Είναι τοις πάσι γνωστόν ότι η τουρκική εξωτερική πολιτική διαθέτει ποικίλους μηχανισμούς και δίκτυα, μέσω των οποίων προβάλλει τις θέσεις και, κυρίως, τις αξιώσεις της. Από τα πιο σημαντικά και εύχρηστα μέσα διάδοσης ιδεών είναι οι Μη-Κυβερνητικοί Οργανισμοί (ΜΚΟ ή NGOs αγγλιστί). Ανάμεσα στις προπαγανδίζουσες τουρκικές οργανώσεις βρίσκεται και η «Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Τούρκων Δυτικής Θράκης» ή, στα τουρκικά, “Αvrupa Bati Trakya Turk Federasyonu” (εφεξής “ABTTF”). Η ΑΒΤΤF είναι ένας ΜΚΟ ιδρυθείς το 1988, ο οποίος ευαγγελίζεται την προστασία των δικαιωμάτων της «καταπιεζόμενης» «τουρκικής» μειονότητας της Δυτικής Θράκης. Η οργάνωση αυτή συμμετείχε στο 4οΕτήσιο Συνέδριο του FRA (Fundamental Rights Agency) στη Βιέννη μεταξύ 14 και 15 Απριλίου 2011, και διένειμε φυλλάδια που αναφέρονταν στις άσχημες συνθήκες διαβίωσης των μουσουλμάνων της Θράκης, στην εκλογή μουφτή, στην αναγκαιότητα για παροχή τουρκικής παιδείας στους μουσουλμανόπαιδες, στην αφαίρεση της ελληνικής ιθαγένειας από όσους μουσουλμάνους κατέφυγαν στην Τουρκία μετά το πογκρόμ του 1955.
Προτού προχωρήσουμε σε παράθεση και σχολιασμό των θέσεων της ΑΒΤΤF, είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί το κατά πόσον θα πρέπει να αναφερόμαστε σε τουρκική ή μουσουλμανική μειονότητα. Όπως στην Κύπρο εσφαλμένα ονομάστηκαν οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του νησιού ως «Τούρκοι», κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να αναβαθμιστούν σε κοινότητα με δυσανάλογα αυξημένα πολιτικά δικαιώματα, έτσι και στη Θράκη επιχειρείται μια ομογενοποίηση της μειονότητας και ο χαρακτηρισμός της ως «τουρκικής».
Η μειονότητα έχει τριπλή σύνθεση: Οι Τουρκογενείς, αποτελούν το 47,37%, οι Πομάκοι το 31,58% και οι Αθίγγανοι το 21,05% των μουσουλμάνων της Θράκης. Εφόσον οι πληθυσμοί της μουσουλμανικής μειονότητας έχουν τις δικές τους ιδιαιτερότητες και ξεχωριστά γνωρίσματα, δεν μπορεί ολόκληρη η μειονότητα να αποκαλείται «τουρκική» γιατί, πολύ απλά, δεν είναι. Όποιος είναι μουσουλμάνος δεν καθίσταται αυτομάτως και Τούρκος, αν και αυτή είναι η επιδίωξη της Τουρκίας. Επιπλέον, κάτι τέτοιο έρχεται σε αντίθεση με τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923), όπου στο μέρος που αφορά την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η μειονότητα χαρακτηρίζεται μουσουλμανική και δεν της προσδίδεται εθνοτική διάσταση (Σύμβασις περί της Aνταλλαγής των Eλληνικών και Tουρκικών Πληθυσμών, άρθρο 2).
Τα φυλλάδια που διένειμε η ABTTF στο 4ο Συνέδριο της Fundamental Rights Agency στην Βιέννη. Πιέστε για μεγέθυνση.
Οι θέσεις της ABTTF και σχολιασμός αυτών
Στα έντυπα που μοιράζει η εν λόγω οργάνωση εκφράζει τα παράπονά της για το ότι οι παραδοσιακές και αυτόχθονες μειονότητες στην Ευρώπη δε λαμβάνουν της δέουσας προσοχής σε θέματα ισότητας. Προς τούτο επικαλείται τη Συνθήκη της Λισαβώνας και το άρθρο 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο αναφέρεται στο σεβασμό των δικαιωμάτων των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες. Στη συνέχεια αναφέρεται σε διάφορα επιμέρους θέματα, από τα οποία παραθέτουμε και σχολιάζουμε τα κυριότερα.
