Ο Ορέστης ως γίγαντας 3 μέτρων στον Ηρόδοτο ;

1
Τόμος Α, 66 Ηρόδοτος αναφέρει για γίγαντες "μακρόν επτά πήχεων" ;; Όχι απλά γίγαντα, αλλά αναφέρει ότι ο Ορέστης, ο γνωστός γιος του Αγαμέμνονα που ήταν....στο Τρωικό Πόλεμο

Απόσπασμα από http://www.hellenicaworld.com/Greece/Li ... riai1.html
_________________________
66. Αφού δε απέθανεν ο Λυκούργος, έκτισαν προς τιμήν αυτού ναόν και τον σέβονται μεγάλως. Και επειδή η χώρα ήτο εύφορος και ο πληθυσμός πολύς, ηύξησαν ταχέως και ευτύχησαν. Εν τούτοις δεν περιωρίσθησαν να ζώσιν εν ειρήνη, αλλά νομίσαντες ότι ήσαν ισχυρότεροι των Αρκάδων, ηρώτησαν το μαντείον των Δελφών πώς να κατακτήσωσιν όλην την Αρκαδίαν· η δε Πυθία τοις είπε ταύτα·

«Την Αρκαδίαν με ζητείς; μέγα πράγμα ζητείς· δεν θα σε την δώσω. Εις την Αρκαδίαν υπάρχουσι πολλοί άνθρωποι τρεφόμενοι με βαλάνους, οίτινες θα σε εμποδίσωσιν. Εγώ όμως δεν σε φθονώ. Θα σοι δώσω την Τεγέαν διά να χορεύης εκεί με μέγαν κτύπον των ποδών, και πεδιάδα καλήν διά να την μοιρασθής με σχοίνον.»

Ακούσαντες οι Λακεδαιμόνιοι την απόκρισιν ταύτην ήτις ανηγγέλθη εις αυτούς, δεν εμερίμνησαν πλέον περί των άλλων Αρκάδων, αλλ' εστράτευσαν κατά των Τεγεατών φέροντες μεθ' εαυτών πέδας· πλήρεις δε πεποιθήσεως εις τον απατηλόν εκείνον χρησμόν, επίστευον ότι δεν τοις έμενεν άλλο ειμή να δέσωσι τους Τεγεάτας. Ηττήθησαν όμως εις την μάχην, και όσοι συνελήφθησαν ζώντες εδέθησαν με τας πέδας τας οποίας οι ίδιοι είχαν φέρει μεθ' εαυτών και εκαλλιέργουν την πεδιάδα της Τεγέας την οποίαν διενεμήθησαν μετρήσαντες με σχοίνον. Αι πέδαι με τας οποίας εδέθησαν εσώζοντο ακόμη εις τας ημέρας μου εις την Τεγέαν, κρεμάμεναι εις τον ναόν της Αλέας Αθηνάς.

67. Κατά τας προηγουμένας λοιπόν μάχας, πάντοτε επολέμουν κατά των Τεγεατών ανεπιτυχώς· αλλά κατά την εποχήν του Κροίσου, επί της βασιλείας του Αναξανδρίδου και του Αρίστωνος εις την Σπάρτην, ενίκησαν τέλος πάντων οι Σπαρτιάται, και ιδού πώς. Ιδόντες ότι πάντοτε ενικώντο, έπεμψαν να ερωτήσωσι το μαντείον των Δελφών ποίαν θεότητα έπρεπε να εξιλεώσωσι διά να φανώσι νικηταί. Η δε Πυθία τοις είπεν ότι θα νικήσωσιν όταν φέρωσιν εις τον τόπον των τα οστά του Ορέστου, υιού του Αγαμέμνονος. Επειδή δε δεν ήξευρον πού να εύρωσι τον τάφον του Ορέστου, έπεμψαν πάλιν να ερωτήσωσι τον θεόν εις ποίον μέρος έκειτο ο ήρως. Εις την ερώτησιν ταύτην η Πυρία απεκρίθη τα εξής·

«Υπάρχει εις την Αρκαδίαν Τεγέα τις, έν τινι πεδιάδι. Εκεί πνέουσι δύο άνεμοι προερχόμενοι υπό ισχυράς ανάγκης. Εκεί υπάρχει κτύπος και αντίκτυπος, το κακόν κείται επί του κακού. Εκεί η παρέχουσα τα προς το ζην γη κρύπτει τον υιόν του Αγαμέμνονος. Λάβε αυτόν και θα νικήσης τους Τεγεάτας.»

