Πρόλογος
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ὁ διάβολος καί τά πονηρά πνεύματα;
Ὑπάρχουν στήν πραγματικότητα ἤ μήπως εἶναι δημιουργή-
ματα τῆς φαντασίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀνάγκης του
νά δικαιολογήσει τήν ὕπαρξη καί τήν ἐνέργεια τοῦ κακοῦ
στή ζωή του; Εἶναι ἀληθινές ὀντότητες, εἶναι πρόσωπα ἤ
προσωποποίηση τοῦ κακοῦ;
Δυστυχῶς, ἀρκετοί ἀδελφοί μας χριστιανοί, ἀπό ἄγνοια
ἤ ἐπιπολαιότητα, ἀμφιβάλλουν γιά τήν ὕπαρξη τῶν πο-
νηρῶν πνευμάτων. Ἡ Ἁγία Γραφή, ὅμως, μᾶς μιλάει ξε-
κάθαρα ὄχι μόνο γιά τήν ὕπαρξή τους, ἀλλά καί γιά τά
πονηρά τους ἔργα· ὄχι μόνο γιά τήν ἔκπτωσή τους ἀπό
τήν ἀγγελική τάξη, ἀλλά καί γιά τόν φθόνο καί τό μίσος
πού τρέφουν ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ διάβολος, μέ τήν πανουργία του, ὄχι μόνο ἔβγαλε
τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν παράδεισο, ἀλλά στή συνέχεια ἔκανε
καί κάνει τά πάντα γιά νά τόν κρατᾶ μακριά ἀπό τόν Θεό.
Ἔτσι, στόν μεταπτωτικό κόσμο τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανά-
του τά πονηρά πνεύματα ἐπινοοῦν ἀπίστευτα τεχνάσμα-
τα γιά νά παρασύρουν κάθε ἀνθρώπινη ψυχή στήν ἁμαρ-
τία, νά τήν ὑποδουλώσουν στά πάθη, νά τῆς στερήσουν τή
θεία βοήθεια. Στό ἔργο τους αὐτό χρησιμοποιοῦν ὡς δο-
λώματα τήν ἡδονή, τόν πλοῦτο καί τή δόξα. Στόχος τους
εἶναι νά σκοτίσουν τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, νά κυριαρχή-
σουν στούς λογισμούς του, νά ἐλέγξουν τίς ἐπιθυμίες του.
Ὁ ἄνθρωπος, ὡστόσο, δέν ἔμεινε ἀβοήθητος. Ὁ Χρι-
στός, λέει ἡ Γραφή, ἦρθε στόν κόσμο «γιά νά καταστρέψει
τά ἔργα τοῦ διαβόλου» (Α´ Ἰω. 3:8). Ἔτσι, ὅλοι ὅσοι Τόν
ἀκολούθησαν κι ἔγιναν μαθητές Του, πολέμησαν μέ τούς
ἀόρατους ἐχθρούς, τούς νίκησαν, μέ τή δύναμη τῆς θείας
χάριτος, καί στεφανώθηκαν ἀπό τόν Θεό.
Ἐξέχουσα θέση ἀνάμεσά τους κατέχουν οἱ πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας μας, πού κατέγραψαν τίς ἐμπειρίες τους ἀπό
τόν ἀόρατο αὐτό πόλεμο καί μᾶς παρέδωσαν πολύτιμες
συμβουλές γιά τό πῶς νά ἀντιμετωπίζουμε τίς ἐπιθέσεις
τῶν πονηρῶν πνευμάτων, πῶς νά ἀποφεύγουμε τίς πα-
γίδες τους καί πῶς νά θεραπευόμαστε ἀπό τά τραύματα
πού μᾶς προξενοῦν.
Ἕνας ἀπό τούς πατέρες αὐτούς εἶναι καί ὁ ἀββάς Κασ-
σιανός, πού σάν ἄστρο φωτεινό ἔλαμψε στό νοητό στερέ-
ωμα τῆς Ἐκκλησίας στά τέλη τοῦ 4ου καί στίς ἀρχές τοῦ
5ου αἰ. Μέ τίς σοφές διδαχές του, ἀπόσταγμα τῆς πνευ-
ματικῆς σοφίας τῶν ἀσκητῶν τῆς Ἀλεξανδρινῆς ἐρήμου,
φωτίζει μέχρι σήμερα τίς φιλόθεες ψυχές.
Στά στενά ὅρια τοῦ τεύχους αὐτοῦ θά προσπαθήσουμε
νά ἐκθέσουμε περιληπτικά τή διδασκαλία του γιά τά πο-
νηρά πνεύματα, πού περιλαμβάνεται στό ἔργο του «Συ-
νομιλίες μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐρήμου» (ἔκδ. τῆς Ἱερᾶς
Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα).
Ὁ ἀββάς Κασσιανός, μέσα ἀπό τίς «Συνομιλίες» του,
μᾶς λύνει πολλές ἀπορίες πού ἔχουν σχέση μέ τήν ὕπαρ-
ξη καί τή δραστηριότητα τῶν πονηρῶν πνευμάτων: Πότε
δημιουργήθηκαν, ποιά εἶναι ἡ φύση τους καί πόση ἡ δύνα-
μή τους, γιατί μισοῦν τούς ἀνθρώπους καί πῶς τούς πο-
λεμοῦν, τί εἶναι οἱ δαιμονισμένοι κ.ἄ.
Εἶναι πολύ σημαντικό νά γνωρίζουμε ποιοί εἶναι οἱ
ἐχθροί μας, ποιά ἡ τακτική καί ποιά τά ὅπλα τους. Για-
τί, ὅταν κανείς γνωρίζει τή δύναμη καί τίς συνήθειες τῶν
ἐχθρῶν του, τούς ἀντιμετωπίζει πιό ἀποτελεσματικά.
