Ευρωπαϊκή ενοποίηση, νεολειτουργισμός, ΜΚΟ και "ομάδες συμφερόντων" (lobbies)
Δημοσιεύτηκε: 30 Οκτ 2015, 03:19
Τι αντιπροσωπεύει αυτός ο νέος όρος "Νεολειτουργισμός"; Ποιος πρόκειται να είναι ο ρόλος των λεγόμενων ομάδων συμφερόντων στη μελλοντική ζωή της Ε.Ε. ; Γίνεται μία "ομάδα συμφερόντων" να επηρεάσει την πολιτική σκηνή ενός τόπου ή ακόμα και ολόκληρης της Ε.Ε. ; Μπορούν διάφορες ομάδες πίεσης να επηρεάσουν έμμεσα την ζωή μας ; Σε αυτό το θέμα θα συζητήσουμε τον ρόλο των lobbies και την έννοια του Νεολειτουργισμού. Στόχος είναι να δούμε πως σχετίζεται η Ευρωπαϊκή ενοποίηση - ολοκλήρωση με τις ΜΚΟ και τις διάφορες ομάδες συμφερόντων γνωστές ως Lobbies...
Ας εξετάσουμε σχετικό άρθρο :
Ο ρόλος των ομάδων πίεσης-συμφερόντων (lobbies)
Σε όλες τις κοινωνίες υπάρχει η τάση ή η ανάγκη συγκρότησης ομάδων στη βάση κοινών πολιτικών, οικονομικών, ιδεολογικών, συντεχνιακών, πατρογονικών, συναισθηματικών συμφερόντων. Ως ομάδα πίεσης δύναται να οριστεί οποιαδήποτε ομάδα που αποσκοπεί στην επίτευξη ευνοϊκών αποφάσεων προς τους στόχους που έχει θέσει.
Η συγκεκριμένη έννοια στο πεδίο της πολιτικής επιστήμης-ανάλυσης περιλαμβάνει εκείνες τις ομάδες που επιζητούν οργανωμένα να προωθήσουν τα συμφέροντά τους με πολιτικά μέσα . Η διαφοροποίηση λοιπόν των ομάδων αυτών έγκειται στη διαδραστική σχέση που βρίσκονται με τους κρατικούς θεσμούς και τα κόμματα που δραστηριοποιούνται για την κατάκτηση και άσκηση της εξουσίας .
Οι ομάδες συμφερόντων δρουν ορθολογικά, εκπροσωπούν οργανωμένα συμφέροντα και επιδιώκουν να δραστηριοποιηθούν στο σημείο εκείνο της πολιτικής διαδικασίας, που θα τους εξασφαλίσει μεγαλύτερη παρεμβατική ικανότητα. Η αποτελεσματικότητα της παρέμβασης εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες όπως :
• Την υφιστάμενη ιδεολογική συγγένεια με την εκάστοτε εξουσία .
• Τη στρατηγική που διαλέγει να ακολουθήσει κάθε ομάδα .
• Τους διαθέσιμους πόρους που έχει: ως πόροι προσδιορίζονται μεταξύ άλλων η περιουσιακή επιφάνεια, η άμεση πληροφόρηση που μπορεί κάθε ομάδα να αποσπάσει για το θέμα που την αφορά, η αναγνωρισιμότητα της δυναμικής κοινωνικής παρέμβασής της, η τεχνογνωσία, καθώς και η στρατηγικής σημασίας θέση που καταλαμβάνει στην κοινωνική πυραμίδα.
• Ο βαθμός ταύτισης των συμφερόντων των ομάδων πίεσης με τις κυβερνητικές προτεραιότητες.
• Ο βαθμός ταύτισης με το σύστημα μέσα στο οποίο λειτουργούν.
Στη σύγχρονη πολιτική επιστήμη οι ομάδες-συμφερόντων διακρίνονται σε :
-Εθιμικές και σωματειακές ομάδες (associational)
Η πρώτη κατηγορία αφορά σε παραδοσιακές κοινότητες (π.χ. οικογένεια) ενώ η δεύτερη αποτελεί ουσιαστικά την εξέλιξη της πρώτης στη βάση ορθολογικοποιημένων δράσεων και συμφερόντων. Η έννοια της κοινωνίας των πολιτών (civil society), εμπίπτει στην τελευταία κατηγορία . Ανάμεσα στις σωματειακές ομάδες μπορούμε να διακρίνουμε:
Α. Τις συντεχνιακές ομάδες (particularistic) με συνήθως στενό οικονομικό συμφέρον. Ο πολλαπλασιασμός και η ανάπτυξη τους απορρέει αφενός από την κρατική ρυθμιστική παρέμβαση στην αγορά και αφετέρου από την ανικανότητα μεγάλων ομοσπονδιών να διατηρήσουν το μονοπώλιο εκπροσώπησης σε μια χώρα. Οι προστατευτικές αυτές ομάδες επιδιώκουν κατά κύριο λόγο να προωθήσουν τα συμφέροντα των μελών τους ( ενώσεις επιχειρήσεων, συνδικάτων, αγροτικών οργανώσεων).
Β .Τις προαγωγικές ομάδες με μη κερδοσκοπικά κίνητρα στο πλαίσιο οικολογικών διεκδικήσεων, προώθησης δικαιωμάτων των μεταναστών, των γυναικών, ειρηνιστών κλπ.
-Οι θεσμικές ομάδες .Ο καταστατικός τους σκοπός όμως δεν είναι η προάσπιση των συμφερόντων των μελών τους. Η δυνατότητά τους να επηρεάσουν ή ακόμα και σε μερικές περιπτώσεις να υπαγορεύσουν τις πολιτικές αποφάσεις, τις καθιστά δυναμικές ομάδες συμφερόντων. Η πολυπλοκότητα των αποφάσεων, παρόλα αυτά, ευνοεί τόσο τη σύνδεση των δράσεων όσο και των συμφερόντων των παραπάνω ομάδων αναιρώντας πολλές φορές στην πράξη τη διακριτότητά τους.
Πλουραλισμός και Πολυεπίπεδη διακυβέρνηση
Ο όρος «ομάδες συμφερόντων» προέρχεται από την αγγλοσαξονική πολιτική επιστήμη στο πλαίσιο μιας αντίληψης πλουραλιστικής και ορθολογιστικής . Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες αναγορεύουν ως συστατικό στοιχείο της κοινωνικής και πολιτειακής δομής τον πλουραλισμό, αναγνωρίζοντας με αυτό τον τρόπο και τη νομιμότητα των ομάδων αυτών. Η αυξανόμενη παρουσία των ομάδων στις δυτικές δημοκρατίες σηματοδοτεί τόσο την απουσία των όποιων δομικών εμποδίων στην ανάπτυξη κάθε συλλογικής έκφρασης και δράσης όσο και την ισότιμη συμμετοχή στη διαδικασία επιρροής της πολιτικής διαδικασίας .
Στα ομοσπονδιακά συστήματα η παρεμβατική ικανότητα των ομάδων πίεσης είναι σαφώς ενισχυμένη και θεσμοθετημένη . Στο πλαίσιο της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης (multi-level governance) οι αρμοδιότητες λήψης αποφάσεων εμπλέκουν στη διαδικασία αρκετούς δρώντες πέραν του έθνους-κράτους, γεγονός που συνεπάγεται σημαντική απώλεια εθνικής κυριαρχίας. Η ποικιλία φορέων που δραστηριοποιούνται και η αλληλεπίδρασή τους με τους κρατικούς δρώντες σε ένα μη ιεραρχημένο σύστημα διακυβέρνησης, όχι απλώς επιτρέπει αλλά επιβάλλει τη συμμετοχή των ομάδων-συμφερόντων ώστε να εξασφαλιστεί η ευρεία συναίνεση και η νομιμοποίηση των αποφάσεων.
Η παρουσία και η δράση τους συνεισφέρει στη πολιτική σταθερότητα, διευρύνοντας τη συμμετοχή και τον κοινωνικό έλεγχο, ενισχύοντας εν τέλει και την ίδια τη δημοκρατική διαδικασία. Τόσο η συμμετοχή όσο και ο κοινωνικός έλεγχος προϋποθέτουν τη γνώση και την πληροφόρηση από επαρκώς ενημερωμένες ομάδες, ανοιχτές στην κοινωνία των πολιτών για μια ευρεία διαβούλευση.
Νεολειτουργισμός και ομάδες συμφερόντων
Η θεωρία του Νεολειτουργισμού , με κύριο εκπρόσωπό της τον Ernest Haas, προτάσσει μια έμμεση στρατηγική για το ξεπέρασμα του έθνους –κράτους . Σύμφωνα με τη θεωρία του Νεολειτουργισμού, οι ομάδες-συμφερόντων κατέχουν σημαντική θέση στη πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η εντατικοποίηση της συνεργασίας σε τομείς χαμηλής πολιτικής (low politics) ενδέχεται να αποδυναμώσει την εθνική κυριαρχία και να δημιουργήσει τους όρους για στενότερη συνεργασία σε τομείς υψηλής πολιτικής (high politics). Οι ομάδες συμφερόντων διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαλεκτική αυτή μετατόπιση των αρμοδιοτήτων προς ένα υπερεθνικό κέντρο. Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεφυρώνοντας το χάσμα που υπάρχει μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών και των ευρωπαίων πολιτών, συνεισφέρουν στη μετατόπιση της αφοσίωσης από το εθνικό στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Η μετατόπιση αυτή επιφέρει διαδραστικά και τη μετατόπιση των διαπραγματεύσεων, μετατρέποντας σε εθνικό θέμα στις Βρυξέλλες αυτό που σε μια χώρα θεωρούνταν ιδιωτικό ή συντεχνιακό .
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Νεολειτουργισμός επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο. Σημαντικός κρίνεται ο ρόλος των επιχειρηματικών ομάδων τόσο στη σύναψη της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, όσο και της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μιας και μέσα από τη διαδικασία της οικονομικής ολοκλήρωσης πρωτοστάτησαν στη μετατόπιση της «νομιμοφροσύνης» προς το ευρωπαϊκό κέντρο, πιέζοντας τις εθνικές κυβερνήσεις να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την επίσπευση της ενιαίας αγοράς. Όπως υπογραμμίζει ο B. Rosamond, η πολιτική για τους νεολειτουργιστές συνδέεται με τη δραστηριότητα των ομάδων συμφερόντων σε ένα πλουραλιστικό περιβάλλον . Οι Lindberg και Scheingold παρατηρούσαν από την άλλη ότι «στις μακροχρόνιες διαδικασίες για την παραγωγή της νομοθεσίας οι κοινοτικοί θεσμοί αλληλεπιδρούν με τις εθνικές ηγεσίες, ομάδες συμφερόντων και άλλους σχετικούς δρώντες, γεγονός που ίσως συνιστά και τον πυλώνα του νεολειτουργισμού .
