Βολονταρισμός (βουλησιοκρατία)
Το θέμα της ελευθερίας της βούλησης ή της ελευθερίας του προσώπου, όπως παρουσιάζεται στις ημέρες μας, δεν στηρίζεται στην πατερική-ορθόδοξη θεολογία, αλλά είναι κυρίως υπόθεση της σύγχρονης φιλοσοφίας και μεταφέρεται από μερικούς στην θεολογία.
Θα εντοπισθούν μερικά σημεία γύρω από το σοβαρό αυτό θέμα, για να φανή το πρόβλημα που παρουσιάζεται από της πλευράς της πατερικής θεολογίας και οι συνέπειες που έχει αυτή η θεωρία στην εκκλησιαστική ζωή.
1. Η θέληση-βούληση στην δυτική θεολογία και φιλοσοφία
Ο καθηγηγής Γεώργιος Παναγόπουλος, αναλύοντας τα σχετικά με την δυτική θεολογία, επισημαίνει ότι ο σχολαστικός θεολόγος Ιωάννης Δούνς Σκώτος, εκφραστής της Φραγκισκανικής θεολογίας, εισήγαγε τον βολονταρισμό (βουλησιοκρατία) σε αντίθεση με την οντολογία του Θωμά Ακινάτη.
Ο Δούνς Σκώτος έκανε λόγο για την «θεία παντοδυναμία», την «απόλυτη ελευθερία του Θεού και την απουσία κάθε εξαναγκασμού από το θείο είναι». Μέ αυτήν την άποψη άνοιξε «μιά καινούργια ατραπό σκέψης στην δυτική θεολογία», αφού «τό βουλητικό στοιχείο ανατιμάται σε σχέση με το οντολογικό» και προοιώνισε «ένα από τα κεντρικά αιτήματα της Μεταρρύθμισης, την απόλυτη ελευθερία και προτεραιότητα του Θεού στο ζήτημα της σωτηρίας του ανθρώπου».
Έτσι, ο βολονταρισμός-βουλησιοκρατία από την σχολαστική θεολογία πέρασε στην Μεταρρύθμιση και τον Προτεσταντικό κόσμο και από εκεί έφθασε και στην δυτική φιλοσοφία, στην οποία άλλοτε γίνεται λόγος για την προτεραιότητα της οντολογίας και άλλοτε για την προτεραιότητα της βουλησιοκρατίας.
Ο καθηγητής Θεοδόσης Πελεγρίνης κάνοντας λόγο για την βουλησιοκρατία (voluntarism) γράφει ότι πρόκειται για το φιλοσοφικό εκείνο σύστημα «στό οποίο πρωτεύοντα λόγο διαδραματίζει η βούληση, κατ' αντιδιαστολή προς το λόγο».
Επίσης, γράφει ότι ενώ οι αρχαίοι φιλόσοφοι αντιμετώπιζαν τα διάφορα ζητήματα που τους απασχολούσαν έχοντας ως γνώμονα τον λόγο, ο Αριστοτέλης έδωσε ιδιαίτερη σημασία στον ρόλο της βουλήσεως «στό πλαίσιο του πρακτικού συλλογισμού». Όμως, ιδιαίτερα στην νεώτερη εποχή διάφοροι φιλόσοφοι, όπως ο Ντεκάρτ, ο Κάντ, ο Σοπενχάουερ, ο Νίτσε και ο Γουίλιαμ Τζέϊμς, δίνουν μεγάλη σημασία στην βούληση και μάλιστα στην ελευθερία της βουλήσεως.
Κατά τον Σωκράτη Γκίκα η βουλησιοκρατία υποστηρίζει ότι «η βούληση αποτελεί την ουσία της ανθρώπινης προσωπικότητας, το πιο δυναμικό της στοιχείο, γιατί κατευθύνει την δράση του ατόμου.
Η νόηση και το συναίσθημα έρχονται σε δεύτερη μοίρα». Η ψυχολογική βουλησιοκρατία αναπτύχθηκε από τον Βούντ, σύμφωνα με την οποία η βούληση επιδιώκει να πραγματοποιήση τους σκοπούς που επιλέγει η νόηση, και το συναίσθημα ή παρωθεί την βούληση ή στέκεται εμπόδιο στην βουλητική προσπάθεια.