Στόν ἀγώνα μας αὐτόν ἄς παρακαλοῦμε ἀκατάπαυστα
τόν Κύριο νά μᾶς ἐνισχύει μέ τή χάρη Του, ὥστε, «νη-
φάλιοι καί ἄγρυπνοι» (Α´ Πέτρ. 5:8), νά ἀντιστεκόμα-
στε σθεναρά «στίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου» (Ἐφ. 6:11).
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Τά πονηρά πνεύματα
Δημιουργία Πρίν δημιουργήσει ὁ Θεός τόν ὁρατό κόσμο,
ἔπλασε τίς οὐράνιες πνευματικές
δυνάμεις, τούς ἁγίους ἀγγέλους. Οἱ οὐράνιες αὐτές
ὑπάρξεις γνώριζαν καί αἰσθάνονταν ὅτι ἔχουν δημιουργηθεῖ
ἀπό τό μηδέν, δηλαδή ἀπό τήν πλήρη ἀνυπαρξία,
καί ὅτι ἔχουν κληθεῖ νά συμμετάσχουν στή θεία δόξα
καί μακαριότητα ὄχι ἀπό κάποια ἀνάγκη τοῦ Δημιουργοῦ
ἀλλά ἀπό τήν ἀγάπη Του καί μόνο. Αὐτό τίς
παρακινοῦσε σέ ἀκατάπαυστη δοξολογία καί σέ διαρκή
ἔκφραση εὐχαριστίας καί εὐγνωμοσύνης.
Ἄγγελοι ἦταν καί οἱ δαίμονες πρίν ἀπό τήν πτώση
τους. Δέν δημιουργήθηκαν ἀπό τόν Θεό τέτοιοι πού
εἶναι τώρα,
γιατί ποτέ Ἐκεῖνος δέν δημιούργησε κάτι
κακό. Διαφορετικά θά Τοῦ ἐπιρρίπταμε τή μομφή ὅτι
εἶναι ὁ δημιουργός καί ἐφευρέτης τοῦ κακοῦ!
Ἡ πτώση τοῦ Ἑωσφόρου Ὁ Ἑωσφόρος ἦταν μιά
ἐξέχουσα ἀγγελική μορφή,
προικισμένη μέ πολλά χαρίσματα ἀπό τόν Δημιουργό,
καί ἀστραποβολοῦσε περισσότερο ἀπ’ ὅλες τίς ἄλλες
οὐράνιες δυνάμεις. Πίστεψε, ὅμως, ὅτι τό μεγαλεῖο τῆς
σοφίας καί ἡ ὀμορφιά τῶν ἀρετῶν, μέ τά ὁποῖα ἦταν
καταστολισμένος, δέν τά εἶχε λάβει ἀπό τόν Θεό, ἀλλά
ἀπό τή δύναμη τῆς δικῆς του φύσεως. Γι᾿ αὐτό, γεμάτος
ἀλαζονεία, θεώρησε τόν ἑαυτό του ὅμοιο μέ τόν Θεό
καί σκέφτηκε ὅτι μποροῦσε ἀπό μόνος του νά φτάσει
στήν αἰώνια μακαριότητα. Καί μόνο αὐτή του ἡ σκέψη
τόν ὁδήγησε στήν πτώση. Ἔπεσε ἀπό τόν οὐρανό σάν
ἀστραπή καί ἔγινε ἀσταθής καί σκοτεινός. Ἀπομακρύνθηκε
ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία, καθώς πίστευε,
δέν εἶχε ἀνάγκη.
Ἐνῶ πίστευε ὅτι μποροῦσε νά σφετεριστεῖ τή δόξα
τοῦ Θεοῦ μέ τή δύναμη τῆς ἐλευθερίας του καί μέ τήν
προσωπική του ἱκανότητα, ἔχασε τελικά ὅ,τι εἶχε λάβει
ὡς δωρεά ἀπό τόν Δημιουργό. Ὁ Ἑωσφόρος, λοιπόν,
γκρεμίστηκε ἀπό τόν οὐρανό ἀποκλειστικά καί μόνο
ἐξαιτίας τοῦ πάθους τῆς ὑπερηφάνειας.
Δεύτερο ἦρθε τό πάθος τοῦ φθόνου. Σ᾿ αὐτό τό ἁμάρτημα
ἔπεσε ὅταν εἶδε τή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου. Τότε
εἶχε ἀκόμα τή δυνατότητα νά σηκωθεῖ! Ὁ φθόνος του,
ὅμως, τόν ἔσπρωξε νά ἐξαπατήσει τόν πρωτόπλαστο μέ
τά τεχνάσματά του. Ἔβλεπε ὅτι ὁ ἄνθρωπος, πού μόλις
εἶχε πλαστεῖ ἀπό τό χῶμα τῆς γῆς, δεχόταν τήν κλήση
γιά μιά δόξα ἴδια μ᾿ αὐτήν πού ἐκεῖνος ἀπολάμβανε, ὡς
ἄρχοντας τῶν ἀγγέλων, πρίν ἀπό τήν πτώση του. Ἐξαιτίας
τῆς δεύτερης αὐτῆς ἁμαρτίας του, ἡ δίκαιη ἀπόφαση
τοῦ Θεοῦ τόν γκρέμισε ὁριστικά. Ἀπό τό κεντρί, λοιπόν,
τῆς ζήλειας καταστράφηκε ὁ ἴδιος, ὁ πρῶτος δημιουργός
καί «ἄρχοντας τοῦ κακοῦ», παρασύροντας μαζί
του καί ἄλλους στόν θάνατο (βλ. Σοφ. Σολ. 2:24). Τελικά,
ὁ διάβολος εἶναι δολοφόνος τοῦ ἑαυτοῦ του.
