ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ & ΦΙΛΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
Στὰ τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 1818, ὁ ἐξόριστος στὸ Ἅγιο Ὄρος, Γρηγόριος, ἐδέχετο πρόσκληση γιὰ τρίτη φορά ἐγκαθιδρύσεως στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο. Ἐρχόταν στὴν πλέον κατάλληλη στιγμή, ἀλλὰ καὶ στὴν πλέον κρίσιμη νὰ ἀναλάβῃ τὴν ἀνώτατη αὐτὴ Ἐκκλησιαστική, ἀλλὰ καὶ ἐθνικὴ ἔπαλξη. Ἐκεῖ στὸν τόπο τῆς ἐξορίας λίγο πρὶν φύγει γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, ὡς ἀναφέρει ὁ Φιλήμων, ἐπεσκέφθη τὸν Πατριάρχη ὁ Γ. Φαρμάκης καὶ ἐπεχείρησε, νὰ τὸν κατηχήσῃ στὸ μυστικό τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας.
Ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Φαρμάκης ὁμολογεῖ, ὁ Πατριάρχης ἐνθουσιάστηκε καὶ εὐχήθηκε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του εὐόδωσιν τῶν σκοπῶν τῆς Ἑταιρείας. Ὅσο γιὰ τὸν ὅρκο, εἶπε:
«Ἐμένα μ’ ἔχετε, ποὺ μ’ ἔχετε. Ὅρκος (γιὰ μένα) ἀπαραίτητος δὲν εἶναι. Ἂν ποτέ, στὰ βιβλία τῆς Ἑταιρείας εὑρεθῆ τ’ ὄνομά μου, θέλει διακινδυνεύσῃ τὸ Ἔθνος ὁλόκληρο καὶ νὰ προσέξουν τὸ Ἔθνος, μήπως ἀντὶ νὰ τ’ ὠφελήσουν τό βλάψουν» (Ἰ. Φιλήμονος, ΔΙΦΕ, σ.σ. 202-203).
Κάποιοι ἔκριναν ἀρνητικὰ αὐτὴ τὴν στάση τοῦ Γρηγορίου.
Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι, ὅτι ὁ Γρηγόριος ἐνήργησε μὲ μεγάλη σωφροσύνη.
«Συγχαίρει καὶ μὲ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον εὔχεται γιὰ τὴν ἐπιτυχία. Τί καλύτερο μποροῦσε νὰ κάνῃ; Πολὺ σωστὴ ἡ δικαιολόγηση τῆς ἀρνήσεώς του καὶ ἐπικίνδυνη ἡ ἀνάμειξις τοῦ ὀνόματός του. Τέλος καὶ μιά ἀπολύτως εἰλικρινὴς καὶ πολὺ σοβαρὰ σύστασις. Προσοχὴ μήπως ἀντὶ γιὰ τὸ ἐπιδιωκόμενο καλό γιὰ τὴν Ἑλλάδα κάνουν κακὸ οἱ Φιλικοί. Δὲν λέγει, νὰ σταματήσουν, δὲν ἀπειλεῖ, δὲν ἀποτρέπει, συνιστᾶ προσοχή, ἐπισύρει τὶς εὐθύνες ἀπὸ τίς τυχὸν ἐπιπόλαιες ἐνέργειες. Ὅλα αὐτὰ εἶναι ὁ Γρηγόριος , ὅπως τὸν ξέρουμε. Ὁ συνετὸς Γρηγόριος». (Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, «Ὁ Ἐθνάρχης τῆς ὀδύνης». Γρηγόριος ὁ Ε’ σελ. 549).