Αίτια ανάδυσης της επιρροής των ομάδων συμφερόντων στην Ε.Ε.
Έχει καταστεί σαφές ότι η νομιμοποίηση του ενοποιητικού εγχειρήματος αλλά και η περαιτέρω δυνατότητα εμβάθυνσης καθίσταται ευνοϊκή σε περιόδους με θετική οικονομική συγκυρία για την Ε.Ε. . Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δεκαετία οικονομικής ύφεσης 1974-1984, απόρροια τόσο της ενεργειακής πετρελαϊκής κρίσης όσο και της διαμάχης των Κρατών-μελών για τους πόρους, που οδήγησε σε περισσότερο διακυβερνητικές μεθόδους διακυβέρνησης .
Από την άλλη πλευρά, η επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (Ε.Ε.Π) και τα μέτρα εγκαθίδρυσης της ενιαίας αγοράς συνέπεσαν στο μεγαλύτερο μέρος της με μια περίοδο οικονομικής ανάπτυξης ( 1985-1990) . Η Ε.Ε.Π. υπήρξε συνέπεια των πιέσεων σημαντικών τμημάτων της ευρωπαϊκής οικονομίας που επιθυμούσαν την προσαρμογή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Συστήματος στις νέες συνθήκες διεθνούς κατανομής δραστηριοτήτων. Παράλληλα, οι κανόνες αρνητικής ολοκλήρωσης ενδυνάμωσαν το ρόλο των πολυεθνικών επιχειρήσεων αλλά και τη δυναμική τους παρέμβαση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων . Το πιο σημαντικό σημείο αφορά στο ότι η ΕΕΠ αναβάθμισε σημαντικά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Κοινοβουλίου δημιουργώντας μεγαλύτερες προϋποθέσεις πρόσβασης στις ομάδες συμφερόντων των οργάνων αυτών. Ως ενισχυτική των διαδικασιών συνεργασίας και σύμφωνης γνώμης με τις οποίες θωρακίστηκε το Κοινοβούλιο, ήρθε η Συνθήκη του Μαάστριχτ θεσπίζοντας τη διαδικασία συναπόφασης. Επιπροσθέτως αυξήθηκαν σημαντικά οι πρωτοβουλιακές δυνατότητες της Επιτροπής, διευρύνοντας τα κίνητρα παρέμβασης των εκπροσώπων των κλαδικών συμφερόντων, τόσο στην Επιτροπή όσο και στο Κοινοβούλιο.
Ένας ακόμη παράγοντας που ενεργοποίησε τις ομάδες-συμφερόντων αποτελεί η ανάπτυξη τομεακών πολιτικών και η πολιτική συνοχής. Η πίεση προς τους εθνικούς αντιπροσώπους προκειμένου να υπερασπιστούν συγκεκριμένα ιδιωτικό-επαγγελματικά συμφέροντα ήταν φανερή. Οι αγρότες, ιδιαίτερα οι Γάλλοι, άσκησαν τότε έντονες πιέσεις για τη διαμόρφωση της Κ.Α.Π. αλλά και για τις ετήσιες αυξήσεις των τιμών των γεωργικών προϊόντων . Αν λοιπόν θεωρητικά στη διαδικασία ολοκλήρωσης της Ε.Ε. εμπλέκονταν μόνο elite , η ανάληψη νέων δυναμικών αρμοδιοτήτων είχε ως συνέπεια την εμπλοκή νέων οργανωμένων συμφερόντων στις διαδικασίες διαμόρφωσης πολιτικών.
Γίνεται φανερή λοιπόν η νεολειτουργική στρατηγική βάσει της οποίας οι εκπρόσωποι των κλαδικών συμφερόντων θα λειτουργούσαν ως μοχλοί πίεσης για τη μεταφορά αρμοδιοτήτων προς τους κοινοτικούς θεσμούς, συμπαρασύροντας και τους κοινοτικούς νομοθέτες (εθνικές κυβερνήσεις) και τους εκλογείς τους (κοινή γνώμη των κρατών-μελών .
Οι Ομάδες – Συμφερόντων στην Ε.Ε.
Στα σύγχρονα Συντάγματα των κρατών-μελών και στις Συνθήκες της Ε.Ε., παρατηρούμε την κατοχύρωση της λειτουργίας των ομάδων συμφερόντων, είτε ως «κοινωνικών εταίρων» είτε ως «κοινωνίας των πολιτών» . Από την άλλη υπάρχουν χιλιάδες εκπρόσωποι ιδιωτικό-επαγγελματικών συμφερόντων που διαβουλεύονται συνήθως άτυπα με τους θεσμούς της ΕΕ και επιδιώκουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής. Οι ομάδες αυτές ανέρχονται περίπου σε 3.500 , ενώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το σύνολο των ομάδων αυτών το 50% εκπροσωπεί βιομηχανικά συμφέροντα, το 25% αγροτικά, το 20% υπηρεσίες και ένα 5% εκφράζει συνδικαλιστικά συμφέροντα και ζητήματα προστασίας καταναλωτών και περιβάλλοντος. Οι σημαντικότερες ομάδες συμφερόντων γνωστές και ως ομάδες ομπρέλα είναι: Η Ένωση Βιομηχανικών και Εργοδοτικών Συνομοσπονδιών της Ευρώπης (UNICE), η Επιτροπή των Επαγγελματιών Γεωργικών Παραγωγών (COPA), το Ευρωπαϊκό Γραφείο Ενώσεων των Καταναλωτών (BEUC), εκπροσωπώντας συνολικά οικονομικά συμφέροντα. Παράλληλα υπάρχουν και οι ομάδες που εκπροσωπούν κλαδικά, συγκεκριμένα συμφέροντα όπως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ομοσπονδιών της Χημικής Βιομηχανίας (CEFIC), αλλά και εκείνες που λειτουργούν ως «οριζόντιες ομάδες» ηγετικών επιχειρήσεων ή ως ομάδες προβληματισμού, όπως η Στρογγυλή Τράπεζα της Ευρωπαϊκής Τεχνολογίας Πληροφορικής (European Information Technology Round Table).
Παραδοσιακά, οι ομάδες συμφερόντων πηγαίνουν εκεί που βρίσκεται η εξουσία. Στην Ε.Ε. οι συνθήκες που δημιουργούν τις προϋποθέσεις επιρροής των ομάδων αυτών είναι: η άτυπη φύση της διαδικασίας διαμόρφωσης πολιτικής σε πολλά σημεία της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, η πολλαπλότητα των συμφερόντων στο επίπεδο της ΕΕ, η τεχνική φύση αρκετών πολιτικών (εξειδικευμένη γνώση τομεακών πολιτικών), η εξάρτηση υπαλλήλων της ΕΕ από ομάδες συμφερόντων . Χαρακτηριστικά, το 80% της εθνικής νομοθεσίας του μέσου όρου των Κρατών Μελών προέρχεται από κοινοτικές επιταγές, γεγονός το οποίο εμπλέκει άμεσα και τις εθνικές ομάδες συμφερόντων που παρατηρούν τη παράκαμψη σε πολλές περιπτώσεις των κυβερνήσεων, οι οποίες υφίστανται σημαντική απώλεια της εθνικής κυριαρχίας , κατά τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων. Ένας επιπρόσθετος λόγος είναι η καθιέρωση της πολιτικής συνοχής και της περιφερειακής πολιτικής που εντατικοποιώντας τη συνεργασία μεταξύ αρμόδιων οργάνων της ΕΕ και περιφερειακών αρχών κατέστησε προφανή και επιβεβλημένη την παρέμβαση των ομάδων-συμφερόντων προκειμένου να επηρεάσουν τις χρηματοδοτικές αρμοδιότητες της ΕΕ προς όφελός τους.
Η οργανωτική δομή των περισσότερων ευρωπαϊκών ομάδων είναι εξαιρετικά χαλαρή . Η απουσία αυστηρής οργανωτικής πειθαρχίας επηρεάζει αισθητά την αποτελεσματικότητα και τη συνοχή της δράσης τους και απορρέει από την ομφαλική σχέση με τα εθνικά κέντρα εξουσίας. Τα μέλη της ομάδας συνήθως απολαύουν μικρής ανεξαρτησίας από τα κράτη προέλευσης, ώστε η αυτονομία εκπροσώπησης να αποβαίνει αδύνατη. Από την άλλη μεριά, πολλοί μελετητές υποστηρίζουν πως η δημιουργία ισχυρότερων δομών ενέχει τον κίνδυνο μη συμμετοχής των εθνικών ομάδων στα συλλογικά ευρωπαϊκά σχήματα καθώς και της αποκλειστικής ενασχόλησης τους με ζητήματα «εθνικής πολιτικής».
Η λειτουργία των ομάδων-συμφερόντων συνίσταται σε δύο βασικούς σκοπούς: Πρώτον, επιδιώκουν να συνεισφέρουν στη διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών, τεχνογνωσίας και εναλλακτικών μορφών πολιτικής τόσο με τα όργανα της ΕΕ όσο και μεταξύ των μελών τους. Δεύτερον, αποσκοπούν στην ενσωμάτωση των συμφερόντων τους μέσα στις πολιτικές της ΕΕ, αξιοποιώντας ως μέσο πειθούς αυτήν ακριβώς την εξειδικευμένη γνώση τους.
Διαφοροποίηση και αποτελεσματικότητα δράσης
Η διαφορετική ικανότητα των ομάδων να επηρεάσουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων αντικατοπτρίζεται αλλά και προέρχεται από τη ίδια την ποικιλομορφία τους. Κατά καιρούς εντοπίζονται διακριτά χαρακτηριστικά όπως:
Το μέγεθος της βάσης. Υπάρχουν οι λεγόμενες ομάδες –ομπρέλα-όπως προαναφέραμε- με συχνά πολυτομεακό χαρακτήρα, αλλά και εσωτερικές πολιτικές και ιδεολογικές παραδόσεις των συμμετεχόντων . Η ανομοιογένεια αυτή συχνά διαφαίνεται στη μείωση συνοχή της δράση τους, αν και συχνά η επίτευξη συγκεκριμένων στόχων συσπειρώνει τα μέλη και διαγράφει προσωρινά τις όποιες διαφορές . Η συμμετοχή μελών από διαφορετικά κράτη όμως διευρύνει τη διεθνή συνεργασία και τις δυνατότητες επαφών με άλλους δρώντες και φορείς.
