Επικοινωνήστε μαζί μας στο εμαιλ: filoumenosgr@ hotmail.gr

Άγνωστες μαρτυρίες για τις εμφανίσεις της Παναγίας στα βουνά της Πίνδου στον πόλεμο του 1940.

επιμέλεια:πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας σημειώθηκαν σε πολλές περιοχές του ελλαδικού χώρου κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά στην πρώτη γραμμή του πολέμου, στα ελληνοαλβανικά σύνορα και την Πίνδο, η Παναγία ήταν η προστάτιδα και οδηγός των στρατιωτών. Οι στρατιώτες την έβλεπαν με τα μάτια της πίστης τους να τους εμψυχώνει και να τους «σκεπάζει», καθώς πολεμούσαν στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας.

Ενδεικτική είναι η μαρτυρία της Β. Μπούρη σύμφωνα με την οποία ο θείος της, Σπυρίδων Χουλιάρας, που πολέμησε στα ελληνοαλβανικά σύνορα, μέχρι το τέλος της ζωής του συνήθιζε να αφηγείται το εξής θαύμα της Παναγίας: ενώ οι στρατιώτες πολεμούσαν κάτω από πραγματικά αντίξοες συνθήκες, εμφανίστηκε μπροστά τους η Παναγία που ως προστάτιδα τους «σκέπασε» με το πέπλο της και σαν οδηγός τους οδήγησε μπροστά στον εχθρό, έτοιμους να τον αντιμετωπίσουν.

Το θαύμα αυτό επιβεβαιώνεται και από άλλους στρατιώτες που πολέμησαν στα βουνά της Πίνδου. Κατά μήκος όλου του μετώπου έβλεπαν το ίδιο όραμα: τις νύχτες μια γυναικεία μορφή βάδιζε ψηλόλιγνη, με την καλύπτρα της ριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Ήταν η Παναγία, η υπέρμαχος στρατηγός των Ελλήνων.

Ο Τάσος Ρηγόπουλος, πολεμιστής του 1940 γράφει από το μέτωπο:

«Σου γράφω από μία αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου […]είναι να σου μεταδώσω αυτό που έζησα, αυτό που είδα με τα μάτια μου και που φοβάμαι μήπως, ακούγοντάς το από άλλους, δεν το πιστέψεις. Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση περίπου δεκατριών μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη. Ο σκοπός φώναξε: «τις ει;». Μιλιά δεν ακούστηκε. Φώναξε ξανά θυμωμένος. Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: «η Παναγία!». Εκείνη όρμησε εμπρός σα να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη.

Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβάν-Μόροβας. […] Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Και όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπερμάχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και απλά χάθηκε» .

Ένα θαύμα έζησαν και οι στρατιώτες του 51ου τάγματος στην κορυφογραμμή Ροντένη.

Από τις 22 Ιανουαρίου και κάθε βράδυ στις εννέα και είκοσι ακριβώς, το βαρύ πυροβολικό των αντιπάλων άρχιζε βολή εναντίον του τάγματος. Ο εκνευρισμός και οι απώλειες ήταν πολλές. Οι τολμηροί ανιχνευτές δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα εχθρικά πυροβόλα, προφανώς γιατί κάθε βράδυ οι αντίπαλοι τα μετακινούσαν. Η κατάσταση ήταν πιεστική. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακουστήκανε πάλι τα εχθρικά κανόνια.

«Παναγιά μου, βοήθησέ μας, σώσε μας», φώναξε εντελώς αυθόρμητα ο ταγματάρχης Πετράκης. Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο και σιγά-σιγά δημιουργήθηκε κάτι σαν φωτοστέφανο και εμφανίστηκε η μορφή της Παναγίας, η οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη και στάθηκε σε ένα φαράγγι. Όλοι στο τάγμα μόλις είδαν το θαύμα, ρίγησαν.

