῦ Μαρτίου, συμμετέχουμε ὅλοι εἰς τήν παροῦσα Ἡμερίδα μέ ἐπιτεταμένη τήν προσοχή καί ζωηρό τό ἐνδιαφέρον δι΄ὅσα μέ νηφαλιότητα, πληρότητα καί ἀντικειμενικότητα, χωρίς φόβο καί χωρίς πάθος, ἀλλά ἐν φόβῳ Θεοῦ, μέ αἴσθημα εὐθύνης καί φιλαληθείας θά ἀκουσθοῦν.


Καί τώρα, μετά τήν ὡς ἄνω σαφῆ ἐξήγησι καί τοποθέτησί μου, προχωρῶ εἰς τήν παρουσίαση τοῦ θέματός μου.

Ποιός εἶναι ὁ χαρακτηρισμός τῆς συγκληθησομένης Συνόδου; Θά εἶναι Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξος; Ποιά ἡ ἔννοια τοῦ προσδιορισμοῦ τῆς Συνόδου ὡς Ἁγίας καί Μεγάλης; Ποιά Σύνοδος χαρακτηρίζεται ἀπό τό Κανονικό Δίκαιο καί τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς Ἁγία καί Μεγάλη; Ἄν δέν εἶναι Οἰκουμενική ἤ Πανορθόδοξος, ποιό θά εἶναι τό κῦρος καί ἡ αὐθεντία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου;

Ἡ ὀρθή ἀπάντησις εἰς τά ὡς ἄνω καίρια ἐκκλησιολογικά ἐρωτήματα θά προσημάνη καί θά προδικάση τό ἀποτέλεσμα˙ τό ἄν δηλαδή θά ὑπάρξουν ἤ ὄχι ἐκκλησιολογικά καί ποιμαντικά προβλήματα ἀπό τήν μή συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο.

Εἶναι εἰς ὅλους γνωστόν ὅτι, τόσον οἱ Προσυνοδικές Πανορθόδοξες Διασκέψεις, ὅσο καί οἱ Εἰδικές Διορθόδοξες Ἐπιτροπές, ἀλλά καί ἡ ἐν γένει «Οἰκουμενική κίνησις» χαρακτηρίζουν ὄχι ὡς Οἰκουμενική, ἀλλ’ ὡς Ἁγία καί Μεγάλη τήν μελετωμένη νά συνέλθη τόν προσεχῆ Ἰούνιο Σύνοδο. Κατά τόν ἐκπρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος εἰς τόν Θεολογικό διάλογο μετά τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ.Χρυσόστομο: «ἡ ἰδία ἡ θεματολογία, ὡς αὕτη καθωρίσθη πανορθοδόξως καί ὁμοφώνως, καί ὁ σκοπός συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, προσδιορίζει καί τόν χαρακτῆρα Αὐτῆς τῆς Συνόδου οὐχί ὡς Οἰκουμενικῆς, ἀλλ’ ὡς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας»[1].

Ποιά, ὅμως, Σύνοδος χαρακτηρίζεται ἀπό τό Κανονικό Δίκαιο καί τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς Ἁγία καί Μεγάλη;

Μία ἔρευνα εἰς τούς Ἱερούς Κανόνας μόνο τῶν Ἁγίων ἑπτά (7) Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καταδεικνύει ὅτι ἡ ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδος ἀποκαλεῖται πότε «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», πότε «Μεγάλη Σύνοδος», ἐνίοτε «Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος» καί ἄλλοτε «Ἁγία Σύνοδος» καί παρέχει τά ἑξῆς στοιχεῖα : Πέντε (5) Ἱεροί Κανόνες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἕνας (1) τῆς Δ’ (Η’, ΙΔ’, ΙΕ’, ΙΖ’, καί ΙΗ’ τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς καί ὁ Γ’ τῆς Δ’) χρησιμοποιοῦν τόν χαρακτηρισμό Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος. Τρεῖς (3) Ἱεροί Κανόνες (Β’, Γ’, καί ΣΤ’) τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς κάμνουν χρῆσιν τῆς ὀνομασίας Μεγάλη Σύνοδος. τρεῖς (3) κανόνες τῆς Γ’Οἰκουμενικῆς Συνόδου (Α’, Γ’ καί Η’), ἕνας τῆς Δ’ (Ι’) καί δύο (2) τῆς Πενθέκτης (Γ’ καί ΝΑ’) καταγράφουν τήν ὀνομασία Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδος. Καί ἕνας (1) Κανόνας τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς (ὁ Κ’), ἕνας (1) τῆς Β’ (ὁ ΣΤ’), ἑπτά (7) τῆς Γ’ (Α’, Β’, Δ’, Ε’, ΣΤ’, Ζ’καί Η’), ἐννέα (9) τῆς Δ’ (Γ’,ΣΤ’,Ι’,ΙΒ’,ΙΔ’,ΙΘ’,ΚΓ’,ΚΕ’καί ΚΖ’), δύο (2) τῆς Πενθέκτης (Β’καί ΝΕ’) καί ἕνας (1) τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ὁ ΙΘ’) μεταχειρίζονται τόν ὅρο Ἁγία Σύνοδος.