– Απώλεια ελληνικής ιθαγένειας
Με βάση το άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας (ΚΕΙ) του 1955, χιλιάδες μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης απώλεσαν την ελληνική ιθαγένεια, καθώς κατέφυγαν στην Τουρκία μετά το πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη. Το συγκεκριμένο άρθρο ανέφερε: «Αλλογενής εγκαταλιπών το Ελληνικό έδαφος άνευ προθέσεως παλιννοστήσεως δύναται να κηρυχθεί απωλέσας την ελληνική ιθαγένεια». Από νομικής πλευράς το άρθρο αυτό είναι λανθασμένο γιατί είναι αόριστο και αυθαίρετο, αφού δεν μπορεί το κράτος να γνωρίζει αν ένας πολίτης φεύγει με σκοπό να μην ξαναγυρίσει. Επίσης, χαρακτηρίζει τους μουσουλμάνους αλλογενείς αναγάγοντας -λανθασμένα- τη θρησκεία σε στοιχείο εθνοτικού προσδιορισμού. Παρά ταύτα, είναι προφανές ότι η διάταξη αυτή θεσπίστηκε για πολιτικούς λόγους, εξαιτίας και του φορτισμένου κλίματος μετά το πογκρόμ του τουρκικού όχλου στην Πόλη. Το άρθρο 19 του ΚΕΙ καταργήθηκε το 1998.
Στο έντυπο της ABTTF αναγράφεται ότι υπάρχουν περίπου 200 υπερήλικες και μεσήλικες μουσουλμάνοι στη Θράκη (η ελληνική κυβέρνηση αναφέρει ότι ο αριθμός τους δεν υπερβαίνει τους 30), οι οποίοι είναι ανιθαγενείς, δηλαδή δεν έχουν την ιθαγένεια κάποιου κράτους. Αυτοί έχουν κάθε δικαίωμα να πάρουν την ελληνική υπηκοότητα από τη στιγμή που γεννήθηκαν και διαβιούν στην Ελλάδα.
Ωστόσο, η τουρκική προπαγάνδα αξιώνει την παροχή ελληνικής ιθαγένειας στις χιλιάδες των μουσουλμάνων που κατέφυγαν στην Τουρκία το 1955 και έκτοτε παραμένουν εκεί. Η μακρόχρονη παραμονή τους στη γείτονα χώρα και ουσιαστικά ο εκτουρκισμός τους, δημιουργούν αμφιβολίες για τους πραγματικούς στόχους αυτής της απαίτησης. Η εισδοχή χιλιάδων Τούρκων, πλέον, υπηκόων στην περιοχή της Δυτικής Θράκης θα οδηγήσει στη δημογραφική αλλοίωση της μειονότητας και θα την καταστήσει άθυρμα στις διαθέσεις της Τουρκίας, η οποία ποσώς κήδεται της ευημερίας των ανθρώπων αυτών, αλλά περισσότερο ενδιαφέρεται για τα στρατηγικά της συμφέροντα στην περιοχή.
– Νομικό καθεστώς μουφτήδων
Στη Θράκη υπάρχουν 3 Μουφτήδες (θρησκευτικοί λειτουργοί και νομομαθείς του νόμου της Σαρία) στις πόλεις της Ξάνθης, Κομοτηνής και Διδυμοτείχου. Σύμφωνα με το Ν. 1920/1991, οι μουφτήδες τελούν σε καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου και διορίζονται από το κράτος. Η ABTTF αξιώνει την εκλογή του Μουφτή από τη μειονότητα και όχι το διορισμό του από την κυβέρνηση. Αυτό το ζητούν για να προωθούνται μουφτήδες που εξυπηρετούν την τουρκική πολιτική, αν και η μειονότητα θα ήταν ορθό να έχει λόγο στην επιλογή του Μουφτή. Θα πρέπει οι αρμοδιότητες του Μουφτή να περιοριστούν στα πνευματικά του καθήκοντα και να μην έχει εξουσίες δημοσίου δικαίου. Ήδη γίνονται συζητήσεις για την ψήφιση νόμου που θα επιτρέπει την ανάδειξη μιας επιτροπής ιμάμηδων (μουσουλμάνων θεολόγων), η οποία θα ασχολείται με θρησκευτικά ζητήματα και δε θα περιβέβληται αρμοδιοτήτων δημοσίου δικαίου.