Ὅμως ἡ μετὰ ταῦτα στάσις τοῦ Πατριάρχου πολὺ ἐβοήθησε τὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία, ὅπως φαίνεται μέσα ἀπὸ τὴν γραφίδα του, μέσα ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς του (βλ. Ἐπιστολές πρὸς Πετρόμπεη, στὴ Μάνη 30 Ἰουλίου 1819, πρὸς Γεώργιον Λεβέντη Διερμηνέα τῆς Ρωσικῆς πρεσβείας στὸ Βουκουρέστι, καταγόμενον ἀπὸ τὸ Καρακοβούνι τῆς Ἀρκαδίας, πολὺ γνωστόν τοῦ Πατριάρχου 1 Αὐγούστου 1819, πρός Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸ ἐν ἔτει 1820)
Στὸν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸ γράφει:
Συλλειτουργέ, ἐν Χριστῷ καὶ λίαν ἀγαπητὲ ἀδελφέ, ἔλαβον τὴν ἀπὸ 20 Ἀπριλίου Ἐπιστολήν σου. Ἡ ἀπόφασίς μου περὶ τῆς μελετωμένης ἀνορθώσεως τῆς Σχολῆς τῆς φιλτάτης πατρίδος εἶναι τοιαύτη, ὡς ἡ ἰδική σας, ὅπως θέλεις μάθει καὶ παρὰ τοῦ ἰδίου. Τὸ Κιβώτιον τοῦ ἐλέους πρέπει νὰ ἐμψυχωθῆ καὶ τὴν βουλὴν τοῦ Κυρίου ἀνθρώπιναι δυνάμεις δὲν δύνανται νὰ τὴν μεταβάλουν. Γενηθήτω τὸ θέλημά του. Ἐν ἔτει 1820
Ὁ Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος
ἐν Χριστῷ εὐχέτης
Αἰνιγματικὴ βεβαίως ἡ ἐπιστολή, χρειάζεται ἀποκρυπτογράφηση, τὴν ὁποία εὔκολα μποροῦμε νὰ κάνωμε.
Ἀλλη μιά ἐπιστολὴ τοῦ Γρηγορίου, τὴν ὁποία ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε εἶναι ἐκείνη πρὸς τὸν ἡρωικὸ Ἱεράρχη Σαλώνων Ἠσαΐα, στὴν ὁποία ἔγραφε:
«Ἐχεμυθείας, ἀδελφέ, μεγίστη χρεία καὶ προφύλαξις περί πᾶν διάβημα΄ οἱ γὰρ χρόνοι πονηροὶ εἰσὶ καὶ ἐν τοῖς φιλοπατριώταις ἐστι καὶ μοχθηριῶν ζύμη, ἀφ’ ἧς ὡς ἀπό ψωραλέου προβάτου φυλάττεσθε. Κακὸν γὰρ πολλοὶ μηχανῶνται διά τὸ τῆς φιλοπλουτίας ἔγκλημα. Διό τὴν ἀγαθὴν ἐξελέξω μερίδα κοινολογῶν μοι ἐμπιστευομένοις πατριώταις τὰ ἐχεμυθείας δεόμενα. Οἱ Γαλαξιδιῶται, οὕς συνεχῶς ἐπιστέλλεις μοι, πεφροντισμένως ἐνεργοῦσι καὶ ἀφ’ ὧν ἔγνων, ἀδύνατον ἀντὶ παντὸς τιμίου οὐδ’ ἐλάχιστον ἕρκος ὀδόντων φυγεῖν΄ οὐ μόνον τὰ σὰ ἀλλὰ καὶ τῶν ἐν Μορέα γράμματα κομίζουσί μοι.
Ἡ τοῦ Παπανδρέα πρᾶξις πατριωτικὴ μὲν τοῖς γινώσκουσι τὰ μύχια, κατακρίνουσι δὲ οἱ μὴ εἰδότες τὸν ἄνδρα. Κρύφα ὑπερασπίζου αὐτόν, ἐν φανερῷ δ’ ἄγνοιαν ὑποκρίνου΄ ἔστιν δ’ ὅτε καὶ ἐπίκρινε τοῖς θεοσεβέσιν ἀδελφοῖς καὶ ἀλλοφύλοις ἴδια. Πράυνον τὸν βεζίρην λόγοις καὶ ὑποσχέσεσιν, ἀλλὰ μὴ παραδοθήτω εἰς λέοντος στόμα.
Ἄσπασαι σὺν ταῖς ἐμαῖς εὐχαῖς τοὺς ἀνδρείους ἀδελφούς, προτρέπων εἰς κρυψίνοιαν διά τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων. Ἀνδρωθήτωσαν ὥσπερ λέοντες καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου κρατύνει αὐτούς, ἐγγὺς δ’ ἐστὶ τὸ τοῦ Σωτῆρος Πάσχα.
Αἱ εὐχαὶ τῆς ἐμῆς μετριότητος ἐπὶ τῆς κεφαλῆς σου, ἀδελφέ μου, Ἠσαΐα. Γεώργει ἀκαμάτως καὶ ὄλβια γεώργια ἀποδώσει σοὶ ὁ πανύψιστος».
Ἡ ἐπιστολὴ τολμηρή, ἀπίστευτη. Ὁ Γρηγόριος ξεπερνάει τὶς προφυλάξεις, δείχνει τὸν ἀληθινὸ χαρακτῆρα του καὶ ὅτι πλέον ἔχει ἀρχίσει νὰ πιστεύῃ, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτῇ ἄλλο ἀπὸ τὴν Ὑψηλὴ Πύλη.
