«Οὐκ ἐσμὲν τῶν Πατέρων σοφώτεροι»
Ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
μὲ ἀφορμὴ τὴν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
κ. Βαρθολομαίου στὴ Μεγίστη Λαύρα
Τὸ παρὸν κείμενο περιλαμβάνει (α) εἰσαγωγή, (β) διάγραμμα τῆς ἐπιχειρηματολογίας τῆς ὁμιλίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στὴν Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας, τὴν 7η Ὀκτωβρίου τρ.ἔ., (γ) ἀναίρεση τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ κ. Βαρθολομαίου (σὲ 8 παραγράφους), (δ) ἐνδεικτικὴ ἐπισήμανση αἱρέσεων στὰ κείμενα τῶν οἰκουμενικῶν διαλόγων καὶ τῶν οἰκουμενιστῶν, δηλ. (1) τοῦ κειμένου τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (2006) καὶ (2) θέσεως τοῦ Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου, (ε) ἐπίλογο καὶ (στ΄) σύνοψη τοῦ παρόντος κειμένου.
"ΟΥΚ ΕΣΜΕΝ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΣΟΦΟΤΕΡΟΙ"
ΣΥΝΑΞΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ
«Οὐκ ἐσμὲν τῶν Πατέρων σοφώτεροι»
Ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
μὲ ἀφορμὴ τὴν ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
κ. Βαρθολομαίου στὴ Μεγίστη Λαύρα
Τὸ παρὸν κείμενο περιλαμβάνει (α) εἰσαγωγή, (β) διάγραμμα τῆς ἐπιχειρηματολογίας τῆς ὁμιλίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου στὴν Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας, τὴν 7η Ὀκτωβρίου τρ.ἔ., (γ) ἀναίρεση τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ κ. Βαρθολομαίου (σὲ 8 παραγράφους), (δ) ἐνδεικτικὴ ἐπισήμανση αἱρέσεων στὰ κείμενα τῶν οἰκουμενικῶν διαλόγων καὶ τῶν οἰκουμενιστῶν, δηλ. (1) τοῦ κειμένου τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (2006) καὶ (2) θέσεως τοῦ Μητροπολίτου Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρου, (ε) ἐπίλογο καὶ (στ΄) σύνοψη τοῦ παρόντος κειμένου.
A. Εἰσαγωγὴ
Καθὼς ἤδη εἴχαμε προαναγγείλει στὴ σύντομη ἀνακοίνωση ποὺ ἐκδόθηκε ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στὴν Ἱ. Μ. Μεγίστης Λαύρας Ἁγίου Ὄρους, τὸ Σάββατο 7 Ὀκτωβρίου, προβαίνουμε σὲ ἐκτενῆ ἀνάλυση καὶ κριτικὴ τῆς ὁμιλίας του, τῆς ἀντιφωνήσεως, δηλαδή, πρὸς τὸν Πανοσιολογιώτατο Ἡγούμενο τῆς Μονῆς π. Πρόδρομο.
Ὅπως ἔχει ἤδη ἐπισημανθῆ σὲ παλαιότερα κείμενα, ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καλύπτεται ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους, ὡς «ἀγαπισμός»· οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἀναφερόμενοι στὴν ἀρχαία μορφὴ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δηλαδὴ στὴν αἵρεση τῆς «Γνωσιμαχίας», ἐπεσήμαναν ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν αἱρετικὴ περιφρόνηση τῶν δογμάτων, χάριν δῆθεν τῶν καλῶν πράξεων. Χαρακτηριστικῶς ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στὸν ὁποῖον ἀργότερα παραπέμπει καὶ ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης[1], γράφει στὸ σύγγραμμά του Περὶ αἱρέσεων: «Γνωσιμάχοι· ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἀνθίστανται σὲ κάθε γνώση τοῦ χριστιανισμοῦ, καθὼς λέγουν ὅτι “ἐκεῖνοι ποὺ ἀναζητοῦν κάποιες γνώσεις στὶς θεῖες Γραφές κάνουν κάτι περιττό· διότι δὲν ζητεῖ τίποτε ἄλλο ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ Χριστιανὸ παρὰ καλὲς πράξεις. Εἶναι λοιπὸν καλύτερο νὰ πορεύεται κανεὶς μὲ περισσότερη ἁπλότητα καὶ νὰ μὴ πολυπραγμονεῖ γιὰ κανένα δόγμα διαπραγματεύσεως γνώσεων”»[2]. Δυστυχῶς, ἡ ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ἐκφράζει αὐτὸν τὸν ἀγαπισμὸ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τονίζουσα ἐμφαντικῶς τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ὑπακοή καὶ παρασιωπῶσα τεχνηέντως τὴν ἀξία τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως καὶ τὴν ἐμμονὴ σὲ αὐτά, ἀρετὴ ἐπαινούμενη ἀπὸ τοὺς Πατέρες[3]· πολὺ χειρότερα, ὅμως, ἀποκρύπτει ὅσα φοβερὰ ἔχουν διαπραχθῆ εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως στὸ πλαίσιο τῆς οἰκουμενικῆς κινήσεως τῶν τελευταίων δεκαετιῶν. Ἀληθῶς, θὰ δείξει ἐν συντομίᾳ τὸ παρακάτω κείμενο, παρουσιάζοντας «ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα», ὅτι ἡ πατριαρχικὴ ὁμιλία, παρὰ τὶς διαβεβαιώσεις γιὰ τὸ ἀπαρασάλευτον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, μαρτυρεῖ εἴτε ἄγνοια τῆς ἐκκλησιολογίας καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, εἴτε ἀνεξήγητη λησμοσύνη τῶν φοβερῶν πτώσεων τῶν ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν σὲ ἔγγραφη ἀρνησιπιστία ἢ ἑτεροδοξία. Ἡ μόνη τρίτη ἐκδοχή, τὴν ὁποίαν δὲν θὰ ἤθελε κανεὶς νὰ παραδεχθῆ, εἶναι ὅτι ὁ συντάκτης τῆς ὁμιλίας ἐμπαίζει τοὺς ἀκροατές, ἰσχυριζόμενος ὅτι ὁ διάλογος μὲ τοὺς ἑτεροδόξους – κατὰ τὸν τρόπο ποὺ τώρα διενεργεῖται – προβάλλει καὶ ὁμολογεῖ τὴν Ὀρθοδοξία, καθὼς πρέπει, πρὸς σωτηρίαν.
