Πέτρος Στ. Μακρής-Στάϊκος
Ύστερα από μυστικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε δύο Αυτοκρατορίες, την Βρετανική και την Τουρκική, στις 4 Ιουνίου του 1878 υπογράφεται στην Κωνσταντινούπολη η λεγόμενη Συνθήκη της Κύπρου. Το κείμενό της αποτελείται από δύο άρθρα, θα συμπληρωθεί δε στις 4 Ιουλίου με ένα παράρτημα έξη άρθρων. Η Συνθήκη αφορά την αμυντική συνεργασία των δύο χωρών έναντι της Ρωσίας, η οποία στον Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο των ετών 1877-1878 έχει καταλάβει τις παληές αρμενικές επαρχίες της Adjara (όπου το λιμάνι του Batoum) του Ardahan και του Kars, προβλέπει δε (άρθρο Ι) ότι αν αυτή επιχειρήσει στο μέλλον να καταλάβει και άλλα οθωμανικά εδάφη, η Μ. Βρετανία δεσμεύεται να συνδράμει τον Σουλτάνο με την δύναμη των όπλων της.
Προκειμένου η Μ. Βρετανία να διευκολυνθεί στην εξασφάλιση εφοδίων για την εκπλήρωση της δέσμευσής της, ο Σουλτάνος (άρθρο ΙΙ) συναινεί να...περιέλθει η Κύπρος υπό την κατοχή και την διοίκησή της. Το νησί θα αποδοθεί στην Τουρκία, εάν και όταν η Ρωσία της επιστρέψει τις παραπάνω επαρχίες (άρθρο VI του παραρτήματος). Τέλος, η Μ. Βρετανία (άρθρο III του παραρτήματος) υποχρεώνεται να καταβάλλει κάθε χρόνο στην Υψηλή Πύλη, ολόκληρο το περίσσευμα του εθνικού εισοδήματος της Κύπρου, ύστερα από την αφαίρεση των διοικητικών δαπανών. Το ποσό του, ύστερα από διαπραγματεύσεις, ορίζεται σε 92.799 λίρες στερλίνες, 11 σελίνια και τρεις πένες….
Το 1907, ο Winston Spencer Churchill είναι 33 ετών, βουλευτής του Κόμματος των Φιλελευθέρων και κοινοβουλευτικός υφυπουργός Αποικιών. Με την ιδιότητά του αυτή, τον Οκτώβριο του ιδίου έτους, επισκέπτεται την Κύπρο. Στον δρόμο της επιστροφής του στο Λονδίνο, συντάσσει υπόμνημα για την κατάσταση στο νησί, το οποίο, με τίτλο Η κατάσταση της Κύπρου (Condition of Cyprus) απευθύνει στον Sir Francis Hopwood, μόνιμο υφυπουργό Αποικιών, και στον Λόρδο Elgin, επικεφαλής του ίδιου υπουργείου. Το κείμενο του υπομνήματος βρίσκεται στα βρετανικά Εθνικά Αρχεία (TNA (PRO) CAB 37/89/33) και παρατίθεται εδώ αυτούσιο:
Sir F. Hopwood,
Lord Elgin,
Ανησυχώ για την κατάσταση στην Κύπρο, από την οποία μόλις έφυγα, ύστερα από μια σύντομη αλλά φορτωμένη επίσκεψη.
Δεν είχα καταλάβει, ότι από την έναρξη της κατοχής μας, πριν από τριάντα χρόνια, αντλήσαμε από αυτό το νησί, εξαντλημένο όπως ήταν, ύστερα από 300 χρόνια τουρκικής κακοδιοίκησης, πάνω από 1.800.000 λίρες.