«Θαύμα!»,φώναξαν και έκαναν το σταυρό τους. Αμέσως στάλθηκε μήνυμα στην ελληνική πυροβολαρχία, τα ελληνικά κανόνια βρόντηξαν και λίγο μετά τα αντίπαλα σίγησαν. Οι οβίδες των Ελλήνων είχαν πετύχει τον απόλυτο στόχο .

«Η πίστη κατά την διάρκεια του πολέμου, το σίγουρο είναι ότι βοηθάει τον δοκιμαζόμενο στρατιώτη. Και η εικόνα της προστάτιδας του φέρνει ελπίδα και αισιοδοξία. … οι Αρτινοί στο μέτωπο μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς δεν φοβόνταν ούτε όλμους, ούτε τις εχθρικές σφαίρες…» .

Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης ζωγράφισε πάνω στο καπάκι ενός κιβωτίου ρέγγας τη Παναγία της Νίκης, η οποία απέκτησε τη φήμη ότι είναι θαυματουργή.

«Σε έξαλλη θρησκευτική έκσταση απαιτούσαν (ενν. οι έλληνες στρατιώτες από την Άρτα) η θαυματουργή εικόνα να μείνει ένα βράδυ τουλάχιστον στην κατασκήνωση τους. Άκουγες φωνές από παντού. Όλοι οι στρατιώτες φωνάζανε: «Η Παρθένα, η Παρθένα. Να την αφήσετε μια βραδιά». Εκείνη την ώρα βάρεσε συναγερμός […] πέσαμε μπρούμυτα σύμφωνα με τις διαταγές που είχαμε. Κανένας Αρτινός  δεν έκανε το ίδιο. «Βρε συνάδελφε», μου είπε ένας, «βαστάς την Παρθένα και φοβάσαι»;» .

Χαρακτηριστικό είναι, επίσης, το γεγονός ότι οι ταυτότητες των στρατιωτών έφεραν, δίπλα ακριβώς από τα στοιχεία τους, μια εικόνα της Παναγίας. Και λίγο πριν απo την επίθεση έκαναν το σταυρό τους, αναφωνούσαν τρεις φορές «Παναγία μου!» και ύστερα ξεκινούσαν.

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, αναγνωρίστηκε η σπουδαιότητα των θαυματουργών επεμβάσεων της Παναγίας. Για το λόγο αυτό η γιορτή της Αγίας Σκέπης, που είχε καθιερωθεί από το 626, όταν με τη θαυματουργή της επέμβαση έσωσε την Κωνσταντινούπολη από τους Αβάρους, να γιορτάζεται προς τιμήν της Παναγίας την 1η Οκτωβρίου, μεταφέρθηκε από το 1952 στις 28 Οκτωβρίου για να ενθυμούνται όλοι τη θαυματουργή βοήθειά της στη δυσκολότερη, ίσως, περίοδο του ελληνικού έθνους.

Απόσπασμα από την εργασία¨Ἡ  τιμή της Θεοτόκου στην Ήπειρο¨

Επίσης περισσότερες διηγήσεις για εμφανίσεις της Παναγίας στον πόλεμο του 1940 υπάρχουν στο βιβλίο μας -Η ΥΠΕΡΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ-

 

http://fdathanasiou.wordpress.com

 

Το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα και ο βοριάς σφύριζε μανιασμένα.
Μέσα σ’ αυτή τη χιονοθύελλα, ένας στρατός προχωρούσε αποφασιστικά… σκαρφάλωνε σ’ απότομες πλα­γιές…Κατέβαινε γκρεμούς…βάδιζε ασταμάτητα και κουβαλού­σε στη ράχη του μεγάλο φορτίο.
Ένα μικρό φαρμακείο, μια στρατιωτική κουβέρτα, ένα ζευγάρι κάλτσες, μια φανέλα. Αλλά και τ’ όπλο του με την ξιφολόγχη και τα φυσίγγια… Παρ’ όλο το βάρος, το χιόνι και τις λάσπες… συνέχιζε τη δύσκολη πορεία του και μόνο σαν έβρισκε κάποιο χάλασμα, ή κανένα προφυλαγμένο βράχο, σταμα­τούσε λίγο, για να ξεκουραστεί.