Ὅτι ἡ ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στὴ Μεγίστη Λαύρα διακρίνεται μεταξὺ τῶν λοιπῶν δώδεκα ὁμιλιῶν του στὸ Ἅγιον Ὄρος, εἶναι ἐμφανέστατο ἀπὸ τὸν σωφρονιστικό της τόνο· τὸν ὁποῖον μάλιστα ὁ κ. Βαρθολομαῖος δὲν βρῆκε ἀρκετὰ ἐπιτιμητικὸ καὶ ἔτσι τὸν ἐνίσχυσε μὲ δικές του, ἐκτὸς κειμένου, σὲ ἔντονο ὕφος ἐπισημάνσεις καὶ διευκρινίσεις, ὥστε οἱ ἀκούοντες παραδοσιακοὶ («ζηλωτὲς») νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι περὶ ἐκείνων πρόκειται! Ἐπειδὴ στὴν ὁμιλία τοῦ Παναγιωτάτου ἐθίγησαν ποικίλα θέματα, ἐκκλησιολογικὰ καὶ πνευματικά, ἀλλὰ μὲ συγκεκριμένη κατεύθυνση, ἀναγκαζόμεθα νὰ ἐπισημάνουμε καὶ νὰ ἐξηγήσουμε τὴν μονομέρεια τῆς θεματολογίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ὀπτικῆς, τῆς συγκεκριμένης ἐπιχειρηματολογίας τοῦ κ. Βαρθολομαίου.
Ἡ ἐνέργειά μας αὐτὴ εἶναι σὲ πλήρη, ταπεινή βεβαίως καὶ ἀνάξια, ἐναρμόνιση μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, κτίτορος τῆς Μεγίστης Λαύρας: «Μὴ προτιμήσεις ἀπὸ τὸ συμφέρον τῆς ἀδελφότητος κανένα πρόσωπο ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν παρόντα αἰῶνα ὑπερέχει καὶ ἐξουσιάζει· μήτε νὰ ὑποχωρήσεις ἀπὸ τὸ νὰ προσφέρεις τὴ ζωή σου, ἀκόμη καὶ μέχρις αἵματος, πρὸς φύλαξη τῶν θείων νόμων καὶ ἐντολῶν»[4].
B. Σύντομο διάγραμμα της ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, μετὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς ὁμιλίας, ἀσχολήθηκε ἐν πρώτοις ἐκτενῶς μὲ τὸ θέμα τῆς ὑπακοῆς, παραπέμποντας στὶς διδαχὲς τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, καὶ τόνισε βάσει τῶν διδαχῶν αὐτῶν ὅτι πρέπει ἡ ὑπακοὴ πρὸς τὸν προεστῶτα νὰ τηρεῖται, ὄχι μόνον ὅταν μᾶς ἀποτρέπει ἀπὸ τὰ κακά, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὰ ἐπαινετὰ πρέπει νὰ πράττουμε χωρὶς τὴν γνώμη του: «Mὴ μόνων τῶν ἀτόπων κατὰ τὴν συμβουλὴν τοῦ προεστῶτος ἀπέχεσθαι, ἀλλὰ μηδὲ αὐτὰ τὰ ἐπαινετὰ χωρὶς τῆς ἐκείνου γνώμης ποιεῖν καταδέχεσθαι». Ἐπίσης ὅτι ἡ ὑπακοὴ ὑπερέχει τῆς ἀσκήσεως: «ὁ δὲ τῆς ὑπακοῆς μισθὸς μείζων τοῦ κατὰ τὴν ἐγκράτειάν ἐστι κατορθώματος».
Κατὰ δεύτερον λόγον ὁ Πατριάρχης, πάντοτε κατὰ τὶς νουθεσίες τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, ἀναφέρθηκε στὴν ἀγάπη καὶ στὴν ὁμόνοια, ὡς «δεύτερον ὅρον τῆς μοναχικῆς τελειώσεως», καὶ ἔψεξε τὴ δημιουργία διχοστασιῶν καὶ ἐρίδων, καὶ «μερικῶν (τμηματικῶν δηλ.) φιλιῶν καὶ ἑταιρειῶν», ὡς παραγόντων φθορᾶς τῶν μοναχικῶν κόπων καὶ μόχθων, οἱ ὁποῖοι ἐμφιλοχωροῦν στὶς μοναστικὲς ἀδελφότητες «ἐξ ἐγωισμοῦ καὶ φιλοδοξίας ὡρισμένων» Μοναχῶν.
Ἀναφέρθηκε ἐπίσης καὶ στὸ θέμα τῆς ὑπὸ τῶν Μοναχῶν ἐπικρίσεως τῶν ἐν τῷ Μοναχισμῷ Προεστώτων καὶ τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας γιὰ θέματα Πίστεως καί, παραπέμποντας στὸ γνωστὸ ἁγιογραφικὸ χωρίο «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Ἑβρ. 13, 17), ἀφοῦ πρῶτα μέμφθηκε τὴν πλάνη αὐτὴ τῶν Μοναχῶν ὡς συμβαίνουσαν «ἐκ συναρπαγῆς, ἀπροσεξίας καὶ τῆς τοῦ πονηροῦ ἐπηρείας», διαβεβαίωσε τοὺς ἀκροωμένους Μοναχοὺς ὅτι φέρει «ἀπόλυτον συνείδησιν τῆς εὐθύνης τὴν ὁποίαν» φέρει «μετὰ τοῦ ἀρχιερατικοῦ καὶ πατριαρχικοῦ ὠμοφορίου ἐπὶ τῶν ὤμων» αὐτοῦ καὶ συνεπῶς ἀξίζει τῆς τοιαύτης ὑπακοῆς. Ὡς ἀπόδειξη τῆς ὁμολογιακῆς στάσεώς του στοὺς διαλόγους, ὁ Πατριάρχης ἀνέφερε τὴν ἐπικριτική του στάση πρὸς τοὺς παπικοὺς σὲ ὁμιλία του στὸ Ρωμαιοκαθολικὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Georgetown τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1997.
Ἐν συνεχείᾳ ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἀναφέρθηκε στὸν διάλογο τοῦ Κυρίου πρὸς τὴ Σαμαρείτιδα καὶ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πρὸς τοὺς Μωαμεθανούς, ὡς ἁπτὰ παραδείγματα τοῦ διαλόγου ἀγάπης, τὸν ὁποῖον καὶ σήμερον διεξάγει ἡ Ἐκκλησία «ἄνευ οἱασδήποτε ἐκπτώσεως ἢ παραχαράξεως τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως», ὅπως κατὰ λέξη εἶπε. Ὡς συνήγορος τῶν ἀτερμόνων διαλόγων χρησιμοποιήθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη καὶ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος συνιστᾷ «πρὸς τοὺς μαθεῖν βουλομένους τὴν ἀλήθειαν, τὸ καλὸν ποιοῦντες ἕως αἰῶνος μὴ ἐκκακῶμεν»[5]. Ἡ ρήση αὐτὴ ἐφάνη τόσο πρόσφορη πρὸς ὑποστήριξη τῶν διαλόγων «εἰς τὸν αἰῶνα», ὥστε χρησιμοποιήθηκε ὑπὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καὶ γιὰ δεύτερη φορὰ στὴ συνέχεια τοῦ λόγου του.