Επίσης, από τον Σοπενχάουερ υποστηρίχθηκε «ο μεταφυσικός βουλητισμός», σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει «η παγκόσμια τυφλή βούληση», αφού «όλα στον κόσμο κατευθύνονται από την θεϊκή βούληση» και η οποία «βρίσκεται πίσω από τους φυσικούς και βιολογικούς νόμους».
Επίσης, η ελευθερία, κατά την σύγχρονη φιλοσοφία, είναι «η δυνατότητα του ανθρώπου ή μιας ομάδας να αυτοορίζεται, να μήν πιέζεται ή καταδυναστεύεται, να κινείται όπως θέλει, να αναπτύσσει δράση, να πραγματώνει τους σκοπούς που θέλει». Ο Κάντ έκανε λόγο για «τήν ηθική ελευθερία» ως δυνατότητα επιλογής.
Ο Φίχτε ομίλησε «γιά την απεριόριστη ελευθερία του ανθρώπου, τελικά όμως θεώρησε μια τέτοια ελευθερία ιδιότητα του Θεού».
Ο Σάρτρ υποστήριζε ότι «η ελευθερία αποτελεί την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης», είναι ασταμάτητη και «ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος σε ελευθερία», αφού «μέ την ελευθερία του δημιουργεί τον εαυτό του από το μηδέν».
Ακόμη, η ελευθερία από την ψυχολογική άποψη «είναι η απουσία εσωτερικών συγκρούσεων, συμπλεγμάτων, έμμονων ιδεών και συνηθειών, καταναγκαστικών πράξεων και ψυχαναγκαστικών τάσεων».
Είναι φανερό ότι για την ελευθερία και την βούληση του ατόμου ή του προσώπου έγινε ιδιαίτερος λόγος τα τελευταία χρόνια από πλευράς φιλοσοφίας, υπαρξισμού και ψυχολογίας, γιατί παραβιάζονταν τα ατομικά δικαιώματα από ποικιλώνυμες εξουσίες.
Κανείς δεν αρνείται την αξία της κοινωνικής ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων, σε συνδυασμό με τα καθήκοντα, και μάλιστα σε περιόδους που καταπιέζονται οι πολίτες.
Το πρόβλημα όμως είναι όταν σύγχρονοι θεολόγοι επηρεάζονται από τα ρεύματα αυτά και προσπαθούν να δουν το πρόσωπο του ανθρώπου μέσα από την προοπτική της ελεύθερης βούλησης και κατ' αυτόν τον τρόπο αλλοιώνεται ή υπονομεύεται η ορθόδοξη διδασκαλία περί του Τριαδικού Θεού, του Χριστού και του ανθρώπου.
2. Η θέληση στην ορθόδοξη θεολογία
Το θέμα της βούλησης-θέλησης ετέθη επανειλημμένως στις θεολογικές συζητήσεις από τον 4ο αιώνα και μετά, όταν το ρεύμα της ελληνικής φιλοσοφίας εισήλθε μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, οπότε οι Πατέρες προσπάθησαν να αντικρούσουν τους αιρετικούς που χρησιμοποιούσαν την ελληνική φιλοσοφία για να κατανοήσουν το δόγμα της Αγίας Τριάδος και το δόγμα της ενώσεως των δύο φύσεων στον Χριστό.
Κυρίως όμως δυό φορές έγινε σοβαρή συζήτηση και ελήφθησαν αποφάσεις.
Την πρώτη φορά ήταν κατά τον 4ο αιώνα καί, βεβαίως, απεφάνθη η Α' Οικουμενική Σύνοδος. Τότε συζητήθηκε το θέμα εάν ο Πατήρ εγέννησε τον Λόγο από την ουσία Του, οπότε είναι ομοούσιος και άκτιστος, ή εάν ο Λόγος δημιουργήθηκε από την βούληση του Πατρός, όπως όλη η κτίση, οπότε ήταν κτίσμα.