.
Μέσα σ’ αυτές τις φοβερές συν­θήκες τα παλικάρια στον ιστορικό πό­λεμο του ’40, έγραψαν αθάνατες σελίδες ηρωισμού και θυσίας, πάνω στα Βορειοηπειρωτικά βουνά.
Αυτοί οι ήρωες σκαρφάλωσαν στις κορυφές του Ιβάν, της Μοράβας… κι ήταν η νίκη τους θρίαμβος! Πολε­μούσαν με τις σιδηρόφρακτες στρατιές του εχθρού και… νικούσαν.

.
Μαζί με τον ένδοξο ελληνικό στρα­τό ήταν και κάποιος σεμνός λευίτης, ο π. Αλέξιος. Ο ευσεβής ιερέας τριγυρνούσε ανάμεσα στους στρατιώτες, πάντα ακούραστος.
Σαν αληθινός πατέρας προ­σπαθούσε συνεχώς να τους συμπαρα­στέκεται, να τους ενισχύει, να διατη­ρεί στις ψυχές τους άσβεστη τη φλό­γα της πίστης στον Θεό και της αγά­πης στην Πατρίδα.
Παντού ο π. Αλέξιος, ακόμα και στην πρώτη γραμμή. Εκεί, που οι αν­δρείοι πολεμιστές, ρίχνονταν στη μάχη με την ξιφολόγχη στα χέρια! Εκεί!

.
Έτσι και κείνο το πρωί ξεκίνησε ο π. Αλέξιος, να συναντήσει το λόχο, που είχε στρατοπεδεύσει ψηλά, σε μια απόμερη πλαγιά. Σε λίγες μέρες ε­τοιμαζόταν για τη μεγάλη του επίθεση. Το χιόνι έπεφτε πυκνό και σε δυο βήματα απόσταση δε μπορούσες να διακρίνεις άνθρωπο.
-Πού θα πας, παππούλη; του φώ­ναξε ο Συνταγματάρχης. Θα χαθείς μέσα στα χιόνια.
-Έχω, παιδί μου, την Παναγιά μαζί μου, απάντησε. Κι έβγαλε από τ’ αμπέχονο την εικόνα της Παναγιάς.
-Αύριο τα παιδιά θα ριχτούν στη μάχη. Πρέπει να τα ενισχύσω, με τη Χάρη του Θεού.
-Ο Θεός μαζί σου!

.
Ο ιερέας βάδιζε ώρες μέσα στα χιονοσκέπαστα, δύσβατα μονοπάτια. Τέλος έφτασε εκεί ψηλά, που στρα­τοπέδευε ο λόχος.
Τ’ αντίσκηνα ήταν κρυμμένα κάτω από τα χιονισμένα δέντρα. Σήμανε σωστός συναγερμός, σαν τον αντίκρισαν οι στρατιώτες. Έ­τρεξαν, τον σήκωσαν στα χέρια και τον έφεραν στη σκηνή του λοχαγού.
-Πάτερ μου, φώναξε κατάπληκτος ο λοχαγός, πώς έφτασες ως εδώ πάνω;
-Μην ανησυχείς, παιδί μου, απά­ντησε ήρεμα ο π. Αλέξιος. Η Παναγιά με προστάτευσε.
Ο αξιωματικός θαύμασε την πίστη του σεβάσμιου ιερέα. Πολλές φορές στο Σύνταγμα, μιλούσαν γι’ αυτή και για τα θαύματα, που ζούσαν κοντά του.