Ἐν κατακλεῖδι ὁ κ. Βαρθολομαῖος ἐπεσήμανε τὴν ὠφέλεια ποὺ ἐνδεχομένως προκύπτει, ὅταν τὰ πορίσματα τῶν συζητήσεων τοῦ διαλόγου μελετῶνται ἀπὸ χιλιάδες ἢ ἑκατομμύρια ἑτεροδόξους καὶ τοὺς πληροφοροῦν περὶ τῆς Ὀρθοδοξίας· ὑπενθύμισε τὸ περιστατικὸ ἐκ τοῦ Γεροντικοῦ, κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἀπαξιωτικὸς τρόπος συμπεριφορᾶς ἑνὸς νέου Μοναχοῦ πρὸς ἕνα εἰδωλολάτρη ἱερέα εἶχε ἀρνητικὲς συνέπειες, ἐνῷ ὁ καλὸς τρόπος τοῦ Γέροντος Μοναχοῦ, στὴ συνέχεια τῆς διηγήσεως, προσείλκυσε τὸν εἰδωλολάτρη στὴν Ἐκκλησία.
Τέλος, στὴν καταληκτήρια ἀποστροφὴ τοῦ λόγου του ὁ Πατριάρχης, μεριμνώντας μήπως δὲν κατανοηθῆ τὸ γιατὶ ἐτόνισε τὴν ὑπακοὴ εἰδικῶς στὴ Μεγίστη Λαύρα, ὑπογράμμισε -ἐν μέρει ἐκτὸς κειμένου- τὸ κῦρος τῆς θέσεως τῆς Λαύρας, ἕνεκα τοῦ ὁποίου δὲν ἐπιτρέπεται νὰ παρασύρεται αὐτὴ ἀπὸ Μονὲς μικροτέρου κύρους, καὶ ὀνομαστικῶς ὑπὸ τῆς «σχισματικῆς Ἐσφιγμένου», οὔτε νὰ καθίσταται οὐραγὸς σὲ ἐνέργειες διασπαστικὲς τῆς ψυχικῆς καὶ πνευματικῆς ἑνότητος μεταξὺ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ Ἁγίου Ὄρους· ὑπενθύμισε ὅτι εἶναι ἔργο τῶν πονηρῶν πνευμάτων οἱ κακοὶ λογισμοὶ καὶ οἱ κακὲς πράξεις, καὶ παραθέτοντας χωρίο τῆς Β΄ Πρὸς Κορινθίους (10,3-6), ὅπου γίνεται λόγος περὶ τιμωρίας τῆς ἀνυπακοῆς, κατέληξε μὲ τὸν ἐπίλογο τῆς Ἐπιστολῆς Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, περὶ τῆς ἀξίας τῆς μεταστροφῆς «ἁμαρτωλοῦ ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ», ἡ ὁποία μεταστροφὴ «σῴζει ψυχὴν ἐκ θανάτου καὶ καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν» (5,19-20).
Μετὰ ταῦτα ὁ κ. Βαρθολομαῖος, ἀφοῦ ἀρνήθηκε ὅτι προωθεῖ ἀπροϋπόθετη «ἕνωσιν τῶν Ἐκκλησιῶν»(sic) καὶ ὅτι παραβλέπει τὶς διαφορὲς ποὺ ἐμποδίζουν τὴν ἕνωση, ὑπενθύμισε τὶς γνωστὲς φράσεις, οἱ ὁποῖες πάντοτε χρησιμοποιοῦνται παρερμηνευόμενες ὑπὸ τῶν Oἰκουμενιστῶν, δηλαδὴ τὴν αἴτηση «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία, καὶ τὸ «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν», ἀπὸ τὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ τοῦ Κυρίου στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον. Τόνισε ἀκόμη ὅτι, παρὰ τὴν ἐνδεχόμενη παρουσία κακοπροαιρέτων συνομιλητῶν, δὲν ἀποκλείεται νὰ ἑλκυσθοῦν πρὸς τὴν ἀλήθεια οἱ καλοπροαίρετοι, μέσῳ τῆς ἀναγνώσεως τῶν κειμένων ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὸ διάλογο. Πολὺ σημαντική, ἀλλὰ διφορούμενη, ὑπῆρξε ἡ διαβεβαίωση τοῦ Πατριάρχου ὅτι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν ἕνωση εἶναι ἡ ταυτότητα τῆς Πίστεως.
Γ. Γιατὶ ἡ πατριαρχικὴ ὁμιλία ἀφίσταται τῆς πραγματικότητος καὶ τῆς ἀληθείας
Ἡ ὁμιλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου θὰ μποροῦσε νὰ φαίνεται πληρεστάτη καὶ ὀρθοδοξωτάτη σὲ ὅποιον δὲν γνωρίζει τὰ συμβαίνοντα στὸν διαχριστιανικὸ ἢ διαθρησκειακὸ διάλογο ἢ τὶς ἐκκλησιολογικὲς λεπτομέρειες, ποὺ περιβάλλουν τὸ θέμα τῆς ἐμφανίσεως μιᾶς αἱρέσεως. Δυστυχῶς, ἡ πραγματικότης δὲν ἐπιτρέπει τὴν πολυτέλεια νὰ εἴμεθα ἀφελεῖς· πλὴν τούτου, ἡ ἔντυπη καὶ ἠλεκτρονικὴ γραμματεία ποὺ ἀκολούθησε τὴν «Ὁμολογία Πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» (τὴν ἄνοιξη τοῦ 2009) ἐπιλύει ἐπαρκῶς τόσο τὸ ψευδὲς δίλημμα τῶν οἰκουμενιστῶν προεστώτων «τυφλὴ ὑπακοὴ καὶ ἐμπιστοσύνη ἢ ... θάνατος (πνευματικός καὶ ἐκκλησιαστικός)», ὅσο καὶ ἄλλες συναφεῖς πτυχές.