Ἡ ἐναλλαγή τῆς ὀνομασίας καί τοῦ ὅρου τῶν Συνόδων, κατά τά ὡς ἄνω, δέν σημαίνει τήν ἀναφορά σέ διαφορετικές Συνόδους (λ.χ. Τοπικές καί Ἐπαρχιακές) , ἀλλά στίς ἅγιες Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας μας καί μόνο, συμφώνως καί πρός τήν ἑρμηνεία τῶν ἐν θέματι Ἱερῶν Κανόνων ὑπό τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, πού καταχωρεῖται στό Ἱερό Πηδάλιο τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας.[2]

Καί ἐδῶ προβάλλεται τό ἐρώτημα:Γιατί, ἐφ΄ὅσον οἱ Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τήν χρῆσι τοῦ ὅρου Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἐννοοῦν σαφέστατα καί παραπέμπουν ἐναργέστατα σέ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ συγκληθησομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» ἀποποιεῖται ἐξ ἀρχῆς τόν χαρακτηρισμό της ὡς Οἰκουμενικῆς, ἐνῷ προφανῶς ἔχει τήν ἀξίωσι τό κῦρος της νά εἶναι ἰσάξιο καί ἰσοδύναμο τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Βεβαίως, προβάλλεται ὁ ἰσχυρισμός ὅτι δέν συγκαλεῖται ὡς Οἰκουμενική, διότι δέν θά συμμετάσχουν οἱ ἀπεσχισμένοι Δυτικοί Χριστιανοί. Ὅμως ἡ πρᾶξις καί ἡ Παράδοσις τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας δέν παραθεωρεῖ τό γεγονός ὅτι ἀπό τοῦ πρώτου αἰῶνος μ.Χ. καί μέχρι σήμερα ὑπῆρχαν καί ὑπάρχουν οἱ διαχρονικά ἀπεσχισμένοι αἱρετικοί καί σχισματικοί (π.χ. Νικολαΐτες, Ἀρειανοί, Νεστοριανοί, Μονοφυσίτες κλπ), ἀλλ΄αὐτό ποτέ δέν παρημπόδισε τήν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία νά συνέλθη σέ Οἰκουμενικές Συνόδους.

Καί Πανορθόδοξος Σύνοδος δέν ὀνομάζεται ἡ ὑπό σύγκλησιν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», διότι, προφανῶς, ἀποκλείεται ἐκ τῶν προτέρων ἡ συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων. Ὅμως, εἰς τό σημεῖο αὐτό ἑστιάζεται τό σπουδαιότερο, προδήλως, ἐκκλησιολογικό πρόβλημα τῆς μελλούσης νά συναχθῆ Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί τό ἐρώτημα:

1.Εἶναι δυνατόν νά συνέλθη μία, κατά τά ὡς ἄνω, Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος χωρίς τήν παρουσία καί τήν συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων;

Ταπεινῶς φρονῶ ὅτι ἡ ἀπάντησις εἰς τό ἐρώτημα αὐτό μέ κανονικά κριτήρια εἶναι ἀρνητική, ἐφ΄ὅσον, ὡς ἐλέχθη, Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, κατά τούς Ἱερούς Κανόνας, εἶναι μόνον ἡ Οἰκουμενική. Καί μία Οἰκουμενική Σύνοδος, κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη[3], τέσσερα χαρακτηριστικά ἰδιώματα πρέπει νά ἔχη: α) Νά συναθροίζεται διά προσταγῶν Βασιλικῶν (αὐτό, βεβαίως, ἴσχυε ὅταν ὑπῆρχε ἡ ἑνιαία Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, ὑπό τήν ὁποίαν ὑπήγοντο διοικητικῶς ὅλες οἱ Ἐπαρχίες τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων, Ἀρχιεπισκοπῶν καί Ἐπισκοπῶν, ἐνῷ τοῦτο τώρα εἶναι ἀδύνατο νά πραγματοποιηθῆ, διότι ἡ κοσμική ἐξουσία δέν ἀσκεῖται ἀπό μία ἐγκόσμιο βασιλεία, ἀλλ’ἀπό πολλές˙ γι’αὐτό καί ἡ πρωτοβουλία συγκλήσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου δύναται νά προέλθη ἀπό τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, τόν Πρῶτο μεταξύ ἴσων εἰς τήν Ἐκκλησιαστική Ὀρθόδοξο Ἱεραρχία. β)Νά γίνεται «ζήτησις περί πίστεως» καί ἀκολούθως νά ἐκτίθεται ἀπόφασις καί ὅρος δογματικός εἰς κάθε μίαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους[4].γ) Νά εἶναι πάντα τά ἐκτιθέμενα παρ’αὐτῆς δόγματα καί οἱ Κανόνες Ὀρθόδοξα, εὐσεβῆ καί σύμφωνα μέ τίς Θεῖες Γραφές καί τίς προηγηθεῖσες Οἰκουμενικές Συνόδους. (Καί παραθέτει ἐδῶ τό πολυθρύλητο ἀξίωμα τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ «τό εἰς τοιαύτην ὑπόθεσιν ῥηθέν»˙ «Τάς γενομένας Συνόδους ἡ εὐσεβής πίστις κυροῖ, καί πάλιν ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης κρίνει τάς Συνόδους» καί δ) Τό νά συμφωνήσουν καί νά ἀποδεχθοῦν τά παρά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων διορισθέντα καί κανονισθέντα ἅπαντες οἱ Ὀρθόδοξοι Πατριάρχαι καί Ἀρχιερεῖς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἴτε διά τῆς αὐτοπροσώπου παρουσίας αὑτῶν, εἴτε διά τῶν ἰδίων Τοποτηρητῶν ἤ καί τούτων ἁπόντων, διά γραμμάτων αὑτῶν. Καί τονίζει ἐπιπροσθέτως ὅτι «αὕτη ἡ τῶν τῆς Οἰκουμένης Πατριαρχῶν καί Ἀρχιερέων συμφωνία εἶναι ὁ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων συστατικός καί διακριτικός χαρακτήρ».