.
Λίγο αργότερα, συγκεντρώνεται όλος ο λόχος. Τους μιλάει μ’ αγάπη και ενδυναμώνει το πατριωτικό τους αίσθημα.
«Σε σας έλαχε η μεγάλη τιμή, να υπερασπίζετε σήμερα τα ιερά και τα όσια της Πατρίδας μας…».
Τους προετοιμάζει ακόμα για την αυριανή Θ. Λειτουργία και Θ. Κοινωνία. Τα παλικάρια αποθέτουν στα πόδια του Εσταυρωμένου ότι βάραινε τη νεανική τους ψυχή.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, ετοι­μάζονται για το Ιερό Μυστήριο.
-Να πάμε στο ξέφωτο, λέει στο Λοχαγό ο π. Αλέξιος. Εκεί θα είμαστε ασφαλείς.
Ο αξιωματικός τρόμαξε.
-Όχι πάτερ μου, θα γίνουμε στόχος στα αεροπλάνα. Είναι πολύ επικίνδυνο. Να μείνουμε εδώ, ανάμεσα στ’ αντί­σκηνα.
Όμως παράξενο, ο πατήρ Αλέξιος δεν υποχώρησε.

.
Άρχισε η Θ. Λειτουργία.
Πλησίαζε να τελειώσει. Λίγο πριν τα παλικάρια προσέλθουν στο Ποτήριο της Ζωής, φάνηκε στον ορίζοντα ένα σμήνος από εχθρικά αεροπλάνα.
«Θεέ μου», προσευχήθηκε σιωπηλά ο ιερέας, «πρόλαβε το κακό, μην πάρω στο λαιμό μου τόσα παλικάρια».

Τ’ αεροπλάνα έφτασαν και άρχισαν μανιακά να βομβαρδίζουν τ’ αντίσκηνα. Στο ξέφωτο απλώθηκε ένα λευκό σύν­νεφο, που σκέπασε τα πάντα. Τις στιγμές αγωνίας διαδέχτηκαν στιγμές χαράς
Ένας λόχος ολόκληρος γονατιστός προσευχόταν πάνω στο χιόνι. Τώρα ευχαριστούσε για την ανέλπιστη σω­τηρία του. 

Ακόμα ευχαριστούσε θερμά τον Πλάστη και Πατέρα του για τον άγιο αυτό λευίτη που του ‘χε στείλει, σαν θείο δώρο, για να του συμπαρασταθεί στις δύσκολες αυτές στιγμές του πο­λέμου.
Όταν απομακρύνθηκαν τ’ αερο­πλάνα, η Θ. Λειτουργία συνεχίστηκε.
Με απέραντη ευγνωμοσύνη στον Θεό πλησιάζουν τα ηρωικά παλικάρια και κοινωνούν.
Σε λίγο θα χυθούν σαν λιοντάρια στον εχθρό και θα θριαμβεύσουν ακόμα μια φορά!!!
Πηγή: περιοδικο Η ζωή του παιδιού (Μ. ΑΝΘΙΜΟΥ)το διαβάσαμε  εδώ

***********************

Ο Ανθυπασπιστής Νικόλαος Γκάτζιαρος, αφηγείται μπροστά στην κάμερα το συγκλονιστικό θαύμα της Παναγίας που έζησε ο ίδιος στο Αλβανικό Μέτωπο το 1940.
Η μαρτυρία ηλικιωμένου μαχητή αξιωματικού Ανθυπασπιστή είναι καταγεγραμμένη αναφορά στο βιβλίο του Στρατηγού Κατσιμήτρου

 

 

 