Φύση-ἀνίατη διαφθορά Οἱ δαίμονες εἶναι πνεύματα,
ἔχουν δηλαδή φύση πνευματική.
Ὑπάρχουν, βέβαια, καί ἄλλες πνευματικές φύσεις,
ὅπως εἶναι οἱ ἄγγελοι, ἡ ψυχή μας ἤ κι αὐτός ἀκόμα ὁ
ἀέρας. Οἱ φύσεις αὐτές, ὡστόσο, δέν εἶναι τελείως ἀσώματες.
Ὅλες τους ἔχουν σῶμα, μέ τό ὁποῖο ὑπάρχουν,
ἄν καί αὐτό εἶναι πνευματικό καί πολύ λεπτότερο ἀπό
τό δικό μας, καθώς μαρτυρεῖ ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου:
«Ὑπάρχουν σώματα ἐπουράνια καί σώματα ἐπίγεια»
(Α΄ Κορ. 15:40). Ἀπ᾿ αὐτό συμπεραίνουμε ὅτι τίποτα
δέν εἶναι τελείως ἀσώματο, παρά μόνο ὁ Θεός.
Οἱ δαίμονες, λοιπόν, εἶναι ἐλεύθεροι ἀπό τό φορτίο
τῆς δικῆς μας σάρκας, γι᾿ αὐτό καί δέν ἐμποδίζονται
νά ἐκπληρώνουν ἄμεσα κάθε ἐπιθυμία τους. Ὅσο τό
πνεῦμα τους εἶναι ταχύ στό νά ἀντιλαμβάνεται, τόσο
καί ἡ οὐσία τους εἶναι εὐκίνητη καί ἐλεύθερη στό νά
ἐνεργεῖ. Ἀλλά αὐτή ἡ εὐκολία, νά ἐκπληρώνονται δηλαδή
ἀκαριαῖα τά θελήματά τους, δέν ἀφήνει στή σκέψη
τους τό περιθώριο νά παρέμβει καί νά διορθώσει τό
κακό, πού φωλιάζει μέσα στόν νοῦ τους.
Ἐπιπλέον, μήν ἔχοντας τό βάρος τῆς σάρκας, δέν
ἔχουν κάτι πού νά δικαιολογεῖ τήν κακία τους. Γιατί
αὐτή ἡ κακία δέν προκαλεῖται, ὅπως σ᾿ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους,
ἀπό ἐξωτερικούς παράγοντες, ἀλλά ἀποκλειστικά
καί μόνο ἀπό τή διεστραμμένη θέλησή τους. Ἡ ἁμαρτία
τους, λοιπόν, εἶναι ἀσυγχώρητη καί ἡ πονηρία
τους ἀθεράπευτη.
Ἔτσι, δέν ὑπάρχει γι᾿ αὐτούς καμιά ἐπιείκεια,
ἀλλά οὔτε καί πιθανότητα νά μετανοήσουν.
Ἀριθμός-μορφή Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τῆς Ἁγίας
Γραφῆς, δέν ἦταν μόνο ὁ Ἑωσφόρος
πού ξέπεσε ἀπό τήν κορυφή τῆς μακαριότητας. Ὁ ἀπόστολος
Ἰούδας λέει: «Θυμηθεῖτε τούς ἀγγέλους πού δέν
ἔμειναν πιστοί στό ἀξίωμά τους, ἀλλά ἐγκατέλειψαν
τήν οὐράνια κατοικία τους. Ὁ Κύριος τούς ἔχει φυλακίσει
στό σκοτάδι μέ αἰώνια δεσμά, γιά νά δικαστοῦν
τή μεγάλη ἡμέρα τῆς κρίσεως» (Ἰούδα 6).
Τό πλῆθος τῶν κακῶν πνευμάτων εἶναι ἀναρίθμητο.
Ἡ θεία πρόνοια, ὅμως, ἔχει ἔτσι οἰκονομήσει τά πράγματα,
ὥστε νά διαφεύγουν αὐτά τά πνεύματα ἀπό τά
βλέμματα τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι τρομερή ἡ ἐπιθετικότητά
τους καί φρικαλέες οἱ μορφές πού κάθε φορά παίρνουν.
Ἡ θέα τους θά ἔφερνε ἀσφαλῶς μεγάλη ταραχή
στούς ἀνθρώπους καί θά τούς ἔκανε νά λιποθυμήσουν
ἀπό τόν φόβο τους. Τά ἀνθρώπινα μάτια δέν εἶναι δυνατό
ν’ ἀντέξουν τέτοιο θέαμα.
Τάξεις-ὀνόματα Ἀπό τόν συνολικό ἀριθμό τῶν οὐρανίων
δυνάμεων πού ἔπεσαν, πολλές
βρίσκονταν πρίν ἀπό τήν πτώση τους στίς ἀνώτερες
βαθμίδες. Ἦταν ἄρχοντες τῶν ἀγγέλων. Ἀπό τό γεγονός
αὐτό μποροῦμε νά ἐξηγήσουμε καί τήν ποικιλία πού
χαρακτηρίζει τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ. Πολλές διατήρησαν
τίς διαφορές τῆς τάξεως πού ὑπῆρχαν ἀνάμεσά
τους, κατά μίμηση τῶν ἁγίων ἀγγελικῶν δυνάμεων, καί
πῆραν ἀξιώματα καί ὀνόματα ἀνάλογα μέ τόν βαθμό
τῆς κακίας τους καί τῆς διαστροφῆς τους.