Τὸ περιεχόμενο τῆς πατριαρχικῆς ὁμιλίας θὰ κριθῆ ἐν συνεχείᾳ βάσει μόνης τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως· πάντως, καὶ μόνη ἡ φράση τοῦ Πατριάρχου περὶ «ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν» (!;) εἶναι ἐνδεικτικὴ ἐκκλησιολογικῆς παρεκκλίσεως καὶ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀνησυχία μας. Διότι οἱ Ὁρθόδοξες Ἐκκλησίες, δηλ. ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, εἶναι πάντοτε ἑνωμένες, ὡς Σῶμα Χριστοῦ (διότι «ὁ Χριστὸς οὐ μεμέρισται», ἀφοῦ μάλιστα «πᾶσα βασιλεία μερισθεῖσα καθ΄ ἑαυτὴν ἐρημοῦται καὶ οὐ σταθήσεται»[6])· ὅσες κοινότητες χρῄζουν ἑνώσεως μὲ τὴν Ἀλήθεια, ἁπλῶς δὲν εἶναι Ἐκκλησίες, ἀλλ’ αἱρέσεις, ἂν βέβαια ἐκκλησιολογοῦμε ὀρθοδόξως καὶ ὄχι προτεσταντικῶς.
Γ.1. Περὶ ἀδιακρίτου ὑπακοῆς
Σὲ ὅσα ὀρθῶς, ἀλλὰ ἐλλιπῶς, ἐπεσήμανε περὶ τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς τῶν Μοναχῶν ὁ λόγος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὑπάρχει καὶ μία ἀπαραίτητη προϋπόθεση ποὺ δὲν ἀναφέρθηκε: ἡ ὀρθότητα τῆς Πίστεως. Ὅταν ὁ Ἡγούμενος ἢ ὁ Ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὁ Μοναχὸς ἢ ὁ ἁπλὸς πιστὸς ὄχι ἁπλῶς δικαιοῦται, ἀλλ’ ἐπιβάλλεται νὰ ἀντιταχθῆ, ὑποστηρίζοντας τὴν ἀλήθεια.
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος καταθέτει χαρακτηριστικῶς στὴν πνευματική του διαθήκη: «Πραγματικά, σὲ θέματα ποὺ δὲν σημειώνεται παράβασις ἐντολῆς Θεοῦ ἢ ἀποστολικῶν Κανόνων καὶ διατάξεων, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ὑπακούετε καθ΄ὅλα καὶ ὀφείλετε νὰ πείθεσθε σ’ αὐτὸν [στὸν Ἡγούμενο], ὡς στὸν Κύριο. Σὲ ὅσα ὅμως κινδυνεύουν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ νόμοι τῆς Ἐκκλησίας του, ὄχι μόνο σ’ αὐτὸν δὲν πρέπει νὰ πείθεσθε, ὅταν παραινῇ καὶ σᾶς διατάσσῃ, ἀλλ΄ οὔτε σὲ ἄγγελο ποὺ μόλις ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ εὐαγγελίζεται σὲ σᾶς διαφορετικὰ ἀπ’ ὅ,τι εὐαγγελίσθηκαν οἱ αὐτόπτες τοῦ Λόγου»[7]. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος -λόγια τοῦ ὁποίου ὁ κ. Βαρθολομαῖος χρησιμοποίησε πρὸς ὑποστήριξη ἑαυτοῦ- τὴν ἴδια ἀνυπακοὴ μᾶς συνιστᾷ: «Δὲν συναντᾶς σὲ ὅποιον συνδέεται μὲ αὐτὴν [μὲ τὴν ὑπακοὴν] μῖσος οὔτε κάποια μορφὴ ἀντιλογίας οὔτε καμμία ὀσμὴ ἀπειθαρχίας, ἐκτὸς ἂν τυχὸν πρόκειται γιὰ θέματα Πίστεως»[8].
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ Μοναχισμοῦ - κωνσταντινουπολιτικοῦ καὶ μὴ - στὸ θέμα τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς, ποὺ προέβαλε μονομερῶς καὶ ἐπιλεκτικῶς ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. Ὑπάρχει, ὄντως, κακὴ ὑπακοὴ καὶ ἁγία ἀνυπακοή, ὅπως μὲ πατερικὲς μαρτυρίες κατοχυρώνει ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης, Ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, σὲ σχετικὸ ἔργο του[9].
Ἀκόμη καὶ ἡ ὑπακοή, κατὰ τὴ γραφικὴ ρήση ποὺ ἐπρότεινε ὁ κ. Βαρθολομαῖος, «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», δὲν εἶναι ἀπροϋπόθετη· προϋποθέτει κι αὐτή, στὴ συνάφειά της, ὅτι οἱ Ποιμένες «ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν» (Ἑβρ. 13,17) καὶ ὅτι - καθὼς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει ἀλλοῦ - εἶναι ἄξιοι νὰ μιμηθοῦμε ἐμεῖς τὴν πίστη τους, «ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς» τους (Ἑβρ. 13, 7). Δυστυχῶς, μόνον στὴν περιφρόνηση τῶν θείων Κανόνων καὶ τῶν ἱερῶν Δογμάτων θὰ ὁδηγηθοῦμε, ἐὰν μιμηθοῦμε τοὺς σημερινοὺς Προκαθημένους καὶ Προεστῶτες, ἐκτὸς ἐλαχίστων περιπτώσεων. Ὡστόσο, περὶ τῶν ἱερῶν Κανόνων τὸ ἀληθὲς συνοδικὸ φρόνημα διετύπωσε, ὅτι εἶναι ἴσου κύρους καὶ τιμῆς μὲ τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια καὶ τὴν Ἁγία Γραφή, ὅπως διετύπωσαν μὲ ὁμοφωνία - μεταξὺ πολλῶν ἄλλων μαρτυριῶν - οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς στὰ 1716/ 1725[10]. Δυστυχῶς, ὁ κ. Βαρθολομαῖος, ἀκολουθῶν τὶς καινοφανεῖς ἀπόψεις ποὺ διατύπωσε περὶ τῶν ἱερῶν Κανόνων στὴ διδακτορική του διατριβή[11], καταπατεῖ καὶ τοὺς ἱ. Κανόνες καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, ὅπως φαίνεται σταθερῶς στὶς συμπροσευχές καὶ στὰ κείμενα τοῦ διαλόγου. Πῶς μποροῦν νὰ ἀπαιτοῦν ὑπακοὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους αὐτοὶ ποὺ πρῶτοι τὴν ἀθετοῦν ἔναντι τῆς Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας; «Ὃς ἐν νόμῳ καυχᾶσαι, διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις;»[12]
Γ.2. Περὶ ὁμονοίας καὶ εἰρήνης
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἐτόνισεν ἐπίσης τὴ σημασία τῆς ὁμόνοιας καὶ τῆς εἰρήνης σὲ μιὰ μοναστικὴ ἀδελφότητα. Δὲν κατανοοῦμε πόθεν ἀφορμώμενος ἢ παρακινούμενος ἔκανε εἰδικῶς στὴν εἰρηνεύουσα Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας αὐτὴ τὴν ἐπισήμανση. Ἐπειδὴ ὑπάρχουν ἐκεῖ Μοναχοί, οἱ ὁποῖοι, ὑπακούοντες στὰ κελεύσματα τῶν Ἁγίων, ἐκφράζουν τὴ δυσαρέσκειά τους γιὰ τὶς ἐκπτώσεις ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, ἐνῷ κατὰ τὰ λοιπὰ ἡ διαγωγή τους εἶναι ἐντὸς τῆς πρεπούσης μοναχικῆς διαγωγῆς καὶ ὑπακοῆς; Τὸ ἀπ’ αἰῶνος ὅμως φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι διαταράκται τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰρήνης καὶ ὁμονοίας εἶναι οἱ εἰσηγηταὶ «καινῶν δαιμονίων», καὶ ὄχι οἱ ὑπεραμυνόμενοι τῆς Παραδόσεως, καθὼς διατυπώνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος· «Παραγγέλλομεν δ’ ὑμῖν, ἀδελφοί, ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπὸ παντὸς ἀδελφοῦ ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν ἣν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν»[13] καὶ «Ἐγὼ πέποιθα εἰς ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ ὅτι οὐδὲν ἄλλο φρονήσετε· ὁ δὲ ταράσσων ὑμᾶς βαστάσει τὸ κρίμα, ὅστις ἐὰν ᾖ»[14].
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέγει ἐπὶ λέξει τὰ ἑξῆς ταιριαστὰ γιὰ τὸ ποιοί εἶναι πράγματι οἱ ταραξίες τῆς Ἐκκλησίας: ««Δὲν εἴμαστε ἀποσχιστές, θαυμαστέ, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ (ποτὲ νὰ μὴ τὸ πάθουμε αὐτό!) [...] Τὸ νὰ ταράζει καὶ νὰ ἀποσχίζεται κανεὶς ἀπὸ Αὐτὴν [τὴν Ἐκκλησία], ἡ ὁποία ἀληθῶς δὲν ἔχει καμμία κηλίδα ἢ ρυτίδα ὅσον ἀφορᾷ στὴν Πίστη καὶ τοὺς ὁρισμοὺς τῶν Κανόνων ἀπ’ ἀρχῆς τοῦ αἰῶνος καὶ μέχρι τώρα, ἀνήκει σὲ ἐκείνους, ποὺ ἡ πίστη τους ἔχει μέσα κάτι διάστροφο καὶ ἡ ζωή τους εἶναι σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς Κανόνες καὶ τοὺς θεσμούς [...] Γι’ αὐτὸ γνώριζε ὅτι δὲν εἶναι σχίσμα τῆς Ἐκκλησίας [ὁ ζῆλος μας] ἀλλ’ ἐπικράτηση τῆς ἀληθείας καὶ ὑπεράσπιση τῶν θείων νόμων· τὸ ἀντίθετο, ὅπως ἤδη εἶπε καὶ ἡ τιμιότητά σου, εἶναι διάσπαση τῆς ἀληθείας καὶ ἡ παράλυση τῶν Κανόνων»[15].
Ὅμως καὶ ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, ἐπίσης χρησιμοποιηθεὶς ὡς μάρτυς ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου, πλὴν τῶν παραινέσεων περὶ ὑπακοῆς, εἶναι σαφὴς καὶ περὶ τοῦ πνεύματος τῆς ἑνότητος τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ διακατέχει μίαν Μοναστικὴν Ἀδελφότητα, λέγων ὅτι προϋπόθεση βασικὴ αὐτῆς τῆς ἑνότητος εἶναι ἡ ὁμοφωνία τῆς Πίστεως· ἀφοῦ δηλαδὴ ὁ Ἅγιος τονίσει ἐμφαντικῶς ὅτι δὲν πρέπει νὰ κάνουν οἱ Λαυρεῶτες Μοναχοὶ διάκριση μεταξὺ ἑαυτῶν καὶ τῶν ἐπηλύδων Μοναχῶν ὡς «ξενοκούρων», διευκρινίζει ὅτι πρὸς τοῦτο προϋποτίθεται ἡ ταυτότητα τῆς Πίστεως. Ἔτσι, ἡ διαφορὰ τῶν Μοναχῶν ἔγκειται ὄχι στὶς Μονές, ἀλλὰ στὴν ἀρετή: «Ἀλλοφύλου γὰρ μὴ τυγχάνοντος [τοῦ Μοναχοῦ], μὴ ἑτεροδόξου, [...] τοῦ δόγματος ἀμφοτέρων ὑγιοῦς ὄντος [...], τί διενήνοχεν οὗτος ἐκείνου, ὅσον κατὰ τὴν ἐν τόπῳ τοῦ ἐπαγγέλματος καὶ σχήματος ἀνάληψιν; [...] εἰ γὰρ ἐνὸς Χριστοῦ ἐσμεν ἅπαντες, ὥσπερ οὖν καί ἐσμεν τῇ αὐτοῦ χάριτι, καὶ μητρὸς μιᾶς, τῆς ἁγίας τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας, τῆς τε πίστεως τῆς αὐτῆς καὶ ἑνὸς ἐπαγγέλματος, μὴ ἔριδες ἔστωσαν ἐν ὑμῖν μηδὲ καλείσθω ὁ μὲν ξένος, ὁ δὲ οἰκειότατος, μόνη δὲ ἡ ἀρετὴ προτιμητέα»[16]. Συνεπῶς, ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος γνωρίζει τὴν ἐκ τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως σταθερὴ ἐκκλησιολογικὴ θέση, ὅτι ἀπαιτεῖται πρὸ τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ὁμονοίας ἡ διαπίστωση καὶ βεβαιότητα περὶ τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς Ἀδελφότητος καὶ τοῦ Προεστῶτος, πρᾶγμα καθαρώτατα διευκρινισμένο καὶ μάλιστα στὸ Μοναχισμὸ τῆς Βασιλευούσης ΚΠόλεως.
