Του Βαλάντη Αθανασίου, ιστορικού
Το προσκήνιο
Μετά την κρίση του Μεσοπολέμου και την δικτατορική διακυβέρνηση των αποικιοκρατών,οι Βρετανοί επέτρεψαν την διεξαγωγή εκλογών για την ανάδειξη νέου αρχιεπισκόπου. Στις 20 Ιουνίου 1947 εκλέχθηκε ο διαλλακτικός Μητροπολίτης Πάφου Λεόντιος, ο οποίος απεβίωσε αιφνίδια μετά από ένα μήνα (26 Ιουλίου). Στις νέες εκλογές αναδείχθηκε αρχιεπίσκοπος ο
αδιάλλακτος ενωτικός Μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος Μυριανθέας, γηραιός βετεράνος των
βαλκανικών πολέμων και ένας από τους μακροχρόνια εξορισθέντες των Οκτωβριανών.
Η κυπριακή κοινωνία εξαιτίας του Ελληνικού Εμφύλιου πολέμου βρισκόταν σε διχαστικό κλίμα ανάμεσα σε Δεξιούς και Αριστερούς. Η Εκκλησία και η Δεξιά είχαν ταχθεί διακηρυγμένα κατά του κομμουνισμού. Οι αποτυχίες του ΑΚΕΛ στη Διασκεπτική και στις περισσότερες απεργίες
που οργάνωσε, αλλά και η αλλαγή στάσης του, από την Αυτοκυβέρνηση-Ένωση, στην σκληρή ενωτική γραμμή της Δεξιάς του στέρησε τους Τουρκοκύπριους ψηφοφόρους και του κόστισε την πανωλεθρία στις δημοτικές εκλογές του 1949, οι οποίες έγιναν σε εμφυλιοπολεμικό κλίμα (2
νεκροί, 100 τραυματίες).
Με την ήττα του ΚΚΕ στον εμφύλιο το ΑΚΕΛ αναδιπλώθηκε και μπήκε σε φάση περισυλλογής, ενώ η Εκκλησία και η Δεξιά αναδιοργανώθηκε και στελεχώθηκε με νεαρά στελέχη,
τα οποία ανέλαβαν την διεξαγωγή του ενωτικού αγώνα.
Ήδη από το 1948 η Εκκλησία, το Κυπριακό
Εθνικό Κόμμα (ΚΕΚ) και οι δεξιές συντεχνίες και οργανώσεις ιδρύουν την ΣΕΚΑ (Συντονιστική
Επιτροπή Ενωτικού Αγώνα). Από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο η Εκκλησία ίδρυσε το Γραφείο
Εθναρχίας Κύπρου για να συντονίσει τον Ενωτικό αγώνα «υπεράνω κομμάτων». Εξέχουσα και
δημοφιλής μορφή αναδεικνύεται ο νεαρός Μητροπολίτης Κιτίου (από το 1948) Μακάριος
Μούσκος.
Το ενωτικό δημοψήφισμα
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 το διεθνές σκηνικό είχε ξεκαθαρίσει. Είχαν σχηματιστεί τα
δύο μπλοκ που χώρισαν τον πλανήτη στα δύο, το δυτικό και καπιταλιστικό με ηγέτιδα την ΗΠΑ και
το ανατολικό και σοσιαλιστικό με ηγέτιδα την ΕΣΣΔ. Προηγουμένως, στις 24 Οκτωβρίου 1945 είχε
ιδρυθεί ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), ο οποίος στον Καταστατικό Χάρτη του είχε
διακηρύξει ως αρχή του την αυτοδιάθεση των λαών1. Αυτή την διακήρυξη χρησιμοποίησαν πολλοί
αποικιοκρατούμενοι λαοί ως νομιμοποίηση του αγώνα τους για ελευθερία.
Ο στόχος παρέμενε η Ένωση, αλλά για να επιτευχθεί θα περνούσε από το στάδιο της αυτοδιάθεσης. Η αυτοδιάθεση στα νοητικά πλαίσια των Κυπρίων αντικατέστησε το παλαιότερο αίτημα της αυτοκυβέρνησης.
