ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»

1
Το παρόν Υπόμνημα εις τη Γένεσιν, τού αγίου Εφραίμ τού Σύρου μεταφράσαμε, όσον το εφ' ημίν, εκ της λατινικής μεταφράσεως, την οποίαν έκανε ο R.Μ.Tonneau εκ της συριακής γλώσσης και την δημοσίευσε εις το Corpus Scriptorum Christianorum Orientalium. Scriptores Syri, tom. 72.

Ο R.M.Tonneau χρησιμοποίησε το χειρόγραφο Vat. Sir. 110, και τη ρωμαϊκή Εκδοση τούPetrus Benedictus, tom. I, σελ. 1-115 και σελ. 194-235.

Σημειώνει όμως ότι σ’ αυτήν τη ρωμαϊκή έκδοση και από την σελίδα 226 μέχρι 235, δεν είναι δυνατό να βρεθεί από πού έγινε η αναπαραγωγή του κειμένου, διότι η πηγή τους δεν βρίσκεται στο συριακό χειρόγραφο Vat. Sir. 110.

Το χειρόγραφο αυτό μετά το φύλλο 95 δεν έχει πολλά άλλα φύλλα ήδη απ' την εποχή τού Assemani (Ιδέ: Bibliothec. Apost. Codd. mss. Catal., I, 3, σελ. 76 και εξής).

Στην μετάφραση τού Tonneau πρότεινε διορθώσεις ο Τ. Jansma στο Or. Chr., 20, 1972, 59 ss και 22, 1974, 121 ss, τις οποίες όμως εμείς δεν λάβαμε υπ' όψει. Έτσι, παραδίδομε εις το ελληνικό κοινό ένα έργον τού αγίου Εφραίμ, που για πρώτη φοράν κυκλοφορεί στην ελληνική γλώσσα.



ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ

ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ




Ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος

Ο Βίος και το έργον του

ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Ο άγιος Εφραίμ, επονομαζόμενος «ο Σύρος», γεννήθηκε στις αρχές τού δ' αιώνος, πιθανώς το 306 μ.Χ. εις την πόλη της Μεσοποταμίας Νίσιβιν.

Μολονότι η γενέτειρά του μόλις την εποχή του εμφανίζεται στην ιστορία σαν πόλις χριστιανική, όμως ο ευαγγελισμός της πρέπει να είναι κατά πολύ προγενέστερος. Έτσι, ήδη από τα έτη 79 μ.Χ. και 116 μ.Χ. μαρτυρείται στην περιοχήν η παρουσία τού αποστόλου της Εδέσσης της Μεσοποταμίας Mari, μαθητή τού Addai και πιο συγκεκριμένα νοτιότερα, στην Κτησιφώντα. Εν τούτοις, η πρώτη σαφής και αδιαμφισβήτητη ιστορική μαρτυρία για Χριστιανισμό στη Νίσιβιν είναι εκείνη της επιταφίου επιγραφής του Αβερκίου Ιεραπόλεως. Εξ άλλου, και τα απομνημονεύματα των μαρτύρων της Νισίβεως στην αρχαία Συριακή Σύνοψη μαρτυρούν, απ' την πλευράν τους την αρχαιότητα του ευαγγελισμού της Νισίβεως.

Πάντως, πρώτος επίσκοπος της πόλεως υπήρξε ο Ιάκωβος Νισίβεως, με τον οποίον συνδέθηκε στενότατα ο άγιος Εφραίμ, τον ετίμησε δε στα ποιήματά του ο άγιός μας και η αρχιερατεία του διήρκεσε μίαν τριακονταετία (308/309-338 περίπου). Μερικά ουσιώδη σημεία της δραστηριότητος του επισκόπου αυτού ήλθαν στο φως μετά από έρευνες τού Peeters: Έτσι, γνωρίζομε ότι μόλις δια διατάγματος τού Μ. Κωνσταντίνου κατέστη εφικτή η ανέγερσις ναού, ο επίσκοπος έκτισε την πρώτη εκκλησία στη Νίσιβιν. Από δε τα συγγράμματα τού Μ. Αθανασίου πληροφορούμεθα ότι ο πρώτος επίσκοπος Νισίβεως ήταν από τους πιο δραστήριους αντίπαλους τού Αρείου. Τέλος, πέθανε κατά τη διάρκεια πολιορκίας της Νισίβεως από τον Πέρση Σαπώρ Β' και οι κάτοικοι θεώρησαν ότι η τελική σωτηρία της πόλεώς τους ωφείλετο στον Ιάκωβο. Ο επίσκοπος αυτός που ήταν και ο πνευματικός πατέρας τού αγίου Εφραίμ, υπήρξε αξιολογότατος ποιμήν, εμψυχωτής τού ποιμνίου του, δομήτωρ εκκλησιών, βαθύς γνώστης των ανθρώπων, σπουδαίος θεολόγος και διδάσκαλος της πίστεως και αμύντωρ της πόλεώς του.2

Ως προς δε τις βιογραφικές πήγες για τον άγιο Εφραίμ, θα πρέπη να σημειώσουμε ότι σώζονται μεν πολλές βιογραφίες του3, στις οποίες όμως είναι πολύ δύσκολο να διακρίνουμε τι αποτελεί ιστορία και τι απλώς θρύλο. Επομένως, διαθέτομε λίγες σίγουρες ιστορικές πληροφορίες γι' αυτόν.

Στο κατωτέρω σύντομο βιογραφικό σημείωμα ακολουθούμε εν πολλοίς τα συμπεράσματα των εργασιών τού R. Murray επί τού βίου τού αγίου Εφραίμ:

Η μητέρα λοιπόν τού αγίου Εφραίμ κατήγετο από το Amid της Μεσοποταμίας, ενώ ο πατέρας του ήταν από τη Νίσιβιν και πιθανώς υπήρξε ιερεύς ενός ειδώλου ονομαζόμενου Abnil (ή Abizal). Επομένως, ο Εφραίμ προερχόταν ίσως από ειδωλολατρική4 οικογένεια, βαπτίσθηκε δε από τον επίσκοπο της πόλεως, τον ήδη γνωστό μας Ιάκωβο, υπό την προστασία τού οποίου μεγάλωσε και, στην συνέχεια, εχειροτονήθη διάκονος. Πάντως τον πρώτον αυτό βαθμό της ιερωσύνης διετήρησε μέχρι θανάτου. Κατά μία δε παράδοσιν συνώδευσε τον επίσκοπο Ιάκωβο εις την σύνοδο της Νικαίας, όπου και παρευρέθη ο Εφραίμ. Κατ' άλλη παράδοση μετά την σύνοδο αυτήν, οι συνοδικοί επιστρέψαντες εις τας επισκοπάς των ίδρυσαν και από μίαν τοπική θεολογική σχολή ο καθένας τους. Ο επίσκοπος Ιάκωβος ίδρυσε βοηθούμενος υπό τού Εφραίμ, θεολογική σχολή εις Νίσιβιν, επί κεφαλής της οποίας τοποθέτησε τον Εφραίμ, τον οποίον επεφόρτωσε και με τη διδασκαλία τού μαθήματος της εξηγητικής της Αγίας Γραφής. Ο Εφραίμ ανέλαβε καθήκοντα στην σχολή, της οποίας υπήρξε ο κύριος εμψυχωτής και μετά το θάνατον τού επισκόπου Ιακώβου, επί των διαδόχων του Babu (από το 338), Vologes Β' (346-349) και Abraham (361). Ήταν τόση δε η αίγλη, που προσέδωσε στη σχολή ο Εφραίμ, ώστε οι ανατολικοί Σύροι, οι λεγόμενοι νεστοριανοί θα ονομάσουν αργότερα τη Νίσιβιν «η πόλις των διανοουμένων». Σ' αυτό βέβαια, ως προείπομεν, συνετέλεσεν η από τα μέσα τού δ' αιώνος παρουσία σ' αυτό το φημισμένο κέντρο θεολογικών σπουδών, μεταξύ των άλλων σπουδαίων καθηγητών, τού μεγάλου ποιητή τού και μεγαλύτερου θεολόγου της συριακής Εκκλησίας, τού αγίου Εφραίμ.

Αλλά η ζωή και δράσις, τού αγίου μας, επειδή συνδέθηκε στενά με την ιστορία και τις τύχες της γενέτειράς του, και τις επηρέασε και επηρεάσθηκε βαθύτατα απ' αυτές. Η Νίσιβις, την οποίαν ο άγιος Εφραίμ ονομάζει «πρωτεύουσα της Μεσοποταμίας» ενώ ο Θεοδώρητος θα την αποκαλέση «μεγάλην πόλιν», είχε κατά καιρούς πολιτικο-στρατιωτικές ταλαιπωρίες, στις οποίες ο άγιος ανεμίχθη ενεργά, όπως τουλάχιστον φαίνεται από τα ποιήματά του. Οικονομικοί λόγοι εκ της γεωφυσικής και γεωπολιτικής θέσεώς της την καθιστούσαν το μήλο της έριδος μεταξύ Περσών και Ρωμαίων. Αλλά και ο πολιτισμός της Νισίβεως, όπως άλλωστε και της γύρω περιοχής υφίστατο τις πιο ποικίλες και ετερόκλητες πολιτιστικές επιδράσεις: σημιτικές, ιρανικές, ελληνικές, ακόμη και αραβικές.5

Η Νίσιβις επί της εποχής τού αγίου Εφραίμ υπέστη από τους Πέρσες (Σαπώρ Β') τρεις πολιορκίες, κατά τα έτη 338, 346 και 350. Αφ' ότου όμως η πόλις ωχυρώθηκε, ουδέποτε πλέον κατελήφθη. Ο άγιος Εφραίμ μπορούσε να είναι, και ήταν στα ποιήματά του, εθνικά υπερήφανος για την άπαρτη πατρίδα του. Οι δε αναφερθείσες και αποτυχούσες τρεις πολιορκίες έγιναν ξακουστές κυρίως διότι τραγουδήθηκαν απ' τον ίδιον τον άγιο με τα ποιήματα-ύμνους του (Carmina Nisibena = τραγούδια της Νισίβεως), όμως το 363 ο αυτοκράτορας Ιοβιανός αποφάσισε και παρά τις θερμές παρακλήσεις των κατοίκων για να τους επιτρέψη να υπερασπισθούν τη Νίσιβιν με δικές τους δυνάμεις, όμως δεν εκάμφθη και παρέδωσε την πόλη στους Πέρσες υπό τον όρο να μη κάνουν αυτοί διωγμούς κατά των χριστιανών. (Ammiani Marcellini XXV,7,11). Ο S. Verosta (International Law in Europe and Western Asia between 100 and 650 A.D.: Receuil des Cours, Academie de droit international, τόμ. 113, Leyden, 1966, σελ. 551 και εξής) βλέπει στους όρους της συνθήκης τού 363 για πρώτη φοράν στην ιστορία τού διεθνούς δίκαιου, το δικαίωμα πολιτών λόγω παραχώρησης τμήματος» τού κράτους τους, όπου οι ίδιοι κατοικούν, σε άλλο κράτος, να επιλέξουν αν θα παραμείνουν εκεί ή αν θα το εγκαταλείψουν (Πρβλ. Ζώσιμος, Γ, 31,1 «... εγίνοντο μεν τριακοντούτεις σπονδαί, συνεδόκει δε ... Νίσιβιν ... παραδούναι δίχα των ενοικούντων εδόκει γαρ τούτους, ένθα αν δόξειε Ρωμαίοις, μετοικισθήναι»). Για το πως αντιμετώπισαν οι τότε σύγχρονοι συγγραφείς την εγκατάλειψη της Νισίβεως, εκφράζοντες και την κοινή γνώμη, ιδέ R. Turcan, L' abandon de Nisibe et Γ opinion publique, Melanges d' archeologie et d' histoire offertes a Andre» Piganiol, Paris 1966, σελ. 875-890.

Ο άγιος Εφραίμ, λόγω της κρίσιμης θέσεως της πατρίδος του, θα είχε ασφαλώς ισχυρό αντιπερσικό και φιλοβυζαντινό φρόνημα. Έδειξε δε αυτόν τον αντιπερσισμό του με το ότι τελικά έφυγε από τη Νίσιβιν. Δεν έμεινε να συμβιβασθή σ’ ένα τρόπον ζωής υπό την περσική κυριαρχία.

Μετά, λοιπόν, την άφιξη και εγκατάσταση των Περσών στη Νίσιβιν, καταφεύγει ο άγιος στη γειτονική Έδεσσα, όπου συνέχισε το έργο του, διδάσκων στην σχολή της Εδέσσης, που πιθανώς ίδρυσε ο ίδιος, μέχρι το θάνατό του, που συνέβη στις 9 Ιουνίου τού 373, κατά το χρονικό της Εδέσσης. Τη μνήμη του εορτάζει η ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στις 18 Ιουνίου, ενώ η Ορθόδοξη στις 28 Ιανουαρίου.

Συγγράμματα:

Σημειώνουμε μόνον τα μη αμφισβητηθέντα έργα τού αγίου Εφραίμ:

Α’) Υπόμνημα εις τη Γένεσιν.

Β’) Υπόμνημα εις το Διατεσσάρων

Γ’) Υπόμνημα εις τις Παύλειες Επιστολές

Δ') Υπόμνημα εις την Π. Διαθήκην και εις τας Πράξεις

Ε’) Αναίρεσις τού Μάνεντος. Μαρκίιονος και Βαρδεσάνη

Στ’) Λόγος περί τού Κυρίου μας

Επιστολές

Ζ’) προς Υπάτιον

Η’) προς Πούμπλιον

Έμμετρες ομιλίες: Μεμρέ

Θ’) Έμμ. Ομιλία περί πίστεως

Ι’) Έμμ. Ομιλία περί τού Νικόδημου

Ύμνοι

ΙΑ’) Τραγούδια της Νισίβεως

ΙΒ’) Ύμνοι κατά Ιουλιανού

ΙΓ’) Ύμνοι κατά των αιρέσεων

ΙΔ’) Ύμνοι περί πίστεως κατά των ερευνητών της

ΙΕ’) Ύμνοι περί της Γεννήσεως

ΙΣΤ’) Ύμνοι περί Αζύμων, σταυρώσεως, αναστάσεως

ΙΖ’) Ύμνοι περί Παραδείσου

ΙΗ’) Ύμνοι περί νηστείας

ΙΘ’) Ύμνοι περί παρθενίας

Κ’) Περί Εκκλησίας

ΚΑ’) Μικτή Συλλογή (αρμενιστί)

ΚΒ’) Ύμνοι στα Επιφάνια

Το παρόν Υπόμνημα εις τη Γένεσιν, τού αγίου Εφραίμ τού Σύρου μεταφράσαμε, όσον το εφ' ημίν, εκ της λατινικής μεταφράσεως, την οποίαν έκανε ο R.Μ.Tonneau εκ της συριακής γλώσσης και την δημοσίευσε εις το Corpus Scriptorum Christianorum Orientalium. Scriptores Syri, tom. 72.

Ο R.M.Tonneau χρησιμοποίησε το χειρόγραφο Vat. Sir. 110, και τη ρωμαϊκή Εκδοση τού Petrus Benedictus, tom. I, σελ. 1-115 και σελ. 194-235.

Σημειώνει όμως ότι σ’ αυτήν τη ρωμαϊκή έκδοση και από την σελίδα 226 μέχρι 235, δεν είναι δυνατό να βρεθεί από πού έγινε η αναπαραγωγή του κειμένου, διότι η πηγή τους δεν βρίσκεται στο συριακό χειρόγραφο Vat. Sir. 110.

Το χειρόγραφο αυτό μετά το φύλλο 95 δεν έχει πολλά άλλα φύλλα ήδη απ' την εποχή τού Assemani (Ιδέ: Bibliothec. Apost. Codd. mss. Catal., I, 3, σελ. 76 και εξής).

Στην μετάφραση τού Tonneau πρότεινε διορθώσεις ο Τ. Jansma στο Or. Chr., 20, 1972, 59 ss και 22, 1974, 121 ss, τις οποίες όμως εμείς δεν λάβαμε υπ' όψει. Έτσι, παραδίδομε εις το ελληνικό κοινό ένα έργον τού αγίου Εφραίμ, που για πρώτη φοράν κυκλοφορεί στην ελληνική γλώσσα.



ΧΡΙΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ

Read more: http://www.egolpion.com/efraim_genesis_ ... z3825dDAgv

Re: ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»

2
ΕΝΟΤΗΤΑ Α’

«Ὑπόμνημα τοῦ Μαρ Ἐφραίμ στό πρῶτο βιβλίο τῆς Πεντατεύχου.

1) Δέν ἤθελα νά συντάξω ὑπόμνημα στό πρῶτο βιβλίο, τή Γένεσι, γιά νά μήν ἐπαναλάβω ὅσα ἐξέθεσα στίς Ὁμιλίες καί Διαλέξεις μου. ᾽Επειδή, ὅμως, πιέσθηκα ἀπ᾽ τήν ἀγάπη τῶν φίλων, ἐκθέτω συνοπτικά ὅσα ἔχω διεξοδικά ἀναφέρει στίς Ὁμιλίες καί τίς Διαλέξεις μου.

2) Ἡ αἰτία πού ἔκανε τό Μωϋσῆ νά συγγράψη τή Γένεσι εἶναι ἡ ἑξῆς: ᾽Επειδή ὁ Δημιουργός εἶχε ἀποκαλυφθῆ στή συνείδησι τῶν ἀνθρώπων κατά τούς αἰῶνες πρίν (ἀπ᾽ τό Μωυσῆ) καί μέχρι ἀκόμη τίς ἡμέρες τοῦ Πύργου τῆς Βαβέλ, οἱ ἄνθρωποι διαλαλοῦσαν τά δημιουργήματα ὡς κτισθέντα (ἀπ᾽ τό Θεό)· καί ἀπό τίς ἡμέρες ἀκόμη τοῦ Πύργου τῆς Βαβέλ μέχρι τό Μωϋσῆ δέν ἔλειψαν μεταξύ τῶν ἀπογόνων τοῦ Σήμ ὅσοι διακήρυτταν τήν κτίσι ὡς δημιούργημα (τοῦ Θεοῦ). ῞Οταν, ὅμως, οἱ ἀπόγονοι τοῦ ῎Αβραμ περιπλανήθηκαν στήν Αἴγυπτο καί ἰσχυρίζονταν ὅτι δημιουργήθηκαν μαζί μέ τό σύμπαν χωρίς τή δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀπορρίπτοντας ἐπίσης τίς τίμιες ἐντολές πού (ἀπ᾽ τό Θεό) ἐμφυτεύθηκαν στή φύσι μας καί θεωρώντας αὐθύπαρκτες (Ιtya) τίς (ἀπ᾽ τό Θεό) δημιουργημένες ἀπ᾽ τό μηδέν φύσεις, τότε ἔδωσαν τό ὄνομα Θεός σέ κτίσματα πού εἶχαν δημιουργηθῆ στήν ἀρχή. Ὁ Θεός θέλησε νά ἐπανορθώση διά τοῦ Μωϋσέως ὅσα στήν ἐποχή τοῦ Μωϋσέως ἦταν συγκεχυμένα, (ἀπό φόβο) μήπως τυχόν ἡ κακή αὐτή παράδοσι διαδοθῆ σ᾽ ὁλόκληρο τόν κόσμο.


3) Ἀποστέλλει, λοιπόν, τό Μωϋσῆ στούς Αἰγυπτίους, γιά νά ἀμβλύνη μέ τίς ἀκτῖνες τῆς ἀληθινῆς γνώσεως τήν πλάνη, ὅπου αὐτή ἐκδηλωνόταν· ἐνήργησε ἐπίσης μέσῳ αὐτοῦ θαύματα καί σημεῖα, γιά νά μήν ἀμφιβάλλουν οἱ ἄνθρωποι γιά ὅσα αὐτός ἐπρόκειτο νά γράψη. Γιά τόν ἴδιο λόγο (ὁ Θεός) τόν φώτισε καί... ἐπίσης μιά λαμπρότητα ἁπλώθηκε στό πρόσωπό του, γιά νά κάνη φανερό (ὁ Θεός) ὅτι αὐτός πού μιλοῦσε μέ τή γλῶσσα (τοῦ Μωϋσέως) ἦταν τό Πνεῦμα.


4) Μετά, λοιπόν, τά θαύματά του στήν Αἴγυπτο καί στήν ᾽Ερυθρά θάλασσα καί στήν ἔρημο, ὁ Μωϋσῆς συνέγραψε γιά τίς (ἀπ᾽ τό Θεό) δημιουργημένες ἀπ᾽ τό μηδέν φύσεις, γιά νά γνωρίζουν (οἱ ἄνθρωποι) ὅτι ἄν αὐτές ὀνομάσθηκαν ἀπό μερικούς αὐθύπαρκτες, αὐτό ὀφειλόταν σέ μιά ἀπάτη· συνέγραψε ἐπίσης γιά τά δημιουργήματα πού ἔγιναν ἀπ᾽ τό μηδέν καί (ἀπό πλάνη) λατρεύονταν σάν Θεοί.

Συνέγραψε περί Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ῞Ενας καί μέ τό μέρος τοῦ ὁποίου εἶχαν συμπαραταχθῆ χιλιάδες καί μυριάδες κοινωνοί. ῎Εγραψε σκιαγραφώντας τά μυστήρια τοῦ Υἱοῦ (τοῦ Θεοῦ), ὅταν δημιουργοῦνταν τά κτίσματα. Σκιαγράφησε τούς τύπους (τοῦ Υἱοῦ) διαζωγραφισμένους στά πρόσωπα τῶν Δικαίων προγόνων Του, καί ὅσες ἐξεικονίσεις τυπικά δηλώνονταν διαμέσου τῶν δραστηριοτήτων τῆς σωφρονιστικῆς του ράβδου. ῎Εγραψε περί τῶν ἀμεταθέτων ἐντολῶν, οἱ ὁποῖες εἶχαν περιπέσει σέ λήθη, προσθέτοντας ὅσα θά ἦταν ὠφέλιμα στό λαό, ὁ ὁποῖος διήνυε τότε ἀκόμη τήν παιδική του ἡλικία.

5) ῎Εγραψε, λοιπόν, (ὁ Μωϋσῆς) περί τοῦ ἔργου τῶν ἕξι ἡμερῶν, οἱ ὁποῖες δημιουργήθηκαν διά τοῦ Μεσίτου, ὁ ὁποῖος εἶναι τῆς ἴδιας φύσεως καί ἐνεργείας μέ τό Δημιουργό.

Πάλι, ὅπου λέει: “Αὕτη ἡ Βίβλος γενέσεων οὐρανοῦ καί γῆς”, στρέφεται στή διήγησι ὅσων παρέλειψε στήν προηγούμενη ἀφήγησι. Μίλησε γιά τόν πολλαπλασιασμό τῶν ᾽Αδαμιτῶν, γιά τή διαμονή τους στόν Παράδεισο, γιά τόν ἐρχομό τοῦ φιδιοῦ, γιά τή δολιότητά του, γιά τήν ἀνταρσία ἐκείνων σχετικά μέ τό ἀπαγορευμένο σ᾽ αὐτούς δένδρο καί γιά τήν ἀπό ἐκεῖ ἔξωσί τους, ἡ ὁποία εἶχε σκοπό τήν τιμωρία τους. Μίλησε ἐκτενῶς γιά τήν προσφορά τῆς οἰκογενείας Κάιν καί ῎Αβελ, γιά τή δολοφονία τοῦ ῎Αβελ καί γιά τίς κατάρες κατά τοῦ Κάιν, κατάρες πού μεταδόθηκαν σέ ἑπτά γενεές μέχρι τούς λόγους τούς ὁποίους ἀπηύθυνε ὁ Λάμεχ, υἱός τοῦ Κάιν, πρός τίς συζύγους του.

Μίλησε γιά δέκα γενεές, ἀπ᾽ τόν ᾽Αδάμ μέχρι τό Νῶε· γιά τήν ἀσέβεια, τήν ὁποία ἐπέδειξε κατά τήν ἐποχή τῶν Νοαχιτῶν ἡ γενεά καθενός ἀπ᾽ αὐτούς τούς δύο· γιά τήν κατασκευή τῆς κιβωτοῦ καί γιά τό ὅτι ἀπ᾽ ὅλα τά δημιουργήματα σώθηκαν μόνο ὅσοι βρίσκονταν μέσα σ᾽ αὐτή.

Μετά ἀπ᾽ αὐτά μίλησε γιά τήν ἔξοδό τους ἀπ᾽ τήν κιβωτό, γιά τή θυσία τοῦ Νῶε καί γιά τό οὐράνιο τόξο, τό ὁποῖο δόθηκε ὡς σημεῖο συνθήκης εἰρήνης.

Κατόπιν μίλησε γιά τό ἀμπέλι, πού φύτευσε ὁ Νῶε, ὁ ὁποῖος μέθυσε, κοιμήθηκε καί γυμνώθηκε· γιά τήν κατάρα κατά τοῦ Χαναάν καί γιά τίς εὐχές πρός τούς ἀδελφούς του.

Μίλησε, ἔπειτα, γιά τούς ἑβδομῆντα δύο ἀπογόνους, οἱ ὁποῖοι γεννήθηκαν ἀπό τούς ὑιούς τοῦ Νῶε, γιά τήν ἐπιχειρηθεῖσα ἀνέγερσι τοῦ πύργου καί γιά τή σύγχυσι τῶν γλωσσῶν· γιά τή διασπορά ἀπό ἐκεῖ σέ ὅλη τή γῆ καί γιά τίς δέκα ἄλλες γενεές, ἀπ᾽ τόν Σήμ μέχρι τόν ᾽Αβραάμ.

Κατόπιν μίλησε γιά τήν ἔξοδο τοῦ ᾽Αβραάμ ἀπ᾽ τήν Οὔρ καί γιά τήν ἐγκατάστασί του στή γῆ τῆς Χαναάν· γιά τήν εἰσαγωγή τῆς Σάρας στόν οἶκο τοῦ Φαραώ καί γιά τήν ἀποπομπή της (ἀπό ᾽κεῖ) ἐξαιτίας τῶν πληγῶν πού ἐπέπεσαν κατά τοῦ οἴκου Φαραώ.

Κατόπιν μίλησε γιά τό χωρισμό τοῦ Λώτ καί τοῦ ᾽Αβραάμ, γιά τήν αἰχμαλωσία τοῦ Λώτ μαζί μέ τούς Σοδομῖτες καί τήν ἀπελευθέρωσί του διά τοῦ ᾽Αβραάμ, ὁ ὁποῖος εὐλογήθηκε ἀπ᾽ τό Μελχισεδέκ, στόν ὁποῖο αὐτός (ὁ ᾽Αβραάμ) δώρησε τό δέκατο ἀπ᾽ τά διασωθέντα ἀπ᾽ τήν ἁρπαγή.

῎Επειτα μίλησε γιά τήν πιστότητα τοῦ ᾽Αβραάμ στούς προγόνους του, γιά τήν ἐρώτησί του προκειμένου νά μάθη μέ ποιό τρόπο θά γίνουν οἱ ἀπόγονοί του κληρονόμοι τῆς γῆς, ἡ ὁποία ἦταν πυκνοκατοικημένη, γιά τή θυσία του καί γιά τή συνθήκη εἰρήνης, τήν ὁποία συνῆψε μ᾽ αὐτόν ὁ Θεός τήν ἴδια ἡμέρα.

Μετά ἀπ᾽ αὐτά εἶπε (ὁ Μωϋσῆς), ὅτι (ὁ ᾽Αβραάμ) ὑπήκουσε στή Σάρα καί συνουσιάσθηκε μέ τήν ῎Αγαρ, στά μάτια τῆς ὁποίας, ἀφοῦ αὐτή (ἡ ῎Αγαρ) συνέλαβε, ὑποτιμήθηκε ἡ κυρία της· καί ἐξαιτίας τοῦ ὀνείδους διετέθη (ἡ Σάρα) κακῶς πρός αὐτήν, ἡ ὁποία γι᾽ αὐτό κι ἔφυγε· καί τήν εἶδε ἄγγελος καί τήν ἔκανε νά ἐπιστρέψη, γιά νά ὑπηρετῆ τήν κυρία της.

Κατόπιν μίλησε γιά τή συμφωνία περί περιτομῆς, τήν ὁποία ὁ Θεός συνῆψε μ᾽ αὐτόν (τόν ᾽Αβραάμ), καί γιά τό ὅτι ὁ ᾽Αβραάμ περιέτεμε τόν ᾽Ισμαήλ καί ὅλη τήν οἰκογένειά του.

῎Επειτα μίλησε (ὁ Μωϋσῆς) γιά τήν ἀποκάλυψι πού τοῦ ἔγινε (τοῦ ᾽Αβραάμ), ἐνῶ καθόταν κοντά στή θύρα τῆς σκηνῆς, καί γιά τήν ἄφιξι τῶν ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν μέ μορφή ὁδοιπόρων καί ὑποσχέθηκαν στή Σάρατή γέννησι τοῦ ᾽Ισαάκ, καί γιά τό ὅτι (αὐτή) γέλασε μέ ὅλη της τήν ψυχή.

Κατόπιν μίλησε γιά τήν ἄφιξί τους στά Σόδομα καί γιά τή μεσολάβησι τοῦ ᾽Αβραάμ ὑπέρ αὐτῶν καί γιά τήν ἐπίσκεψί τους στόν οἶκο τοῦ Λώτ, καί γιά τή συνάθροισι τῶν Σοδομιτῶν καί γιά τή διαφυγή τοῦ Λώτ, καί τῶν θυγατέρων του καί γιά τήν ποινή, πού εἰσέπραξαν οἱ Σοδομῖτες ἐξαιτίας τῆς ἀναισχυντίας. Κατόπιν εἶπε (ὁ Μωϋσῆς) γιά τίς θυγατέρες τοῦ Λώτ, οἱ ὁποῖες προσέφεραν στόν πατέρα τους οἶνο, γιά νά πιῆ, καί κοιμήθηκε μ᾽ αὐτές καί τίς ἄφησε ἐγκύους.

Μετά ἀπ᾽ αὐτά, ἔκανε λόγο (ὁ Μωϋσῆς) γιά τόν ᾽Αβιμέλεχ, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τήν Σάρα καί γιά τό ὅτι ὁ Θεός δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά συνουσιασθῆ μ᾽ αὐτή.

Μετά ἀπ᾽ αὐτά (μίλησε ὁ Μωϋσῆς) γιά τή γέννησι τοῦ ᾽Ισαάκ καί γιά τήν περιτομή του καί γιά τόν ἀπογαλακτισμό του· καί γιά τήν ἔξοδο τῆς θεραπαινίδος καί τοῦ ὑιοῦ της, διότι αὐτός χλεύασε τόν ὑιό τῆς ἐλεύθερης (Σάρας).

῎Επειτα εἶπε γιά τή συνθήκη, πού συνῆψε ὁ ᾽Αβιμέλεχ μέ τόν ᾽Αβραάμ. ῎Επειτα μίλησε γιά τή δοκιμασία τοῦ ᾽Αβραάμ καί γιά τήν ἑτοιμαζόμενη θυσία τοῦ ᾽Ισαάκ ὡς ὁλοκαυτώματος καθώς καί γιά τήν ἐξ οὐρανοῦ ἐλευθέρωσί του· καί γιά τό κριάρι πού βρέθηκε στό δένδρο καί δόθηκε σέ ἀντικατάστασί του γιά τή θυσία.

῎Επειτα ἀνέφερε (ὁ Μωϋσῆς) γιά τό θάνατο τῆς Σάρας καί γιά τήν ταφή της στό διπλό σπήλαιο τῶν υἱῶν Χήθ (τό συριακό κείμενο: Χήμ).