Γ.3. Περὶ ἐπικρίσεως τῶν Προεστώτων
Τὸ ὅτι ἡ κατάκριση εἶναι ἁμάρτημα φοβερό, μᾶς τὸ παραδίδει ὅλη ἡ ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση. Ὅμως, ἐπειδὴ ἡ ἀρετὴ εἶναι μεσότης καὶ πορεύεται σὲ λεπτὲς ἰσορροπίες, ὑπάρχουν ἐξαιρέσεις στὴ γενικὴ ἀρετὴ τῆς ἀποφυγῆς τῆς κατακρίσεως· ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ κρίση κατὰ τοῦ Προεστῶτος (ἐννοεῖται ἄνευ ἐμπαθείας) γιὰ θέματα Πίστεως, παρὰ τὸ ὅτι ἀπαγορεύεται γιὰ θέματα ἤθους· «Πῶς λοιπὸν ὁ Παῦλος λέγει “Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε;” Διότι, ἀφοῦ πιὸ πάνω εἶπε “τῶν ὁποίων βλέποντες τὴν ἔκβαση τῆς ζωῆς, μιμεῖσθε τὴν πίστη τους”, τότε εἶπε “Πειθαρχεῖτε στοὺς ἡγουμένους σας καὶ ὑπακούετε”. Τί γίνεται λοιπόν, λέγει, ὅταν εἶναι πονηρὸς καὶ δὲν πειθαρχοῦμε; Πονηρός, πῶς τὸ ἐννοεῖς; Ἂν ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως, ἀπόφευγε καὶ παράτησέ τον, ὄχι μόνον ἂν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλὰ κι ἂν εἶναι ἄγγελος ποὺ κατέρχεται ἐξ οὐρανοῦ[17]... Ἀλλά ὅταν εἶναι στὴν πίστη [πονηρός] οὔτε εἶναι φανερὸ σὲ ὅλους, κι ὁ πονηρὸς δὲν θὰ σταματήσει νὰ διδάσκει. Διότι καὶ τὸ “Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε” εἶναι γιὰ τὸν βίο καὶ ὄχι γιὰ τὴν πίστη»[18].
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, γράφοντας κατὰ τῆς ἐπικρίσεως, καὶ δὴ τῶν Ποιμένων, σημειώνει τὴν ἐξαίρεση τῶν περὶ Πίστεως θεμάτων[19], γράφοντας: «Ἄλλος εἶναι ὁ γνώστης καὶ ἐξεταστὴς τῶν κρυπτῶν. Νὰ ἔχεις ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ σου, ὅτι ὁ καθένας εἶναι ἀνώτερός σου καὶ παραχώρησε τὴν κρίση στὸν δίκαιο Κριτή· πρέπει πάντως ὁ Ἱερεὺς νὰ μὴ σφάλλει στὰ δόγματα περὶ τοῦ Θεοῦ· ὅμως γιὰ τὰ ὑπόλοιπα δὲν εἶσαι σὺ δικαστής» [20]. Ὁ Ἅγιος Μελέτιος ὁ Γαλησιώτης, ἐπίσης, ὁ ὁποῖος στὸ σύγγραμμά του Ἀλφαβηταλφάβητος περιέλαβε ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ διδασκαλία, γράφει τὰ ἑξῆς περὶ τῆς ἐπικρίσεως τῶν δογματικῶν σφαλμάτων τῶν Κληρικῶν: «Ἀλλ΄ ὅμως, φίλε μου, τοὺς ἱερεῖς, ἀκόμη κι ἄν τοὺς βλέπεις σὲ κάτι ἄλλο νὰ ἀνομοῦν, σὲ αἵρεση ὅμως ὄχι, προσκύνα τους καὶ τίμα τους, ὡς τοῦ Χριστοῦ ὑπηρέτες, ὥστε ἐκεῖνοι κατευνάζοντας γιὰ χάρη σου τὸν Πλάστη, νὰ τὸν εὑρίσκουν πρόθυμο στὶς δικές τους ἱκεσίες»[21].
Γ.4. Περὶ τοῦ παραδείγματος τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἁγίων, διαλεγομένων
Ὁ διάλογος τοῦ Κυρίου μὲ τὴ Σαμαρείτιδα εἶναι πλήρης εἰλικρινείας, εἶναι δὲ ἐπίσης ἐλεγκτικός, δύο χαρακτηριστικὰ ποὺ δὲν συναντοῦμε στοὺς σημερινοὺς οἰκουμενικοὺς διαλόγους, οἱ ὁποῖοι οὔτε εἰλικρινεῖς οὔτε ἐλεγκτικοὶ εἶναι, ἀλλὰ ὑποκριτικοὶ καὶ ἀνθρωπάρεσκοι. Διὰ τοῦτο εἶναι παντελῶς ἀτυχὴς ἡ ἐπίκληση τοῦ περιστατικοῦ ἀπὸ τὸν συντάκτη τῆς πατριαρχικῆς ὁμιλίας. Ὁ Κύριος ὄχι μόνον κατέρριψε τὶς ἀπόψεις τῆς Σαμαρείτιδος περὶ τῆς λατρευτικῆς ἀξίας τοῦ ὄρους Γαριζείν, σημειώνοντας ὅτι ἡ σωτηρία προέρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ ἤλεγξε καὶ τὴν ἴδια γιὰ τὴν παράνομη ζωή της[22]. Ἐκτὸς τούτου, οὔτε ὁ Κύριος, ἀλλ’ οὔτε καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ὁμιλοῦντες ἔδειξαν ποτὲ σημεῖα ἀνθρωπαρεσκείας, ἀλλ’ ὁ μὲν Κύριος διεκήρυξε στοὺς ἴσως ἐνοχλουμένους ἀπὸ τὸ κήρυγμά του, «μήτι καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;»[23], ὁ δὲ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος, καθὼς καταδεικνύει καὶ ἡ γεμάτη διωγμοὺς ζωή του, διεκήρυττεν· «οὐ γάρ ἐσμεν ὡς οἱ πολλοὶ καπηλεύοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὡς ἐξ εἰλικρινείας, ἀλλ’ ὡς ἐκ Θεοῦ κατενώπιον τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ λαλοῦμεν» καὶ «λαλοῦμεν οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ Θεῷ τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμῶν»[24].
