Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

19
Από της απόψεως λοιπόν αυτής θα πίστευε κανείς, ότι αναγνωρίζεται σαν κάτι απολύτως ηθικό στην πόλη αυτή και το να ερωτεύεται κανείς και το να συνάπτει φιλία με τον εραστή του. Αφ' ετέρου όμως, όταν οι πατέρες προσλαμβάνουν σε εποπτεία των αγαπητών παιδαγωγούς και δεν τους επιτρέπουν να έρχονται σε ομιλίες με τους εραστές τους, και αυτές τις οδηγίες δίνουν στον παιδαγωγό. Όταν συνομήλικοι και σύντροφοι τους κατηγορούν, αν τύχει και παρατηρήσουν να συμβαίνει κάτι παρόμοιο, χωρίς πάλι οι μεγαλύτεροι να τους απαγορεύσουν τις ύβρεις και να τους επιπλήττουν ότι δεν έχουν δίκιο - όταν αυτά λάβει κανείς αφ' ετέρου υπ' όψιν, θα σχημάτιζε πάλι την εντύπωση, ότι κρίνεται αυτό το πράγμα στον τόπο μας τον τελευταίο καιρό προσβλητικό.
Το πράγμα όμως, κατά τη γνώμη μου, έχει ως εξής: Δεν είναι κάτι το απόλυτο, όπως ευθύς εξ αρχής τονίσθηκε ότι αυτό καθ' εαυτό δεν είναι ούτε αξιέπαινο ούτε αξιόμεμπτο, αλλ' εφ' όσον ενεργείται κατά τρόπον έντιμο, είναι έντιμο, κατά τρόπον δε απρεπή, είναι απρεπές. Κατά τρόπον απρεπή είναι να φαίνεται κανείς ευχάριστος προς ένα κακοήθη και κατά τρόπον κακοήθη. Έντιμο δε προς έναν άνθρωπο με αξία και κατά τρόπον έντιμο.
Κακοήθης δε είναι ο εραστής που ανέφερα, ο πάνδημος, που το σώμα μάλλον αγαπά και όχι την ψυχή. Διότι ούτε καν σταθερός είναι, αφού και το πράγμα που αγαπά δεν είναι σταθερό. Μόλις παρέλθει του σώματος η ανθηρότητα, αυτή ακριβώς που είχε ποθήσει, κάνει φτερά και φεύγει, αφού καταπατήσει πλήθος λόγια και υποσχέσεις. Ενώ του ήθους, όταν είναι αξιόλογο, ο εραστής μένει σταθερός σε όλη τη ζωή, συγχωνευμένος όπως είναι με κάτι σταθερό. Αυτούς λοιπόν απαιτεί η κρατούσα συνήθεια να υποβάλλει κάποιος σε έλεγχο σοβαρό και ακριβή και σε άλλους μεν να υποχωρεί, άλλους δε ν' αποφεύγει. Ιδού γιατί εκείνους μεν παρορμά να κυνηγούν, αυτούς δε να αποφεύγουν. Ορίζει κατ' αυτόν τον τρόπο άμιλλα και εξετάσεις, σε ποία από τις δύο κατηγορίες ανήκει ο εραστής, σε ποία ο ερώμενος. Και έτσι για αυτόν το λόγο πρώτον μεν κρίνεται ντροπή γρήγορα ν' αφήνει κανείς να κατακτηθεί. Ώστε να μεσολαβεί κάποιος χρόνος, ο οποίος αποτελεί κατά το πλείστον, όπως πιστεύεται, έλεγχο ασφαλή. Έπειτα ντροπή θεωρείται να υποκύψει ένεκα χρημάτων ή οιασδήποτε πολιτικής δυνάμεως, είτε με τις καταδιώξεις τρομοκρατηθεί και δεν αντέξει, είτε την υποστήριξη για οικονομικά ή πολιτικά επιτεύγματα δεν περιφρονήσει. Διότι κανένα εξ αυτών δεν θεωρείται ούτε βάσιμο ούτε μόνιμο, ανεξαρτήτως του ότι δεν είναι δυνατόν να βλαστίσει απ' αυτά γνήσιο αίσθημα φιλίας.
Ένας λοιπόν δρόμος αφήνεται από την κρατούσα ηθική, αν πρόκειται ο ερώμενος να χαρίσει κατά τρόπο έντιμο την εύνοιά του στον εραστή. Ισχύει δηλαδή στον τόπον μας η αρχή: όπως δικαίωμα του εραστού ήταν να υποβάλλεται σε οιανδήποτ' εκδούλευση του αγαπημένου του, χωρίς να λογίζεται τούτο κολακεία κα








11. Έχει δηλαδή καθιερωθεί σε μας η αντίληψη: αν κανείς δέχεται να τεθεί στην υπηρεσία άλλου, με την πεποίθηση ότι χάρις σε εκείνον θα γίνει καλύτερος είτε σε ορισμένο είδος πνευματικής καλλιέργειας, είτε σε οιονδήποτ' άλλο στοιχείο ανωτερότητας, και αυτή επίσης η θεληματική δουλεία δεν είναι ταπεινωτική, ούτε κολακεία. Πρέπει λοιπόν τις δύο αυτές ηθικές αντιλήψεις μαζί να συνδυάσουμε, και την αφορώσα δηλαδή τον έρωτα των παιδιών και την αφορώσα τον έρωτα της σοφίας και γενικά την αρετή, αν θέλουμε να συμβεί, ώστε ηθικό να κρίνεται, αν ο αγαπημένος στον εραστή του χαρισθεί. Όταν δηλαδή συναντηθούν εραστής και ερώμενος, στο αυτό σημείο και οι δύο χωριστά ορμώμενοι από μία ηθική αρχή, ο ένας ότι οιαδήποτ' υπηρεσία, την οποία προσφέρει στον αγαπημένο που του εχαρίσθη, είναι υπηρεσία δικαία, ο άλλος πάλι ότι οιαδήποτ' εκδούλευση, την οποία προσφέρει σε εκείνον, που τον καθιστά μορφωμένο και ανώτερο, είν' εκδούλευση δικαία. Όταν ο ένας αισθάνεται την δύναμη να συντελέσει στην πνευματική ωρίμανση και γενικά στην εξύψωση του άλλου, ο άλλος αισθάνεται την ανάγκη να ωφεληθεί για την διαπαιδαγώγηση και γενικά για την πνευματική κατάρτιση του εαυτού του, τότε πλέον, αν οι ηθικές αυτές αρχές συναντηθούν στο αυτό σημείο, εδώ και μόνον συμπίπτει έντιμο να είναι ο αγαπημένος να κάμει του εραστού το θέλημα. Αλλού πουθενά. Σε αυτό επάνω και το να εξαπατηθεί κανείς δεν είναι διόλου προσβλητικό. Ενώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις συνεπάγεται εξευτελισμό, ειτε εξαπατηθεί είτε όχι. Αν δηλαδή κανείς χαρισθεί στον εραστή του με την ιδέα πως είναι πλούσιος χάριν του πλούτου, και ύστερα εξαπατηθεί και δεν λάβει χρήματα, επειδή απεκαλύφθη πτωχός ο εραστής, το πρόσωπο αυτό, νομίζουν, άφησε να φανεί, ότι, όσον εξαρτιόταν απ' εκείνον, θα μπορούσε χάριν των χρημάτων να τεθεί για ο,τιδήποτε στην διάθεση οιουδήποτε και αυτό δεν είναι ηθικό. Σύμφωνα πάλι με το ίδιο συλλογισμό, και αν ακόμη χαρισθεί κανείς, με την ιδέα ότι πρόκειται περί ανωτέρου ανθρώπου, και με τον σκοπό και ο ίδιος καλύτερος να γίνει, χάρις στην φιλία του με τον εραστή, και ύστερα έχει διαψεύσεις, επειδή απεκαλύφθη κατώτερος εκείνος και στερούμενος αξίας, εν τούτοις τιμητική είναι η διάψευση. Διότι και αυτός πάλι έχει, νομίζουν, φανερώσει, ότι όσον εξαρτιόταν απ' εκείνον, θα μπορούσε, χάριν της αρετής και της εξυψώσεώς του, να δειχθεί πρόθυμος σε όλους και για όλα. Κατ' αυτόν τον τρόπο από πάσης απόψεως είναι ηθικό να χαρίζεται κανείς, χάριν βέβαια της αρετής. Αυτός είναι ο Έρως της Ουρανίας θεάς, ο Ουράνιος, πολύτιμος για τα κράτη και για τα άτομα, διότι υποχρεώνει να καταβάλλουν φροντίδες σοβαρές υπέρ της αρετής και ο ίδιος ο εραστής για τον εαυτό του και ο ερώμενος. Οι άλλοι όλοι είναι της άλλης, της Πανδήμου.
Παύσαντος του Παυσανίου (έτσι, με παρισώσεις μου συνιστούν οι σοφοί να ομιλώ), είπε ο Αριστόδημος, ήταν η σειρά του Αριστοφάνους να μιλήσει. Αλλά, είτε από παραφόρτωμα του στομάχου είτε από άλλη αφορμή, του συνέβη να τον πιάσει λόξυγγας, και δεν ήταν σε θέση να ομιλήσει. Είπε μόνο προς τον ιατρό τον Ερυξίμαχο που είχε θέση στο κρεβάτι προς τα δεξιά του:
"Ερυξίμαχε, καθήκον έχεις ή να με απαλλάξεις από τον λόξυγγα, ή να λάβεις τον λόγο στην θέση μου ως που ν' απαλλαγώ μόνος μου".
"Και το ένα και το άλλο" απάντησε ο Ερυξίμαχος. "Θα μιλήσω εγώ στην θέση σου και συ, όταν απαλλαγείς, στην δική μου. Εν τω μεταξύ, όταν εγώ θα ομιλώ, αν θελήσει ο λόξυγγας να σταματήσει, ενώ συ θα κρατάς την αναπνοή σου πολλή ώρα, καλά. Ει δ' άλλως, κάνε γαργαρισμούς με νερό. Αν ίσως και πάλι είναι πολύ δυνατός, βάλε κάτι στη μύτη σου, που να την ερεθίσει, και πτερνίσου. Μία ή δύο φορές αν το κάνεις, θα σταματήσει, όσο δυνατός και αν είναι". "Άρχισε γρήγορα την ομιλία σου" είπε ο Αριστοφάνης "και εγώ θα το κάνω".
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