Ἀναφορικά πρός τό β΄χαρακτηριστικό ἰδίωμα προβάλλεται ἡ ἔνστασις ὅτι ἡ ἐν θέματι Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος δέν θά συζητήση θέματα πίστεως, οὔτε θά ἐκθέση ἀπόφασι καί ὅρο δογματικό, διό καί δέν δικαιοῦται νά χαρακτηρισθῆ ὡς Οἰκουμενική. Καί ὅμως, ἄν καί εἰς τό ὑπό τῆς Ε’ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως ἐγκριθέν σχέδιο κειμένου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας αὐτή ἀποδέχεται καί ὁμολογεῖ τήν πίστιν εἰς τήν Μίαν Ἁγίαν Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν (ἄρθρον 1), παρά ταῦτα δηλώνει ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ΄αὐτῆς» (ἄρθρον 6). Ἐδῶ πλέον τίθεται μέγα ἐκκλησιολογικό καί δογματικό θέμα, ἀφοῦ κραυγαλέως γίνεται ὑπέρβασις τοῦ ἐκκλησιολογικοῦ δόγματος τῆς Μιᾶς (καί Μόνης) Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, διό καί ἡ σύγκλησις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου μέ ὅλα τά γνωρίσματα καί τίς προδιαγραφές μιᾶς νέας Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθίσταται λίαν ἀπαραίτητη καί ἐπιτακτική. Τό διακυβευόμενο ἐνταῦθα εἶναι μέγα καί σοβαρό ζήτημα πίστεως, ἀφοῦ κλονίζεται μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ δογματική διδασκαλία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως περί τῆς Μιᾶς (καί Μόνης) Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ δέ προσθήκη εἰς τό ἐν λόγῳ ἕκτο(6) ἄρθρο «ἀλλά καί πιστεύει (ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία) ὅτι αἱ πρός ταύτας (ἐνν.τάς ἄλλας «Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας») σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ΄αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς» οὐδόλως ἐπιλύει, παρά μόνον περιπλέκει τό μέγα ἐκκλησιολογικό θέμα. Δέν ἔχουν καμμία θεολογική ἀξία καί σημασία οἱ ἀποσαφηνίσεις καί ἐξηγήσεις «τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν» διά τήν ἐκκλησιολογία καί τήν διδασκαλία τους περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἐάν προηγουμένως δέν ἀσπασθοῦν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία τῆς Μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἁγία καί ἀμώμητο Πίστι καί Παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Θεία Διδασκαλία τοῦ Θείου Δομήτορος τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν.

Διότι, ἐάν ἐμμένουν στίς αἱρέσεις καί τίς κακοδοξίες των καί συνεπῶς δέν ἔχουν κοινωνία ἐν τῇ Πίστει καί τῇ Ἀγάπῃ μέ τήν Μία καί Μόνη Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, τότε οὔτε Μυστήρια, οὔτε Ἱερωσύνη, ἀλλ΄οὔτε καί Ἀποστολική διαδοχή ἔχουν. Ὅλα αὐτά θραύονται καί καταλύονται, ὅταν ὑφίσταται ὁ μολυσμός καί ἡ πνευματική νόσος τῆς αἱρέσεωςκαί τοῦ σχίσματος, τῆς κακοδοξίας καί τῆς πλάνης. Χριστιανικές Ἐκκλησίες ἐκτός τῆς Μιᾶς καί Μόνης Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας δέν λογίζονται, οὔτε εἶναι δυνατόν μέ θεολογικά καί Ἁγιοπνευματικά κριτήρια νά ὑφίστανται. Ἀσφαλῶς δέ εἶναι ἀδιανόητο καί βλάσφημο νά θεωρηθοῦν ποτέ αὐτές ὡς...«παραρτήματα» τῆς Μιᾶς καί Μόνης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.

Καί τό τρίτο (γ’) χαρακτηριστικό ἰδίωμα, τό ὁποῖο παραθέτει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, εἶναι λίαν σημαντικό καί ἀξιοπρόσεκτο. Ὅλα τά ἐκτιθέμενα παρά τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου δόγματα καί οἱ Κανόνες νά εἶναι ὀρθόδοξα καί εὐσεβῆ καί σύμφωνα μέ τίς Θεῖες Γραφές καί τίς προηγηθεῖσες Οἰκουμενικές Συνόδους. Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἡ συγκληθησομένη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, ἀφοῦ τῷ ὄντι φέρει τήν κανονική ὀνομασία μιᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καλεῖται νά στοιχηθῆ κατά πάντα πρός τήν δογματική καί κανονική παράδοσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τίς Θεῖες ἐπιταγές τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν προγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

2. Ἐφ΄ὅσον, κατά τό Ἱερό Πηδάλιο τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὅρος Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ταυτίζεται μέ τόν ὅρο Οἰκουμενική Σύνοδος, συνεπάγονται καί οἱ ἀνάλογες ὑποχρεώσεις της , διά νά ἔχη καί αὐτή τό ἀπαιτούμενο κῦρος καί τίς προϋποθέσεις ἀναγνωρίσεως της ἐκ τῶν ὑστέρων ὡς Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἐκτός καί ἐάν πρέπει, ἀκούοντες τήν ὀνομασία: Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, νά ἐννοήσωμε ἁπλῶς τήν σύγκλησι διευρημένης Συνόδου Ὀρθοδόξων Προκαθημένων καί οὐδέν πλέον.