Στις 4 Αυγούστου 1949 κατέφθασε στο νησί ο σερ Άντριου Ράιτ, για χρόνια αποικιακός υπάλληλος στην Κύπρο, παντρεμένος με Ελληνίδα και γνώστης του Κυπριακού, ως νέος κυβερνήτης της Κύπρου. Μαζί του η Βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε πως το ζήτημα της
δημιουργίας συντάγματος για το νησί ήταν ακόμα ανοιχτό. Όμως οι Ελληνοκύπριοι, Εκκλησία και
ΑΚΕΛ, οι οποίοι είχαν δει την φάρσα των Βρετανικών συνταγματικών προτάσεων του 1948, στις
οποίες η εκτελεστική εξουσία παρέμενε στα χέρια του Κυβερνήτη, δεν είχαν καμιά διάθεση να
συνδιαλλαγούν και απαιτούσαν την Ένωση.
Οι αποικιοκράτες, από την πλευρά τους, δεν χώριζαν
πλέον τους Κύπριους σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, αλλά σε Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, καλλιεργώντας έμμεσα εθνική συνείδηση στους τελευταίους.
Στην Κυπριακή ηγεσία άρχισε να καλλιεργείται η ιδέα πως έπρεπε να πάψουν οι
διαβουλεύσεις που περιορίζονταν μεταξύ αυτών και της βρετανικής κυβέρνησης. Πίστευαν ότι
μόνο με μια διεθνή εκστρατεία πληροφόρησης για το Κυπριακό θα μπορούσε να επιτευχθεί η
ποθούμενη λύση.
Πρώτο το ΑΚΕΛ, στις 23 Νοεμβρίου 1949, κινητοποίησε τα δημοτικά συμβούλια της
Λάρνακας, της Αμμοχώστου, της Λεμεσού και της Μόρφου, στα οποία ασκούσε έντονη επιρροή,
ώστε εκείνα να ανακοινώσουν ότι θα έστελναν στον ΟΗΕ μνημόνιο κατά της βρετανικής κατοχής
και υπέρ της Ένωσης. Αυτό το μνημόνιο ήταν το πρώτο βήμα διεθνοποίησης του κυπριακού. Στη
συνέχεια ανακοίνωσε πως τον Δεκέμβριο θα οργάνωνε ενωτικές εκδηλώσεις σ’ όλο το νησί στις
οποίες θα συμπεριλαμβάνονταν και μαζική προσυπογραφή ψηφισμάτων υπέρ της Ένωσης.
Η Εκκλησία έσπευσε ν’ αναλάβει την πρωτοβουλία και με ενέργειες του Μητροπολίτη Κιτίου Μακάριου ανέλαβε με ανακοίνωση της 1ης Δεκεμβρίου 1949 την διεξαγωγή
δημοψηφίσματος. Το ΑΚΕΛ υπαναχώρησε και προέτρεψε τους ψηφοφόρους του να υποστηρίξουν
το δημοψήφισμα2, αν και δεν είχε κληθεί από την Δεξιά να συνεργαστεί. Η Εκκλησία δεν
αντέδρασε στην θέση του ΑΚΕΛ γιατί όσο πιο μαζικό ήταν το «Ναι» τόσο ισχυρό θα ήταν το αίτημα
του δημοψηφίσματος στη διεθνή κοινή γνώμη3.
Η διεξαγωγή
Στις 12 Δεκεμβρίου 1949 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β’ πρότεινε μέσω επιστολής στον Κυβερνήτη την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος από τις αποικιακές αρχές. Ο κυβερνήτης απάντησε αρνητικά στις 17 του μήνα χωρίς, τονίζοντας πως σε καμιά περίπτωση δεν θα άλλαζε το
καθεστώς του νησιού. Ωστόσο, δεν απαγόρευσε την διεξαγωγή του, παρά το αίτημα της
Μουσουλμανικής κοινότητας να απαγορευτεί4.