Μετά ἀπ᾽ αὐτά, μίλησε γιά τόν ὅρκο, μέ τόν ὁποῖο ὁ ᾽Αβραάμ δέσμευσε τόν ᾽Ελιέζερ· καί γιά τήν πορεία τούτου στή Μεσοποταμία καί γιά τή συνομιλία τοῦ δούλου δίπλα στό φρέαρ καί γιά τόν ἐρχομό τῆς Ρεβέκκας στόν οἶκο ᾽Αβραάμ, προκειμένου νά γίνη σύζυγος τοῦ ᾽Ισαάκ.

Κατόπιν μίλησε γιά τή στειρότητα τῆς Ρεβέκκας, ἡ ὁποία μέ τήν προσευχή τοῦ ᾽Ισαάκ συνέλαβε· σ᾽ αὐτή, ἀφοῦ ζήτησε συμβουλή ἀπ᾽ τόν Κύριο, εἰπώθηκε: Δύο γόνοι στήν κοιλία σου· καί ὁ μεγαλύτερος θά ὑπηρετῆ τό νεότερο.

Κατόπιν ἀνέφερε (ὁ Μωϋσῆς), γιά τά πρωτοτόκια τοῦ Ἡσαῦ, τά ὁποῖα πουλήθηκαν στόν ᾽Ιακώβ.

Μετά μίλησε γιά τή συνθήκη, πού συνῆψε μέ τόν ᾽Ισαάκ ὁ βασιλιᾶς τῶν Φιλισταίων, ὅπως εἶχε κάνει στό παρελθόν καί μέ τόν ᾽Αβραάμ.

῎Επειτα μίλησε (ὁ Μωϋσῆς) μέ ποιό τρόπο ὑφάρπαξε ὁ ᾽Ιακώβ ἀντί τοῦ (δικαιούχου) Ἡσαῦ τήν εὐλογία, μέ τή συμβολή τῆς μητρός του.

Κατόπιν ἔκανε λόγο (ὁ Μωϋσῆς) γιά τήν κάθοδο τοῦ ᾽Ιακώβ στόν οἶκο τοῦ Λάβαν καί γιά τήν κλίμακα, πού εἶδε στόν ὕπνο.

Μετά ἀπ᾽ αὐτά ἀνέφερε (ὁ Μωϋσῆς), ὅτι (ὁ ᾽Ιακώβ) νυμφεύθηκε σύζυγο μέ τή θέλησί του καί ὅτι βρέθηκε στήν ἀνάγκη νά ἔχη νυμφευθῆ τρεῖς ἄλλες χωρίς τή θέλησί του.

Κατόπιν μίλησε γιά τήν ἐπιστροφή του στόν οἶκο τοῦ πατρός του καί γιά τήν ἐφόρμησι τοῦ Λάβαν ὀργισμένου· καί ὅτι ὁ Θεός ἐμπόδισε αὐτό ἀπ᾽ τό νά τόν κακοποιήση (τόν ᾽Ιακώβ), καθώς καί γιά τή συνθήκη εἰρήνης αὐτῶν πάνω στό ὄρος Γαλαάδ.

Κατόπιν εἶπε (ὁ Μωϋσῆς) περί τῶν στρατιῶν ἀγγέλων στίς ὁποῖες ἐπέπεσε (ὁ ᾽Ιακώβ).

Κατόπιν μίλησε (ὁ Μωϋσῆς) γιά τούς ἀγγελιοφόρους εἰρήνης πού ἔστειλε (ὁ ᾽Ιακώβ) πρός τόν Ἡσαῦ, καί γιά τήν προσφορά πού προέπεμψε πρός τόν Ἡσαῦ, καί γιά τήν πάλη του μέ τόν ἄγγελο, ὁ ὁποῖος τοῦ ἄγγιξε τό ἰσχύο καί αὐτό ναρκώθηκε καί γιά τό ὅτι χάρηκε ὁ ἀδελφός του ὁ Ἡσαῦ μαζί του καί τόν δέχθηκε.

Κατόπιν εἶπε (ὁ Μωϋσῆς) περί τῆς διαμονῆς τοῦ (᾽Ιακώβ) στή Σιχέμ καί περί τῆς (ἀσκηθείσης) βίας κατά τῆς ἀδελφῆς τους, ἡ ὁποία ἡρπάγη· καί ὅτι μέ ἀπάτη (οἱ υἱοί ᾽Ιακώβ) κατέστρεψαν ὁλόκληρο χωριό, πρᾶγμα πού δυσαρέστησε τόν πατέρα τους.

Κατόπιν μίλησε (ὁ Μωϋσῆς) γιά τό θάνατο τῆς Ραχήλ, δίπλα στόν Εὐφράτη καί γιά τήν ἐπίσκεψι τοῦ ᾽Ιακώβ στόν πατέρα του καί γιά τό θάνατο καί τήν ταφή τοῦ ᾽Ισαάκ.

῎Επειτα ἔκανε λόγο (ὁ Μωϋσῆς) γιά τούς ἀπογόνους τοῦ Ἡσαῦ καί γιά τούς βασιλεῖς πού βασίλευσαν στήν ᾽Εδώμ, πρίν κἄν ἀρχίση ἡ βασιλεία στόν οἶκο ᾽Ισραήλ.

Μετά, μίλησε γιά τά ὄνειρα τοῦ ᾽Ιωσήφ.

Κατόπιν μίλησε γιά τό σύζυγο τῆς Θάμαρ καί γιά τόν ἀπροσδόκητο θάνατο τῶν ἀνδρῶν της καί ὅτι αὐτή ὑπεξαίρεσε δολίως καί ἐξαπάτησε τόν ᾽Ιοῦδα· αὐτός δέ προκάλεσε τή διά δίκης καταδίκη της στόν διά πυρός θάνατο καί πάλι, ὅμως, τήν ἀθώωσε καί μετά ἀπό δικαστική ἀπόφασι τήν ἀποκατέστησε σέ καλύτερη μοῖρα.

Μετά ἀπ᾽ αὐτά μίλησε γιά τόν ᾽Ιωσήφ, ὁ ὁποῖος ἀπεστάλη πρός τούς ἀδελφούς του, καί γιά τή ρῖψι του σέ λάκκο καί γιά τήν πώλησί του σέ ῎Αραβες καί γιά τήν κάθοδό του στήν Αἴγυπτο, καί γιά τή διαφυγή του (ἀπ᾽ τά χέρια) τῆς οἰκοδέσποινάς του καί γιά τή ρῖψι του στή φυλακή· καί ἑρμήνευσε (αὐτός) τά ὄνειρα τῶν ὑπηρετῶν τοῦ Φαραώ καί (ἐκεῖνα) τοῦ ἴδιου τοῦ Φαραώ· καί γιά τά μεγαλεῖα πού ἔλαβε καί γιά τό σῖτο πού ἀποθήκευσε κατά τά ἑπτά χρόνια τῆς εὐφορίας καί γιά τά ἄφθονα χρήματα πού μάζεψε κατά τά ἔτη τῆς σιτοδείας.

Κατόπιν ἀνέφερε γιά τόν ἐρχομό τῶν ἀδελφῶν του πρός αὐτόν, καί ὅτι κρύφθηκε ἀπ᾽ αὐτούς καί τούς φόβισε καί (στό τέλος) τούς φανερώθηκε καί τούς καταφίλησε.

Κατόπιν εἶπε γιά τό ὅτι ἐκεῖνοι ἀνήγγειλαν στόν ᾽Ιακώβ τά σχετικά μέ τόν ᾽Ιωσήφ καί γιά τά 70 ἄτομα πού κατέβηκαν μαζί του (μέ τόν ᾽Ιακώβ) στήν Αἴγυπτο· καί γιά τήν ἔξοδο τοῦ ᾽Ιωσήφ γιά νά προϋπαντήση τόν πατέρα του καί ὅτι παρουσίασε τόν ᾽Ιακώβ στό Φαραώ, καί (ὁ ᾽Ιακώβ) εὐλόγησε τό Φαραώ· καί ὅτι (ὁ ᾽Ιωσήφ) τοποθέτησε τούς ἀδελφούς του σέ περίβλεπτο τόπο τῆς γῆς Αἰγύπτου· καί ὅτι ἀγόρασε (ὁ ᾽Ιωσήφ) ὅλη τή γῆ τῆς Αἰγύπτου γιά χάρι τοῦ Φαραώ, ἐκτός τῶν γαιῶν τῶν ἱερέων.

Μετά ἀπ᾽ αὐτά εἶπε γιά τή λύπη τοῦ ᾽Ιακώβ καί γιά τίς εὐλογίες μέ τίς ὁποῖες εὐλόγησε τούς ὑιούς τοῦ ᾽Ιωσήφ καί ἐξύψωσε τό νεώτερο, τόν ᾽Εφραίμ, πάνω ἀπ᾽ τό μεγαλύτερο ἀδελφό του, τόν Μανασσῆ.

Κατόπιν ἔκανε λόγο γιά τίς εὐλογίες, μέ τίς ὁποῖες εὐλόγησε ὁ ᾽Ιακώβ τούς υἱούς του· καί γιά τό ὅτι, ἀφοῦ τελείωσε τά λόγια του (ὁ ᾽Ιακώβ), τέντωσε τά πόδια του στό κρεββάτι καί προστέθηκε στό λαό του (δηλ. πέθανε)· καί ὅτι ὁ ᾽Ιωσήφ τέλεσε τήν κηδεία του καί τόν ἔθαψε ὅπου εἶχαν ταφῆ ὁ ᾽Αβραάμ καί ὁ ᾽Ισαάκ.

Μετά εἶπε γιά τό θάνατο τοῦ ᾽Ιωσήφ καί ὅτι (προηγουμένως) ἔβαλε τούς ἀδελφούς του νά ὁρκισθοῦν ὅτι θά μεταφέρουν τά ὀστά του μαζί τους στή γῆ τῆς κληρονομίας του.

Read more: http://www.egolpion.com/efraim_genesis_ ... z3825sC0JY

Re: ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»

3
ΕΝΟΤΗΤΑ Β’


῞Ολα αὐτά, λοιπόν, τά ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς στό πρῶτο βιβλίο τῆς Γενέσεως καί στήν ἀρχή τοῦ λόγου του εἶπε τά ἑξῆς:

Τμῆμα Α´

1. Εἶπε: “᾽Εν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός (αὐτόν) τόν οὐρανόν (iath) καί (αὐτήν) τήν γῆν (iath)”, δηλ. τήν οὐσία (quoma) τοῦ οὐρανοῦ καί τήν οὐσία (quoma) τῆς γῆς.

῎Ας μή νομίση, λοιπόν, κανείς ὅτι στά ἔργα τῶν ἕξι ἡμερῶν ἁρμόζει μιά ἀλληγορική ἑρμηνεία. Οὔτε εἶναι θεμιτό νά λέμε ὅτι ἔγιναν ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ὅσα (δηλαδή) ἔγιναν κατά τή διάρκεια ἡμερῶν. Οὔτε ἐπίσης (εἶναι θεμιτό νά λέμε) ὅτι αὐτά εἶναι κενά ὀνόματα, εἴτε ὅτι μ᾽ αὐτά τά ὀνόματα μᾶς δηλώνονται ἄλλα πράγματα. ῎Ας σημειωθῆ ἀντιθέτως ὅτι, ὅπως ἀκριβῶς ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, οἱ ὁποῖοι δημιουργήθηκαν στήν ἀρχή, εἶναι στ᾽ ἀλήθεια οὐρανός καί γῆ καί οὔτε ὑπό τό ὄνομα τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς ὀνομάσθηκε ἄλλο πρᾶγμα, ἔτσι καί τά ὑπόλοιπα ἔργα, καθώς καί οἱ μεταγενέστεροι σχηματισμοί δέν εἶναι κενές ὀνομασίες, ἐπειδή οἱ οὐσίες (quoma) αὐτῶν τῶν φύσεων (φυσικῶν ὀντοτήτων) συμφωνοῦν μέ τήν ὀνομασία τῶν ὀνομάτων τους.

2. Εἶπε: “᾽Εν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν”. ᾽Εδῶ σταμάτησαν ὅλα τά ἔργα, ἐπειδή τίποτε ἄλλο δέν δημιουργήθηκε μαζί μέ τόν οὐρανό καί τή γῆ, διότι καί οἱ ἐπιμέρους φύσεις (καί φυσικές ὀντότητες), ὅσες δημιουργήθηκαν τήν ἴδια μέρα, δέν εἶχαν ἀκόμη δημιουργηθῆ μέχρι αὐτή τή χρονική στιγμή. Διότι, ἄν εἶχαν συνδημιουργηθῆ (μαζί μέ τόν οὐρανό καί τή γῆ) θά τό ἔλεγε. Δέν (τό) εἶπε, ὅμως, γιά νά μή τυχόν τά ὀνόματα τῶν ἐπιμέρους φυσικῶν ὄντων γίνουν ἀρχαιότερα τῶν οὐσιῶν (quoma) τους.

᾽Ιδού, λοπόν, ὅτι εἶναι σαφές τό ὅτι ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ δημιουργήθηκαν ἐκ τοῦ μηδενός, ἐπειδή μέχρι αὐτή τή στιγμή, οὔτε τό ὕδωρ οὔτε ὁ ἀέρας εἶχαν δημιουργηθῆ, ἀλλά καί οὔτε τό πῦρ καί τό φῶς οὔτε τό σκότος εἶχαν σχηματισθῆ. Διότι ὅσα εἶναι μεταγενέστερα τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, εἶναι δημιουργήματα, ὅσα βέβαια εἶναι μεταγενέστερα (τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς), οὔτε βέβαια ἦταν αὐθύπαρκτα (itya) ὅσα βέβαια δέν εἶναι προγενέστερα ἐκείνων.

3. Μετά ἀπ᾽ αὐτό εἶπε ὄχι γιά ὅσα εἶναι ἀπ᾽ τό στερέωμα καί πάνω, ἀλλά γιά ὅσα βρίσκονται στό μεσοδιάστημα μεταξύ στερεώματος καί γῆς.

Γιατί αὐτό ὁ ἴδιος μᾶς τό ἔγραψε χωρίς νά μᾶς γράφη γιά ὅλα. Διότι π.χ. δέν μᾶς ἔγραψε ποιά μέρα δημιουργήθηκαν τά Πνεύματα. Γράφει, λοιπόν, γιά τή γῆ, ὅτι ἦταν toh-u-boh, δηλ. νεκρή καί κενή καί τοῦτο γιά νά δείξη ἐπίσης ὅτι τό ἄψυχο καί τό κενό εἶναι ἀρχαιότερα τῶν ἐπιμέρους φυσικῶν ὄντων. Δέν ἰσχυρίζομαι ὅτι τό ἄψυχο καί κενό εἶναι “κάτι”, ἀλλά γιά νά γνωρίσουμε διαμέσου αὐτοῦ τοῦ “μή εἶναι” ὅτι ἡ γῆ, ἡ ὁποία ὑπῆρχε, ὑπῆρξε μόνη, χωρίς τίποτε ἄλλο.

4. Ἀφοῦ μίλησε γιά τή δημιουργία τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, καί ἔδειξε ὅτι τό ἄψυχο καί κενό, ὅσο μικρός καί νά εἶναι ὁ (μεσολαβών) χρόνος, εἶναι ἀρχαιότερα τῶν φύσεων, οἱ ὁποῖες δημιουργήθηκαν μετά ἀπ᾽ αὐτόν ἐδῶ τό χρόνο, πάλι γράφει γιά τίς ἴδιες φυσικές ὀντότητες, λέγοντας τά ἑξῆς: “Σκότος, λέει, ὑπεράνω τοῦ προσώπου τῆς ἀβύσσου”. Ἡ ἄβυσσος, ὅμως, τῶν ὑδάτων δημιουργήθηκε αὐτή τήν ἴδια ὥρα. Μέ ποιό, ὅμως, τρόπο δημιουργήθηκε κατά τήν ἡμέρα τῆς δημιουργίας της, ἄν κατ᾽ αὐτή τήν ἡμέρα καί κατ᾽ αὐτό τό χρόνο δημιουργήθηκε δέν μᾶς τό γράφει, ὅμως, σ᾽ αὐτό τό ἴδιο μέρος, οὔτε καί πῶς δημιουργήθηκε.

῎Ας δεχθοῦμε, λοιπόν, ὅτι τώρα (ἔγινε) ἡ δημιουργία τῆς ἀβύσσου καθώς μᾶς ἐγράφη, ἐλπίζοντας ὅτι ἀπ᾽ τόν ἴδιο τό Μωϋσῆ θά μάθουμε καί τό πῶς δημιουργήθηκε.

Μερικοί, ὅμως, διαβεβαιώνουν ὅτι τό σκότος, τό ὁποῖο (ἦταν) πάνω ἀπ᾽ τήν ἄβυσσο, ἦταν ἡ σκιά τοῦ οὐρανοῦ. Αὐτή ἡ διαβεβαίωσι, ὅμως, θά ἦταν ὀρθή, ἄν αὐτό τό στερέωμα εἶχε δημιουργηθῆ (ἤδη) κατά τήν πρώτη ἡμέρα.

῎Αν δέ οἱ ὕψιστοι οὐρανοί ἦταν ὅμοιοι μέ τό στερέωμα, θά ὑπῆρχε πυκνό σκότος μεταξύ οὐρανοῦ καί οὐρανοῦ, διότι τότε δέν εἶχε δημιουργηθῆ καί ἰσχυροποιηθῆ τό φῶς, τό ὁποῖο διά τῶν ἀκτίνων του θά εἶχε διαλύσει τό σκότος ἐκείνου τοῦ τόπου· ἄν, ὅμως, ὁ χῶρος μεταξύ οὐρανοῦ καί οὐρανοῦ εἶναι φωτεινός, ὅπως μαρτυροῦν ὁ ᾽Ιεζεκιήλ, ὁ Παῦλος καί ὁ Στέφανος (᾽Ιεζ 1, 22· Πρξ 9, 3· 22, 6· 7, 55), οἱ οὐρανοί, διαλύοντας τό σκότος διά τοῦ φωτός τους, μέ ποιό, λοιπόν, τρόπο θά διέλυαν τό σκότος ὑπεράνω τῆς ἀβύσσου;

5. Διότι ἐπίσης ἐντός αὐτῶν τῶν ἕξι ἡμερῶν δημιουργήθηκε ὁτιδήποτε δημιουργήθηκε, εἴτε κατεγράφη ἡ δημιουργία του εἴτε ὄχι καί οἱ νεφέλες δημιουργήθηκαν κατ᾽ αὐτή τήν ἴδια πρώτη ἡμέρα, ὅπως καί τό πῦρ δημιουργήθηκε μαζί μέ τό πνεῦμα, (καί) οὔτε μᾶς ἔγραψε γιά τό πῦρ, ὅπως ἔγραψε γιά τό πνεῦμα.

῎Ετσι δημιουργήθηκαν οἱ νεφέλες μαζί μέ τήν ἄβυσσο, ἄν καί δέν ἔγραψε γιά τίς νεφέλες ὅτι αὐτές δημιουργήθηκαν μαζί μέ τήν ἄβυσσο, ὅπως δέν ἔγραψε ὅτι τό πῦρ δημιουργήθηκε μαζί μέ τό πνεῦμα, ὅταν μᾶς ἔγραψε ὅτι δημιουργήθηκε τό πνεῦμα.

Διότι ἔπρεπε νά εἶναι γνωστό, ὅτι ἡ ἀρχή ὁποιουδήποτε πράγματος (ἔγινε) ἐντός ἕξι ἡμερῶν καί ὅτι, ἄν μαζί μέ τήν ἄβυσσο δημιουργήθηκαν οἱ νεφέλες, αὐτές ἀπ᾽ τήν ἴδια ἄβυσσο γεννήθηκαν: διότι καί ὁ ᾽Ηλίας εἶδε τή νεφέλη ν᾽ ἀνυψώνεται (Α´ Βασ 18, 44) ἀπ᾽ τή θάλασσα. Καί πάλι ὁ Σολομών εἶπε: “Διά τῆς σοφίας αὐτοῦ ὅρμησαν οἱ ἄβυσσοι καί οἱ νεφέλες ἀπέσταξαν δρόσο”(Πρμ 3, 20). ῎Οχι, ὅμως, διότι ἦταν τόσο ἀναγκαῖο γιά τόν ἑαυτό τους (quoma) νά δημιουργηθοῦν σ᾽ αὐτό τόν τόπο, ἀλλά ἐπιπλέον, ἐπειδή ἔπρεπε νά γίνη ἡ ὑπηρεσία τῆς πρώτης νύκτας ἀπ᾽ αὐτούς, δημιουργήθηκαν κατά τήν πρώτη νύκτα. Διότι μέ τόν ἴδιο τρόπο πού (ὁ Θεός) ἅπλωσε τίς νεφέλες πάνω ἀπ᾽ ὅλη τήν Αἴγυπτο ἐπί τρεῖς μέρες καί τρεῖς νύκτες (᾽Εξ 10, 22), ἔτσι ἁπλώνονταν οἱ νεφέλες πάνω ἀπ᾽ ὅλη τή δημιουργία κατά τήν πρώτη νύκτα καί μέρα. Διότι, ἄν οἱ νεφέλες εἶχαν διαλυθῆ, δέν θά ἦταν ἀναγκαῖος ὁ φωτισμός κατά τήν πρώτη ἡμέρα, ἐπειδή ἦταν ἀρκετή ἡ λάμψι τῶν ἀνωτέρων οὐρανῶν εἰς διαδοχήν τοῦ φωστῆρος, πού εἶχε δημιουργηθῆ κατά τήν πρώτη ἡμέρα.

6. Ἀφοῦ, ὅμως, συμπληρώθηκε ἡ νύκτα καί ἡ ἡμέρα, δημιουργήθηκε τό στερέωμα κατά τή δεύτερη ἑσπέρα καί ἡ σκιά του ὑπηρέτησε ἔκτοτε καί ἐφεξῆς τίς ἀκόλουθες νύκτες.

Κατά τό βράδυ, λοιπόν, τῆς πρώτης νυκτός δημιουργήθηκαν οἱ οὐρανοί καί ἡ γῆ καί, ταυτόχρονα μέ τή δημιουργηθεῖσα ἄβυσσο, ἔγιναν ἐκεῖνες οἱ νεφέλες, μέ τήν κάλυψι ἀπ᾽ τίς ὁποῖες γεννήθηκε ἡ μή ἀληθινή νύκτα. ᾽Αφοῦ, ὅμως, (οἱ νεφέλες) ὑπηρέτησαν ρίχνοντας τή σκιά τους ἐπί δώδεκα ὧρες, ἔγινε ἀπό κάτω τους φῶς, τό ὁποῖο φυγάδευσε καθόλη τή νύκτα τή σκιά τους, ἡ ὁποία ἐξαπλωνόταν πάνω ἀπ᾽ τό ὕδωρ.

7. Ἀφοῦ εἶπε γιά τό σκότος ὅτι ἦταν ἁπλωμένο πάνω ἀπ᾽ τήν ἄβυσσο, πάλι εἶπε: “Πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ὑπεράνω τῆς ἐπιφανείας τῶν ὑδάτων”. ῎Αν καί μερικοί, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι τό ὀνόμασε Πνεῦμα Θεοῦ καί ἐξαιτίας τοῦ ὅτι εἶπε ὅτι αὐτό “ἐπεφέρετο” διαβεβαιώνουν ὅτι αὐτό εἶναι τό ῞Αγιο Πνεῦμα καί τό θεωροῦν, βάσει τοῦ ἐδῶ γραμμένου, μέτοχο τῆς (δημιουργικῆς) ἐνεργείας, ὅμως, μέ βάσι μή πιθανές (ἑρμηνεῖες) δέν (νομιμοποιοῦνται) νά διαβεβαιώνουν οἱ πιστοί συγγένεια αὐτοῦ (τοῦ πνεύματος) μέ τό Θεό, (οἱ πιστοί) οἱ ὁποῖοι (μόνο) μέ βάσι στέρεους περί αὐτοῦ (τοῦ Πνεύματος) λόγους (δικαιοῦνται νά) κηρύσσουν ὅτι αὐτό (τό πνεῦμα) (εἶναι) ἐκείνης (τῆς θεϊκῆς) φύσεως, δηλ. (μόνο) μέ βάσι τέτοιου εἴδους λόγους (ὅπως αὐτοί πού ὑπάρχουν στή Γένεσι) δέν μποροῦν (οἱ πιστοί) νά διαβεβαιώνουν γιά τό πνεῦμα (αὐτό), ὅτι εἶναι ὁ δημιουργός. Διότι λέχθηκε: “Τό κακό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἔπληττε τόν Σαούλ”(Α´ Σαμ 16, 14)· καί αὐτό πού λέχθηκε “᾽Επεφέρετο...”, τί, λοιπόν, δημιουργήθηκε ἀπ᾽ τά ὕδατα, κατά τήν πρώτη ἡμέρα, κατά τήν ὁποία (τό Πνεῦμα) “ἐπεφέρετο ἐπί τῶν ὑδάτων”; ᾽Εάν, ὅμως, κατά τήν ἡμέρα, κατά τήν ὁποία γράφθηκε ὅτι ἐκεῖνο “ἐπεφέρετο ἐπί τῶν ὑδάτων”, δέν ἔγινε τίποτε ἐκ τῶν ὑδάτων, κατά δέ τήν πέμπτη ἡμέρα, κατά τήν ὁποία γέννησαν τά ὕδατα ἑρπετά καί πτητά δέν γράφθηκε ὅτι τό Πνεῦμα “ἐπηνέχθη ἐπί τῶν ὑδάτων”, ποιός, λοιπόν, μπορεῖ νά πῆ ὅτι ὑπῆρξε μέτοχος (δημιουργικῆς) ἐνεργείας ἐκεῖνο, γιά τό ὁποῖο, ἄν καί λέει ἡ Γραφή ὅτι “ἐπεφέρετο”, ἐξίσου ὅμως, δέν εἶπε (ἡ Γραφή), ὅτι, κατά τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία “ἐπεφέρετο”, ἔγινε κάτι ἐκ τῶν ὑδάτων;

῞Οπως, ὅμως, μέ τήν ἴδια τήν ὑπηρεσία τῶν νεφελῶν, δηλ. ἀπ᾽ τή σκιά τῆς πρώτης νυκτός, μᾶς γίνεται μνεία γιά τή δημιουργία τῶν νεφελῶν, κατά τήν πρώτη ἡμέρα, ἔτσι καί μέ τήν ὑπηρεσία τοῦ Πνεύματος, δηλ. τῆς πνοῆς Του, θέλησε (ὁ Μωϋσῆς) νά μᾶς πληροφορήση γιά τή δημιουργία αὐτοῦ (τοῦ Πνεύματος).

Διότι, ὅπως οἱ νεφέλες δέν εἶναι χωρίς σκιά, (ἔτσι) καί ὁ ἄνεμος δέν εἶναι (= ὑφίσταται) χωρίς φύσημα. Μέ τήν ὑπηρεσία, λοιπόν, αὐτῶν μᾶς ἀναφέρονται ὅσα δέν μποροῦν νά μᾶς ἀναφερθοῦν, παρά μόνο μ᾽ αὐτό τόν τρόπο.

Τό ἴδιο, λοιπόν, τό Πνεῦμα ἔπνεε, διότι τό ἴδιο γι᾽ αὐτό τόν σκοπό δημιουργήθηκε. Μετά δέ ἀπ᾽ αὐτό ἔπνευσε καί διά τῆς ὑπηρεσίας του ἔδειξε ὅτι δημιουργήθκε τήν πρώτη νύκτα, καί πάλι ἔπαυσε κατά τήν ἴδια τήν πρώτη ἡμέρα, ἔτσι ἀναχώρησαν οἱ νεφέλες καί διαλύθηκαν κατά τήν ἴδια τήν πρώτη ἡμέρα.

8. Ἀφοῦ μίλησε ὁ Μωϋσῆς σχετικά μέ τόν οὐρανό καί τή γῆ καί τό σκότος καί τήν ἄβυσσο καί τό πνεῦμα, τά ὁποῖα ἔγιναν στήν ἀρχή τῆς πρώτης νυκτός, ἀμέσως ἐκ δευτέρου κάνει λόγο γιά τήν δημιουργηθεῖσα σεληνιακή πρωΐα τῆς πρώτης ἡμέρας. ᾽Αφοῦ, λοιπόν, ἔληξαν οἱ δώδεκα νυκτερινές ὧρες, δημιουργήθηκε τό φῶς μεταξύ τῶν νεφελῶν, καί τοῦ ὕδατος, καί τό φῶς ἔδιωξε τή σκιά τῶν νεφελῶν, οἱ ὁποῖες ἐπέρριπταν σκιά καί σκοτάδι ὑπεράνω τοῦ ὕδατος. Διότι ὁ Νισάν εἶναι ὁ πρῶτος μήνας, τοῦ ὁποίου ὁ ἀριθμός τῶν ὡρῶν, εἶναι ἴσος τήν ἡμέρα καί τή νύκτα. ῞Ομως, τό φῶς ἐξακολούθησε (νά ὑφίσταται) καί κατά τό διάστημα τῶν δώδεκα ὧρων γιά νά περιπτυχθῆ ἀκόμη ἡ ἡμέρα τήν ἀκεραία ἡμέρα, ὅπως καί τό σκότος περιεβλήθη τό μέτρο καί τό διάστημα τοῦ δικοῦ του χρόνου. Ἑπομένως ἄν καί δημιουργήθηκαν ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ καί τό φῶς καί οἱ νεφέλες, ὅμως, τά διαστήματα τοῦ πρώτου ἡμερονυκτίου —τό ἡμερήσιο καί τό νυκτερινό— συμπληρώθηκαν σέ δώδεκα ὧρες τό καθένα χωριστά.

Τό φῶς, λοιπόν, σάν φωτεινός ἀτμός ἦταν πάνω στήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς· καί ἀντίστροφα, ἄν ἦταν σάν τήν αὐγή, ἤ σάν τή στήλη, πού φώτιζε τό λαό μέσα στήν ἔρημο (᾽Εξ 13, 21), δέν μποροῦσε βέβαια νά ἐκβάλη τό σκότος, πού ἐπεσκότιζε τό πρόσωπο τοῦ σύμπαντος· ἀλλ᾽ ἐάν τό φῶς εἶχε διαχυθῆ σέ ὁλόκληρο τό Σύμπαν δι᾽ αὐτῶν τῶν ἴδιων του ἀκτίνων (quome) ἤ διά κεραυνοῦ του αὐτό τό φῶς ἦταν βέβαια πλανώμενο καί ὅπου ἦταν διακεχυμένο δέν ἦταν σταθερό καί στερούμενο κινήσεως, διέλυε τά σκοτάδια μέσα στό Σύμπαν. Διότι κατά τό χρόνο τῆς ὑποχωρήσεώς του καί τῆς ἐπανόδου του ἐκινεῖτο, γιά νά δώση μέ τήν ὑποχώρησί του δύναμι στή νύκτα καί γιά νά δώση τέλος στήν δύναμί της μέ τήν ἐπιστροφή. Κατόπιν, ὅμως, {τό φῶς} διά τῆς ἀστραπῆς του προσέφερε ὑπηρεσία ἐπί τρεῖς ἡμέρες, γιά νά μήν ἐπιστρέψη αὐτή ὡς μηδέν στό μηδέν, ἦταν περιττό νά δώση, ὁ Θεός μαρτυρία περί ἐκείνου, ὅτι δηλ. “ἰδού λίαν καλά”· διότι εἶπε ἐπιπλέον γιά τά ἔργα τά προγενέστερα τοῦ φωτός, γιά τά ὁποῖα δέν εἶχε πεῖ πρίν ὅτι εἶναι λίαν καλά. ᾽Αλλά, ἄν καί δέν εἶχε πῆ ἀπαρχῆς, ἐφόσον αὐτά μόνο εἶχαν δημιουργηθῆ ἀπ᾽ τό μηδέν, ἐξίσου εἶπε γιά ἐκεῖνα, ἀφοῦ ἀπ᾽ αὐτά ἔγιναν ὅλα.