Γράμμα από τη Μόροβα
 
Ο Τάσος Ρηγόπουλος, στρατευμένος στην Αλβανία το 1940, έστειλε από το μέτωπο το παρακάτω γράμμα στον αδελφό του.
«Αδελφέ μου Νίκο.
Σου γράφω από μια αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Η φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου όμως δεν είναι να σου περιγράφω τα θέλγητρα μιας χιονισμένης Μόροβας με όλο το άγριο μεγαλείο της. Σκοπός μου είναι να σου μεταδώσω αυτό πού έζησα, πού το είδα με τα μάτια μου και πού φοβάμαι μήπως, ακούγοντας το από άλλους, δεν το πιστέψεις.
Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση καμιά δεκαριά μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη.
– Τις ει;
Μιλιά…
Ο σκοπός θυμωμένος ξαναφώναξε:
– Τις ει;
Τότε, σαν να μάς πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!
Εκείνη όρμησε εμπρός σαν να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς την αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη. Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά, για να καταλάβουμε τα οχυρά Ιβαν-Μόροβας.
Υπογραμμίζω πως η επίθεση μας πέτυχε τους ιταλούς στην αλλαγή των μονάδων τους. Τα παλιά τμήματα είχαν τραβηχτεί πίσω και τα καινούργια …κοιμόνταν! Το τι έπαθαν δεν περιγράφεται. Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Κι όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε η Υπέρμαχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και χάθηκε ».
 
Το αδέσποτο μουλάρι
Ο Ν. Ντραμουντιανός διηγείται μία θαυμαστή εμπειρία του από τον πόλεμο του ’40:
«Ό λόχος μας πήρε διαταγή να καταλάβει ένα προ­χωρημένο ύψωμα για προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμ­πούρι μέσα στα βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, άρχι­σε να πέφτει πυκνό χιόνι. Έπεφτε αδιάκοπα δύο μερό­νυχτα κι έφτασε σε πολλά μέρη τα δύο μέτρα. Απο­κλειστήκαμε από την επιμελητεία. Καθένας είχε τροφές στο σακίδιο του για μία ημέρα. Από την πείνα και το κρύο δεν λάβαμε πρόνοια «διά την αυριον» και τις κα­ταβροχθίσαμε.
Από κει και πέρα άρχισε το μαρτύριο. Τη δίψα μας τη σβήναμε με το χιόνι, αλλά η πείνα μας θέριζε. Περάσαμε έτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Το ηθι­κό μας το διατηρούσαμε ακμαίο, αλλά η φύση έχει και τα όρια της. Μερικοί υπέκυψαν. Το ίδιο τέλος περιμέ­ναμε όλοι «υπέρ πίστεως και πατρίδος ».
Τότε μία έμπνευση του λοχαγού μας έκανε το θαύ­μα! Έβγαλε απ’ τον κόρφο του μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, την έστησε στο ψήλωμα και μάς κάλεσε γύ­ρω του:
— Παλληκάρια μου! είπε. Στην κρίσιμη αυτή περί­σταση ένα θαύμα μόνο μπορεί να μάς σώσει. Γονατι­στέ, παρακαλέστε την Παναγία, τη μητέρα του Θεανθρώπου, να μάς βοηθήσει!
Πέσαμε στα γόνατα, υψώσαμε τα χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δεν προλάβαμε να σηκωθούμε κι ακούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε και πιάσαμε τα όπλα. Πήραμε θέση «επί σκοπόν».
Δεν πέρασε ένα λεπτό και βλέπουμε ένα πελώριο μουλάρι να πλησιάζει κατάφορτο. Ανασκιρτήσαμε! Ζώο χωρίς οδηγό να περνά το βουνό, μ’ ένα μέτρο χιόνι – το λιγότερο – ήταν εντελώς αφύσικο. Καταλά­βαμε: Το οδηγούσε η Κυρία Θεοτόκος. Την ευχαρι­στήσαμε όλοι μαζί ψάλλοντας σιγανά, μα ολόκαρδα, το «Τη υπερμάχω» και άλλους ύμνους της. Το ζώο είχε πάνω του μία ολόκληρη επιμελητεία από τρόφιμα: κου­ραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιάκ και άλλα.
Πολλές κι απίστευτες κακουχίες πέρασα στον πόλε­μο. Αλλ’ αυτή μου μένει αξέχαστη, γιατί δεν είχε διέ­ξοδο. Την έδωσε όμως η Παναγία».

(Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας σελ. 174 & 178 Ιεράς Μονής  Παρακλήτου)

http://www.sostis.gr

Related Posts
0 Comments

No Comment.