Η Ελληνική κυβέρνηση εκείνη την περίοδο μόλις είχε βγει απ’ τον αιματηρό Εμφύλιοπόλεμο και βρισκόταν ολοκληρωτικά υπό την Αμερικανική και Βρετανική οικονομική και στρατιωτική εξάρτηση. Εξ αρχής στάθηκε αρνητική στο δημοψήφισμα. Ο Έλληνας υπουργός
Εξωτερικών Κωνσταντίνος Τσαλδάρης δήλωσε στην Βουλή στις 14 Δεκεμβρίου 1949 πως οι δημόσιες εκδηλώσεις για το Κυπριακό ήταν «ανεύθυνες».
Συνέχισε λέγοντας πως οι δηλώσεις
σχετικά με οποιονδήποτε λαό εκτός Ελλάδας ήταν παρέμβαση στα εσωτερικά τρίτης χώρας, η
οποία πάντα ενοχλούσε τους Έλληνες όταν γινόταν εις βάρος τους. Την επόμενη μέρα τόνισε σε
ανακοίνωση πως έπρεπε να διατηρηθεί η στενή συνεργασία Ελλάδας – Βρετανίας – ΗΠΑ. Από την
βοήθεια των συμμάχων ήταν εξαρτημένη «η ικανοποιητική λύση όλων των εθνικών
προβλημάτων»5
Το δημοψήφισμα δεν είχε ως αίτημα της χορήγηση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης,
γιατί εκείνο εθεωρείτο δεδομένο από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. Το αίτημα ήταν η Ένωση
της Ελλάδας, αίτημα το οποίο απέρρεε από την αυτοδιάθεση. Η απόρριψη του αιτήματος της
διεξαγωγής του δημοψηφίσματος από τους Βρετανούς ήταν το επιχείρημα που δικαιολόγησε η
Εκκλησία για την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος από την ίδια.
Το δημοψήφισμα διεξάχθηκε σε δύο γύρους, την Κυριακή, 15 Ιανουαρίου 1950 και την
αμέσως επόμενη Κυριακή, 22 Ιανουαρίου. Έγινε με φανερή ψηφοφορία σ’ όλες τις εκκλησίες της
Κύπρου. Δικαίωμα ψήφου είχαν οι άνδρες και οι γυναίκες, οι οποίες ψήφιζαν για πρώτη φορά,
άνω των δεκαοκτώ ετών. Στη μέση των εκκλησιών υπήρχαν δύο έγγραφα. Το πρώτο ανέγραφε
«Αξιούμεν την ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα». Το δεύτερο έγραφε: «Ενιστάμεθα εις την
ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα». Όσοι προσήλθαν υπέγραφαν το έγγραφο τέσσερις φορές.
Η προσέλευση ήταν αθρόα. Υπολογίζεται πως κατά την πρώτη μέρα προσήλθε για να
υπογράψει το 90% του πληθυσμού. Πολλοί μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού έστελναν τηλεγραφήματα
για να καταχωρηθεί και το δικό τους όνομα στο δημοψήφισμα. Οι αποικιακές αρχές αποθάρρυναν
τον πληθυσμό να ψηφίζει, υπενθυμίζοντάς τους πως για την Βρετανία δεν υπήρχε θέμα αλλαγής
του καθεστώτος. Στους δε δημόσιους υπάλληλους είχαν απαγορεύσει ρητά να ψηφίσουν, όμως οι
περισσότεροι δεν υπάκουσαν την διαταγή της κυβέρνησης.
Ένα απόσπασμα του τύπου της εποχής περιγράφει την ατμόσφαιρα των ημερών.