20
12. Μίλησε τότε ο Ερυξίμαχος: "Κατά την γνώμη μου λοιπόν, απαραίτητο είναι, αφού ο Παυσανίας δεν επεξεργάσθηκε μέχρι τέλους ικανοποιητικά την ορθή αφετηρία, την οποία έθεσε στον λόγο του, είμαι υποχρεωμένος εγώ να προσπαθήσω να συμπληρώσω την ανάπτυξη. Και όντως, ότι μεν ο Έρως είναι διττός, επιτυχώς, νομίζω, εκείνος διέκρινε. Ότι όμως δεν υφίσταται μόνο στην περιοχή της ανθρώπινης ψυχής και σε σχέση προς τους ανθρώπους τους ωραίους, αλλά και προς άλλα πολλά και σε άλλα πεδία, και εντός των ζωικών οργανισμών όλων και εντός των φυτών της γης και εντός πάντων, ούτως ειπείν, των όντων. Τούτο έχω διαπιστώσει, νομίζω, επί τη βάσει της ιατρικής, της επιστήμης μου, ότι δηλαδή σημαντικός και αξιοθαύμαστος ο θεός εκτείνει την δύναμη του στο σύμπαν και στα ανθρώπινα και στα θεία φαινόμενα.
Την ανάπτυξή μου θ' αρχίσω εκ της ιατρικής, για να αποδώσουμε άλλωστε και τις τιμές στην επιστήμη μας. Η φυσική του οργανισμού σύσταση εγκλείει τον διπλό τούτον έρωτα. Διότι η υγιής του σώματος κατάσταση είναι κάτι διάφορο, κατά την ομόφωνο αντίληψη πάντων, και ανόμοιο προς την νοσηρά. Των δ' ανομοίων προς ανόμοια στρέφεται και ο πόθος και ο έρως. Διαφορετικός επομένως είναι ο έρωτας ο οποίος εδρεύει στο υγιές, διαφορετικός δε στο νοσηρό του σώματος. Είναι λοιπόν, όπως τόνισε προ ολίγου ο Παυσανίας, αξιέπαινο μεν να φαίνεται κάποιος ευχάριστος προς τους χρηστούς ανθρώπους, επονείδιστο δε προς τους ακόλαστους. Έτσι ακριβώς και μέσα στον ίδιο τον οργανισμό: προς μεν τα χρηστά στοιχεία εκάστου σώματος και σ' αυτά που συντελούν στην υγεία είναι αξιοσύστατο να φαίνεται κάποιος ευχάριστος και είναι αναγκαίο, και τούτο είναι το αποκαλούμενο έργο του ιατρού. Προς δε τα πονηρά και τα νοσηρά και αξιόμεμπτο είναι και υποχρέωση έχει κάποιος να φαίνεται δυσάρεστος, εφ' όσον πρόκειται να είναι καλός επιστήμονας. Διότι η ιατρική είναι, για να την χαρακτηρίσω με λίγα λόγια, επιστήμη των εντός του σώματος ερωτικών τάσεων προς πλήρωσιν και κένωσιν. Αυτός δε που επιτυγχάνει μεταξύ τούτων την διάγνωση του αξιέπαινου και του απρεπούς έρωτα, αυτός είναι ο άριστος ιατρός όσον αφορά την επιστήμη. Και πάλι ο προκαλών μεταβολή, ώστε ν' αποκτήσει τούτο αντί του ενός τον άλλον έρωτα, και γνωρίζοντας τα μέσα ν' αναπτύξει έρωτα σε εκείνα, στα οποία δεν υπάρχει, πρέπει όμως να υπάρξει, και ν' αφαιρέσει πάλι τον ενυπάρχοντα, αυτός θα ήταν ικανός δημιουργός. Διότι οφείλει πράγματι να είναι σε θέση στα στοιχεία του σώματος που αλληλομάχονται με σφοδρότητα να καλλιεργεί φιλία και αμοιβαίο έρωτα. Είναι δε εχθρικότατα τα άκρως αντίθετα, το ψύχος προς την θερμότητα, η πικρότητα προς την γλυκύτητα, η ξηρότητα προς την υγρασία, και όλα αυτά. Μεταξύ αυτών βρήκε το μέσον ο Ασκληπιός, ο πρόγονος μας, να εισαγάγη έρωτα και αρμονία. Καθώς λέγουν οι ποιητές απ' εδώ, συμφωνώ δε και εγώ, και έτσι έθεσε τις βάσεις της δικής μας επιστήμης.
Με αυτόν τον τρόπο και η ιατρική, επαναλαμβάνω, τελεί ολόκληρη υπό την διεύθυνση τούτου του θεού, και επίσης η γυμναστική και η γεωργία. Στη δε μουσική πασιφανής είναι στον καθένα που έστω και για λίγο έχει ασχοληθεί, ότι το αυτό ισχύει, όπως σε αυτές. Αυτό ακριβώς και ο Ηράκλειτος ίσως θέλει να πει, αν και στις λέξεις δεν το διατυπώνει σωστά. Το εν, λέγει, αντιτιθέμενον προς εαυτό προς ένωσιν τείνει, καθώς η αρμονία τόξου και λύρας. Είναι όμως παράλογος εντελώς ο ισχυρισμός, ότι μία αρμονία ευρίσκεται σε εσωτερική αντίθεση ή ότι αποτελείται από στοιχεία που βρίσκονται ακόμα σε αντίθεση. Πιθανόν όμως είναι, ότι τούτο ήθελε να εκφράσει: ότι από στοιχεία που ευρισκονται κατ' αρχάς σε κατάσταση αντιθέσεως, τα οποία συμφώνησαν κατόπιν, του υψηλού δηλαδή και του χαμηλού των τόνων, απαρτίσθηκε κατόπιν η αρμονία από την τέχνη της μουσικής. Διότι δεν είναι πάντως δυνατό να υπάρξει αρμονία εκ του υψηλού και χαμηλού, καθ' ον χρόνο ευρίσκονται ακόμη σε αντίθεση. Διότι η αρμονία είναι συνήχηση, η δε συνήχηση είναι είδος συμφωνίας. Συμφωνία δε μεταξύ πραγμάτων αντιτιθεμένων, εφ' όσον εξακολουθούν ν' αντιτίθενται, είναι αδύνατο να υπάρξει. Ούτε είναι δυνατόν αφ'ετέρου να εναρμονίσουμε εκείνο το οποίο αντιτίθεται και δεν συμφωνεί. Καθώς ακριβώς και ο ρυθμός παρήχθη εκ του γοργού και του αργού, τα οποία ευρίσκονται κατ' αρχάς σε κατάσταση αντιθέσεως, κατόπιν δε συνεφώνησαν. Την συμφωνία δε σε όλα αυτά τα στοιχεία εισάγει, όπως εκεί η ιατρική, έτσι και εδώ η μουσική, επειδή προκαλεί έρωτα και αμοιβαία ομόνοια. Είναι άρα η μουσική, σε ό,τι αφορά την αρμονία και τον ρυθμό, και πάλι επιστήμη των φαινομένων του έρωτος. Και στη μεν συγκρότηση της αρμονίας και του ρυθμού καθ' εαυτή καμία δυσκολία δεν παρουσιάζει η διάγνωση των ερωτικών φαινομένων, ούτε υπάρχει εδώ με οποιαδήποτε μορφή ο διπλός έρωτας. Όταν όμως παραστεί ανάγκη ως προς τους ανθρώπους να χρησιμοποιήσει κάποιος τον ρυθμό και την αρμονία, είτε συνθέτοντας (αυτό το οποίο ονομάζουν μουσική σύνθεση), είτε εκτελώντας σωστά τις συντεθειμένες ήδη μελωδίες και τους στίχους (αυτό το οποίο ονομάσθηκε μόρφωση), τότε πλέον και δύσκολο είναι και έργο ικανού τεχνίτη. Διότι και πάλι επανερχόμαστε στο ίδιο αξίωμα: απέναντι μεν των ηθικών ανθρώπων και προς τον σκοπό να καταστούν ηθικότεροι όσοι δεν είναι ακόμη, πρέπει να φαίνεται κάποιος ευχάριστος και να προστατεύει τον έρωτα τούτων, και αυτός είναι ο ωραίος, ο Ουράνιος, ο Έρως της Ουρανίας της Μούσας. Αντίθετα ο της Πολυμνίας είναι ο Πάνδημος, τον οποίο πρέπει με μεγάλη προφύλαξη να προσφέρει κανείς σε όσους τον προσφέρει, με τρόπο ώστε ν' απολαύσουν μεν την ηδονή από αυτόν, να μη γίνει όμως πρόξενος κάποιας ακολασίας. Καθώς ακριβώς και στην επιστήμη μας, είναι υπόθεση δύσκολη να κανονίσουμε σωστά τις απολαύσεις, τις αναφερόμενες στη γαστρονομία, ώστε να απολαύσει κάποιος την ηδονή χωρίς κίνδυνο ασθένειας. Και στη μουσική άρα και στην ιατρική και σε όλα τα υπόλοιπα, τόσο τ' ανθρώπινα όσο και τα θεία, οφείλουμε να παρακολουθούμε με προσοχή, όσο είναι δυνατό, και τα δύο είδη των Ερώτων, διότι και τα δύο ευρίσκονται εκεί.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

21
13. Και η σύσταση άλλωστε των ωρών του έτους είναι γεμάτη και από τα δύο αυτά. Και όταν μεν τα στοιχεία, τα οποία προ ολίγου μνημόνευσα, της θερμότητας και του ψύχους, της ξηρασίας και της υγρασίας, επιτύχουν τον εύτακτον Έρωτα μεταξύ τους και υπαχθούν σε αρμονία και ένωση φρόνιμη, έρχονται και φέρουν εσοδεία καλή και υγεία στους ανθρώπους και στα λοιπά ζώα και φυτά, και δεν προξενούν συνήθως κάποια ζημιά. Όταν ο συνοδευόμενος από ατασθαλίες Έρως υπερισχύει ως προς τις εποχές του έτους, επιφέρει κατά κανόνα καταστροφές πολλές και ζημιές. Διότι και οι επιδημίες συνήθως προκαλούνται από τέτοιες αφορμές και άλλα πολλά διαφορετικά νοσήματα και των ζώων και των φυτών. Πράγματι και οι πάχνες και το χαλάζι πηγάζουν από την υπέρβαση των ορίων και την διατάραξη της ισορροπίας σε αυτές τις αμοιβαίες ερωτικές σχέσεις. Τούτων η επιστήμη ως προς τις τροχιές των άστρων και τις εποχές του έτους ονομάζεται αστρονομία.
Επί πλέον δε και οι θυσίες πάσης φύσεως και όσα υπάγονται στων μάντεων την τέχνη - είναι δε ταύτα η αμοιβαία μεταξύ θεών και ανθρώπων επικοινωνία - δεν αναφέρονται σε κάτι άλλο, ει μη στη διατήρηση ή την θεραπεία του Έρωτος. Διότι η ασέβεια στο σύνολό της διαπράττεται κατά κανόνα, αν στον Έρωτα τον σώφρονα δεν υπακούει κάποιος μήτε λατρεύει, μήτε τιμά σε κάθε πράξη του. Αλλ' αντίθετα τιμά τον άλλο, και σε ό,τι αφορά τους γονείς, ζώντας ή αποβιώσαντες, και σε ό,τι αφορά τους θεούς. Ως προς αυτά λοιπόν έχει ορισθεί η μαντική να εποπτεύει επί των ερώτων και να τους θεραπεύει. Είναι άρα και η μαντική αυτή δημιουργός φιλικών σχέσεων μεταξύ θεών και ανθρώπων χάρις στην γνώση των ερωτικών τάσεων του ανθρώπου, που αποβλέπουν στο θείο δίκαιον και την παράβαση αυτού.
Τόσο πολυμερής και μεγάλη, ή μάλλον καθολική είναι η δύναμη, την οποία έχει γενικά ο Έρως, λαμβανόμενος σαν σύνολο. Ο πραγματοποιούμενος δε χάριν του αγαθού με σωφροσύνη και δικαιοσύνη και από τη μεριά μας και από το μέρος των θεών, αυτός έχει την ύψιστη δύναμη και φέρνει σ' εμάς κάθε φύσεως ευδαιμονία στο να μπορούμε να έχουμε επικοινωνία και αγάπη, τόσο προς αλλήλους όσο και προς τους ανωτέρους μας, τους θεούς. Ενδεχομένως βέβαια να παραλείπω και εγώ, εξυμνώντας τον Έρωτα, πολλά αλλ' όχι πάντως με τη θέλησή μου. Αλλ' ό,τι τυχόν παρέλειψα, έργον δικό σου είναι, Αριστοφάνη, να συμπληρώσεις. Ή, αν κατά κάποιον άλλο τρόπο σκέπτεσαι να πλέξεις του θεού το εγκώμιο, εγκωμίαζε, τώρα που έχεις απαλλαγεί πλέον από τον λόξυγγα".
Έλαβε τότε τον λόγο ο Αριστοφάνης και είπε : "Ναι, σταμάτησε πράγματι, όχι όμως προτού μεταχειρισθώ εναντίον του το πτάρνισμα. Ώστε εκπλήσσομαι, ότι η ισορροπία του σώματος χρειάζεται παρομοίους κρότους και γαργαλισμούς, όπως είναι και το πτάρνισμα. Από την στιγμήν που το έβαλα σ' ενέργεια, ευθύς αμέσως σταμάτησε".





Και ο Ερυξίμαχος απάντησε: "Αγαπητέ Αριστοφάνη, πρόσεξε, τι κάνεις. Λέγεις σε βάρος μου αστεία την ώρα που πρόκειται να μιλήσεις. Με αναγκάζεις κατ' αυτόν τον τρόπο να σταθώ και εγώ φρουρός της ομιλίας της δικής σου, μήπως πεις τίποτε κωμικό. Ενώ θα ήταν δυνατόν να μιλήσεις με την ησυχία σου".
Ο Αριστοφάνης τότε γέλασε και είπε: "Καλά λές, Ερυξίμαχε. Ας θεωρηθούν ως μη λεχθέντα όσα είπα. Και μη με παραφυλάς. Διότι ανησυχώ για όσα πρόκειται να λεχθούν, όχι πάντως μην πώ πράγματα κωμικά - αυτό οπωσδήποτε θα ήταν κέρδος και θ' ανήκε στην περιοχή τα μούσας μου - αλλά μην πώ γελοία".
"Ρίχνεις πρώτα τα βέλη σου" είπε "Αριστοφάνη, και ύστερα θαρρείς πως θα ξεφύγεις. Μα όχι. Προσεκτικός να είσαι και να μιλήσεις σαν να πρόκειται να λογοδοτήσεις. Είναι δυνατόν όμως, αν θέλω, να σε απαλλάξω".
14. "Λοιπόν, Ερυξίμαχε" είπε ο Αριστοφάνης "πράγματι έχω σκοπό να μιλήσω κάπως διαφορετικά απ' ό,τι και συ και ο Παυσανίας μιλήσατε. Έχω δηλαδή τη γνώμη, ότι η ανθρωπότητα δεν έχει αντιληφθεί καθόλου τη σπουδαιότητα του Έρωτος. Αν την εννοούσαν, θα κατασκεύαζαν προς τιμήν του μεγαλοπρεπέστατα ιερά και βωμούς και θα προσέφεραν πολύ λαμπρές θυσίες. Όχι όπως τώρα, που δεν γίνεται προς τιμήν του τίποτε, ενώ έπρεπε πρώτα απ' όλα να γίνεται. Διότι μεταξύ των θεών είναι ο μεγαλύτερος φίλος του ανθρώπου, αφού είναι βοηθός των ανθρώπων και ιατρός για όλα εκείνα, με την θεραπεία των οποίων θα υπήρχε υψίστη ευδαιμονία στο γένος των ανθρώπων. Θα προσπαθήσω λοιπόν εγώ να σας παρουσιάσω τη σημασία του και σεις πάλι γίνετε διδάσκαλοι των άλλων.
Πρωτίστως πρέπει να καταλάβετε καλά την φύση του ανθρώπου και τις περιπέτειές της. Παλαιά δηλαδή ο οργανισμός μας δεν ήταν ο ίδιος, όπως τώρα, ήταν διαφορετικός. Πρώτα πρώτα τα φύλα των ανθρώπων ήταν τρία, και όχι όπως σήμερα δύο, αρσενικόν και θηλυκόν. Υπήρχεν ακόμη και ένα τρίτο, αποτελούμενο απ' αυτά τα δύο. Το όνομά του μένει ακόμη, το ίδιο όμως έχει εξαφανισθεί: το ανδρόγυνο. Ήταν τότε ένα ξεχωριστό φύλο, και συνδύαζε και στην εμφάνιση και στο όνομα τα δύο άλλα, το αρσενικό και το θηλυκό. Τώρα δεν υπάρχει παρά μόνον σαν λέξη και χρησιμοποιείται σαν ύβρις. Έπειτα ολόκληρος ο κορμός του κάθε ανθρώπου ήταν στρογγυλός και είχε ολόγυρα ράχη και πλευρές. Είχε τέσσερα χέρια και άλλα τόσα σκέλη και δύο πρόσωπα επάνω σ' ένα λαιμό κυλινδρικό, όμοια και απαράλλακτα, που έβλεπαν προς αντίστροφη κατεύθυνση το καθένα, και ένα κρανίο επάνω από τα δύο πρόσωπα, και αυτιά τέσσαρα και διπλά γεννητικά όργανα και όλα τ' άλλα, όπως θα μπορούσε κανείς επί τη βάσει αυτών να φαντασθεί. Μετεκινείτο δε όχι μόνον όρθιο, όπως τώρα, αν ήθελε προς την μία ή προς την αντίθετη διεύθυνση. Αλλά, όποτε αποφάσιζε να τρέξει γρήγορα, όπως οι ακροβάτες γυρίζουν τα πόδια προς τα επάνω σαν τροχός και κάνουν τούμπες, έτσι και τότε στηρίζονταν και στα οκτώ τους άκρα και μετακινούνταν πολύ γοργά περιστροφικά.

Ο λόγος τώρα που ήσαν τρία τα φύλα και είχαν αυτή την εμφάνιση, είναι διότι το αρσενικό ήταν αρχικά γέννημα του ηλίου, το θηλυκό της γης, το ανάμεικτο της σελήνης. Αφού και η σελήνη αποτελείται και από τα δύο. Περιφερικά πάλι ήσαν και αυτά και ο τρόπος της μετακινήσεώς των, διότι ομοίαζαν με τους προγόνους τους. Η σωματική τους δύναμη και η αντοχή τους ήταν τρομερά, και είχαν απέραντη έπαρση. Τα έβαλαν μάλιστα με τους θεούς. Αυτό που διηγείται ο Όμηρος για τον Ώτο και τον Εφιάλτη, αναφέρεται σε εκείνους κυρίως: τόλμησαν να κατασκευάσουν ανάβαση προς τον ουρανό για να κτυπήσουν τους θεούς.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

22
15. Ο Ζευς τότε σκεπτόταν με τους άλλους θεούς, τι να τους κάμουν, και δεν εύρισκαν λύση. Να τους σκοτώσουν και με τους κεραυνούς να εξαφανίσουν το γένος τους, όπως τους Γίγαντες, δεν τους φαινόταν σωστό. Η λατρεία τότε και οι θυσίες των ανθρώπων θα χάνονταν. Ούτε πάλι να τους ανέχονται ν' ασχημονούν. Τέλος ύστερ' από πολλά είχε ο Ζεύς μια έμπνευση και τους λέγει:
"Έχω, μου φαίνεται, ένα μέσον, ώστε και να διατηρηθεί η ανθρωπότητα και να παραιτηθεί από την αυθάδειά της: να γίνουν ασθενέστεροι. Προς το παρόν" είπε "θα τους κόψω σε δύο μέρη τον καθένα. Έτσι θα γίνουν αφ' ενός μεν ανίσχυροι, αφ' ετέρου δε χρησιμότεροι για μάς, αφού θα είναι αριθμητικώς περισσότεροι. Θα περπατούν δε ορθοί με τα δύο πόδια. Αν όμως αποδειχθεί ότι εξακολουθούν να είναι ανυπότακτοι και δεν θέλουν να καθίσουν ήσυχα, δεύτερη φορά", είπε, "θα τους χωρίσω και πάλι στα δύο, ώστε να περπατούν με το ένα σκέλος, σαν να παίζουν κουτσό".
Είπε και άρχισε να σχίζει τους ανθρώπους σε δύο, όπως αυτοί που σχίζουν τα βερύκοκκα για να τα διατηρήσουν, ή όπως αυτοί που σχίζουν τα αυγά με την τρίχα. Τον καθένα που χώριζε, ανέθετε στον Απόλλωνα να του γυρίσει το πρόσωπο και το ήμισυ του λαιμού προς το μέρος της τομής. Έτσι θα έβλεπε ο άνθρωπος το σχίσιμό του και θα καθόταν πιο φρόνιμος. Επίσης τα άλλα τον διέταξε να τα τακτοποιήσει. Πράγματι, εκείνος γύριζε το πρόσωπο και τραβούσε το δέρμα απ' όλα τα μέρη προς το σημείο που λέγεται σήμερα κοιλία, και το έδενε όπως τα σουρωτά πουγγιά, αφήνοντας ένα στόμιο στο κέντρο της κοιλίας, αυτό που λέγουν σήμερα τον ομφαλό. Τις ρυτίδες τις άλλες τις περισσότερες τις εξομάλυνε και διευθέτησε τα στήθη μ' ένα εργαλείο, όπως αυτό που έχουν οι τσαγκάρηδες για να ισιώνουν τα ζαρώματα των δερμάτων στα καλαπόδια. Μερικές αφήκε μόνο εκεί κοντά στην κοιλιά και τον ομφαλό, να μένουν σαν ενθύμιο του τι πάθαμε κάποτε
Μετά την διχοτόμηση λοιπόν του οργανισμού μας αναζητούσε το καθένα το άλλο ήμισυ και πήγαιναν μαζί. Τύλιγαν τότε τα χέρια τους ο ένας γύρω από τον άλλον, και έτσι σφιχταγκαλιασμένοι, γεμάτοι πόθο να κολλήσουν μαζί, εύρισκαν τον θάνατο από την πείνα και γενικά από την ανικανότητα προς οποιανδήποτε ενέργεια. Χωρισμένοι ο ένας από τον άλλον δεν δέχονταν να κάμουν τίποτα. Όποτε δε το ένα ήμισυ πέθαινε και έμενε το άλλο, αυτό που έμενε, ζητούσε ένα άλλο ν' αγκαλιάσει, είτε το ήμισυ γυναικός πλήρους ήταν (αυτό που ονομάζουμε σήμερα γυναίκα) είτε ανδρός - αυτό που εύρισκε εμπρός του. Και έτσι χάνονταν. Τους λυπήθηκε λοιπόν ο Ζεύς και μηχανεύεται άλλο τέχνασμα: μεταφέρει τα γεννητικά τους όργανα προς τα εμπρός. Ως τώρα τα είχαν και αυτά προς τα έξω και η γονιμοποίηση και γέννηση γινόταν όχι μέσα τους, αλλά στο χώμα, όπως στα τζιτζίκια. Τους τα μετέθεσε λοιπόν, όπως είπαμε, προς τα εμπρός και κανόνισε η αναπαραγωγή να γίνεται δια μέσου των οργάνων αυτών εντός των δύο φύλων, δια του αρσενικού εντός του θηλυκού. Και τούτο με την πρόθεση, ώστε με το αγκάλιασμα, αν μεν τύχει και συναντηθούν άνδρας και γυναίκα, να γονιμοποιούν και έτσι ν' αναπαράγεται το είδος. Και αν πάλι αρσενικό μ' αρσενικό, να προκαλείται επί τέλους χορτασμός της συνουσίας και να κάνουν διαλείμματα, ώστε να στραφούν προς τις εργασίες τους και να φροντίσουν και για τα υπόλοιπα ζητήματα της ζωής. Από τόσο παλαιά λοιπόν ο έρως των ανθρώπων μεταξύ των είναι ριζωμένος στη φύση τους και μας συνενώνει στην αρχική μας κατάσταση, και ζητεί να κάμει και πάλιν από τα δύο ένα και να επανορθώσει το πάθημα του ανθρωπίνου οργανισμού.
16. Ο καθένας μας λοιπόν είν' ένα ημίτομον ανθρώπου, σχισμένος όπως είναι από ένας σε δύο, καθώς οι γλώσσες τα ψάρια. Και ζητεί διαρκώς ο καθένας το άλλο του ημίτομον. Τώρα, όσοι από τους άνδρες είν' απόκομμα από το φύλο το μεικτό, αυτό που ονομαζόταν τότε ανδρόγυνο, αυτοί είναι γυναικομανείς. Και η πλειονότητα των μοιχών από το φύλο αυτό κατάγονται. Επίσης και όσες γυναίκες είναι ανδρομανείς και άπιστοι σύζυγοι κατάγονται από το φύλο τούτο. Οι γυναίκες πάλι που είναι απόκομμα ολόκληρης γυναίκας, αυτές δεν ενδιαφέρονται και πολύ για τους άνδρες. Έχουν στρέψει την προσοχή τους μάλλον στις γυναίκες. Απ' αυτό το φύλο κατάγονται οι λεσβιάδες. Όσοι δε είναι αρσενικού απόκομμα, κυνηγούν τ' αρσενικά. Εφ' όσον μεν είναι παιδιά, αγαπούν τους άνδρες, αφού είναι τμήμα αρσενικού, και τους ευχαριστεί να κοιμούνται και να σφικταγκαλιάζονται με τους άνδρες μαζί. Και είν' αυτοί οι εκλεκτοί μεταξύ των παιδιών και των εφήβων, επειδή έχουν στην φύση τους πολύ ανδρισμό. Μερικοί βέβαια τους αποκαλούν αδιάντροπους. Αλλά δεν είν' αλήθεια. Διότι το κάνουν όχι από αναισχυντία, αλλ' από θάρρος και από γενναιότητα και από τον αρρενωπό τους χαρακτήρα. Τους ενθουσιάζει ό,τι είναι όμοιο προς την φύση τους. Απόδειξη τρανή όταν εξελιχθούν, είναι οι μόνοι που αποδεικνύονται, στα πολιτικά, άνδρες αληθινοί. Όταν δε γίνουν άνδρες, επιδίδονται στον έρωτα των παιδιών και δεν ενδιαφέρονται για τον γάμο και την απόκτηση παιδιών από φυσική κλίση, αλλά μόνον επειδή είναι ικανοποιημένοι από το έθιμο. Οι ίδιοι είναι ικανοποιημένοι να περάσουν μαζί τη ζωή τους άγαμοι. Οπωσδήποτε ένας τέτοιου είδους εξελίσσεται σε άνθρωπο γεμάτο έρωτα προς τ' αγόρια και αγάπη προς τους εραστές του, διότι πάντοτε τον ευχαριστεί ό,τι είναι συγγενές.
Αν τύχει κάποτε μάλιστα να συναντήσει το ίδιον εκείνο το πραγματικό του ήμισυ, είτε ο παιδεραστής είτε οποιοσδήποτε άλλος, τότε πλέον η συγκίνησή τους είναι εξαιρετική από το αίσθημα στοργής, κοινής καταγωγής, έρωτος. Ούτε στιγμή, θα έλεγα, δεν δέχονται ν' αποχωρισθούν. Αυτοί είναι, που περνούν πιστοί μεταξύ τους ολόκληρη ζωή. Οι ίδιοι δεν θα ήσαν σε θέση καν να εκφράσουν, τι θέλει επί τέλους ο ένας από τον άλλον. Διότι δεν είναι καθόλου δυνατόν να πιστευθεί, ότι είναι η ερωτική απόλαυση, και ότι επομένως χάριν αυτής ευχαριστούνται ο ένας από του άλλου την συμβίωση με πάθος τόσο σφοδρό. Κάτι άλλο είναι μάλλον - το βλέπει κανείς - αυτό που θέλει και των δύο η ψυχή, κάτι που δεν μπορεί να εκφράσει. Διαισθάνεται όμως τι θέλει και το υποδηλώνει σκοτεινά. Και αν, τη ώρα που είναι πλαγιασμένοι μαζί, ερχόταν από πάνω τους ο Ήφαιστος με τα εργαλεία του και τους ρωτούσε:
"Τι είν' αυτό που ζητείτε, άνθρωποι, ο ένας από τον άλλον;"
Και αν εκείνοι δεν ήξεραν τι ν' απαντήσουν, και τους ρωτούσε και πάλι:
"Θέλετε μήπως αυτό; να μείνετε μαζί ο ένας με τον άλλον όσον το δυνατόν περισσότερο, ώστε και νύκτα και ημέρα να μην αποχωρίζεσθε; Αν πράγματι αυτός είναι ο πόθος σας, τότε είμαι πρόθυμος να σας καλουπώσω και να σας σφυρηλατήσω σε ένα κομμάτι, ώστε από δύο να γίνετε αμέσως ένας, και όσον καιρό ζείτε, να ζείτε και οι δύο σας κοινή ζωή σαν ένας, και πάλι όταν πεθάνετε, εκεί κάτω στον Άδη ένας να είσθε και όχι δύο, σε ένα ταυτόχρονο θάνατο. Σκεφθείτε λοιπόν, αν αυτό είναι που ποθείτε, και αν θα μείνετε ευχαριστημένοι, αν τούτο πετύχετε".
Μόλις ακούσει αυτά, ούτε ένας - είμαστε βέβαιοι - δεν θα έλεγε όχι, ούτε θα εκδήλωνε άλλη επιθυμία. Αντίθετα θα πίστευε, πως άκουσε απαράλλακτα ό,τι τόσο καιρό τώρα ποθούσε, να ενωθεί και να συγχωνευθεί με τον αγαπημένο του, ώστε να γίνουν ένας αντί δύο.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

23
Η αιτία τούτου είναι, ότι αυτή ήταν η πρωταρχική φύση και ότι κάποτε ήμασταν ολόκληροι. Του ολοκλήρου λοιπόν ο πόθος και η ορμή έχει τ' όνομα έρως. Πρωτύτερα - το επαναλαμβάνω - ήμασταν ένα. Τώρα όμως για τις αμαρτίες μας μας έχει διαμελίσει ο θεός, όπως οι Σπαρτιάτες τους Αρκάδες. Είναι φόβος μάλιστα, αν δεν είμαστε σωστοί προς τους θεούς, να μας διαμελίσει και δεύτερη φορά και να γυρίζουμε τότε σε κατάσταση ανάλογη με τις ανάγλυφες μορφές, που εικονίζονται κατά κρόταφον στις στήλες, πριονισμένοι στο μέσον από τη μύτη, στο κατάντημα διχοτομημένου αστραγάλου.
Για τους λόγους τούτους πρέπει ο ένας τον άλλον να συμβουλεύει, να έχει σεβασμό προς τους θεούς, ώστε ν' αποφύγουμε εκείνα, να πραγματοποιήσουμε δε τα άλλα, καθώς ο Έρως είναι οδηγητής μας και κυβερνήτης μας. Εναντίον αυτού κανείς να μην αντιδρά, και αντιδρά όποιος επισύρει το μίσος των θεών. Ενώ αν γίνουμε αγαπημένοι του θεού και ειρηνεύσουμε μαζί του, θ' ανακαλύψουμε και θα επικοινωνήσουμε με τους αγαπημένους μας, τους πραγματικά δικούς μας, πράγμα το οποίο λίγοι σήμερα κατορθώνουν.
Και ας μη νομίσει ο Ερυξίμαχος, για να γελοιοποιήσει την ομιλία μου, πως αναφέρομαι στον Παυσανία και τον Αγάθωνα. Δυνατόν ν' ανήκουν και αυτοί σε εκείνους και να είναι και οι δύο φύσεως αρσενικής. Αλλ' εγώ μιλώ για όλους ανεξαιρέτως, άνδρες και γυναίκες, ότι μόνον κατ' αυτόν τον τρόπον το γένος μας θα επετύγχανε ευδαιμονία, αν δηλαδή φθάσουμε στο φυσικό αποτέλεσμα του έρωτος και βρει ο καθένας μας τον αγαπημένο τον δικό του, ώστε να επανέλθει στην πρωταρχική κατάσταση. Και αν είναι αυτό το ιδεώδες, εκείνο που ευρίσκεται πλησιέστατα προς αυτό στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων, είναι κατ' ανάγκη το καλύτερο. Και αυτό είναι να επιτύχει κανείς αγαπημένο, γεννημένο σύμφωνα με τις προτιμήσεις του.
Τούτου τον δωρητή θεό αν θέλουμε να υμνήσουμε, τον Έρωτα είναι δίκαιο να υμνήσουμε, ο οποίος και στο παρόν μας προσφέρει πλήθος ευεργεσίες, σαν οδηγητής προς τις συγγενείς μας φύσεις, και για το μέλλον μας χαρίζει πλούσιες ελπίδες, εφ' όσον εμείς αποδίδουμε προς τους θεούς σεβασμό, να μας επαναφέρει στην αρχική μας κατάσταση και να μας θεραπεύσει, να μας καταστήσει κατ' αυτόν τον τρόπον μακαρισμένους και ευτυχείς.
Αυτός, Ερυξίμαχε", είπε "είναι ο λόγος μου περί του Έρωτος, διαφορετικός από τον δικό σου. Και συ - σου υπέβαλα ήδη την παράκληση - μη ζητήσεις να τον διακωμωδήσεις, ώστε ν' ακούσουμε τι θα πει ο καθένας από τους υπόλοιπους, ή μάλλον από τους δύο. Διότι μόνο ο Αγάθων και ο Σωκράτης μένουν".
17. "Καλά, θα συμμορφωθώ" είπε ο Ερυξίμαχος "επειδή και ο λόγος που εκφώνησες, μου άρεσε. Αν δεν γνώριζα μάλιστα τον Σωκράτη και τον Αγάθωνα, πόσο δυνατοί είναι στα ζητήματα του έρωτος, θα είχα σοβαρούς φόβους, μήπως δεν βρουν τι να πουν, ύστερ' από το πλήθος και την ποικιλία των όσων ελέχθησαν. Τώρα όμως δεν ανησυχώ".




Και ο Σωκράτης απάντησε:
"Φυσικά διότι συ κράτησες λαμπρά την θέση σου στον αγώνα, Ερυξίμαχε. Αν όμως συνέβαινε να ευρεθείς στη θέση, που ευρίσκομαι εγώ τώρα, ή καλύτερα ίσως στη θέση που θα ευρίσκομαι, όταν θα μιλήσει και ο Αγάθων, θ' ανησυχούσες τότε και πολύ και θα δοκίμαζες κάθε είδος στενοχώριας, όπως τώρα εγώ".
"Μάγια, Σωκράτη" είπε ο Αγάθων "θέλεις να μου κάμεις, ώστε να τα χάσω, με την σκέψη ότι το κοινό στηρίζει μεγάλες προσδοκίες ότι θα μιλήσω όμορφα".
"Μα θα έπρεπε να είχα ασθενή τη μνήμη Αγάθων", αποκρίθηκε ο Σωκράτης "Εγώ είδα την γενναιότητα και την αυτοπεποίθηση, με την οποία ανέβαινες στη σκηνή με τους ηθοποιούς σου και κοίταξες κατάμματα τόσο πλήθος θεατών, έτοιμος να τους παρουσιάσεις έργα σου, χωρίς και στο ελάχιστο να ταραχθείς και τώρα να πιστεύσω πως θα πάθεις σύγχυση εξ αιτίας μας, από λίγα πρόσωπα;"
"Πως όχι, Σωκράτη;" είπε ο Αγάθων "Δεν φαντάζομαι να με θεωρείς τόσο παραφουσκωμένο από θεατρική ματαιοδοξία, ώστε να λησμονώ, ότι για ένα φρόνιμο άνθρωπο λίγα πρόσωπα με κρίση εμπνέουν μεγαλύτερο φόβο παρά πλήθος άκριτοι".
"Θα ήταν ασφαλώς όχι καλή πράξη εκ μέρους μου, Αγάθων" είπε "αν σου απέδιδα οποιανδήποτε έλλειψη πνευματικότητας. Αντιθέτως είμαι βέβαιος, πως, αν συνέβαινε να συναντήσεις μερικούς ανθρώπους, που να τους θεωρείς σοφούς, θ' απέδιδες σ' αυτούς πολύ μεγαλύτερη σημασία παρά στο πολύ κοινό. Αλλά ίσως να μην είμαστε εμείς αυτά τα πρόσωπα. Εμείς άλλωστε παριστάμεθα και εκεί, και ήμασταν ένα μέρος από το πολύ κοινό. Αν όμως βρισκόσουν ενώπιον άλλων αληθινά σοφών, θα αισθανόσουν τότε ίσως ντροπή ενώπιόν τους, στην περίπτωση που πίστευες ίσως ότι πράττεις κάτι, που είναι πράγματι άσχημο. Τι λες και συ;"
"Έχεις δίκιο" είπε.
"Καλά, και το πολύ κοινό δεν θα το ντρεπόσουν, αν πίστευες ότι πράττεις κάτι άσχημο;"
Επενέβη τότε ο Φαίδρος και είπε:
Αγαπητέ μου Αγάθων, αν εξακολουθείς ν' απαντάς στον Σωκράτη, δεν θα τον μέλει πλέον οτιδήποτε και αν γίνει με το κάθε τι εδώ μέσα, φθάνει να έχει κάποιον να συζητεί, αν είναι μάλιστα και όμορφος. Εγώ όμως ευχαριστούμαι φυσικά ν' ακούω τον Σωκράτη να συζητεί. Είμ' εν τούτοις υποχρεωμένος χάριν του Έρωτος να φροντίσω για το εγκώμιό του και να συγκεντρώσω από τον καθένα την οφειλόμενη προσφορά του λόγου. Ας πληρώσει λοιπόν και ο ένας και ο άλλος το χρέος του προς τον θεό, και τότε είσθ' ελεύθεροι πλέον να συζητείτε".
"Ναι, σωστό είναι, Φαίδρε, αυτό που λες" είπε ο Αγάθων "και δεν μ' εμποδίζει τίποτε ν' αρχίσω τον λόγο μου. Με τον Σωκράτη άλλωστε θα παρουσιασθεί και άλλοτ' ευκαιρία συχνά να συζητήσω".
18. "Εγώ λοιπόν θέλω πρώτα να πω, πώς θα μιλήσω, και έπειτα να μιλήσω. Διότι, καθώς βλέπω, οι προλαλήσαντες όλοι τον θεό δεν πανηγύριζαν, αλλά τους ανθρώπους καλοτύχιζαν, για όσα αγαθά τους χαρίζει ο θεός. Τι πράγμα όμως είν' αυτός προσωπικά που τα δώρησε, αυτό κανείς δεν έχει περιγράψει. Ένας εν τούτοις τρόπος είν' ορθός οποιουδήποτε επαίνου για οτιδήποτε: με λόγια ν' αναπτύξεις, ποιος είναι ο ίδιος ο περί ου ο λόγος, ποια είναι τυχόν τα έργα του. Έτσι λοιπόν και εμείς είναι σωστό να εγκωμιάσουμε τον Έρωτα, τον ίδιον πρώτα τι πράγμα είναι, κατόπιν δε τα δωρήματά του.
Τονίζω λοιπόν: Από τους θεούς, που είν' όλοι ευδαίμονες, πρώτος ο Έρως είναι (αν δεν είναι κρίμα και αμαρτία να το πω), στην ευδαιμονία πρώτος, αφού είναι ομορφότερος στο κάλλος και την αρετή.
Στο κάλλος είναι πρώτος με τα εξής προσόντα: Είναι πρώτα ο νεότατος μεταξύ των θεών, Φαίδρε. Τρανή απόδειξη του λόγου μου προσφέρει ο ίδιος: φευγάτος φεύγει το γήρας, και το γήρας είν' ως γνωστόν, γοργό. Γοργότερα μας καταφθάνει, απ' ό,τι πρέπει. Αυτό λοιπόν, έχει ως προς την φύση του ο Έρως να μισεί, και ούτε από μακριά να πλησιάζει, αλλά με νέους πάντοτε συνευρίσκεται και ευρίσκεται. Η παροιμία η παλιά έχει δίκιο : όμοιος τον όμοιον πάντα γυρεύει. Με τον Φαίδρο λοιπόν εγώ σε άλλα πολλά και αν συμφωνώ, σε τούτο όμως δεν συμφωνώ, πως είν' ο Έρως από τον Κρόνο παλαιότερος και τον Ιαπετό. Αντίθετα ισχυρίζομαι: είναι από τους θεούς ο νεώτερος και αιωνίως νέος. Τα επεισόδια εκείνα τα παλιά, που διηγούνται για τους θεούς ο Ησίοδος και ο Παρμενίδης, η Ανάγκη, όχι ο Έρως τα δημιούργησε, αν είναι αληθινά όσα εκείνοι έλεγαν. Άλλωστε ακρωτηριασμοί δεν θα συνέβαιναν και φυλακίσεις και άλλες πολλές πράξεις της βίας, αν ίσως ήταν μεταξύ τους ο Έρως. Μόνο αγάπη και ειρήνη, καθώς και τώρα, αφ' ότου ο Έρως βασιλεύει στους θεούς.
Νέος λοιπόν είναι και με το νέος, εννοώ απαλός. Ένας ποιητής, όπως ο Όμηρος, θα χρειαζόταν για να παραστήσει του θεού την απλότητα. Ο Όμηρος λοιπόν λεει για την Άτη, πως είναι θεά και απαλή (τα πόδια της τουλάχιστον πως είναι απαλά) με τις λέξεις:
κι έχει απαλά τα πόδια μηδ' αγγίζει τη γη, μόνε κορφή κορφή πατάει θνητών κεφάλια
Θαυμάσιο νομίζω, δείγμα της απαλότητάς της παρουσιάζει, ότι στα μαλακά περπατάει και όχι στα σκληρά. Αυτό το ίδιο και εμείς θα χρησιμοποιήσουμε σαν επιχείρημα περί του Έρωτος, ότι απαλός όχι στη γη επάνω, ούτε στα κεφάλια περπατάει, που δεν είναι και τόσο μαλακά, αλλά στα μαλακότερα αντικείμενα και περιπατεί και κατοικεί. Στα αισθήματα και τις ψυχές θεών και ανθρώπων έχει στήσει την κατοικία του. Και ούτε πάλι στις ψυχές αδιακρίτως όλες. Αλλά όποιαν εύρει να έχει σκληρά αισθήματα, απομακρύνεται, όποιαν δε μαλακά εγκαθιδρύεται. Ερχόμενος λοιπόν σε επαφή αδιάκοπα και με τα πόδια και μ' όλο του το είναι, με τα μαλακότερα ανάμεσα στα μαλακότερα, θα είναι κατ' ανάγκην πάρα πολύ απαλός.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

24
Νεότατος, είπαμε, είναι και απαλότατος. Επίσης είναι και υγρός σαν ουσία. Ειδεμή, δεν θα κατόρθωνε να προσαρμόζεται στο κάθε τι, και σε κάθε μιας ψυχής το βάθος απαρατήρητος στις αρχές να εισχωρεί και ν' αποχωρεί - αν ήταν δύσκαμπτος. Η κομψότητα όμως είναι ένδειξη σοβαρή αρμονικής και ευλύγιστης φύσεως. Αυτήν κατέχει σε εξαιρετικό βαθμό απ' όλους (όλοι τ' αναγνωρίζουν) ο Έρως. Απρέπεια και Έρως έχουν πόλεμο μεταξύ των αιώνιο. Του χρώματος πάλι την ωραιότητα, την φανερώνει η διαμονή του θεού στ' άνθη μέσα. Σε ανάνθιστο και εξανθισμένο, είτε σώμα είτε πνεύμα είτε τίποτ' άλλο, ο Έρως δεν εδρεύει. Όπου όμως ανθισμένος και μυρισμένος είναι τόπος εκεί και εδρεύει και παραμένει.
19. Για την ομορφιά του θεού λοιπόν και αυτά είν' αρκετά και ακόμη υπολείπονται πολλά. Για την αρετή τώρα του Έρωτος πρέπει να γίνει λόγος. Το σημαντικότερο: ο Έρως ούτε αδικεί ούτε τον αδικούν, ούτε θεός ούτε θεό. Ούτ' άνθρωπος ουτ' άνθρωπο. Διότι ούτε παθαίνει ό,τι παθαίνει μ' εξαναγκασμό ο ίδιος (εξαναγκασμός τον Έρωτα δεν τον αγγίζει), ούτ' ενεργεί ό,τι ενεργεί. Ελεύθερα ο καθένας σε κάθε τι υπηρετεί τον Έρωτα. Όσα δε θα συμφωνήσει κάποιος ελεύθερος μ' ελεύθερο, λέγουν της πολιτείας οι άρχοντες, οι νόμοι, δίκαια είναι.
Μαζί με τη δικαιοσύνη, με σωφροσύνη άφθονη είναι προικισμένος. Είναι δε σωφροσύνη (αυτό είν' αναγνωρισμένο) να είσαι κυρίαρχος των ηδονών και των επιθυμιών. Από τον έρωτα όμως καμία ηδονή δεν είναι ισχυρότερη, λέγουν. Σαν κατώτερες λοιπόν, κυριαρχούνται φυσικά από τον Έρωτα και αυτός κυριαρχεί. Και αφού κυριαρχεί των ηδονών και επιθυμιών, ο Έρως θα έχει ασύγκριτη σωφροσύνη.
Και πάλι στη γενναιότητα. Με τον Έρωτα κι ο Άρης δεν μετριέται, αφού δεν κατέχει τον Έρωτα ο Άρης αλλά τον Άρη ο Έρως - της Αφροδίτης, καθώς λέγουν. Δυνατότερος δε είναι ο κατέχων του κατεχομένου. Αφού λοιπόν νικά από τους άλλους τον γενναιότερο, γενναιότερος απ' όλους πρέπει να είναι.
Αυτά για την δικαιοσύνη, την σωφροσύνη, την γενναιότητα του θεού. Μας μένει η σοφία. Ας δοκιμάσουμε να μη καθυστερήσουμε και σε αυτό, όσο μας είναι δυνατόν. Και πρώτα πρώτα (για να αποδώσω και εγώ τις τιμές στην τέχνη μας, όπως και ο Ερυξίμαχος στη δική του) ο θεός είναι ποιητής τόσο σοφός, που και άλλο να μπορεί να κάμει ποιητή. Σε ποιητή, ως γνωστόν, μεταβάλλεται, κι αν του ήταν πριν ξένη η Μούσα, καθένας που θα τον αγγίσει ο Έρως. Αυτό αρμόζει να φέρουμε σαν μαρτυρία, ότι δημιουργός ο Έρως είν' εξαίρετος γενικά σε κάθε μορφή δημιουργίας της τέχνης των Μουσών. Άλλωστε όσα κανείς ή δεν έχει ή δεν ξέρει, ούτε σε άλλον να προσφέρει, ούτε σε άλλον να διδάξει θα μπορούσε. Έπειτα και η δημιουργία όλων των εμψύχων (κανείς δεν έχει αντίρρηση) είναι τέχνη του Έρωτος. Με αυτήν γίνονται και αναπτύσσονται όλα τα έμψυχα. Και μήπως η εξάσκηση των πρακτικών τεχνών; Είναι γνωστό, ότι όσων ο θεός αυτός θα χρηματίσει διδάσκαλος, συνήθως γίνονται περίφημοι και φωτεινοί. Όσους δε πάλι ο Έρως δεν αγγίσει, σκοτεινοί. Ο Απόλλων έξαφνα όταν εφεύρε την τέχνη των τόξων και την ιατρική και μαντική, του έδειξαν τον δρόμο ο πόθος και ο έρως. Ώστε και εκείνος του Έρωτος θα έπρεπε να είναι μαθητής, και οι Μούσες στην μαντική, και ο Ήφαιστος στην μεταλλουργία, και η Αθηνά στην υφαντουργία, και ο Ζευς στο να πηδαλιουχεί θεούς κι ανθρώπους. Μ' αυτόν τον τρόπο ακριβώς μπήκε τάξη στις σχέσεις των θεών, όταν ο Έρως παρεμβλήθηκε, ο έρως φυσικά προς το ωραίο. Στο άσχημο έρως δεν κατοικεί. Ενώ πριν, όπως ανέφερα και στην αρχή, συνέβαιναν πλήθος αγριότητες μεταξύ των θεών, όπως λέγουν , αφού βασίλευε η Ανάγκη. Αφ' ότου όμως εμφανίστηκε ο θεός αυτός, από τον έρωτα προς κάθε τι ωραίο, έχει δημιουργηθεί κάθε καλό και στους θεούς και στους ανθρώπους.
Μ' αυτό νομίζω, Φαίδρε, ο Έρως πρώτα ο ίδιος καθώς είναι ωραιότατος και τελειότατος, έγινε κατόπιν πρόξενος και στους άλλους άλλων αναλόγων χαρισμάτων. Μου έρχεται δε και κάτι έμμετρα να προσθέσω, ότι αυτός είναι που δημιουργεί
στους ανθρώπους ειρήνη,
στα πελάγη γαλήνη,
κι απανεμιά.
Τους ανέμους κοιμίζει,
στα θλιμμένα χαρίζει
ύπνο κορμιά.
Αυτός είναι, που την εχθρότητα μας αφαιρεί, με οικειότητα μας πλημμυρίζει, αυτός ορίζει να κάνουμε μεταξύ μας όλες τις παρόμοιες συγκεντρώσεις και πρωτοστάτης βαδίζει στα πανηγύρια, τα χοροστάσια, τις τελετές. Εξασφαλίζει μειλιχιότητα, αγριότητα εξαφανίζει. Δώρα χαρίζει της ευμενείας, δώρα αρνείται της δυσμενείας. Στοργικός, μαλακός. Των σοφών το θέαμα, των θεών το καύχημα. Ζηλευτός στους αμετόχους, θησαυρός για τους κατόχους. Της Απολαύσεως, της Ανέσεως, της Ευμαρείας, των Θελγήτρων, της Λαχτάρας. Του Πόθου πατέρας. Αγρυπνεί για τους καλούς. Αδιαφορεί για τους κακούς. Σε κάθε κόπο, σε κάθε φόβο, σε κάθε πόθο, σε κάθε λόγο βοηθός, πολεμιστής, συμμαχητής και σωτήρας τέλειος. Όλων μαζί των θεών και ανθρώπων στόλισμα. Οδηγητής πανέμορφος, πανίσχυρος. Αυτόν ν' ακολουθεί χρεωστεί ο κάθε άνθρωπος μ' αρμονικά υμνολογήματα, να ενώνει τη φωνή του στο τραγούδι του, που τραγουδά, και των θεών και των ανθρώπων όλα τα στήθη σαγηνεύει.




Αυτός" είπε "ο λόγος, Φαίδρε, αφιέρωμα ας είναι εκ μέρους μου προς τον θεό, παιχνίδι μαζί και εν μέρει σοβαρολογία, όσο φθάνουν οι δυνάμεις μου.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

25
20. Μετά την ομιλία του Αγάθωνος όλοι, είπε ο Αριστόδημος, οι παριστάμενοι ξέσπασαν σε ζωηρές επιδοκιμασίες του νέου. Ο λόγος του υπήρξε αντάξιος και της φήμης του και του θεού. Ο Σωκράτης τότε αφού στράφηκε προς τον Ερυξίμαχο είπε:

"Λοιπόν, γέννημα συ του Ακουμενού; Εξακολουθείς να πιστεύεις, πως ήταν άδικος ο φόβος που είχα τόση ώρα; Και δεν είχα σαν προφήτης μιλήσει προ ολίγου, όταν τόνιζα ότι ο Αγάθων θα εκφωνήσει έναν τόσο θαυμάσιο λόγο, ώστε εγώ θα βρεθώ σε δύσκολη θέση;"
"Στο ένα μέρος του ισχυρισμού σου αναγνωρίζω πως υπήρξες προφήτης στο ότι δηλαδή θα είναι ωραίος ο λόγος του Αγάθωνος. Ότι όμως εσύ θα δυσκολευθείς, δεν το πιστεύω".
Και πως θέλεις, καλότυχε" απάντησε ο Σωκράτης "να μη δυσκολευθώ, όχι μόνο εγώ, αλλά και οποιοσδήποτε άλλος μιλήσει ύστερ' από έναν τόσο όμορφο και τόσο πολυποίκιλο λόγο που εκφωνήθηκε; Αφήνω τ' άλλα σημεία που ήταν, όχι βέβαια στον ίδιον βαθμό όλα εκπληκτικά. Εκείνος όμως ο επίλογος με τα θέλγητρα των λέξεων και των φράσεων! Ποιός θα τα άκουγε και δεν θα έχανε τον νου του; Εγώ τουλάχιστον, συναισθανόμενος ότι προσωπικά δεν θα είμαι διόλου σε θέση ούτε κατά προσέγγιση να μιλήσω τόσο νόστιμα, λίγο έλειψε, αν εύρισκα τρόπο, να το σκάσω κρυφά από τη ντροπή μου.



Ο λόγος άλλωστε μου θύμιζε τον Γοργία. Ώστε είχα πάθει, ούτε πολύ ούτε λίγο, εκείνο, που λέγει ο Όμηρος : έτρεμα μήπως στο τέλος ο Αγάθων την κεφαλή του Γοργίου, του τρομερού στους λόγους, εναντίον του λόγου μου μου στείλει μέσα στο λόγο του και με κάνει τον ίδιον άφωνο, σαν την πέτρα.
Και κατάλαβα τότε, πόσο γελοίος λοιπόν υπήρξα, όταν ανελάμβανα ενώπιόν σας την υποχρέωση να μετάσχω μαζί σας και εγώ με την σειρά μου στον εγκωμιασμό του Έρωτος, και βεβαίωνα ότι ήμουν πεπειραμένος στα ζητήματα του Έρωτος, ενώ καθώς αποδεικνύεται, δεν είχα ιδέα του πράγματος κατά ποιον δηλαδή τρόπο έπρεπε κανείς να εγκωμιάζει οτιδήποτε. Εγώ π.χ. στην αφέλειά μου φανταζόμουν, ότι όφειλε ο καθένας να αναπτύσσει την αλήθεια περί οποιουδήποτε αντικειμένου, το οποίο εγκωμιάζει. Και ότι αυτό μεν θα ήταν η βάση. Κατόπιν δε, σύμφωνα με αυτή, θα εξέλεγε τα λαμπρότερα σημεία και θα τα συνέθετε κατά τον ευπρεπέστερο δυνατό τρόπο.



Γι' αυτό μάλιστα είχα μεγάλη αυτοπεποίθηση, ότι θα μιλούσα ωραία, αφού γνώριζα για τη σωστή μέθοδο του εγκωμιασμού οποιουδήποτε πράγματος. Εντούτοις, καθώς τώρα βλέπω, δεν ήταν αυτή, φαίνεται, η μέθοδος του να συνθέσεις έναν κομψό πανηγυρικό προς τιμήν ενός πράγματος, αλλά πολύ περισσότερο το να επισωρεύεις προς έξαρσή του τα σημαντικότερα, που γίνεται, και τα τιμητικώτερα προϊόντα, αδιάκριτα αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή όχι. Και ψευδή αν είναι, δεν έχει βλέπω σημασία. Ορίσθηκε άλλωστε εκ των προτέρων, καθώς φαίνεται, να κοιτάξει ο καθένας μας να δώσει απλά την εντύπωση, ότι εξυμνεί τον Έρωτα όχι να τον εξυμνήσει πραγματικά. Αυτός, φαντάζομαι, είναι ο λόγος, που μεταφέρετε κάθε επαινετικό χαρακτηρισμό και τον φορτώνετε στον Έρωτα, βεβαιώνοντας ότι είναι τέτοιου είδους και τόσων αγαθών πρόξενος. Έτσι δηλαδή θα εμφανίζεται όσο το δυνατόν ωραιότερος και ανώτερος, φυσικά στα μάτια εκείνων που δεν τον γνωρίζουν, όχι, υποθέτω, σε όσους τον γνωρίζουν. Και ασφαλώς υπό αυτές τις συνθήκες και ο πανηγυρικός έχει λαμπρότητα και επιβλητικότητα. Εντούτοις εγώ δε γνώριζα, όπως βλέπω, τον τρόπον αυτό του εγκωμίου, και επομένως εν αγνοία μου σας έδωσα την υπόσχεση να εγκωμιάσω και εγώ, όταν έλθει η σειρά μου. Ώστε η γλώσσα μου έδωσε υπόσχεση, όχι ο νους μου. Ας πάει λοιπόν στο καλό! Δεν αναλαμβάνω πλέον να εγκωμιάσω κατ' αυτόν τον τρόπο. Ούτε θα είχα άλλωστε την ικανότητα. Μολαταύτα, την αλήθεια, αν το επιθυμείτε, αυτή ναι, δέχομαι να σας εκθέσω, με τον δικό μου τρόπο, όχι σε αντιπαραβολή προς τις δικές σας ομιλίες. Έτσι δεν θα γελοιοποιηθώ. Σκέψου λοιπόν, Φαίδρε, αν σου χρειάζεται και παρόμοια αγόρευση, την αλήθεια ν' ακούσεις ν' αναπτύσσεται περί του Έρωτος, και μάλιστα με την εκλογή και τη συναρμολόγηση των λέξεων, η οποία τυχόν θα μου ερχόταν πρόχειρα στο στόμα".



Ο Φαίδρος τότε και οι άλλοι τον ενθάρρυναν, είπε, με τον τρόπο που αυτός τυχόν εύρισκε σωστό να εκθέσει τις απόψεις του, μ' αυτόν να ομιλήσει.
"Κάτι άλλο ακόμη, Φαίδρε" είπε. "Δώσε μου την άδεια να ρωτήσω κάτι μικροπράγματα τον Αγάθωνα, ώστε να έχω πρώτα την συγκατάθεσή σου και ύστερα στη βάση πλέον αυτής να μιλήσω".
"Καλά, σου δίδω την άδεια" απάντησε ο Φαίδρος. "Ρώτα τον".
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

26
21. Ύστερα λοιπόν απ' αυτά, είπε, άρχισε ο Σωκράτης από το εξής πάνω κάτω ερώτημα:
"Λοιπόν αγαπητέ μου Αγάθων. Σχημάτισα τη γνώμη, πως ήταν πετυχημένη η κατεύθυνση που έδωσες στην ομιλία σου, ότι τόνιζες πως έπρεπε πρώτα τον ίδιο τον Έρωτα να παρουσιάσεις, τι πράγμα είναι, έπειτα δε την δράση του. Αυτή την εισαγωγή την επιδοκιμάζω πλήρως. Σε παρακαλώ λοιπόν, εφ' όσον και τις άλλες ιδιότητες του Έρωτα περιέγραψες με τόση επιτυχία και τόση μεγαλοπρέπεια, απάντησέ μου και στο εξής: Είναι άραγε τέτοια η φύση του, ώστε να είναι ο Έρως έρως κάποιου πράγματος ορισμένου ή όχι; Το ερώτημά μου πάντως δεν αναφέρεται στο αν είναι γέννημα ορισμένης μητέρας ή πατέρα (θα ήταν τότε κωμικό το ερώτημα, αν ο Έρως είναι έρως προς μητέρα ή πατέρα). Αλλά να: Υπέθεσε, πως σ' ερωτούσα για αυτήν ακριβώς την έννοια πατέρας. Άραγε ο πατέρας είναι πατέρας κάποιου ορισμένου, ή όχι; Θα μου απαντούσες, δεν αμφιβάλλω, αν ήθελες να μου δώσεις απάντηση ακριβή, ότι ο πατέρας είναι πατέρας ενός υιού ή μιας θυγατρός. Ή όχι;"
"Φυσικά" είπε ο Αγάθων.
"Και η μητέρα πάλι το ίδιο;"
Και σε αυτό η απάντηση ήταν καταφατική.
"Δέξου ακόμη" είπε ο Σωκράτης "να μου δώσεις και μερικάς άλλες απαντήσεις, για να εννοήσεις ακριβέστερα αυτό στο οποίο θέλω να καταλήξω.
Αν σ' ερωτούσα π.χ.: Και ο αδελφός; Δεν είναι και αυτός αυτό που είναι, εφ'όσον είναι αδελφός ενός ορισμένου προσώπου; ή όχι;"
"Είναι" είπε.
"Ενός αδελφού ή μιας αδελφής. Ναι;"
Το παραδέχθηκε.
"Προσπάθησε τώρα" λέει "να καθορίσεις και περί του Έρωτος. Ο Έρως είναι έρως κάποιου ορισμένου ή δεν είναι;"
"Και βέβαια είναι".
"Τώρα, αυτό μεν, το τίνος είναι" εξακολούθησε ο Σωκράτης "φύλαξέ το μέσα σου και να το θυμάσαι. Εν τω μεταξύ απάντησέ μου σ' αυτό και μόνον: άραγε ο Έρως εκείνο, του οποίου είναι έρως, το επιθυμεί, ή όχι;"
"Χωρίς άλλο" είπε.
"Άραγε το έχει αυτό, που επιθυμεί και αγαπά και όμως το επιθυμεί και το αγαπά ή δεν το έχει;"
"Δεν το έχει" λέει. "Αυτό τουλάχιστον είναι πιθανό".
"Κοίταξε τώρα" είπε ο Σωκράτης "μήπως αυτό είναι λογικά αναγκαίο, και όχι απλά πιθανό, αυτός δηλαδή που έχει την επιθυμία, να επιθυμεί ό,τι στερείται, ει δ' άλλως να μην επιθυμεί, αν τύχει και δεν το στερείται. Εγώ πάντως, Αγάθων, παραδέχομαι ότι αυτό είναι απολύτως αναγκαίο. Εσύ;"
"Και εγώ" είπε "το πιστεύω".
"Λαμπρά! Θα επιθυμούσε λοιπόν ποτέ ένας, που είναι ήδη μεγαλόσωμος, να είναι μεγαλόσωμος, ή ρωμαλέος, αφού είναι ρωμαλέος;"
"Αδύνατον, στη βάση των όσων δεχθήκαμε".
"Φυσικά, αφού δεν θα του έλειπαν αυτά τα προσόντα, εφ' όσον τα έχει".
"Έχεις δίκιο".
"Διότι και στην περίσταση, που ένας ρωμαλέος θα ήθελε να είναι ρωμαλέος" λεει ο Σωκράτης "και ένας γρήγορος να είναι γρήγορος, και ένας υγιής να είναι υγιής - διότι θα ήταν δυνατόν ίσως να φαντασθεί κανείς αυτά και όλα τα παρόμοια ενδεχόμενα, άνθρωποι δηλαδή που είναι τέτοιοι και κατέχουν τα προσόντα αυτά, να επιθυμούν ταυτόχρονα αυτά που κατέχουν. Για να μην υποπέσουμε λοιπόν σε λάθος, γι' αυτό επιμένω. Άλλωστε αυτοί, Αγάθων, αν το συλλογισθείς καλά, οφείλουν κατ' ανάγκη, θέλουν δεν θέλουν να είναι κάτοχοι τη στιγμή αυτή των διαφόρων ιδιοτήτων, τις οποίες έχουν. Επομένως κανείς δεν θα μπορούσε πάντως να ποθήσει αυτό και μόνο; Αν όμως έλθει κανείς και μας πει: "Εγώ είμαι υγιής, αλλά και θέλω επίσης να είμαι υγιής. Είμαι πλούσιος, αλλά και θέλω να είμαι πλούσιος, επιθυμώ επομένως ό,τι ακριβώς έχω", θα του απαντήσουμε: "Ναι, κύριε, έχεις τώρα και πλούτο και υγεία και σωματική δύναμη. Αλλά τα θέλεις να τα έχεις και στο μέλλον. Καθ' όσον στο παρόν τουλάχιστον, είτε το θέλεις είτε όχι, τα έχεις. Πρόσεξε λοιπόν, μήπως με την βεβαίωσή σου αυτή ότι : Επιθυμώ αυτά που έχω, δεν θέλεις να πεις τίποτε άλλο παρά τούτο: ότι θέλω όσα τώρα είναι στη διάθεσή μου και στο μέλλον να είναι". Θα το αναγνώριζε, έτσι δεν είναι;"
Συμφώνησε, είπε, και ο Αγάθων.
Πρόσθεσε τότε ο Σωκράτης:
"Επομένως, αυτό σημαίνει ότι αγαπάς εκείνο το οποίο δεν είναι ακόμη στην διάθεσή σου ούτε στην κατοχή σου, ότι αγαπάς δηλαδή το να σου είναι στο μέλλον εξασφαλισμένα και διαθέσιμα αυτά τα αγαθά".
"Απολύτως" είπε.
"Επιθυμεί άρα, και αυτός και οποιοσδήποτε άλλος κατέχεται από κάποια επιθυμία, ό,τι δεν είναι στη διάθεσή του και ό,τι δεν είναι παρόν και ό,τι δεν κατέχει και ό,τι δεν είναι ο ίδιος και ό,τι του λείπει. Παρόμοια περίπου είναι τ' αντικείμενα, προς τα οποία στρέφονται η επιθυμία και ο έρως".
"Πολύ σωστά" είπε.
"Και τώρα, σε παρακαλώ" εξακολούθησε ο Σωκράτης "ας ανακεφαλαιώσουμε τα σημεία, στα οποία μείναμε σύμφωνοι. Ο Έρως αναφέρεται πρώτον μεν σε ορισμένα αντικείμενα, έπειτα σε εκείνα τ' αντικείμενα, όσα τυχόν στερείται επί του παρόντος. Δεν είναι έτσι;"
"Μάλιστα" λέγει.


"Ανακάλεσε τώρα στη μνήμη σου ύστερ' απ' αυτά, προς τι πράγμα ανέφερες στην ομιλία σου ότι στρέφεται ο Έρως. Ή, αν προτιμάς, σου το υπενθυμίζω εγώ. Μου φαίνεται λοιπόν, πως αυτό περίπου υποστήριξες: ότι τα πράγματα των θεών τακτοποιήθηκαν χάρις στον έρωτα προς το ωραίο. Διότι του άσχημου έρως δεν νοείται. Αυτό πάνω κάτω δεν είναι που έλεγες"
"Ναι, το είπα" απάντησε ο Αγάθων.
"Και πολύ σωστός είναι ο ισχυρισμός σου, φίλε μου" είπε ο Σωκράτης. "Αν λοιπόν αυτό αληθεύει, τότε ο Έρως πρέπει να είναι της ωραιότητας έρως και όχι της ασχήμιας. Έτσι;"
Το παρεδέχθη.
"Αναγνωρίσθηκε όμως, ότι εκείνο που στερείται και εκείνο που δεν έχει, αυτό αγαπά;"
"Ναι" είπε.
"Στερείται επομένως και δεν έχει ωραιότητα ο Έρως".
"Κατ' ανάγκη" είπε.
"Αλλά τότε, ένα πράγμα που στερείται ωραιότητα και δεν έχει διόλου κάλλος, το ονομάζεις μήπως συ ωραίο;"
"Σίγουρα όχι".
"Επιμένεις λοιπόν να υποστηρίζεις, ότι ο Έρως είναι ωραίος, εφ' όσον η πραγματικότητα είν' αυτή;"
Και ο Αγάθων είπε τότε:
"Φοβούμαι, Σωκράτη, πως δεν είχα καταλάβει τίποτε απ' όσα είπα τότε".
"Και όμως ωραίος πολύ ήταν ο λόγος σου, Αγάθων" είπεν. "Αλλ' απάντησέ μου ακόμη κάτι τι: κάθε τι αγαθό δεν παραδέχεσαι πως είναι και ωραίο;"
"Ασφαλώς".
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

27
"Εφ' όσον λοιπόν ο Έρως στερείται τα ωραία και εφ' όσον τ' αγαθά είναι ωραία, θα πρέπει και τ' αγαθά να τα στερείται".
"Εγώ" λέγει "Σωκράτη, δεν θα μπορούσα να τα βάλω μαζί σου στην συζήτησιν. Ας είναι λοιπόν το πράγμα όπως το λέγεις".
"Όχι δα" είπε. "Με την αλήθεια, αγαπημένε μου Αγάθων, δεν μπορείς να τα βάλεις. Με τον Σωκράτη, αυτό δεν είναι διόλου δύσκολο".
22. "Και τώρα εσένα μεν θα σ' αφήσω, την δε θεωρία περί του Έρωτος, που άκουσα κάποτε από μία γυναίκα της Μαντινείας, την Διοτίμα - ήταν και σ' αυτό το ζήτημα, όπως και σε άλλα πολλά, σοφή, και κάποτε προ της επιδημίας πέτυχε για τους Αθηναίους, με τις θυσίες που έκαμαν, δεκαετή αναβολή της νόσου. Αυτή χρημάτισε και για μένα διδάσκαλος στο κεφάλαιο του έρωτος - την θεωρία λοιπόν, που μου ανέπτυσσε κάποτε εκείνη, θα προσπαθήσω, πάνω στη βάση των όσων διαπιστώσαμε εγώ και ο Αγάθων, να σας εκθέσω, μόνος με τις δυνάμεις μου, με όποιον τρόπο μπορέσω. Φυσικά πρέπει, όπως και συ, Αγάθων, υπέδειξες, να καθορίσω, ο ίδιος πρώτα τι πράγμα είναι ο Έρως και ποία η φύση του, έπειτα την δράση του.
Το απλούστερο λοιπόν θα είναι, μου φαίνεται, να τα εκθέσω κατά τον τρόπο που μου τ' ανέπτυσσε τότε η ξένη, απευθύνοντας προς εμένα ερωτήσεις. Διότι και εγώ τότε ανάλογες σχεδόν απόψεις υποστήριζα απέναντι εκείνης, καθώς προ ολίγου απέναντί μου ο Αγάθων: ότι ο ΄Ερως είναι θεός μεγάλος και ότι ανήκει στα ωραία. Και εκείνη με αντέκρουσε με τα ίδια επιχειρήματα, με τα οποία και εγώ τούτον αντέκρουσα: ότι δηλαδή, σύμφωνα με τα λεγόμενά μου, ούτε ωραίος είναι ο Έρως, ούτε αγαθός. "Τι είν' αυτό που λέγεις, Διοτίμα;" απάντησα εγώ. "Άσχημος λοιπόν είν' ο Έρως και κακός;"
"Μη βλασφημείς" είπε εκείνη. "Ή μήπως νομίζεις, πως ό,τι δεν είναι ωραίο, είναι κατ' ανάγκην άσχημο;"
"Και βέβαια".
"Ώστε και ό,τι δεν είναι σοφό, είναι ανόητο; Δεν έχεις προσέξει λοιπόν ότι μεταξύ σοφίας και μωρίας υπάρχει ένα μέσον;"
"Ποιο είναι τούτο;"
"Το να έχει κανείς παράσταση ορθή, χωρίς να μπορεί να την δικαιολογήσει. Αγνοείς" είπε "ότι αυτό δεν είν' ούτ' επιστήμη (πως θα ήταν δυνατόν άλλωστε να είν' επιστήμη ένα πράγμα μη αποδεικνυόμενο λογικά, ούτε άγνοια (αφού ευστοχεί στην πραγματικότητα, πως μπορούσε να είναι άγνοια ; Είναι λοιπόν του είδους αυτού προφανώς η ορθή παράσταση, κάτι μεταξύ φρονήσεως και μωρίας".
"Δίκιο" της λέγω "έχεις".
"Μη θέλεις λοιπόν, σώνει και καλά, ό,τι δεν είναι ωραίο, να είναι άσχημο, και κακό ό,τι δεν είναι αγαθό. Το ίδιο και ο Έρως. Εφ' όσον μόνος σου αναγνωρίζεις πως δεν είναι ούτε καλός ούτε ωραίος, δεν υπάρχει λόγος να νομίζεις μ' αυτό, πως πρέπει απαραιτήτως να είναι άσχημος και κακός, και όχι κάτι μεταξύ" είπε "αυτών των δύο".
"Εντούτοις" είπα εγώ "αναγνωρίζεται απ' όλους πως είναι μεγάλος θεός".
"Όλους ποιους εννοείς;" είπε. "Τους αγνοούντας ή και τους ειδήμονας;"
"Όχι όλους ανεξαιρέτως".
Εκείνη τότ' εγέλασε και είπε:
"Μα Σωκράτη, πως είναι δυνατό ν' αναγνωρίζεται σαν μέγας θεός απ' αυτούς, οι οποίοι αρνούνται καν πως είναι θεός;"
"Ποιοι αυτοί;" είπα εγώ.
"Ένας" είπε "συ, δεύτερη εγώ".
Και εγώ της είπα:
"Πως βεβαιώνεις αυτό το πράγμα;"
"Απλούστατα" είπε. "Απάντησέ μου: δεν παραδέχεσαι, ότι όλοι οι θεοί είναι ευδαίμονες και ωραίοι; ή θα έφθανες να ισχυρισθείς για οποιονδήποτ' από τους θεούς, ότι δεν είναι ωραίος και ευδαίμων;"
"Μα τον θεό" είπα "εγώ πάντως όχι".
"Ευδαίμονες δε ονομάζεις βέβαια όσους έχουν τ' αγαθά και τα ωραία. Ή όχι;"
"Φυσικά".
"Εντούτοις έχεις αναγνωρίσει, ότι ο Έρως από έλλειψη των αγαθών και των ωραίων τα ποθεί αυτά ακριβώς, επειδή του λείπουν".
"Το έχω πράγματι παραδεχθή".
"Τότε πως είναι δυνατόν να είναι θεός ο στερούμενος των ωραίων και των αγαθών
"Αποκλείεται. Έτσι τουλάχιστον φαίνεται".
"Βλέπεις λοιπόν, ότι και συ δεν θεωρείς θεό τον Έρωτα;"
23. "Αλλά τότε" είπα "τι να είναι ο Έρως ; θνητός"
"Κάθε άλλο".
"Μα τότε τι;"
"Όπως και τα προηγούμενα παραδείγματα" είπε. "Κάτι μεταξύ θνητού και αθανάτου".
"Δηλαδή, Διοτίμα, τι;"
"Δαίμων μέγας, Σωκράτη. Άλλωστε κάθε τι δαιμονικό βρίσκεται μεταξύ θεού και θνητού".
"Και ποία είναι" είπα εγώ "η δράση του;"
"Να μεταφράζει και να μεταβιβάζει στους θεούς τα προερχόμενα από τους ανθρώπους και στους ανθρώπους τα εκ των θεών, εκείνων μεν τις προσευχές και τις θυσίες, τούτων δε τις προσταγές και τις ανταποδόσεις. Στο μέσον δε και των δύο όπως ευρίσκεται, γεμίζει το κενό. Ώστε το σύμπαν να έχει εσωτερική συνοχή. Δια μέσου τούτου προβαίνει στο έργο της και η μαντική ολόκληρη και η τέχνη των ιερέων η σχετική με τις θυσίες και τις μυσταγωγίες και τις επωδούς, και γενικά με την μαγεία και την γοητεία. Το θείον με τους ανθρώπους δεν έρχεται σε άμεση επαφή, αλλά δια της μεσολαβήσεως τούτου συντελείται οποιαδήποτ' επικοινωνία και συνομιλία θεών και ανθρώπων, είτε κατά την εγρήγορση είτε στον ύπνο τους. Όποιος σ' αυτά τα ζητήματα είν' έμπειρος, είν' ένας άνθρωπος δαιμόνιος. Ενώ όποιος είναι σε άλλα πράγματα σοφός, σε επιστήμη π.χ. ή χειρωνακτική εργασία, είν' ένας βάναυσος. Οι δαίμονες λοιπόν αυτοί είναι πολυάριθμοι και διαφόρων ειδών. Ένας από αυτούς είναι και ο Έρως".
"Πατέρα" είπα τότ' εγώ "και μητέρα ποιον έχει;"
"Αυτό" είπε "είναι μια ιστορία κάπως μεγάλη, αλλά θα σου την διηγηθώ. Τον καιρόν λοιπόν που ήλθε στον κόσμο η Αφροδίτη, οι θεοί είχαν τραπέζι. Μαζί με τους άλλους ήταν και της Μήτιδος ο γιος ο Πόρος. Όταν απόφαγαν, ήλθε η Πενία να επαιτήσει, όπως ήταν φυσικό σε μία τόσο μεγάλη διασκέδαση. Στεκόταν λοιπόν εκεί στην είσοδο. Ο Πόρος τότε μεθυσμένος από το νέκταρ (κρασί δεν υπήρχε ακόμη) κατέβηκε, βγήκε έξω στον κήπο του Δία, και με το κεφάλι βαρύ όπως ήταν, έπεσε και αποκοιμήθηκε. Η Πενία τότε μέσα στην απορία της συνέλαβε το σχέδιο ν' αποκτήσει παιδί από τον Πόρο. Πηγαίνει λοιπόν και πλαγιάζει κοντά του. Έτσι απέκτησε τον Έρωτα. Γι' αυτό το λόγο έγινε ο Έρως της Αφροδίτης συνοδός και υπηρέτης, επειδή γεννήθηκε στα γενέθλιά της και συγχρόνως επειδή έμφυτα είν' ερωτευμένος με το ωραίο, η δε Αφροδίτη είναι ωραία.
Ως γιός λοιπόν του Πόρου και της Πενίας που είναι ο Έρως, συμβαίνει ώστε η κατάστασή του να είναι η εξής: Πρώτα πρώτα είναι αιωνίως φτωχός και κάθε άλλο παρά απαλός και ωραίος, όπως τον φαντάζεται ο κόσμος. Αντίθετα είναι τραχύς και απεριποίητος και ανυπόδυτος και άστεγος. Πλαγιάζει πάντοτε χάμω και χωρίς στρώματα, κοιμάται στο ύπαιθρο, στα κατώφλια και τους δρόμους, έχει της μητέρας του το φυσικό, επομένως διαρκή σύντροφο την στέρηση. Αφ' ετέρου κατά του πατέρα του το φυσικό, είναι παγιδευτής πανούργος των ωραίων και των εκλεκτών, είναι γενναίος και ριψοκίνδυνος και ενεργητικός, κυνηγός φοβερός, που εξυφαίνει διαρκώς σχέδια, επιθυμεί την σύνεση και είναι επινοητικός, αναζητητής της γνώσης για τη ζωή, τρομερός στο να μαγεύει με γοητείες, με βότανα, με λόγια ωραία. Δεν είναι όμοιος στην φύση του με αθάνατο ούτε με θνητό, αλλά μέσα σε μια και την αυτή ημέρα, πότε ανθεί και ζει, όταν βρει ευπορία, πότε πεθαίνει και πάλι ξαναζωντανεύει, χάρις στην πατρική του φύση, και πάλι ό,τι αποκτά κάθε φορά, του φεύγει διαρκώς μέσ' από τα δάκτυλα. Έτσι ούτε άπορος ποτέ τελείως είναι ο Έρως ούτε πλούσιος σε μέσα.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαίοι Ελληνες που άφησαν εποχή”