Ὑπάρχουν, λοιπόν, πολλά εἴδη δαιμόνων. Ἡ Ἁγία
Γραφή ἀναφέρει ὅτι ὑπάρχουν «δαιμόνια νυκτερινά»,
«δαιμόνια τῆς ἡμέρας» καί «δαιμόνια μεσημβρινά»
(βλ. Ψαλμ. 90:5-6). Ἐπίσης τά χαρακτηρίζει μέ ὀνόματα
φαρμακερῶν φιδιῶν καί αἱμοβόρων ζώων, ὅπως
«ἀσπίδα», «βασιλίσκο», «λιοντάρι», «δράκοντα
» (βλ.
Ψαλμ. 90:13). Οἱ εὐαγγελιστές, ἐξάλλου, μιλᾶνε γιά «φίδια
» καί «σκορπιούς» (Λουκ. 10:19), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος
ἀποκαλεῖ τούς δαίμονες «κοσμοκράτορες τοῦ σκότους»
(Ἐφ. 6:12). Ὅλα αὐτά τά ὀνόματα τῶν ἄγριων θηρίων,
πού γιά μᾶς εἶναι λίγο-πολύ ἐπικίνδυνα, δέν δόθηκαν τυχαῖα.
Χρησιμοποιοῦνται
ἀπό τήν Ἁγία Γραφή γιά νά τονιστεῖ
ὁ ἰδιαίτερος χαρακτήρας τῆς ἀγριότητας τῶν δαιμόνων,
καθώς καί ἡ δηλητηριώδης κακία τους. Κάποιοι,
γιά παράδειγμα, προκαλοῦν ἐφιάλτες στούς ἀνθρώπους
κατά τίς νύχτες. Ἄλλοι, πιό ἄγριοι καί ἐπιθετικοί, βασανίζουν
φρικτά αὐτούς πού κατακυριεύουν, ὅπως συνέβη
μέ τούς δαιμονισμένους τῶν Γεργεσηνῶν. Ἄλλοι, ὅμοιοί
τους, χαίρονται μέ τούς πολέμους καί τίς αἱματοχυσίες.
Κάποια πονηρά πνεύματα ὀνομάζονται ἀκόμη «ἀρ-
χές» καί «ἐξουσίες» (Ἐφ. 6:12). Κι αὐτό, γιατί ἔχουν
κάτω ἀπό τίς διαταγές τους ἄλλα πνεύματα κατώτερης
βαθμίδας, ἤ γιατί ἀσκοῦν τήν ἐξουσία τους πάνω
σέ διάφορους λαούς, πού τούς μοιάζουν ὡς πρός τή διαστροφή
καί δημιουργοῦν μαζί τους στενούς δεσμούς
ἐξυπηρέτησης. Γίνονται, λοιπόν, καί «ἄρχοντες» ἐθνῶν.
Εἶναι, ὡστόσο, βέβαιο πώς οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ
τρέφουν καί μεταξύ τους ἐχθρότητα, ἀνάλογη μ’ ἐκείνη
πού τρέφουν γιά τούς ἀνθρώπους. Ἀπ’ αὐτό, λοιπόν,
φαίνεται καθαρά ὅτι οἱ ἀνταγωνισμοί, τά ἀδιάλλακτα
μίση καί οἱ πολεμικές συρράξεις μεταξύ τῶν λαῶν ὑποκινοῦνται
ἀπό τίς δυνάμεις αὐτές τοῦ κακοῦ. Κάθε μιά
ἀπ’ αὐτές τίς δυνάμεις διακατέχεται, πρός ὄφελος τοῦ
λαοῦ πού προστατεύει, ἀπό φθόνο γιά τήν πνευματικά
ἀντίπαλη δύναμη τοῦ κακοῦ, ἡ ὁποία ὑπερασπίζεται
τόν ἐχθρικό λαό. Ἔτσι, δέν εἶναι ποτέ δυνατό νά
ὑπάρχει ὁμόνοια μεταξύ τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους.
Γνώση-πρόγνωση Τά πονηρά πνεύματα δέν γνωρίζουν
τή φύση τῆς ψυχῆς μας οὔτε
μποροῦν νά εἰσχωρήσουν μέσα της. Μποροῦν, ὅμως, νά
διακρίνουν ποιά εἶναι ἡ κατάστασή της ἀπό τά ἔργα
μας, τά λόγια μας, τίς ἐνέργειές μας, τίς κλίσεις μας.
Τίς σκέψεις, πού δέν ἔχουν βγεῖ ποτέ ἀπό τά βάθη τῆς
ψυχῆς μας, εἶναι ἀδύνατο νά τίς ἀντιληφθοῦν. Ἀκόμα
καί τούς πονηρούς λογισμούς, πού οἱ ἴδιοι μᾶς ὑποβάλλουν,
δέν γνωρίζουν ἄν τούς ἀποδεχθήκαμε ἤ ὄχι. Μποροῦν
μόνο νά τό συμπεράνουν, παρατηρώντας προσεκτικά
ὁρισμένες ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις ἤ σωματικές κινήσεις
μας. Μᾶς προσβάλλουν, γιά παράδειγμα, μέ λογισμούς
θυμοῦ καί ὀργῆς. Ἄν ἡ προσβολή τους πλήξει
τήν καρδιά μας, τό διακρίνουν ἀπό μιά σιωπηλή ταραχή,
ἀπό ἕναν ἀγανακτισμένο ἀναστεναγμό, ἀπό τή σύσπαση,
τή χλωμάδα ἤ τό κοκκίνισμα τοῦ προσώπου
μας. Αὐτά εἶναι τά μέσα, μέ τά ὁποῖα ἡ λεπτή νοημοσύνη
τους διακρίνει ποιός ἄνθρωπος ἔχει παραδοθεῖ σ’
ἕνα πάθος καί σέ ποιό ἀκριβῶς πάθος. Καί δέν εἶναι
παράδοξο αὐτό, ἐφόσον τήν ἴδια δυνατότητα μπορεῖ νά
ἔχει κι ἕνας ἔξυπνος ἄνθρωπος. Βλέποντας, δηλαδή, τήν
ἐξωτερική ἐμφάνιση ἤ συμπεριφορά κάποιου συνανθρώπου
του, μπορεῖ νά συμπεράνει μέ ἀκρίβεια τήν
ἐσωτερική του κατάσταση! Πόσο, λοιπόν, περισσότερο
θά μποροῦν νά τό κάνουν αὐτό οἱ δαίμονες, οἱ ὁποῖοι
ὡς πνεύματα εἶναι πολύ πιό εὐαίσθητοι καί πολύ πιό
ὀξυδερκεῖς ἀπό τούς ἀνθρώπους;
Δύναμη Ἀπό τή δική μας ἐμπειρία, ἀλλά καί ἀπό τίς
διηγήσεις τῶν Γερόντων, βλέπουμε ὅτι οἱ δαίμονες
δέν ἔχουν σήμερα τήν ἴδια δύναμη πού εἶχαν
ἄλλοτε,
ὅταν ξεσποῦσαν μέ ἀγριότητα ἐναντίον τῶν παλαιῶν
ἐρημιτῶν καί κοινοβιατῶν πατέρων. Τώρα δέν
μᾶς ἀντιμάχονται φανερά, παίρνοντας φρικιαστικές
μορφές, ἀλλά μᾶς ἐπιτίθενται ἀόρατα καί μᾶς προξενοῦν
μεγαλύτερη ζημιά. Πρέπει, ὡστόσο, νά γνωρίζουμε
ὅτι δέν ἔχουν ὅλοι οἱ δαίμονες οὔτε τήν ἴδια δύναμη
οὔτε τήν ἴδια ἀγριότητα οὔτε καί τήν ἴδια κακία.
Οἱ ἀρχάριοι καί ἀδύναμοι ἄνθρωποι πολεμοῦνται
ἀπό τούς πιό ἀδύναμους δαίμονες. Ὅταν, ὅμως, οἱ
ἀθλητές τοῦ Χριστοῦ θριαμβεύσουν ἐναντίον τῶν πρώτων
αὐτῶν ἀντιπάλων τους, θά βρεθοῦν σταδιακά ἀντιμέτωποι
μέ πιό σκληρές ἐχθρικές δυνάμεις.
Ὁ Χριστός, πάντως, ὡς ὁ πιό ἐπιεικής διαιτητής καί
ἐπόπτης αὐτῶν τῶν ἀγώνων, συγκρατεῖ τήν ἰσορροπία
ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς καί τούς ἀντιπάλους μας, ἀναχαιτίζει
τήν ὑπερβολική ὁρμή τῶν ἐχθρικῶν ἐφόδων τους καί,
ἐπιπλέον, «μαζί μέ τόν πειρασμό» μᾶς χαρίζει «καί τή
δύναμη, ὥστε νά μπορέσουμε νά τόν ἀντιμετωπίσουμε
νικηφόρα καί ὁριστικά» (πρβλ. Α΄ Κορ. 10:13). Ἄν δέν
εἴχαμε αὐτή τή θεϊκή βοήθεια, τότε ἀσφαλῶς οἱ δαίμονες
θά μᾶς καταπόντιζαν.
Τά πονηρά πνεύματα, βέβαια, μᾶς ὑποκινοῦν στό
κακό, ἀλλά δέν μᾶς ἐξαναγκάζουν καί νά τό πράξουμε.
Ἄν μποροῦσαν νά μᾶς ἐξαναγκάσουν, τότε δέν θά
ὑπῆρχε ἄνθρωπος πού νά μήν ἁμάρτανε μέ κάθε εἴδους
ἁμαρτία. Ἀλλά, ὅπως αὐτοί ἔχουν τή δυνατότητα νά μᾶς
βάζουν σέ πειρασμούς, ἔτσι κι ἐμεῖς ἔχουμε τή δύναμη
καί τήν ἐλευθερία νά μήν τούς δεχόμαστε. Εἶναι, λοιπόν,
ἀπόλυτα σίγουρο ὅτι οἱ δαίμονες δέν ἔχουν καμιά
δύναμη πάνω μας, παρά μόνο ὅταν τούς παραδώσουμε
τό θέλημά μας.
Ἐπίσης, τά πονηρά πνεύματα δέν ἔχουν τήν ἐλευθερία
νά κάνουν τό κακό ἀπεριόριστα καί σέ ὁποιονδήποτε
θελήσουν. Ἡ περίπτωση τοῦ Ἰώβ εἶναι μιά ὁλοφάνερη
ἀπόδειξη: Ὁ ἐχθρός δέν τόλμησε νά πειράξει τόν Ἰώβ
περισσότερο ἀπ’ ὅσο τοῦ ἐπέτρεψε ἡ θεία οἰκονομία.
Τό ἴδιο ἐπιβεβαιώνεται καί μέ ὅσα ἔλεγαν οἱ δαίμονες
στόν Χριστό, ὅταν Ἐκεῖνος τούς ἔδιωχνε ἀπό τόν δαιμονισμένο
τῶν Γεργεσηνῶν: «Ἄν εἶναι νά μᾶς διώξεις,
ἄφησέ μας νά πᾶμε στό κοπάδι τῶν χοίρων» (Ματθ.
8:31). Ἀφοῦ λοιπόν τότε, χωρίς τή θεία παραχώρηση, δέν
μποροῦσαν νά εἰσέλθουν οὔτε στούς βρωμερούς χοίρους,
πῶς νά πιστέψουμε ὅτι μποροῦν νά μποῦν μέ τή θέλησή
τους σ’ ἕναν ἄνθρωπο, πλασμένο «κατ᾽ εἰκόνα» Θεοῦ;
Γι’ αὐτό ὁ ἀπόστολος μᾶς προτρέπει: «Ἀντισταθεῖτε
στόν διάβολο, κι αὐτός θά φύγει μακριά σας» (Ἰακ. 4:7).
Eἴδη-συνεργασία Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι κάθε δαίμονας
ἀσχολεῖται μέ κάποιο συγκεκριμένο
πάθος, πού φροντίζει πρῶτα νά τό σπέρνει στήν
καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί μετά νά τό καλλιεργεῖ. Μερικοί
δαίμονες ἀσχολοῦνται μέ τά πάθη τῆς ἀκολασίας,
ἐνῶ ἄλλοι
μέ τό πάθος τῆς βλασφημίας. Ἄλλοι ξεσηκώ-
νουν τήν ὀργή
καί τόν θυμό. Ἄλλοι βυθίζουν τόν ἄνθρωπο
στή λύπη
καί ἄλλοι τοῦ προκαλοῦν κενοδοξία καί
ὑπερηφάνεια. Ὁ καθένας τους πασχίζει νά αἰχμαλωτίσει
τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου μέ τό πάθος πού ἱκανοποιεῖ
αὐτόν τόν ἴδιο. Ὡστόσο, δέν χύνουν ὅλοι ταυτόχρονα τά
δηλητήριά τους, ἀλλά ἕνας-ἕνας ξεχωριστά καί ἀνάλογα
μέ τό πόσο, ποῦ καί πῶς θά τούς τό ἐπιτρέψουν οἱ διαθέσεις
καί ἡ ἄμυνα τοῦ ἀνθρώπου. Δέν συμβαίνει, γιά
παράδειγμα, ἕνας ἄνθρωπος νά παρακινεῖται σέ ἀνόητα
καί αἰσχρά γέλια, ἐνῶ ταυτόχρονα νά βυθίζεται καί νά
κατατρώγεται ἀπό τή λύπη. Ἑπομένως, ὑπάρχει κάποια
συνεργασία μεταξύ τῶν δαιμόνων, ἄν καί, ὡς ἀκατάστατοι
καί ἀσύνετοι πού εἶναι, δέν μποροῦν νά τηρήσουν
ἀνάμεσά τους πειθαρχία καί τάξη. Ἀναγκάζονται, ὅμως,
νά συνεργαστοῦν μόνο καί μόνο γιά νά συντονίσουν τίς
ἐπιθέσεις τους σέ μιά ψυχή, ὥστε σταδιακά καί διαδοχικά
νά τήν καταβάλουν. Μόλις νικηθεῖ, δηλαδή, ὁ ἕνας
δαίμονας καί ἀναγκαστεῖ νά ὑποχωρήσει, τότε παραχωρεῖ
τή θέση του σέ κάποιον ἄλλον, πού θά ἐπιτεθεῖ πιό
βίαια. Ἄν ὁ δεύτερος αὐτός δαίμονας θριαμβεύσει, τότε
θά παραδώσει τήν ψυχή σ’ ἕναν τρίτο, κ.ο.κ.
Πάλη Ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων δέν εἶναι καθόλου
εὔκολος γιά τούς δαίμονες. Νιώθουν μέσα
στή μάχη θλίψη καί ἀνησυχία, κυρίως ὅταν καταπιάνονται
μέ πιό ἰσχυρούς ἀντιπάλους, δηλαδή μέ τούς ἁγίους
καί τούς τέλειους χριστιανούς. Διαφορετικά, δέν θά
ἔπρεπε νά μιλᾶμε γιά μάχη καί ἀγώνα ἀνάμεσα σ’ ἐμᾶς
καί τούς δαίμονες, ἀλλά γιά ἐξόντωση καί πανωλεθρίαμας,
ἀφοῦ αὐτοί ἄκοπα καί ἀκίνδυνα θά μᾶς κατέστρεφαν
ἀκαριαῖα καί ὁλοκληρωτικά. Καί ἀπό τίς δυό πλευρές,
λοιπόν, ὑπάρχει ἀνησυχία. Καί στίς δυό
πλευρές ἡ
ἧττα εἶναι ὀδυνηρή καί προκαλεῖ σύγχυση, ἐνῶ ἡ νίκη
γεννᾶ τή χαρά. Ἔτσι, ἄν μερικές φορές μᾶς κατατρο-
πώνουν, ἐμεῖς μέ τή σειρά μας μποροῦμε νά τούς τό
ἀνταποδώσουμε.
Πειρασμοί Πρέπει νά πιστεύουμε ἀκράδαντα ὅτι κανείς
δέν πειράζεται ἀπό τούς δαίμονες χωρίς
τήν παραχώρηση τοῦ Θεοῦ καί, ἐπιπλέον, ὅτι καθετί,
τό ὁποῖο πρός στιγμήν μᾶς φαίνεται θλιβερό ἤ δυσάρεστο,
μᾶς ἔχει σταλεῖ ἀπό ἕναν στοργικό Πατέρα, ἀπό
ἕναν σπλαχνικό Γιατρό. Κι αὐτό, ἀποκλειστικά καί μόνο
γιά τήν ὠφέλειά μας. Ἔτσι, οἱ πειρασμοί συμβαίνουν
στούς ἀνθρώπους: α) γιά νά δοκιμαστοῦν, ὥστε νά λάμψει
ἡ ἀρετή τους, ὅπως συνέβη μέ τούς πειρασμούς τοῦ
Ἀβραάμ, τοῦ Ἰώβ καί πολλῶν ἄλλων δικαίων· β) γιά νά
καθαριστοῦν ἀπ’ ὅλα τά στίγματα τῶν ἁμαρτιῶν τους
ἤ, ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ἀπ’ ὅλες τίς σκουριές
πού ὁ Θεός βλέπει ὅτι ὑπάρχουν μέσα στό βάθος τῆς
ψυχῆς τῶν παιδιῶν του (βλ. Ἡσ. 1:25), ὥστε τήν ἡμέρα
τῆς Κρίσεως νά ἐμφανιστοῦν μπροστά Του σάν καθαρό
χρυσάφι· γ) γιά νά τιμωρηθοῦν παιδαγωγικά
ἐξαιτίας
τῶν ἁμαρτιῶν τους, ὅπως διαβάζουμε στούς Ψαλμούς:
«Πολλές εἶναι οἱ συμφορές, μέ τίς ὁποῖες μαστιγώνει ὁ
Κύριος τόν ἁμαρτωλό» (Ψαλμ. 31:10).
Ἀντιμετώπιση Γιά τήν ἀντιμετώπιση κάθε πειρασμοῦ
καί κάθε δαιμονικῆς ἐπιθέσεως ἄς χρησιμοποιοῦμε
τήν προσευχή, καταφεύγοντας στήν προστασία
τοῦ Θεοῦ. Πολύ δυνατή καί ἀποτελεσματική
εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη ἐπίκληση: «Ὁ Θεὸς εἰς τὴν βοήθει-
άν μου πρόσχες· Κύριε, εἰς τὸ βοηθῆσαί μοι σπεῦσον»
(Ψαλμ. 69:2). Αὐτή ἡ σύντομη προσευχή εἶναι ἕνα ἀπόρθητο
τεῖχος. Στή μάχη μέ τούς ἀόρατους ἐχθρούς μας
ἄς χρησιμοποιοῦμε καί τά πνευματικά ὅπλα, τά ὁποῖα
μᾶς προτείνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: τήν πίστη σάν ἀσπίδα,
τήν ἀγάπη σάν θώρακα, τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας
σάν περικεφαλαία καί τόν λόγο τοῦ Θεοῦ σάν ξίφος (βλ.
Ἐφ. 6:16-17. Α΄ Θεσ. 5:8). Ἐπίσης, ἄς μελετᾶμε συνεχῶς
τίς Ἅγιες Γραφές· ἄς ταπεινώνουμε μέ τήν ἄσκηση τό
σῶμα, κάνοντας μέ προθυμία ἀγρυπνίες καί νηστεῖες,
ὥστε ὁ λογισμός μας νά περιφρονεῖ τά γήινα καί νά
ἀσχολεῖται μέ τά οὐράνια.
Πλάνες Συνήθως ὁ διάβολος ἐξαπολύει τίς ἐπιθέσεις του
μέ πολλή πανουργία. Ἀποπειράθηκε, μάλιστα,
νά πλανήσει ἀκόμα καί τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Χριστό,
χρησιμοποιώντας
χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά δίνοντάς
τους κακόβουλη ἑρμηνεία (βλ. Ματθ. 4:1-10). Διέστρεψε,
δηλαδή, τόν τέλειο λόγο τῆς Γραφῆς, δίνοντάς
του ἔννοια ἐντελῶς ἀντίθετη ἀπό τήν πραγματική.
Ὡς πλαστογράφος, λοιπόν, ὁ διάβολος μᾶς ἀπατᾶ
μέ κάλπικα νομίσματα. Μᾶς σπρώχνει, γιά παράδειγμα,
σέ ὑπερβολικές νηστεῖες ἤ σέ μακρές ἀγρυπνίες ἤ
σέ ὑπέρμετρες προσευχές ἤ σέ ἀκατάλληλη γιά τά μέτρα
μας ἀνάγνωση. Ἔτσι, μέ τό ἐξωτερικό σχῆμα τῆς
ἀρετῆς μᾶς ὁδηγεῖ στήν κακία. Ὅλα αὐτά τά ἔργα εἶναι
κίβδηλα καί ἀντίθετα πρός τό ἔργο τῆς σωτηρίας μας.
Κι ἐνῶ στήν ἀρχή μᾶς φαίνονται ὠφέλιμα, στή συνέχεια
μᾶς προκαλοῦν τέτοια ζημιά, πού δέν ἀντισταθμίζεται
μέ τίποτα.
Σέ κάποιον μοναχό ἐμφανιζόταν γιά ἀρκετό διάστημα
ἕνας δαίμονας σάν ἄγγελος φωτεινός. Σέ κάθε ἐπίσκεψή
του τό κελί φωτιζόταν, χωρίς νά ὑπάρχει ἀναμμένο
λυχνάρι. Πλανήθηκε, λοιπόν, ὁ μοναχός ἀπό τίς
ἀναρίθμητες ἐμφανίσεις τοῦ δαίμονα καί πίστεψε ὅτι
αὐτός ἦταν ἅγιος ἄγγελος. Στό τέλος, ὁ διάβολος τόν
διέταξε νά προσφέρει ὡς θυσία στόν Θεό τόν γιό του,
ὁ ὁποῖος ζοῦσε μαζί του στό μοναστήρι, μέ τήν ὑπόσχεση
ὅτι ἔτσι θά ἀποκτοῦσε τήν ἴδια ἀξία μέ τόν Ἀβραάμ.
Εἶχε τόσο δελεασθεῖ ὁ μοναχός ἀπό τό ἐπιχείρημα τοῦ
διαβόλου, πού, πράγματι, ἦταν ἕτοιμος νά κάνει φόνο.
Ὁ γιός του, ὅμως, κατάλαβε ἔγκαιρα τά σχέδια τοῦ πατέρα
του καί πρόλαβε νά δραπετεύσει.