Αν τα μέλη αποτελούν «άμεσα» μέλη της ευρωπαϊκής ομάδας ή αντιπροσωπεύονται μέσω μιας εθνικής οργάνωσης . Η αμεσότητα των μελών καθορίζει και τον βαθμό ταύτισης προς τις αξίες και τους σκοπούς των ευρωπαϊκών ομάδων συμφερόντων. Στις περισσότερες πάντως περιπτώσεις η αντιπροσώπευση γίνεται μέσω εθνικής τομεακής οργάνωσης που εμπεριέχει στοιχεία κορπορατισμού .
Επειδή ακριβώς οι περισσότερες ευρωπαϊκές ομάδες βασίζονται σε έμμεσες εθνικές συμμετοχές, η αποδοτικότητα των ομάδων (σε ευρωπαϊκό επίπεδο) επαφίεται στην ενεργοποίηση των μελών τους (στο εθνικό επίπεδο) .
Παράγοντες αποτελεσματικής επιρροής
Η αποτελεσματικότητα της δράσης των ομάδων πίεσης συνδέεται με αρκετούς παράγοντες. Ενδεικτικά θα επισημάνουμε τους εξής:
• Το οικονομικό βάρος κάθε ομάδας βάσει τόσο της επάρκειας πόρων που διαθέτει όσο και των οικονομικών συμφερόντων που εκπροσωπεί. Σε αυτό το σημείο καθοριστικό ρόλο παίζει και η δυνατότητα πολιτικής επιρροής. Ομάδες που εκπροσωπούν ένα ευρύ πεδίο συμφερόντων έχουν «γνήσιες αντιπροσωπευτικές διεκδικήσεις» και βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση. Πρέπει βέβαια οι ομάδες αυτές να εξασφαλίσουν τη συναίνεση, άρα και τη συνεκτικότητα στη δράση τους .
• Η εμπεριστατωμένη πληροφόρηση που διαθέτει αλλά και η νοοτροπία προγραμματισμού για την τεκμηριωμένη προώθηση των συμφερόντων τους . Η επιδίωξη ορθολογικών στόχων και η αποφυγή μαξιμαλιστικών σχεδίων κρίνεται απαραίτητη ώστε να διατηρηθεί η αξιοπιστία των αιτημάτων.
• Η αναζήτηση συμμαχιών σε διάφορα επίπεδα στο πλαίσιο της άτυπης διπλωματίας, που θα ενισχύσουν τη διαπραγματευτική ισχύ της ομάδας. Σε αυτό θα συμβάλει καταλυτικά η καλή γνώση της ημερησίας διάταξης ώστε να υπάρξει η θετική παρέμβαση στο κατάλληλο για τη διαδικασία σημείο .
• Η σχέση με τις εθνικές διοικήσεις αλλά και με τους αξιωματούχους των θεσμικών οργάνων. Διαδεδομένες είναι οι πρακτικές pantοuflage , δηλαδή η μετακίνηση από κοινοτικές θέσεις σε lobbies και το αντίστροφο.
Η πρόσβαση στους υπεύθυνους λήψης και διαμόρφωσης των αποφάσεων
Όπως έχουμε αναλύσει παραπάνω, η ΕΕ προσφέρεται για την ανάδειξη και εμπλοκή των ομάδων συμφερόντων σε μια πλουραλιστική διαδικασία, που είναι αποτέλεσμα όχι μόνο των προσπαθειών πολυάριθμων φορέων δράσης να αυξήσουν την επιρροή τους αλλά και της σκόπιμης στρατηγικής δικτύωσης που χρησιμοποιούν τα ευρωπαϊκά όργανα. Η πολυεπίπεδη φύση των διαδικασιών της ΕΕ παρέχει πολλά και ξεχωριστά σημεία πρόσβασης στους θεσμούς της Ένωσης.
-Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Η πρωτοβουλιακή θέση της Επιτροπής στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία την καθιστά αυτόματα σε πρωταρχικό στόχο των ομάδων συμφερόντων. Η δυνατότητα ενσωμάτωσης –έστω και έμμεσα- αιτημάτων στη νομοθετική πρόταση της Επιτροπής αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας. Ουσιώδης είναι ακόμη ο εκτελεστικός της ρόλος, όπως ενισχύθηκε από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Επιτροπή είναι φύσει και θέσει προσπελάσιμη επιζητώντας την επαφή με τις Ομάδες . Η δεκτικότητα της εξηγείται από διάφορους λόγους : Πρώτον, οι επιμέρους ομάδες συμφερόντων έχουν συχνά τη δυνατότητα πρόσβασης σε εξειδικευμένες πληροφορίες και τεχνογνωσία, τις οποίες εκμεταλλεύεται η Επιτροπή προκειμένου να βελτιώσει τη δράση της. Παράλληλα, με αυτό τον τρόπο «αφουγκράζεται» τις ανάγκες που υπάρχουν στη κοινωνία και τις προσαρμόζει στη διαμόρφωση των πολιτικών της. Δεύτερον, η διαπραγματευτική θέση της ίδιας της Επιτροπής έναντι του Συμβουλίου ενισχύεται, όταν έχει ενσωματώσει στις προτάσεις της αιτήματα των ευρωπαϊκών ομάδων. Με αυτό το τρόπο ενισχύεται και ο βαθμός νομιμοποιητικής αποδοχής των πολιτικών προτάσεων από την κοινωνία των πολιτών και τους υπόλοιπους ενδιαφερόμενους φορείς . Τρίτον, όταν οι ομάδες συμφερόντων καταθέσουν μια πρόταση συνεκτική και ολοκληρωμένη , βοηθούν στην ταχύτερη και πιο αποδεκτή πρόταση της Επιτροπής, αποφεύγοντας με αυτό τον τρόπο ιδεολογικές και μικροσυντεχνιακές διαφορές. Για αυτό το λόγο οι Γενικές Διευθύνσεις κρατούν ενήμερες τις «αναγνωρισμένες» ευρωπαϊκές ομάδες στο πλαίσιο μιας άτυπης διαβούλευσης. Τέλος η επιρροή τους στην εκταμίευση πόρων του κοινοτικού προϋπολογισμού που διαχειρίζεται η Επιτροπή στα πλαίσια των κοινοτικών προγραμμάτων, είναι ιδιαιτέρως σημαντική και αντίστοιχη με την επιρροή των ομάδων συμφερόντων σε εθνικό πεδίο .
-Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Η ΕΕΠ και η ΣΕΕ προικοδότησαν με ισχυρά νομοθετικά όπλα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετατρέποντας το σε πόλο έλξης των ομάδων συμφερόντων. Οι Ομάδες επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν την ενίσχυση των εξουσιών του Ε.Κ. και να αποκομίσουν οφέλη από τη προώθηση των θέσεών τους . Η απουσία σχετικής αυστηρής πειθαρχίας των ευρωβουλευτών τους καθιστά ευκολότερο στόχο, ώστε να διαμορφώσουν την agenda σύμφωνα με τις προσδοκίες των ομάδων συμφερόντων. Εξάλλου, συχνές είναι οι άτυπες επαφές που διεξάγει το Ε.Κ., είτε ως σύνολο είτε ξεχωριστά κάθε πολιτική ομάδα, είτε ακόμα μεμονωμένα οι ευρωβουλευτές. Η αναβάθμιση της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου έγινε γρήγορα αντιληπτή από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Ειδικά τα οργανωμένα συμφέροντα των καταναλωτών, άρχισαν να κάνουν σημαντικά διαβήματα. Εξάλλου οι επιχειρήσεις σε μεγάλο βαθμό επηρέασαν τμήματα της κοινοτικής γραφειοκρατίας προς όφελός τους.
-Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο των Υπουργών είναι αδιαμφισβήτητα οι πιο δυσπρόσιτοι χώροι επιρροής. Η δυσκολία προσέγγισης έγκειται τόσο στην «κλειστή» διαδικασία των οργάνων, όσο και στην έλλειψη επιθυμίας να εκτεθούν στη λογική της τακτικής του lobbying . Οι ομάδες επομένως επιδιώκουν να επηρεάσουν κυρίως τις θέσεις που υιοθετούν οι εθνικές τους κυβερνήσεις κατά τις συνόδους. Αυτό ενδέχεται να λάβει χώρα γνωστοποιώντας και προωθώντας τις απόψεις τους στις κυβερνήσεις κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο επεξεργασίας των μέτρων για την ενσωμάτωση των οδηγιών της ΕΕ σε εθνικό επίπεδο . Κάτι τέτοιο προσδίδει ένα σαφές πλεονέκτημα στις ισχυρότερες οικονομικά ομάδες που εκπροσωπούν ισχυρά επιχειρηματικά lobbies.
Από την άλλη πλευρά, η δυναμική χρήση της ειδικής πλειοψηφίας ως μεθόδου λήψης των αποφάσεων έχει καταστήσει περισσότερο ευεπηρέαστο ή τουλάχιστον ευπρόσδεκτο το Συμβούλιο των Yπουργών στις προθέσεις των ομάδων συμφερόντων. Η απομάκρυνση από τη λογική της ομοφωνίας άνοιξε το δρόμο προς την αναζήτηση συμμαχιών ανάμεσα σε ομάδες και χώρες. Η πολυπλοκότητα των ζητημάτων που απαιτούν οικονομικές, τεχνικές, πολιτικές γνώσεις αυξάνει το κύρος και τη παρεμβατικότητα των ομάδων αυτών . Η δυσκολία παρέμβασης αυξάνει και τον εσωτερικό ανταγωνισμό αντιπροσώπευσης μεταξύ των ομάδων προκειμένου να εξυπηρετηθούν αποτελεσματικότερα τα διακριτά συντεχνιακά συμφέροντα.
Συνεπώς σημαντική η προσέγγιση στην Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων , η οποία ουσιαστικά διαμορφώνει την ημερήσια ατζέντα και αποφασίζει για μια σειρά νομοθετικών προτάσεων, σχετικών με τα συμφέροντα πολλών ομάδων αλλά και με την ίδια την πορεία της Ε.Ε. .
Κριτική στην επιρροή των παρεμβάσεων των ομάδων συμφερόντων
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος. Σειρά από κριτικές που αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα της παρέμβασης αλλά και την ουσιαστική σημασία τους στη λήψη μιας απόφασης. Εν συντομία μερικές από αυτές :
• Η κρατο-κεντρική προσέγγιση αντιλαμβάνεται τα κράτη ως τους κυρίαρχους δρώντες στο διεθνές σύστημα και τα υπερεθνικά επίπεδα υπόκεινται σε κρατικούς ελέγχους . Ως εκ τούτου, η διαδικασία της ολοκλήρωσης βασίζεται μάλλον στις ιστορικές αποφάσεις των κρατών-όπως θα υποστήριζε ο Moravscik- μέσα σε ένα αναρχικό περιβάλλον αλληλεπίδρασης των ενδιαφερόμενων δρώντων. Με λίγα λόγια. η όποια παρεμβατική ενέργεια των ομάδων συμφερόντων καθίσταται αναποτελεσματική σε ένα σύστημα διακυβερνητικής και όχι πολυεπίπεδης διακυβέρνησης.
• H μαρξιστική θεωρία προτάσσει την κυριαρχία των κομμάτων και των συνδικάτων στο πολιτικό σύστημα και δεν αποδέχεται τον πλουραλισμό των συμφερόντων, ούτε και τη συνεργασία κράτους και ομάδων.
• Οι «θεωρίες των ελίτ» υπογραμμίζουν την παρουσία των ομάδων συμφερόντων, αλλά διαφέρουν ως προς την ικανότητα πρόσβασης στα κέντρα εξουσίας. Η ανισότητα αυτή στην ισχύ απορρέει είτε από την ίδια τη δυναμική των ομάδων είτε από την εύνοια που τους παρέχει το κράτος. Με αυτό τον τρόπο οδηγούμαστε σε μια καθαρά κορπορατιστική αντίληψη, όπου συγκεκριμένες ομάδες έχουν ειδικά κανάλια επικοινωνίας με το κράτος, αφήνοντας άλλες «εκτός παιχνιδιού». Άμεση συνέπεια είναι η δημιουργία ενός ολιγοπωλιακού συστήματος, επικερδούς τόσο για τις ισχυρές επαγγελματικές ομάδες όσο και για την κάθε κυβέρνηση που εξασφαλίζει την κοινωνική ομαλότητα και τη συναίνεση . Ως εκ τούτου «νοθεύεται» η γνήσια αντιπροσωπευτικότητα των ομάδων, εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Η έλλειψη ισόρροπης πρόσβασης δημιουργεί αντιδημοκρατικές κατευθύνσεις και τάσεις –ιδίως στην ΕΕ – στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Η ανάπτυξη ιεραρχικών δομών, ιδιαίτερα σε περιόδους απομαζικοποίησης των συνδικάτων δημιουργεί περαιτέρω απαξίωση για τη λειτουργία τους αλλά και γενικότερα για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Αντί Συμπερασμάτων
Όπως διαφάνηκε, η παρουσία των ομάδων συμφερόντων έχει τόσο αρνητικές όσο και θετικές συνέπειες. Η συμβολή τους στη συμμετοχική πλουραλιστική διαδικασία είναι αδιαμφισβήτητη και η προσθετική τους αξία στην πληροφόρηση, στον διαρκή έλεγχο αλλά και στην ποιοτική αποτελεσματικότητα μεγάλη. Από την άλλη απαιτούνται ρυθμιστικά πλαίσια ίσως και σε άτυπη μορφή που θα εγγυηθούν την ισόρροπη επιρροή στα όργανα, μέσα από ένα πλαίσιο –αν όχι ίσης –τουλάχιστον αναλογικά ίσης κατανομής ισχύος, χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις.
Ανεξάρτητα από όλα αυτά, η παρουσία των ομάδων συμφερόντων είναι δεδομένη σε όλα τα επίπεδα προπαρασκευής, λήψης, εκτέλεσης των αποφάσεων. Σε όλους τους τομείς πολιτικής της ΕΕ η δραστηριοποίηση των ομάδων είναι εμφανής, ακόμα και σε περιορισμένη μορφή.
Οι ομάδες αυτές επηρεάζουν και επηρεάζονται από το θεσμικό και πολιτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η σχέση αυτή αλληλεπίδρασης διαπλέκει την οργάνωση και τη λειτουργία της Ε.Ε. . Απαιτείται μια ισόρροπη και προσεκτική στρατηγική διαχείρισης της αμφίδρομης αυτής επικοινωνίας, προκειμένου να καταστεί ορθολογική και ωφέλιμη για την Ένωση και τους πολίτες της.
"Παραπομπές:"
Yves Meny ( 1995 ) Συγκριτική Πολιτική Τόμος Α΄, Αθήνα, εκδ. Παπαζήσης, σελ. 245 ο.π. σελ 245 Βλ.σχετικά Λάβδας Κωνσταντίνος ( 2004), Συμφέροντα και Πολιτική, Οργάνωση Συμφερόντων και Πρότυπα Διακυβέρνησης, Αθήνα, εκδ. Παπαζήσης Π.χ. είθισται τα επιχειρηματικά συμφέροντα των εργοδοτών να έχουν μεγαλύτερη αποδοχή από συντηρητικές κυβερνήσεις, σε σχέση με αυτά των συνδικάτων Π.χ. Συμμετοχή στον κοινωνικό διάλογο ή μαζικές κινητοποιήσεις. Κιούκιας Δ., (2006), Ευρωπαϊκά Πολιτικά Συστήματα και Ομάδες Συμφερόντων, Αθήνα, εκδ. Σιδέρης, σελ 125 Εξαιρούνται οι ομάδες που αντιβαίνουν με τη δράση τους στο κοινό καλό μιας και ο όρος civil υποδηλώνει παράλληλα και την έννοια του «πολιτισμένου» Yves Meny o.π. ( 1995), σελ 253 Π.χ. στρατός, εκκλησία. Κιούκιας( 2006) ο.π. σελ.121 Όπως ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας R. Dahl τονίζει, οι δημοκρατίες είναι πολυαρχίες. Βλ. σχετικά R.Dahl , Σύγχρονη Πολιτική Ανάλυση(1979), εκδ. Παπαζήσης Ο νόμος της 21ης Σεπτεμβρίου 1972 στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ορίζει το πλαίσιο δράσης των ομάδων που επιθυμούν να διατηρούν σχέσεις με το Κοινοβούλιο. Βλ. σχετικά Haas E. (1958) The Uniting of Europe. Political and Economic Forces, Stanford University Press Τσινισιζέλης Μ., (2001), Quo Vadis Europa?, Σύγχρονες Ακαδημαϊκές και Επιστημονικές εκδόσεις, σελ. 171 Π.χ. οικονομία, περιβάλλον. Π.χ. άμυνα και ασφάλεια. Βλ σχετικά παρακάτω. Rosamond B., ( 2000), Theories of European Integration, The E.U. Series, Basingstoke, Macmillan, σελ 55 Τσινισιζέλης. Μ., ο.π. σελ 180 Στεφάνου Κ., (1999), Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, Τόμος Γ΄, Πολιτικές και Δυναμική της Ολοκλήρωσης, 4η αναθ. Έκδοση, Σάκκουλας, σελ 223 Στεφάνου. Κ., ο.π. σελ 223 Στη διαδικασία της διεύρυνσης τη δεκαετία του 80 ( Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία) μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις πίεσαν προς τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης, μιας και κάτι τέτοιο θα επέφερε διεύρυνση των γεωγραφικών ορίων της αγοράς. Σημαντικές αιτίες ήταν τόσο τα ισχυρά εργατικά συνδικάτα όσο και το γεγονός πως η αγροτική παραγωγική ικανότητα στηρίζει σημαντικά την οικονομία της χώρας. Στεφάνου Κ., ο.π. σελ 222 Κιούκιας Δ. ο.π. σελ. 157 Κιούκιας Δ., ο.π. σελ 129 Nugent Neil,( 2003) Πολιτική και Διακυβέρνηση στην Ε.Ε. εκδ.Σαββάλας σελ.388 European Commission ( 1990) The Directory of the European Community Trade and Professional Associations, Brussels, Delta Κιούκιας Δ., ο.π. σελ 160 Nugent N., ο.π. σελ 647 Εκπροσωπούνται είτε μέσω συλλογικών φορέων είτε αυτόνομα. Nugent N., ο.π. σελ 391 Π.χ. Η UNICE αποτελείται από 34 εθνικές ομοσπονδίες από 27 χώρες. Στην COPA υπάρχουν πολλά προβλήματα χειρισμού των διαφορετικών τομεακών συνεπειών εξαιτίας της μεταρρύθμισης της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής. Wallace H., Young A., (1997), Participation and Policy making in the E.U., ed. Oxford p.156 βλ.παρακάτω Π.χ. ομάδες που αντιπροσωπεύουν παραδοσιακά συμφέροντα, κλωστοϋφαντουργία, γαλακτοκομία, έχουν αυξημένη δράση Nugent. N., ο.π. σελ 401 Κιούκιας Δ., ο.π. σελ. 176 Μεταξάς Α-Ι ( 1976) Πολιτική Επικοινωνία. Εκδ. Ολκός, σελ 78 Κιούκιας Δ. ο.π., σελ 180 Χαρακτηριστικά η Ε.Επ. ενθάρρυνε τη συμμετοχή των εκπροσώπων του Γραφείου Ενώσεως των Καταναλωτών ως παρατηρητών στις εργασίες του ευρωπαϊκού οργανισμού τυποποίησης, βλ. σχετικά Στεφάνου Κ., ο.π. σελ 231 Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ενσωμάτωση της COPA στο σύστημα διαχείρισης της Κ.Α.Π. –πλέον Κ.Γ.Π. Nugent N., ο.π. σελ. 395 Στεφάνου., Κ.ο.π. σελ 228 Διαδικασία συνεργασίας, συναπόφασης, σύμφωνης γνώμης αλλά και δυνατότητα να ζητήσει το Ε.Κ. από την Επιτροπή να εξετάσει τη δυνατότητα νομοθετικής πρότασης σε κάποιο ζήτημα. Rhodes, R.A..W., ( 1996), The New Governance: Governing without Government, Political Studies, 44, (4) p.68 Nugent, N., ο.π. σελ 394 Π.χ. ισχυρές γεωργικές ομάδες απολαμβάνουν προνομιακό καθεστώς στο Συμβούλιο Υπουργών. Σχετικά αναφέρουμε τα ζητήματα της διεύρυνσης, της τελωνειακής σύνδεσης με τη Τουρκία κ.α. Θα αναφέρουμε τη βασική δομή της θεωρίας, χωρίς να υπεισέλθουμε σε ευρείες αναλύσεις. Βλ. σχετικά Ήφαιστος Π., http://www.ifestos.edu.gr Μακιαβέλι, Χομπς. Ο κορπορατισμός δεν εξασφαλίζει πάντα την ομαλότητα. Βλ. σχετικά Κιούκιας ο.π. σελ 148 Νugent N., ο.π. σελ 402
"Tιανταφύλλου Θάνος: Εκπαιδευόμενος Ερευνητής στο Ε.Κ.Ε.Μ. και μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο"
http://www.ekem.gr/index.php?option=com ... &Itemid=68
Ας εξετάσουμε σχετικό άρθρο :
Ο ρόλος των ομάδων πίεσης-συμφερόντων (lobbies)
Σε όλες τις κοινωνίες υπάρχει η τάση ή η ανάγκη συγκρότησης ομάδων στη βάση κοινών πολιτικών, οικονομικών, ιδεολογικών, συντεχνιακών, πατρογονικών, συναισθηματικών συμφερόντων. Ως ομάδα πίεσης δύναται να οριστεί οποιαδήποτε ομάδα που αποσκοπεί στην επίτευξη ευνοϊκών αποφάσεων προς τους στόχους που έχει θέσει.