Διότι, μαζί μέ ὅλα ὅσα δημιουργήθηκαν σέ ἕξι ἡμέρες, ὁτιδήποτε ἔγινε, τό συμπεριέλαβε σ᾽ ἐκεῖνο πού εἶπε τήν ἕκτη ἡμέρα: “Εἶδε ὁ Θεός ὅ,τι εἶχε δημιουργήσει καί ὅλα ἦταν καλά λίαν”(Γεν 1, 31). ᾽Επειδή, λοιπόν, τό νεαρό φῶς δημιουργήθηκε καλό, διευθέτησε {ὁ Θεός} διά τῆς λάμψεως τοῦ φωτός τρεῖς ἡμέρες· καί πάλι διευθέτησε, ὅπως λέγεται, κατά τήν τρίτη ἡμέρα, τή σύλληψι καί τόν τοκετό ὅλων ὅσα ἔκανε νά παράγουν στή γῆ. Κι ἔγινε ὁ ἥλιος στό στερέωμα, γιά νά ὡριμάση ὅ,τι εἶχε παραχθῆ διά τοῦ νεαροῦ φωτός. Λέγεται ἐπίσης ὅτι ἀπ᾽ αὐτό τό ἴδιο διάχυτο φῶς κι ἐπίσης ἀπ᾽ τό πῦρ, πού δημιουργήθηκαν τήν πρώτη ἡμέρα, ἀποτελέσθηκε ὁ ἥλιος, ὁ δημιουργηθείς στό στερέωμα. Λέγεται ὅτι καί ἡ σελήνη καί οἱ ἀστέρες δημιουργήθηκαν ἀπ᾽ τό ἴδιο νεαρό φῶς.

῞Οπως δέ ὁ ἥλιος, πού προΐσταται τῆς ἡμέρας, ἐκτός ἀπ᾽ τό ὅτι φωτίζει τή γῆ καί προκαλεῖ ὡρίμανσι τῶν καρπῶν τῆς γῆς, ἔτσι ἐπίσης καί ἡ σελήνη πού ἄρχει τῆς ἡμέρας, ἀφοῦ γλυκαίνει τή δύναμι τῆς νυκτός μέ τό φωτισμό της —λέγεται ἐπιπλέον— συντελεῖ στήν ὡρίμανσι, κατά τήν πρώτη της φύσι, τῶν φρούτων καί τῶν καρπῶν: Διότι ὁ ᾽Ιακώβ ἀνέφερε στά λόγια εὐλογίας του: “Περί τοῦ καρποῦ, τόν ὁποῖο ἡ σελήνη κάνει νά ὡριμάση”(Δευ 33, 14). Ἐκτός, ὅμως, τῶν ἄλλων (αἰτιῶν) ἐξαιτίας τῶν ὁποίων δημιουργήθηκε τό φῶς, λέγεται ὅτι τό φῶς δημιουργήθηκε τήν πρώτη ἡμέρα χάρι τῶν σπερμάτων. ᾽Αφοῦ δέ ἡ γῆ δι᾽ αὐτοῦ τά παρήγαγε ὅλα μέσα σέ τρεῖς ἡμέρες, μετά ἀπ᾽ αὐτά, δημιουργήθηκε ἡ ἴδια (ἡ σελήνη), καί κατά τήν τέταρτη μέρα τό φῶς σύμφωνα μέ τό δικό του σχῆμα: μέ σκοπό νά γίνη μέ τή σελήνη, ὅπως (προηγουμένως) μέ τό φῶς, ἡ ἀρχή ὅλων τῶν φρούτων, καί πάλι (μέ σκοπό) νά συντελεσθῆ μέ τόν ἥλιο ἡ ὡρίμανσι ὅλων τῶν καρπῶν.

Re: ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»

4
ΕΝΟΤΗΤΑ Γ’



10. Μέ τό φῶς, λοιπόν, καί μέ τό ὕδωρ ἔκανε ἡ γῆ νά βλαστάνουν τά πάντα. Διότι, βέβαια, ἄν καί ὁ Θεός θά μποροῦσε καί χωρίς αὐτά νά κάνη νά βλαστάνη ὁτιδήποτε ἀπ᾽ τή γῆ, ἐξίσου αὐτός εἶχε αὐτή τή θέλησι, νά δείξη δηλ. ὅτι ἀπ᾽ ὅσα δημιουργήθηκαν στή γῆ, δέν ὑπῆρχε τίποτε, τό ὁποῖο νά μή δημιουργήθηκε πρός χρῆσι καί πρός ἐξυπηρέτησι τοῦ ἀνθρώπου.

Τό ὕδωρ δέ μέ τό ὁποῖο ἡ γῆ διαποτίσθηκε κατά τήν πρώτη μέρα δέν ἦταν ἀκόμη ἁλμυρό. Διότι ἐπίσης, ἄν ἦταν μερικά (ὕδατα) σάν ἄβυσσος πάνω στήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, ὅμως, δέν εἶχαν δημιουργηθῆ ἀκόμη θάλασσες. Διότι ἔγινε ἁλμυρό μέσα στίς θάλασσές του τό ὕδωρ, τό ὁποῖο, πρίν συναθροισθῆ, δέν ἦταν ἀκόμη ἁλμυρό: γιατί, ὅταν [τό ὕδωρ] ἐστάλη πρός ἄρδευσι τῆς γῆς, εἰς πλήρωσι ὁλόκληρης τῆς γῆς, ἦταν γλυκό. Μετά, ὅμως, τή συνάθροισι τῶν ὑδάτων τήν τρίτη ἡμέρα στίς θάλασσές τους, ἔγιναν ἁλμυρά, γιά νά μήν πάθουν ἀλλοίωσι, ἐξαιτίας τῆς συσσωρεύσεως καί γιά νά μήν ὑπερεκχειλίσουν αὐτές πού δέχονταν τά ἐκβάλλοντα σ᾽ αὐτές ποτάμια. Διότι γιά τή συγκράτησι τῆς θάλασσας ἀρκεῖ τό μέτρο τῶν κατερχομένων σ᾽ ἐκείνη ποταμῶν. Καί γιά νά μήν τήν ἀποξηράνη (τή θάλασσα) ἡ θερμότητα τοῦ ἡλίου, κατέρχονται σ᾽ ἐκείνη τά ποτάμια, καί γιά νά μήν ὑπεραυξάνη καί ἀνερχόμενη καλύπτει τήν ξηρά, τά ἀπορροφᾶ ἡ ἁλμυρότητά της. Διότι τό ὅτι ἡ ἁλμύρα τῆς θάλασσας τά ἀπορροφᾶ, εἶναι σάν τά ποτάμια νά ἐπιστρέφουν στό μηδέν.

11. Καί ἄν συμβαίνη ὥστε μαζί μέ τή (μία) δημιουργία τῶν ὑδάτων νά δημιουργοῦνται οἱ θάλασσες καί νά συγκαλύπτωνται ἀπ᾽ τά ὕδατα καί μολονότι οἱ θάλασσες εἶναι πικρές, (ὅμως) τά ὕδατα τά ὑπεράνω αὐτῶν (τῶν θαλασσῶν) δέν ἦταν πικρά, διότι, ὅπως ἦταν οἱ θάλασσες κατά τόν κατακλυσμό καί καλύπτονταν, ὅμως δέν μπόρεσαν νά μεταβάλουν στή δική τους πικρή φύσι τά γλυκά ὕδατα τοῦ κατακλυσμοῦ, τά ὁποῖα ἦταν πάνω ἀπ᾽ αὐτές. Διότι, ἄν αὐτά εἶχαν γίνει πικρά, πῶς διατηρήθηκαν μέσα τους εἴτε τά ἐλαιόδενδρα εἴτε καί ὅλα τά βλαστήματα; ῎Αλλωστε, πῶς ἡ οἰκογένεια τοῦ Νῶε καί οἱ μετ᾽ αὐτοῦ ἔπιναν ἀπ᾽ αὐτά; Διότι, ἄν καί διέταξε ὁ Θεός νά εἰσαγάγουν αὐτός καί ὅσοι ἦταν μαζί του ὅλες τίς τροφές, διότι αὐτός δέν εἶχε ἀπό πουθενά τροφή, ἀλλά δέν τόν εἶχε διατάξει νά προμηθευθῆ νερό, διότι ὅσοι εἶχαν εἰσέλθη στήν κιβωτό, προμηθεύονταν πρός πόσι ἀπ᾽ τά ὕδατα πού ἦταν ἔξω ἀπ᾽ τήν κιβωτό. ῞Οπως, λοιπόν, δέν ἦταν ἁλμυρά τά ὕδατα τοῦ κατακλυσμοῦ, ἄν καί οἱ θάλασσες εἶχαν ἀναμειχθῆ μ᾽ αὐτά, ἔτσι καί τά συγκεντρωθέντα τήν τρίτη ἡμέρα ὕδατα δέν ἔγιναν πικρά, παρόλο πού οἱ θάλασσες πού ἦταν κάτω ἀπ᾽ αὐτά ἦταν πικρές.

12. ῞Οπως, ὅμως, ἡ συνάθροισι τῶν ὑδάτων δέν ἔγινε πρίν λεχθῆ ὁ ἑξῆς λόγος: “Συναχθήτωσαν τά ὕδατα καί φανείτω ἡ ξηρά”, ἔτσι καί οἱ θάλασσες δέν ὑπῆρχαν μέχρις ὅτου εἶπε ὁ Θεός “τήν συναγωγήν τῶν ὑδάτων ἐκάλεσε θάλασσαν”. Γι᾽ αὐτό τό λόγο, ἀμέσως μόλις ὀνοματοδοτήθηκαν (τά ὕδατα ἀπ᾽ τό Θεό), ἀμέσως μεταβλήθηκαν καί μέσα στό δικό τους χῶρο προσέλαβαν ἁλμυρότητα, τήν ὁποία δέν εἶχαν ἔξω ἀπ᾽ τό δικό τους τόπο. ᾽Επίσης, ὁ ἴδιος τόπος τους κατά τήν ἴδια στιγμή, πού (ὁ Θεός) εἶπε: “Συναχθήτωσαν τά ὕδατα εἰς ἕνα τόπον”, αὐτός ὁ δικός τους τόπος ἔγινε βαθύς, εἴτε δηλ. ὁ βυθός τῆς θάλασσας κατακάθησε κάτω ἀπ᾽ τήν ξηρά, γιά νά δεχθῆ μέσα του τά δικά του ὕδατα μαζί μέ ὅλα ὅσα ἦταν πάνω σέ ὁλόκληρη τή γῆ· εἴτε ἀπορροφήθηκαν ἀντιστρόφως τά ὕδατα, γιά νά τούς ἐπαρκέση ὁ χῶρος· εἴτε δονήθηκε ὁ τόπος τῆς θάλασσας καί μέσα της ἔγινε μεγάλο βάθος, ὥστε τά ὕδατα ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ὅρμησαν στό χαμηλότερο μέρος αὐτοῦ. Διότι, ἄν καί αὐτά τά συνάθροιζε ἡ βούλησι τοῦ Θεοῦ, ὅμως, κατά τήν ἴδια τή δημιουργία τῆς ξηρᾶς διανοίχθηκε πέρασμα γιά τά ὕδατα, προκειμένου αὐτά νά συναθροισθοῦν σ᾽ ἕνα μέρος. Καί ὅπως οὔτε μέ τή σύναξι τῶν προηγουμένων ἤ τῶν δευτέρων ὑδάτων βρέθηκε τόπος πού νά τά συνάξη, ἐξαιτίας τῆς στενότητος τοῦ χώρου (τόπος), ἀπ᾽ τόν ὁποῖο νά ἐκχύνωνται, ἔτσι σέ ὅλες τίς βροχές καί πλημμύρες ἀποχετεύονται καί συναθροίζονται στίς θάλασσές τους διαμέσου στενωπῶν καί ὁδῶν πού ἀνοίχθηκαν εἰδικά γι᾽ αὐτές κατά τήν πρώτη ἡμέρα.

13. Ἀφετέρου δέ, ἀντιστρόφως, ἐπειδή κατά τή δεύτερη ἡμέρα χωρίσθηκαν ἀπ᾽ τά λοιπά, διά τοῦ στερεώματος τοῦ σχηματισθέντος μεταξύ τους, τά ἄνω ὕδατα εἶναι γλυκά ὅπως τά ἄλλα, ὄχι ὅσα ἔγιναν ἁλμυρά τήν τρίτη ἡμέρα μέσα στή θάλασσά τους, ἀλλ᾽ ἐκεῖνα, ἀπ᾽ τά ὁποῖα χωρίσθηκαν τή δεύτερη ἡμέρα.

Δέν εἶναι, λοιπόν, ἁλμυρά, ἐπειδή οὔτε καί ὑφίστανται ἀλλοίωσι. Γιατί δέν ἐκτίθενται πάνω στή γῆ (ἔτσι), ὥστε ν᾽ ἀλλοιώνωνται· οὔτε ὁ ἀέρας σ᾽ αὐτή τήν περίπτωσι χρησιμεύει ἐκεῖ, ὥστε νά γεννήσουν καί νά βρίθουν {ἀπό ἔμβυα ὄντα}· καί οὔτε οἱ ποταμοί ἐκβάλλουν σ᾽ ἐκεῖνες, (ἀπό φόβο) μήπως κι ἔχουν ἔλλειψι, διότι ἐκεῖ δέν ὑπάρχει ἥλιος νά τῆς θερμαίνη, ὥστε νά ἔχουν ἔλλειψι· ἀλλά ἔμειναν στή δρόσο τῆς εὐλογίας καί χρησιμεύουν στό νά σχηματίζουν ὁρμητικούς καταρράκτες..

Οὔτε πάλι ἄνω τοῦ στερεώματος κυμαίνονται ὕδατα, διότι ὅ,τι ἔχει σχηματισθῆ δέν (μπορεῖ νά) κυμαίνεται μέσα σ᾽ ἐκεῖνο πού εἶναι ἀδιαμόρφωτο, (ὅπως) οὔτε τό ὄν κινεῖται μέσα στό μή ὄν. Διότι τό πρᾶγμα πού δημιουργεῖται ἐκ τοῦ μηδενός, καταλαμβάνει τά πάντα μέσα στή ἴδια του τή δημιουργία, δηλ. κινεῖται καί ἀνέρχεται καί κατέρχεται στό πρᾶγμα, μέσα στό ὁποῖο δημιουργήθηκε. Τά ἄνω, λοιπόν, ὕδατα πού περιβάλλονται ἀπ᾽ τό μηδέν, δέν μποροῦν νά κυλήσουν ἤ νά κυμανθοῦν, ἐπειδή δέν διαθέτουν τίποτε πού μέσα του νά κυλοῦν ἤ νά κυμαίνωνται.

14. ῞Οπως μαρτυρεῖ, ἑπομένως, ἡ Γραφή, ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ καί τό πῦρ καί τό πνεῦμα καί τό ὕδωρ δημιουργήθηκαν ἀπ᾽ τό μηδέν. Τό φῶς, ὅμως, πού δημιουργήθηκε τήν πρώτη μέρα μαζί μέ τά λοιπά δημιουργήματα, ἀπό ποιό πρᾶγμα δημιουργήθηκε;

᾽Εφόσον δέ γιά ὅσα ἔγιναν ἀπ᾽ τό μηδέν λέχθηκε: “᾽Εποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν”, καί τό πῦρ καί τό ὕδωρ καί τό πνεῦμα, μολονότι δέν γράφθηκε ὅτι αὐτά δημιουργήθηκαν οὔτε καί λέγεται ὅτι γεννήθηκαν ἀπό ἄλλα ἤδη δημιουργημένα πράγματα: λοιπόν, ἔγιναν ἐκ τοῦ μηδενός, ὅπως ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, τά ὁποῖα ἔγιναν ἐκ τοῦ μηδενός.

15. Ἀφοῦ δέ ἄρχισε νά κάνη κάτι ἀπό κάποιο πρᾶγμα, γράφθηκε ὅτι: “Εἶπεν ὁ Θεός, Γεννηθήτω φῶς”, καί τά λοιπά· καί, ἄν λέχθηκε “᾽Εποίησεν ὁ Θεός τούς δράκοντας τούς μεγάλους”, ὅμως προηγεῖται ἐκεῖνο τό: “῎Ας γεμίσουν τά ὕδατα ἑρπετά”(Γεν 1). Αὐτά, λοιπόν, τά πέντε δημιουργήματα δημιουργήθηκαν ἐκ τοῦ μηδενός, ἀπό δέ τά ὑπόλοιπα, ἄλλα ἔγιναν ἀπ᾽ αὐτά πού δημιουργήθηκαν ἀπ᾽ τό μηδέν. Καί τό πῦρ δημιουργήθηκε αὐτή τήν ἴδια πρώτη μέρα, καί ἄς μή γράφη ὅτι δημιουργήθηκε: διότι βέβαια ἐκεῖνο (τό πῦρ) εἶναι μέσα σέ κάτι ἄλλο, τό ὁποῖο δέν εἶναι χωριστό, (τό πῦρ) δημιουργήθηκε μαζί μέ τό ἕνα ἐκεῖνο πρᾶγμα μέσα στό ὁποῖο εἶναι (τό πῦρ), διότι εἶναι ἀδύνατο ὅ,τι δέν ὑπάρχει καθεαυτό νά προηγῆται ἐκείνου, τό ὁποῖο ὑπῆρξε σ᾽ αὐτό ἡ αἰτία τοῦ εἶναι του. ῞Οτι δέ (τό πῦρ) εἶναι στή γῆ, τό μαρτυρεῖ ἡ φύσι. Καί ἡ Γραφή ὁρίζει ὅτι τό πῦρ δέν δημιουργήθηκε μαζί μέ τή γῆ· διότι λέει: “᾽Εν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεός τόν οὐρανόν καί τήν γῆν”.

᾽Αφίσταται, λοιπόν, καί τό πῦρ, διότι δέν εἶναι μαζί μέ τή γῆ, ἀκόμη καί ἄν δόθηκε ἡ διαταγή, μαζί μέ τά ὕδατα καί τό πνεῦμα καί τίς νεφέλες, νά παραγάγη ἐκεῖνο τή γῆ καί τά ὕδατα σέ κάθε καιρό ἀπ᾽ τό ἐσωτερικό του. {Κατά τόν Τonneau τό ἀπόσπασμα εἶναι ἀμφίβολο}.

16. Καί τό σκότος δέν εἶναι αὐθύπαρκτο (Ιtya), οὔτε δημιούργημα, διότι ὅπως δείχνει ἡ Γραφή εἶναι σκιά. Καί οὔτε δημιουργήθηκε πρίν τόν οὐρανό οὔτε μετά τίς νεφέλες· διότι προῆλθε (μαζί) μέ τίς νεφέλες καί ἀπ᾽ τίς νεφέλες.

Διότι μέσα σέ κάτι ἄλλο παρά στόν ἑαυτό του ὑφίσταται (τό σκότος), ἐπειδή δική του οὐσία (quoma) δέν ἔχει· καί ἐνόσῳ ὑποχωρήση, αὐτό στό ὁποῖο τό σκότος ὑπάρχει, καί τό σκότος μαζί μ᾽ ἐκεῖνο καί ὅπως ἐκεῖνο, ὑποχωρεῖ. ῞Ο,τι, ὅμως, ἐκμηδενίζεται μέσα σέ κάτι ἄλλο, τό ὁποῖο ὑποχωρεῖ, εἶναι ἀνύπαρκτο, διότι ἄλλο ὑπῆρξε σ᾽ αὐτό ἡ αἰτία τοῦ εἶναι.

Καί τό σκότος, πού προέρχεται ἀπ᾽ τίς νεφέλες καί τό στερέωμα καί ἐξαιτίας τοῦ νεαροῦ φωτός καί τοῦ ἡλίου (εὐρύτερα) παύει νά ὑπάρχη, μέ ποιό τρόπο θά ὑπῆρχε ἀφ᾽ ἑαυτοῦ, ἐκεῖνο, τό ὁποῖο γεννᾶ διά τοῦ περιβλήματός του τό ἕνα, καί διασκορπίζει διά τῆς ἀνατολῆς του τό ἄλλο;

Καί, ἄν τό ἕνα δημιουργῆ κάτι καί τό φέρνη στό εἶναι (στήν ὕπαρξι), καί τό ἄλλο ἐπαναφέρη ἐκεῖνο στό μηδέν, πῶς νά εἶναι αὐθύπαρκτο (itya); Διότι ἰδού οἱ νεφέλες καί τό στερέωμα, τά ὁποῖα δημιουργήθηκαν στήν ἀρχή, τό παρήγαγαν καί τό φῶς, τό ὁποῖο δημιουργήθηκε τήν πρώτη ἡμέρα, τό ἐπαναφέρει (τό σκότος) στό τέλος.

῎Αν, λοιπόν, τό ἕνα δημιούργημα δημιούργησε αὐτό καί ἕνα ἄλλο τό διέλυσε, —διότι διά μιᾶς, ἀπό ᾽κεῖ καί στό ἑξῆς κατά τήν ἴδια αὐτή ὥρα ἔφερε αὐτές σέ ὁρατότητα καί ἄλλη τήν ἴδια αὐτή στιγμή, πού (τό) ἐπανήγαγε στό μηδέν, στό μηδέν τό ἐπανήγαγε αὐτό (τό σκότος) —κατ᾽ ἀνάγκη αὐτό εἶναι ὅ,τι τό ἔκανε ν᾽ ἀρχίση, αὐτό νά τό κάνη νά λήξη.

Καί, ἄν τά δημιουργήματα φέρουν στό εἶναι τό (σκότος) καί τό διαλύουν, εἶναι δημιούργημα δημιουργημάτων, δηλ. ἡ σκιά τοῦ στερεώματος, καί γίνεται ἄφαντο ἐνώπιον ἄλλου, διότι βέβαια εἶναι διαλυτό ἐνώπιον τοῦ ἡλίου.

Αὐτό, λοιπόν (τό σκότος), τό ὁποῖο ἀδιαλείπτως ὑποβάλλεται στά δημιουργήματα, (κάποιες πλανεμένες) διδασκαλίες βεβαιώνουν ὅτι εἶναι ἀντίθετο μέ τά δημιουργήματα καί ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι αὐθύπαρκτο (itya), αὐτό πού βεβαίως ἀφ᾽ ἑαυτοῦ δέν ἔχει δική του οὐσία.

17. Καί ἀφοῦ μίλησε (ὁ Μωϋσῆς στή Γένεσι) σχετικά μέ τά ἔργα πού ἐποιήθησαν τήν πρώτη ἡμέρα, ἄρχισε νά γράφη γιά ὅσα ἔργα ἐποιήθησαν τή δεύτερη, λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί εἶπε ὁ Θεός: Νά δημιουργηθῆ στερέωμα μεταξύ τῶν ὑδάτων καί ἄς διαχωρίζη τά ὕδατα πού βρίσκονται κάτω ἀπ᾽ τό στερέωμα ἀπ᾽ τά ὕδατα πού βρίσκονται πάνω ἀπ᾽ αὐτό”(Γεν 1, 6). Τό στερέωμα, λοιπόν, τό ἀναμέσον τῶν ὑδάτων ἐστερεώθη ἀπό ὕδατα. ῞Οσο εἶναι τά ἐκτεταμένα ὕδατα ἐπί τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς, τόσο εἶναι τό μέτρο ἐκείνου (τοῦ στερεώματος). Καί πάλι, ἄν μέ δική του παραγωγή (τό στερέωμα αὐτό πού δημιουργήθηκε ὡς ἐνδιάμεσο τοῦ σύμπαντος), ἔγινε ὑπεράνω τῆς γῆς, διότι γῆ καί ὕδατα καί πῦρ ἦταν κάτω ἀπό ἐκεῖνο (τό στερέωμα), πάλι ἐπίσης τά ὕδατα καί τό πνεῦμα καί τό σκότος ἦταν ὑπεράνω ἐκείνου (τοῦ στερεώματος)· πῶς, λοιπόν, ἄλλοι διαβεβαιώνουν ὅτι τό στερέωμα —αὐτό πού σάν γόνος στόν τόπο του εἶναι ἐγκεκλεισμένο σ᾽ αὐτό τόν κόλπο— εἶναι ὁ κόλπος (τό ἐσωτερικό) τοῦ σύμπαντος;

᾽Αλλ᾽ ἐάν τό στερέωμα δημιουργήθηκε ὡς μέσο τοῦ σύμπαντος, τό φῶς καί τό σκότος καί τό πνεῦμα, τά ὁποῖα ἦταν ὑπεράνω τοῦ στερεώματος κατά τό χρόνο πού ἐκεῖνο δημιουργήθηκε, κατεκλείσθησαν ὑπεράνω τοῦ στερεώματος. Διότι, ἄν (τό στερέωμα) ἐποιήθη τή νύκτα, συγχρόνως μέ τά ἐκεῖ λιμνάζοντα ὕδατα, ἐκεῖ παρέμειναν καί τό σκότος καί τό πνεῦμα. Καί ἀντίστροφα, ἄν ἐποιήθη κατά τήν ἡμέρα, πάλι ἐκεῖ μαζί μέ τά ὕδατα βρίσκονταν τό φῶς καί τό πνεῦμα. Καί, ἄν παρέμειναν ἐκεῖ, αὐτά πού (εἶναι) ἐκεῖ, εἶναι ἄλλα, καί πότε ἄραγε δημιουργήθηκαν; Καί πάλι, ἄν δέν ἔμειναν ἐκεῖ, πῶς κι ἔγιναν ἐκ νέου κάτω ἀπό ἐκεῖνο τά ὄντα, τά ὁποῖα ἦταν ὑπεράνω τοῦ στερεώματος κατά τό χρόνο πού δημιουργήθηκε αὐτό (τό στερέωμα);

18. Τό στερέωμα, ὅμως, δημιουργήθηκε τήν ἑσπέρα τῆς δεύτερης νυκτός, ὅπως ὁ οὐρανός, πού ἐποιήθη τήν ἑσπέρα τῆς πρώτης νυκτός. Συγχρόνως δέ μέ τήν παραγωγή τοῦ στερεώματος ἔγινε διασκορπισμός τῶν νεφῶν, πού μοιάζουν μέ σκηνή, διότι ἡ λειτουργία νυκτός-ἡμέρας ἔγινε ἐναλλάξ πρός τό στερέωμα. ᾽Επειδή δηλ. δημιουργήθηκε μεταξύ φωτός καί σκότους δέν παρέμεινε τό σκότος πάνω ἀπό ἐκείνο, ἐπειδή ἡ σκιά τῶν νεφῶν διαλύθηκε μέ τά διασκορπισθέντα νέφη.

Οὔτε ἐπίσης παρέμεινε ἐκεῖ ὁτιδήποτε ἀπ᾽ αὐτό τό φῶς, ἐπειδή εἶχε συμπληρωθῆ τό μέτρο τῶν ὡρῶν του καί εἶχε βυθισθῆ στά ὕδατα τά ὑπό κάτω αὐτοῦ. Οὔτε πάλι ἀντιστρόφως καί τό πνεῦμα ἔμεινε ἐκεῖ γιά τόν πρόσθετο λόγο ὅτι δέν ἦταν ἐκεῖ: διότι λέγεται ὅτι τό πνεῦμα ἐνδιέτριψε τήν τρίτη νύκτα, ἀλλά ἦταν ἀπόν τή δεύτερη νύκτα. ῎Αν, ὅμως, εἶχε κτισθῆ τό στερέωμα τήν πρώτη νύκτα, κατά τήν ὁποία ἔπνεε (τό πνεῦμα), θά ὑπῆρχε ζήτημα. ῎Αν, ὅμως, δέν ἐγράφη ὅτι ἐκεῖνο ἔπνεε κατά τό χρόνο πού ἐδημιουργεῖτο τό στερέωμα, ποιός θά πῆ ὅτι ὑπῆρξε ἐκεῖ τό πνεῦμα, ἀφοῦ ἡ Γραφή δέν λέει ὅτι ἐκεῖνος ὑπῆρξε;

19. Ἀφοῦ, δηλ. τό πνεῦμα ἐνδιέτριψε κατά τήν πρώτη ἡμέρα καί προέστη διά τῆς πνοῆς του τῆς λειτουργίας του κι ἐπανῆλθε σέ ἡρεμία, μετά ἀπ᾽ αὐτά ἔγινε τό στερέωμα: φαίνεται, λοιπόν, ὅτι ἐκεῖνο (τό Πνεῦμα) οὔτε παρέμεινε πάνω οὔτε κατέβηκε κάτω. Διότι, πῶς θά ἔπρεπε νά ζητηθῆ σέ περιοχή ἤ τόπο, ἐκεῖνο πού ἔχει δική του οὐσία (quoma) κατά τό χρόνο τῆς λειτουργίας του, καί τοῦ ὁποίου ἡ πνοή, μαζί μέ τό τέλος τῆς λειτουργίας, ἐλλείπει;

Τό πνεῦμα δηλ. κατά τήν ἡμέρα τῆς δημιουργίας του εἶχε τρία τινά: τό ὅτι δηλ. ἐδημιουργήθη ἐκ τοῦ μηδενός, τό ὅτι ἔπνευσε σέ κάτι καί μέσα σέ κάτι καί τό ὅτι ἐκ νέου ἀπεσύρθη στήν ἠρεμία του.

Re: ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»

5
ΕΝΟΤΗΤΑ Δ’



20. ῞Οταν δέ τό πνεῦμα ἀπέκτησε (αὐτά) τά τρία, τότε δημιουργήθηκε τό στερέωμα, δηλ. τήν ἑσπέρα τῆς δεύτερης ἡμέρας: γι᾽ αὐτό τίποτε δέν ἀνέβηκε μαζί του, ἐπειδή τίποτε δέν παρέμεινε ὑπεράνω του. Διότι ἔκανε τό διαχωρισμό μεταξύ ὑδάτων καί ὑδάτων, γιά τά ὁποῖα δόθηκε ἡ ἐντολή νά χωρίσουν, ὄχι ὅμως καί μεταξύ τοῦ φωτός καί τοῦ πνεύματος καί τοῦ σκότους, διότι δέν τοῦ ἐδόθη διαταγή. Τό φῶς, λοιπόν, κατά τήν πρώτη νύκτα δέν ὑπῆρχε· τή δεύτερη, ὅμως, καί τήν τρίτη νύκτα, ὅπως εἴπαμε, κατεδύετο καί ἀνεδύετο ἀπ᾽ τά ὕδατα τά κάτωθεν τοῦ στερεώματος· κατά τήν τέταρτη, ὅμως, νύκτα, ὅταν δηλ. συγκεντρώθηκαν τά ὕδατα σ᾽ ἕνα τόπο, λέγεται ὅτι ἀπό ἐκεῖνο (τό φῶς) καί ἀπ᾽ τό πῦρ σχηματίσθηκαν καί στάθηκαν μαζί ὁ ἥλιος καί ἡ σελήνη καί οἱ ἀστέρες· καί (ὅτι) ἀκόμη οἱ περιοχές διανεμήθηκαν ἡ καθεμία σ᾽ ἐκείνους τούς φωστῆρες: διότι ἡ σελήνη στάθηκε πρός τή δύσι τοῦ στερεώματος, ὁ ἥλιος, ὅμως, πρός τήν ἀνατολή καί οἱ ἀστέρες κατά τήν ἴδια ἐκείνη ὥρα διεσπάρησαν μέ τάξι καθ᾽ ὅλο τό στερέωμα.