Ἡ ἀναφορὰ στὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ καὶ στὸ διάλογό του μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, ποὺ ἔγινε λόγῳ τῆς αἰχμαλωσίας του καὶ ὄχι ἀπὸ ἀφελῆ ἢ διπλωματικὴ διάθεση συνδιαλλαγῆς, ἀποτελεῖ ἐπίσης «αὐτεπίστροφον βλῆμα» κατὰ τῆς σημερινῆς οἰκουμενιστικῆς πρακτικῆς. Ὁ κ. Βαρθολομαῖος σὲ ἐπίσκεψή του στὸν Μουσουλμᾶνο Πρόεδρο τῆς Coca-Cola κ. Μουχτὰρ Κέντ, ἀναφερόμενος στοὺς διαθρησκειακοὺς διαλόγους, ἀφοῦ ἀπαξίωσε τὶς θεολογικὲς διαφωνίες ὡς κατὰ κανόνα ἄκαρπες, εἶπε μεταξὺ ἄλλων: «Ἔχω ἕνα μικρὸ ἐνθύμιο - μικρὸ ἀλλὰ καὶ μεγάλο· ἐνθύμιο στὴ Δάφνη καὶ τὸν Μουχτάρ. Εἶναι τὸ ἅγιο Κοράνιο, τὸ ἱερὸ βιβλίο τῶν Μουσουλμάνων ἀδελφῶν μας»[25]. Πῶς εἶναι δυνατόν, λοιπόν, νὰ παραβάλλει τὴν ἰδική του διπλωματία μὲ τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν παρρησία τοῦ ἁγίου Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξεν ἀπολύτως ἀληθὴς διαλεγόμενος πρὸς τοὺς Μουσουλμάνους;
Ἐρώτησαν τὸν Ἅγιο Γρηγόριο γιατί οἱ Χριστιανοὶ δέν δέχονται τὸν Μωάμεθ ὡς προφήτη καὶ δὲν πιστεύουν στὸ Κοράνιο, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὸ βιβλίο ἐξ ἀποκαλύψεως, ἐκ τοῦ οὐρανοῦ. Σήμερα ἡ ἐρώτηση αὐτὴ δὲν θὰ εἶχε νόημα, διότι οἱ Οἰκουμενιστὲς θεωροῦν τὸν Μωάμεθ ὡς προφήτη καὶ τὸ Κοράνιο ὡς βιβλίο «ἅγιο», κατὰ τὸν κ. Βαρθολομαῖο: «Ὑμεῖς δέ πῶς οὐ δέχεσθε τὸν ἡμέτερον προφήτην, οὐδέ, πιστεύετε τῷ τούτῳ βιβλίῳ, ἐξ οὐρανοῦ καὶ αὐτῷ καταβάντι;». Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἐκφράζει τὴν διαχρονικὴ ἐκτίμηση καὶ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχουν ἀπομακρυνθῆ οἱ Οἰκουμενιστές. Δὲν πιστεύουμε στὸν Μωάμεθ, εἶπε, γιατὶ δὲν ὑπάρχει γι᾽ αὐτὸν καμμία προφητικὴ μαρτυρία, ὅπως γιὰ τὸν Χριστό, καὶ γιατὶ δὲν ἔκανε κάτι θαυμαστὸ καὶ ἀξιόλογο ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πίστη. Γι᾽ αὐτὸ δὲν πιστεύουμε οὔτε σ᾽ αὐτὸν οὔτε στὸ βιβλίο του, τὸ Κοράνιο: «Τὸν δὲ Μεχούμετ (= Μωάμεθ) οὔτε παρὰ τῶν προφητῶν εὑρίσκομεν μαρτυρούμενον οὔτε τι ξένον εἰργασμένον καὶ ἀξιόλογον πρὸς πίστιν ἐνάγον. Διὰ τοῦτο οὐ πιστεύομεν αὐτῷ, οὐδὲ τῷ παρ᾽ αὐτοῦ βιβλίῳ». Στὴ συνέχεια τῆς συζητήσεως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἦταν περισσότερο αὐστηρός, μέχρι τοῦ σημείου νὰ συμπεριλάβει τὸν Μωάμεθ μεταξὺ τῶν «ψευδοχρίστων καὶ ψευδοπροφητῶν», γιὰ τοὺς ὁποίους προλέγει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ συνιστᾶ «Μὴ οὖν πλανηθῆτε ὀπίσω αὐτῶν». Ἡ ἐξάπλωση τοῦ Ἰσλάμ ὀφείλεται, κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο, ὄχι στὴν θεϊκὴ εὐλογία καὶ ἀποδοχή, ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ συνομιλητής του, ἀλλὰ στὴ χρήση πολεμικῆς βίας καὶ στρατιωτικῆς ἐπιβολῆς, ὅπως καὶ στὸ ὅτι προτείνει ἡδονικὸ καὶ ἀνήθικο βίο. Οἱ ἀπαντήσεις αὐτὲς ἐξόργισαν τόσο πολὺ τοὺς Μουσουλμάνους ποὺ παρακολουθοῦσαν, ὥστε κινήθηκαν μὲ ἄγριες διαθέσεις ἐναντίον του, ἕτοιμοι νὰ τὸν κακοποιήσουν[26]. Ποιά σχέση λοιπὸν ἔχει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ποὺ συνωμίλησε, ὄχι μὲ δική του πρωτοβουλία μὲ τοὺς Μουσουλμάνους, ἀλλὰ ὡς αἰχμάλωτος, μὲ πλήρη ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ καταδίκη τῆς πλάνης καὶ μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του, πρὸς τοὺς σημερινοὺς διοργανωτὲς τῶν διαλόγων, ποὺ διεξάγονται σὲ πολυτελῆ ξενοδοχεῖα καὶ καταλύματα, μὲ συνεχεῖς ὑποχωρήσεις καὶ συμβιβασμοὺς καὶ προδοσία τῆς ἀληθείας, ὅπως αὐτὲς τὶς ἡμέρες στὴν Ἀσίζη, ὅπου καὶ πάλι οἱ Ὀρθόδοξοι κατεπάτησαν τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ συμπροσευχήθηκαν μὲ ὅλους, ἑτεροθρήσκους καὶ ἑτεροδόξους, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ κ. Βαρθολομαῖος; Μήπως ὑπάρχει καμμία μαρτυρία γιὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ ὅτι συμπροσευχήθηκε μὲ αἱρετικοὺς ἢ ἑτεροθρήσκους; Ἂν δὲν διαβάζουν καὶ δὲν γνωρίζουν τὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων οἱ τῶν διαθρησκειακῶν διαλόγων, ἂς παύσουν νὰ τοὺς ἐπικαλοῦνται καὶ νὰ τοὺς βλασφημοῦν. Διότι, διαφορετικά, διαστρέφουν τὴν ἀλήθεια.