Πρωτίστως προέχει ἡ ἀναγνώρισις τῶν δύο(2) ἀποδεχομένων καί ἀνεγνωρισμένων ὑπό τῆς γρηγορούσης δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Οἰκουμενικῶν Συνόδων˙ τῆς ἐπί Μεγάλου Φωτίου τοῦ ἔτους 879-880μ.Χ. καί τῆς ἐπί Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τοῦ ἔτους 1351μ.Χ. Καί ἐν συνεχείᾳ, στοιχοῦσα εἰς τήν παράδοσιν τῶν ἁγίων ἑπτά (7) Οἰκουμενικῶν Συνόδων, θά πρέπει νά θέση σέ ἐφαρμογή τά ὁριζόμενα καί διακελευόμενα ὑπ’αὐτῶν, ἤτοι˙

α)Τήν τοποθέτησι τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου στήν κεντρική θέσι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὅπως ἔκπαλαι ἐγίνετο τοῦτο στίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί τήν ἔνθεν καί ἔνθεν αὐτοῦ, κατά τά πρεσβεῖα τιμῆς καί τήν ἰσχύουσα τάξι πλαισίωσι τῶν Προκαθημένων καί λοιπῶν ἁγίων Συνέδρων.
β)Τήν συμμετοχή ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, πλήν ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι λόγῳ γήρατος ἤ ἀσθενείας θά ζητήσουν ἁρμοδίως τήν ἐξαίρεσίν των. Διότι ἄλλως ἀποκλείεται καί ἀφαιρεῖται τό κανονικόν δικαίωμα ὅλων τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ὀρθοδόξων Ἐπαρχιούχων Ἐπισκόπων, (ἐκτός τοῦ περιωρισμένου ἀριθμοῦ τῶν 24 ἐκπροσώπων Ἐπισκόπων ἐξ ἑκάστης Τοπικῆς Ἐκκλησίας) νά συμμετάσχουν μετά ψήφου εἰς τήν Ἀγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον, ὡς συνέβαινε τοῦτο εἰς ἑκάστην τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, αἱ ὁποῖαι καί εἶχον τήν κανονικήν προσωνυμίαν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Οὐδείς Ἐπίσκοπος διαποιμαίνων Ὀρθόδοξον Ποίμνιον (μή ὤν βεβαίως καταδεδικασμένος) ἀπεκλείσθη ποτέ ἔκ τινος Ἁγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἰμή οἱ διά διαφόρους λόγους κωλυθέντες ἵνα προσέλθωσι, παρά τό σημειούμενον ἐν τῷ ὑπ’΄ἀριθ. 755/351/16-2-2016 Σεπτῷ Συνοδικῷ ἐγγράφῳ, τό ὁποῖον ἀναφέρεται εἰς τήν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἡ παράδοσις εἶναι σαφεστάτη, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης κατηγορηματικός ἐν τῷ Ἱερῷ Πηδαλίῳ, καθ΄ἅ εἴπομεν, καί ὁ ἀείμνηστος Καθηγητής τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου Ἁμίλκας Ἀλιβιζᾶτος σαφῶς παρατηρεῖ ὅτι:

«Ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ ἐνῷ τό κυρίως διοικοῦν σῶμα εἶναι τό σῶμα Κληρικῶν καί δή τό τῶν Ἐπισκόπων, δέν ἀποκλείεται τό λαϊκόν σῶμα ἐκ τῆς διοικήσεως, διά τῆς ἐκ μέρους του δι΄ ἐκλογῆς ἀναδείξεως τῶν Κληρικῶν, καί διά τῆς ἀπαραιτήτου του συνεργασίας εἰς τόν σχηματισμόν τῆς «συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας», τῆς ὑπερτάτης ταύτης ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ αὐθεντίας. Ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀρχῆς ταύτης, ἡ ἀνωτάτη διοικητική βαθμίς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας καί διοικήσεως εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ συγκροτουμένη κυρίως ἐκ τῆς ὁλότητος τῶν ἐν ἐνεργείᾳ Ἐπισκόπων καί τῆς ὁποίας αἱ ἀποφάσεις ὁριστικῶς γινόμεναι ὑπό τῆς συνειδήσεως τῆς Ἑκκλησίας ἀποδεκταί,ἀποτελοῦν τήν ὑψίστην ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ αὐθεντίαν.[5]


γ) Τήν συζήτησι καί συνεξέτασι ὅλων τῶν θεμάτων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Νά ἐκφρασθοῦν ἐπ΄αὐτῶν ἐλευθέρως, ἀβιάστως καί ἐπαρκῶς οἱ ἅγιοι Σύνεδροι καί νά τεθοῦν σέ ψηφοφορία τά πρός συνδιάσκεψιν θέματα, ὁπότε θά ἰσχύση τό ἱεροκανονικό «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω». Ἡ ἰσχύουσα ἀρχή ὅτι ἑκάστη Τοπική Ἐκκλησία θά ἔχη μία ψῆφο καί θά ἔχη προεξασφαλισθῆ ἡ ὁμοφωνία τῶν μελῶν της δι’ὅλα τά θέματα δέν ἐρείδεται εἰς τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας. Τό νά προετοιμάζωνται καί νά προαποφασίζωνται τά θέματα ἀπό τίς Προσυνοδικές Ἐπιτροπές, χωρίς νά ἔχουν εἰδικῶς ἐξουσιοδοτηθῆ οἱ ἐκπρόσωποι κάθε Τοπικῆς Ἐκκλησίας (ὁμιλῶ εἰδικότερα γιά τήν Ἑλλαδική μας Ἐκκλησία) ἀπό τό Κυρίαρχο Σῶμα τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας διά τό κάθε θέμα:

τί θά ὑποστηρίξουν ὡς θέσιν καί Ἀπόφασιν τῆς Ἱεραρχίας μας, ποῦ θά συμφωνήσουν ἤ ποῦ θά διαφωνήσουν, καί χωρίς νά γνωρίζη ἡ Σεπτή Ἱεραρχία καί δι΄αὐτῆς ὁ κάθε Ἐπίσκοπος τήν ἄλλη πλευρά (altera pars) καί τήν πρόοδο καί ἐξέλιξι τῶν ἐργασιῶν τῶν Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, αὐτό ἀφίσταται κατά μυρίας παρασάγγας ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι. Παραπέμπει στό μοναρχικό ἤ καί ὀλιγαρχικό πολίτευμα τοῦ Δυτικοῦ θρησκευτικοῦ κόσμου, σέ Δυτικά πρότυπα καί ὄχι στό Συνοδικό πολίτευμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς. Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν δέχεται, οὔτε θά δεχθῆ ποτέ μοναρχία ἤ ὀλιγαρχία, καί πολύ περισσότερο δέν θά ἀποδεχθῆ Πάπα στήν Ἀνατολή. Στήν Ὀρθόδοξη μας Παράδοσι καταρτίζονται ἐκ τῶν προτέρων τά θέματα τῆς ἡμερησίας διατάξεως, ἀλλά δέν προαποφασίζονται. Οἱ ἀποφάσεις λαμβάνονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι («ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν»[6] ἐλέχθη κατά τήν Ἀποστολική Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων) ἐν τῇ ὥρᾳ τῶν ἱερῶν συνεδριῶν. Ἐλεύθεροι καί ἀδέσμευτοι, χωρίς πιέσεις καί ἀπειλές, ἐκφράζονται οἱ ἅγιοι Σύνεδροι μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διαλέγονται ἤ διαφωνοῦν κινούμενοι ὑπό τῆς φωτιστικῆς Χάριτος τοῦ Παρακλήτου καί ἀποφασίζουν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. «Οὗ δέ τό Πνεῦμα Κυρίου ἐκεῖ καί ἐλευθερία»[7],καί


δ) Τήν Ἁγιοπατερική καί ἱεροκανονική στάσι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἔναντι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διά λόγους συνειδήσεως καί προσηλώσεως εἰς τούς δογματικούς Ὅρους καί τούς Ἱερούς Κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας δέν θά συμμορφωθοῦν σέ τυχόν ἀποφάσεις ἀσύμβατες καί ἀντικρουόμενες πρός τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι (τήν δογματική καί ἱεροκανονική). Ἡ συνοχή καί ἡ πλήρης ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου θά ἐξαρτηθῆ ἀπό τόν ἀπόλυτο της σεβασμό, χωρίς καινοτομίες καί προσθαφαιρέσεις στό περιεχόμενο τῆς Ἁγίας ἡμῶν καί ἀμωμήτου Πίστεως, διδασκαλίας καί Παραδόσεως. Ἀπό τήν πλήρη συμμόρφωσι πρός τήν ἀρχήν τοῦ «μή μεταίρειν ὅρια αἰώνια, ἅ οἱ Πατέρες ἔθεντο».


Τό ὁρμητικό ρεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἡ ἀκάθεκτη ὁρμή τῆς Παγκοσμιοποίησης καί Πανθρησκείας δέν πρέπει ἐπ’ οὐδενί λόγῳ νά ἐπιδράση ἤ νά ἐπηρεάση τίς ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἀπαιτεῖται μεγάλη προσοχή καί ἐπαγρύπνησις διά νά μή ἐπαληθευθοῦν ὁ φόβος καί ἡ ἀνησυχία τοῦ ἐν ἁγίοις ἀναπαυομένου ἀειμνήστου Ἀρχιμανδρίτου π.Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, σπουδαίου Κανονολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας, πού ἐξέφρασε κατά τήν δεκαετία τοῦ 60 εἰς τόν τότε Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἀθηναγόρα μέ τά ἑξῆς λόγια: «Μυριάκις προτιμώτερον, Παναγιώτατε, νά ἐκριζωθῇ ὁ ἱστορικός τῆς Κων/πόλεως θρόνος καί νά μεταφυτευθῇ εἴς τινα ἔρημον νησῖδα τοῦ Πελάγους, ἀκόμη δέ καί νά καταποντισθῇ εἰς τά βάθη τοῦ Βοσπόρου, ἤ νά ἐπιχειρηθῇ ἔστω καί ἡ ἐλαχίστη παρέκκλισις ἀπό τῆς χρυσῆς τῶν Πατέρων γραμμῆς, ὁμοφώνως βοώντων:΄Οὐ χωρεῖ συγκατάβασις εἰς τά τῆς Πίστεως… Μή θέλετε νά δημιουργήσητε ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ σχίσματα καί διαιρέσεις. Πειρᾶσθε νά ἑνώσητε τά διεστῶτα καί τό μόνον ὅπερ θά κατορθώσητε, θά εἶναι νά διασπάσητε τά ἡνωμένα καί νά δημιουργήσητε ῥήγματα εἰς ἐδάφη ἕως σήμερον στερεά καί συμπαγῆ. Σύνετε καί συνέλθετε!...»


Oἱ Θεῖοι καί Ἱεροί Κανόνες τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί τῶν (ἀνεγνωρισμένων) Τοπικῶν Συνόδων «ἐκδικοῦνται», κατά τήν συνήθη ἔκφρασι τοῦ ἀειμνήστου π.Ἐπιφανίου, ὅταν γίνεται παράβασις καί καταπάτησις των. Καθορίζεται σαφῶς τό ἐπιτίμιο διά τούς καταφρονητές των (καθαίρεσις, ἀφορισμός, ἀκοινωνησία, ἀργία κλπ.).Οἱ παραβάτες τῶν Ἱερῶν Κανόνων τίθενται πρό τῶν βαρέων εὐθυνῶν των καί ἐνώπιον τῆς κρίσεως τῆς συνειδήσεως των. Ἡ Τοπική Ἐκκλησία, εἰς τήν ὁποίαν ἀνήκει ὁ καταφρονητής τοῦ συγκεκριμένου ἤ τῶν συγκεκριμένων Ἱερῶν Κανόνων, ἔχει τήν εὐθύνη καί τήν ὑποχρέωσι νά ἐπιβάλη, μετά τήν νόμιμη καί κανονική διαδικασία, τίς προβλεπόμενες κυρώσεις.


Εἶναι θλιβερό δέ καί ἀνησυχητικό ὅτι, ἐνῶ παρατηροῦνται κατάφωρες παραβιάσεις Ἱερῶν Κανόνων Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί λοιπῶν ἄλλων, καί μάλιστα στά κρίσιμα θέματα συμπροσευχῶν μέ ἑτερόδοξους, αἱρετικούς καί ἀκοινώνητους, καί τό ἀκόμη χειρότερο μέ ἀλλόθρησκους, χωρίς νά ἐπιδεικνύεται ἡ ἐπιβαλόμενη εὐαισθησία ἀπό τούς ἐκκλησιαστικῶς ἁρμοδίους καί ὑπευθύνους, ἐν τούτοις ὑπάρχει μεγάλη σπουδή καί πρόθεσις ἐπιβολῆς βαρέων ἐπιτιμίων ὑπό τῆς συγκληθησομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου μέ τό αἰτιολογικό νά ἀποφευχθοῦν διασπάσεις καί διαιρέσεις, ἄν καί αὐτές δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποτραποῦν μέ τό «μαστίγιο», ἀλλά μέ τόν θρίαμβο καί τήν ἐπικράτησι τῆς σῳζούσης Θείας Ἀληθείας. Γιατί ἄν συμβῆ τό ἀντίθετο, ἐνῷ δέν θέλει νά ὀνομάζεται Οἰκουμενική καί δέν διαθέτει προδήλως τό κῦρος καί τήν αὐθεντία της, ἀναμφιβόλως θά ἐκφύγη τῶν ἁρμοδιοτήτων της καί τῶν ὁρίων τῆς ἀρχῆς τῆς Συνοδικότητος καί τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας, καθώς ἐπίσης καί τῆς ἐλεύθερης ἐκφράσεως τῶν ἁγίων Συνέδρων, γεγονός τό ὁποῖο θά παραπέμψη σέ δυσάρεστες ἐποχές βίας καί καταναγκασμοῦ.


Καί διά νά ὁλοκληρώσω καί συγκλείσω τό ὅλον θέμα θά ἐπανέλθω εἰς τό βασικό θέμα τῆς εἰσηγήσεως μου, δηλ. τό τῆς μή συμμετοχῆς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τόν προσεχῆ Ἰούνιο στήν Κρήτη, παραθέτοντας τίς ἐπ’αὐτοῦ διαπιστώσεις-ἐπισημάνσεις δύο Πανεπιστημιακῶν Διδασκάλων,ἑνός ἐκ τῶν ἀρχαιοτέρων, τοῦ κ. Χρήστου Γιανναρᾶ, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τοῦ Παντείου Πανεπιστημίου καί ἑνός ἐκ τῶν νεωτέρων, τοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Τμήματος Θεολογίας τοῦ ΑΠΘ κ.Χρυσοστόμου Σταμούλη.


Δέν ἐπικαλοῦμαι τίς θέσεις τῶν παρισταμένων σεβαστῶν μου Καθηγητῶν, τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση, τοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ καί τοῦ κ.Δημ. Τσελεγγίδη, διότι θά ἕχωμε τήν εὐκαιρία νά τούς ἀκούσωμε κατά τήν εἰσήγησιν των. Γράφει ὁ πρῶτος, ὁ ἐλλογιμώτατος κ. Γιανναρᾶς μεταξύ ἄλλων καί τά ἑξῆς σχετικά μέ τό θέμα μας: «Ἡ Σύνοδος πού ἔχουν ἐξαγγείλει οἱ ἀνά τόν κόσμο Ὀρθόδοξες Χριστιανικές Ἐκκλησίες γιά τόν προσεχῆ Ἰούνιο (2016) στήν Κρήτη, χαρακτηρίζεται «Μεγάλη». Ὄχι σέ ἀριθμό συμμετεχόντων, ἀφοῦ δέν πρόκειται νά μετάσχουν (ὅπως ἦταν αὐτονόητο στίς Οἰκουμενικές Συνόδους) ὅλοι οἱ προεστῶτες τοπικῶν ἐκκλησιῶν ἐπίσκοποι. Γιά πρώτη μᾶλλον φορά σύνοδος ἐκκλησιαστική θά βασιστεῖ στήν ὀρθολογική (ἀποτελεσματικότητας) ἀρχή τῆς «ἀντιπροσώπευσης» – θά συγκροτηθεῖ ἀπό «ἀντιπροσώπους» τῶν ἐθνικῶν ἐκκλησιαστικῶν διοικήσεων ὄχι ἀπό τό σύνολο τῶν λειτουργῶν τῆς ἐπισκοπικῆς «πατρότητας» .


Στήν Ἑκκλησία εἶναι ἀδιανόητο τό «ἀντιπροσωπευτικό σύστημα» (ὅπως καί στήν ἀρχαιοελληνική «πόλιν» ἦταν ἀδιανόητη ἡ «ἀντιπροσωπευτική δημοκρατία»). Γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι δέν ἀντιπροσωπεύονται, σέ καμιά μορφή συνοδικότητας, γνῶμες, ἀπόψεις, ἰδέες, προτάσεις. Κατατίθεται μόνο μαρτυρία ἐμπειρίας καί ἡ ἀλήθεια τῆς κατάθεσης κρίνεται ἀπό τό ἄν καί κατά πόσο ἡ κατατιθεμένη μαρτυρία «κοινωνεῖται» (πιστοποιεῖται,ἐπιμαρτυρεῖται) ἀπό τήν ἐμπειρία ὅλων. Ἔχει συμβεῖ στήν ἱστορία τῶν Συνόδων ἡ κατάθεση ἑνός δίχως τίτλους λογιότητας ἐπισκόπου ἀσήμαντης πληθυσμιακά ἐπισκοπῆς (λ.χ. τῆς Τριμυθοῦντος, στήν Κύπρο) νά καθορίσει τόν «ὅρο» - ἀπόφαση τῆς Συνόδου – νά ἀγνοηθοῦν στιλπνά ἴσως ρητορεύματα περιώνυμων πατριαρχῶν καί ἀρχιεπισκόπων».[8] Καί ὁ Καθηγητής κ. Σταμούλης παρατηρεῖ τά ἀκόλουθα:


«…Ἔχω τήν αἴσθηση ὅτι ἡ μεγάλη καί εὐλογημένη εὐκαιρία ἔχει νά κάνει κυρίως μέ τή βάση τῆς Ἐκκλησίας. Μία βάση ξεκομμένη ἀπό τήν πληροφόρησι καί συνεπῶς τή συμμετοχή σέ ὅλα ὅσα τήν ἀφοροῦν ἄμεσα καί ἀποτελοῦν ὡς μή ὄφειλε ἀντικείμενο χειρισμῶν ἀποκλειστικά τῆς κορυφῆς... Ἐάν διαπιστώνεται, λοιπόν, ἕνα ἔλλειμμα αὐτό βρίσκεται στήν ἐνημέρωση τῆς βάσης, στήν ἐνημέρωση τῶν λαϊκῶν, ἀλλά καί τῶν κληρικῶν τόσο τῶν δύο πρώτων βαθμίδων, ὅσο καί τῶν Ἐπισκόπων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Φαίνεται ἔτσι νά λησμονεῖται ἤ νά παραθεωρεῖται, πώς «ἡ Σύνοδος δέν συνέρχεται γιά τόν ἑαυτό της, συνέρχεται γιά ὅλο τό λαό τοῦ Θεοῦ, γιά ὅλο τόν κόσμο», καθώς «εἶναι ἐκ τοῦ σώματος», «ἐν τῷ σώματι», «διά τό σῶμα».


Ὡς ἐκ τούτου, συνεχίζει ὁ κ.Καθηγητής, οἱ ἐνστάσεις οἱ ὁποίες καί ἐδῶ διατυπώθηκαν ἀπό μέλη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν εἶναι χωρίς ἔρεισμα. Ὄντως, ἡ συγκεκριμένη διαδικασία εἶναι ἀμάρτυρη ἐντός τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας. Ὄντως φαίνεται νά ἀγνοεῖται τό ἱστορικό κεκτημένο πού θέλει τόν κάθε Ἐπίσκοπο νά ἔχει μία ψῆφο. Ὄντως φαίνεται νά ἀντικαθίσταται ὁ Ἐπίσκοπος ἀπό τόν πρῶτο καί νά ὑποχωρεῖ ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου γιά χάρη τοῦ καθόλου τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας... Καί δέν χωρά καμία ἀμφιβολία πώς σέ ὅλα τά παραπάνω θά μπορούσαμε νά προσθέσωμε καί ἄλλα. Νά ποῦμε γιά παράδειγμα ὅτι μέ τήν ἀποδοχή τῆς ὁμοφωνίας, ἀλλά καί τῆς μίας ψήφου ἡττᾶται ἡ Ἐκκλησιολογία τῆς συνοδικότητας, βιάζεται ἡ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί περιθωριοποιεῖται ἡ ἴδια ἡ ζωή…».[9]