Σε συζητήσεις που είχε στη Θράκη ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, κ. Thomas Hammarberg, οι μειονοτικοί εξέφρασαν την επιθυμία να μην εμπίπτουν πλέον στο θρησκευτικό νόμο της Σαρία, ο οποίος περιέχει αρκετά αυστηρές διατάξεις. Ο Επίτροπος στην Έκθεσή του αναφέρει πως είναι θετικός στην κατάργηση των δικαστικών αρμοδιοτήτων του Μουφτή και ότι είναι υπέρ της εκλογής του από τη μειονότητα. Επισημαίνει, όμως, ότι οι αποφάσεις του Μουφτή θα πρέπει να ελέγχονται από τα ελληνικά δικαστήρια.
– Παροχή τουρκικής εκπαίδευσης
Με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης, η μειονότητα έχει το δικαίωμα να εγκαθιδρύει και να λειτουργεί τα δικά της σχολεία. Προβλέπεται από τη Συνθήκη (άρθρο 45) ότι η παιδεία που θα παρέχεται στα μειονοτικά σχολεία θα πρέπει να διδάσκεται στη μητρική γλώσσα της μειονότητας. Λαμβάνοντας υπ’όψιν την πληθυσμιακή σύνθεση της μειονότητας, καθίσταται εναργές ότι μητρική γλώσσα των μουσουλμάνων της Θράκης δεν είναι αποκλειστικά η τουρκική, αλλά και η πομακική και η ρομανί. Επίσης, στα μειονοτικά σχολεία είναι υποχρεωτική η εκμάθηση της ελληνικής, ως επίσημης γλώσσας του κράτους Με την υπογραφή των Μορφωτικών Συμφώνων Ελλάδας-Τουρκίας του 1951 και 1968, εισήχθη στα μεινοτικά σχολεία το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του τουρκικού Υπουργείου Παιδείας. Προνοείτο, ακόμη, ότι όσα μαθήματα διδάσκονταν στην ελληνική γλώσσα μέχρι το 1968 θα συνέχιζαν να διδάσκονται σε αυτήν, ενώ τα νεοεισαχθέντα θα παρεδίδοντο στη μητρική γλώσσα της μειονότητας, που θεωρήθηκε υπόρρητα -και λανθασμένα- πως ήταν η τουρκική. Με αυτό τον τρόπο υποβαθμίστηκε η διδασκαλία των ελληνικών, πομακικών, και ρομανί στα μειονοτικά σχολεία. Με τα ρηθέντα Σύμφωνα, τα οποία πρέπει άμεσα να καταγγελθούν και να ακυρωθούν, η μειονοτική νεολαία λαμβάνει, ως επί το πλείστον, τουρκική παιδεία, η οποία είναι ξένη προς την κουλτούρα της.
Ενώ πρόκειται για εκπαιδευτικά ιδρύματα που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια και αφορούν μουσουλμάνους και όχι Τούρκους, όπως προεξετέθη, η ABTTF επιμένει πως στα μειονοτικά σχολεία πρέπει να διδάσκεται εξ ολοκλήρου η τουρκική παιδεία από δασκάλους προερχόμενους από την Τουρκία. Μια τέτοια απαίτηση είναι παράλογη από τη στιγμή που αξιούται όπως οι Πομάκοι και οι Αθίγγανοι λαμβάνουν τουρκικής εκπαίδευσης. Οι μειονοτικοί είναι Έλληνες πολίτες με μουσουλμανικό θρήσκευμα. Η θρησκεία δεν προσδιορίζει και την εθνοτική τους καταγωγή. Μια ελληνική περιοχή δεν μπορεί να εκτουρκιστεί απλά επειδή σε αυτήν κατοικούν μουσουλμάνοι. Η ηρωική δασκάλα Χαρά Νικοπούλου έδωσε μάχες στα ακριτικά χωρια της Δυτικής Θράκης, ούτως ώστε τα νεαρά βλαστάρια της μειονότητας να μην προσηλυτιστούν από τους πράκτορες του Τουρκικού Προξενείου Κομοτηνής. Σημαντική είναι η επιστολή του Πολιτιστικού Συλλόγου Πομάκων Ξάνθης, ημερομηνίας 17/03/2010, προς τον Πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου και την Υπουργό Παιδείας Α. Διαμαντοπούλου, με την οποία οι Πομάκοι ζητούν την ίδρυση δημόσιων, μη μειονοτικών σχολείων, για να μη διδάσκονται τα παιδιά τους την τουρκική, μια γλώσσα ξένη προς αυτούς. Επιπλέον, τα μειονοτικά σχολεία, με τον τρόπο που λειτουργούν, καλλιεργούν την ημιμάθεια και αποστερούν από τους μουσουλμάνους νέους τη δυνατότητα διεκδίκησης ίσων ευκαιριών με τους συνομήλικούς τους από την υπόλοιπη Ελλάδα. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που όλο και περισσότεροι μουσουλμάνοι απαξιώνουν τα μειονοτικά σχολεία και εγγράφονται στα δημόσια σχολεία ελληνικού κράτους.