«Αι εκκλησίαι, όπου υπογράφονται τα δελτία δημοψηφίσματος κατέστησαν προσκύνημα
του λαού. Πρώτος υπέγραψεν ο αρχιεπίσκοπος και Εθνάρχης Κύπρου ποιήσας τρις το σημείον του
σταυρού. Πολλοί υπογράφουν γονυπετείς (…) Η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ήτο άψογος από
πάσης απόψεως, το δε μοναδικόν μειονέκτημα του ήτο ότι δεν ήτο μυστικόν. Έκαστος ψηφοφόρος
εξ αμφοτέρων των φύλων ηλικίας άνω των 18 ετών υπογράφει το εις τετραπλούν έγγραφον το
φέρον την φράσιν “Θέλομεν την Ένωσιν”. Εκ των τεσσάρων αντιγράφων, ανά εν θα σταλή εις την
βρετανικήν κυβέρνησιν, την κυβέρνησιν της Κύπρου και τα Ηνωμένα Έθνη, ενώ το τέταρτον θα
διαφυλαχθεί εις τα αρχεία της Εθναρχίας. (…) η Δευτέρα αίτησις, η φέρουσα την φράσιν
“Αντιτιθέμεθα εις την Ένωσιν”, έκειτο εγκαταλελειμμένη και παραμελημένη εις τα τραπέζας των
εκκλησιών, δεδομένου ότι ουδείς ευρίσκετο διατεθειμένος να την υπογράψη. (…) Εις συγγενείς ή
φίλους επετρέπετο να υπογράψουν δι’ εκείνους οι οποίοι ήσαν αγράμματοι, όταν δε περιήλθον
τας εκκλησίας διεπίστωστα ότι πολλαί νέαι υπέγραφον διά λογαριασμόν των αγράμματων γονέων
των. Παρετηρήθη προς τούτοις ότι αι γυναίκαι αι οποίαι διά πρώτην φοράν ψηφίζουν εις την
Κύπρον, έσπευδον περισσότερον αθρόως από τους άνδρας να υπογράψουν, μία δε από αυτάς με
επλησίασεν και μου είπε: “Θέλομεν την ελευθερία μας και όχι δικτατορίαν”6.
Τα αποτελέσματα, που ανακοινώθηκαν με εγκύκλιο της Εθναρχίας στις 27 Ιανουαρίου 1950
ήταν συντριπτικά. Από τους 224.747 έχοντες δικαίωμα ψήφου ψήφισαν οι 215.108, ήτοι ποσοστό
95,71%. Απ’ αυτούς οι 215.103 τάχθηκαν υπέρ της Ένωσης. Επίσης, μαζί με τους Ελληνοκύπριους,
ψήφισαν υπέρ της Ένωσης και Αρμένιοι, καθώς και μερικοί Τουρκοκύπριοι.
Οι διεθνείς πρεσβείες
Η πρεσβεία της Εθναρχίας έλαβε αποθεωτική και συγκινητική υποδοχή στην Αθήνα, στις 20
Μαΐου. Πλήθος κόσμου βγήκε στους δρόμους και ο άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης και
ιδεολογίας υποστήριξαν με θέρμη το αίτημα των Κυπρίων. Ήταν η πρώτη φορά που η Ένωση έγινε
το πρώτο θέμα στην Ελλαδική κοινή γνώμη. Ο τύπος που υποστήριζε την κυβέρνηση («Έθνος»,
«Ελευθερία», «Εμπρός») έγραψε καλά λόγια και προέβαλε την υπόθεση, αλλά με συγκρατημένο
ύφος. Όμως ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας δεν δέχτηκε την πρεσβεία, ούτε την παραλαβή
των τόμων για να μην εκτραχυνθούν οι σχέσεις της χώρας με την Βρετανία. Ο βασιλιάς Παύλος και
τα υπόλοιπα πολιτικά πρόσωπα υποδέχθηκαν και συνομίλησαν με την πρεσβεία ανεπίσημα.
Τελικά η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε όπως παραδοθούν οι τόμοι στην Βουλή των Ελλήνων. Τους
παρέλαβε, πάλι ανεπίσημα, ο πρόεδρος της Βουλής Δημήτρης Γόντικας, ο οποίος τους φύλαξε
στην βιβλιοθήκη του σώματος.