Δαιμονισμός Ἕνα πνεῦμα, ὅπως εἶναι ὁ διάβολος,
μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ μιά πυκνή καί συμπαγή
ὕλη, ὅπως εἶναι τό σῶμα μας. Δέν μπορεῖ, ὅμως,
κατά τόν ἴδιο τρόπο νά ἑνωθεῖ καί μέ τήν ψυχή μας –πού
κι αὐτή εἶναι πνεῦμα–, καί μάλιστα νά τήν κάνει ὑποχείριά
του. Αὐτό τό βλέπουμε στούς δαιμονισμένους: Tά
πονηρά πνεύματα δέν διεισδύουν στήν οὐσία τῆς ψυχῆς
τους. Ὄχι! Κυριεύουν μόνο τά μέλη τοῦ σώματος, ὅπου
ἑδράζεται ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς τους, καί, πιέζοντάς τα
ἀφόρητα, πνίγουν στά σκοτάδια τή νοητική τους δύναμη.
Παρόμοια συμπτώματα παραφροσύνης προκαλοῦν,
γιά παράδειγμα, ἡ ὑπερβολική κατανάλωση κρασιοῦ, ὁ
ὑψηλός πυρετός, τό δριμύ ψύχος καί ἄλλοι ἐξωτερικοί
παράγοντες, πού ἐξουθενώνουν τό σῶμα μας.
Γι’ αὐτούς τούς ἀνθρώπους ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει
ὅτι παραδίνονται γιά λίγο στόν σατανά, «γιά νά τιμωρηθεῖ
σκληρά τό σῶμα τους, ὥστε νά σωθεῖ ἔτσι ἡ
ψυχή τους κατά τήν ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ
Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ» (πρβλ. Α΄ Κορ. 5:5).
Πολύ πιό σοβαρή καί φοβερή, ὅμως, εἶναι ἡ κατάληψη
αὐτῶν πού, ἐνῶ εἶναι ἐλεύθεροι σωματικά, ὑφίστανται
μιά κατοχή πιό ὀλέθρια: Εἶναι ψυχικά ὑποδουλωμένοι
στόν διάβολο, αἰχμάλωτοι τῶν παθῶν καί τῶν
δαιμονικῶν ἡδονῶν. Ἡ συμφορά αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων
εἶναι πολύ ἀπελπιστική, ἐπειδή, ὄντας ὑποχείριοι τῶν
δαιμόνων, δέν ἀντιλαμβάνονται τήν τυραννία
πού ὑφίστανται,
ἀλλά καί δέν ἀφήνουν νά φανεῖ κανένα σημάδι
πού θά ἀποκάλυπτε τήν κατοχή τους ἀπό τόν διάβολο.
Πολλοί, μάλιστα, δέν ὑποβάλλονται σέ καμιά δοκιμασία
ἄξια τῶν ἁμαρτωλῶν τους πράξεων. Αὐτό συμβαίνει
γιατί εἶναι ἀνάξιοι νά δεχθοῦν τό ἀποτελεσματικό φάρμακο
τῶν θλίψεων, πού προσφέρεται σ’ αὐτή τή ζωή.
Ἔτσι, ἀνάλογα μέ «τή σκληρότητα καί τήν ἀμετανοησία
τῆς καρδιᾶς τους», οἱ ὁποῖες δέν καθαρίζονται μέ
τίς δοκιμασίες τῆς ἐπίγειας ζωῆς, «μαζεύουν κατά τοῦ
ἑαυτοῦ τους τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως
» (Ρωμ. 2:5). Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί θά τιμωρηθοῦν
στήν αἰωνιότητα μαζί μέ τούς δαίμονες. Γιατί ἀποδείχθηκαν
ἀνάξιοι νά λάβουν ἀπό αὐτή τή ζωή τή μεταχείριση
τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ δέν χτυπήθηκαν ἀπό
καμιά θλίψη, ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι.
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί
βασιλεία τοῦ διαβόλου
Ὅταν βγάλουμε ἔξω τόν διάβολο
καί δέν βασιλεύει πλέον
στήν ψυχή ἡ ἁμαρτία, τότε
ἐγκαθίσταται μέσα μας ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί «ἡ
βασιλεία τοῦ Θεοῦ», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος, «εἶναι δικαιοσύνη,
εἰρήνη καί χαρά, πού δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα»
(Ρωμ. 14:17). Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ μ’ αὐτές τίς ἀρετές,
εἶναι βέβαιο ὅτι ζεῖ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἤδη τήν
ἀπολαμβάνει. Ἀντίθετα, πάλι, ὅποιος περνᾶ τή ζωή του
μέσα στήν ἀδικία, στή φιλονικία καί στή θανατηφόρα
λύπη, αὐτός εἶναι ὑποτελής στή βασιλεία τοῦ διαβόλου,
στήν κόλαση καί στόν θάνατο.
Ἀνήκουμε στή βασιλεία τοῦ διαβόλου, ὅταν μέ τή θέλησή
μας διαπράττουμε τήν ἁμαρτία, ἐνῶ κερδίζουμε τή
βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀσκοῦμε τήν ἀρετή μέ καθαρή
καρδιά. Πρέπει, λοιπόν, νά προσέχουμε, ὅσο βρισκόμαστε
ἀκόμα σ’ αὐτή τή ζωή, τίνος τήν ἐξουσία ἀναγνωρίζουμε
καί ποιόν διακονοῦμε, τόν Θεό ἤ τόν διάβολο; Ἄς μήν
ἀμφιβάλλουμε ὅτι στήν αἰωνιότητα ὁ καθένας μας θά
εἶναι μέ τό μέρος ἐκείνου πού διακόνησε σέ τούτη τή ζωή.
ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ
Περὶ Διαβόλου καὶ δαιμόνων.