Η συγκεκριμένη έννοια στο πεδίο της πολιτικής επιστήμης-ανάλυσης περιλαμβάνει εκείνες τις ομάδες που επιζητούν οργανωμένα να προωθήσουν τα συμφέροντά τους με πολιτικά μέσα . Η διαφοροποίηση λοιπόν των ομάδων αυτών έγκειται στη διαδραστική σχέση που βρίσκονται με τους κρατικούς θεσμούς και τα κόμματα που δραστηριοποιούνται για την κατάκτηση και άσκηση της εξουσίας .
Οι ομάδες συμφερόντων δρουν ορθολογικά, εκπροσωπούν οργανωμένα συμφέροντα και επιδιώκουν να δραστηριοποιηθούν στο σημείο εκείνο της πολιτικής διαδικασίας, που θα τους εξασφαλίσει μεγαλύτερη παρεμβατική ικανότητα. Η αποτελεσματικότητα της παρέμβασης εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες όπως :
• Την υφιστάμενη ιδεολογική συγγένεια με την εκάστοτε εξουσία .
• Τη στρατηγική που διαλέγει να ακολουθήσει κάθε ομάδα .
• Τους διαθέσιμους πόρους που έχει: ως πόροι προσδιορίζονται μεταξύ άλλων η περιουσιακή επιφάνεια, η άμεση πληροφόρηση που μπορεί κάθε ομάδα να αποσπάσει για το θέμα που την αφορά, η αναγνωρισιμότητα της δυναμικής κοινωνικής παρέμβασής της, η τεχνογνωσία, καθώς και η στρατηγικής σημασίας θέση που καταλαμβάνει στην κοινωνική πυραμίδα.
• Ο βαθμός ταύτισης των συμφερόντων των ομάδων πίεσης με τις κυβερνητικές προτεραιότητες.
• Ο βαθμός ταύτισης με το σύστημα μέσα στο οποίο λειτουργούν.
Στη σύγχρονη πολιτική επιστήμη οι ομάδες-συμφερόντων διακρίνονται σε :
-Εθιμικές και σωματειακές ομάδες (associational)
Η πρώτη κατηγορία αφορά σε παραδοσιακές κοινότητες (π.χ. οικογένεια) ενώ η δεύτερη αποτελεί ουσιαστικά την εξέλιξη της πρώτης στη βάση ορθολογικοποιημένων δράσεων και συμφερόντων. Η έννοια της κοινωνίας των πολιτών (civil society), εμπίπτει στην τελευταία κατηγορία . Ανάμεσα στις σωματειακές ομάδες μπορούμε να διακρίνουμε:
Α. Τις συντεχνιακές ομάδες (particularistic) με συνήθως στενό οικονομικό συμφέρον. Ο πολλαπλασιασμός και η ανάπτυξη τους απορρέει αφενός από την κρατική ρυθμιστική παρέμβαση στην αγορά και αφετέρου από την ανικανότητα μεγάλων ομοσπονδιών να διατηρήσουν το μονοπώλιο εκπροσώπησης σε μια χώρα. Οι προστατευτικές αυτές ομάδες επιδιώκουν κατά κύριο λόγο να προωθήσουν τα συμφέροντα των μελών τους ( ενώσεις επιχειρήσεων, συνδικάτων, αγροτικών οργανώσεων).
Β .Τις προαγωγικές ομάδες με μη κερδοσκοπικά κίνητρα στο πλαίσιο οικολογικών διεκδικήσεων, προώθησης δικαιωμάτων των μεταναστών, των γυναικών, ειρηνιστών κλπ.
-Οι θεσμικές ομάδες .Ο καταστατικός τους σκοπός όμως δεν είναι η προάσπιση των συμφερόντων των μελών τους. Η δυνατότητά τους να επηρεάσουν ή ακόμα και σε μερικές περιπτώσεις να υπαγορεύσουν τις πολιτικές αποφάσεις, τις καθιστά δυναμικές ομάδες συμφερόντων. Η πολυπλοκότητα των αποφάσεων, παρόλα αυτά, ευνοεί τόσο τη σύνδεση των δράσεων όσο και των συμφερόντων των παραπάνω ομάδων αναιρώντας πολλές φορές στην πράξη τη διακριτότητά τους.
Πλουραλισμός και Πολυεπίπεδη διακυβέρνηση
Ο όρος «ομάδες συμφερόντων» προέρχεται από την αγγλοσαξονική πολιτική επιστήμη στο πλαίσιο μιας αντίληψης πλουραλιστικής και ορθολογιστικής . Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες αναγορεύουν ως συστατικό στοιχείο της κοινωνικής και πολιτειακής δομής τον πλουραλισμό, αναγνωρίζοντας με αυτό τον τρόπο και τη νομιμότητα των ομάδων αυτών. Η αυξανόμενη παρουσία των ομάδων στις δυτικές δημοκρατίες σηματοδοτεί τόσο την απουσία των όποιων δομικών εμποδίων στην ανάπτυξη κάθε συλλογικής έκφρασης και δράσης όσο και την ισότιμη συμμετοχή στη διαδικασία επιρροής της πολιτικής διαδικασίας .
Στα ομοσπονδιακά συστήματα η παρεμβατική ικανότητα των ομάδων πίεσης είναι σαφώς ενισχυμένη και θεσμοθετημένη . Στο πλαίσιο της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης (multi-level governance) οι αρμοδιότητες λήψης αποφάσεων εμπλέκουν στη διαδικασία αρκετούς δρώντες πέραν του έθνους-κράτους, γεγονός που συνεπάγεται σημαντική απώλεια εθνικής κυριαρχίας. Η ποικιλία φορέων που δραστηριοποιούνται και η αλληλεπίδρασή τους με τους κρατικούς δρώντες σε ένα μη ιεραρχημένο σύστημα διακυβέρνησης, όχι απλώς επιτρέπει αλλά επιβάλλει τη συμμετοχή των ομάδων-συμφερόντων ώστε να εξασφαλιστεί η ευρεία συναίνεση και η νομιμοποίηση των αποφάσεων.
Η παρουσία και η δράση τους συνεισφέρει στη πολιτική σταθερότητα, διευρύνοντας τη συμμετοχή και τον κοινωνικό έλεγχο, ενισχύοντας εν τέλει και την ίδια τη δημοκρατική διαδικασία. Τόσο η συμμετοχή όσο και ο κοινωνικός έλεγχος προϋποθέτουν τη γνώση και την πληροφόρηση από επαρκώς ενημερωμένες ομάδες, ανοιχτές στην κοινωνία των πολιτών για μια ευρεία διαβούλευση.
Νεολειτουργισμός και ομάδες συμφερόντων
Η θεωρία του Νεολειτουργισμού , με κύριο εκπρόσωπό της τον Ernest Haas, προτάσσει μια έμμεση στρατηγική για το ξεπέρασμα του έθνους –κράτους . Σύμφωνα με τη θεωρία του Νεολειτουργισμού, οι ομάδες-συμφερόντων κατέχουν σημαντική θέση στη πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η εντατικοποίηση της συνεργασίας σε τομείς χαμηλής πολιτικής (low politics) ενδέχεται να αποδυναμώσει την εθνική κυριαρχία και να δημιουργήσει τους όρους για στενότερη συνεργασία σε τομείς υψηλής πολιτικής (high politics). Οι ομάδες συμφερόντων διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαλεκτική αυτή μετατόπιση των αρμοδιοτήτων προς ένα υπερεθνικό κέντρο. Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεφυρώνοντας το χάσμα που υπάρχει μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών και των ευρωπαίων πολιτών, συνεισφέρουν στη μετατόπιση της αφοσίωσης από το εθνικό στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Η μετατόπιση αυτή επιφέρει διαδραστικά και τη μετατόπιση των διαπραγματεύσεων, μετατρέποντας σε εθνικό θέμα στις Βρυξέλλες αυτό που σε μια χώρα θεωρούνταν ιδιωτικό ή συντεχνιακό .
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο Νεολειτουργισμός επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο. Σημαντικός κρίνεται ο ρόλος των επιχειρηματικών ομάδων τόσο στη σύναψη της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, όσο και της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μιας και μέσα από τη διαδικασία της οικονομικής ολοκλήρωσης πρωτοστάτησαν στη μετατόπιση της «νομιμοφροσύνης» προς το ευρωπαϊκό κέντρο, πιέζοντας τις εθνικές κυβερνήσεις να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα για την επίσπευση της ενιαίας αγοράς. Όπως υπογραμμίζει ο B. Rosamond, η πολιτική για τους νεολειτουργιστές συνδέεται με τη δραστηριότητα των ομάδων συμφερόντων σε ένα πλουραλιστικό περιβάλλον . Οι Lindberg και Scheingold παρατηρούσαν από την άλλη ότι «στις μακροχρόνιες διαδικασίες για την παραγωγή της νομοθεσίας οι κοινοτικοί θεσμοί αλληλεπιδρούν με τις εθνικές ηγεσίες, ομάδες συμφερόντων και άλλους σχετικούς δρώντες, γεγονός που ίσως συνιστά και τον πυλώνα του νεολειτουργισμού .
Αίτια ανάδυσης της επιρροής των ομάδων συμφερόντων στην Ε.Ε.
