Διάλογος ιερεα με δαίμονα
Δημοσιεύτηκε: 22 Σεπ 2009, 14:27
ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ
Το μοναστήρι του Νιαμέτς ήταν για την Μολδαβία ότι και το μοναστήρι της
Άγιας Τριάδος στην Ρωσία, ότι της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου για την
Ουκρανία, ότι το Αγιον Όρος για την Ελλάδα. Για πέντε αιώνες ήταν το κέντρο
της θρησκευτικής διαφώτισης στην Μολδαβία. Από εκεί βγήκε ο περίφημος
μολδαβός γέροντας Παίσιος Βελιτσκόφσκυ, ιδρυτής και πατέρας του θεσμού
των γερόντων στη Ρωσία στους έσχατους καιρούς.
Έτσι ένας από τους πολλούς μαθητές του οσίου Παϊσίου, ο Σωφρόνιος, που
εκείνη την εποχή ήταν ηγούμενος, ήταν πνευματικός άνθρωπος και
αυστηρός ασκητής είδε ένα όραμα:
Μια νύχτα, νομίζοντας πως πλησίαζε να ξημερώσει, ο Σωφρόνιος βγήκε από
την πύλη του μοναστηριού και κοίταξε προς την εξωτερική πύλη, εκεί που
σήμερα βρίσκεται το αγίασμα. Εκεί είδε ένα άνθρωπο που ήταν μαύρος στην
όψη και φοβερός στο θέαμα. Φορούσε στρατιωτικό μανδύα και φώναζε
δυνατά, όπως κάνουν οι αξιωματικοί όταν δίνουν διαταγές στους στρατιώτες.
Τα μάτια του ήταν κόκκινα και γυάλιζαν σαν φλόγες. Το στόμα του ήταν σαν
των πιθήκων και τα δόντια του εξείχαν απ` αυτό. Στη μέση του ήταν
περιτυλιγμένο ένα τεράστιο φίδι, του οποίου το κεφάλι κρεμόταν προς τα
κάτω κι από το στόμα του έβγαινε η γλώσσα σαν ξίφος. Στους ώμους του είχε
σιρίτια που είχαν το σχήμα κεφαλών φιδιών και στο κεφάλι του φορούσε ένα
καπέλο απ` όπου ξεπρόβαλαν φαρμακερά φίδια και τυλίγονταν σαν μαλλιά
γύρω απ` το λαιμό του.
Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος αντίκρισε όλα αυτά πέτρωσε από τον φόβο.
Μετά από λίγο συνήλθε κάπως και ρώτησε τον άρχοντα αυτό του σκότους τι
γύρευε τέτοια ώρα στον περίβολο του μοναστηριού.
- Είναι δυνατό να μην ξέρεις ότι εγώ δίνω διαταγές εδώ στο μοναστήρι σου;
-απάντησε ο μαύρος.
- Εμείς δεν έχουμε στρατό εδώ κι η πατρίδα μας διανύει περίοδο απόλυτης
ειρήνης, - είπε ο ηγούμενος.
-Τότε -συνέχισε ο μαύρος δαίμονας-, μάθε πως εμένα με έστειλαν οι αόρατοι
άρχοντες του σκότους και βρισκόμαστε εδώ για να εγείρουμε πόλεμο
εναντίον την μοναχικής τάξης.
Όταν κατά την κουρά σου δίνεται τους μοναχικούς σας όρκους, δηλώνεται ότι
θα μας πολεμάτε και μας προξενείτε πολλές πληγές με το πνευματικό σας
οπλοστάσιο. Πολλές φορές αναγκαζόμαστε να υποχωρούμε με ντροπή, γιατί
η φλόγα της προσευχής σας μας καίει. Τώρα όμως δε σας φοβόμαστε,
ιδιαίτερα μετά το θάνατο του Παϊσίου, του ηγουμένου σας. Εκείνος μας
τρόμαζε και υποφέραμε πολύ στα χέρια του.