– Εκλογή μειονοτικών βουλευτών
Περαιτέρω, η ABTTF αναφέρεται στον τρόπο εκλογής των μειονοτικών βουλευτών. Στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 1989 συμμετείχαν για πρώτη φορά ανεξάρτητοι μειονοτικοί συνασπισμοί, με αποτέλεσμα να εκλεγούν 2 μουσουλμάνοι βουλευτές. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους διεξήχθησαν εκ νέου εκλογές, αλλά αυτή τη φορά εξελέγη μόνο ένας μειονοτικός.
Με τον εκλογικό νόμο 1907/1990 αυξήθηκε το απαιτούμενο ποσοστό εισδοχής στη Βουλή των Ελλήνων σε 3%. Η ΑΒΤΤF θεωρεί ότι αυτό έγινε με σκοπό να αποκλειστούν οι ανεξάρτητοι μειονοτικοί βουλευτές. Φρονώ ότι η αύξηση του ποσοστού εισδοχής στη Βουλή ψηφίστηκε με σκοπό να αποκλειστούν τα μικρότερα κόμματα και σχηματισμοί γενικότερα και, παράλληλα, να ενισχυθεί ο δικομματισμός. Ο ισχυρισμός ότι ο ρηθείς νόμος αποσκοπούσε ειδικά στον εξοβελισμό των μειονοτικών ανεξάρτητων υποψηφίων, είναι τουλάχιστον ευήθης. Εξάλλου, οι μουσουλμάνοι της Θράκης διατηρούν το αναφαίρετο δικαίωμα του εκλέγεσθαι, απλά θα πρέπει να διεκδικούν την εκλογή τους μέσω πολιτικών κομμάτων ή ανεξάρτητων σχηματισμών, όπως και οι υποψήφιοι στην υπόλοιπη ελληνική επικράτεια, λαμβάνοντας ποσοστό 3% και άνω.
– Δικαστικές αποφάσεις
Εκτενής αναφορά γίνεται από την τουρκική οργάνωση σε διάφορες δικαστικές υποθέσεις ενώπιον ελληνικών δικαστηρίων, αλλά και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (εφεξής «ΕΔΑΔ»). Είναι γεγονός ότι το έλλειμμα στη μειονοτική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων ανέλαβε να καλύψει η ελληνική δικαιοσύνη, με τρόπο όχι και τόσο αποτελεσματικό. Εξ αυτού, μάλιστα, η Ελλάδα βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου και καταδικάστηκε σε αρκετές περιπτώσεις για δικαστικές αποφάσεις που δεν είχαν επαρκές νομικό υπόβαθρο, αλλά ενείχαν πολιτική χροιά.