Στην Βρετανία, όπως ήταν αναμενόμενο, η πρεσβεία βρήκε κλειστές πόρτες και δεν την υποδέχτηκε ούτε ένας επίσημος παράγοντας. Συνομίλησαν ωστόσο με κάποιους βουλευτές καιβρετανικά ΜΜΕ.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1950 η αντιπροσωπεία έφτασε στον Νέα Υόρκη και παρέδωσε τον τρίτο τόμο στον ΟΗΕ. Εκεί, με ενέργειες της Ομογένειας και του Αρχιεπίσκοπου
Αμερικής έγινε συνάντηση με Αμερικανό αξιωματούχο του Υπουργείου Εξωτερικών, ενώ πραγματοποιήθηκαν και περιοδείες σε πόλεις των ΗΠΑ, όπου προβλήθηκε το Κυπριακό πρόβλημα. Οι ΗΠΑ ενδιαφέρονταν για την Κύπρο, όπως δείχνουν οι λεπτομερείς αναφορές του
προξενείου των ΗΠΑ στην Λευκωσία8. Η δε υποδοχή της κυπριακής πρεσβείας από επίσημο εκπρόσωπο της Αμερικανικής κυβέρνησης αποτελούσε έμμεση αμφισβήτηση της στείρας βρετανικής ακαμψίας.
Η πρεσβεία του ΑΚΕΛ δεν είχε καλύτερη τύχη. Η ελληνική και η αμερικανική κυβέρνηση δεν τους παραχώρησε θεώρηση εισόδου στην χώρα. Στην Βρετανία δεν έγιναν δεκτοί από το υπουργείο αποικιών και συνομίλησαν με βουλευτές του Εργατικού Κόμματος και στελέχη του
Κομμουνιστικού Κόμματος Αγγλίας. Ακολούθως μετέβησαν στο Παρίσι όπου συναντήθηκαν με τον
Έλληνα πρωθυπουργό Πλαστήρα που βρισκόταν εκεί. Στην γαλλική πρωτεύουσα η πρεσβεία πρότεινε στον πρωθυπουργό την εγγραφή του θέματος στον ΟΗΕ αλλά ο Πλαστήρας διαφώνησε, υποστηρίζοντας την λύση του προβλήματος στα πλαίσια των ελληνοβρετανικών σχέσεων.
Στη συνέχεια η πρεσβεία κατευθύνθηκε σε χώρες του ανατολικού μπλοκ, στη Τσεχοσλοβακία, την
Ρουμανία, την Ουγγαρία και την Πολωνία, με πενιχρά αποτελέσματα. Τα στελέχη της Κυπριακής
Αριστεράς δεν μπόρεσαν να μεταβούν ούτε στη Μόσχα γιατί η ΕΣΣΔ τους αρνήθηκε την είσοδο.
Βιβλιογραφία
•
Νίκου Χριστοδουλίδη, Το ενωτικό δημοψήφισμα στην Κύπρο, Καθημερινή 2-9-2012
•
Άντρος Παυλίδης, Ιστορία της Νήσου Κύπρου - Τόμος Δ’ - Από το 1571 ως το 1964,
Φιλόκυπρος, Λευκωσία 1993
•
Ιστορία της Κύπρου, Τόμος Γ’ – Αγγλοκρατία (1878-1959), Οδύσσεια, 2010
•
Ιστορία της Κύπρου, Μεσαιωνική – Νεότερη, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού –
Διεύθυνση Μέσης Εκπαίδευσης, Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων, Λευκωσία 2003
•
Ιστορία των Ελλήνων, Τόμος ΙΕ’, Κύπρος, Εκδόσεις Δομή
www.imconstantias.org.cy
Το δημοψήφισμα της ένωσης Κύπρου και Ελλάδας,οι ελληνικές κυβερνήσεις ,οι "σύμμαχοι" και το ξεπούλημα.
1''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n [/align]