Ήκουσαν και ταύτα οι Λακεδαιμόνιοι· αλλά καίτοι αναζητήσαντες πανταχού, ουχ ήττον δεν ευκολύνθησαν το παράπαν εις την ανακάλυψιν, μέχρις ου ανεύρεν αυτά ο Λίχας, Σπαρτιάτης εκ των καλουμένων Αγαθοεργών, ήτοι εκ των πολιτών εκείνων οίτινες, πέντε κατ' έτος, εξερχόμενοι από τους ιππείς ως γεροντότεροι, οφείλουσι καθ' όλον το έτος το μετά την απαλλαγήν των εκ της υπηρεσίας να μεταβαίνωσιν όπου τους καλεί η ανάγκη της κοινότητος των Σπαρτιατών και να μη μένωσιν αργοί.

68. Ο Λίχας λοιπόν, είς των ανδρών τούτων, έκαμε την ανακάλυψιν ταύτην εις την Τεγέαν κατά σύμπτωσιν και εξ ιδίας αγχινοίας. Επειδή κατ' εκείνην την εποχήν συνεπεία ανακωχής είχον επαναληφθή αι σχέσεις μεταξύ των δύο πόλεων, ο Λίχας, εισελθών εις το εργαστήριον σιδηρουργού, τον παρετήρει ενώ εσφυρηλάτει τον σίδηρον και εξεπλήττετο δι' εκείνο το οποίον έβλεπεν. Ιδών αυτόν ο σιδηρουργός ότι εθαύμαζε, διέκοψε την εργασίαν του και τω είπε· «Πόσον θα εξεπλήττεσο, ω ξένε Λάκων, εάν έβλεπες εκείνο το οποίον είδον εγώ, αφού τώρα η τέχνη του σφυρηλατείν τον σίδηρον σοι προξενεί τόσον θαυμασμόν; Ήθελα να κατασκευάσω φρέαρ εις την αυλήν ταύτην· κατεγινόμην δε να σκάπτω, ότε το εργαλείον μου εκτύπησεν εις φέρετρον μακρόν επτά πήχεων. Το ήνοιξα, μη δυνάμενος να πιστεύσω ότι υπήρχαν ποτέ άνθρωποι μεγαλείτεροι παρ' όσον είναι σήμερον, και είδον ότι το πτώμα ήτο ίσον κατά το μήκος· αφού δε τα εμέτρησα, τα εκάλυψα πάλιν με τα χώμα.» Τοιουτοτρόπως ο σιδηρουργός διηγήθη ό,τι είδεν· ο δε Λίχας, σκεφθείς καλώς τα ρηθέντα, εσυμπέρανεν ότι κατά τον χρησμόν εκείνον έπρεπε να ήτο ο Ορέστης· παρατηρών τα δυο φυσητήρια, εύρεν ότι εκείνα ήσαν οι δύο άνεμοι· εν τη σφύρα και τω άκμονι ανεγνώρισε τον κτύπον και τον αντίκτυπον, και εν τω σφυρηλατουμένω σιδήρω το κακόν όπερ κείται επί του κακού, κρίνων ότι ο σίδηρος ανεκαλύφθη διά την δυστυχίαν των ανθρώπων. Αφού έκαμε τους στοχασμούς τούτους, επιστρέψας εις την Σπάρτην, ανεκοίνωσεν όλην την υπόθεσιν εις τους Λακεδαιμονίους. Ούτοι δε, υπό πεπλασμένην κατηγορίαν, τον εδίκασαν και τον κατεδίκασαν εις εξορίαν. Μεταβάς εις την Τεγέαν, είπεν εις τον χαλκέα την συμφοράν του και εζήτει να ενοικιάση την αυλήν του, την οποίαν ούτος ελυπείτο να την δώση· νικήσας τέλος την αντίστασίν του, εγκατεστάθη εις αυτήν. Τότε ήνοιξε τον τάφον, εσύναξε τα οστά και τα έφερεν εις την Σπάρτην. Απ' εκείνης δε της στιγμής, οσάκις οι δύο λαοί εδοκίμαζον τας δυνάμεις των, πάντοτε οι Λακεδαιμόνιοι ενίκων εις τας μάχας, και ήδη είχον καθυποτάξει το πλείστον μέρος της Πελοποννήσου.


1 πήχης = περίπου 44 εκ αν δε κάνω λάθος..
Άρα 7 πήχεις = 7 Χ 44 = 308 εκ = 3 μέτρα και οκτώ εκατοστά ;;;;
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ελληνική μυθολογία”