Ο ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ
Ἔχει χαρακτηρισθῆ ὁ Γρηγόριος, ὡς ὁ Πατριάρχης τῆς ὀδύνης. Καὶ εἶναι ἀλήθεια. Δὲν πρόκειται γιὰ τὴν ὀδύνη τῆς τελευταίας στιγμῆς, γιὰ τὸ ποτήριο τοῦ μαρτυρίου. Ἀλλὰ γιὰ τὴν συνεχῆ ὀδύνη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἑλλάδα.
Μιά ἀπὸ τὶς πλέον ὀδυνηρὲς στιγμὲς τοῦ Γρηγορίου ἦταν ὁ ἀφορισμός, τὸν ὁποῖον συνέταξε σκοπίμως, προκειμένου νὰ σώσῃ τὴν Ἐπανάσταση καὶ τὰ κεφάλια τῶν Ἑλλήνων. Νὰ ρίξῃ, ὅπως λέμε, στάχτη στὰ μάτια τῶν Τούρκων γιὰ νὰ ἀποφευχθῇ, τοὐλάχιστον πρὸς στιγμήν, ἡ μεγάλη σφαγή.
Στὸ ἄκουσμα τῆς ἐξεγέρσεως τῶν Ἑλλήνων καὶ δὴ στὴν Πελοπόννησο, ὁ Σουλτάνος ἐξαγριώνεται καὶ ἀρχίζει καρατομήσεις ὑψηλῶν προσώπων, ἀρχίζοντας ὡς αἱμοβόρος καὶ ἀπάνθρωπος, ἀπὸ Τούρκους ἀξιωματούχους, τοὺς ὁποίους ἐθεώρησε ὑπευθύνους ἕνεκα ἀμελείας γιὰ τὴν ἐξέγερση.
Ἡ Κωνσταντινούπολη ἐλάμβανε τὴν ὄψη τρομοκρατούμενης πόλης. Οἱ Τοῦρκοι, ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας καὶ τάξεως φανατίστηκαν. Ἡ πόλη νεκρώθηκε ἀπὸ τὸν φόβο.
10 Μαρτίου 1821.
Ἔρχεται τὸ φιρμάνι στὸν Πατριάρχη, γεμάτο ἀπὸ αὐστηρὲς ἀπειλές, γιὰ τοὺς «ἀχάριστους» ραγιάδες, οἱ ὁποῖοι «παρεσύρθησαν» ἀπὸ ξένες ραδιουργίες καὶ συνωμότησαν μὲ τὸν Ὑψηλάντη καὶ τὸν Σοῦτσο, ἐναντίον τοῦ «εὐεργέτου».
Ὑπεύθυνος ὁ Πατριάρχης γιὰ τὴν κοινὴ ἡσυχία καὶ τὴν καταστολὴ τῆς ἐξεγέρσεως. Ἔπρεπε οἱ ὑπήκοοι, νὰ ἐπανέλθουν στὴν προτέρα φάση. Ὁ Πατριάρχης ἐκαλεῖτο, νὰ ἀφορίσῃ τὸν Ὑψηλάντη καὶ τὸν Σοῦτσο καὶ κάθε ἄλλον, ὁ ὁποῖος εὐθύνεται γιὰ τὴν ἐξέγερση καὶ γιὰ τὴν στάση ἐναντίον τοῦ κράτους καὶ τοῦ Βασιλέως.
Ὁ Γρηγόριος εἶναι εὐφυής. Γνωρίζει, ὅτι πρέπει νὰ δράσῃ ἀστραπιαῖα, διπλωματικά, γιὰ νὰ σώσῃ τὸ Γένος καὶ νὰ βοηθήσῃ τὴν Ἐπανάσταση. Μόνο ἡ ἄρνηση τοῦ ἀφορισμοῦ θὰ σήμαινε γενικὴ σφαγὴ τῶν ἀμάχων, παντός τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ξεθεμελίωμα τοῦ Πατριαρχείου ἀπὸ τὸν ἀφηνιασμένο ὄχλο.