Καὶ ἐνῷ μάλιστα ὁ ἅγιος Γρηγόριος, εὑρίσκοντας ἀφορμὴ τὸν διάλογο αὐτὸ, παρουσίασε στοὺς συνομιλητές του συνοπτικῶς τὴν Τριαδολογία, τὴ Χριστολογία καὶ τὴν θεολογία τῶν ἱ. Εἰκόνων, βάσει τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης σὲ ὁμιλία του στὴν Ἑβραϊκὴ Park East Synagogue (καὶ μάλιστα σὲ πρωτοφανῆ ἐπίσκεψη Πατριάρχου σὲ Συναγωγὴ) ἀντιπαρῆλθε ἐπιμελῶς ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ στὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς Ἀποκαλύψεως, τονίζοντας μόνο κοινὰ σημεῖα Χριστιανισμοῦ καὶ Ἰουδαϊσμοῦ, γεμίζοντας φιλοφρονήσεις τοὺς οἰκοδεσπότες καὶ παραβλέποντας ὅσα ἡ πρώτη Ἐκκλησία στὴν Καινὴ Διαθήκη[27] καὶ οἱ μετὰ ταῦτα Πατέρες διαπιστώνουν γιὰ τὸ φθοροποιὸ ρόλο τοῦ μεταγενεστέρου, ταλμουδικοῦ, Ἰουδαϊσμοῦ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ ὅτι, ἄνευ τῆς πίστεως στὸν Ἰησοῦν ὡς Χριστόν, ὁ Ἰουδαϊσμὸς εἶναι ἐστερημένος σωτηρίας[28]· παρουσίασε τὴ διήγηση τῆς ἐπισκέψεως παρὰ τὴν Δρῦν τοῦ Μαμβρῆ ὄχι ὡς Θεοφάνεια καὶ συμβολισμὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλ’ ἀχρώμως ὡς συμβολισμὸ τῆς «ζωῆς τοῦ Θεοῦ»[29]. Δυστυχῶς, ἐδῶ ἴσως φαίνεται ἡ ἐναρμόνιση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου μὲ τὸ θρησκευτικὸ συγκρητισμὸ τῆς Παγκοσμιοποιήσεως, ὅθεν προῆλθε καὶ ἡ ἐκπληκτικὴ δήλωσή του στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅτι «τό χριστιανικόν ὅραμα τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπότητος ἐκφράζεται πρός τό παρόν διά τῆς τάσεως πρός παγκοσμιοποίησιν»![30]
Ἡ «κλαδεμένη» χρήση τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος δὲν ἑρμηνεύει (καταργώντας) τὸ ρητὸν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ»[31], ὅπως ἐνόμισε ὁ Πατριάρχης, ἀλλὰ προσφέρει ἐναλλακτικὴ λύση σὲ ὅσους αἰσθάνονται νὰ μὴ κινδυνεύουν οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὸ διάλογο μὲ τοὺς αἱρετικούς, καὶ νομίζουν ἐπίσης ὅτι ὑπάρχει καλὴ πρόθεση ἐκ μέρους ἐκείνων. Γράφει ὁ Ὅσιος Ἰωάννης· «πρὸς δὲ τοὺς μαθεῖν βουλομένους τὴν ἀλήθειαν, τὸ καλὸν ποιοῦντες ἕως αἰῶνος μὴ ἐκκακῶμεν· πλὴν κατὰ τὸν στηριγμὸν τῆς καρδίας ἡμῶν ἀμφοτέροις χρησώμεθα»[32]. Ἀκόμη, ἡ ἐδῶ ἑρμηνευτικὴ προσθήκη τοῦ κ. Βαρθολομαίου, «χωρὶς νὰ βαρυνώμεθα ἕνεκα τῆς φαινομενικῆς ματαιότητος τῶν κόπων καὶ τῆς φαινομενικῆς ἀναποτελεσματικότητος τῶν ἡμετέρων προσπαθειῶν», δὲν ἀνήκει στὸν Ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος καὶ σαφῶς δὲν ἀποδίδει, ἀλλ’ ἀντιθέτως ἀλλοιώνει, τὸ νόημα τῶν λεγομένων τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου. Διότι, ἂν ὑπάρχουν ἐνδείξεις «ἀναποτελεσματικότητος καὶ ματαιότητος» τῶν διαλόγων, τότε πῶς διαφαίνεται ἡ καλὴ πρόθεση τῶν συνδιαλεγομένων ἑτεροδόξων, ὅπως προϋποθέτει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος; Σημεῖον καλῆς θελήσεως τῶν ἑτεροδόξων εἶναι ἡ, ἔστω καὶ προοδευτικῶς, ἀναγνώριση τῆς ἀληθείας: «ὁ ὢν ἐκ τοῦ Θεοῦ τὰ ρήματα τοῦ Θεοῦ ἀκούει· διὰ τοῦτο ὑμεῖς οὐκ ἀκούετε, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστέ»[33]. Ἀντιθέτως, οἱ ἑτερόδοξοι τοῦ Πατριάρχου συνεχῶς προκόπτουν ἐπὶ τὰ χείρω σὲ τελείως ἀντι-ευαγγελικὲς στάσεις ζωῆς, ὅπως οἱ γάμοι καὶ οἱ χειροτονίες ὁμοφυλοφίλων (στοὺς Προτεστάντες) καὶ ἡ αὐξανόμενη ἐκκοσμίκευση, ἡ παιδεραστία καὶ ὁ συγκεντρωτισμὸς τῆς Ρώμης.
Ἀποδεικνύεται, ἔτσι, ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῶν πραγμάτων ὅτι πολὺ σοφὰ ἀπαγορεύεται ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ ἡ συναναστροφὴ μὲ ἑτεροδόξους· διὰ τοῦτο καὶ συνεχῶς συναντοῦμε ἐκεῖ τὶς προτροπὲς «μὴ ἔχε φιλίαν μετὰ αἱρετικοῦ», «μὴ ἔχε φίλον αἱρετικόν», «μὴ οἰκήσετε μετὰ αἱρετικῶν»[34] κ.ἄ. Ὁ ἅγιος Ἀββᾶς Σισώης, χωρὶς νὰ ἐμπλακῆ σὲ ἀτελείωτες συζητήσεις, ἔβαλε νὰ ἀναγνώσει ὁ μαθητής του Ἀβραὰμ στοὺς Ἀρειανόφρονες ἐπισκέπτες ἀπὸ ἔργα τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ὁπότε καὶ «σιωπώντων αὐτῶν ἐγνώσθη ἡ αἵρεσις αὐτῶν. Καὶ ἀπέλυσεν αὐτοὺς μετ’ εἰρήνης»[35]. Εἶναι πολὺ ἁπλῆ ἡ ὁμολογία καὶ μαρτυρία τῆς ἀληθείας καὶ Ὀρθοδοξίας πρὸς τοὺς καλοπροαιρέτους!
Δυστυχῶς, ὅμως, οὔτε ἔνδειξη καλῆς προαιρέσεως ὑπάρχει, οὔτε καὶ τὰ κείμενα τοῦ διαλόγου μαρτυροῦν τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ τὸν οὐνιτισμὸ ποὺ διαμορφώνουν οἱ οἰκουμενιστικὲς ἡγεσίες μὲ πρωτεργάτη τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Πράγματι, οἱ ἐξελίξεις μᾶς βεβαιώνουν ὅτι «ὁ στηριγμὸς τῆς καρδίας» (κατὰ τὸν τῆς Κλίμακος Ἰωάννην) τῶν διαλεγομένων Οἰκουμενιστῶν εἶναι ἐλλιπέστατος γιὰ τὴ μεταστροφὴ τῶν ἑτεροδόξων.
Ἀναίρεση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
1καί συγκόψουσι τάς μαχαίρας αυτών είς άροτρα καί τάς ζιβύνας αυτών είς δρέπανα, καί ού λείψετε έθνος επ έθνος μάχαιραν, καί ού μή μάθωσιν έτι πολεμείν (Προφητης Ησαιας β 4 )