Από τότε ακόμα που ήρθε εδώ από το Άγιο Όρος μαζί με εξήντα άλλους
μοναχούς, εμένα με έστειλαν εδώ με εξήντα χιλιάδες στρατιώτες μας για να
τον σταματήσουμε. Όσο καιρό είχε αυτός είχε την ηγουμενία δεν μπορούμε
να ησυχάσουμε. Παρ` όλους τους πειρασμούς, τα τεχνάσματα και τις
μεθοδείες μας εναντίον εκείνων και των μοναχών του, δεν καταφέρναμε
τίποτα. Και ταυτόχρονα δεν μπορεί να διηγηθεί ανθρώπινη γλώσσα τις
φοβερές οδύνες, τις ταλαιπωρίες και τις δοκιμασίες που υποστήκαμε κατά
την διάρκεια της διαμονής αυτού του ανθρώπου εδώ. Ήταν ένας έμπειρος
στρατιώτης και η στρατηγική του μας εύρισκε πάντα εκτός θέσης. Μετά τον
θάνατο του όμως να πράγματα άλλαξαν κάπως και μπορέσαμε να
αποδεσμεύσουμε από αυτό το φρούριο δέκα χιλιάδες δικούς μας. Έτσι
μείναμε εδώ πενήντα χιλιάδες.
Όταν οι μοναχοί άρχισαν να αμελούν τον κανόνα τους και να ενδιαφέρονται
περισσότερο για τους αγρούς, τα κτίρια και τα αμπέλια, απαλλάξαμε άλλους
δέκα χιλιάδες από τα καθήκοντα τους εδώ και οι υπόλοιποι σαράντα χιλιάδες
μείναμε για να συνεχίσουμε τις προσβολές μας.
Λίγα χρόνια αργότερα, μερικοί από τους μονάχους αποφάσισαν να αλλάξουν
το τυπικό του Παϊσίου, διαφώνησαν μεταξύ τους και μερικοί έφυγαν. Στο
μεταξύ δόθηκε άδεια σε λαϊκούς να νοικιάζουν δωμάτια στο μοναστήρι, κι
όταν μάλιστα έφεραν και τις γυναίκες τους μέσα, κάναμε γιορτή για την νίκη
μας και μειώσαμε τον στρατό μας κατά δέκα χιλιάδες ακόμα.
Αργότερα που άνοιξαν και τα σχολεία για νεαρά αγόρια ο πόλεμος πλησίασε
μπρος στο τέλος του πια και μπορούσαμε να μειώσουμε τις δυνάμεις μας
κατά δέκα χιλιάδες ακόμη, αφήνοντας εδώ μόνο είκοσι χιλιάδες δικούς μας
για να επιβλέπουν τους μοναχούς.
Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος άκουσε όλα αυτά αναστέναξε μέσα του και
ρώτησε τον μαύρο δαίμονα:
- Τι ανάγκη έχετε να μένετε ακόμη στο μοναστήρι αφού βλέπετε, όπως και ο
ίδιος ομολογείς πως οι μοναχοί έχουν παραιτηθεί από τον πόλεμο; Τι άλλη
δουλεία έμεινε ακόμα εδώ για σας;
Και εκείνος ο παγκάκιστος, εξαναγκασμένος από την δύναμη του Θεού,
αποκάλυψε το μυστικό του.
- Είναι αλήθεια πως δεν υπάρχει κανένας πια να μας πολεμήσει όπως παλιά,
αφού η αγάπη έχει ψυχραθεί και έχετε προσκολληθεί σε επίγειες και
κοσμικές υποθέσεις. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα στο μοναστήρι που μας
ενοχλεί και μας ανησυχεί. Είναι αυτά τα κουρελόχαρτα τα βιβλία στον
όλεθρο να πάνε!! Αυτά που έχετε στην βιβλιοθήκη σας. Ζούμε με τον φόβο
και τον τρόμο μήπως κάποιος από τους νεωτέρους μονάχους τα πιάσει στα
χέρια κι αρχίζει να τα διαβάζει.
Μόλις αρχίσουν να διαβάζουν τα καταραμένα αυτά κουρελόχαρτα,
μαθαίνουν την αρχαία ευλάβεια κι εχθρότητα σας εναντίον μας κι οι νεαροί
αρχάριοι ξεσηκώνονται.
Μαθαίνουν από αυτά πως οι παλιοί χριστιανοί, μοναχοί και λαϊκοί,
συνήθιζαν να προσεύχονται αδιάλειπτα, να νηστεύουν, να εξετάζουν και να
ξαγορεύονται τους λογισμούς, να αγρυπνούν και να ζουν σαν ξένοι και
παρεπίδημοι σ` αυτόν τον κόσμο.
Μετά, απλοϊκοί όπως είναι, αρχίζουν να θέτουν τις ανοησίες αυτές σε
εφαρμογή.
Ακόμη παίρνουν σοβαρά όλη την Άγια Γραφή.
Μας βρίζουν και ωρύονται εναντίον μας σαν άγρια θηρία.