Οι υποθέσεις Emin εναντίον Ελλάδας («Πολιτιστικός Σύλλογος Τούρκων Γυναικών Νομού Ροδόπης») και Bekir Ousta εναντίον Ελλάδας («Σύλλογος Νεολαίας Μειονότητας Νομού Έβρου»),που άχθησαν ενώπιον του ΕΔΑΔ, αφορούσαν τη μη παροχή άδειας από τα ελληνικά δικαστήρια για τη σύσταση σωματείου, καθώς η επωνυμία και οι σκοποί των προαναφερθέντων υπό σύσταση σωματείων θεωρήθηκαν από το Δικαστήριο ότι αντέκειντο στη δημόσια τάξη. Με το σκεπτικό ότι: «δεν μπορούσε να εκτιμηθεί αν οι αρχές του ήταν σύμφωνες με τις καθοδηγητικές αρχές του ελληνικού καθεστώτος», το Εφετείο Θράκης επεκύρωσε τη διάλυση του σωματείου υπό την επωνυμία «Τουρκική Ένωση Ξάνθης». Η απόφαση αυτή τέθηκε υπό κρίση στην υπόθεση Τουρκική Ένωση Ξάνθης («Τ.Ε.Ξ.») εναντίον Ελλάδας, επίσης ενώπιον του ΕΔΑΔ.
Οι ετυμηγορίες του ΕΔΑΔ και στις 3 ανωτέρω υποθέσεις αποτέλεσαν ισχυρό ράπισμα για την Ελλάδα. Να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το μειονοτικό ζήτημα (το οποίο δεν ήταν το επίδικο στις πιο πάνω υποθέσεις), αλλά περιορίστηκε στην εξέταση της πιθανής παραβίασης ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων των μελών των ρηθεισών οργανώσεων. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι και στις 3 περιπτώσεις υπήρξε παράβαση του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι. Απεφάνθη, ακόμη, ότι η επωνυμία και ο σκοπός ενός σωματείου δεν μπορούσαν να αποτελέσουν απειλή για τη δημόσια τάξη του κράτους, εφόσον δεν υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη που να υποδηλώνει ότι οι οντότητες αυτές προέκριναν την προσφυγή στη βία ή τη διενέργεια αποσταθεροποιητικών κατά του κράτους πράξεων. Εξάλλου, όπως τόνισε το Δικαστήριο, αν ένα νομικό πρόσωπο επιδιώξει σκοπό διαφορετικό απ’ αυτόν που αναφέρει το καταστατικό του ή αν ο σκοπός του μεταβληθεί έτσι ώστε να θέτει εν κινδύνω τη δημόσια τάξη του ελληνικού κράτους, τότε και μόνο το Πολυμελές Πρωτοδικείο μπορεί να διατάξει τη διάλυση ενός τέτοιου νομικού προσώπου, με βάση το άρθρο 105 του ελληνικού Αστικού Κώδικα. Αν δεν υπάρχουν πράξεις που να καταδεικνύουν τέτοιες προθέσεις, τότε η εφαρμογή του 105 ΑΚ ισοδυναμεί με τιμώρηση φρονήματος, κάτι που συνιστά έκδηλη αντινομία.
Εν ολίγοις, η μη παροχή άδειας στις πρώτες δύο περιπτώσεις και η διάλυση της Τ.Ε.Ξ. στην τρίτη περίπτωση, θεωρήθηκαν από το ΕΔΑΔ ως δυσανάλογα αυστηρά μέτρα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ήτοι την προστασία της δημόσιας τάξης. Εδώ ακριβώς διεφάνη η αδράνεια της ελληνικής κυβέρνησης και η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού για την κατάρτιση μιας ολοκληρωμένης μειονοτικής πολιτικής. Το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού των μειονοτικών δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Ούτε και οι απροκάλυπτες επεμβάσεις της Τουρκίας, η οποία προσπαθεί να προσεταιριστεί τους μουσουλμάνους της Θράκης. Στο λεπτό αυτό ζήτημα, η πιο σημαντική παράμετρος είναι η παιδεία. Αντιλαμβανόμενοι, διά της λήψεως ελληνικής παιδείας, οι μουσουλμανόπαιδες ότι δεν είναι Τούρκοι και εντασσόμενοι αρμονικά στην ελληνική κοινωνία, θα αγαπήσουν τη χώρα αυτή και δε θα έχουν «κρίσεις εθνικής ταυτότητας». Αν συνεχιστεί η γκετοποίησή τους από την κυβέρνηση, τότε θα καταστούν περισσότερο ευεπίφοροι στα κελεύσματα της Τουρκίας. Σε κάθε περίπτωση, θα υπάρχουν και μουσουλμάνοι που δε θα νιώσουν ποτέ Έλληνες και θα προβάλλουν τα περί τουρκικής καταγωγής και πολιτισμού. Ακόμα κι έτσι, όμως, κανένας δεν μπορεί να τους απαγορεύσει να πιστεύουν και να λένε ό,τι επιθυμούν, εφόσον δεν προβαίνουν ή αποπειρώνται να προβούν σε πράξεις που υποσκάπτουν την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας. Θα πρέπει να περιθωριοποιηθούν εμμέσως από την πλειοψηφία των μειονοτικών και την Πολιτεία, όχι να περιορίζονται οι ατομικές και συλλογικές ελευθερίες τους. Με αυτό τον τρόπο τους δίνονται αφορμές να διασαλπίζουν πανευρωπαϊκώς τα φληναφήματα περί «καταπίεσης των μουσουλμάνων της Δ. Θράκης» με επικύρωση, μάλιστα, από το ΕΔΑΔ.