Ἔβαλε τὸ χέρι στὴν καρδιά, ὕψωσε τὰ μάτια στὸ Θεό, ἔκλαψε γιὰ τὴν πατρίδα, παρεκάλεσε γιὰ τὴ σωτηρία, πῆρε τὸ μεγάλο ρίσκο ἔναντι τῆς ἱστορίας. Ἔκανε τὸ χρέος του. Ὑπάρχουν στιγμὲς, ποὺ τὶς ζεῖ κάποιος, μόνος του, μαρτυρικὰ καὶ ποὺ μόνο αὐτὸς μπορεῖ νὰ τὶς κατανοήσῃ. Τότε, ποὺ μόνος ἀναγκάζεται, νὰ γράψῃ μὲ τὸ αἷμα του ἱστορικὲς σελίδες. Δὲν τὸν πειράζει ἡ ὁποιαδήποτε κριτική. Ἔχει ξεπεράσει τὰ ὅρια τῆς «λογικῆς». Βρίσκεται πέρα ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα. Εἶναι ἡ ὥρα, ποὺ χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ τὸ καταλαβαίνῃ, γίνεται ἥρωας.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ συνετάγη ὁ δίδυμος ἀφορισμός. Γενικὸς ποὺ χρονολογεῖται (1821 ἐν μηνὶ Μαρτίῳ) ὁ ὁποῖος φέρει τὶς ὑπογραφὲς τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου, Ἱεροσολύμων Πολυκάρπου καὶ 21 Ἀρχιερέων καὶ μερικός κατὰ Ὑψηλάντου καὶ Σούτσου.
Γιὰ τὸν πρῶτο ὁ Φιλήμων γράφει:
«Ἀνεγνώσθη ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ τουρκιστὶ καὶ ἑλληνιστὶ τὸ περὶ ἀμνηστείας Φιρμάνιον, τουρκιστὶ μὲν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἄμβωνος ὥς τι θεῖον δῶρον, ἑλληνιστὶ δὲ παρὰ τινὸς τῶν ἀρχιερέων, παρισταμένου τῷ Πατριαρχικῷ Θρόνῳ, συλλειτουργούντων δὲ τοῦ Πατριάρχου καὶ τῶν Συνοδικῶν.... ...Ὑπεγράφη ἐπὶ αὐτοῦ τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου ὁ γενικὸς συνοδικὸς ἀφορισμὸς καὶ ἀνεγνώσθη φρικιώντων τῶν ἀκροατῶν καὶ αὐτῶν ἀναμφιβόλως τῶν ὑπογραψάντων Πατριαρχῶν καὶ Ἀρχιερέων».
( Ἰ. Φιλήμονος, ΔΙΕΕ, τ. Β’ σ.122).
Ὁ Φιλήμων μαρτυρεῖ, ὅτι ἐβεβαίωσαν τινὲς, ὅτι τὴν ἰδίαν ἑσπέραν Πατριάρχης καὶ Ἀρχιερεῖς ἔλυσαν τὸν ἀφορισμόν. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν χρειαζόταν κἄν. Ὁ ἀφορισμὸς ἔγινε μὲ τὸ χέρι καὶ ὄχι μὲ τὴν καρδιά.
Αὐτὸς, ὁ συνταχθείς μὲ ἰδιάζοντα τρόπον Συνοδικός ἀφορισμός, ὑπεγράφη θεαματικά, γιὰ τὰ μάτια τῶν Τούρκων, χάριν ἐντυπωσιασμοῦ. Καὶ εἶχε κατ’ ἀρχὴν ἀποτέλεσμα, μὲ τὴν πρὸς στιγμὴν ἀποτροπήν συγκέντρωσης τοῦ ὄχλου καὶ τῶν ἐξαγγελθεισῶν ἀπανθρώπων ἐνεργειῶν. Ἀπό τούς ἀπομνημονευτάς τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ Ἀγῶνος ἐκρίθη σωστά ἡ ἐνέργεια τοῦ Πατριάρχου, καθώς καί ἀπό μεταγενεστέρους Ἕλληνες καί ξένους ἱστοριογράφους.
Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, τὸ μαρτυρικὸ κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας ἔπραξε, ὡς ἔπρεπε νὰ πράξῃ. Ἡ ἐνέργεια αὐτή, ὁ ἀφορισμὸς δηλαδή, ἔγινε πιστευτὴ ἀπὸ τὸν Σουλτάνο καὶ ἡ πρόσκαιρη ἀναστολὴ τῶν σφαγῶν ἐβοήθησε τὴν Ἐπανάσταση.*
*(Ἰ. Φιλήμονος, ΔΙΕΕ, τ. Β’110 τ. Γ’225 κ.ἑξ. Σπ. Τρικούπη, Ἱστορία τῆς Ἑλλην. Ἐπαναστάσεως, ἔκδ. Ἑκατονταετηρίδος, τ. Α’ ἐν Ἀθήναις 1925, σ.σ. 67 κ.ἑξ. Ἀμβρ. Φραντζῆ, Ἐπιτομὴ τῆς Ἱστορίας τῆς Ἀναγεννηθείσης Ἑλλάδος, τ. Α’, ἐν Ἀθήναις 1819 σ.σ. κ.ἑξ. Ν. Σπηλιάδου, Ἀπομνημονεύματα, τ. Α’, Ἀθήνησιν 1851, σ.σ. 99-101. Μ. Οἰκονόμου, Ἱστορικά τῆς Ἑλλην. Παλιγγενεσίας, ἔκδ. Βιβλιοθήκη Δημητσάνας, Ἀθῆναι 1976, σ.σ.101 κ.ἑξ. Κ. Α. Ρεφενέλ, Ἱστορία τῶν Νεωτέρων Ἑλλήνων, μεταφρ. Κ. Κοκίδου, ἐν Ἀθήναις 1961, σσ. 238 κ.ἑξ., Γ.Γ. Γερβίνου, Ἱστορία τῆς Ἐπαναστάσεως καὶ Ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος, μεταφρ. Ἰω. Περβάνογλου, τ.Α’, Ἀθήνησι 1864, σ.σ. 224-226. Λ. Κουτσονίκα, Γενικὴ Ἱστορία τῆς Ἑλλην. Ἐπαναστάσεως, τ. Β, Ἀθῆναι 1854, σ.σ. 12-13. F. C. Pouqueville, Ἱστορία τῆς Ἑλλην. Ἐπαναστάσεως, μεταφρ. Ξ. Ζυγούρα, τ. Β’, ἐν Ἀθήναις 1870, σ.σ. 229 κ.ἑξ. Prokesch Osten, Ἱστορία τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων, μεταφρ. Γ. Ἀντωνιάδου, τ. Α’ Ἀθήνησι 1868, σ.σ. 51 κ. ἐξ. Mendelsohn – Bartholdy Ἱστορία τῆς Ἑλλην. Ἐπαναστάσεως, μεταφρ. Ἠλ. Οἰκονομοπούλου, ἐν Ἀθήναις 1894, σ.σ. 532-534. Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ἱστορία τοῦ Ἑλλην. Ἔθνους, τ. ΣΤ’, ἐν Ἀθήναις 1825, σ.7 κ.λ.π.
Ἀξίζει, κλείνοντας τό κεφάλαιο αὐτό, νά ἀναφέρομε τά ἑξῆς:
«Τὰ Πατριαρχικὰ ἔγγραφα ἔχουν ἀνάγκη ἀποκρυπτογραφήσεως, σπανίως πληροφοροῦν εὐθέως, συνήθως παραπλανοῦν, ἄλλοτε μὲ τὰς ἄνευ ἰδιαιτέρας σημασίας γενικότητας, ἄλλοτε μὲ τὴν ἠθελημένη μεγαλοστομίαν, ἄλλοτε μὲ τὴν συνήθως περίπλοκον διατύπωσιν καὶ ἄλλοτε μὲ δυσνόητον χρῆσιν λέξεων καὶ φράσεων. Πάντα τὰ σχήματα ταῦτα ἔχουν τὸν σκοπόν των. Οἱ Τοῦρκοι ἦσαν καχύποπτοι, πολλὰ ἐζητοῦσαν, τὰ πάντα παρακολουθοῦσαν, ἐδυστροποῦσαν, ἐξηγοράζοντο, ἐξεδικοῦντο, διύλιζαν τὸν κώνωπα, ἐξεμεταλλεύοντο πᾶσαν εὐκαιρίαν. Εἶναι πλάνη, νὰ ζητῆται κυριολεκτικὸν νόημα εἰς πάσης φύσεως Πατριαρχικὰ κείμενα ἀπό τὰ πλέον ἁπλὰ καὶ ἀσήμαντα ἔως τά πλέον σοβαρὰ καὶ ἐπικίνδυνα. Κάτι κρύβεται πάντοτε κάτω ἀπὸ τὰ γραφόμενα τῶν Πατριαρχῶν» ( Ἀθ. Γριτσοπούλου, Παρατηρήσεις ἐπὶ μιᾶς νέας μελέτης περί τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε’, σ. 320. Μητρ, Δημητριάδος Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, Γρηγόριος Ε’ ὁ Ἐθνάρχης τῆς ὀδύνης, Ἀθῆναι, ἔκδ. Χρυσοπηγῆς. σ.σ. 27-28).