Ο όρος της Α' Οικουμενικής Συνόδου είναι σαφής: «Και εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού, γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή, τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός». Αυτό στρεφόταν εναντίον των Αρειανών, που υποστήριζαν ότι ο Χριστός «ούκ εστιν ίδιος της ουσίας του Πατρός», αλλά είναι κτίσμα και δημιουργήθηκε εν χρόνω «αλλότριος δε της ουσίας του Πατρός και τρεπτός και αλλοιωτός την φύσιν».
Στις αποφάσεις της Β' Οικουμενικής Συνόδου, εκτός από τις προσθήκες στο Σύμβολο της Πίστεως, έγινε αλλαγή ορολογίας (επειδή διακρίθηκε η υπόσταση από την ουσία), δεν έγινε όμως αλλαγή θεολογίας.
Στο τελικό κείμενο δεν υπάρχει το «τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός», αλλά σαφέστατα υπονοείται, άλλωστε υπάρχει η λέξη «ομοούσιος», και οπωσδήποτε οι Πατέρες διδάσκουν ότι ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα εκ της ουσίας Του και δεν είναι δημιούργημα της βουλήσεώς Του.
Ο Πατήρ είναι αίτιος της γεννήσεως του Υιού και της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, αλλά κατά την εύστοχη φράση του π. Ιωάννου Ρωμανίδη: «ο Πατήρ κοινωνεί την ουσία Του στον Υιό δια της γεννήσεως και στο Άγιον Πνεύμα δια της εκπορεύσεως».
Την δεύτερη φορά που έγινε συζήτηση για την θέληση ήταν τον 7ο αιώνα και μάλιστα στην Χριστολογία.
Οι Μονοθελήτες έλεγαν ότι στον Χριστό υπάρχει μία θέληση. Ο άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων και ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής δίδασκαν ότι η θέληση και η ενέργεια είναι γνωρίσματα της φύσεως, και εφ' όσον ο Χριστός έχει δύο φύσεις, έχει και δύο θελήσεις, την θεία και την ανθρωπίνη.
Έτσι, κάθε φύση στον Χριστό ήθελε και ενεργούσε τα δικά της, αλλά σε κοινωνία με την άλλη, ενωμένες στο ένα πρόσωπο του Θεού και Λόγου.
Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής αναπτύσσοντας το θέμα των δύο θελήσεων στον Χριστό θα πή ότι το θέλημα θα είναι ή φυσικό ή υποστατικό ή παρά φύσιν. Άν το θέλημα χαρακτηριστή υποστατικό, τότε ο Χριστός θα παρουσιασθή «ετερόβουλος» από τον Πατέρα, αφού το υποστατικό θέλημα θα είναι γνώρισμα μόνον της υπόστασης.
Άν το θέλημα το χαρακτηρίσουν παρά φύσιν, τότε δογματίζουν την έκπτωση των ουσιών, αφού τα παρά φύση είναι φθαρτικά των κατά φύση. Επομένως, το θέλημα είναι φυσικό, δηλαδή είναι χαρακτηριστικό της φύσεως, και όχι υποστατικό, δηλαδή δεν είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της υπόστασης.
Πάνω στο θέμα αυτό αποφάνθηκε η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία μεταξύ των άλλων, δογμάτισε:
«Και δύο φυσικάς θελήσεις, ήτοι θελήματα εν αυτώ, και δύο φυσικάς ενεργείας αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως κατά την των αγίων Πατέρων διδασκαλίαν ωσαύτως κηρύττομεν.
Και δύο μεν φυσικά θελήματα ουχ υπεναντία, μη γένοιτο, καθώς οι ασεβείς έφησαν αιρετικοί, αλλ' επόμενον το ανθρώπινον αυτού θέλημα, και μη αντιπίπτον, ή αντιπαλαίον, μάλλον μεν ούν και υποτασσόμενον τώ θείω αυτού και πανσθενεί θελήματι...».