Έχει καταστεί σαφές ότι η νομιμοποίηση του ενοποιητικού εγχειρήματος αλλά και η περαιτέρω δυνατότητα εμβάθυνσης καθίσταται ευνοϊκή σε περιόδους με θετική οικονομική συγκυρία για την Ε.Ε. . Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δεκαετία οικονομικής ύφεσης 1974-1984, απόρροια τόσο της ενεργειακής πετρελαϊκής κρίσης όσο και της διαμάχης των Κρατών-μελών για τους πόρους, που οδήγησε σε περισσότερο διακυβερνητικές μεθόδους διακυβέρνησης .
Από την άλλη πλευρά, η επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (Ε.Ε.Π) και τα μέτρα εγκαθίδρυσης της ενιαίας αγοράς συνέπεσαν στο μεγαλύτερο μέρος της με μια περίοδο οικονομικής ανάπτυξης ( 1985-1990) . Η Ε.Ε.Π. υπήρξε συνέπεια των πιέσεων σημαντικών τμημάτων της ευρωπαϊκής οικονομίας που επιθυμούσαν την προσαρμογή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Συστήματος στις νέες συνθήκες διεθνούς κατανομής δραστηριοτήτων. Παράλληλα, οι κανόνες αρνητικής ολοκλήρωσης ενδυνάμωσαν το ρόλο των πολυεθνικών επιχειρήσεων αλλά και τη δυναμική τους παρέμβαση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων . Το πιο σημαντικό σημείο αφορά στο ότι η ΕΕΠ αναβάθμισε σημαντικά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Κοινοβουλίου δημιουργώντας μεγαλύτερες προϋποθέσεις πρόσβασης στις ομάδες συμφερόντων των οργάνων αυτών. Ως ενισχυτική των διαδικασιών συνεργασίας και σύμφωνης γνώμης με τις οποίες θωρακίστηκε το Κοινοβούλιο, ήρθε η Συνθήκη του Μαάστριχτ θεσπίζοντας τη διαδικασία συναπόφασης. Επιπροσθέτως αυξήθηκαν σημαντικά οι πρωτοβουλιακές δυνατότητες της Επιτροπής, διευρύνοντας τα κίνητρα παρέμβασης των εκπροσώπων των κλαδικών συμφερόντων, τόσο στην Επιτροπή όσο και στο Κοινοβούλιο.
Ένας ακόμη παράγοντας που ενεργοποίησε τις ομάδες-συμφερόντων αποτελεί η ανάπτυξη τομεακών πολιτικών και η πολιτική συνοχής. Η πίεση προς τους εθνικούς αντιπροσώπους προκειμένου να υπερασπιστούν συγκεκριμένα ιδιωτικό-επαγγελματικά συμφέροντα ήταν φανερή. Οι αγρότες, ιδιαίτερα οι Γάλλοι, άσκησαν τότε έντονες πιέσεις για τη διαμόρφωση της Κ.Α.Π. αλλά και για τις ετήσιες αυξήσεις των τιμών των γεωργικών προϊόντων . Αν λοιπόν θεωρητικά στη διαδικασία ολοκλήρωσης της Ε.Ε. εμπλέκονταν μόνο elite , η ανάληψη νέων δυναμικών αρμοδιοτήτων είχε ως συνέπεια την εμπλοκή νέων οργανωμένων συμφερόντων στις διαδικασίες διαμόρφωσης πολιτικών.
Γίνεται φανερή λοιπόν η νεολειτουργική στρατηγική βάσει της οποίας οι εκπρόσωποι των κλαδικών συμφερόντων θα λειτουργούσαν ως μοχλοί πίεσης για τη μεταφορά αρμοδιοτήτων προς τους κοινοτικούς θεσμούς, συμπαρασύροντας και τους κοινοτικούς νομοθέτες (εθνικές κυβερνήσεις) και τους εκλογείς τους (κοινή γνώμη των κρατών-μελών .
Οι Ομάδες – Συμφερόντων στην Ε.Ε.
Στα σύγχρονα Συντάγματα των κρατών-μελών και στις Συνθήκες της Ε.Ε., παρατηρούμε την κατοχύρωση της λειτουργίας των ομάδων συμφερόντων, είτε ως «κοινωνικών εταίρων» είτε ως «κοινωνίας των πολιτών» . Από την άλλη υπάρχουν χιλιάδες εκπρόσωποι ιδιωτικό-επαγγελματικών συμφερόντων που διαβουλεύονται συνήθως άτυπα με τους θεσμούς της ΕΕ και επιδιώκουν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής. Οι ομάδες αυτές ανέρχονται περίπου σε 3.500 , ενώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το σύνολο των ομάδων αυτών το 50% εκπροσωπεί βιομηχανικά συμφέροντα, το 25% αγροτικά, το 20% υπηρεσίες και ένα 5% εκφράζει συνδικαλιστικά συμφέροντα και ζητήματα προστασίας καταναλωτών και περιβάλλοντος. Οι σημαντικότερες ομάδες συμφερόντων γνωστές και ως ομάδες ομπρέλα είναι: Η Ένωση Βιομηχανικών και Εργοδοτικών Συνομοσπονδιών της Ευρώπης (UNICE), η Επιτροπή των Επαγγελματιών Γεωργικών Παραγωγών (COPA), το Ευρωπαϊκό Γραφείο Ενώσεων των Καταναλωτών (BEUC), εκπροσωπώντας συνολικά οικονομικά συμφέροντα. Παράλληλα υπάρχουν και οι ομάδες που εκπροσωπούν κλαδικά, συγκεκριμένα συμφέροντα όπως το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ομοσπονδιών της Χημικής Βιομηχανίας (CEFIC), αλλά και εκείνες που λειτουργούν ως «οριζόντιες ομάδες» ηγετικών επιχειρήσεων ή ως ομάδες προβληματισμού, όπως η Στρογγυλή Τράπεζα της Ευρωπαϊκής Τεχνολογίας Πληροφορικής (European Information Technology Round Table).
Παραδοσιακά, οι ομάδες συμφερόντων πηγαίνουν εκεί που βρίσκεται η εξουσία. Στην Ε.Ε. οι συνθήκες που δημιουργούν τις προϋποθέσεις επιρροής των ομάδων αυτών είναι: η άτυπη φύση της διαδικασίας διαμόρφωσης πολιτικής σε πολλά σημεία της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, η πολλαπλότητα των συμφερόντων στο επίπεδο της ΕΕ, η τεχνική φύση αρκετών πολιτικών (εξειδικευμένη γνώση τομεακών πολιτικών), η εξάρτηση υπαλλήλων της ΕΕ από ομάδες συμφερόντων . Χαρακτηριστικά, το 80% της εθνικής νομοθεσίας του μέσου όρου των Κρατών Μελών προέρχεται από κοινοτικές επιταγές, γεγονός το οποίο εμπλέκει άμεσα και τις εθνικές ομάδες συμφερόντων που παρατηρούν τη παράκαμψη σε πολλές περιπτώσεις των κυβερνήσεων, οι οποίες υφίστανται σημαντική απώλεια της εθνικής κυριαρχίας , κατά τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων. Ένας επιπρόσθετος λόγος είναι η καθιέρωση της πολιτικής συνοχής και της περιφερειακής πολιτικής που εντατικοποιώντας τη συνεργασία μεταξύ αρμόδιων οργάνων της ΕΕ και περιφερειακών αρχών κατέστησε προφανή και επιβεβλημένη την παρέμβαση των ομάδων-συμφερόντων προκειμένου να επηρεάσουν τις χρηματοδοτικές αρμοδιότητες της ΕΕ προς όφελός τους.
Η οργανωτική δομή των περισσότερων ευρωπαϊκών ομάδων είναι εξαιρετικά χαλαρή . Η απουσία αυστηρής οργανωτικής πειθαρχίας επηρεάζει αισθητά την αποτελεσματικότητα και τη συνοχή της δράσης τους και απορρέει από την ομφαλική σχέση με τα εθνικά κέντρα εξουσίας. Τα μέλη της ομάδας συνήθως απολαύουν μικρής ανεξαρτησίας από τα κράτη προέλευσης, ώστε η αυτονομία εκπροσώπησης να αποβαίνει αδύνατη. Από την άλλη μεριά, πολλοί μελετητές υποστηρίζουν πως η δημιουργία ισχυρότερων δομών ενέχει τον κίνδυνο μη συμμετοχής των εθνικών ομάδων στα συλλογικά ευρωπαϊκά σχήματα καθώς και της αποκλειστικής ενασχόλησης τους με ζητήματα «εθνικής πολιτικής».
Η λειτουργία των ομάδων-συμφερόντων συνίσταται σε δύο βασικούς σκοπούς: Πρώτον, επιδιώκουν να συνεισφέρουν στη διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών, τεχνογνωσίας και εναλλακτικών μορφών πολιτικής τόσο με τα όργανα της ΕΕ όσο και μεταξύ των μελών τους. Δεύτερον, αποσκοπούν στην ενσωμάτωση των συμφερόντων τους μέσα στις πολιτικές της ΕΕ, αξιοποιώντας ως μέσο πειθούς αυτήν ακριβώς την εξειδικευμένη γνώση τους.
Διαφοροποίηση και αποτελεσματικότητα δράσης
Η διαφορετική ικανότητα των ομάδων να επηρεάσουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων αντικατοπτρίζεται αλλά και προέρχεται από τη ίδια την ποικιλομορφία τους. Κατά καιρούς εντοπίζονται διακριτά χαρακτηριστικά όπως:
Το μέγεθος της βάσης. Υπάρχουν οι λεγόμενες ομάδες –ομπρέλα-όπως προαναφέραμε- με συχνά πολυτομεακό χαρακτήρα, αλλά και εσωτερικές πολιτικές και ιδεολογικές παραδόσεις των συμμετεχόντων . Η ανομοιογένεια αυτή συχνά διαφαίνεται στη μείωση συνοχή της δράση τους, αν και συχνά η επίτευξη συγκεκριμένων στόχων συσπειρώνει τα μέλη και διαγράφει προσωρινά τις όποιες διαφορές . Η συμμετοχή μελών από διαφορετικά κράτη όμως διευρύνει τη διεθνή συνεργασία και τις δυνατότητες επαφών με άλλους δρώντες και φορείς.
Αν τα μέλη αποτελούν «άμεσα» μέλη της ευρωπαϊκής ομάδας ή αντιπροσωπεύονται μέσω μιας εθνικής οργάνωσης . Η αμεσότητα των μελών καθορίζει και τον βαθμό ταύτισης προς τις αξίες και τους σκοπούς των ευρωπαϊκών ομάδων συμφερόντων. Στις περισσότερες πάντως περιπτώσεις η αντιπροσώπευση γίνεται μέσω εθνικής τομεακής οργάνωσης που εμπεριέχει στοιχεία κορπορατισμού .
Επειδή ακριβώς οι περισσότερες ευρωπαϊκές ομάδες βασίζονται σε έμμεσες εθνικές συμμετοχές, η αποδοτικότητα των ομάδων (σε ευρωπαϊκό επίπεδο) επαφίεται στην ενεργοποίηση των μελών τους (στο εθνικό επίπεδο) .
Παράγοντες αποτελεσματικής επιρροής
Η αποτελεσματικότητα της δράσης των ομάδων πίεσης συνδέεται με αρκετούς παράγοντες. Ενδεικτικά θα επισημάνουμε τους εξής:
• Το οικονομικό βάρος κάθε ομάδας βάσει τόσο της επάρκειας πόρων που διαθέτει όσο και των οικονομικών συμφερόντων που εκπροσωπεί. Σε αυτό το σημείο καθοριστικό ρόλο παίζει και η δυνατότητα πολιτικής επιρροής. Ομάδες που εκπροσωπούν ένα ευρύ πεδίο συμφερόντων έχουν «γνήσιες αντιπροσωπευτικές διεκδικήσεις» και βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση. Πρέπει βέβαια οι ομάδες αυτές να εξασφαλίσουν τη συναίνεση, άρα και τη συνεκτικότητα στη δράση τους .
• Η εμπεριστατωμένη πληροφόρηση που διαθέτει αλλά και η νοοτροπία προγραμματισμού για την τεκμηριωμένη προώθηση των συμφερόντων τους . Η επιδίωξη ορθολογικών στόχων και η αποφυγή μαξιμαλιστικών σχεδίων κρίνεται απαραίτητη ώστε να διατηρηθεί η αξιοπιστία των αιτημάτων.
• Η αναζήτηση συμμαχιών σε διάφορα επίπεδα στο πλαίσιο της άτυπης διπλωματίας, που θα ενισχύσουν τη διαπραγματευτική ισχύ της ομάδας. Σε αυτό θα συμβάλει καταλυτικά η καλή γνώση της ημερησίας διάταξης ώστε να υπάρξει η θετική παρέμβαση στο κατάλληλο για τη διαδικασία σημείο .
• Η σχέση με τις εθνικές διοικήσεις αλλά και με τους αξιωματούχους των θεσμικών οργάνων. Διαδεδομένες είναι οι πρακτικές pantοuflage , δηλαδή η μετακίνηση από κοινοτικές θέσεις σε lobbies και το αντίστροφο.
Η πρόσβαση στους υπεύθυνους λήψης και διαμόρφωσης των αποφάσεων
Όπως έχουμε αναλύσει παραπάνω, η ΕΕ προσφέρεται για την ανάδειξη και εμπλοκή των ομάδων συμφερόντων σε μια πλουραλιστική διαδικασία, που είναι αποτέλεσμα όχι μόνο των προσπαθειών πολυάριθμων φορέων δράσης να αυξήσουν την επιρροή τους αλλά και της σκόπιμης στρατηγικής δικτύωσης που χρησιμοποιούν τα ευρωπαϊκά όργανα. Η πολυεπίπεδη φύση των διαδικασιών της ΕΕ παρέχει πολλά και ξεχωριστά σημεία πρόσβασης στους θεσμούς της Ένωσης.
-Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Η πρωτοβουλιακή θέση της Επιτροπής στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία την καθιστά αυτόματα σε πρωταρχικό στόχο των ομάδων συμφερόντων. Η δυνατότητα ενσωμάτωσης –έστω και έμμεσα- αιτημάτων στη νομοθετική πρόταση της Επιτροπής αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας. Ουσιώδης είναι ακόμη ο εκτελεστικός της ρόλος, όπως ενισχύθηκε από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και τη Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Επιτροπή είναι φύσει και θέσει προσπελάσιμη επιζητώντας την επαφή με τις Ομάδες . Η δεκτικότητα της εξηγείται από διάφορους λόγους : Πρώτον, οι επιμέρους ομάδες συμφερόντων έχουν συχνά τη δυνατότητα πρόσβασης σε εξειδικευμένες πληροφορίες και τεχνογνωσία, τις οποίες εκμεταλλεύεται η Επιτροπή προκειμένου να βελτιώσει τη δράση της. Παράλληλα, με αυτό τον τρόπο «αφουγκράζεται» τις ανάγκες που υπάρχουν στη κοινωνία και τις προσαρμόζει στη διαμόρφωση των πολιτικών της. Δεύτερον, η διαπραγματευτική θέση της ίδιας της Επιτροπής έναντι του Συμβουλίου ενισχύεται, όταν έχει ενσωματώσει στις προτάσεις της αιτήματα των ευρωπαϊκών ομάδων. Με αυτό το τρόπο ενισχύεται και ο βαθμός νομιμοποιητικής αποδοχής των πολιτικών προτάσεων από την κοινωνία των πολιτών και τους υπόλοιπους ενδιαφερόμενους φορείς . Τρίτον, όταν οι ομάδες συμφερόντων καταθέσουν μια πρόταση συνεκτική και ολοκληρωμένη , βοηθούν στην ταχύτερη και πιο αποδεκτή πρόταση της Επιτροπής, αποφεύγοντας με αυτό τον τρόπο ιδεολογικές και μικροσυντεχνιακές διαφορές. Για αυτό το λόγο οι Γενικές Διευθύνσεις κρατούν ενήμερες τις «αναγνωρισμένες» ευρωπαϊκές ομάδες στο πλαίσιο μιας άτυπης διαβούλευσης. Τέλος η επιρροή τους στην εκταμίευση πόρων του κοινοτικού προϋπολογισμού που διαχειρίζεται η Επιτροπή στα πλαίσια των κοινοτικών προγραμμάτων, είναι ιδιαιτέρως σημαντική και αντίστοιχη με την επιρροή των ομάδων συμφερόντων σε εθνικό πεδίο .
-Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Η ΕΕΠ και η ΣΕΕ προικοδότησαν με ισχυρά νομοθετικά όπλα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μετατρέποντας το σε πόλο έλξης των ομάδων συμφερόντων. Οι Ομάδες επιδιώκουν να εκμεταλλευτούν την ενίσχυση των εξουσιών του Ε.Κ. και να αποκομίσουν οφέλη από τη προώθηση των θέσεών τους . Η απουσία σχετικής αυστηρής πειθαρχίας των ευρωβουλευτών τους καθιστά ευκολότερο στόχο, ώστε να διαμορφώσουν την agenda σύμφωνα με τις προσδοκίες των ομάδων συμφερόντων. Εξάλλου, συχνές είναι οι άτυπες επαφές που διεξάγει το Ε.Κ., είτε ως σύνολο είτε ξεχωριστά κάθε πολιτική ομάδα, είτε ακόμα μεμονωμένα οι ευρωβουλευτές. Η αναβάθμιση της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου έγινε γρήγορα αντιληπτή από τις μεγάλες επιχειρήσεις. Ειδικά τα οργανωμένα συμφέροντα των καταναλωτών, άρχισαν να κάνουν σημαντικά διαβήματα. Εξάλλου οι επιχειρήσεις σε μεγάλο βαθμό επηρέασαν τμήματα της κοινοτικής γραφειοκρατίας προς όφελός τους.
-Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο των Υπουργών είναι αδιαμφισβήτητα οι πιο δυσπρόσιτοι χώροι επιρροής. Η δυσκολία προσέγγισης έγκειται τόσο στην «κλειστή» διαδικασία των οργάνων, όσο και στην έλλειψη επιθυμίας να εκτεθούν στη λογική της τακτικής του lobbying . Οι ομάδες επομένως επιδιώκουν να επηρεάσουν κυρίως τις θέσεις που υιοθετούν οι εθνικές τους κυβερνήσεις κατά τις συνόδους. Αυτό ενδέχεται να λάβει χώρα γνωστοποιώντας και προωθώντας τις απόψεις τους στις κυβερνήσεις κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο επεξεργασίας των μέτρων για την ενσωμάτωση των οδηγιών της ΕΕ σε εθνικό επίπεδο . Κάτι τέτοιο προσδίδει ένα σαφές πλεονέκτημα στις ισχυρότερες οικονομικά ομάδες που εκπροσωπούν ισχυρά επιχειρηματικά lobbies.
Από την άλλη πλευρά, η δυναμική χρήση της ειδικής πλειοψηφίας ως μεθόδου λήψης των αποφάσεων έχει καταστήσει περισσότερο ευεπηρέαστο ή τουλάχιστον ευπρόσδεκτο το Συμβούλιο των Yπουργών στις προθέσεις των ομάδων συμφερόντων. Η απομάκρυνση από τη λογική της ομοφωνίας άνοιξε το δρόμο προς την αναζήτηση συμμαχιών ανάμεσα σε ομάδες και χώρες. Η πολυπλοκότητα των ζητημάτων που απαιτούν οικονομικές, τεχνικές, πολιτικές γνώσεις αυξάνει το κύρος και τη παρεμβατικότητα των ομάδων αυτών . Η δυσκολία παρέμβασης αυξάνει και τον εσωτερικό ανταγωνισμό αντιπροσώπευσης μεταξύ των ομάδων προκειμένου να εξυπηρετηθούν αποτελεσματικότερα τα διακριτά συντεχνιακά συμφέροντα.
Συνεπώς σημαντική η προσέγγιση στην Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων , η οποία ουσιαστικά διαμορφώνει την ημερήσια ατζέντα και αποφασίζει για μια σειρά νομοθετικών προτάσεων, σχετικών με τα συμφέροντα πολλών ομάδων αλλά και με την ίδια την πορεία της Ε.Ε. .
Κριτική στην επιρροή των παρεμβάσεων των ομάδων συμφερόντων
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη του νομίσματος. Σειρά από κριτικές που αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα της παρέμβασης αλλά και την ουσιαστική σημασία τους στη λήψη μιας απόφασης. Εν συντομία μερικές από αυτές :
• Η κρατο-κεντρική προσέγγιση αντιλαμβάνεται τα κράτη ως τους κυρίαρχους δρώντες στο διεθνές σύστημα και τα υπερεθνικά επίπεδα υπόκεινται σε κρατικούς ελέγχους . Ως εκ τούτου, η διαδικασία της ολοκλήρωσης βασίζεται μάλλον στις ιστορικές αποφάσεις των κρατών-όπως θα υποστήριζε ο Moravscik- μέσα σε ένα αναρχικό περιβάλλον αλληλεπίδρασης των ενδιαφερόμενων δρώντων. Με λίγα λόγια. η όποια παρεμβατική ενέργεια των ομάδων συμφερόντων καθίσταται αναποτελεσματική σε ένα σύστημα διακυβερνητικής και όχι πολυεπίπεδης διακυβέρνησης.
• H μαρξιστική θεωρία προτάσσει την κυριαρχία των κομμάτων και των συνδικάτων στο πολιτικό σύστημα και δεν αποδέχεται τον πλουραλισμό των συμφερόντων, ούτε και τη συνεργασία κράτους και ομάδων.
• Οι «θεωρίες των ελίτ» υπογραμμίζουν την παρουσία των ομάδων συμφερόντων, αλλά διαφέρουν ως προς την ικανότητα πρόσβασης στα κέντρα εξουσίας. Η ανισότητα αυτή στην ισχύ απορρέει είτε από την ίδια τη δυναμική των ομάδων είτε από την εύνοια που τους παρέχει το κράτος. Με αυτό τον τρόπο οδηγούμαστε σε μια καθαρά κορπορατιστική αντίληψη, όπου συγκεκριμένες ομάδες έχουν ειδικά κανάλια επικοινωνίας με το κράτος, αφήνοντας άλλες «εκτός παιχνιδιού». Άμεση συνέπεια είναι η δημιουργία ενός ολιγοπωλιακού συστήματος, επικερδούς τόσο για τις ισχυρές επαγγελματικές ομάδες όσο και για την κάθε κυβέρνηση που εξασφαλίζει την κοινωνική ομαλότητα και τη συναίνεση . Ως εκ τούτου «νοθεύεται» η γνήσια αντιπροσωπευτικότητα των ομάδων, εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος. Η έλλειψη ισόρροπης πρόσβασης δημιουργεί αντιδημοκρατικές κατευθύνσεις και τάσεις –ιδίως στην ΕΕ – στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Η ανάπτυξη ιεραρχικών δομών, ιδιαίτερα σε περιόδους απομαζικοποίησης των συνδικάτων δημιουργεί περαιτέρω απαξίωση για τη λειτουργία τους αλλά και γενικότερα για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Αντί Συμπερασμάτων
Όπως διαφάνηκε, η παρουσία των ομάδων συμφερόντων έχει τόσο αρνητικές όσο και θετικές συνέπειες. Η συμβολή τους στη συμμετοχική πλουραλιστική διαδικασία είναι αδιαμφισβήτητη και η προσθετική τους αξία στην πληροφόρηση, στον διαρκή έλεγχο αλλά και στην ποιοτική αποτελεσματικότητα μεγάλη. Από την άλλη απαιτούνται ρυθμιστικά πλαίσια ίσως και σε άτυπη μορφή που θα εγγυηθούν την ισόρροπη επιρροή στα όργανα, μέσα από ένα πλαίσιο –αν όχι ίσης –τουλάχιστον αναλογικά ίσης κατανομής ισχύος, χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις.
Ανεξάρτητα από όλα αυτά, η παρουσία των ομάδων συμφερόντων είναι δεδομένη σε όλα τα επίπεδα προπαρασκευής, λήψης, εκτέλεσης των αποφάσεων. Σε όλους τους τομείς πολιτικής της ΕΕ η δραστηριοποίηση των ομάδων είναι εμφανής, ακόμα και σε περιορισμένη μορφή.
Οι ομάδες αυτές επηρεάζουν και επηρεάζονται από το θεσμικό και πολιτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η σχέση αυτή αλληλεπίδρασης διαπλέκει την οργάνωση και τη λειτουργία της Ε.Ε. . Απαιτείται μια ισόρροπη και προσεκτική στρατηγική διαχείρισης της αμφίδρομης αυτής επικοινωνίας, προκειμένου να καταστεί ορθολογική και ωφέλιμη για την Ένωση και τους πολίτες της.
"Παραπομπές:"
Yves Meny ( 1995 ) Συγκριτική Πολιτική Τόμος Α΄, Αθήνα, εκδ. Παπαζήσης, σελ. 245 ο.π. σελ 245 Βλ.σχετικά Λάβδας Κωνσταντίνος ( 2004), Συμφέροντα και Πολιτική, Οργάνωση Συμφερόντων και Πρότυπα Διακυβέρνησης, Αθήνα, εκδ. Παπαζήσης Π.χ. είθισται τα επιχειρηματικά συμφέροντα των εργοδοτών να έχουν μεγαλύτερη αποδοχή από συντηρητικές κυβερνήσεις, σε σχέση με αυτά των συνδικάτων Π.χ. Συμμετοχή στον κοινωνικό διάλογο ή μαζικές κινητοποιήσεις. Κιούκιας Δ., (2006), Ευρωπαϊκά Πολιτικά Συστήματα και Ομάδες Συμφερόντων, Αθήνα, εκδ. Σιδέρης, σελ 125 Εξαιρούνται οι ομάδες που αντιβαίνουν με τη δράση τους στο κοινό καλό μιας και ο όρος civil υποδηλώνει παράλληλα και την έννοια του «πολιτισμένου» Yves Meny o.π. ( 1995), σελ 253 Π.χ. στρατός, εκκλησία. Κιούκιας( 2006) ο.π. σελ.121 Όπως ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας R. Dahl τονίζει, οι δημοκρατίες είναι πολυαρχίες. Βλ. σχετικά R.Dahl , Σύγχρονη Πολιτική Ανάλυση(1979), εκδ. Παπαζήσης Ο νόμος της 21ης Σεπτεμβρίου 1972 στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ορίζει το πλαίσιο δράσης των ομάδων που επιθυμούν να διατηρούν σχέσεις με το Κοινοβούλιο. Βλ. σχετικά Haas E. (1958) The Uniting of Europe. Political and Economic Forces, Stanford University Press Τσινισιζέλης Μ., (2001), Quo Vadis Europa?, Σύγχρονες Ακαδημαϊκές και Επιστημονικές εκδόσεις, σελ. 171 Π.χ. οικονομία, περιβάλλον. Π.χ. άμυνα και ασφάλεια. Βλ σχετικά παρακάτω. Rosamond B., ( 2000), Theories of European Integration, The E.U. Series, Basingstoke, Macmillan, σελ 55 Τσινισιζέλης. Μ., ο.π. σελ 180 Στεφάνου Κ., (1999), Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, Τόμος Γ΄, Πολιτικές και Δυναμική της Ολοκλήρωσης, 4η αναθ. Έκδοση, Σάκκουλας, σελ 223 Στεφάνου. Κ., ο.π. σελ 223 Στη διαδικασία της διεύρυνσης τη δεκαετία του 80 ( Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία) μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις πίεσαν προς τη λήψη μιας τέτοιας απόφασης, μιας και κάτι τέτοιο θα επέφερε διεύρυνση των γεωγραφικών ορίων της αγοράς. Σημαντικές αιτίες ήταν τόσο τα ισχυρά εργατικά συνδικάτα όσο και το γεγονός πως η αγροτική παραγωγική ικανότητα στηρίζει σημαντικά την οικονομία της χώρας. Στεφάνου Κ., ο.π. σελ 222 Κιούκιας Δ. ο.π. σελ. 157 Κιούκιας Δ., ο.π. σελ 129 Nugent Neil,( 2003) Πολιτική και Διακυβέρνηση στην Ε.Ε. εκδ.Σαββάλας σελ.388 European Commission ( 1990) The Directory of the European Community Trade and Professional Associations, Brussels, Delta Κιούκιας Δ., ο.π. σελ 160 Nugent N., ο.π. σελ 647 Εκπροσωπούνται είτε μέσω συλλογικών φορέων είτε αυτόνομα. Nugent N., ο.π. σελ 391 Π.χ. Η UNICE αποτελείται από 34 εθνικές ομοσπονδίες από 27 χώρες. Στην COPA υπάρχουν πολλά προβλήματα χειρισμού των διαφορετικών τομεακών συνεπειών εξαιτίας της μεταρρύθμισης της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής. Wallace H., Young A., (1997), Participation and Policy making in the E.U., ed. Oxford p.156 βλ.παρακάτω Π.χ. ομάδες που αντιπροσωπεύουν παραδοσιακά συμφέροντα, κλωστοϋφαντουργία, γαλακτοκομία, έχουν αυξημένη δράση Nugent. N., ο.π. σελ 401 Κιούκιας Δ., ο.π. σελ. 176 Μεταξάς Α-Ι ( 1976) Πολιτική Επικοινωνία. Εκδ. Ολκός, σελ 78 Κιούκιας Δ. ο.π., σελ 180 Χαρακτηριστικά η Ε.Επ. ενθάρρυνε τη συμμετοχή των εκπροσώπων του Γραφείου Ενώσεως των Καταναλωτών ως παρατηρητών στις εργασίες του ευρωπαϊκού οργανισμού τυποποίησης, βλ. σχετικά Στεφάνου Κ., ο.π. σελ 231 Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ενσωμάτωση της COPA στο σύστημα διαχείρισης της Κ.Α.Π. –πλέον Κ.Γ.Π. Nugent N., ο.π. σελ. 395 Στεφάνου., Κ.ο.π. σελ 228 Διαδικασία συνεργασίας, συναπόφασης, σύμφωνης γνώμης αλλά και δυνατότητα να ζητήσει το Ε.Κ. από την Επιτροπή να εξετάσει τη δυνατότητα νομοθετικής πρότασης σε κάποιο ζήτημα. Rhodes, R.A..W., ( 1996), The New Governance: Governing without Government, Political Studies, 44, (4) p.68 Nugent, N., ο.π. σελ 394 Π.χ. ισχυρές γεωργικές ομάδες απολαμβάνουν προνομιακό καθεστώς στο Συμβούλιο Υπουργών. Σχετικά αναφέρουμε τα ζητήματα της διεύρυνσης, της τελωνειακής σύνδεσης με τη Τουρκία κ.α. Θα αναφέρουμε τη βασική δομή της θεωρίας, χωρίς να υπεισέλθουμε σε ευρείες αναλύσεις. Βλ. σχετικά Ήφαιστος Π., http://www.ifestos.edu.gr Μακιαβέλι, Χομπς. Ο κορπορατισμός δεν εξασφαλίζει πάντα την ομαλότητα. Βλ. σχετικά Κιούκιας ο.π. σελ 148 Νugent N., ο.π. σελ 402
"Tιανταφύλλου Θάνος: Εκπαιδευόμενος Ερευνητής στο Ε.Κ.Ε.Μ. και μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο"
http://www.ekem.gr/index.php?option=com ... &Itemid=68