Η εντύπωση που είχα σχηματίσει, ήταν πως η ζωή στην Κύπρο συνεχίζεται, λίγο-πολύ χάρις σε γενναία επιχορήγηση από το Θησαυροφυλάκειό μας. Οι μέθοδοι κατάρτισης των εθνικών λογαριασμών ευνοούν αυτή την εικόνα, την οποία, όπως πιστεύω, έχουν σχεδόν όλοι. Η εικόνα, όμως, είναι τελείως εσφαλμένη. Με την Συνθήκη του 1878, υποχρεώσαμε την Κύπρο να πληρώνει, κάθε χρόνο, 92.800 λίρες στον Σουλτάνο, ως φόρο. Η Συνθήκη αυτή καταρτίσθηκε για τους δικούς μας σκοπούς. Θεωρήθηκε, τότε, ως μεγάλης στρατηγικής σημασίας το να έχουμε ένα οπλοστάσιο και μια στρατιωτική βάση στην Ανατολή, από όπου θα μπορούσαμε να παρακολουθούμε την Αίγυπτο και την Κωνσταντινούπολη. Όταν ορίσαμε το εν λόγω ποσό του φόρου, δεν ζητήσαμε την γνώμη των Κυπρίων. Ουδέποτε συμφώνησαν με αυτόν και υπολογίσθηκε στη βάση όσων δήλωσε η Τουρκία πως μπόρεσε να απομυζήσει από το νησί, με συνήθεις τουρκικές μεθόδους. Αδημονούσαμε, εντούτοις, να αποκτήσουμε το νησί και δεν είχαμε την πολυτέλεια -ή δεν μας ενδιέφερε- να σαστίσουμε με τους όρους, κυρίως διότι αφορούσαν τα συμφέροντα άλλων ανθρώπων και μόνον. Ανασκοπώντας αυτή την αρχική συναλλαγή, δεν μπορώ παρά να σκεφθώ πως υπήρξε ανάρμοστη. Δεν πιστεύω ότι θα έπρεπε ποτέ να συναινέσουμε στο να γίνουμε οι εισπράκτορες αυτού του μισητού και καταθλιπτικού φόρου, με τον οποίο ο Τούρκος συνέθλιψε και κατέστρεψε τόσες πολλές από τις υποτελείς του επαρχίες. Όμως, αυτή υπήρξε η μισή μόνον συναλλαγή.
Συμπτωματικά, τον ίδιο ακριβώς χρόνο που άρχισε η κατοχή μας στο νησί, ο Σουλτάνος αρνήθηκε την εξόφληση του τουρκικού χρέους του 1855, του οποίου η Μ. Βρετανία και η Γαλλία υπήρξαν συνεγγυήτριες, ενώ υπέγγυα ήταν τα έσοδα της Τουρκικής Αυτοκρατορίας. Tουλάχιστον εδώ, στην Κύπρο, υπήρχε ένα μέρος των εσόδων αυτών, που μπορούσαμε να κατάσχουμε. Έτσι, δεσμεύσαμε ολόκληρο τον φόρο και τον διοχετεύσαμε στην εξυπηρέτηση του ανεξόφλητου δανείου. Χωρίς αμφιβολία, από την δική μας πλευρά, τούτο υπήρξε ένας συμφέρων διακανονισμός. Υπήρξε όμως, μια έντιμη και ηθική πράξη; Δείτε τις συνέπειες: Η Κύπρος δεν ρωτήθηκε για τον φόρο προς την Τουρκία. Επιπλέον, ουδεμία είχε σχέση με την επέκταση της βρετανο-γαλλικής εγγύησης του δανείου του 1855 και, ακόμα περισσότερο, δεν ρωτήθηκε σχετικά. Οι Μεγάλες Δυνάμεις εγγυήθηκαν το δάνειο του 1855 για λόγους υψηλής πολιτικής, ολοκληρωτικά άσχετους με την Κύπρο. Θα πρέπει να υποτεθεί πως, παραχωρώντας την εγγύηση, η Μ. Βρετανία έπραξε αποκλειστικά προς το βρετανικό συμφέρον. Ασφαλώς, η Μ. Βρετανία και ουδείς έτερος, έφερε την ευθύνη για το μερίδιό της σε περίπτωση υπερημερίας. Δεν είχε και δεν έχει περισσότερο δικαίωμα να κάνει την Κύπρο να συμμετάσχει στην εξόφληση αυτής της γνήσια βρετανικής υποχρέωσης, από ότι θα είχε στην περίπτωση της Κεϋλάνης ή οποιουδήποτε μικρού ανεξάρτητου κράτους που θα μπορούσε να υποτάξει με την δύναμη των όπλων. Όμως, αυτό έπραξε. Ο Τούρκος, ούτε μία δεκάρα δεν εισέπραξε από τον φόρο και, από την άποψη αυτή, η Συνθήκη του 1878, στην πραγματικότητα, ξεπεράσθηκε ολοκληρωτικά. Εντούτοις, η Κύπρος υποχρεώθηκε, έτσι κι αλλιώς, να πληρώσει. Τα χρήματα ήρθαν σ’εμάς και χρησιμοποιήθηκαν από εμάς για την κάλυψη του συνολικού τμήματος μιάς καθαρά βρετανικής υποχρέωσης.