Ο ρόλος του Τουρκικού Προξενείου Κομοτηνής
Όπως ανεφέρθη και πιο πάνω, η Τουρκία προσπαθεί να εγκολπωθεί τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης και να την εκτουρκίσει. Χρέη εντολοδόχου και αυτουργού ενεργειών που αποβλέπουν στην εκπλήρωση του στόχου αυτού εκτελεί το Τουρκικό Προξενείο Κομοτηνής. Με την «πλούσια» δράση του, το Προξενείο αποτελεί πυρήνα πρόκλησης συνεχούς αστάθειας στην περιοχή.
Κατ’ αρχάς, σημειώνουμε ότι οι αρμοδιότητες της προξενικής αρχής είναι περιορισμένες σε σχέση με εκείνες τις διπλωματικής αρχής. Η ύπαρξη τουρκικού προξενείου στην Κομοτηνή δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Στη Σύμβαση της Βιέννης περί των Προξενικών Σχέσεων (1963), άρθρο 5,καθορίζονται τα προξενικά καθήκοντα. Από τη διάταξη 5 της Σύμβασης συνάγεται ότι η προξενική αρχή περιορίζεται κυρίως στην προστασία των οικονομικών και εμπορικών συμφερόντων των υπηκόων του κράτους αποστολής. Είναι τουλάχιστον σκανδαλώδης η ύπαρξη τουρκικής προξενικής αρχής σε μια περιοχή όπου δεν υπάρχουν πολίτες της Τουρκικής Δημοκρατίας. Ακόμα κι αν θεωρούσαμε ότι όλοι οι μειονοτικοί ένιωθαν Τούρκοι, δε θα έπαυαν να φέρουν την ελληνική ιθαγένεια κι έτσι ούτε τότε θα δικαιολογούνταν ύπαρξη τουρκικού προξενείου στη Θράκη. Εκ των ανωτέρω, καθίσταται πρόδηλο ότι το Προξενείο βρίσκεται στην Κομοτηνή παράτυπα, αντικανονικά και κατά παράβαση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου. Βέβαια, για να εγκαθιδρυθεί προξενική αρχή θα πρέπει το κράτος υποδοχής να δώσει τη συγκατάθεσή του (Σύμβαση Βιέννης περί Προξενικών Σχέσεων, άρθρο 4§1). Το Προξενείο εγκαθιδρύθηκε το 1933, μετά από συμφωνία Ελλάδας-Τουρκίας για λειτουργία απλού προξενείου και το 1954 αναβαθμίστηκε σε Γενικό Προξενείο, που είναι η ανώτερη βαθμίδα στην ιεραρχία της προξενικής αρχής. Άρα, το Προξενείο δημιουργήθηκε με την άδεια της Ελλάδας, αρχικά, και αργότερα μετεξελίχθηκε με την ανοχή του ελληνικού κράτους, το οποίο αρνείται να προστατεύσει τους μουσουλμάνους πολίτες του.
Καθώς το Προξενείο συνεχίζει να προωθεί σκαιότατα την πολιτική της Τουρκίας στη Δυτική Θράκη και η επιρροή του στους μουσουλμάνους της περιοχής αυξάνεται, ιδρύθηκε το 2009 η πρωτοβουλία πολιτών «ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ-STOP» (http://proxeneio-stop.org/) . Η πρωτοβουλία έχει να επιδείξει πολυσχιδές έργο σχετικά με την ανάσχεση της προκλητικής παρέμβασης μια ξένης χώρας στη Θράκη, διά μέσου του παράνομου προξενείου της Κομοτηνής. Εφόσον το κράτος σιωπά και, σε ορισμένες περιπτώσεις, υποθάλπει τον εκτουρκισμό της μειονότητας, τότε απομένει οι συνειδητοί πολίτες να αναλάβουν δράση.