῞Ομως, ἄν καί εἶπε ὁ Θεός γιά κεῖνο τό φωστῆρα, που ἔγινε τήν πρώτη μέρα, ὅτι εἶναι λίαν καλός, ὅμως δέν (τό εἶπε) γιά τό στερέωμα πού ἔγινε τή δεύτερη ἡμέρα. Διότι, ἐπειδή τό στερέωμα δέν ἦταν ἀκόμη τέλειο, δέν ἦταν ἕτοιμο καί στολισμένο, προκλήθηκε ἀπ᾽ τό Δημιουργό καθυστέρησι, ἐνόσῳ γίνονταν οἱ φωστῆρες· μέ τό σκοπό, ὅταν διακοσμηθῆ (τό στερέωμα) διά τοῦ ἡλίου καί τῆς σελήνης καί τῶν ἀστέρων καί (ὅταν) διαλύση τό βαθύ σκοτάδι του διά τῶν φωστήρων πού ἔλαμπαν στό ἴδιο (τό στερέωμα), τότε νά πῆ καί γιά ἐκεῖνο (τό στερέωμα), ὅπως (εἶχε πεῖ) γιά τ᾽ ἄλλα, ὅτι δηλ. ἐκεῖνο εἶναι λίαν καλό.

21. Ἀφοῦ μίλησε γιά τό στερέωμα, πού ἔγινε τή δεύτερη ἡμέρα, ἔγραψε πάλι γιά τή συνάθροισι τῶν ὑδάτων, ἀλλ᾽ ὄχι γιά τό χόρτο καί τά δένδρα, πού τά παρήγαγε ἡ γῆ τήν τρίτη ἡμέρα, λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί εἶπε ὁ Θεός, νά συναχθοῦν τά ὕδατα πού βρίσκονται κάτω ἀπ᾽ τόν οὐρανό σ᾽ ἕνα τόπο καί ἄς φανῆ ἡ ξηρά”(Γεν 1, 9).

Μέ τό: “Νά συναχθοῦν τά ὕδατα σ᾽ ἕνα τόπο” εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ γῆ ὑποβαστάζει τίς θάλασσες, ἀλλ᾽ ὄχι ὅτι ἐποιήθησαν κάτω τῆς γῆς ἄβυσσοι στηριζόμενες πάνω στό τίποτε. ῞Ομως, ἄν καί τά ὕδατα ἀμέσως μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ συγκεντρώθηκαν νύκτα, ὅμως ἡ ἐπιφάνεια τῆς γῆς ξεράθηκε ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ.

22. Ἀφοῦ δέ αὐτά τά δύο ἔγιναν κατά τό πρωΐ, διέταξε ὁ Θεός τή γῆ νά παραγάγη χόρτο καί χλόη ὁποιουδήποτε γένους καί ὁμοίως διάφορα δένδρα μέ ὅλων τῶν εἰδῶν τούς καρπούς.

Οἱ χλόες δέ, ἄν καί ἦταν ὡς πρός τή γέννησί τους μιᾶς ὥρας, ὅμως, ἔδειχναν ὅτι ἦταν πολλῶν μηνῶν.

Τό ἴδιο καί τά δένδρα, ἄν καί ἦταν ὡς πρός τή βλάστησί τους μιᾶς ἡμέρας, ὅμως, ἦταν, ὡς πρός τήν τελειότητα καί ὡς πρός τούς καρπούς, μέ τους ὁποίους ἐκοσμοῦντο τά κλαδιά τους, σάν νά ἦταν πολλῶν ἐτῶν. Διότι τό χόρτο —ἀναγκαῖο γιά τήν τροφή τῶν ζώων πού ἦταν δημιουργητέα— παρασκευαζόταν μετά ἀπό δύο ἡμέρες, καί ὁ σίτος, μέ τόν ὁποῖο θά σιτίζονταν οἱ ᾽Αδαμῖτες, οἱ ὁποῖοι μετά τέσσερεις ἡμέρες ἦταν ἐκβλητέοι ἀπ᾽ τόν παράδεισο, προπαρασκευαζόταν.

23. Ἀφοῦ μίλησε γιά τή σύναξι τῶν ὑδάτων καί τήν ἀφθονία τῆς γῆς (στή βλάστησι) κατά τήν τρίτη ἡμέρα, πάλι ἔγραψε γιά τούς δημιουργηθέντες στό στερέωμα φωστῆρες καί εἶπε τά ἑξῆς: “Καί εἶπε ὁ Θεός: Νά δημιουργηθοῦν φωστῆρες στό στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ..., ὥστε νά διαχωρίζουν τή μέρα ἀπ᾽ τή νύκτα”(Γεν 1, 14), δηλ. γιά νά κυριαρχῆ ὁ ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς τήν ἡμέρα καί ὁ ἄλλος τή νύκτα. Καί τό λεχθέν: “῎Εστωσαν εἰς σημεῖα”, δηλ. τῶν ὡρῶν, καί: “῎Εστωσαν εἰς χρόνους”, εἶναι φανερό τοῦ θέρους δηλ. καί τοῦ χειμῶνος. Καί “῎Εστωσαν εἰς ἡμέρας”, οἱ ὁποῖες ὑπολογίζονται μέ τήν ἀνατολή καί δύσι τοῦ ἡλίου. Καί “ἔστωσαν εἰς ἔτη”, τά ὁποῖα ἀποτελοῦνται ἀπό ἡλιακές ἡμέρες καί σεληνιακούς μῆνες.

Εἶπε, λοιπόν: “Καί δημιούργησε ὁ Θεός τούς δύο μεγάλους φωστῆρες, ὥστε νά φέγγουν λαμπρότερα γιά τήν ἐπικράτησι τῆς ἡμέρας καί ἀμυδρότερα γιά τήν ἐπικράτησι τῆς νυκτός καί τούς ἀστέρες”(Γεν 1, 16).

Μολονότι δέ ἡ ἀρχή τῶν προηγουμένων ἔργων εἶχε γίνει τήν ἑσπέρα, κατά τό τέταρτο τῆς ἡμέρας, ὅμως, ἡ σύστασι τῶν ἔργων τῆς τετάρτης ἡμέρας ἔγινε τό πρωΐ. Διότι, ἐπειδή ἡ τρίτη ἡμέρα συμπληρώθηκε μέ τό: “᾽Εγένετο ἑσπέρας καί ἐγένετο πρωΐα, ἡμέρα τρίτη”, δέν δημιούργησε (ὁ Θεός) δύο φωστῆρες τήν ἑσπερινή ὥρα, γιά νά μήν τυχόν μεταβληθῆ ἡ νύκτα σέ ἡμέρα καί (γιά νά μήν) εἶναι ἡ πρωΐα ἀρχαιότερη τῆς ἑσπέρας.

24. Ἐπειδή, λοιπόν, οἱ ἡμέρες ἔγιναν δυνάμει αὐτῆς τῆς διαταγῆς, μέ τήν ὁποία δημιουργήθηκε ἡ πρώτη ἡμέρα, καί ἡ νύκτα ἀκόμη τοῦ τετάρτου ἡμερονυκτίου, ὅπως καί τῶν ἄλλων, προηγήθηκε τοῦ φωτός αὐτῆς (τῆς τετάρτης ἡμέρας).

Καί ἐάν ἡ ἑσπέρα της ἦταν ἀρχαιότερη τοῦ ὀρθρινοῦ χρόνου, λοιπόν δέν δημιουργήθηκαν οἱ φωστῆρες τήν ἑσπέρα ἀλλά κατά τόν ὀρθρινό χρόνο. Διότι ἐκεῖνο τό: “Εἶπε· Νά δημιουργηθοῦν φωστῆρες” καί τό “Ὁ Θεός δημιούργησε τούς δύο μεγάλους φωστῆρες”, δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά λέμε ὅτι ἕνα ἀπ᾽ αὐτά δημιουργήθηκε τήν ἑσπέρα καί τό ἄλλο τό πρωΐ. ῎Αν ἦταν μεγάλοι (οἱ φωστῆρες) ὅταν δημιουργήθηκαν —καί δημιουργήθηκαν τό πρωΐ—, ὁ ἥλιος, λοιπόν, βρισκόταν πρός τήν ἀνατολή καί ἡ σελήνη ἀπέναντί του, στή δύσι. Ὁ ἥλιος δέ ἦταν βαθύς καί χαμηλομένος, ἐπειδή δημιουργήθηκε στό μέρος τῆς ἀνατολῆς ὑπεράνω τῆς γῆς· ἡ σελήνη, ὅμως, ἦταν ψηλά, ἐπειδή δημιουργήθηκε στό σημεῖο ὅπου βρίσκεται ὅταν εἶναι “ἡλικίας” δεκαπέντε ἡμερῶν. Τή στιγμή δηλ. πού πάνω στή γῆ φάνηκε ὁ ἥλιος, φάνηκαν σέ ἀντικατάστασι οἱ φωστῆρες καί κατόπιν ἔδυσε ἡ σελήνη. Εἶναι δηλ. βέβαιο ἀπ᾽ τό σημεῖο πού ἦταν ἡ σελήνη καί ἀπ᾽ τή μεγαλειότητά της καί ἀπ᾽ τό φωτισμό της, ὅτι αὐτή δημιουργήθηκε “ἡλικίας” δεκαπέντε ἡμερῶν.

25. Διότι, ὅπως ἦταν νεαρά τά δένδρα καί οἱ βοτάνες καί τά ζῶα καί τά πτηνά καί ὁ ἄνθρωπος ἀκόμα, (ἄν) καί ἦταν νέοι —διότι ἦταν νεαροί στή μορφή τῶν μελῶν τους καί στήν ὄψι τῶν προσώπων (quoma), ἦταν δέ νεκροί ἐξαιτίας τῆς ὥρας καί τοῦ χρόνου τῆς δημιουργίας τους—, ἔτσι καί ἡ σελήνη ἦταν καί πλήρης καί πρόσφατη· ἦταν βέβαια πρόσφατη γιατί ἦταν μιᾶς ὥρας (δημιουργημένη), ἦταν καί νεαρά, ἐπειδή ἦταν πλήρης ὡς (ἡλικίας) δέκα πέντε ἡμερῶν. Διότι, ἄν εἶχε δημιουργηθῆ ἡλικίας μιᾶς ἤ δύο ἡμερῶν, δέν θά εἶχε φωτίσει (ἡ σελήνη), ἐξαιτίας τῆς ἐγγύτητός της πρός τόν ἥλιο, ἀλλ᾽ οὔτε βέβαια θά ἦταν ὁρατή. Καί ἄν εἶχε δημιουργηθῆ (φαινομένης) “ἡλικίας” τεσσάρων ἡμέρων (ἡ σελήνη), καί ὁρατή νά ἦταν, ὅμως, δέν θά φώτιζε καί θά ἦταν ἀποδεδειγμένο ψεῦδος τό: “Ὁ Θεός δημιούργησε τούς δύο μεγάλους φωστῆρες” μέ τό: “Εἶπε, νά δημιουργηθοῦν φωστῆρες στόν οὐρανό... γιά νά φωτίζουν τή γῆ”. ᾽Επειδή δηλ. ἡ σελήνη ἐποιήθη δεκαπέντε ἡμερῶν, ὅμως ὁ ἥλιος, ἄν καί μιᾶς ἡμέρας, ὁ ἴδιος ἦταν καί quadriduanus· διότι ἀπ᾽ τόν ἴδιο τόν ἥλιο ἀριθμήθηκαν καί ἀριθμοῦνται ὅλες οἱ ἡμέρες. Αὐτές, λοιπόν, οἱ ἕνδεκα ἡμέρες, κατά τίς ὁποῖες ἡ σελήνη εἶναι πρεσβυτέρα τοῦ ἡλίου, καθώς καί ὅσες μέρες συμπληρώθηκαν ἀπ᾽ τή σελήνη κατά τό πρῶτο ἔτος, αὐτές ἀκριβῶς εἶναι οἱ μέρες πού προσθέτουν σέ ὁποιοδήποτε ἔτος ὅσοι χρησιμοποιοῦν τό σεληνιακό (σύστημα) μετρήσεως (τοῦ ἔτους). Δηλαδή, ἐκεῖνο τό ἔτος τῶν ᾽Αδαμιτῶν δέν ἦταν ἐλλιπές, διότι μ᾽ αὐτή τή δημιουργία τῆς σελήνης συμπληρώθηκε ἡ ἔλλειψι τοῦ σεληνιακοῦ (συστήματος) μετρήσεως. ᾽Από ἐκεῖνο δέ τό ἔτος κάι μετά, ἔμαθαν οἱ ᾽Αδαμῖτες νά προσθέτουν σέ κάθε χρόνο ἕνδεκα μέρες. Οἱ Χαλδαῖοι, βέβαια, κάθε ἄλλο παρά εἶναι αὐτοί πού καθόρισαν τούς καιρούς καί τούς χρόνους, οἱ ὁποῖοι χρόνοι καθορίζονταν πρίν ἀπ᾽ τόν ᾽Αδάμ.

26. Ἀφοῦ μίλησε γιά τούς φωστῆρες πού ἔγιναν στό στερέωμα, πάλι ἔγραψε γιά τά ἑρπέτα καί τά πτηνά καί τούς δράκοντες, πού γεννήθηκαν ἀπ᾽ τά ὕδατα τήν πέμπτη (ἡμέρα) λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί εἶπε ὁ Θεός· ῎Ας γεμίσουν τά ὕδατα μέ ἑρπετά ζωντανῆς ψυχῆς καί ἄς πετοῦν πτηνά πάνω ἀπ᾽ τή γῆ. Καί δημιούργησε ὁ Θεός τούς μεγάλους δράκοντες καί κάθε ζωντανή ψυχή, τήν ὁποία ἐξήγαγαν καί ἀπ᾽ τήν ὁποία ἔβριθαν τά ὕδατα”(Γεν 1, 20-21).

᾽Επειδή, λοιπόν, μέ τή συγκέντρωσι τῶν ὑδάτων, πού τή δεύτερη ἡμέρα διετέθησαν σέ τάξι, εἶχαν γίνει τά ποτάμια καί φάνηκαν οἱ πηγές καί οἱ ὑπόγειες δεξαμενές καί οἱ λίμνες, τά διασκορπισμένα ἀπ᾽ τά δημιουργήματα ὕδατα (ἀμέσως) μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ γεννοῦσαν ἀπ᾽ τό ἐσωτερικό τους ἑρπετά καί ψάρια· δημιουργοῦνταν μέσα στίς ἀβύσσους δράκοντες καί διέσχιζαν τόν ἀέρα πτηνά κατά σμήνη ἐξαχθέντα ἀπ᾽ τούς ποταμούς.

Οἱ δέ δημιουργηθέντες μείζονες δράκοντες —ἄν καί ἀπ᾽ τούς προφῆτες λέγεται (Ἡσ 27, 1) ὅτι ὁ Λεβιάθαν κατοικοῦσε στή θάλασσα, ἀλλ᾽ ὁ ᾽Ιώβ (᾽Ιώβ 40, 1) λέει ὅτι ὁ Βεεμόθ ἑδρεύει στήν ξηρά. Ὁ Δαβίδ ἀκόμη εἶπε ὅτι αὐτός εἶναι ἕνας τῶν ὑποζυγίων, τοῦ ὁποίου ἡ βοσκή —ὁ τόπος ὅπου κατακλίνεται— βρίσκεται πάνω ἀπό χίλια ὄρη, (ἐνῶ οἱ δράκοντες) ἴσως μετά τή δημιουργία τους διεσπάρησαν ἀνά τούς οἰκείους τόπους, ὥστε ὁ Λεβιάθαν νά κατοικῆ στή θάλασσα, καί ὁ Βεεμόθ στήν ξηρά.

27. Ἀφοῦ μίλησε γιά τή δημιουργία τῶν ἑρπετῶν καί τῶν πτηνῶν καί τῶν δρακόντων, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν τήν πέμπτη ἡμέρα, ἔγραψε ἐκ νέου περί τῶν ἑρπετῶν καί τῶν ζώων καί τῶν κτηνῶν, πού δημιουργήθηκαν τήν ἕκτη μέρα, λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί εἶπε ὁ Θεός: Νά ἐξαγάγη ἡ γῆ ζωντανές ψυχές κατά τό γένος τους, κτήνη καί ἑρπετά καί ζῶα”. Βέβαια, ἄν καί ὁ Θεός ἔκανε ὁλόκληρη τή γῆ νά βρίθη ἀπό ἑρπετά, ὅμως τά ζῶα καί τά κτήνη ἔγιναν κοντά στόν παράδεισο, γιά νά κατοικοῦν γειτονικά μέ τόν ᾽Αδάμ. ῎Εβριθε, λοιπόν, ὁλόκληρη ἡ γῆ ἀπό ἑρπετά, ὅπως τῆς εἶχε διαταχθῆ καί παρήγαγε τά ἄγρια ζῶα πού τά ἀκολουθοῦσαν τά θηρία. Καί παρήγαγε τά κτήνη, στό μέτρο πού ἦταν χρήσιμα πρός ὑποταγή τους σέ ἐκεῖνο, ὁ ὁποῖος παρέβη τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου του τήν ἴδια ἡμέρα.

28. Ἀφοῦ δέ μίλησε, γιά τά ἑρπετά καί τά ζῶα καί τά κτήνη, πού δημιουργήθηκαν τήν ἕκτη (ἡμέρα), πάλι ἔγραψε γιά τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δημιουργήθηκε τήν ἴδια ἕκτη ἡμέρα, λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί εἶπε ὁ Θεός...”.

῎Αραγε σέ ποιόν, ὅμως, μιλοῦσε ὁ Θεός; ᾽Εδῶ, ὅπως καί παντοῦ, ὅταν δημιουργοῦσε, φαίνεται ὅτι ὁ Θεός τό εἶπε στόν υἱό του· διότι ὁ εὐαγγελιστής λέει γιά ἐκεῖνον: “Πάντα δι᾽ αὐτοῦ ἐγένετο, καί χωρίς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονεν”(᾽Ιω 1, 3) (Τά πάντα δημιουργήθηκαν μέσῳ Αὐτοῦ (=τοῦ Χριστοῦ)· τίποτε δέν δημιουργήθηκε χωρίς τή μεσολάβησί Του) καί ὁ Παῦλος ἐπίσης περί αὐτοῦ ὁρίζει καί λέει: “᾽Εν αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα, τά ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί τά ἐπί τῆς γῆς, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα”(Κολ 1, 16) (Μέσῳ Αὐτοῦ δημιουργήθηκαν ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στόν οὐρανό καί ὅλα ὅσα ὑπάρχουν στή γῆ· ὅλα τά ὁρατά καί ὅλα τά ἀόρατα).

29. Καί εἶπε ὁ Θεός: “Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα ἡμετέραν”(Γέν 1, 26) (῎Ας δημιουργήσουμε ἄνθρωπο σύμφωνα μέ τήν εἰκόνα Μας), ὁ ὁποῖος δηλαδή νά ἔχη μέχρι ἐκείνου τοῦ βαθμοῦ ἐξουσία, γιά νά μᾶς ἀκούη, ἄν (τοῦ) ἀρέση.

Πάλι ὁ Μωϋσῆς ἐξήγησε ὡς πρός τί νά εἴμαστε εἰκόνα Θεοῦ, μέ τόν ἑξῆς λόγο: “Γιά νά προΐστανται οἱ ἄνθρωποι τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πτηνῶν καί τῶν κτηνῶν καί ὅλης τῆς γῆς”. Ἡ ὁμοιότητα λοιπόν (τοῦ ἀνθρώπου) μέ τό Θεό συνίσταται στήν ἐξουσία πού ἔλαβε ὁ ᾽Αδάμ ἐπί τῆς γῆς καί ἐπί ὅσων βρίσκονται σ᾽ αὐτή, (ὁ ᾽Αδάμ) ὑπό τήν ἐξουσία τοῦ ὁποίου βρίσκονταν τά ἀνώτερα καί τά κατώτερα.

Τό δέ: “῎Αρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς” (Τούς δημιούργησε ἄνδρα καί γυναῖκα), λέχθηκε πρός δήλωσι τοῦ ὅτι μέσα στήν πλευρά τοῦ ᾽Αδάμ ὑπῆρξε ἡ Εὔα, ὁ ὁποία (πλευρά) ἐξήχθη ἀπ᾽ αὐτόν. Διότι, ἄν καί ἐπί ὅσο χρόνο δέν ὑπῆρξε σ᾽ αὐτός νοῦς, ἐπί τόσο χρόνο ἐξίσου αὐτός εἶχε σῶμα.

Οὔτε ὅσο ὡς σῶμα μόνο ἦταν μέ αὐτόν, αὐτή πού ἦταν μέ αὐτόν ἀκόμη σάν σῶμα καί ψυχή: διότι ὁ Θεός τίποτε δέν προσέθεσε στήν πλευρά πού ἀφήρεσε, παρά μόνο τή διεκόσμησε καί τῆς ἔδωσε σχῆμα. Καί, ἄν ἀπ᾽ τήν ἴδια καί μέσα στήν ἴδια πλευρά συμπληρώθηκε, ὅ,τι ἦταν χρήσιμο στήν Εὔα, ἡ ὁποία ἔγινε ἀπ᾽ τήν πλευρά, ὀρθά λέχθηκε: “῎Αρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς”.

30. “Καί εὐλόγησεν αὐτούς ὁ Θεός, λέγων: Αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς καί ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καί πάντων τῶν κτηνῶν καί πάσης τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπί τῆς γῆς”(Γεν 1, 28) (Καί τούς εὐλόγησε ὁ Θεός λέγοντάς τους: Νά αὐξάνεσθε καί νά πληθύνεσθαι καί νά γεμίσετε τή γῆ καί νά τήν ὑποτάξετε· νά κυριαρχήσετε πάνω στούς ἰχθῦς τῆς θαλάσσης καί πάνω στά πτηνά καί σέ ὅλα τά ζῶα πού ἕρπουν πάνω στή γῆ).

Γι᾽ αὐτό δέ εὐλογήθηκαν (σάν νά ἦταν) στή γῆ, ἐπειδή πρίν ἁμαρτήσουν γιά χάρι τους ἑτοιμάσθηκε ἡ γῆ ὡς κατοικία τους, ἐπειδή, πρίν ἁμαρτήσουν, γνώριζε (ὁ Θεός) ὅτι θά ἁμαρτήσουν. “Ν᾽ αὐξάνεσθε καί νά πληθύνεσθε καί νά γεμίσετε, ὄχι τόν παράδεισο, ἀλλά τή γῆ καί νά κυριεύσετε τούς ἰχθῦς τῆς θαλάσσης καί τά πτηνά καί ὅλα τά ζῶα”. Πῶς, ὅμως, θά κυρίευε τούς ἰχθῦς τῆς θαλάσσης ἐάν δέν ἔμελλε νά γίνη γείτονας τῆς θαλάσσης; Καί πῶς θά κυρίευε τά πτηνά πού παντοῦ πετοῦν, παρά μόνο ἐπειδή ἐπρόκειτο οἱ ἀπόγονοί του νά κατοικήσουν παντοῦ; Καί πῶς θά κυριαρχοῦσε σέ ὅλα τά ζῶα παρά μόνο ἐπειδή οἱ ἀπόγονοί του ἐπρόκειτο νά βρίσκωνται σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς;

Re: ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»

6
ΕΝΟΤΗΤΑ Ε’



31. Καί μολονότι μέ τή δημιουργία Του καί εὐλογία εἶχε δημιουργηθῆ καί εὐλογηθῆ νά κυριεύση τή γῆ καί ὅλα ὅσα βρίσκονται σ᾽ αὐτή, ὅμως (ὁ Θεός) τόν ἔκανε νά κατοικῆ στόν παράδεισο. Μέ τίς εὐλογίες Του ὁ Θεός ἔδειξε βέβαια τήν πρόγνωσί του. Καί μέ τόν τόπο, ὅπου τόν τοποθέτησε, ἔδειξε τήν εὔνοιά του. Βέβαια, ἄς μή λένε ὅτι ὁ παράδεισος δέν δημιουργήθηκε χάριν (τοῦ ᾽Αδάμ), διότι στόν παράδεισο τόν τοποθέτησε.

Καί ἀντιστρόφως, ἄς μή λέγεται ὅτι ὁ Θεός ἀγνοοῦσε ὅτι (ὁ ἄνθρωπος) ἐπρόκειτο νά ἁμαρτήση, (διότι) γιά τή γῆ τόν εὐλόγησε· καί τόν εὐλόγησε πρίν τήν παράβασι τῆς ἐντολῆς, οὔτε τυχόν γιά νά λέγεται ὅτι μέ τήν παράβασι τοῦ εὐλογημένου (ἀνθρώπου) ἐμποδίζονταν οἱ εὐλογίες τοῦ εὐλογοῦντος (Θεοῦ), καί ὅτι (δῆθεν) ὁ κόσμος θά ἐπανερχόταν στό μηδέν ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας ἐκείνου, χάριν τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκαν ὅλα.


Δέν τόν εὐλόγησε, λοιπόν, σάν στόν παράδεισο, ἐπειδή ὁ τόπος αὐτός καί ὅσα βρίσκονταν σ᾽ αὐτόν εἶχαν εὐλογηθῆ· ἀπό πρίν τόν εὐλόγησε σάν στή γῆ, ὥστε μέ τήν εὐλογία, μέ τήν ὁποία ἀπό πρίν ἡ εὐμένειά Του ἔδινε, νά συγχωρηθῆ ἡ κατάρα τῆς Γῆς, ἡ ὁποία ἦταν καταραμένη ἀπ᾽ τή δικαιοσύνη. Μολονότι ἡ εὐλογία (τοῦ Θεοῦ) δόθηκε σάν ὑπόσχεσι, διότι ἦταν ἐκπληρωτέα μετά τήν ἔξωσι (τοῦ ᾽Αδάμ) ἀπ᾽ τόν παράδεισο, ὅμως ἡ ἀγαθότητα (τοῦ Θεοῦ) προέβη στήν ἐκπλήρωσι, ἐπειδή ἔκανε (τόν ᾽Αδάμ) πού γεννήθηκε τήν ἴδια μέρα νά κατοικῆ σέ κῆπο, καί τόν περιέβαλε μέ δόξα καί τόν ἔκανε νά κυριαρχῆ πάνω σ᾽ ὅλα τά δέντρα τοῦ παραδείσου.

32. Ἀφοῦ εἶπε γιά τά ἑρπετά καί τά κτήνη καί τά ζῶα καί γιά τούς ἀνθρώπους καί γιά τήν εὐλογία τους τήν ἕκτη ἡμέρα, πάλι ἔγραψε γιά τήν ἀνάπαυσι πού ἔκανε ὁ Θεός τήν ἑβδόμη ἡμέρα, λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί συντελέσθηκαν ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ καί ὅλη τους ἡ ἀρετή· καί τήν ἕβδομη ἡμέρα ἀναπαύθηκε ὁ Θεός ἀπό ὅλα τά ἔργα Του”(Γεν 2, 1-2).

Καί ἀπό ποιό κόπο ἀναπαύθηκε ὁ Θεός; Διότι, ἰδού, διά νεύματος ἔγιναν τά δημιουργήματα τῆς πρώτης ἡμέρας, μέ ἐξαίρεσι τῆς σελήνης, ἡ ὁποία ἔγινε διά τοῦ λόγου· ὅμως, τά λοιπά ἔργα, πού ἔγιναν κατόπιν, ἔγιναν διά τοῦ λόγου. Ποιό βέβαια κόπο ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, λέγω μέ τό νά λέμε ἕνα λόγο κάθε μέρα, ὥστε (νά δεχθοῦμε) ὅτι ὁ Θεός εἶχε κοπιάσει ἐξαιτίας τοῦ ἑνός λόγου, πού ἔλεγε κάθε μιά ἡμέρα; Καί ἄν ὁ Μωϋσῆς, διαιρώντας μέ τό λόγο καί μέ τό ραβδί (του) τή θάλασσα, δέν κουράσθηκε· καί ἄν ὁ ᾽Ιησοῦς τοῦ Ναυῆ δέν κουράσθηκε συγκρατώντας μέ τό λόγο τούς φωστῆρες, καί ποιόν ἄραγε κόπο εἶχε ὁ Θεός, νά δημιουργήση τή θάλασσα καί τούς φωστῆρες μέ τό λόγο;

33. ῎Οχι βέβαια γιά ν᾽ ἀναπαυθῆ ἐκείνη τήν ἡμέρα, αὐτός πού δέν κουράζεται· εὐλόγησε καί ἁγίασε (τήν ἡμέρα): οὔτε γιά νά τήν παραχωρήση σ᾽ ἐκεῖνο τό λαό —διότι δέν διέκριναν (τίς ἡμέρες) τότε πού ἐλευθερώθηκαν ἀπ᾽ τή σκλαβιά τους— (τήν ἔδωσε) σ᾽ αὐτούς γιά νά δώσουν ἀνάπαυσι στούς ὑπηρέτες καί στίς ὑπηρέτριές τους, ὥστε καί διά τῆς βίας νά τούς δώσουν ἀνάπαυσι. Διότι βέβαια τούς δόθηκε (ἡ ἑβδόμη ἡμέρα), γιά νά ἐξεικονισθῆ μέ τό καιρικό Σάββατο, ὅ,τι ἐπρόκειτο νά δώση (ὁ Θεός) στόν ἐπίσης καιρικό λαό, (δηλαδή) ἡ ἐξεικόνισι τοῦ ἀληθοῦς Σαββάτου, τό ὁποῖο θά δοθῆ στόν αἰώνιο κόσμο κατά τήν αἰώνια περίοδο τοῦ κόσμου.

Καί πάλι, ἐπειδή ἡ ἑβδομάδα ἀπῃτεῖτο νά εἶναι ἀκέραια (ὁ Θεός) τή ἐμεγάλυνε διά τοῦ λόγου (τήν ἡμέρα) δηλ, ἐκείνη, κατά τήν ὁποία δέν εἶχαν λαμπρυνθῆ μεγάλα ἔργα· οὕτως ὥστε χάριν τιμῆς σ᾽ αὐτή, πού παραχωρήθηκε (στόν ἄνθρωπο), συνδεθῆ (ἡ ἕβδομη ἡμέρα) μαζί μέ τούς (ὑπολοίπους) ἑταίρους της (ἡμερῶν) κι (ἔτσι) συμπληρωθῆ ὁ ἀριθμός τῆς ἀναγκαίας γιά τή λειτουργία τοῦ κόσμου ἑβδομάδος.

Τμῆμα Β´

1. Ἀφοῦ εἶπε αὐτά γιά τήν ἀνάπαυσι τοῦ Σαββάτου καί ὅτι ὁ Θεός εὐλόγησε καί ἁγίασε αὐτή τήν ἡμέρα, ἐπέστρεψε πάλι στή διήγησι περί τῆς πρώτης μορφοποιήσεως τῶν δημιουργημάτων ἔτσι, ὥστε σύντομα νά μεταβῆ σέ ὅσα εἶχε πῆ καί νά διηγηθῆ διά μακρῶν ὅσα εἶχε παραλείψει.