Ο Χριστός έχει δύο φυσικά θελήματα στο ένα πρόσωπό Του, τα οποία φυσικά θελήματα δεν αντιπαλαίουν μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι το θέλημα δεν είναι γνώρισμα του προσώπου, γιατί τότε ο Χριστός θα είχε ένα θέλημα, αλλά είναι ιδιότητα της φύσεως.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας αποδέχονται πλήρως τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και γι' αυτό κάνουν την διάκριση μεταξύ θελήσεως-βουλήσεως που συνδέεται με την φύση, και της προαιρέσεως, που κάνει την επιλογή στους ανθρώπους. Δηλαδή, στους Πατέρες η θέληση-βούληση δεν είναι η ελευθερία, όπως την ορίζουν οι σύγχρονοι φιλόσοφοι και φιλοσοφούντες θεολόγοι.
Για να μη γίνη καμμία σύγχυση και παρεξήγηση στα όσα θα λεχθούν στην συνέχεια, πρέπει να σημειωθή ότι, σύμφωνα με την θεολογία της Εκκλησίας μας, δεν υπάρχει υπόσταση χωρίς ουσία, ούτε ουσία χωρίς υπόσταση, αλλά η υπόσταση-πρόσωπο ορίζεται ως ουσία με τα ιδιώματα.
Έτσι, η ενέργεια είναι ουσιώδης κίνηση της φύσης, αλλά ο ενεργών είναι το πρόσωπο.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αποφαίνεται: «άλλο εστίν ενέργεια και άλλο ενεργητικόν και άλλο ενέργημα και άλλο ενεργών». Ενέργεια είναι «η δραστική και ουσιώδης της φύσεως κίνησις». Ενεργητικό είναι «η φύσις εξ ής η ενέργεια πρόεισιν». Ενέργημα είναι «τό της ενεργείας αποτέλεσμα». Και ενεργών είναι «ο κεχρημένος τη ενεργεία ήτοι η υπόστασις».
Επίσης, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δίνει τους ορισμούς για την θέληση, την βούληση, το θελητό, το θελητικό και τον θέλοντα. Θέληση είναι «η απλή δύναμις του θέλειν».
Βούληση είναι «η περί τι θέλησις», δηλαδή η θέληση για κάτι. Θελητό είναι «τό υποκείμενον τη θελήσει πράγμα». Χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα για να δείξη την διαφορά.
Η απλή όρεξη για βρώση είναι η θέληση, η όρεξη προς βρώση είναι η βούληση, η τροφή είναι το θελητό. Ακόμη, θελητικό είναι αυτό που έχει την θελητική δύναμη, όπως ο άνθρωπος. Και θέλων είναι «ο κεχρημένος τη θελήσει».
Έχοντας υπ' όψιν τις βασικές θεολογικές αυτές αρχές, γνωρίζουμε ότι η θέληση είναι όρεξη της μιας ενιαίας φύσεως και κοινή στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αλλά θέλων είναι και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
Έτσι, ο θέλων είναι ο Τριαδικός Θεός, η θέληση ανάγεται στην φύση, όμως η θεία φύση είναι αδιανόητη χωρίς τις υποστάσεις και το αντίστροφο.
Αυτό σημαίνει ότι η αιτιότητα του Πατρός, ότι αυτός είναι αίτιος της υπάρξεως του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, δεν ταυτίζεται με την θέληση, η οποία είναι κοινή στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αφού κοινή είναι η φύση και η ενέργεια.
Επίσης, στον άνθρωπο υπάρχει η βούληση της φύσης και η προαίρεση «ήγουν επιλογή» ανάμεσα σε δύο διαφορετικά πράγματα.
Έτσι, υφίσταται διαφορά μεταξύ βούλησης και προαίρεσης στον άνθρωπο. Όμως, στον Θεό «βούλησιν μεν λέγομεν, προαίρεσιν δε κυρίως ου λέγομεν ου γάρ βουλεύεται ο Θεός».
Ούτε ακόμη μπορούμε να πούμε ότι η ψυχή του Χριστού είχε βουλή ή προαίρεση, γιατί δεν είχε άγνοια και γνωμικό θέλημα, λόγω της ενώσεως της ανθρώπινης με την θεία φύση στην υπόσταση του Λόγου.
Έτσι, η αγία ψυχή του Χριστού δεν ήταν εναντίον του θείου θελήματος ούτε παρά το θείον θέλημα.
http://romfea.gr/archive/index.php?opti ... Itemid=466