Το μοναστήρι του Νιαμέτς ήταν για την Μολδαβία ότι και το μοναστήρι της
Άγιας Τριάδος στην Ρωσία, ότι της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου για την
Ουκρανία, ότι το Αγιον Όρος για την Ελλάδα. Για πέντε αιώνες ήταν το κέντρο
της θρησκευτικής διαφώτισης στην Μολδαβία. Από εκεί βγήκε ο περίφημος
μολδαβός γέροντας Παίσιος Βελιτσκόφσκυ, ιδρυτής και πατέρας του θεσμού
των γερόντων στη Ρωσία στους έσχατους καιρούς.
Έτσι ένας από τους πολλούς μαθητές του οσίου Παϊσίου, ο Σωφρόνιος, που
εκείνη την εποχή ήταν ηγούμενος, ήταν πνευματικός άνθρωπος και
αυστηρός ασκητής είδε ένα όραμα:
Μια νύχτα, νομίζοντας πως πλησίαζε να ξημερώσει, ο Σωφρόνιος βγήκε από
την πύλη του μοναστηριού και κοίταξε προς την εξωτερική πύλη, εκεί που
σήμερα βρίσκεται το αγίασμα. Εκεί είδε ένα άνθρωπο που ήταν μαύρος στην
όψη και φοβερός στο θέαμα. Φορούσε στρατιωτικό μανδύα και φώναζε
δυνατά, όπως κάνουν οι αξιωματικοί όταν δίνουν διαταγές στους στρατιώτες.
Τα μάτια του ήταν κόκκινα και γυάλιζαν σαν φλόγες. Το στόμα του ήταν σαν
των πιθήκων και τα δόντια του εξείχαν απ` αυτό. Στη μέση του ήταν
περιτυλιγμένο ένα τεράστιο φίδι, του οποίου το κεφάλι κρεμόταν προς τα
κάτω κι από το στόμα του έβγαινε η γλώσσα σαν ξίφος. Στους ώμους του είχε
σιρίτια που είχαν το σχήμα κεφαλών φιδιών και στο κεφάλι του φορούσε ένα
καπέλο απ` όπου ξεπρόβαλαν φαρμακερά φίδια και τυλίγονταν σαν μαλλιά
γύρω απ` το λαιμό του.
Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος αντίκρισε όλα αυτά πέτρωσε από τον φόβο.
Μετά από λίγο συνήλθε κάπως και ρώτησε τον άρχοντα αυτό του σκότους τι
γύρευε τέτοια ώρα στον περίβολο του μοναστηριού.
- Είναι δυνατό να μην ξέρεις ότι εγώ δίνω διαταγές εδώ στο μοναστήρι σου;
-απάντησε ο μαύρος.
- Εμείς δεν έχουμε στρατό εδώ κι η πατρίδα μας διανύει περίοδο απόλυτης
ειρήνης, - είπε ο ηγούμενος.
-Τότε -συνέχισε ο μαύρος δαίμονας-, μάθε πως εμένα με έστειλαν οι αόρατοι
άρχοντες του σκότους και βρισκόμαστε εδώ για να εγείρουμε πόλεμο
εναντίον την μοναχικής τάξης.
Όταν κατά την κουρά σου δίνεται τους μοναχικούς σας όρκους, δηλώνεται ότι
θα μας πολεμάτε και μας προξενείτε πολλές πληγές με το πνευματικό σας
οπλοστάσιο. Πολλές φορές αναγκαζόμαστε να υποχωρούμε με ντροπή, γιατί
η φλόγα της προσευχής σας μας καίει. Τώρα όμως δε σας φοβόμαστε,
ιδιαίτερα μετά το θάνατο του Παϊσίου, του ηγουμένου σας. Εκείνος μας
τρόμαζε και υποφέραμε πολύ στα χέρια του.