Γι᾽ αὐτό ἄρχισε νά γράφη ἐκ νέου τήν ἱστορία τῶν δημιουργημάτων, λέγοντας τά ἑξῆς: “Αὐτές εἶναι οἱ γενέσεις τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ὅταν δημιουργήθηκαν. Τήν ἡμέρα πού ὁ Θεός ἔκανε τόν οὐρανό καί τή γῆ καί δέν ὑπῆρχε κανένα ἀπ᾽ τά δένδρα τοῦ ἀγροῦ, οὔτε εἶχε βλαστήσει τό χορτάρι, ἐπειδή (ὁ Θεός) δέν εἶχε δημιουργήσει (τή) βροχή, ἡ ὁποία νά κατέρχεται στή γῆ καί δέν βρισκόταν ὁ ᾽Αδάμ στή γῆ, γιά νά τήν καλλιεργῆ. Καί κατερχόταν μία πηγή καί πότιζε ὅλη τήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς”(Γεν 2, 4-6).

2. Παρατήρησε ἀκόμα ἀκροατή, ὅτι ἄν καί συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τῆς δημιουργίας, καί εὐλόγησε τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, ὥστε νά εἶναι ἁγιασμένη κι ἔκανε τή Γραφή νά κλείση (τήν περιγραφή), ὅμως διηγεῖται ἐκ νέου τήν ἀρχή τῶν ἔργων (τῆς δημιουργίας) καί μετά τίς συμπληρωθεῖσες ἡμέρες τῶν ἔργων (τῆς δημιουργίας).

Αὐτές εἶναι οἱ γενέσεις τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, δηλαδή αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία τῆς συστάσεως τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἔκανε ὁ Κύριος τόν οὐρανό καί τή γῆ, ἡμέρα ἐπίσης κατά τήν ὁποία δέν ὑπῆρχαν ἀκόμη ὅλα τά δένδρα τοῦ ἀγροῦ καί δέν βλάστησε τό χορτάρι. Καί αὐτά, ὅμως, δέν δημιουργήθηκαν τήν πρώτη ἡμέρα ἀληθινά, γιατί ἔγιναν τήν τρίτη ἡμέρα. ᾽Αλλά δέν εἰσήγαγε ματαίως στήν πρώτη ἡμέρα τή διήγησι ὅσων δημιουργήθηκαν τήν τρίτη ἡμέρα.

3. Διότι λέχθηκε: “Τά δέντρα δέν ὑπῆρχαν, οὔτε βλάστησε χορτάρι, διότι Κύριος ὁ Θεός δέν εἶχε κάνει νά κατέρχεται ἡ βροχή πάνω στή γῆ· καί πηγή ἀνερχόταν ἀπ᾽ τή γῆ πρός ἄρδευσι ὁλόκληρης τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς”. Διότι βέβαια, ἐπειδή ὅλα γεννήθηκαν ἀπό τή μίξι ὕδατος καί χώματος ὅπως καί σήμερα γεννῶνται ἀπ᾽ τό χῶμα, φρόντισε νά δείξη ὅτι καί τά δένδρα καί τά χόρτα δέν δημιουργήθηκαν (συγχρόνως) μέ τή γῆ, διότι δέν εἶχε ἀκόμη κατεβῆ ἡ βροχή· ἀφοῦ, ὅμως, ἀνῆλθε ἡ μεγάλη πηγή τῆς μεγάλης ἀβύσσου καί ἄρδευσε ὅλη τήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, τότε ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν τά ὕδατα τήν τρίτη ἡμέρα, παρήγαγε ἡ γῆ ὅλα τά εἴδη χόρτου αὐτή τήν τρίτη (ἡμέρα). Αὐτά, λοιπόν, τά ὔδατα, πάνω στά ὁποῖα ἐκτάθηκαν τά σκοτάδια τήν πρώτη ἡμέρα, εἶναι αὐτά πού ἀναπήδησαν ἀπ᾽ αὐτή τήν πηγή καί κάλυψαν ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ὁλόκληρη τή γῆ· καί ἡ ἴδια αὐτή (πηγή) εἶναι πού διανοίχθηκε στίς ἡμέρες τοῦ Νῶε καί κάλυψε ὅλα τά βουνά τῆς γῆς. Αὐτή ἡ πηγή, λοιπόν, δέν ἀνερχόταν ἀπ᾽ τά κάτω μέρη τῆς γῆς, ἀλλά ἀπ᾽ τή γῆ —τήν ἐπιφάνειά της.

Διότι λέχθηκε: “Μιά πηγή ἀναπηδοῦσε” ὄχι “ἀπό κάτω ἀπ᾽ τή γῆ”, ἀλλά “ἀπ᾽ τή γῆ” καί ὅλα αὐτά τά ὕδατα πού εἶναι στή γῆ —τά ὁποῖα αὐτή καί ἐγκλείει στά σπλάχνα της— μαρτυροῦν ὅτι δέν εἶναι ἀρχαιότερά της.

᾽Ανῆλθε, λοιπόν, “πηγή ἀπ᾽ τή γῆ”, ὅπως εἶπε ἡ Γραφή, καί πότισε τήν ἐπιφάνεια ὁλόκληρης τῆς γῆς, (ἡ ὁποία) τότε ἔδωσε δένδρα καί χόρτα καί βλαστήματα. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά κάνη τή γῆ νά παραγάγη (τά) πάντα, παρά μ᾽ αὐτό τόν τρόπο, ἀλλά ἐπειδή ὁ Θεός ἤθελε νά παραγάγη ἡ γῆ διά τοῦ ὕδατος (γι᾽ αὐτό) προέστη καί στήν ἀρχή αὐτῆς, ὥστε καί στό τέλος νά προέλθη αὐτή ἡ ἴδια.

4) Ἀφοῦ εἶπε γιά ὅσα εἶχαν παραλειφθῆ καί δέν τά εἶχε ἐξηγήσει τήν πρώτη ἡμέρα, πάλι ἔγραψε γιά τήν πλάσι τοῦ ᾽Αδάμ, λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί ὁ ᾽Αδάμ δέν ὑπῆρχε, γιά νά καλλιεργῆ τή γῆ”· οὔτε ὅταν αὐτές τίς ἡμέρες πρίν ἀπ᾽ τήν ἕκτη, διότι τήν ἕκτη (ἡμέρα) δημιουργήθηκε. Καί “ἔπλασε ὁ Κύριος τήν ἕκτη (ἡμέρα) τόν ᾽Αδάμ, ἀπό λασπωμένο χῶμα καί τοῦ φύσησε στό πρόσωπο πνοή ζωῆς καί ὁ ᾽Αδάμ ἔγινε εἰς ῾ψυχήν ζῶσαν᾽” Μολονότι δέ τά ζῶα καί τά ὑποζύγια καί τά πτηνά εἶχαν συγχρόνως καί τή γονιμότητά τους καί τή βιολογική ζωή τους, ὅμως (ὁ Θεός) τιμᾶ πολλαπλῶς τόν ᾽Αδάμ· πρῶτον μέν μ᾽ αὐτό πού λέγεται, ὅτι ὁ Θεός μέ τά χέρια του τόν μορφοποίησε καί φύσησε σ᾽ αὐτόν ψυχή καί τόν κατέστησε κυρίαρχο στόν παράδεισο, καί ὅσων ἦταν ἐκτός τοῦ παραδείσου, καί τόν περιέβαλε μέ δόξα καί τοῦ ἔδωσε τό λογικό του καί τήν κρίσι, γιά νά ἀποκτήση μέσῳ αὐτῆς τή μεγαλειότητα.

5) Ἀφοῦ εἶπε γιά τήν τιμητική πλάσι τοῦ ᾽Αδάμ, πάλι ἔγραψε γιά τόν παράδεισο καί γιά τήν εἴσοδο τοῦ ᾽Αδάμ ἐκεῖ λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί φύτευσε ὁ Κύριος παράδεισο στήν ᾽Εδέμ ἀπ᾽ ἀρχῆς· καί ἔθεσε ἐκεῖ τόν ᾽Αδάμ, τόν ὁποῖο εἶχε πλάσει”(Γεν 2, 8).

Ἡ δέ ᾽Εδέμ εἶναι ἡ ἴδια ἡ γῆ τοῦ παραδείσου καί τό: “᾽Απ᾽ ἀρχῆς” λέχθηκε, ἐπειδή τόν φύτευσε τήν τρίτη ἡμέρα. Διότι αὐτό ἐξηγεῖ λέγοντας: “᾽Εξήγαγε ὁ Κύριος νά βλαστάνη ἀπ᾽ τή Γῆ κάθε δένδρο ἐπιθυμητό στήν ὅρασι καί τερπνό στή γεῦσι”. Γιά νά δείξη δέ ὅτι γιά τόν ἴδιο παράδεισο μιλᾶ, εἶπε: “Καί (ἐξήγαγε) τό δένδρο τῆς ζωῆς στό μέσο τοῦ παραδείσου· καί τό δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ”(Γεν 2, 9).

6) Ἀφοῦ εἶπε γιά τόν παράδεισο ποιά μέρα φυτευόταν καί γιά τήν ἐκεῖ εἰσαγωγή τοῦ ᾽Αδάμ καί γιά τό δένδρο τῆς ζωῆς καί ἄλλα, πάλι ἔγραψε γιά τό ποτάμι πού ἐξερχόταν ἀπό ᾽κεῖ καί διηρεῖτο σέ τέσσερα κεφαλάρια ἐξωτερικῶς λέγοντας τά ἑξῆς: “Ποταμός ἐξερχόταν ἀπ᾽ τήν ᾽Εδέμ πρός ἄρδευσι τοῦ παραδείσου”(Γεν 2, 10).

᾽Ιδοῦ ὅτι κι ἐδῶ ὀνομάζει ᾽Εδέμ τή γῆ τοῦ παραδείσου πού ἦταν ἄφθονη σέ τροφές. Ὁ ἴδιος δέ ποταμός, ἄν εἶχε ποτίσει τόν ἴδιο παράδεισο, δέν θά ἦταν διηρημένος σέ τέσσερεις πηγές ἐξωτερικά. Λέω δέ τάχα ὅτι καταχρηστικῶς λέγεται ὅτι ἐκεῖνος ἀρδεύει, διότι τά πνευματικά δένδρα τοῦ παραδείσου δέν εἶχαν ἀνάγκη ἀπ᾽ τήν ἄρδευσι τῶν ὑδάτων. ῎Αρα γε ὅμως, ἄν καί εἶναι πνευματικά, ἔπιναν ἀπ᾽ τά εὐλογημένα καί πνευματικά ὕδατα ἐκείνου τοῦ τόπου; Οὔτε γι᾽ αὐτό θά λογομαχήσουν.

Οἱ τέσσερεις δέ ποταμοί πού ἔρρεαν ἀπό ἐκεῖνο τό ποτάμι ἦταν ἀνόμοιοι μέ τήν πηγή ὡς πρός τή γεῦσι.· διότι ἐάν στίς γαῖες μας εἶναι τά ὕδατα, εἶναι διάφορα, ὅλα ὑπαχθέντα στήν ποινή τῆς κατάρας διαφορετικά ἀπ᾽ ὅσο διαφορετική ὑπῆρξε, λοιπόν, ἡ γεῦσι τῆς εὐλογημένης γῆς ᾽Εδέμ ἀπ᾽ τή γεῦσι τῆς γῆς, ἡ ὁποία, μέ τήν παράβασι τοῦ ᾽Αδάμ, ὑποτάχθηκε στήν κατάρα τοῦ Δικαίου (Θεοῦ). Οἱ ποταμοί, λοιπόν, ἐκεῖνοι εἶναι τέσσερεις. Ὁ Ρison εἶναι ὁ Δούναβης, ὁ Gihon ὁ Νεῖλος, ὁ Deqlat ὁ Τίγρης ἐπιπλέον καί ὁ Ρrat ὁ Εὐφράτης. ᾽Ιδού ἀνάμεσά τους (οἱ περιοχές) εἶναι κατοικημένες ἀπό μᾶς, καί, ἄν εἶναι γνωστοί οἱ τόποι ἀπ᾽ τούς ὁποίους ἀναβλύζουν, ὅμως, δέν εἶναι αὐτός ὁ τόπος ἡ κεφαλή τῆς πηγῆς τους.

Διότι, ἐπειδή ὁ παράδεισος τοποθετήθηκε πάνω σέ ἐξαίσιο ὄρος, οἱ ποταμοί πού τόν περιέβαλλαν ἀπορροφήθηκαν καί κατῆλθαν στή θάλασσα σάν ἀπό ἕνα βαθύ ποτῆρι, καί ἀφοῦ διέβησαν τή γῆ, ἐδῶ κάτω ἀπ᾽ τή θάλασσα (ἡ γῆ) ἐξήμεσε ἕνα ἀπ᾽ αὐτούς τόν Ρison στή δύσι καί τόν Gihon στό νότο, τόν Ρrat καί τόν Deqlat στό Βορρᾶ.

7) Ἀφοῦ εἶπε περί τοῦ Παραδείσου καί τῶν ποταμῶν πού διακλαδίζονται ἀπ᾽ αὐτόν, πάλι μίλησε γιά τήν εἴσοδο τοῦ ᾽Αδάμ στόν παράδεισο καί γιά τό νόμο πού τοῦ ὁρίσθηκε, λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί ὁδήγησε Κύριος ὁ Θεός τόν ᾽Αδάμ καί τόν ἄφησε στόν Παράδεισο τῆς ᾽Εδέμ, γιά νά τόν καλλιεργῆ καί νά (τόν) φυλάσση”(Γεν 2, 15).

Πῶς, ἄραγε, νά καλλιεργῆ αὐτόν, μή ἔχοντας τά ἐργαλεῖα τῆς καλλιεργείας; Καί μέ ποιό τρόπο μποροῦσε νά τόν καλλιεργῆ, ἀφοῦ ἦταν ἀδύνατον νά ἐπαρκέση σ᾽ αὐτούς; ῎Η, ἀπό τί ἄραγε ἔπρεπε νά τόν ἐκκαθαρίση, ἀφοῦ τρίβολοι καί ἀγκάθια δέν ἦταν ἐκεῖ; Καί, πάλι, πῶς νά φυλᾶ αὐτόν, αὐτός ὁ ὁποῖος δέν μποροῦσε νά τόν περιδιαβαίνη; ᾽Αλλά, ἀπό ποιόν νά τόν φυλάσση, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε ληστής, γιά νά μπῆ ἐκεῖ;

Ὁ φράκτης δέ, πού ὑψώθηκε, ἔγινε μετά τήν παράβασι τῆς ἐντολῆς, αὐτό μαρτυρεῖ ὅτι ἐνόσῳ ἐτηρεῖτο ἡ ἐντολή, δέν ὑπῆρχε ἀνάγκη φύλακος.

Ὁ Ἀδάμ, λοιπόν, ἐκεῖ δέν εἶχε ἀνάγκη φυλάξεως, παρά μόνο τηρήσεως τοῦ νόμου, πού τοῦ ἐκυρώθη, οὔτε, ἐξάλλου (ὑπῆρχε) κόπος πρόσθετος στόν ᾽Αδάμ, παρά μόνο γιά νά τελειοποιήση τήν ἐντολή, ἡ ὁποία τοῦ ἐκυρώθη· ἄν, ὅμως, ἐκτός τῆς ἐντολῆς τοῦ προστέθηκαν αὐτά τά δύο, καί σ᾽ αὐτή (τήν ἐκδοχή) δέν ἀντιλέγω.

8) Ἀφοῦ εἶπε, γιά τήν εἴσοδο τοῦ ᾽Αδάμ στόν παράδεισο καί γιά ποιό λόγο τόν εἰσήγαγε ἐκεῖ, πάλι ἔγραψε γιά τό νόμο πού τοῦ ἐκυρώθη, πάλι ἔγραψε γιά τά ὀνόματα, πού ἀπέδωκε στά ζῶα λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί διέταξε Κύριος ὁ Θεός τόν ᾽Αδάμ: ᾽Απ᾽ ὅλα τά δένδρα τοῦ παραδείσου θά (= ἐπιτρέπεται νά) φᾶς, ἀπ᾽ τό δένδρο, ὅμως, τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ δέν θά φᾶς (ἀπαγορεύεται νά φᾶς), διότι κατά τήν ἡμέρα πού θά φᾶς ἀπό ἐκεῖνο θά πεθάνης”(Γεν 2, 16-17). Αὐτή δέ ἡ ἐντολή ἦταν ἐλαφρά, ἐπειδή (ὁ Θεός) τοῦ ἔδωσε ὅλο τόν παράδεισο, καί τόν ἐμπόδισε (μόνο) ἀπό ἕνα δένδρο. Διότι, ἄν τό ἕνα ἀρκῆ γιά τήν τροφή τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος (τυχόν) ἐμποδίσθηκε ἀπ᾽ τά πολλά, ἐνισχύεται (διά τοῦ ἑνός) ἡ ἀνάγκη αὐτοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει τροφή στήν πεῖνα του. ῎Αν, λοιπόν, σέ ἐναλλαγή τοῦ ἑνός πού εἶναι ἀρκετό, τοῦ δίνωνται πολλά (δένδρα), τότε, ἄν γίνη παράβασι, (θά γίνη) ὄχι ἐξ ἀνάγκης, ἀλλ᾽ ἐκ καταφρονήσεως. Τόν ἀπέτρεψε, λοιπόν, (ὁ Θεός) ἀπ᾽ τό ἕνα δένδρο, τό ὁποῖο περιέβαλε διά τοῦ θανάτου, μέ σκοπό ἔαν ὄχι ἀπό ἀγάπη πρός τό νομοθέτη τηρήση τήν ἐντολή του, τουλάχιστον ἀπ᾽ τό φόβο τοῦ θανάτου πού περιέβαλλε τό δένδρο, τρομοκρατήση αὐτόν (τόν ᾽Αδάμ) ἀπ᾽ τήν παράβασι τοῦ νόμου.

9) Ἀφοῦ εἶπε γιά τήν εἴσοδο τοῦ ᾽Αδάμ στόν παράδεισο καί γιά τό νόμο πού τοῦ κυρώθηκε, πάλι ἔγραψε γιά τά ὀνόματα, πού ἀπέδωσε στά ζῶα, λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί ἔπλασε ὁ Κύριος ἀπ᾽ ὅλη τή γῆ τά ζῶα τῆς ἐρήμου καί τά πτηνά τοῦ οὐρανοῦ καί τά ὁδήγησε στόν ᾽Αδάμ, γιά νά δῆ τί ὄνομα θά τούς δώση”(Γεν 2, 19).

Καί ἰδού, κάθε ἄλλο βέβαια παρά μέ τή μορφοποίησι παρήγαγε ἡ γῆ ζῶα καί τό ὕδωρ πτηνά. Καί αὐτό θέλησε νά δηλώση μέ τό “ἔπλασε” (διότι) ὅλα τά ζῶα καί τά ἑρπετά καί τά κτήνη καί τά πτηνά ἔγιναν ἀπ᾽ τή σύμμιξι γῆς καί ὕδατος. Τό δέ “τά ὁδήγησε (ὁ Θεός) στόν ᾽Αδάμ”, (τό εἶπε) γιά νά δείξη τή σοφία του, καί ποιά εἰρήνη βασίλευε ἀνάμεσα στά ζῶα καί τόν ᾽Αδάμ, πρίν ἀπ᾽ τήν παράβασι τῆς ἐντολῆς. Διότι ἐκεῖνα τόν πλησίασαν σάν ἀγαπημένο ποιμένα καί κάθε ἀγέλη κατά οἰκογένεια καί κατά τά γένη τους ἦλθαν μπροστά του χωρίς φόβο, καί οὔτε τόν φοβοῦνταν οὔτε μεταξύ τους φοβόταν τό ἕνα τό ἄλλο. Πλησίασε ἡ ἀγέλη τῶν βλαπτικῶν θηρίων καί μετά ἀπ᾽ αὐτή, χωρίς φόβο, ἦλθε ἡ οἰκογένεια αὐτῶν πού γίνονται ἀντικείμενο βλάβης.



Read more: http://www.egolpion.com/efraim_genesis_ ... z3ATov51w1

Re: ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»

7
ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤ’



10. Ὁ Ἀδάμ, λοιπόν, ἔλαβε ἐξουσία πάνω στή γῆ κι ἔγινε κύριος τοῦ σύμπαντος αὐτή τήν ἴδια ἡμέρα, πού εἶχε εὐλογηθῆ. Ἡ εὐλογία του ἦλθε σέ πραγματοποίησι τοῦ λόγου τοῦ Δημιουργοῦ καί ἔμπρακτα τελειοποιήθηκε.

Γεννημένος κατ᾽ αὐτή τήν ἴδια ἡμέρα, δέσποζε στό σύμπαν ἄν καί ταχύτατα ἀντιστάθηκε στόν Κύριο τοῦ σύμπαντος. Οὔτε ἀληθινά τοῦ ἔδωσε μόνο τήν ἐξουσία τοῦ σύμπαντος —τήν ὁποία τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ— διότι ἐπιπλέον τοῦ πρόσθεσε τήν προσηγορία τῶν ὀνομάτων, τήν ὁποία δέν τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ. Καί, ἄν τοῦ ἔκανε (ὁ Θεός) τό ἐξοχότερο, ὅ,τι δηλ. δέν εἶχε ζητηθῆ, πῶς θά τόν εἶχε στερήσει ἀπ᾽ ὅσα (τοῦ) εἶχε ὑποσχεθῆ, παρά μόνο ἐξαιτίας τοῦ ἁμαρτήματος; Διότι βέβαια δέν εἶναι σπουδαῖο πρᾶγμα νά δίνη ὁ ἄνθρωπος ὀλιγάριθμα ὀνόματα, ἄν (αὐτά) διατηροῦνται ἀπ᾽ τή μνήμη. Ξεπερνᾶ, ὅμως, τήν ἀνθρώπινη φύσι καί εἶναι ὑψηλότερό της, ἄν κάποιος σέ μιά ὥρα ἐπιθέτη χίλια ὀνόματα καί ὀνομάζει ἄλλα, ὄχι μέ τά ὀνόματα τῶν προηγουμένων. Διότι εἶναι δυνατόν νά προφέρη κάποιος πολλά ὀνόματα γιά πολλά εἴδη ἑρπετῶν καί ζώων καί κτηνῶν καί πτηνῶν· ἀλλά ὄχι νά ὀνομάζη κάποιο εἶδος μέ ὑψηλότερο ὄνομα· τοῦτο εἶναι τοῦ Θεοῦ παρά τοῦ ἀνθρώπου, στόν ὁποῖον παραχωρήθηκε (τοῦτο) ἀπ᾽ τό Θεό.

῎Αν, βέβαια, τοῦ ἔδωσε (ὁ Θεός) τήν αὐθεντία καί τόν ἔκανε μέτοχο τῆς δημιουργικῆς δυνάμεως καί τόν περιέβαλε μέ δόξα καί τοῦ ἔδωσε κῆπο, τί περισσότερο ὤφειλε νά τοῦ κάνη καί δέν τό ἔκανε, ὥστε νά τόν καταστήση προσεκτικό (στήν τήρησι) τῆς ἐντολῆς;

11. Ἀφοῦ εἶπε γιά τήν πλάσι τῶν ζώων καί γιά τά ὀνόματα πού ἔλαβαν τά ζῶα, πάλι ἔγραψε γιά τόν ὕπνο τοῦ ᾽Αδάμ καί γιά τήν πλευρά πού τοῦ ἀφαιρέθηκε καί ἀπετέλεσε τή γυναῖκα, λέγοντας τά ἑξῆς: “Γιά τόν ᾽Αδάμ δέν βρέθηκε βοηθός ὅμοιός του”. “Βοηθό” δέ ὀνόμασε τήν Εὔα, διότι, ἄν καί ὁ ᾽Αδάμ εἶχε βοηθούς τά ζῶα καί τά κτήνη, ὅμως, χρειαζόταν κάποιον τοῦ ἴδιου καί ὁμοίου του γένους, δηλ. τήν Εὔα, γιά νά φροντίζη αὐτή ὁλόψυχα καί νά μεριμνᾶ γιά τά πρόβατα καί τίς ἀγέλες καί τά βόδια καί τά ἄλογα καί τούς χοίρους τῶν ἀγρῶν καί γιά νά βοηθᾶ αὐτόν στά οἰκοδομήματα καί στίς τέχνες, πού ἐπρόκειτο νά κάνουν τήν ἐμφάνισί τους. Γιατί, ἄν καί ἦταν τά ζῶα ὑποταγμένα, ὅμως, δέν μποροῦσαν νά βοηθήσουν σ᾽ ἐκεῖνα, καί γι᾽ αὐτό τοῦ ἔκανε βοηθό (ὁ Θεός) αὐτή, γιά νά ἔχη (αὐτή) μαζί του τή φροντίδα οἰουδήποτε πράγματος καί βέβαια γιά νά τόν βοηθᾶ σέ πολλά.

12. Προκάλεσε ὁ Κύρος λήθαργο στόν ᾽Αδάμ καί (αὐτός) κοιμήθηκε καί τοῦ ἀφήρεσε μία ἀπ᾽ τίς πλευρές καί τήν ἐπένδυσε μέ σάρκα: “καί ὁ Κύριος μορφοποίησε σέ γυναῖκα τήν πλευρά πού εἶχε ἀφαιρέσει ἀπ᾽ τόν ᾽Αδάμ· καί τήν ὁδήγησε στόν ᾽Αδάμ”(Γεν 2, 22).

᾽Ανήρ δέ ἄγγελος, ἐπειδή ἐχρίσθη μέ λάμψι καί ἀγνοώντας μέχρι τότε τί εἶναι ὕπνος, ἔπεσε κατά γῆς γυμνός καί ἐκοιμήθη· καί εἶναι πιθανόν ὅτι προβλήθηκε μέ ὅραμα στόν κοιμώμενο ᾽Αδάμ ὅ,τι τότε στόν ἴδιο γινόταν (δηλ. αὐτή ἡ τρόπον τινα χειρουργική ἐπέμβασι).

᾽Αφοῦ δέ ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἀφαιρέθηκε ἡ πλευρά, ἐναλλάξ ἡ μέν σάρκα του ἐπίσης ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ συμπληρώθηκε (ἀφενός), καί (ἀφετέρου) ἀφοῦ ἐξήχθη ἡ πλευρά, διαμορφώθηκε μέ ὅλες τίς λεπτομέρειες τῆς μορφῆς καί διακοσμήθηκε ἁρμοδίως· καί (ὁ Θεός) τήν ὁδήγησε καί τήν παρουσίασε στόν ᾽Αδάμ, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἕνας καί δύο· ἕνας (ὑπῆρξε) μιᾶς καί ἦταν ὁ ᾽Αδάμ, ἐνῶ δύο (ὑπῆρξε) κατά τό ὅτι δημιουργήθηκε ἄρσεν καί θῆλυ (Γεν 1, 27, 5, 2).

13. Ἀφοῦ εἶπε γιά τόν ὕπνο του καί γιά τήν ἀφαιρεθεῖσα πλευρά καί γιά τήν γυναῖκα πού πλάσθηκε ἀπ᾽ αὐτή (τήν πλευρά) καί ἡ ὁποία (γυναῖκα) ὁδηγήθηκε πρός αὐτόν, ἔγραψε: “Εἶπεν ᾽Αδάμ· τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καί σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μου. Αὕτη κληθήσεται γυνή, ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρός αὐτῆς ἐλήφθη αὕτη”(Γεν 2, 23) (Εἶπε ὁ ᾽Αδάμ: αὐτό τώρα εἶναι ὀστό ἀπ᾽ τά ὀστά μου καί σάρκα ἀπ᾽ τή σάρκα μου. Αὐτή θά ὀνομασθῆ γυνή, διότι λήφθηκε ἀπ᾽ τόν ἄνδρα της).

Λέει “νῦν”, δηλαδή: αὐτή που ἦλθε μετά τά ζῶα, δέν ἔγινε ὅμοια μ᾽ αὐτά. Διότι αὐτά εἶναι ἐκ τῆς γῆς, ἐκείνη δέ ὀστό ἀπ᾽ τά ὀστά μου καί σάρκα ἀπ᾽ τή σάρκα μου. Βεβαίως, τοῦτο τό εἶπε (ὁ ᾽Αδάμ) εἴτε προφητικῶς εἴτε εἶδε διά τῆς ὁράσεως τοῦ ὕπνου ὅπως εἴπαμε παραπάνω, καί τήν ἀναγνώρισε.

Μετά ἀπ᾽ αὐτό, ὅλα τά ζῶα δέχθηκαν ἐκείνη τήν ἡμέρα τά ὀνόματα τῶν οἰκογενειῶν τους· ἐπίσης (ὁ ᾽Αδάμ) δέν ὀνόμασε —διά τοῦ προσωπικοῦ ὀνόματος— τήν πλασθεῖσα πλευρά “Εὔα”, ἀλλά γυναῖκα, διά τοῦ γενικοῦ ὀνόματος τοῦ ἐπιτεθέντος στό φύλο· Καί τό “Θά ἐγκαταλείψη ὁ ἄνδρας τόν πατέρα του καί τή μητέρα του καί θά προσκολληθῆ στή γυναῖκα του”(Γεν 2, 24) λέχθηκε ἐπειδή θά συνάψουν κοινωνία καί θά εἶναι ἀμφότεροι ἕνα χωρίς διάζευξι (χωρισμό), ὅπως δηλ. ἦταν κάποτε (ἑνωμένοι σ᾽ ἕνα σῶμα, αὐτό τοῦ ᾽Αδάμ).

14. Μετά ἀπ᾽ αὐτά εἶπε: “Ἦταν καί οἱ δύο γυμνοί,... καί (= ἀλλά) δέν αἰσθάνονταν ντροπή”(Γεν 2, 25)· καί τό ὅτι δέν αἰσθάνονταν ντροπή, δέν συνέβη βέβαια ἐπειδή (τάχα) ἀγνοοῦσαν τί εἶναι ντροπή. Διότι ἄν ἦταν στήν ἡλικία παιδιά, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ βέβηλοι, δέν θά γραφόταν ὅτι “ἐκεῖνοι ἦταν γυμνοί, ἀλλά δέν ντρέπονταν” οὔτε ἐπίσης θά λεγόταν (ἐκεῖνος) ᾽Αδάμ καί (ἐκείνη) σύζυγός του παρά μόνο (ἐγράφη) ἐπειδή ἦταν ὥριμοι στήν ἡλικία. ᾽Αρκοῦν ἐπίσης τά ὀνόματα πού ἔδωσε ὁ ᾽Αδάμ, γιά νά πεισθῆ κανείς γιά τή σοφία του καί τό λεγόμενο, “γιά νά ἐργάζεται καί νά τόν φυλάσση” (ἀρκεῖ) πρός δήλωσι τῆς ρώμης του καί ὁ νόμος πού τοῦ τέθηκε εἶναι μάρτυς τῆς ἀκμῆς τῆς ἡλικίας τους· καί ἡ παράβασι τῆς ἐντολῆς εἶναι μάρτυς τῆς ὑποροψίας τους. Λόγῳ τῆς δόξας, μέ τήν ὁποία ἦταν περιβεβλημένοι, δέν αἰσχύνονταν· ἀφοῦ, ὅμως, αὐτή τούς ἀφαιρέθηκε μετά τήν παράβασι τῆς ἐντολῆς, ντράπηκαν γιά τό ὅτι δημιουργήθηκαν γυμνοί. Καί οἱ δύο τους προσέτρεξαν στά φύλλα, γιά νά καλύψουν ὄχι βέβαια τά σώματά τους, ἀλλά τά ἀπόκρυφα μέλη τους.

15. Ἀφοῦ εἶπε ὅτι ἡ γυμνότητά τους εἶχε κοσμηθῆ μέ οὐράνιο ἔνδυμα, καί ὅτι ἐκεῖνοι δέν αἰσχύνθηκαν, πάλι ἔγραψε γιά τήν πονηρία τοῦ φιδιοῦ, λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί τό φίδι ἦταν φρονιμότερο ἀπ᾽ ὅλα τά ζῶα τοῦ ἀγροῦ, τά ὁποῖα ὁ Κύριος εἶχε δημιουργήσει”(Γεν 3, 1). Μολονότι δέ ἦταν πανοῦργος —ἦταν πονηρότερος ἀπ᾽ τά ἄλογα ζῶα πού κυβερνοῦσε ὁ ἄνθρωπος— ὄχι γιατί ξεπερνοῦσε στήν πονηρία του τό μέτρο τῶν ζώων, ἤδη (ὁ ὄφις) εἶχε ἀνατραφῆ σύμφωνα μέ τό ἀνθρώπινο μέτρο· ἦταν πονηρότερος ἀπ᾽ τά ἄλογα κτήνη καί πανουργότερος ἀπ᾽ τά ἄπειρα ζῶα. Διότι φαίνεται ὅτι τό φίδι, πού δέν εἶχε τή διάνοια τοῦ ἀνθρώπου, δέν εἶχε τήν ἀνθρώπινη σοφία καί πάλι φαίνεται ὅτι ὁ ᾽Αδάμ, ὁ ὁποῖος ὑπερεῖχε τοῦ φιδιοῦ στή μορφή, τήν ψυχή, τό νοῦ καί τή δόξα καί τή θέσι, ἦταν ἐπίσης ἀπείρως ἀνώτερος ἐκείνου στήν πανουργία. Διότι ἦταν σοφότερος ἀπ᾽ ὅλα τά ζῶα ὁ ᾽Αδάμ, πού σάν κύριος καί κυβερνήτης ἐπιστατοῦσε στά ζῶα καί ἦταν ἀπ᾽ ὅλα πιό συνετός ἐκεῖνος πού ἔδωσε ὄνομα σέ ὅλα. Διότι, ὅπως ὁ ᾽Ισραήλ δέν μποροῦσε χωρίς κάλυμμα νά κυττάξη τό πρόσωπο τοῦ Μωϋσέως, ἔτσι καί τά ζῶα δέν μποροῦσαν ν᾽ ἀτενίσουν τήν λάμψι τῶν ᾽Αδαμιτῶν. Μέ χαμηλωμένο τό βλέμμα ἦλθαν μπροστά του, ὅταν λάμβαναν τά ὀνόματα ἀπ᾽ αὐτόν, διότι δέν μποροῦσαν νά χορτάσουν τούς ὀφθαλμούς τους ἀπ᾽ τή δόξα του. Γι᾽ αὐτό, ἄν καί (ὁ ὄφις) ἦταν πανουργότερος τῶν ζώων, σέ σχέσι (ὅμως) πρός τόν ᾽Αδάμ καί τήν Εὔα, τούς κυρίους τῶν ζώων, ἦταν ἠλίθιος.

16. Ἀφοῦ μίλησε γιά τήν πονηρία τοῦ φιδιοῦ, πάλι ἔγραψε γιά τήν ἀπάτη πού συνέβη σέ βάρος τῆς Εὔας, λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί εἶπε τό φίδι στή γυναῖκα· Στ᾽ ἀλήθεια εἶπε ὁ Θεός νά μή φᾶτε ἀπό ὅλα τά δένδρα τοῦ παραδείσου;”(Γεν 3, 1). Τό λόγο δέ τοῦ φιδιοῦ, εἴτε τή φωνή τοῦ ἴδιου τοῦ φιδιοῦ γνώρισε ὁ ᾽Αδάμ, εἴτε ὁ Σατανᾶς μίλησε μέσῳ αὐτοῦ, εἴτε ὁ ἴδιος ὁ ὄφις, αὐθόρμητα, ζήτησε καί τοῦ δόθηκε ὁ λόγος, εἴτε ὁ Σατανᾶς ζήτησε ἀπ᾽ τό Θεό νά δοθῆ γιά ἕνα χρονικό διάστημα στό φίδι ἡ ἱκανότητα νά μιλᾶ.

Ὁ λόγος δέ τοῦ πειραστῆ δέν θά εἶχε κάνει καθόλου τούς πειρασθέντες νά ἁμαρτήσουν, ἄν ἡ ἐπιθυμία τους δέν εἶχε γίνει ὁδηγός γιά τόν πειραστή. Διότι, βέβαια, ἀκόμη κι ἄν δέν εἶχε ἔλθη ὁ πειραστής, τό ἴδιο τό δένδρο μέ τήν ὄψι του θά εἶχε ἀνοίξει πόλεμο (κατ᾽ αὐτῶν), ξυπνώντας τους τή λαιμαργία.

Βέβαια, πῆραν τήν ἀφορμή ἀπ᾽ τό φίδι, πού τούς παρακίνησε, ἐκεῖνοι στούς ὁποίους ἡ ἐπιθυμία, ὅπως ἡ παρότρυνσι τοῦ φιδιοῦ καί περισσότερο ἀπ᾽ τήν παρότρυνσι του, ἔγινε καταστροφική.

17. Διότι εἰπώθηκε: “Εἶδε ἡ γυναῖκα ὅτι τό δένδρο ἦταν εὐχάριστο γιά βρῶσι καί τερπνό στά μάτια καί εὐχάριστο στήν ὄψι. Καί πῆρε ἀπ᾽ τούς καρπούς του κι ἔφαγε”(Γεν 3, 6). Βέβαια, ἄν ἡττήθηκε ἀπ᾽ τήν τερπνότητα τοῦ δένδρου καί ἀπ᾽ τό θέλγητρο τοῦ καρποῦ του, δέν ἡττήθηκε ἀπ᾽ τήν παρότρυνσι πού ἐνέβαλε στήν ἀκοή της ἐκείνη, πού ἁμάρτησε ἐξαιτίας τῆς ἐπιθυμίας τῆς καρδιᾶς της.

Διότι, βέβαια, ἐπειδή εἶχε τεθῆ ἡ ἐντολή στούς ὑποκείμενους σέ πειρασμό, ἔπρεπε κάποτε νά ἔλθη (καί) ὁ πειραστής.

Διότι, —ἐπειδή ὁτιδήποτε ὑπάρχει στόν παράδεισο κι ἔξω ἀπ᾽ τόν παράδεισο, ἔδωσε (ὁ Θεός) στόν ᾽Αδάμ διά τῆς χάριτος, οὔτε ἀπαίτησε (ὁ Θεός) ἀπ᾽ αὐτόν {τό χρέος} γιά τό ὅτι τόν δημιούργησε, ἀλλά οὔτε βέβαια γιά τή δόξα μέ τήν ὁποία τόν εἶχε περιβάλει—, δίκαια τόν ἐμπόδισε ἀπό ἕνα δένδρο, αὐτόν στόν ὁποῖο εἶχε δώσει διά τῆς χάριτος ὁτιδήποτε βρισκόταν στόν παράδεισο καί στή γῆ καί στόν ἀέρα καί βέβαια στή θάλασσα. Διότι, ἐπειδή δημιουργώντας τον (ὁ Θεός) δέν τόν εἶχε κάνει θνητό, οὔτε καί ὑπόχρεο θανάτου, κατά τέτοιο τρόπον ὥστε ὁ ἴδιος ὁ ᾽Αδάμ —εἴτε τηρώντας εἴτε καί παραβαίνοντας τήν ἐντολή— νά ἐπιτύχη ἀπ᾽ τό ἕνα μόνο ἀπ᾽ τά δένδρα, ὅ,τι τοῦ ἄρεσε.

Δημιούργησε, λοιπόν, ὁ Θεός, τό δένδρο τῆς ζωῆς καί τό ἔκρυψε ἀπ᾽ τούς ᾽Αδαμῖτες, πρῶτον γιά νά μή διεξάγη αὐτό (τό δένδρο) μάχη πρός ἐκείνους μέ τήν ὡραιότητά του καί διπλασιάζη τή μαχητικότητά τους κι ἐπειδή δέν ἦταν σωστό νά προσβλέπουν πρός τήν ἐντολή τοῦ ἀοράτου Θεοῦ ἐξαιτίας τοῦ τεθέντος πρό τῶν ὀφθαλμῶν τους μισθοῦ.

Βέβαια, κι ἄν (ὁ Θεός) ἐπιδαψίλευσε μέ τή χάρι του τά σύμπαντα, ὅμως, ὅρισε γιά λόγους δικαιοσύνης νά τούς δίνη τήν αἰώνια ζωή, ἡ ὁποία ἔπρεπε νά τούς παραχωρηθῆ μέσῳ τῆς βρώσεως ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς ζωῆς. Τούς ἔθεσε, λοιπόν, ἐντολή. Ἡ ἐντολή, ὅμως, δέν ἦταν βαρειά, ἰσάξια τοῦ ἐξαιρέτου μισθοῦ, πού προετοίμαζε γιά χάρι τους, ἀλλά τούς ἐμπόδισε ἀπό ἕνα δένδρο, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ἀρκοῦσε νά βρίσκωνται ὑπό τήν ἐντολή. Τούς ἔδωσε, λοιπόν, ὁλόκληρο τόν παράδεισο, γιά νά μή καταναγκασθοῦν νά παραβιάζουν τό νόμο.

18. Ἑπομένως, ἐπειδή ἀνεζητεῖτο πειραστής, ὅπως εἶπα, δέν ἐπετράπη στό Σατανᾶ —σάν ἕνα ἀπ᾽ τούς ἀγγέλους ἤ ἀπ᾽ τά Σεραφίμ ἤ ἀπ᾽ τά Χερουβίμ— νά στέλνεται πρός τοῦτο πρός τόν ᾽Αδάμ, ἀλλά οὔτε βέβαια καί στόν ἴδιο τό Σατανᾶ ἐπετράπη μέ τό ἴδιο νά ἔλθη πρός τόν ᾽Αδάμ, στόν κῆπο δηλαδή, μέ μορφή ἀνθρώπινη εἴτε θεία, μέ τήν ὁποία ἦλθε στόν Κύριό μας πάνω στό ὄρος.

Δέν ἦλθαν τά μεγαλύτερα κι εὐγενέστερα ζῶα, δηλ. ὁ Βεεμόθ ἤ ὁ Λεβιάθαν, οὔτε ἦλθε (κανένα) ἀπ᾽ τά ἄλλα ζῶα ἤ ἀπ᾽ τά καθαρά κτήνη, γιά νά μήν τυχόν βρεθῆ σ᾽ ἕνα ἀπό ἐκεῖνα ἀφορμή παραβάσεως τῆς ἐντολῆς. ᾽Αλλά παραχωρήθηκε νά ἔλθη πρός αὐτούς (τούς ᾽Αδαμῖτες) αὐτό τό φίδι, πού, ἄν καί πονηρό, ὅμως, ἦταν ἄπειρα περιφρονημένο καί δυσειδές. Καί τό φίδι ἦλθε καί, χωρίς νά νοῆ, δίνει σημάδια ἀληθινά ἤ ἄν καί ἀλλάζοντας ἀπατηλή ὄψι, ὅμως, ἦλθε μόνος, ταπεινός, μέ τά μάτια χαμηλωμένα, διότι δέν μποροῦσε ν᾽ ἀτενίση τή λάμψι ἐκείνης πού ἐπρόκειτο νά πειράξη. Καί ἀπό φόβο δέν ἦλθε πρός τόν ᾽Αδάμ, ἀλλά πρός τήν Εὔα, γιά νά τήν ἐξωθήση σέ βρῶσι ἀπ᾽ τό δένδρο, ἀπ᾽ τό ὁποῖο τῆς ἦταν ἀπαγορευμένο νά φάη καί ἡ ὁποία (Εὔα) δέν εἶχε ἀκόμη γευθῆ ἀπ᾽ τίς χιλιάδες καί μυριάδες (δένδρων) πού τίς εἶχαν παραχωρηθῆ· καί δέν τό εἶχε γευθῆ, ὄχι λόγῳ νηστείας· ἡ πεῖνα δέν τήν εἶχε ἀκόμη βασανίσει, ἐπειδή εἶχε δημιουργηθῆ κατ᾽ αὐτό τόν ἴδιο χρόνο.

῞Ολη (ἡ αἰτία), γιατί ὁ ὄφις δέν εἶχε ἐμποδισθῆ νά ἔλθη ἐσπευσμένος, ὑπῆρξε τό ὅτι ἡ ἴδια ἡ βιασύνη τοῦ φιδιοῦ ἦταν ἐναντίον τοῦ φιδιοῦ. Διότι ἦταν χρόνος κατά τόν ὁποῖον δημιουργήθηκε ἡ Εὔα καί δέν γνώριζε ἀκόμη τί εἶναι πεῖνα, οὔτε μέχρι αὐτό τό χρονικό σημεῖο ἠνωχλεῖτο ἀπ᾽ τόν ἀγῶνα μέ τά θέλγητρα τοῦ δένδρου.

Βέβαια, ἐπειδή (ἡ Εὔα) δέν πεινοῦσε οὔτε εἶχε ἡττηθῆ στή μάχη πρός τό δένδρο, δέν ἐμποδίσθηκε τό φίδι νά γίνη πειραστής, μέ σκοπό —ἄν (ἡ Εὔα) νικοῦσε σέ μάχη στιγμιαῖα καί σέ βραχύ ἀγῶνα— ν᾽ ἀναγγείλη ὁ ὄφις κι ἐκεῖνος πού ἦταν μέσα στόν ὄφι τήν ποινή, πού οἱ ἴδιοι ὑπέμειναν, καί γιά νά φάη ἡ ἴδια μέ τόν ἄνδρα της ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς ζωῆς καί γιά νά ζήσουν αἰώνια καί γιά νά τούς δοθῆ, ἐπιπρόσθετα στήν ὑποσχεθεῖσα σ᾽ αὐτούς ζωή, τήν ὁποία ἐκ δικαιοσύνης θά εἶχαν ἀποκτήσει· ἐκ δικαιοσύνης ὅ,τι προηγουμένως τούς δόθηκε ἐκ χάριτος. Σπεύδοντας, λοιπόν, ἦλθε ὁ πειραστής, οὔτε ἐμποδίσθηκε ἔτσι, ὥστε ἀπ᾽ τό (γεγονός) ὅτι (ἀμέσως) μέ τήν ἐντολή ἦλθε ὁ πειραστής, νά γνωρίζουν ὅτι ἐκεῖνος εἶναι ὁ πειραστής, γιά νά προφυλαχθοῦν ἀπ᾽ τήν ἀπάτη του. Ἦλθε λοιπόν καί τούς ἔδωσε μεγάλη ὑπόσχεσι, ἐκεῖνος πού, βέβαια, οὔτε μικρό ὄνομα εἶχε μπορέσει νά δώση σ᾽ αὐτούς.

19. Εἶπε, λοιπόν, στή γυναῖκα μέσῳ τοῦ ὄφεως ἐκεῖνος πού ἦταν μέσα στόν ὄφι· “Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεός εἶπε: ῾Δέν θά (= δέν ἐπιτρέπεται νά) φᾶτε ἀπό κανένα δένδρο τοῦ παραδείσου;᾽”. Πρέπει, ὅμως, νά θεωρήσουμε τόν τρόπο (τοῦ πειρασμοῦ), διότι ἄν εἶχαν ἐμποδισθῆ ἀπ᾽ ὅλα τά δένδρα, ὅπως εἶπε ὁ ὄφις, τέτοια ἐντολή θά ἦταν βαρειά. ᾽Επειδή ἀντιθέτως (τούς) κυρώθηκε (ἐντολή), σάν νά ἦταν μηδαμινή, διότι μικρή καί πρόσκαιρη τούς ἐτέθη, μέχρι ν᾽ ἀπομακρυνθῆ ὁ πειραστής.

“᾽Απάντησε δέ ἡ Εὔα στό φίδι: ῾᾽Απ᾽ τούς καρπούς τοῦ δένδρου τοῦ παραδείσου τρῶμε καί ἀπ᾽ τόν καρπό τοῦ δένδρου πού βρίσκεται στό μέσο τοῦ παραδείσου εἶπε (ὁ Θεός): Δέν θά φᾶτε ἀπ᾽ αὐτό οὔτε θά τό πλησιάσετε, γιά νά μήν πεθάνετε᾽”(Γεν 3, 2-3). Τό φίδι δέ καί αὐτός πού ἦταν μέσα του, ἀκούγοντας ὅτι ὅλα τά δένδρα τοῦ παραδείσου τούς δόθηκαν πρός βρῶσι καί ὅτι τούς ἀπαγορεύθηκε ἕνα, νόμισαν ὅτι θά ἀνατραπῆ ἐπονείδιστα, ἐπειδή εἶδαν ὅτι δέν ὑπάρχει κανένα περιθώριο γιά ὑπόσχεσι.

20. ῎Εστρεψε, λοιπόν, ὁ πειραστής τό πρόσωπο πρός τήν ἐντολή τοῦ δεσπότη καί (εἶδε) ὅτι, ὄχι μόνο τούς εἶχε ἀπαγορευθῆ νά φᾶνε ἀπ᾽ τό δένδρο, ἀλλά καί νά τό προσεγγίσουν καί ἀντιλήφθηκε ὅτι (ὁ Θεός), γιά νά μήν παρασυρθοῦν ἀπ᾽ τή γοητεία τοῦ δένδρου τούς εἶχε προειδοποιήσει νά φυλάγωνται ἀπ᾽ τή θέα του· γι᾽ αὐτό (ὁ πειραστής), γιά νά στρέψη τό πρόσωπό της πρός αὐτό, παρωθώντας τήν Εὔα, εἶπε: “Δέν θά πεθάνετε. ᾽Επειδή γνωρίζει ὁ Θεός ὅτι τήν ἡμέρα πού θά φᾶτε ἀπό ἐκείνους (τούς καρπούς) θ᾽ ἀνοίξουν οἱ ὀφθαλμοί σας καί θά εἶσθε ὅπως ὁ Θεός, θά γνωρίζετε δηλ. τό ἀγαθό καί τό κακό”(Γεν 3, 4-5).

᾽Αμέλησε δέ ἡ Εὔα νά ἐρευνήση τά λόγια τοῦ ὄφεως, πῶς δηλ. εἶχε πεῖ ὁ πειραστής αὐτό —ἀντίθετα μέ τά λόγια τοῦ Θεοῦ— καί νά τόν ὀνειδίση (ἡ Εὔα) καί νά πῆ: “Πῶς νά ἀνοιγοῦν οἱ ὀφθαλμοί μου, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι κλειστοί; Καί πῶς ἀπ᾽ τή βρῶσι τοῦ καρποῦ νά διακρίνω τό ἀγαθό ἀπ᾽ τό κακό, ἀφοῦ, ἰδού, πρίν νά φάω τά ἔχω αὐτά;”. ᾽Αμέλησε δέ νά πῆ κατά τοῦ ὄφεως ὅσα ἔπρεπε καί —σύμφωνα μέ τή θέλησι τοῦ ὄφεως— ἀποστρέφοντας τούς ὀφθαλμούς της ἀπ᾽ τόν ὄφι, ὁ ὁποῖος ἦταν ἐνώπιόν της, ἔρριξε τό βλέμμα πρός τό δένδρο, τό ὁποῖο τῆς εἶχε ἀπαγορευθῆ νά προσεγγίση.

᾽Εσιώπησε δέ ὁ ὄφις, ἐπειδή εἶχε ἀντιληφθῆ ἤδη τό παράπτωμά της.

Διότι δέν τήν ὠθοῦσε τόσο νά φάη ἀπ᾽ τό δένδρο ἡ ὑποβολή εἰσερχόμενη διά τῆς ἀκοῆς, ὅσο τό βλέμμα, τό ὁποῖο ἔστρεφε πρός τό δένδρο, τήν δελέαζε στό νά δρέψη καί νά φάη ἀπ᾽ τούς καρπούς του.


Διότι βέβαια μποροῦσε νά πῆ στόν ὄφι: “῎Αν (τώρα) δέν βλέπω, πῶς νά δῶ ὁτιδήποτε ὁρατό; Καί ἄν (τώρα) δέν μπορῶ νά διακρίνω ἀνάμεσα στό καλό καί στό κακό, πῶς νά διακρίνω τήν ὑπόσχεσί σου, ἄν δηλ. εἶναι ἤ ὄχι ἀγαθή; ῞Οτι ἡ θεότητα εἶναι ἀγαθή καί ὅτι τό ἄνοιγμα τῶν ὀφθαλμῶν εἶναι ὡραῖο, πῶς ἄραγε (μπορῶ καί) κατανοῶ; (ἀφοῦ λές ὅτι τώρα δέν μπορῶ καθόλου νά διακρίνω;).

Καί ὅτι ὁ θάνατος εἶναι κακός, πῶς ἄραγε τό διακρίνω; ῎Αν δέ αὐτά δέν τά ἔχω, γιατί ἐσύ ἦλθες σ᾽ ἐμένα; Ἡ ἔλευσί σου πρός ἐμᾶς μαρτυρεῖ ὅτι αὐτά ἐμεῖς τά ἔχουμε (ἤδη).

Διότι βέβαια μέ τήν ὅρασι πού ἔχω, καί μέ τή νόησι τοῦ ἀγαθοῦ καί κακοῦ ἡ ὁποία εἶναι δική μου, ἐξετάζω τήν ὑπόσχεσί σου, καί, ἄν κρατῶ ὅσα ὑπόσχεσαι, ποῦ εἶναι ὅλη σου ἡ σύνεσι, ἀφοῦ δέν μπορεῖ νά καλύψη τήν ἀπιστία σου;”.

Αὐτά δέν τά εἶπε (ἡ Εὔα) στό φίδι, μήπως τυχόν καί τό νικοῦσε, ἀλλά ἐντατικά κάρφωσε τό βλέμμα της στό δένδρο, ὥστε γρήγορα ἡττήθηκε. ᾽Ακολουθώντας, λοιπόν, τήν ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν της καί ἐπιζητώντας τή θέωσι, πού τῆς ὑποσχέθηκε ὁ ὄφις, ἔφαγε κρυφά ἀπ᾽ τόν ἄνδρα της καί μετά ἀπ᾽ αὐτό ἔδωσε στόν ἄνδρα της κι ἐκεῖνος ἔφαγε μαζί της. Διότι, βέβαια, ἐπειδή πίστευσε ὅτι ὁ ὄφις εἶναι ἀξιόπιστος, ἔφαγε προηγουμένως (ἡ Εὔα) μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά μεταβληθῆ σέ θεότητα σέ σχέσι μ᾽ ἐκεῖνον ἀπ᾽ τόν ὁποῖο ὡς γυνή προῆλθε.

Βιαστικά ἔφαγε πρίν ἀπ᾽ τόν ἄνδρα γιά νά γίνη η κεφαλή τῆς κεφαλῆς της καί γιά νά τόν κυριεύη, αὐτόν πού εἶχε αὐτοκυριαρχία καί γιά νά γίνη ἀρχαιότερη (τοῦ ᾽Αδάμ) κατά τή θεότητα, ἐπειδή ἦταν νεότερη ὡς πρός τήν ἀνθρώπινη κατάστασί (φύσι) της.

21. Ἀφοῦ δέ ἔφαγε, οὔτε μεγαλύτερη οὔτε μικρότερη ἔγινε, οὔτε ἀπέκτησε τή διάνοιξι τῶν ὀφθαλμῶν —διότι οὔτε τή θεότητα, στήν ὁποία προσέβλεπε, ἥρπασε, οὔτε τή διάνοιξι τῶν ὀφθαλμῶν, τήν ὁποία θά εἰσήγαγε στόν παράδεισο, βρῆκε— ἐπιπλέον προσέφερε στόν ἄνδρα της καί μέ πολλά παρακάλια τόν ἔκανε νά φάη, κι ἄς μήν εἶναι γραμμένο (στή Γένεσι) ὅτι τόν παρακάλεσε. ᾽Αφοῦ δέ ἔφαγε ἡ Εὔα οὔτε μέ θάνατο πέθανε, ὅπως εἶχε πῆ ὁ Θεός, οὔτε ἀπέκτησε τή θέωσι, ὅπως εἶχε πῆ ὁ ὄφις. Διότι, ἄν εἶχε γυμνωθῆ, θά φοβόταν ὁ ᾽Αδάμ καί δέν θά ἔτρωγε, καί ἄν (ὁ ᾽Αδάμ) δέν θά εἶχε ἡττηθῆ ἀπ᾽ αὐτό πού δέν θά εἶχε φάει, ὅμως δέν θά ἦταν (καί) νικητής, ἀφοῦ δέν θά εἶχε πειρασθῆ. Διότι ἡ γυμνότητα τῆς συζύγου του θά τόν εἶχε ἐμποδίσει νά φάη, καί ὄχι ἡ ἀγάπη ἤ ὁ φόβος τοῦ ἐντολέως. Βέβαια, ἐπειδή ἔπρεπε νά δοκιμασθῆ ὁ ᾽Αδάμ γιά ἕνα χρονικό διάστημα ἀπ᾽ τίς κολακεῖες τῆς Εὔας, ὅπως ἐκείνη δοκιμάσθηκε μέ τήν ὑπόσχεσι τοῦ Σατανᾶ, πλησίασε (ἡ Εὔα) κι ἔφαγε καί δέν γυμνώθηκε.

22. ῞Οταν δέ εἶχε εἰσαγάγη (ἡ Εὔα) τόν ᾽Αδάμ στή βρῶσι, εἶπε ἡ Γραφή, “᾽Ανοίχθηκαν οἱ ὀφθαλμοί καί τῶν δύο καί συνειδητοποίησαν ὅτι εἶναι γυμνοί”(Γεν 3, 7).

᾽Ανοίχθηκαν, λοιπόν, οἱ ὀφθαλμοί τους, ὄχι γιά νά γίνουν σάν τό Θεό, ὅπως εἶχε πῆ ὁ ὄφις, ἀλλά γιά νά δοῦν τή γύμνωσί τους, ὅπως ἤλπιζε ὁ ἐχθρός. Εἶχαν ἀνοιχθῆ λοιπόν οἱ ὀφθαλμοί τους καί εἶχαν αἰχμαλωτισθῆ. Ἦταν ἀνοικτοί γιά νά διακρίνουν τά πάντα, καί εἶχαν αἰχμαλωτισθῆ γιά νά μή βλέπουν τό δένδρο τῆς ζωῆς καί τή γύμνωσί τους. Διότι καί γιά τό ἑξῆς ἀκόμη τούς φθονοῦσε ὁ ἐχθρός, ἐπειδή οἱ ἴδιοι ἦταν κυρίαρχοι ὅλων τῶν ἐπιγείων κατά τή δόξα καί τό λογικό, καί (διότι) σ᾽ ἐκείνους μόνο εἶχε δοθῆ ὡς ὑπόσχεσι ἡ αἰώνια ζωή, τήν ὁποία ἔπρεπε νά λάβουν ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς ζωῆς.

Αὐτά, λοιπόν, τά ὁποῖα εἶχαν ἤδη οἱ ᾽Αδαμῖτες καί αὐτά πού ἐπρόκειτο ν᾽ ἀποκτήσουν, φθόνησε ὁ ἐχθρός καί μέ δόλο πολέμησε καί τούς ἡφάρπαξε, μέ στιγμιαία μάχη, ὅσα μέ μακρό ἀνοικτό πόλεμο δέν θά εἶχαν ἀπολεσθῆ (γι᾽ αὐτούς).

Read more: http://www.egolpion.com/efraim_genesis_ ... z3ATqdls1p

Re: ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»

8
ΕΝΟΤΗΤΑ 7η



23. Διότι καί ἄν —ὡς ὀφειλόταν— εἶχε ἀπορριφθῆ ὁ ὄφις, θά ἔτρωγαν ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς ζωῆς καί δέν θά ἐμποδίζονταν ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς γνώσεως, διότι ἀπ᾽ τό ἕνα (δένδρο) θά εἶχαν ἐπιτύχει γνῶσι ἀπλανῆ καί ἀπ᾽ τό ἄλλο θά λάμβαναν ζωή αἰώνια· θά εἶχαν ἐπιτύχη τή θέωσι ἐν τῇ ἀνθρωπότητι καί κάτω σ᾽ αὐτό τό ἴδιο τό σῶμα τόσο τήν ἀπλανῆ σοφία ὅσο καί τήν αἰώνια ζωή εἶχαν ἀποκτήσει· μέ τίς ἴδιες ὑποσχέσεις του, λοιπόν τό φίδι (τούς) ἀφαιροῦσε ὅ,τι (στό μέλλον) θά εἶχαν (ἀποκτήσει).

Τούς ἔκανε νά πιστεύσουν ὅτι θά τό ἀποκτήσουν διά τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς, καί, ὅπως συνέβει, δέν τό ἀπέκτησαν μέ μιά τήρησι ἐντολῆς [δέν τό ἀπέκτησαν, ἀφοῦ δέν τήρησαν τήν ἐντολή].

Τούς ἐμπόδισε ἀπ᾽ τή θέωσι μέ τό νά τούς ὑποσχεθῆ θέωσι καί τούς ἐμπόδισε ἀπ᾽ τό νά φωτισθοῦν οἱ ὀφθαλμοί τους διά τῆς ὑποσχέσεως περί τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς, σ᾽ αὐτούς πού εἶχε δοθῆ σάν ὑπόσχεσι τό ἄνοιγμα τῶν ὀφθαλμῶν διά τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως.

῎Αν, ὅμως, εἶχαν θελήσει καί εἶχαν μετανοήσει μετά τήν παράβασι τῆς ἐντολῆς, ἀκόμη κι ἄν αὐτό πού ἀπέκτησαν δέν εἶχαν ἀποκτήσει· ὅ,τι εἶχαν ἐπιδιώξει πρίν ἀπ᾽ τήν παράβασι τῆς ἐντολῆς, δέν εἶχαν διακρατήσει, ὅμως τίς κατάρες τίς κυρωθεῖσες κατά τῆς γῆς καί κατά τοῦ ἑαυτοῦ τους θά (τίς) εἶχαν ἀποφύγει. Διότι ὅλη ἡ βραδύτητα πού ἐπέδειξε ὁ Θεός κατεβαίνοντας πρός ἐκείνους (ἔγινε) γιά νά τούς δώση τόπο ἀμοιβαίας διορθώσεως καί αἰτήσεως εὐσπλαχνίας πρός τόν πρός αὐτούς ἐρχόμενο κριτή. Διότι ἡ ἄφιξι τοῦ ὄφως δέν εἶχε καθυστερήσει, γιά νά μήν τυχόν ὁ πειρασμός τους ἕνεκα τῆς θέας τοῦ γοητευτικοῦ δένδρου γινόταν μεγαλύτερος. Ὁ Κριτής, ὅμως, ἄργησε νά ἔλθη πρός αὐτούς, γιά νά τούς δώση τόπο ἑτοιμασίας τῆς αἰτήσεως (συγγνώμης). ᾽Αλλ᾽ οὔτε ἡ σπουδή τοῦ πειρασμοῦ τούς ὠφέλησε, ἄν καί αὐτή ὑπῆρξε πρός ὠφέλειά τους· ἀλλά οὔτε ἀπ᾽ τήν καθυστέρησι τοῦ Κριτοῦ ὠφελήθηκαν, ἄν κι ἐκείνη ἡ ἐπιβράδυνσι ἐπίσης ἔγινε γι᾽ αὐτό τό λόγο.

24. “Καί ἤκουσαν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ περιπατοῦντος ἐν τῷ παραδείσῳ, τό δειλινόν καί ἐκρύβησαν... ἀπό προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἐν μέσῳ τοῦ ξύλου τοῦ παραδείσου”(Γεν 3, 8) (Καί τό δειλινό ἄκουσαν τή φωνή τοῦ Κυρίου, καθώς περπατοῦσε στόν Παράδεισο, καί κρύφθηκαν ἀπ᾽ Αὐτόν ἀνάμεσα στά δένδρα τοῦ Παραδείσου).

Καθόλου βέβαια δέν θέλησε νά τούς βοηθήση μόνο μέ τή μακροθυμία πού τούς παραχωρήθηκε, ἐκεῖνος πού καί μέ τόν ἦχο τῶν ποδιῶν του θέλησε νά τούς ὠφελήση. Διότι καί ἦχος ἐκπέμφθηκε ἀπ᾽ τά ἤρεμα βήματά του, γιά νά προετοιμασθοῦν (αὐτοί) μέ τόν ἦχο, γιά νά ἱκετεύσουν ἐκεῖνον, πού ἐξέπεμψε τόν ἦχο.

᾽Αλλά, ὅμως, ἐπειδή οὔτε μέ τήν ἐπιβράδυνσι (τῆς ἀφίξεώς) του, οὔτε μέ τόν ἦχο πού τούς προεκπέμφθηκε ὁδηγοῦνταν (αὐτοί) στό νά προσευχηθοῦν σ᾽ αὐτόν (τό Θεό), αὐτός χρησιμοποίησε, ἐκτός τοῦ ἤχου τῶν βημάτων του, ἀκόμη καί τή φωνή τῶν χειλέων του, καί εἶπε: “᾽Αδάμ, ποῦ εἶσαι;”. Ὁ δέ ᾽Αδάμ, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑποχρέωσι νά ὁμολογήση τό ἁμάρτημά του καί νά ζητήση ἔλεος προτοῦ ἐκδοθῆ κατ᾽ αὐτοῦ ἡ ἐτυμηγορία, εἶπε: “῎Ακουσα τή φωνή σου στόν παράδεισο καί φοβήθηκα, ἐπειδή εἶδα ὅτι εἶμαι γυμνός, καί κρύφθηκα”(Γεν 3, 9-10). Ὁ ἦχος δέ τῶν ποδῶν προπορευόμενος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος φανερωνόταν γιά νά διορθώση τούς ἀδαμῖτες, ὑπῆρξε προτύπωσι τῆς φωνῆς τοῦ ᾽Ιωάννου, πού θά ἐρχόταν πρίν ἀπ᾽ τόν Υἱό, “Κρατᾶ φτυάρι στό χέρι του καί καθαρίζει τό ἁλώνι του· τό ἄχυρο θά τό κατακαύση διά πυρός, ἐνῶ τά σιτηρά θά τά καθαρίση, γιά νά τά εἰσαγάγη στό σιτοβολῶνα του”(Μθ 3, 12· Λκ 3, 17).

25. “῎Ακουσα τή φωνή σου καί κρύφθηκα”. Εἴθε ἔστω καί τώρα νά εἶχες ἀκούσει τή φωνή του. Διότι, ἰδού, ἐνῶ σ᾽ ἔπλαθε καί σ᾽ ἔβαζε στόν παράδεισο, κι ἐνῶ σοῦ ἐνέβαλλε ὕπνο καί ἀφαιροῦσε τήν πλευρά σου καί κατασκεύαζε καί σοῦ ἔφερνε τή γυναῖκα, δέν ἄκουσες τή φωνή του; ῎Αν ἄκουσες, ἑπομένως, μόλις τώρα τή φωνή του, νά κατανοήσεις, ἔστω καί τώρα, αὐτή τή φωνή τῶν βημάτων, ἡ ὁποία σοῦ δόθηκε, νά τήν ἀκούσης, γιά νά κινηθοῦν τά χείλη σου σέ ἱκεσία. Πές, λοιπόν, σ᾽ ᾽Εκεῖνον, πρίν σέ ρωτήση γιά τό πλησίασμα τοῦ ὄφεως καί γιά τήν παράβασι τή δική σου καί τῆς Εὔας, ἐπειδή ἡ τυχόν ὁμολογία τῶν χειλέων σας θά σᾶς καθαρίση ἀπ᾽ τίς ἁμαρτίες τίς ὁποῖες (διέπραξαν) τά δάκτυλά σας, δρέποντας τόν καρπό. ᾽Αμέλησαν, ὅμως, νά ἐξομολογηθοῦν τό τί ἔπραξαν, καί νά ποῦν αὐτά, τά ὁποῖα ἔγιναν ἀπ᾽ αὐτούς, σ᾽ Αὐτόν ὁ ὁποῖος τά ξέρει ὅλα.

26. “Ἀδάμ, ποῦ εἶσαι;”. Στή θέωσι, πού σοῦ ὑποσχέθηκε ὁ ὄφις, ἤ ὑποταγμένος στό θάνατο, τόν ὁποῖο σοῦ προανήγγειλα (ὅτι θ᾽ ἀποκτήσης), ἄν προσβλέψης στούς καρπούς; Σκέψου ὦ ᾽Αδάμ, ἄν στή θέσι τοῦ πάντων ἀχρειοτάτου ὄφεως, πού σέ πλησίασε, ἐρχόταν ἕνας ἄγγελος ἤ ἄλλος θεός, μήπως ἔπρεπε νά περιφρονήσης τήν ἐντολή ᾽Εκείνου, πού σοῦ εἶχε δώσει ὅλα αὐτά, καί νά ἀκούσης τίς ὑποσχέσεις αὐτοῦ ἀκριβῶς πού δέν σοῦ εἶχε κάνει μέχρι τώρα κανένα καλό;

Κακό θεωρεῖς Αὐτόν πού σέ εἶχε πλάσει ἐκ τοῦ μηδενός καί σέ εἶχε κάνει δεύτερο θεό ἐπί τῆς δημιουργίας;

Καί ἀγαθό θεωρεῖς αὐτόν πού μόνο παχειά λόγια σοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ; Καί ἄν μέ θαυμαστή δύναμι εἶχε ἔλθει σ᾽ ἐσένα ἄλλος θεός καί δέν ἔπρεπε νά συγκατατεθῆς στήν ὑπόσχεσί του, πόσο μᾶλλον (τώρα) πού σέ πλησίασε ὄφις χωρίς δυνάμεις οὔτε θαύματα. Καί μέ τό γυμνό λόγο, πού σοῦ εἶπε (ὁ ὅφις), ἔκανες τό Θεό σου ψεύτη, καί ἀξιόπιστο αὐτόν πού σέ ἐξαπάτησε. Ψεύτη ἔκανες τόν Εὐεργέτη σου, ὁ Ὁποῖος σέ ἔκανε κύριο τοῦ σύμπαντος· ἀξιόπιστο δέ ἔκανες τό δολερό πού μέ τούς δόλους του σοῦ ἡφάρπαξε τήν παγκόσμια κυριαρχία σου.

῎Αν, ὅμως, ὁ ὄφις εἶχε ἐμποδισθῆ νά ἔλθη πρός τόν ᾽Αδάμ γιά νά τόν πειράξη, ὅσοι σήμερα μεμψιμοιροῦν γιά τόν ἐρχομό του, οἱ ἴδιοι θά κατηγοροῦσαν ὅτι ἐμποδίσθηκε αὐτός (ὁ ὄφις) νά ἔλθη. Διότι θά ἔλεγαν ὅτι ἀπό φθόνο ἐμποδίσθηκε νά ἔλθη ὁ ὄφις, γιά νά μήν ἀποκτήση (ὁ ᾽Αδάμ) μέ στιγμιαῖο πειρασμό τήν αἰώνια ζωή. ῞Οσοι πάλι λένε ὅτι δέν θά εἶχε πλανηθῆ ὁ ᾽Αδάμ, ἄν ὁ ὄφις δέν εἶχε ἔλθει, οἱ ἴδιοι θά ἔλεγαν: “Διότι καί ἄν εἶχε ἔλθη ὁ ὄφις, ὁ ᾽Αδάμ δέν θά εἶχε ἁμαρτήσει”. ῞Οπως, ὅμως, φρονοῦν ὅτι αὐτοί θά ἔπρατταν ὀρθῶς, οἱ λέγοντες: ᾽Εάν ὁ ὄφις δέν εἶχε ἔλθει, οἱ ᾽Αδαμῖτες δέν θά ἐπλανῶντο, τόσο περισσότερο ὅσο θά νόμιζαν ὅτι αὐτοί ἄριστα πράττουν ὅταν λένε: “῎Αν εἶχε ἔλθει ὁ ὄφις στούς ᾽Αδαμῖτες, δέν θά τούς εἶχε παρασύρει”.

Διότι, ποιός θά πίστευε παρά μόνο ἐπειδή τοῦτο συνέβη ὅτι θά συνέβαινε ὁ Ἀδάμ νά ὑπακούση στό φίδι, εἴτε ὅτι ἡ Εὔα θά ἔδινε συγκατάθεσι στό ἑρπετό;

27. “῎Ακουσα τή φωνή Σου... φοβήθηκα... καί κρύφθηκα”, λέει, παρακάμπτοντας τό ζητούμενο καί ἀντί γι᾽ αὐτό λέγοντάς του κάτι πού δέν ἦταν τό ζητούμενο. Διότι, βέβαια, αὐτός πού ὤφειλε νά ἐξομολογηθῆ ὅ,τι εἶχε κάνει —πρᾶγμα πού θά τόν ὠφελοῦσε— διηγεῖται τί τοῦ συνέβη, πρᾶγμα πού δέν ὠφελεῖ. Τοῦ εἶπε ὁ Θεός, “Ποιός σοῦ ἔδειξε ὅτι εἶσαι γυμνός; ᾽Ιδού, ἔφαγες ἀπ᾽ τό δένδρο ἀπ᾽ τό ὁποῖο σέ εἶχε συμβουλεύσει νά μή φᾶς”(Γεν 3, 11). Εἶδες τή γυμνότητά σου μέ τήν ὅρασι πού σοῦ ἔδωσε τό δένδρο, μ᾽ ἐκείνη ἀναμφίβολα μέ τήν ὁποία σοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ (ὁ ὄφις) (ὅτι θ᾽ ἀποκτήσης) τήν ἔνδοξη ὄψι τῆς θεότητος. Πάλι ἀμέλησε ὁ ᾽Αδάμ νά ὁμολογήση τό ἁμάρτημά του καί κατηγοροῦσε τήν ὅμοιά του γυναῖκα: “Ἡ γυναῖκα πού μοῦ ἔδωσες, ἐκείνη μοῦ ἔδωσε καί ἔφαγα”(Γεν 3, 12).

Δέν πλησίασα, λέει, ἐγώ τό δένδρο, οὔτε τό χέρι μου τόλμησε ν᾽ ἁπλωθῆ σ᾽ αὐτό. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ᾽Απόστολος εἶπε, “Ὁ ἴδιος ὁ ᾽Αδάμ δέν ἁμάρτησε· ἡ Εὔα παραβίασε τήν ἐντολή”(Α´ Τιμ 2, 14). Καί ἄν (ὁ Θεός) σοῦ ἔδωσε, ὦ ᾽Αδάμ, τή γυναῖκα ὡς βοηθό, σοῦ τήν ἔδωσε ὄχι δέ πρός βλάβην (σου) καί (σοῦ τήν ἔδωσε) σάν αὐτή πού θά δέχεται διαταγές (σου) καί ὄχι (σάν αὐτή πού) θά σέ διατάζη.

28. Ἐπειδή, ὅμως, ὁ ᾽Αδάμ δέν ἤθελε νά ἐξομολογηθῆ τήν ἁμαρτία του, κατέβηκε ὁ Θεός γιά νά ρωτήση τήν Εὔα καί τῆς εἶπε, “Γιατί τό ἔκανες αὐτό;”. Καί ἡ Εὔα, ἡ ὁποία ὄφειλε μέ τά δάκρυά της νά (τόν) ἱκετεύση, ἀναλαμβάνοντας (τήν εὐθύνη γιά) τό ἁμάρτημά της, μήπως καί τῆς δινόταν ἔλεος σ᾽ αὐτή καί στόν ἄνδρα, τί ἄραγε ἀπάντησε καί εἶπε; (Μήπως εἶπε) ὁ ὄφις μοῦ ὑπεσχέθη, ἤ, μέ ἔθελξε; (Κάθε ἄλλο) ἀλλά ἀνοικτά εἶπε, “Τό φίδι μέ ἀπάτησε καί (γι᾽ αὐτό) ἔφαγα”(Γεν 3, 13).

᾽Αφοῦ δέ ἀμφότεροι ρωτήθηκαν καί βρέθηκαν στερημένοι συντριβῆς καί ἀληθινῆς συγγνώμης, κατέβηκε ὁ Θεός πρός τόν ὄφι, ὄχι ρωτώντας (τον) ἀλλ᾽ ἐκφέροντας τή δικαστική (του) ἀπόφασι. Διότι, ὅπου ὑπῆρχε τόπος μετανοίας, ὁ Θεός εἶχε χρησιμοποιήσει τήν ἐρώτησι, ἀλλά πρός αὐτόν πού ἦταν ἀλλότριος μετανοίας χρησιμοποίησε τήν καταδίκη. Καί γιά νά γνωρίσης ὅτι ὁ ὄφις δέν μποροῦσε νά μετανοήση, ὅταν ὁ Θεός τοῦ ἔλεγε: “᾽Επειδή ἔκανες αὐτό, θά εἶσαι καταραμένος μπροστά ἀπό ὅλα τά ζῶα”(Γεν 3, 14), δέν εἶπε (ὁ ὄφις) ὅτι αὐτός (ὁ ὄφις) δέν τό ἔκανε, ἐπειδή φοβόταν νά ψευσθῆ, οὔτε (καί) ὁμολόγησε ὅτι τό ἔκανε, διότι ἦταν ξένος πρός τή μετάνοια. Θά εἶσαι καταραμένος μπρός σ᾽ ὅλα τά ζῶα, γιατί ἐξαπάτησες τούς κυρίους ὅλων τῶν ζώων. Καί σύ, πού ἤσουν φρονιμότερος ἀπ᾽ ὅλα τά ζῶα, θά εἶσαι καταραμένος μπρός σέ ὅλα τά ζῶα, καί θά περπατᾶς πάνω στήν κοιλιά σου, γιατί, ἐξαιτίας σου μπῆκαν στό γένος τῶν γυναικῶν οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ. Καί ὅλες τίς μέρες τῆς ζωῆς σου θά τρῶς χῶμα, ἐπειδή στέρησες τούς ᾽Αδαμῖτες ἀπ᾽ τή βρῶσι τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς. Καί θά θέσω ἔχθρα ἀνάμεσα σ᾽ ἐσένα καί στή γυναῖκα καί ἀνάμεσα στό σπέρμα σου καί στό δικό της, διότι μέ τήν ἀπατηλή σου ἀγάπη, τήν ἐξαπάτησες καί ὑπέταξες στό θάνατο ἐκείνη καί τούς ἀπογόνους της. Δείχνει δέ τήν ἔχθρα πού μπῆκε ἀνάμεσα στόν ὄφι καί στή γυναῖκα καί ἀνάμεσα στό σπέρμα της και στό σπέρμα ἐκείνου καί εἶπε: “Τό δικό σου κεφάλι θά τό σπάση, γιατί θέλησες νά ξεφύγης ἀπ᾽ τή δουλεία τοῦ σπέρματός της. Καί σύ θά τρώσης ἐκεῖνο (δηλ. τό σπέρμα της) ὄχι στήν ἀκοή, ἀλλά στήν πτέρνα”.

30. ῎Αν δέ καί βγῆκε δικαίως ἡ δικαστική ἀπόφασι κατά τοῦ ὄφεως —διότι ἡ καταδίκη ἐπιπίπτει ὅπου ὑπῆρξε ὡς αἰτία της τό πταῖσμα— ὅμως, αὐτή ὑπῆρξε μόνο (ἡ αἰτία), γιατί ἄραγε ν᾽ ἀρχίση (ὁ Θεός) ἀπ᾽ αὐτόν τόν ἀχρειότατο, ἀφοῦ ἡ Δικαιοσύνη εἶχε καταπραΰνει τήν ὀργή Του κατ᾽ αὐτοῦ, ἴσως νά φοβοῦνταν οἱ ᾽Αδαμῖτες καί νά μετανοοῦσαν, καί νά γινόταν τόπος χάριτος πρός συγχώρησι ἐκείνων (καί πρός ἀπαλλαγή τους) ἀπ᾽ τίς κατάρες τῆς δικαιοσύνης. ᾽Επειδή δέ τό φίδι ἔγινε ἀντικείμενο κατάρας καί οἱ ᾽Αδαμῖτες δέν παρακαλοῦσαν (τό Θεό), ἦλθε (ὁ Θεός) γιά νά ἐπιβάλη ποινή. Ἦλθε πρός τήν Εὔα, ἐπειδή ἀκόμη μέσῳ αὐτῆς διαβιβάσθηκε ἡ ἁμαρτία στόν ᾽Αδάμ. ῞Ορισε, λοιπόν, κατά τῆς Εὔας λέγοντας: “Πληθύνων πληθυνῶ τάς λύπας σου καί τόν στεναγμόν σου· ἐν λύπαις τέξῃ τέκνα”(Γεν 3, 16) (Θά πληθύνω τίς θλίψεις σου· μέ πόνους θά γεννᾶς παιδιά).

Λοιπόν, ἄν καί ἡ Εὔα θά γεννοῦσε ἐξαιτίας τῆς εὐλογίας γιά τοκετό, τήν ὁποία μαζί μέ ὅλα τά ζῶα (αὐτή) εἶχε λάβει, ὅμως δέν θά εἶχε πολλούς τοκετούς (ἐάν δέν μεσολαβοῦσε ἡ παρακοή), διότι θά ἦταν ἀθάνατοι ἐκεῖνοι τούς ὁποίους θά γεννοῦσε.

Θά ἦταν (ἡ ἴδια) ἀπαλλαγμένη ἀπ᾽ τούς πόνους τοῦ τοκετοῦ τους καί ἀπ᾽ τή μομφή γιά (κακή) ἀνατροφή τους, καί ἀπό θρήνους ἐξαιτίας θανάτου τους. Καί πρός τόν ἄνδρα θά στραφῆς, πρός λῆψι συμβουλῆς καί ὄχι πρός παροχή (συμβουλῆς). Καί αὐτός ὁ ἴδιος θά σέ κυριεύη, ἐπειδή ἤλπισες ὅτι ἐφεξῆς μέ τή βρῶσι τοῦ καρποῦ θά κυριαρχῆς σ᾽ αὐτόν.

31. Ἀφοῦ, ἐπίσης, ὅρισε στήν Εὔα καί στόν ᾽Αδάμ (τίς ἀποφάσεις Του), ἐπειδή δέν φανέρωναν μετάνοια, στράφηκε καί πρός ἐκεῖνον, προκειμένου νά ἐκδώση καταδικαστική ἀπόφασι καί εἶπε: “᾽Επειδή παρασύρθηκες ἀπ᾽ τή φωνή τῆς γυναικός σου κι ἔφαγες ἀπ᾽ τό δένδρο, ἀπ᾽ τό ὁποῖο σοῦ εἶχα πεῖ νά μή φᾶς, ἡ γῆ ἐξαιτίας σου θά εἶναι καταραμένη”(Γεν 3, 17).

Μολονότι δέ ἡ γῆ πού δέν ἁμάρτησε ἐπλήγη ἐξ ἀμοιβαιότητος πρός τόν ἁμαρτήσαντα ᾽Αδάμ, ὅμως, (ὁ Θεός) κάνει νά πάθη ὁ ἀπαθής ᾽Αδάμ διά κατάρας κατά ἀπαθοῦς πράγματος (τῆς γῆς): διότι μ᾽ αὐτή, πού ἦταν καταραμένη, ἔλαβε κατάρα ἐκεῖνος πού δέν ἦταν καταραμένος. Δέν διέφυγε, ὅμως, (ὁ ᾽Αδάμ) ἀπ᾽ τήν ἐκδοθεῖσα ἀπόφασι γιά κατάρα κατά τῆς γῆς, ἐπειδή κατ᾽ αὐτοῦ ὅρισε (ὁ Θεός), λέγοντας, “Μέ κόπους θά τρῶς (ἐξ) αὐτῆς, ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου, μετά τή (μή τηρηθεῖσα) ἐντολή. ᾽Εκείνη, (ἀπό) τήν ὁποία χωρίς κόπους θά εἶχες φάη, ἄν τηροῦσες τήν ἐντολή, θά βλαστήση πρός λύπη σου ἀγκάθια καί τριβόλους, μετά τό ἁμάρτημα, τά ὁποῖα (βλαστήματα), ἐκείνη (ἡ γῆ) δέν θά εἶχε παραγάγει, ἄν δέν λάμβανε χώρα ἡ ἁμαρτία. Θά φᾶς τό χόρτο τοῦ ἀγροῦ, διότι καταφρόνησες, ἐξαιτίας τῶν λίγων γλυκόλογων τῆς συζύγου σου, τούς ἐπιθυμητούς καρπούς τοῦ παραδείσου.

Καί μέ τόν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου σου θά τρῶς τό ψωμί σου, ἐπειδή δέν σοῦ ἄρεσε νά καρπώνεσαι χωρίς κόπο τίς τέρψεις μέσα στόν κῆπο. Αὐτά δέ νά σοῦ συμβαίνουν μέχρι πού νά ἐπιστρέψης στή γῆ, ἀπ᾽ τήν ὁποία ἐλήφθης, ἐπειδή καταφρόνησες στιγμιαία ἐντολή, ἡ ὁποία θά σοῦ εἶχε δώσει αἰώνια ζωή μέσῳ τοῦ καρποῦ τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς, τό ὁποῖο σοῦ ἦταν ἐπιτετραμμένο νά φᾶς.

Κι ἐπειδή προέρχεσαι ἀπ᾽ τή γῆ καί τό ξέχασες (αὐτό), θά ἐπιστρέψης στή γῆ σου καί διά τῆς εὐτελείας σου θά μάθης τί πράγματι εἶσαι”.

32. Ἐπίσης ὁ Σατανᾶς, ὁ ὁποῖος ἐπί ἕξι ἡμέρες μαζί μέ τήν ἄβυσσο, μέσα στήν ὁποία δημιουργήθηκε, ἐκεῖνος πού μέχρι τήν ἕκτη ἡμέρα ἦταν ὡραῖος, ὅπως ὁ ᾽Αδάμ καί ἡ Εὔα, οἱ ὁποῖοι μέχρι τό χρόνο τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς ἦταν ὡραῖοι, ὁ Σατανᾶς, λοιπόν, ὁ ὁποῖος αὐτή τήν ἡμέρα κρυφίως ἔγινε σατανᾶς, τήν ἴδια αὐτή, ἡμέρα ἐπίσης, κρυφίως δικάσθηκε καί καταδικάσθηκε. Διότι δέν θέλησε (ὁ Θεός) νά γνωστοποιήση τήν κρίσι του ἐνώπιον ἐκείνων πού δέν εἶχαν ἀντιληφθῆ τόν ὑπ᾽ αὐτοῦ (τοῦ Σατανᾶ) πειρασμό. Διότι εἶπε ἡ γυνή, ὁ ὄφις εἶναι πού μέ ἐξαπάτησε καί ὄχι ὁ Σατανᾶς. ᾽Εκρίθη, λοιπόν, μυστικῶς καί μαζί του καταδικάσθηκαν ὅλες οἱ στρατιές του.

᾽Επίσης δέ, ἐπειδή, βέβαια, τό ἁμάρτημα ἦταν μεγάλο, καί καθένας τους ἀπ᾽ Αὐτόν (τόν Θεό) θά ἐλάμβανε ἄνιση ποινή, (γι᾽ αὐτό), ὅπως κυρώθηκαν οἱ πόνοι τοῦ τοκετοῦ κατά τῆς Εὔας καί τῶν θυγατέρων της, καί ὅπως κυρώθηκαν οἱ μόχθοι καί ὁ θάνατος κατά τοῦ ᾽Αδάμ καί τῶν υἱῶν του καί ὅπως κυρώθηκε κατά τοῦ ὄφεως νά περιφρονῆται ὁ ἴδιος καί κάθε ἀπόγονός του, ἔτσι κυρώθηκε κατ᾽ ἐκείνου πού ἦταν μέσα στό φίδι, νά πορεύεται στό πῦρ μαζί μέ ὅλα τά στρατεύματά του. Διότι ὁ Κύριός μας μέ τήν Καινή Διαθήκη φανέρωσε ὅ,τι ἦταν κρυμμένο στήν Παλαιά Διαθήκη καί εἶπε, “Περί δέ κρίσεως, ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται”(᾽Ιω 16, 11) (Καί περί κρίσεως, διότι ὁ ἄρχοντας αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἔχει καταδικασθῆ καί ὑποστῆ τιμωρία).

33. Ἀφοῦ ἔκανε λόγο γιά τήν καταδίκη πού εἰσέπραξαν, πειραστής καί πειρασθέντες, γράφει: “᾽Εποίησε Κύριος ὁ Θεός τῷ ᾽Αδάμ καί τῇ γυναικί αὐτοῦ χιτῶνας δερματίνους καί ἐνέδυσεν αὐτούς” (῎Εφτιαξε ὁ Κύριος δερμάτινους χιτῶνες γιά τόν ᾽Αδάμ καί τή γυναῖκα του καί τούς ἔντυσε μ᾽ αὐτούς). Οἱ χιτῶνες, ὅμως, αὐτοί εἴτε εἶναι ἀπό δέρματα ζώων, εἴτε δημιουργήθηκαν ὅπως τά ἀγκάθια καί οἱ τρίβολοι, πού δημιουργήθηκαν ἀφοῦ συμπληρώθηκαν τά ἔργα (τῆς δημιουργίας). ᾽Επειδή λέχθηκε, “᾽Εποίησε Κύριος ὁ Θεός... καί ἐνέδυσεν αὐτούς”, εἶναι πιθανό ὅτι ἐκεῖνοι (οἱ ᾽Αδαμῖτες), θέτοντας τά χέρια τους πάνω στά φύλλα, παρατήρησαν ὅτι ἐνδύθηκαν μέ δερμάτινους χιτῶνες. ῎Αραγε ἐνώπιον τῶν ἴδιων (τῶν ᾽Αδαμιτῶν) φονεύθηκαν τά ζῶα, γιά νά τραφοῦν (αὐτοί) μέ τή σάρκα τους (τῶν ζώων) καί γιά νά καλύψουν μέ δέρματα τή γύμνια τους, ἡ ὁποῖα τούς προκαλοῦσε ντροπή, καί γιά νά δοῦν τό θάνατο τοῦ σώματός τους μέσῳ τοῦ θανάτου αὐτῶν (τῶν ζώων).

34. Ἀφοῦ δέ συμπληρώθηκαν ὅλα αὐτά, εἶπε: “᾽Ιδού ὁ ᾽Αδάμ ἔγινε ὡς εἷς ἐξ ὑμῶν, γνωρίζων τό ἀγαθόν καί τό κακόν” (Ὁ ᾽Αδάμ ἔγινε σάν ἕνας ἀπό ἐμᾶς, γνωρίζοντας τό ἀγαθό καί τό κακό). Μέ αὐτό δέ τό ὁποῖο εἶπε, “῎Εγινε ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν”, ἄν καί ἀποκάλυπτε (ὁ Θεός), ἔστω καί μυστηριωδῶς τήν Τριάδα, ὁ Θεός, ὅμως, εἰρωνευόταν τόν ᾽Αδάμ, στόν ὁποῖο εἶχε λεχθῆ (ἀπ᾽ τό Σατανᾶ): “Θά εἶσθε ὡς ὁ Θεός, γνωρίζοντας τό ἀγαθό καί τό κακό”. (Εἶναι ἀληθές), βέβαια, ὅτι οἱ ᾽Αδαμῖτες τά γνώρισαν ἐκεῖνα τά δύο ἐξαιτίας τῆς βρώσεως τοῦ καρποῦ· διότι καί πρό τοῦ καρποῦ μόνο δι᾽ ἔργου καταλάβαιναν τό ἀγαθό καί ἄκουγαν γιά τό κακό διαμέσου τοῦ ἀγαθοῦ· ἀφοῦ, ὅμως, ἔφαγαν, ἔγινε μετατροπή, οὕτως ὥστε διά ψιθύρων ν᾽ ἀκοῦν γιά τό ἀγαθό, δι᾽ ἔργου δέ νά γεύωνται τό κακό, διότι ἀπομακρύνθηκε ἀπ᾽ αὐτούς ἡ δόξα, μέ τήν ὁποία ἦταν ντυμένοι καί κυριάρχησαν πάνω τους οἱ μόχθοι, οἱ ὁποῖοι προηγουμένως ἀποχωροῦσαν ἀπ᾽ αὐτούς.

35. “Καί τώρα γιά νά μήν ἁπλώση τό χέρι του καί δρέψη ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς ζωῆς καί φάη καί ζήση αἰωνίως”. Διότι, ἐπίσης, ἄν τόλμησε νά φάη ἀπό ἐκεῖνο (τό δένδρο) τοῦ ὁποίου ἡ βρῶσι τοῦ ἦταν ἀπαγορευμένη, πόσο μᾶλλον σπεύδει πρός αὐτό τό δένδρο, πού δέν τοῦ ἦταν ἀπαγορευμένο; ᾽Επειδή ὅμως, βγῆκε καταδικαστική διαταγή κατ᾽ ἐκείνων νά ζοῦν μέ κόπο καί ἱδρῶτα καί μόχθους καί πόνους (ὑπῆρχε φόβος), μήπως τυχόν τρώγοντας ἀπ᾽ αὐτό τό δένδρο, ζοῦν αἰώνια καί παραμένουν σ᾽ αὐτή τήν ἐπίμοχθη ζωή αἰώνια, (γι᾽ αὐτό) τούς ἐμπόδισε (ὁ Θεός), αὐτούς πού εἶχαν ντυθῆ σάν ροῦχο τήν κατάρα, ἀπ᾽ τή βρῶσι ἐξ ἐκείνου (τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς), τό ὁποῖο (δένδρο) σκόπευε νά τούς τό δώση, σ᾽ αὐτούς δηλ. πού (πρίν τήν παράβασι) ἦταν ντυμένοι μέ δόξα καί πού (αὐτό) τούς ἀφαιρέθηκε διά τῆς κατάρας.

Γιά νά μή γίνη, λοιπόν, ἐκεῖνο τό ζωοποιό δῶρο (εἰς διαιώνισι) τοῦ μόχθου καί ὅ,τι εἶχαν λάβει ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς ζωῆς γίνη γι᾽ αὐτούς κάτι τό χειρότερο ἀπ᾽ ὅ,τι εἶχαν ἀποκτήσει ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς γνώσεως, διότι ἀπ᾽ αὐτό (τό δένδρο τῆς γνώσεως) εἶχαν ἀποκτήσει (μόνο) ἐφήμερους μόχθους, (ὑπῆρχε ὁ φόβος μήπως) τοῦτο (τό δένδρο τῆς ζωῆς) κάνη τούς πρόσκαιρους μόχθους αἰώνιους· ἀπό ἐκεῖνο (τό δένδρο τῆς γνώσεως) ὑποτάχθηκαν στό θάνατο, ὁ ὁποῖος λύνει τά δεσμά τῶν μόχθων τους, ἐνῶ αὐτό (τό δένδρο τῆς ζωῆς) θά τούς ἔκανε στή ζωή τους ἐνταφιασμένους ζωντανούς νεκρούς, ἀφοῦ αἰωνίως θά τούς εἶχε κάνει σταυρωθέντες διά τῶν μόχθων τους· τούς ἐμπόδιζε, λοιπόν, ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς ζωῆς, διότι βέβαια πάνω στήν καταραμένη γῆ ἔπρεπε νά ἐπιτραπῆ μιά ζωή ὄχι μέ ἄφθονες τέρψεις, οὔτε (πάλι) ἔπρεπε νά βρίσκεται ἡ αἰώνια ζωή μέσα σ᾽ ἕνα κόσμο φευγαλέο. ᾽Εάν εἶχαν φάει τό ἄλλο (τό τῆς ζωῆς, πρίν τήν παράβασι) θά εἶχε συμβεῖ ἕνα ἀπ᾽ τά δύο: “εἴτε ἡ ἀπόφασι τοῦ θανάτου θά ἀποδεικνυόταν ψευδής, εἴτε ἡ ζωοποιός δύναμι τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς θά εἶχε ἐξελεγχθῆ ψευδής”. Γιά νά μή γίνη, λοιπόν, ἄκυρη ἡ ἀπόφασι περί θανάτου καί μολυνθῆ διά ψεύδους ἡ ζωοποιοῦσα δύναμι τοῦ δένδρου τῆς ζωῆς, (ὁ Θεός) ἐμποδίζει στό ἑξῆς τόν ᾽Αδάμ, γιά νά μήν τυχόν ἐπιπλέον φανερωθῆ βλάβη προερχόμενη ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς ζωῆς, ὅπως ἀπ᾽ τό δένδρο τῆς γνώσεως (αὐτός) βλάφθηκε. Δηλ. “᾽Εξαπέστειλεν αὐτόν Κύριος ὁ Θεός... ἐργάζεσθαι τήν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη”(Γεν 3, 23) (Τόν ἀπέστειλε νά ἐργάζεται στή Γῆ, ἀπ᾽ τήν ὁποία τόν δημιούργησε), πάλι γιά νά λάβη εὐεργεσία ἀπ᾽ τήν κοπιαστική ζωή, ἐκεῖνος πού ἔλαβε βλάβη ἀπ᾽ τήν ἡσυχία τοῦ κήπου.

36. Γιά δέ τήν ἔξοδο ἀπ᾽ τόν παράδεισο, γράφθηκε, “(ὁ Θεός) ἔκανε ὥστε πρός τήν ἀνατολική πλευρά τοῦ παραδείσου τῆς ᾽Εδέμ νά περιστρέφεται ἕνα Χερουβίμ καί ὀξύτητα ξίφους περιστρεφομένου, γιά τή φύλαξι τῆς ὁδοῦ πρός τό δένδρο τῆς ζωῆς”. Τό περίφραγμα αὐτοῦ ἦταν ζῶν, διότι ἀφ᾽ ἑαυτοῦ κυκλοφοροῦσε γιά τή φύλαξι τῆς ὁδοῦ πρός τό δένδρο τῆς ζωῆς καί (πρός παρεμπόδισι) ὁποιουδήποτε θά ἤθελε νά τολμήση νά δρέψη τόν καρπό του. Διότι θά ἀφάνιζε μέ τήν κόψι τοῦ ξίφους του ὁποιονδήποτε θνητό, πού θά πορευόταν πρός ἁρπαγήν τῆς αἰωνίας ζωῆς γιά τόν ἑαυτό του.

Re: ΑΓΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ «ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΕΙΣ ΤΗ ΓΕΝΕΣΗ»

9
ΕΝΟΤΗΤΑ 8η



Τμῆμα Γ´

1. Καί ἀφοῦ εἶπε (ἡ Γραφή) γιά τήν ἔξοδο τοῦ ᾽Αδάμ ἀπ᾽ τόν κῆπο καί γιά τό Χερουβείμ καί γιά τήν κόψι τοῦ ξίφους ἀπ᾽ τό ὁποῖο φυλασσόταν ὁ παράδεισος, πάλι ἔγραψε γιά τή γέννησι τοῦ Κάιν καί τοῦ ῎Αβελ καί γιά τίς προσφορές τους λέγοντας τά ἑξῆς: “Καί γνώρισε (ἐρωτικά) ὁ Ἀδάμ τήν Εὔα καί αὐτή γέννησε τόν Κάιν καί εἶπε: ῾Γέννησα ἄνθρωπο ὄχι διά τοῦ ᾽Αδάμ —ὁ ὁποῖος συνευρέθη μ᾽ ἐμένα— ἀλλά διά τοῦ Κυρίου —ὁ ὁποῖος ἔπλασε τόν υἱό μου στή μήτρα μου᾽. Καί πάλι γέννησε τόν ῎Αβελ, καί αὐτός ὑπῆρξε ποιμένας προβάτων, ἐνῶ ὁ Κάιν ἦταν γεωργός.”(Γεν 4, 1-2).

2. Ὁ ῎Αβελ, ὅμως, προσέφερε μέ διάκρισι, ἐνῶ ὁ Κάιν χωρίς διάκρισι. Ὁ ῎Αβελ διάλεξε καί προσέφερε ἀπ᾽ τά πρωτότοκα καί τά λιπαρά. Ὁ Κάιν, ὅμως, ἐάν εἶχε προσφέρει δημητριακά καί ἐάν μαζί μέ αὐτά εἶχε προσφέρει ὅσους καρπούς βρέθηκαν ὥριμοι κατά τό χρονικό διάστημα (τῆς συγκομιδῆς) τῶν δημητριακῶν καί μολονότι ἡ προσφορά του ὑπῆρξε κατώτερη αὐτῆς τοῦ ἀδελφοῦ του, ἐάν δέν εἶχε προσφέρει αὐτή ἀμελῶς θά εἶχε γίνει (αὐτή ἡ προσφορά) δεκτή ὅπως τοῦ ἀδελφοῦ του, διότι (ἐάν ὅλα αὐτά συνέβαιναν), τότε καί οἱ δύο ἀδελφοί μέ προθυμία θά εἶχαν κάνει τίς προσφορές τους.

Ὁ ἕνας εἶχε προσφέρει ἀπ᾽ τούς ἀμνούς τοῦ κοπαδιοῦ του καί ὁ ἄλλος ἀπ᾽ τούς καρπούς τῆς γῆς εἶχε. ᾽Επειδή ὁ Κάιν μέ καταφρόνησι ἔκανε τήν πρώτη του προσφορά, (ὁ Θεός) δέν θέλησε νά τή δεχθῆ ἀπ᾽ αὐτόν, γιά νά τόν διδάξη μέ ποιό τρόπο ἔπρεπε νά εἶχε προσφερθῆ (αὐτή). Διότι ὁ Κάιν διέθετε ταύρους καί δαμάλες, οὔτε τοῦ ἔλειπαν τά ζῶα καί τά πτηνά, γιά νά τά προσφέρη· ἀλλά δέν τά προσέφερε τήν ἡμέρα τῶν ἀπαρχῶν, κατά τήν ὁποία προσέφερε τά γεννήματα τῆς γῆς του. Ποιά ἄραγε ζημιά θά εἶχε αὐτός, ἐάν εἶχε προσφέρει καλά σιτηρά ἤ ἐάν εἶχε διαλέξει ἀπ᾽ τούς καλύτερους τῶν δένδρων; Τοῦτο λοιπόν δέν τό ἔπραξε, ἄν καί ἦταν εὔκολο, κάθε ἄλλο βέβαια (τό ἔπραξε) σάν νά λυπόταν τά δημητριακά ἤ τούς καλούς καρπούς, (ἀλλά) στή συνείδησί του ἐνῶ προσέφερε δέν ὑπῆρχε ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία καθιστᾶ εὐάρεστες τίς προσφορές· καί ἐπειδή καταφρονώντας ἔκανε τήν προσφορά, ὁ Θεός τόν ἀπέρριψε, γιά νά μή νομίζη ὁ Κάιν, ὅτι ὁ Θεός, εἴτε ἀγνοοῦσε τήν καταφρόνησί του, εἴτε προτιμοῦσε τίς προσφορές καί ὄχι αὐτόν πού τίς κάνει.

3. Ἀπορρίπτει, λοιπόν, ὁ Θεός τήν προσφορά του, γιά ὅ,τι (ὁ Κάιν) ἔκανε καί γιά ὅ,τι ἔμελλε νά κάνη: διότι (ὁ Κάιν) ἦταν κακός πρός τούς γονεῖς του καί ἁψύς πρός τόν ἀδελφό του καί ἀμελής στή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ προσφορά, λοιπόν, τοῦ ῎Αβελ ἔγινε δεκτή ἐξαιτίας τῆς διακρίσεως του· καί ἡ προσφορά τοῦ Κάιν ἀπορρίφθηκε, ἐξαιτίας τῆς καταφρονήσεως πού αὐτός ἐπέδειξε.

Ὁ Κάιν σκυθρώπασε ὄχι ἐπειδή εἶχε ἀπορριφθῆ ἡ θυσία του, —ἀφοῦ μποροῦσε μέ ἐκλεκτή προσφορά νά ἐξιλεώση Αὐτόν τόν ὁποῖο εἶχε ἐξοργίσει μέ τήν εὐτελῆ προσφορά—, ἀλλά βέβαια δέν σκυθρώπασε ἡ ὄψι του ἐπειδή ὀ ἴδιος ἀπορρίφθηκε· διότι ἦταν εὔκολο νά προσφέρη σ᾽ Αὐτόν αἴτησι, ἀφοῦ εἴτε εἶχε γίνει δεκτή ἡ ἐπιλεγεῖσα προσφορά πού εἶχε κάνει, εἴτε δέν εἶχε γίνει δεκτή, ὅμως, ὁ ἴδιος θά εἶχε δείξει τή θέλησί του· καί ἀντιστρόφως, εἴτε εἶχε εἰσακούσει ὁ Θεός, εἴτε δέν εἶχε εἰσακούσει τήν αἴτησί του, ὅμως θά εἶχε δεῖ τή συγγνώμη του. ᾽Επειδή δέ οὔτε ἐκλεκτή προσφορά προσέφερε σέ ἀντικατάστασι ἐκείνης, πού, ὅταν προσφέρθηκε, ἀπορρίφθηκε ὡς μηδαμινή, οὔτε προσέφερε αἴτησι (συγχωρήσεως) γιά τήν καταφρόνησι πού ἔκανε κατά τοῦ Θεοῦ, ἔγινε φανερός ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ἐξοργιζόταν· ὀργίσθηκε ἐπειδή ἔγινε δεκτή ἡ θυσία τοῦ ἀδελφοῦ του. ᾽Οργίσθηκε, λοιπόν, ἐπειδή κατέβηκε μέν πῦρ (ἀπ᾽ τόν οὐρανό) ἀλλά ἔσβυσε ἀνάμεσα στίς προσφορές (του)· καί ἡ ὄψι του σκυθρώπασε, ἐπειδή ἔγινε περίγελως στά μάτια τῶν γονιῶν καί τῶν ἀδελφῶν του, ἀφοῦ (ὁ Θεός) περιφρόνησε τή θυσία του. Διότι εἶχαν δεῖ τή θυσία του, τήν ὁποῖα ἔθεσε πάνω στό πῦρ, τό ὁποῖο, ὅμως, οὔτε πού τήν ἄγγιξε.

4. “Τοῦ εἶπε ὁ Θεός: Γιατί ὀργίσθηκες καί σκυθρώπασε ἡ ὄψι σου;”(Γεν 4, 6). Διότι ἀντί νά γεμίσης ὀργή, ὤφειλες νά γεμίσης πόνο, καί ἀντί νά εἶναι λυπημένο τό πρόσωπό σου, ὤφειλες νά χύσης δάκρυα ἀπ᾽ τά μάτια σου. ῞Ομως ἐάν ἦταν καλό αὐτό πού ἔκανες, θά τό δεχόμουν. Συλλογίσου, λοιπόν, (ἀκροατή μου): αἰτία τῆς ἀπορρίψεώς του δέν ἦταν τό μικρό τῆς θυσίας του, ἀλλά ἡ ἀσχημοσύνης καί ἡ φαυλότητά του. ῎Αν αὐτό πού ἔκανες ἦταν καλό λέει, ἐγώ θά τό δεχόμουν, ἄν καί δέν τό δέχθηκα (προηγουμένως) καί θά γινόταν δεκτό μαζί μέ τήν ἐκλεκτή προσφορά τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἄν καί (τό δικό σου) δέν ἔγινε δεκτό. Καί ἐάν (αὐτό πού ἔκανες) δέν ἦταν καλό, τό ἁμάρτημά σου, ἰδού, ἀνακλίνεται μπροστά στίς θύρες προηγουμένως. Κι ἐκεῖνος, ὦ ῎Αβελ, θά στραφῆ σ᾽ ἐσένα, διά τῆς ὑπακοῆς του, μέ ἕνα περίπατο (πού θά κάνει) μαζί σου στόν ἀγρό· καί πάνω σ᾽ ἐσένα τόν ἴδιο θά κυριαρχήση ἡ ἁμαρτία, δηλ. αὐτή θά σέ ἀναλώση.

Ὁ Κάιν, ὅμως, ἀντί τῆς ἔντιμης ζωῆς, προκειμένου νά συγκαταριθμηθῆ ἡ ἀπορριφθεῖσα προσφορά του μαζί μέ τίς ἀποδεκτές προσφορές (τοῦ ῎Αβελ) προσέφερε ἀντί γιά θυσία εὐρύτερο φόνο, σ Ἐκεῖνον, στόν ὁποῖο εἶχε προσφέρει προσφορά περιφρονηθείς.

5. “Εἶπε ὁ Κάιν στόν ῎Αβελ· ἄς πᾶμε στήν πεδιάδα”(Γεν 4, 8). Γνωρίζουμε δέ ἀπ᾽ τό “ἄς πᾶμε στήν πεδιάδα”. ὅτι αὐτοί ἤ εἶχαν κατοικήσει στό βουνό, χαμηλότερα τοῦ παραδείσου, καί ὁ Κάιν ὁδηγώντας τον κατέβηκε στήν πεδιάδα· ἤ ὁ ῎Αβελ ἔβοσκε τό κοπάδι στό βουνό, ὅπου εἶχε ἀνέβει ὁ Κάιν καί τόν παροδήγησε στήν πεδιάδα, ἡ ὁποία ἦταν κατάλληλη γιά τόν Κάιν ἕνεκα τῶν σιτηρῶν της καί τῆς λάσπης. Διότι ἀνάμεσα στά σιτηρά τόν φόνευσε καί μέ μικρή προσπάθεια τόν ἔκρυψε. Διότι εἶπε (ἡ Γραφή): “᾽Ενῶ βρίσκονταν στόν ἀγρό, ὀρθώθηκε ὁ Κάιν κατά τοῦ ἀδελφοῦ του ῎Αβελ καί τόν φόνευσε. Ὁ δέ Κάιν, ἀφοῦ φόνευσε τόν ἀδελφό του μέ ψεύδη ἔπεισε τούς γονεῖς ὅτι (ὁ ῎Αβελ) εἶχε εἰσέλθει στόν παράδεισο, ἐπειδή ἦταν εὐάρεστος στό Θεό· καί, ἰδού, ἡ προηγουμένως γενόμενη δεκτή προσφορά του (῎Αβελ), μαρτυρεῖ τήν εἴσοδό του (στόν παράδεισο)· διότι ἡ τήρησι τῆς ἐντολῆς εἰσήγαγε στόν παράδεισο, μέ τόν ἴδιο τρόπο, πού ἡ παράβασι τῆς ἐντολῆς σᾶς ἐξήγαγε ἀπό ᾽κεῖ. ῞Οταν συλλογίσθηκε ὁ Κάιν ὅτι παραπλάνησε τούς γονεῖς καί ὅτι δέν θά εἶχε σάν τιμωρό τόν ῎Αβελ, ὁ Θεός ἀποκαλύφθηκε μπροστά του καί τοῦ εἶπε: ῾Ποῦ εἶναι ὁ ῎Αβελ ὁ ἀδελφός σου᾽(Γεν 4, 8-9);

6. Τοῦ ἀποκαλύφθηκε ὁ Θεός μέ πραότητα, γιά νά καταστραφῆ μέ τή μετάνοια τῶν χειλέων του, ἐάν αὐτός μετανοοῦσε, τό ἁμάρτημα τῆς ἀνθρωποκτονίας πού διέπραξε μέ τά χέρια του· ἄν ὅμως, αὐτός δέν μετανοοῦσε, γιά νά ἀπαγγελθῆ ἐναντίον του δικαστική ἀπόφασι περί πικρῆς ποινῆς, ἀντάξια τοῦ στυγεροῦ ἐγκλήματος. Ὁ Κάιν, ὅμως, ἀντί γιά μετάνοια, φλεγόταν ἀπό μανία, καί μολονότι ὁ Θεός γνώριζε τά διατρέξαντα, ὁ ὁποῖος (Θεός) τόν ρώτησε γιά τόν ἀδελφό του, προκειμένου νά τόν κερδίση μέ τό μέρος του, ὁ Κάιν ἀπάντησε λόγο ὀργισμένο λέγοντας: Δέν γνωρίζω. Μήπως εἶμαι φύλακας τοῦ ἀδελφοῦ μου; Πάλι δέ ἐπιπρόσθετα εἶπε ὁ Θεός; Τί ἔκανες; Διότι, καί ἄν ἀγνοῆς πού εἶναι ὁ ῎Αβελ, ἐπειδή δέν εἶσαι φύλακάς του, πές σ᾽ ἐκεῖνον πού σέ ρωτᾶ, τί ἔκανες, μήπως τυχόν (ὁ Θεός) ρωτήση ἄλλον γι᾽ αὐτό πού ἔκανες. Βέβαια πές σ᾽ ᾽Εκεῖνον τί ἔκανες, γιατί ἄν δέν γνώριζε τί ἔκανες, δέν θά εἶχε ρωτήσει γιά τήν πράξι σου. ᾽Επειδή, ὅμως, ὁ Κάιν δέν εἶχε θελήσει νά πῆ οὔτε βέβαια ὅ,τι εἶχε κάνει, τοῦ ἀποκαλύφθηκε ἡ γνῶσι τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τόν φανέρωσε σαφῶς λέγοντας: “Τό αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾶ πρός ἐμένα ἀπ᾽ τή γῆ”(Γεν 4, 10).

7. Τί, λοιπόν, λές ἐσύ, Κάιν; Μήπως ἡ δικαιοσύνη δέν θά πάρη ἐκδίκησι τοῦ αἵματος πού βοᾶ πρός αὐτή, ἤ ὄχι; Μήπως ἰδού, δέν σοῦ ἔδωσε (ἡ Δικαιοσύνη) μακρόχρονη (εὐκαιρία) γιά μετάνοια; Μήπως δέν ἀπεκδύθηκε τῆς γνώσεώς της (ἡ Δικαιοσύνη) καί σέ ρώτησε σάν νά εἶχε ἄγνοια, μέ σκοπό νά σέ ὁδηγήση σέ ἐξομολόγησι; ᾽Εφεξῆς, ἐπειδή δέν σοῦ ἄρεσε νά ζῆς ἔντιμα —ὅπως σοῦ ὑπέδειξε ἡ Δικαιοσύνη— ἀλλά ἐσύ προέβης στό ἁμάρτημα, ἀπ᾽ τό ὁποῖο σέ προειδοποιοῦσε νά μήν τό τολμήσης, θά εἶσαι καταραμένος ἀπ᾽ ὅλη τή γῆ, ἐπειδή περιέβαλες μέ ἄγχος τόν ᾽Αδάμ καί τήν Εὔα, (τούς) προπάτορες ὁλόκληρης τῆς γῆς. Θά εἶσαι καταραμένος ἐπί προσώπου ὁλόκληρης τῆς γῆς, διότι ἄνοιξες τίς πύλες τοῦ ῎Αδη μπροστά σέ ὁλόκληρη τή γῆ. ῞Οταν καλλιεργῆς τή γῆ, ἡ δύναμί της δέν θά σοῦ δίνη περισσότερα, ἐπειδή θέλησες νά καρπωθῆς μόνος σου τή δύναμί της. “Τρέμων καί καταδιωκόμενος θά εἶσαι πάνω στή γῆ”(Γεν 4, 12), ἐπειδή πάνω της βάδισες ὑψηλοφρόνως καί ὑπερηφάνως.

8. Ἐπειδή δέ κατ᾽ αὐτόν τόν ἴδιο καιρό πού ἐκστομίσθηκαν οἱ κατάρες παγιώθηκε τελείως μέσα σ᾽ αὐτές, αὐτός πού πρίν ἀπ᾽ τίς κατάρες, ἔλεγε κινούμενος ἀπό ὑπερηφάνεια: “Μήπως ἐγώ εἶμαι φύλακας τοῦ ἀδελφοῦ μου”, μετά τίς κατάρες ἀμέσως συνεστάλη ἡ ἀναίδειά του ἀπ᾽ τόν φόβο καί τόν τρόμο, πού τοῦ ἐνεβλήθησαν, εἶπε: “Τό ἔγκλημά μου εἶναι ἀσυγχώρητο”. Αὐτό, ὅμως, δέν ὑπολογίσθηκε στό ἐνεργητικό του, διότι δέν τό εἶχε πεῖ ὅταν εἶχε ἐρωτηθῆ· διότι τό εἶπε ἀναγκασθείς, ἀφοῦ μέ τρόμο καί φόβο τό εἶπε.

Ὁ Κάιν, ὅμως, πού ὤφειλε νά παρακαλέση τή μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, γιά νά πείση τυχόν τή Δικαιοσύνη μέ ἱκεσίες, ἀπό τρόμο ἤ μέ πανουργία εἶπε: “᾽Ιδού μέ ἀπέρριψες ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς καί ἐπειδή μέ καταράσθηκες ἀπό προσώπου τῆς γῆς καί ἐφεξῆς θά κρυφθῶ ἀπό μπροστά σου, διότι δέν ἔχω ἐγώ πλέον τήν ὑπεροψία νά στέκωμαι ἐνώπιόν σου, ἐπειδή μπροστά σου φλυάρησα καί εἶπα ὅτι δέν εἶμαι φύλακας τοῦ ἀδελφοῦ μου· καί σ᾽ ἐμένα, πού ἤδη εἶμαι περιπλανώμενος κι ἐξόριστος πάνω στή γῆ, ἄς μοῦ συμβῆ ὥστε νά μέ φονεύση ὅποιος μέ ἀνακαλύψει”. Ὦ Κάιν, εἴτε ἐπιζητεῖς τό θάνατο, εἴτε τόν φοβᾶσαι, πῶς εἶναι δυνατόν ὅσα κυρώθηκαν σ᾽ ἐσένα νά ἐκπληρωθοῦν, ἐάν πέθαινες; ᾽Αλλά, ἐάν ἡ ζωή σου εἶναι προσφιλής ἐν μέσῳ αὐτῶν τῶν ἀθλιοτήτων, ὅμως, πόσο προσφιλέστερη ἦταν στόν ῎Αβελ, τόν ὁποῖο ἀπήλλαξες ἀπ᾽ αὐτή. ῎Αν καί μερικοί λένε ἐπίσης ὅτι (ὁ Κάιν) εἶχε ἀποποιηθῆ τό θάνατο, ἄλλοι, ὅμως, βεβαιώνουν ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε ζητήσει γιά τόν ἑαυτό του τό θάνατο, καί ὅτι γι᾽ αὐτό τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Θεός: “Δέν θά συμβῆ στούς φονιάδες, ὅπως εἶπα νά συμβῆ σ᾽ ἐσένα, στούς φονιάδες πού ἔρχονται μετά ἀπό ἐσένα. Διότι ἐάν οἱ μετά ἀπό ἐσένα δολοφόνοι ἀνευρίσκωνται, θά πεθαίνουν, καί ὁ Κάιν θά τιμωρηθῆ ἑπτά φορές περισσότερο. Διότι, ἐπειδή ζήτησε τό θάνατο, οἱ ἄνθρωποι ἄς μήν παραβλέψουν τήν περίπτωσί του, θά ἔλθουν ἑπτά γενεές, θά δοῦν τήν περίπτωσί του καί τότε (αὐτός) θά πεθάνη.

9. Τό ἑξῆς, ὅμως, πού λένε: “Ἑπτά γενεές ἀπ᾽ τή δική του ρίζα πέθαναν μαζί του, δέν μπορεῖ νά σταθῆ· διότι, ἄν καί παραδίδεται (ἀπ᾽ τή Γραφή) ὅτι ὁ κατακλυσμός τούς πρόφθασε, ἄγγιζε τήν ἕβδομη γενεά, καί πῶς, ἐνῶ μιά γενεά παρερχόταν μαζί του, νά λέγεται ὅτι ἑπτά γενεές καταστράφηκαν μαζί του;”. ᾽Αλλά οὔτε ἀκόμη μποροῦν νά ἀποδείξουν ὅτι ὁ κατακλυσμός ἔλαβε χώρα κατά τήν ἕβδομη γενεά τῶν Καϊνιτῶν. Διότι εἶπε ἡ Γραφή: “Ὁ Κάιν γέννησε τόν ᾽Ενώχ καί αὐτός τόν

Εδάρ καί αὐτός τόν Μαχαουήλ καί αὐτός τό Μαθουσάλα, καί αὐτός τό Λάμεχ, ὁ ὁποῖος γέννησε τόν ᾽Ιουβέλ· ὁ τελευταῖος ὑπῆρξε ὁ πατέρας τῶν κτηνοτρόφων πού κατοικοῦσαν σέ σκηνές”(Γεν 4, 20). Οἱ σκηνῖτες, ὅμως, καί οἱ κτηνοτρόφοι δέν τηροῦσαν τήν παρθενία στίς σκηνές τους, καί αὐτό φαίνεται ἀπ᾽ τό “Κατέφθειρε πᾶσα σάρξ τήν ὁδόν Αὐτοῦ ἐπί τῆς γῆς”(Γεν 6, 12) (Οἱ ἄνθρωποι διέστρεψαν στό σύνολό τους τή διδασκαλία τοῦ Θεοῦ καί παρέβησαν τίς ἐντολές Του). ῎Αν δέ μεσολαβοῦσαν μεταξύ τοῦ Κάιν μέχρι τούς υἱούς τῶν σκηνιτῶν καί τῶν κτηνοτρόφων ἐννέα γενεές, καί μέχρι τότε δέν συνέβη ὁ κατακλυσμός, πῶς νά συμφωνήσουμε πρός (τό λεχθέν) ἐκεῖνο ὅτι δηλ. μαζί του (τοῦ Κάιν) καταστράφησαν ἑπτά γενεές; Διότι, ἰδού, βρίσκουμε ὅτι παρῆλθαν ἐννέα γενεές —ὅπως εἴπαμε— καί μέχρι τότε δέν συνέβη ὁ κατακλυσμός. ᾽Ορθῶς, λοιπόν, λέγεται ὅτι ἡ ἀτίμωσι τοῦ Κάιν παρατάθηκε ἐπί ἑπτά γενεές, ὁ ὁποῖος Κάιν ἀπ᾽ τήν πρώτη ἡμέρα εἶχε ἐπιζητήσει διά τοῦ θανάτου νά ἀπαλλαγῆ τῆς ἀτιμώσεως. ῞Οτι δέ ὁ Κάιν ἐπέζησε μέχρι τήν ἕβδομη γενεά, εἶναι φανερό: πρῶτον, διότι ἔτσι τοῦ εἶχε κυρωθῆ· καί δεύτερον, ἐπειδή ἔτσι ἐπιπλέον μαρτυρεῖ (ὁ ἀριθμός) τῶν ἐτῶν ζωῆς τῶν προηγουμένων γενεῶν. Διότι ἄν ὁ πατέρας του ὁ ᾽Αδάμ, ἐπέζησε μέχρι τήν ἔνατη γενεά τοῦ Λάμεχ, καί ἄν ἔφυγε ἀπ᾽ τόν κόσμο κατά τό πεντηκοστό ἕκτο ἔτος τοῦ Λάμεχ, δέν ἦταν τόσο μεγάλο ἄν ὁ Κάιν ἐπέζησε μέχρι τήν ἕβδομη γενεά.

10. Ὁ Κάιν δέν διέφυγε τήν ἀτίμωσι μέ τό νά ζητήση νά ἐλευθερωθῆ ἀπ᾽ αὐτή, καί τοῦ προσετέθη ἐπιπλέον τῆς προηγουμένης ποινῆς ἕνα ἀπροσδόκιτο σημάδι. Διότι εἰπώθηκε: “῎Εθετο Κύριος ὁ Θεός σημεῖον τῷ Κάιν τοῦ μή ἀνελεῖν αὐτόν πάντα τόν εὑρίσκοντα αὐτόν”(Γεν 4, 15) (Καί ἔθεσε ὁ Κύριος σημεῖο στόν Κάιν, ὥστε νά μήν φονευθῆ ἀπό καθένα πού θά τόν εὕρισκε). Τόν βρῆκαν, ὅμως, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Σήθ, οἱ ὁποῖοι ἔνοιωθαν ὑποχρεωμένοι νά ἐκδικηθοῦν γιά τό αἷμα τοῦ πατραδέλφου τους ῎Αβελ. ᾽Αλλά ἀπομακρύνθηκαν ἀπ᾽ αὐτόν, οὔτε ἦλθαν σέ ἐπιγαμία μέ αὐτόν ἐξαιτίας τῆς ἀτιμώσεώς του κι ἐπειδή τόν φοβοῦνταν, ἀλλά δέν τόλμησαν νά τόν φονεύσουν ἐξαιτίας τοῦ σημαδιοῦ του.

11. Ἀφοῦ εἰσέπραξε ὁ Κάιν τήν ποινή του, στήν ὁποία προστέθηκε τό σημάδι, τό ρόλο τοῦ ὁποίου αἰτιολογήσαμε ἐπειδή ἦταν κάτι ἀναγκαῖο, καί γιά τό ὁποῖο, ἐπειδή δέν εἶναι ἀναγκαῖο, δέν θά ἐπεκταθοῦμε, λέχθηκε: “᾽Απομακρύνθηκε ὁ Κάιν ἀπ᾽ τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου καί κατοίκησε στήν περιοχή Νούδ, ἀνατολικά τῆς ᾽Εδέμ”. ᾽Απομακρύνθηκε, λοιπόν, ἀπ᾽ τούς γονεῖς καί τά ἀδέλφια του, ἐπειδή εἶδε ὅτι αὐτά δέν ἔρχονται σέ ἐπιγαμία μαζί του. (Αὐτή) δέ ἡ περιοχή τῆς γῆς ὀνομάζεται Νud, ἐπειδή ὑπῆρξε ἡ γῆ τοῦ φοβισμένου καί τρέμοντος (nida) Κάιν.

᾽Αλλά ἔλαβε δεύτερη κατάρα μέ τό λόγο πού τοῦ εἶπε ὁ Θεός: “῞Οταν καλλιεργῆς τή γῆ, ἡ δύναμί της δέν θά σοῦ ἀποδίδη περισσότερο”.
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ανάγνωση και ερμηνεία της Αγίας Γραφής”

cron