Η ΘΥΣΙΑ
Σὲ λίγο ὅμως ἔπεφταν κεφάλια. Ἦλθε καὶ ἡ σειρὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Γρηγόριος ἑτοιμάστηκε ὡς ἐθελόθυτος ἀμνός, γιὰ τὴν θυσία ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος.
Τώρα θὰ βγῇ ἀληθινὸ τὸ ὄνειρο τοῦ Γεωργάκη στὴ Δημητσάνα. «Μάνα μου εἶδα, ὅτι ἤμουν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἡ θάλασσα ἦταν βαμμένη μὲ αἷμα». Τώρα ἦλθε ἡ ὥρα, νὰ καταλάβῃ, ὁ παπα-Ἀγγελής, τί τοῦ ἔλεγε ὁ μικρὸς ἐγγονός του: «Παπποῦ θέλω, νὰ γίνω βασιλιᾶς, νὰ λευτερώσω τὴν Ἑλλάδα».
Ἡ Ἐπανάσταση ἐγενικεύθη, ὁ Σουλτάνος ἔγινε σκληρότερος, ὁ Γρηγόριος κατέστη ὑπόδικος.
Παρέβαινε τὴν βασική του ὑποχρέωση, νὰ ἐγγυᾶται τὴν ὑποταγὴ στὸ Σουλτάνο. Ὁ Γρηγόριος ἐκηρύχθη ἔκπτωτος, ὑπόδικος γιὰ ἀπιστία.
Ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος στὸν ἐπιτάφιο λόγο του κατά τήν κηδεία τοῦ Πατριάρχου στήν Ὀδησσό ἀναφέρει, ὅτι ἀνήμερα τῶν Βαΐων, φίλοι τοῦ ἔλεγαν νὰ φύγῃ γιὰ νὰ σωθῇ. Ὁ Πατριάρχης φέρεται, νὰ ἀπαντᾶ:
«Μὴ μὲ παρακινεῖτε εἰς φυγήν. Ἡ ὥρα τῆς φυγῆς μου θὰ ἦταν ἀρχὴ σφαγῆς, ὥρα σπαθιοῦ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ τὴν ἄλλην χριστιανοσύνην. Εὔμορφο πράγμα θέλετε νὰ κάμω, μεταμορφωμένος μὲ καμμιάν προβιὰν εἰς τὴν πλάτην νὰ φεύγω εἰς τὰ καράβια, ἠσφαλισμένος εἰς πρεσβείαν φιλικὴν καί νὰ ἀκούω εἰς τοὺς δρόμους τὰ ὀρφανά τοῦ Ἔθνους μου, νὰ σπαράττουν εἰς τὰ χέρια τοῦ δημίου. Εἶμαι Πατριάρχης, διά νὰ σώσω τὸν λαόν μου, ὄχι νὰ ρίψω εἰς τὰ μαχαίρια τῆς γενιτσαριᾶς, Ὁ θάνατός μου ἴσως χρησιμεύσῃ περισσότερον παρ’ ὅτι ἐδυνάμην ποτὲ νὰ φαντασθῶ πώς θὰ ὠφελήσῃ ἡ ζωή μου. Οἱ ξένοι βασιλεῖς θὰ ταραχθοῦν εἰς τὴν ἀδικία τοῦ θανάτου μου, δὲν θὰ ἰδοῦν ἴσως μὲ ἀδιαφορίαν ὑβρισμένην τὴν πίστιν τους εἰς τὸ πρόσωπόν μου καὶ ὅπου εἶναι ἄνδρες ἁρμάτων Ἕλληνες θὰ πολεμήσουν...»
Ὁ Κ. Κούμας γράφει:
« Ἔμενε τώρα νὰ ἐπιφερθῆ ποινὴ εἰς τὸν κλῆρον, ὡς ἐγγυητὴν τῆς ὑπακοῆς τῶν Χριστιανῶν. Διά νὰ γίνη ἐπαισθητοτέρα καὶ ὡς καθόλου τοῦ χριστιανικοῦ Γένους ἐπαγομένη, ἐπρόσμενεν ἡ Ὀθωμανικὴ Αὐλὴ τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα (10 Ἀπριλίου 1821). Ἀφοῦ ὁ Πατριάρχης ἐλειτούργησεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς σύνηθες, ἀμέσως ἐσύρθη εἰς τὸ Παλάτιον τοῦ Βεζύρη καὶ ἐν ταυτῷ ἐπροστάχθησαν οἱ λοιποὶ ἀρχιερεῖς νὰ ψηφίσωσιν εὐθὺς νέον Πατριάρχην, ἐπειδὴ ὁ μέχρι τοῦδε παύει ἀπὸ τοῦ νὰ πατριαρχεύῃ. Ἔντρομοι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ ὀλίγοι τινὲς τῶν σωζωμένων χριστιανῶν ἀνηγόρευσαν Πατριάρχην τὸν Πισιδίας Εὐγένιον. Ἀλλ’ ἕως ὅτου τελειώσουν τὰς ψήφους, εἶδον πρὸ τῆς Πύλης τοῦ Πατριαρχείου κρεμάμενον τὸν Πατριάρχην Γρηγόριον μὲ ἐπιγραφὴν εἰς τὸ στῆθος του “προδότης τῆς βασιλείας”. Συγχρόνως δὲ ἐκρεμάσθησαν εἰς διάφορα μέρη τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τοῦ Καταστένου, ὁ Ἐφέρου Διονύσιος. ὁ Νικομηδείας, ὁ Χαλκηδόνος, ὁ Δέρκων Γρηγόριος (ὁ ἐκ Ζουμπάτας τῶν Πατρῶν), ὁ Θεσσαλονίκης καὶ ὁ διά τῶν ἐπιστημονικῶν διδασκαλιῶν του ὠφελήσας τὸ Γένος Ἀδριανουπόλεως Δωρόθεος ὁ Πρώιος. Ἀπεκεφαλίσθη δὲ καὶ ὁ γέρων Λογοθέτης Στέφανος Μαυρογένης. Τὰ σώματα τούτων ἐσύρθησαν ἀτίμως ὑπὸ προσταγμένων Ἰουδαίων καὶ ἐρρίφθησαν εἰς τὴν θάλασσαν. Ἡ οἰκογένεια τῶν Φιλοτούρκων Καλλιμαχῶν ἐξωρίσθη ὅλη εἰς Βόλιον τῆς Ἀσίας, ὅπου μετά τινὰς μήνας ἐπνίγη ὁ αὐθέντης Σκαρλάτος Καλλιμάχης ὑπὸ Τούρκου δημίου, ὁ δὲ ἀδελφός του Ἰωάννης προεξωρισμένος εἰς Προῦσαν ἀπεκεφαλίσθη ἐκεῖ. Ὁ Ἰάκωβος Ἀργυρόπουλος Διερμηνευτὴς ποτὲ τῆς Αὐλῆς, ἐξωρίσθη καὶ αὐτὸς εἰς τὴν Ἀσίαν. Ὁ σουλτάν Μαχμοὺτ ὡρκίσθη νὰ μὴ μεταχειρισθῇ πλέον εἰς τὴν ὑπουργίαν του Γραικὸν καὶ ἀνέδειξε Διερμηνευτὴν τὸν ἀρνησίχριστον Βουλγάρογλου».
Ἀπὸ σεμνὸν διδάσκαλον, ποὺ ἀντλοῦσε τὴν ἀφήγησή του ὑπό τοῦ τότε Πρωτοσυγκέλλου τῶν Πατριαρχείων καὶ ἔπειτα Μητροπολίτου Συλυβρίας Ζαχαρίου, πληροφορούμεθα ὅτι ἀνήμερα τὸ Πάσχα 10 Ἀπριλίου 1821, τὸ πρωὶ ἔφτασε στὸ Πατριαρχεῖο ὁ Μ. Διερμηνέας Σταυράκης καὶ ἔφερε στοὺς Συνοδικούς φιρμάνι, ἐνῶ ὑπάλληλος τῆς Πόρτας, ἀνεκοίνωσε στὸν Πατριάρχη, ὅτι ἐπαύθη καὶ ὅτι ἔπρεπε, νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ στὸ Καδίκιοϊ. Στὸ Καδίκιοϊ μεταφέροντο οἱ παυόμενοι Πατριάρχες καὶ ἐκεῖ ἐκρίνετο ἡ τύχη τους.
Μετά τίς ὅποιες ταλαιπωρίες ὁ γηραιός Πατριάρχης ὁδηγῆται στό Μαρτύριο.