Επίλογος
Κάθε περίοδος της ελληνικής ιστορίας ήταν ταραγμένη και το έθνος μας αντιμετώπιζε προβλήματα. Δε θα επιχειρήσω να κρίνω ποια ιστορική περίοδος υπήρξε η πιο δύσκολη για τον Ελληνισμό γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν αδόκιμο, λαμβανομένων υπ’ όψιν των διαφορετικών περιστάσεων κάθε εποχής. Όσο δύσκολες, όμως, κι αν είναι οι συγκυρίες, δε θα πρέπει να γινόμαστε ριψάσπιδες και οσφυοκάπτες.
Η Δυτική Θράκη αντιμετωπίζει σοβαρότατο πρόβλημα, το οποίο, με την τωρινή «νεο-οθωμανική» ηγεσία της Τουρκίας, έχει επιδεινωθεί. Οι Τούρκοι επίσημοι μιλούν ανοικτά για «Τούρκους πολίτες» στη Θράκη, χωρίς καμιά αντίδραση από το ασθμαίνον ελληνικό κράτος. Είναι πρόδηλη η επιδίωξη της γείτονος να μετατρέψει τη μειονότητα της Θράκης σε όχημα για εξυπηρέτηση των συμφερόντων της στα Βαλκάνια (για τον ίδιο λόγο προσεταιρίζεται τους μουσουλμάνους των Σκοπίων, Αλβανίας, Κοσσυφοπεδίου, Βοσνίας-Ερζεγοβίνης). Κάτι ανάλογο έπραξε και στην Κύπρο με τη μουσουλμανική μειονότητα.
Είναι εναργές ότι η τουρκική εξωτερική πολιτική έχει πολλές συνισταμένες. Μία απ’ αυτές είναι και η δημιουργία ΜΚΟ που προωθούν την τουρκική προπαγάνδα σε διάφορα επίπεδα. Σε αυτό το πλαίσιο ανήκει και η ABTTF, η οποία δραστηριοποιείται κυρίως στην Ευρώπη, προωθώντας τα όσα ανωτέρω αναλύθηκαν.
Απέναντι σε αυτή την οργανωμένη επίθεση εναντίον του Ελληνισμού δεν αντιπαραβάλλεται μια πολυεπίπεδη εξωτερική πολιτική με στρατηγικές συμμαχίες και εκστρατείες διαφώτισης, παρά μόνο υποτονθορισμοί και μεμψιμοιρίες. Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να αναλαμβάνει δράση η κοινωνία των πολιτών. Αν απειλείται ένα σημείο του ελλαδικού χώρου, τότε μας αφορά όλους, γιατί η Τουρκία αντιλαμβάνεται τον Ελληνισμό ως ενιαίο σύνολο και δεν τον τεμαχίζει, όπως κάνουν ένιοι ημέτεροι τοπικιστές. Το θρακικό ζήτημα είναι πολύ λεπτό και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, ειδικά σε μια εποχή όπου αναφύονται όλο και περισσότερα αποσχιστικά κινήματα. Τα πρόσφατα γεγονότα στο Κοσσυφοπέδιο αποτελούν παράδειγμα για το πώς οργανώνονται και εκτελούνται αποσχιστικοί σχεδιασμοί. Επιβάλλεται να προστατεύσουμε τους Έλληνες μουσουλμάνους της Θράκης από τον τουρκικό ιμπεριαλισμό, να τους εντάξουμε πλήρως στην ελληνική κοινωνία και να μην τους καταστήσουμε παρίες στην ίδιά τους τη χώρα. Επιτακτική είναι και η αποχώρηση του παράνομου Τουρκικού Προξενείου Κομοτηνής, το οποίο έχει γίνει αίτιο πολλών προβλημάτων στην περιοχή. Κανένα κομμάτι του Ελληνισμού δεν είναι περιττό ούτε διατίθεται για πώληση. Οι ημέτεροι και ξένοι μεταπράτες θα συναντήσουν τη στερρά μας αντίδραση.