Από τότε ακόμα που ήρθε εδώ από το Άγιο Όρος μαζί με εξήντα άλλους
μοναχούς, εμένα με έστειλαν εδώ με εξήντα χιλιάδες στρατιώτες μας για να
τον σταματήσουμε. Όσο καιρό είχε αυτός είχε την ηγουμενία δεν μπορούμε
να ησυχάσουμε. Παρ` όλους τους πειρασμούς, τα τεχνάσματα και τις
μεθοδείες μας εναντίον εκείνων και των μοναχών του, δεν καταφέρναμε
τίποτα. Και ταυτόχρονα δεν μπορεί να διηγηθεί ανθρώπινη γλώσσα τις
φοβερές οδύνες, τις ταλαιπωρίες και τις δοκιμασίες που υποστήκαμε κατά
την διάρκεια της διαμονής αυτού του ανθρώπου εδώ. Ήταν ένας έμπειρος
στρατιώτης και η στρατηγική του μας εύρισκε πάντα εκτός θέσης. Μετά τον
θάνατο του όμως να πράγματα άλλαξαν κάπως και μπορέσαμε να
αποδεσμεύσουμε από αυτό το φρούριο δέκα χιλιάδες δικούς μας. Έτσι
μείναμε εδώ πενήντα χιλιάδες.
Όταν οι μοναχοί άρχισαν να αμελούν τον κανόνα τους και να ενδιαφέρονται
περισσότερο για τους αγρούς, τα κτίρια και τα αμπέλια, απαλλάξαμε άλλους
δέκα χιλιάδες από τα καθήκοντα τους εδώ και οι υπόλοιποι σαράντα χιλιάδες
μείναμε για να συνεχίσουμε τις προσβολές μας.
Λίγα χρόνια αργότερα, μερικοί από τους μονάχους αποφάσισαν να αλλάξουν
το τυπικό του Παϊσίου, διαφώνησαν μεταξύ τους και μερικοί έφυγαν. Στο
μεταξύ δόθηκε άδεια σε λαϊκούς να νοικιάζουν δωμάτια στο μοναστήρι, κι
όταν μάλιστα έφεραν και τις γυναίκες τους μέσα, κάναμε γιορτή για την νίκη
μας και μειώσαμε τον στρατό μας κατά δέκα χιλιάδες ακόμα.
Αργότερα που άνοιξαν και τα σχολεία για νεαρά αγόρια ο πόλεμος πλησίασε
μπρος στο τέλος του πια και μπορούσαμε να μειώσουμε τις δυνάμεις μας
κατά δέκα χιλιάδες ακόμη, αφήνοντας εδώ μόνο είκοσι χιλιάδες δικούς μας
για να επιβλέπουν τους μοναχούς.
Μόλις ο γέροντας Σωφρόνιος άκουσε όλα αυτά αναστέναξε μέσα του και
ρώτησε τον μαύρο δαίμονα:
- Τι ανάγκη έχετε να μένετε ακόμη στο μοναστήρι αφού βλέπετε, όπως και ο
ίδιος ομολογείς πως οι μοναχοί έχουν παραιτηθεί από τον πόλεμο; Τι άλλη
δουλεία έμεινε ακόμα εδώ για σας;
Και εκείνος ο παγκάκιστος, εξαναγκασμένος από την δύναμη του Θεού,
αποκάλυψε το μυστικό του.
- Είναι αλήθεια πως δεν υπάρχει κανένας πια να μας πολεμήσει όπως παλιά,
αφού η αγάπη έχει ψυχραθεί και έχετε προσκολληθεί σε επίγειες και
κοσμικές υποθέσεις. Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα στο μοναστήρι που μας
ενοχλεί και μας ανησυχεί. Είναι αυτά τα κουρελόχαρτα τα βιβλία στον
όλεθρο να πάνε!! Αυτά που έχετε στην βιβλιοθήκη σας. Ζούμε με τον φόβο
και τον τρόμο μήπως κάποιος από τους νεωτέρους μονάχους τα πιάσει στα
χέρια κι αρχίζει να τα διαβάζει.
Μόλις αρχίσουν να διαβάζουν τα καταραμένα αυτά κουρελόχαρτα,
μαθαίνουν την αρχαία ευλάβεια κι εχθρότητα σας εναντίον μας κι οι νεαροί
αρχάριοι ξεσηκώνονται.
Μαθαίνουν από αυτά πως οι παλιοί χριστιανοί, μοναχοί και λαϊκοί,
συνήθιζαν να προσεύχονται αδιάλειπτα, να νηστεύουν, να εξετάζουν και να
ξαγορεύονται τους λογισμούς, να αγρυπνούν και να ζουν σαν ξένοι και
παρεπίδημοι σ` αυτόν τον κόσμο.
Μετά, απλοϊκοί όπως είναι, αρχίζουν να θέτουν τις ανοησίες αυτές σε
εφαρμογή.
Ακόμη παίρνουν σοβαρά όλη την Άγια Γραφή.
Μας βρίζουν και ωρύονται εναντίον μας σαν άγρια θηρία.