«Ὁ δήμιος μετασχηματίσας τὴν ἄκραν τοῦ σχοινίου εἰς βρόχον, ἀνεβίβασεν ἐπὶ σκαμνίου τὸν Πατριάρχην καὶ ἀπεράσας εἰς τὸν λαιμὸν του τὸν βρόχον ἀφήρεσε τὸ σκαμνίον καὶ ὁ Πατριάρχης ἔμεινε κρεμασμένος, συγχωρήσας πρότερον τούς ἐχθροὺς αὐτοῦ καὶ ἐπευξάμενος ὑπὲρ πάντων τῶν ὀρθοδόξων. Δύο ἡμέρες ἔμεινεν ἐπὶ τῆς ἀγχόνης, χωρὶς κανὲν ἐκ τῶν ἐνδυμάτων του ν’ ἀφαιρεθῇ, φυλαττόμενος ὑπὸ γενιτσάρων. Τὴν Τρίτην ἡμέραν τοῦ Πάσχα ἐλθών ὁ δήμιος ἀπὸ πρωίας κατεβίβασεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς ἀγχόνης, τὸν ὁποῖον γυμνώσας παρέδωκε τοῖς Ἰουδαίοις, οὗτοι δὲ σύραντες αὐτὸν γυμνὸν μέχρι τῆς προκυμαίας τοῦ Φαναρίου, παρέδωκαν αὐτὸν ἀκολούθως τῷ δημίῳ, ὅστις σχίσας τὴν κοιλίαν του διά νὰ καταποντισθῆ, ἐπέβη ἀκατίου καὶ ἔσυρεν αὐτὸν διά τοῦ σχοινίου εἰς τὴν θάλασσαν. Τὴν ἀκόλουθον ἡμέραν τὸ καταποντισθὲν λείψανον, ὠθούμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων ἐπλησίασεν εἰς τι πλοῖον Ἑλληνικόν. Ὁ πλοίαρχος (Νικόλαος Σκλάβος) ἐβεβαιώθη, ὅτι ἦτο τοῦ Πατριάρχου ὑπὸ τοῦ Μ. Πρωτοσυγκέλλου, ὅστις κατ’ εὐτυχίαν εἶχε καταφύγει εἰς τοῦτο τὸ πλοῖον καταδιωκόμενος. Ὅλην τὴν ἡμέραν τὸ λείψανον ἐστάθη εἰς τὴν θάλασσαν σκεπασθὲν κατ’ ἐντολὴν τοῦ πλοιάρχου, ὅστις τὴν νύκτα ἀνέσυρεν αὐτὸ ἐπὶ τοῦ πλοίου του, διά νὰ μὴ ἐνοχοποιηθῆ, ἂν τοῦτο ἔπραττεν ἡμέραν. Κατόπιν ὁ πλοίαρχος εἰδοποιεῖ τὴν Ρωσικὴν πρεσβείαν, ἥτις ἐβεβαιώθη κάλλιον περὶ τοῦ λειψάνου μετακαλέσασα πολλοὺς ἐκ τῶν Πατριαρχείων΄ διέταξε δ’ ἀμέσως τὸν πλοίαρχον νὰ πλεύσῃ εἰς Ὀδησσόν. Ἐκεῖ ὁ ἐνταφιασμὸς τοῦ Πατριάρχου ἐγένετο μετὰ μεγάλης παρατάξεως, ὁ δὲ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος ἐξεφώνησε τὸν θαυμάσιον αὐτοῦ Ἐπιτάφιον...»
(Σ. Οἰκονομίδου τὸ χρονικόν τοῦ ἀπαγχονισμοῦ τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’, ἐν Ἀθήναις 1964, σ.σ. 5-7).
«Μετὰ τὸ Μαρτύριον τοῦ Πατριάρχου καὶ τὸν διασυρμόν, μεταβάλλετο ὁ θεῖος πόνος τοῦ Γρηγορίου εἰς εὐλογίαν τιτανικὴν, δύναμιν τῶν ἀγωνιστῶν, ἡ δὲ θυσία καθηγίασε θρησκευτικῶς καὶ ἐξύψωσε ἠθικῶς τὸν ἀγῶνα εἰς τὰς ψυχάς τῶν ἀγωνιζομένων. Ἐπέσυρε τέλος τὴν συμπάθειαν τῶν πολιτισμένων λαῶν», ὅπως λέγει ἔγκυρος μελετητὴς (Τ. Γριτσοπούλου, Γρηγόριος Ε’, ὁ Πατριάρχης τοῦ Γένους εἰς τοῦ αὐτοῦ Μονὴ Φιλοσόφου, σ. 334)
http://armenisths.blogspot.gr/2014/04/10_10.html