Ἀγαπητοί μου Ἀδελφοί,

Θεωρῶ ὅτι μέ τήν παροῦσα εἰσήγησι ἀναδείχθηκε ἐπαρκῶς τό θέμα τῆς μή συμμετοχῆς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων εἰς τήν προσεχῆ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο καί κατεδείχθησαν ἀριδήλως τά ἐκκλησιολογικά προβλήματα, τά ὁποῖα προφανῶς θά προκύψουν ἐκ τούτου. Ὅσον ἀφορᾶ δέ εἰς τά ποιμαντικά προβλήματα, δύναται πᾶς τις νά τά προοιωνίση. Τοῦτο μόνο νά τονισθῆ:Ὑπάρχει φόβος Ὀρθόδοξοι πιστοί, βλέποντες νά περιθωριοποιεῖται ἤ νά ἀναιρεῖται ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοσις εἰς ὡρισμένα καίρια σημεῖα καί νά παραβιάζωνται κανονικά θέσμια καί ἡ δογματική περί Ἐκκλησίας διδασκαλία νά σκανδαλίζωνται καί νά μή πειθαρχοῦν εἰς τούς Ἐκκλησιαστικούς Ποιμένες καί Διδασκάλους καί νά διάγουν μέ ταραχή καί ὄχι μἐ ἐκκλησιαστική εἰρήνη καί εὐταξία, τοῦθ’ὅπερ θά εἶναι ὀλέθριο πνευματικά καί ἀλυσιτελές. «Στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετά φόβου. Πρόσχωμεν!»

Νά κατακλείσω τήν παροῦσα εἰσήγησι, ἀφοῦ ζητήσω συγγνώμη γιά τήν ὑπέρβασι τοῦ χρονικοῦ ὁρίου, μέ τήν εὐχή τῶν Ἱερῶν Διπτύχων τῆς Ἁγίας Προθέσεως, τά ὁποῖα ἀνεγίνωσκε σέ κάθε Θεία Λειτουργία ὁ ἀείμνηστος Γέροντας μου καί καταξιωμένος ΜητροπολίτηςὝδρας, Σπετσῶν καί Αἰγίνης κυρός Ἱερόθεος (πού τά εἶχε παραλάβη ἀπό τόν ἀοίδιμο Γέροντα του Ἀρχιμανδρίτη π.Γερβάσιο Παρασκευόπουλο). Ἔλεγε αὐτή ἡ εὐχή: «Μνήσθητι Κύριε τῆς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς ἀπό περάτων ἕως περάτων τῆς Οἰκουμένης. Τῆς λύσεως τῶν σχισμάτων καί τῶν αἱρέσεων καί τῆς ἀναδείξεως ἀσπίλου καί ἀμώμου τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ἐκλεκτῆς Σου Νύμφης». Ἀμήν.



[1] Χρυσοστόμου Σαββάτου, Μητροπολίτου Μεσσηνίας, Εἰσήγησις ἐνώπιον τῆς Ι.Σ.Ι. μέ θέμα : «Ἐνημέρωσις περί τῆς μελλούσης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου», σελ. 8, παρ. 2.
[2] Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Ἀγαπίου Ἱερομονάχου, Πηδάλιον τῆς Νοητῆς Νηός τῆς Μιᾶς,Ἁγίας,Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ.Β, ἐν Ἀθήναις,1841.
[3] Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί Ἀγαπίου Ἱερομονάχου, Πηδάλιον..., ἔκδ.Β’
Ἐν Ἀθήναις 1841, Περί τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς Πρώτης Συνόδου, Προλεγόμενα, ὑποσημ.1, σ.66.
[4] Ἔνθ΄ἀνωτ.ὑποσημ.1,σ.66, Δοσιθέου σελ. 633 τῆς Δωδεκαβίβλου.
[5] Ἁμίλκα Σ. Ἀλιβιζάτου(†), Καθηγητοῦ τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου ἐν τῷ Πανεπιστημίῳ Ἀθηνῶν, Οἱ Ἱεροί Κανόνες, ἔκδ.Τρίτη 1997, Ἀποστολική Διακονία, Ἀθῆναι, σελ. 20.
[6] Πραξ.ιε΄28.
[7] Β΄Κορ.γ΄17.
[8] Χρήστου Γιανναρᾶ,Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ τοῦ ΕΚΠΑ. ἐπιφυλλίδα «Καθημερινῆς» 13 -03 -2016 ὑπό τόν τίτλον «Μέτρο παρακμῆς ἡ «Μεγάλη Σύνοδος».
[9] Χρυσοστόμου Σταμούλη,Καθηγητοῦ τοῦ ΑΠΘ, «Ἡ λειτουργία τῆς ὁμοφωνίας καί ἡ ποιητική τῆς ἑνότητας», Εἰσήγησις «Πρός τήν Ἁγία κάι Μεγάλη Σύνοδο». (3-5 Δεκεμβ. 2015)


http://aktines.blogspot.gr/2016/03/blog-post_356.html
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ορθοδοξία”