Από την σκοπιά της Κύπρου, η υπόθεση φαίνεται πολύ άσχημη. Οι Κύπριοι βλέπουν πως τους δεσμεύσαμε να πληρώσουν στον Σουλτάνο έναν υπερβολικό φόρο. Βλέπουν πως έχουμε διάφορα δικά μας χρέη να εξοφλήσουμε. Και παρατηρούν πως, αντί να εκπληρώνουμε τον όρο της Συνθήκης, με τον οποίο δεσμεύθηκαν τόσο αντικανονικά, εμείς, έτσι κι’ αλλιώς, παίρνουμε τα χρήματά τους και τα κρατάμε για τους εαυτούς μας. Μπορούμε να αμφιβάλλουμε για τα αισθήματά τους;
Είναι απολύτως αληθές, ότι κάτω από το βάρος που θέσαμε σ’αυτό το μικρό και πενόμενο νησί, ο κυπριακός λαός κατέρρευσε. Παρ’όλο που επιβλήθηκε η πιο σκληρή οικονομία, παρ’όλο που όλα τα δημόσια έργα παραμελήθηκαν και ολόκληρη η δημόσια διοίκηση περικόπηκε σε σημείο λιμοκτονίας, ουδέποτε πετύχαμε τίποτα παραπάνω από τον Σουλτάνο. Τους αποσπάσαμε ολόκληρο τον φόρο των 92.800 λιρών και, ως αποτέλεσμα, προχωρήσαμε στο να μεταχειριζόμαστε την Κύπρο, ωσάν να ήταν ένα μη οικονομικά αυτάρκες προτεκτοράτο. Τέθηκε υπό τον πλέον αυστηρό έλεγχο του Θησαυροφυλακείου. Το προϊόν όλων των οικονομιών της -παρ’όλη την αυτοθυσία των Κυπρίων- και κάθε περίσσευμα, όσο αξιοθρήνητα μικρό και να ήταν, τα κατάσχαμε στο τέλος κάθε οικονομικού έτους. Η διαφορά ανάμεσα στα ποσά που είχαν εισπραχθεί και, αθροιστικά, στην δαπάνη για την δημόσια διοίκηση και σε ολόκληρο τον φόρο, εμφανίζονταν, στη συνέχεια, ως επιχορήγηση και οι λογαριασμοί παρουσιάζονταν στην Βουλή, με τρόπο που έκανε οποιονδήποτε να υποθέτει ότι, στην πραγματικότητα, η Κύπρος ζούσε με βρετανικό χρήμα. Αυτή η εξοργιστική και ανήθικη τακτική διήρκεσε 27 χρόνια. Σ’αυτό το χρονικό διάστημα, πετύχαμε να αποσπάσουμε από το κατεστραμμένο νησί, 60.000 λίρες το χρόνο, κατά μέσο όρο, ή, περίπου, 1.600.000 λίρες, συνολικά.
Στις αρχές του 1906, το υπουργείο Αποικιών επέστησε την προσοχή του υπουργού των Οικονομικών (Chancellor of the Exchequer) σχετικά με την αξιοθρήνητη κατάσταση του νησιού, την αργή του πρόοδο, κάτω από την βρετανική κατοχή, τους ανυπόφορους οικονομικούς περιορισμούς, υπό τους οποίους τελούσε, και το αχρείο σύστημα, κατά το οποίο κάθε τοπικό οικονομικό περίσσευμα ή αποταμίευμα, διοχετεύονταν αποκλειστικά στην μείωση της συνολικής επιχορήγησης. Τότε ο υπουργός αποφάσισε -και επρόκειτο για φιλελεύθερη απόφαση- να δώσει αυτό που το Θησαυροφυλάκειο αποκαλεί μία "σταθερή επιχορήγηση 50.000 λιρών ετησίως", έτσι ώστε τα οικονομικά περισσεύματα και αποταμιεύματα, εγγυημένα πάνω σ’αυτή την βάση, να ρέουν προς όφελος του νησιού. Με άλλα λόγια, υποσχεθήκαμε στην Κύπρο, ότι δεν θα την υποχρεώσουμε να εισφέρει στην εξόφληση καθαρά βρετανικών χρεών, με περισσότερο από 42.800 λίρες ετησίως. Αυτό είναι το καθεστώς που ισχύει σήμερα, παρ’όλον ότι δεν πρέπει να λησμονείται πως πρόκειται για ρύθμιση που ισχύει για τρία χρόνια, εκτός και αν η γενναιοδωρία μας φθάσει πολύ μακριά.
Winston Churchill και Κύπρος: Ένα άγνωστο κείμενο του 1907
1Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !