26
από Φιλούμενος
Ε' Μέρος
Ό άγιος Διάδοχος ο Φωτικής γράφει:
«Ή παιδευτική παραχώρησις φέρει μεν λύπην πολλήν και ταπείνωσιν και απελπισμόν δε σύμμετρον τη ψυχή, ίνα το φιλόδοξον αυτής και ευπτόητον μέρος πρεπόντως εις ταπείνωσιν έρχηται, ευθέως δε φόβον Θεού και δάκρυον εξομολογήσεως επάγει τη καρδία και της καλλίστης σιωπής πολλήν επιθυμίαν. Η δε κατά αποστροφήν του Θεού γινομένη απελπισμού ομού και απιστίας και οργής και τύφου την ψυχήν πληρωθήναι παραχωρεί». [Θεοκλήτου μον. Διονυσιάτου: ενθ. άνωτ. κεφ. πζ', σελ. 196.]
Ο πόνος είναι μεγάλος. Η ψυχή γνώρισε τον Θεό και τώρα έχασε αυτήν την κοινωνία. Πριν γνωρίση τον Θεό, όλα ήταν ευχάριστα. Η ανθρώπινη ζωή με τις λεπτομέρειες της και τις ευχάριστες στιγμές την χαροποιούσαν. Τώρα αυτά δεν την χαροποιούν. Συγχρόνως έχασε και την Χάρη του Θεού και είναι απαρηγόρητη. Πέφτει σε μια κατά Θεόν απελπισία. Αυτό είναι το προνόμιο της απελπισίας. Το κλάμα είναι τρόπος ζωής. Η μετάνοια ακόρεστη. Η Χάρη του Θεού πού μυστικά βρίσκεται στην καρδιά του ανθρώπου, τον κάνει να μη απελπίζεται. Έτσι αρχίζει σύντονη προσευχή, ακράτητος στεναγμός, αστείρευτη πηγή δακρύων. Βοά διαρκώς προς τον Θεό. Η ζωή του είναι ποτισμένη με τον πόνο.
Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος περιγράφει παραστατικά αυτή την εμπειρία:
«Ω, τι το πράγμα το κρυπτόν πάση κτιστή ουσία;
Και τι το φως το νοητόν, ο τινί ούχ οράται;
Και τις ο πλούτος ο πολύς, ον ουδείς εν τω κοσμώ
Ευρείν όλως έξίσχυσεν, ή κατασχεϊν είσάπαν;
Εστί γαρ πασιν άλητος, αχώρητος τω κοσμώ,
Εστί και ποθεινότατος υπέρ άπαντα κόσμον,
Εστί και επιθυμητός, καθ' όσον υπερέχει
Των ορωμένων ο αυτά Θεός κατασκενάσας.
Κατά τούτο τιτρώσκομαι τη αγάπη εκείνου,
Καθ' όσον δ' ούχ οράται μοι, εκτήκομαι τας φρένας,
Τον νουν, και την καρδίαν μου φλεγόμενος και στενών
Περιπατώ και καίομαι ζητώ ώδε, κακείσε,
Και ουδαμού τον εραστήν ευρίσκω της ψυχής μου,
Και περιβλέπομαι συχνώς ιδείν τον ποθητόν μου,
Κακείνος ως αόρατος ούχ οράταί μοι όλως».
[Συμεών του νέου Θεολόγου: Τα ευρισκόμενα, έκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1969, Μέρος Β' Λόγος έβδομος, σελ. 13.]
Ο αρχιμ. Σωφρόνιος μιλώντας για τους μοναχούς εκείνους, πού γνώρισαν από την αρχή της μοναχικής τους ζωής την Χάρη των τελείων, γράφει: «Όσοι ασκητές ανήκουν σ' αυτό το τελευταίο είδος υποφέρουν περισσότερο απ' όλους, γιατί μετά τη γεύση της χάρης, μετά τη θεωρία του Θείου φωτός βιώνουν πιο βαθειά και με μεγαλύτερη οδύνη την οξεία αντίθεση, το σκότος της εγκαταλείψεως από τον Θεό και την ταραχή των παθών: μόνον αυτοί ξέρουν ΤΙ έχασαν. Κι εκτός απ' αυτό, η βίωση της χάρης μεταβάλλει με την επενέργεια της ολόκληρο τον άνθρωπο και τον κάνει ασυγκρίτως ευαίσθητο σε κάθε πνευματικό φαινόμενο.
Αυτή η τελευταία τάξη πάσχει περισσότερο από τους άλλους, επειδή η αγάπη του Χριστού υπόκειται στόν παρόντα κόσμο σε μια εξαιρετικά ισχυρή «πύρωσιν προς πειρασμόν» (Α' Πέτρ. δ' 12). Γιατί η αγάπη του Χριστού στον κόσμο δεν μπορεί παρά να πάσχη (Πράξ. κστ' 23).
Ο μακάριος Γέροντας Σιλουανός άνηκε σ' αυτό το τελευταίο είδος κι έτσι καταλαβαίνουμε τα λόγια του:
«εσείς δεν μπορείτε να καταλάβετε τη λύπη μου» ή «όποιος δεν εγνώρισε τον Κύριο, αυτός δεν μπορεί να Τον αναζητή με θρήνο».
Όταν περιγράφη την απαρηγόρητη λύπη και τον θρήνο του Αδάμ μετά την έξωση από τον Παράδεισο, περιγράφει ουσιαστικά τον δικό του θρήνο και την θλίψη της δικής του ψυχής για την χαμένη χάρη» [Αρχιμ. Σωφρονίου: ενθ. άνωτ. σελ. 26-27.]
Εκφραστικώτερος είναι στο πιο κάτω απόσπασμα: «Ψυχή πού γνώρισε τον Θεό, υψώθηκε στη θεωρία του κόσμου του αιωνίου φωτός και μετά έχασε αυτή τη χάρη, βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση, που ούτε καν να την φανταστή μπορεί όποιος δεν την γνώρισε προσωπικά. Το μαρτύριο και η θλίψη μιας τέτοιας ψυχής είναι ανείπωτα, αισθάνεται ένα ιδιαίτερο μεταφυσικό άλγος. Για τον άνθρωπο πού εβίωσε την απερίγραπτη γλυκύτητα της αγάπης του Θεού, δεν απομένει τίποτα σ' αυτό τον κόσμο πού να μπορή να τον γοητεύση. Κατά κάποιο τρόπο η επίγεια ζωή γίνεται καταθλιπτικό φορτίο και αυτός κλαίγοντας ξαναζητά πάλι εκείνη τη ζωή πού ψηλάφησε. Σύζυγος πού χάνει τη γυναίκα του, πολυαγαπημένη ύπαρξη, ή μητέρα πού χάνει τον μονάκριβο γυιό της, μπορούν να καταλάβουν κάπως κι αυτό μερικώς την οδύνη του. Γιατί η αγάπη του Θεού με τη δύναμη και την αξία της, με το ασύγκριτο κάλλος και την επιβολή της ξεπερνά απείρως κάθε άλλη ανθρώπινη αγάπη. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει για όσους έχασαν τη χάρη πώς το βασανιστήριο τους ξεπερνά το βασανιστήριο όσων καταδικάστηκαν σε θάνατο και το πένθος τους το πένθος «των νεκρούς κοπτωμένων».
Το μέγεθος της απώλειας και οι θλίψεις πού συνδέονται μ' αυτήν ωθούν σ' εξαιρετικούς αγώνες. Η αγωνιζομένη ψυχή φθάνει μέχρις εξαντλήσεως των δυνάμεων της και όμως δεν πετυχαίνει το ποθούμενο. Η χάρη μόνο μερικές στιγμές και για λίγο μαρτυρεί πώς βρίσκεται κοντά και φεύγει ξανά. Ο ασκητής υποφέρει φρικτά από τον ζόφο της Θείας εγκαταλείψεως. Ο νους του, παρ' όλο τον άθλο της αδιάλειπτης εσωτερικής προσευχής, χάνει την διαύγεια του. Τις νύχτες οι δαίμονες προσπαθούν να αποσπάσουν τον μοναχό από την προσευχή ή τουλάχιστο να μην τον αφήσουν να προσεύχεται καθαρά. Πολλά πράγματα παραμένουν ασαφή, η ψυχή βυθίζεται σε απορία και αναζητεί επίμονα τον Θεό. Γύρω της βρίσκει μόνον αναιδείς δαίμονες.
«Συ δε Κύριε, έως πότε, ίνα τι με εγκατέλειπες»; [ενθ. άνωτ. σελ. 40-41.]
Τότε μπορούμε να μιλούμε για τον θρήνο του Αδάμ στα όρια της προσωπικής μας ζωής. Τότε μπορούμε να καταλάβουμε την θλίψη του Αδάμ μετά την διάπραξη της αμαρτίας. Έτσι την ένοιωθε κι ο Γέροντας Σιλουανός. Την απώλεια της Χάριτος ή την υποστολή της Χάριτος την βίωνε όπως ο ίδιος ο Προπάτορας Αδάμ. Γι' αυτό γράφει πονεμένα και παρακλητικά:
«Ο Αδάμ, ο πατέρας της οικουμένης, εγνώριζε στον Παράδεισο τη γλυκύτητα της θείας αγάπης. Έτσι, μετά την έξωσή του από τον Παράδεισο για το αμάρτημά του, εγκαταλειμμένος από την αγάπη του Θεού, θλιβόταν πικρά και οδυρόταν με βαθείς στεναγμούς. Όλη η έρημος αντηχούσε από τους λυγμούς του. Η ψυχή του βασανιζόταν με τη σκέψη: «Ελύπησα τον αγαπημένο μου Θεό». Δεν μετάνιωνε τόσο για την Εδέμ και το κάλλος της, όσο για την απώλεια της θείας αγάπης, πού τραβά αχόρταγα την ψυχή στον Θεό.
Το ίδιο και κάθε ψυχή πού γνώρισε με το Άγιο Πνεύμα το Θεό κι' υστέρα έχασε τη χάρη, δοκιμάζει το αδαμιαίο πένθος. Θλίβεται η ψυχή και μεταμελείται σφοδρώς, όταν προσβάλλη τον αγαπημένο Κύριο.
Βασανιζόταν κι οδυρόταν στη γη ο Αδάμ κι η γη δεν του έδινε χαρά. Νοσταλγούσε το Θεό κι εφώναζε:
«Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και Τον αναζητώ με δάκρυα.
Πώς να μη Τον ζητώ;
Όταν ήμουν μαζί Του, αγαλλόταν ειρηνικά η ψυχή μου και ήμουν απρόσιτος για τους εχθρούς.
Τώρα όμως απέκτησε εξουσία πάνω μου το πονηρό πνεύμα και κλονίζει και τυραννεί την ψυχή μου. Γι' αυτό λυώνει η ψυχή μου για τον Κύριο μέχρι θανάτου. Το πνεύμα μου ορμά προς τον Θεό και τίποτε το γήϊνο δεν με παρηγορεί, κι η ψυχή μου δεν βρίσκει πουθενά παρηγοριά, αλλά ποθεί διψασμένα να Τον δη και να Τον απόλαυση ωσότου χόρταση.
Δεν μπορώ να Τον λησμονήσω ούτε στιγμή κι από τον πολύ μου πόνο στενάζω και οδύρομαι,
«Ελέησόν με, ο Θεός, το παραπεσόν Σου πλάσμα».
Έτσι οδυρόταν ο Αδάμ κι έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα από το πρόσωπο του κι έπεφταν στο στήθος του και στη γη.
Με δέος άκουγε όλη η έρημος τους στεναγμούς του.
Ζώα και πουλιά σιωπούσαν από θλίψη.
Κι ο Αδάμ οδυρόταν, γιατί με το αμάρτημά του στερήθηκαν όλοι την ειρήνη και την αγάπη...
Κι εγώ έχασα τη χάρη και φωνάζω μαζί με τον Αδάμ:
«Σπλαχνίσου με, Κύριε. Δώσε μου πνεύμα ταπεινώσεως και αγάπης».
Ω αγάπη του Κυρίου! Όποιος σε γνώρισε, σ' αναζητεί ακούραστα και φωνάζει μέρα και νύχτα:
«Σε ποθώ, Κύριε, και Σ' αναζητώ με δάκρυα. Πώς να μη Σε ζητώ;
Εσύ μου έδωσες να Σε γνωρίσω με το Άγιο Πνεύμα, κι αυτή η θεία γνώση τραβά αδιάκοπα την ψυχή μου κοντά Σου».
Θρηνεί ο Αδάμ:
«Δεν με τέρπει η σιγή της ερήμου.
Δεν με τραβούν των βουνών τα ψηλώματα.
Δεν μ' αναπαύει η ομορφιά των δασών και των λειβαδιών.
Δεν καταπραύνει τον πόνο μου των πουλιών το κελάδημα.
Τίποτε, τίποτε δεν μου δίνει τώρα χαρά.
Η ψυχή μου ράγισε από την πολύ στενοχώρια.
Τον αγαπημένο Θεό μου επρόσβαλα.
Κι αν με ξανάπαιρνε στον παράδεισο ο Κύριος και εκεί θα θρηνούσα λυπητερά, πονεμένα:
Γιατί πίκρανα τον αγαπημένο μου Θεό».
Διωγμένος από τον Παράδεισο ο Αδάμ ανάβλυζε πηγές από δάκρυα από την πληγωμένη του καρδιά.
Το ίδιο κάθε ψυχή πού γνώρισε τον Κύριο θρηνεί γι' Αυτόν και λέει:
«Που είσαι, Κύριε;
Γιατί κρύβεις το πρόσωπο Σου;
Πολύν καιρό τώρα δεν βλέπει το Φως Σου η ψυχή μου και Σ' αποζητά θλιμμένη.
Που είναι ο Κύριος μου;
Γιατί δεν Τον βλέπω στην ψυχή μου;
Τι Τον εμποδίζει να κατοική εντός μου;
Δεν υπάρχει μέσα μου, λοιπόν, η ταπείνωση του Χριστού και η αγάπη για τους εχθρούς.
Γιατί ο Θεός είναι αγάπη, άπειρη και ανερμήνευτη». [Ενθ. άνωτ. σελ. 487-489.]
Βιώνει τότε ο αθλητής υπαρξιακά τον θάνατο. Γιατί ο πραγματικός θάνατος είναι ο χωρισμός του ανθρώπου από τον Θεό. Ο Θεός είναι η ζωή. Και η απομάκρυνση από τη ζωή φέρει αναπόφευκτα τον θάνατο. Σ' αυτήν την περίοδο μπορεί ο αθλητής να βιώνη την μνήμη του θανάτου σαν χάρισμα. Επαναλαμβάνουμε, δεν πρόκειται για απελπισία κατά άνθρωπον, αλλά για κατά Θεόν απελπισία. Δεν πρόκειται για φόβο του Θεού κατά άνθρωπον, αλλά για φόβο Θεού κατά Χάρη. Αυτό το καταλαβαίνουμε γιατί στην δεύτερη περίπτωση δημιουργείται έμπνευση, προσευχή! Πραγματικά η μνήμη του θανάτου, κατά τους Πατέρας, δεν είναι μια ανάμνηση του θανάτου, γιατί αυτό μπορεί να το έχουν όλοι οι άνθρωποι βλέποντας την φθαρτότητα του κόσμου. Είναι και αυτό. Αλλά κυρίως η μνήμη του θανάτου είναι χάρισμα.
«Μ' αυτό τον όρο (μνήμη του θανάτου) η ασκητική γραμματεία των Πατέρων εννοεί όχι τη συνηθισμένη συνείδηση του ανθρώπου για τη θνητότητα του, δηλ. την απλή σκέψη πώς θα πεθάνωμε, αλλά μιαν ιδιαίτερη πνευματική αίσθηση, πού εμπνέεται από τη χάρη. Η μνήμη του θανάτου αρχίζει με τη συναίσθηση της συντομίας της επίγειας υπάρξεως μας. Άλλοτε αδυνατίζοντας και άλλοτε δυναμώνοντας, γίνεται τελικά βαθύ «αίσθημα» της φθοράς και της παροδικότητας κάθε τι του επιγείου, πού μεταβάλλει έτσι τη στάση του ανθρώπου απέναντι σ' ο,τιδήποτε υπάρχει στον κόσμο. Όσα δεν μένουν αιώνια χάνουν γι' αυτόν την αξία τους κι εμφανίζεται η συναίσθηση πώς όλα τα γήινα αποκτήματα είναι μάταια. Η προσοχή του νου φεύγει από τον εξωτερικό κόσμο πού τον περιβάλλει και συγκεντρώνεται προς τα μέσα, όπου η ψυχή αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο την ακατάληπτη άβυσσο του σκότους. Αυτό το θέαμα τρομάζει την ψυχή μα και γεννά σύντονη προσευχή, πού διαρκεί συνεχώς, μέρα και νύχτα. Ο χρόνος χάνει τη διάσταση του στην αρχή όχι διότι η ψυχή είδε το φως της αιώνιας ζωής, άλλ' αντίθετα επειδή το αίσθημα του αιώνιου θανάτου καταβρόχθισε τα πάντα. Τελικά, αφού περάσει πολλά και διάφορα στάδια, η ψυχή μπαίνει με την επενέργεια της χάρης στη σφαίρα του άναρχου Θείου φωτός. Αυτό όμως δεν είναι φιλοσοφική «υπέρβαση», αλλά η ζωή στην πραγματική της εκδήλωση, πού δεν έχει ανάγκη από διαλεκτικές «αποδείξεις». Γνώση απροσδιόριστη, αναπόδεικτη, ανεκδήλωτη, παρ' όλο όμως πού είναι απροσδιόριστη, όπως η πραγματική ζωή, είναι ασύγκριτα πιο δυνατή και πιο πειστική εσωτερικά απ' ότι η πιο άψογη αφηρημένη διαλεκτική». [ενθ. άνωτ. σελ. 112-113.]
Ο Θεός γι' αυτόν πέθανε. Ο ίδιος ουσιαστικά πέθανε για τον Θεό. Βλέπει ο αθλητής της πνευματικής αυτής ζωής τον θάνατο μέσα στα έγκατα του, σε όλη την ύπαρξη. Και όπως, όταν αισθάνεται την Χάρη μέσα του, ζή μια πασχάλεια εμπειρία και όλα έξω είναι λαμπερά, έτσι αντίστροφα συμβαίνει με την αίσθηση του θανάτου πού κυριαρχεί στην ύπαρξή του. Όλα είναι πεθαμένα. Δεν τον ικανοποιεί τίποτε. Βλέπει τον θάνατο παντού. Όλους τους ανθρώπους τους βλέπει θνητούς. Γι' αυτό και δεν επιζητεί εξουσία πάνω σε θνητούς. Δεν ζητάει εξουσία από θνητούς. Δεν είναι μακάβριο θέαμα να βλέπης κάποιον να είναι άρχοντας θνητών και πεθαμένων, να κάνη τον άρχοντα σε ένα νεκροταφείο;
Αύτη είναι η κένωση του ανθρώπου κατά το πρότυπο της κενώσεως του Χριστού. Οι άγιοι περνούν οπωσδήποτε οπό την κατάσταση αύτη. Είναι ένας άδης, είναι μια βίωση της κολάσεως. Οι φλόγες της κολάσεως καίγουν τα πάντα. Την εσωτερική διάθεση, την επιθυμία, ακόμη και αυτό το σώμα.
Ο άγιος Ανδρέας, επίσκοπος Κρήτης, ερμηνεύοντας το χωρίο του Αποστόλου Πέτρου ότι ο Χριστός «και τοις εν φυλακή γαρ πνεύματι πορευθείς εκήρυξε», δηλ. κατέβηκε στον Άδη, γράφει:
«Πώς ουκ αν είη τούτο σαφές και παντελώς αναντίρρητον, ως και νυν απάντων των ανθρώπων, και μέντοι και των αγίων αι ψυχαί τόν αειδή τόπον εκείνον διέρχονται μεν, ου κατέχονται δέ, πλην των όσαι τη κατά τον βίον ραστώνη τον δι' αμαρτίας θάνατον επεσπάσαντο;... Ώστε διελεύσονται μεν αι των αγίων ψυχαί, καθά δέδεικται, δια των τον άδου πυλών. «Ου γαρ εστί μαθητής υπέρ τον διδάσκαλον». Ου μην οίμαι κατασχεθήσονται καθά και πρώην, ότε, κατά το γεγραμμένον, «εβασίλευσε συν τω θανάτω η αμαρτία». Διελεύσονται δε (άκουε συνετώς) ούχ ώστε διολεσθήναι, αλλ' ώστε διερευνήσαι και μυηθήναι κακεί το ξένον της θείας οικονομίας μυστήριον (λέγω δε την εις άδου κατάβασιν, ην υπέρ ημών εκών ο ζωαρχικός Ιησούς εποιήσατο, τον δια σταυρού θάνατον υπομείνας, ο απαθής και ανώλεθρος), προσέτι και των εκείσε τελεσθέντων τον υπερφυά λόγον εκδιδαχθήναι, όση τε και οία δια της συμβολής ή νίκη γέγονε τω Σωτήρι, τους αιωνίους καθαιρούντι μοχλούς». [Ρ. ΜΙGΝΕ, τόμος 97, 1049-1052.]
Ένας νέος μοναχός σε γράμμα πού έστειλε στον πνευματικό του Πατέρα ως έξης εκφράζεται για την κατάσταση αυτή πού ζούσε:
«...Όπως ξέρετε είχα αρχίσει να χάνω την προσευχή. Τώρα την έχασα τελείως. Προσπαθώ να κάνω την ευχή, αλλά κουράζομαι και δεν έχω την ζέση πού είχα προηγουμένως... Το ότι έχασα την προσευχή με στενοχωρεί αφάνταστα. Νοιώθω σαν ένα ζώο πού κοιμάται και τρώει. Έχω βαθειά θλίψη. Με παρηγορεί κάπως το γεγονός ότι έτσι θέλει ο Θεός και κάνω υπομονή. Αλλά και αύτη η υπομονή έχει τα όριά της. Πονάω πολύ. Κλαίω μέρα-νύχτα. Περισσότερο κλαίει η καρδιά μου. Αισθάνομαι κενός, άδειος. Δεν μπορώ να προσευχηθώ και αισθάνομαι πεθαμένος. Τίποτε άλλο δεν με ικανοποιεί στον κόσμο. Δίπλα μου και γύρω μου τα βλέπω όλα νεκρά. Τους ανθρώπους πού συναντώ στον δρόμο τους βλέπω όλους θνητούς, πεθαμένους, νεκρούς. Όλα μιλούν για την παρουσία και την αγάπη του Θεού, αλλά και όλα μιλούν για την απουσία Του. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι γελάνε, διασκεδάζουν, χαίρονται. Πώς μπορούν να το κάνουν; Τους βλέπω να γελάνε, να τραγουδάνε, να χορεύουν και εγώ κλαίω. Γιατί βλέπω να τα κάνουν αυτά νεκροί και πεθαμένοι άνθρωποι!
Έχω την εντύπωση πώς η σωματική κόπωση προέρχεται από αυτό. Έχασα την προσευχή, τον Θεό, την αγάπη. Είμαι νεκρός. Θλιμμένος. Οι γύρω μου δεν καταλαβαίνουν τίποτε. Μάλιστα με μακαρίζουν. Εγώ όμως είμαι πικραμένος. Έχασα το παν. Την ζωή. Δεν συγκρίνεται η θλίψη πού έχω με την θλίψη της μητέρας πού έχασε το παιδί της ή της γυναίκας πού έχασε τον άνδρα της.
Σχεδόν τρία χρόνια ήμουν ωραία. Όλα ήταν ευχάριστα. Πανηγύριζα. Γλεντούσα με την παρουσία του Θεού. Η ημέρα γινόταν νύχτα και η νύχτα ημέρα. Η χαρά ήταν ανέκφραστη. Τώρα είμαι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Υπάρχει κάποιος πού να μπόρεση να με καταλάβη; Ξέρω βεβαιότατα ότι υπάρχει Θεός. Υπάρχει Θεός, γεμάτος αγάπη, αλλά εγώ δεν υπάρχω γι' Αυτόν. Είμαι νεκρός!
Δεν ξέρω τι να κάνω. Περιμένω, κάνω υπομονή, προσπαθώ να γεμίσω τις ώρες μου με κάτι πού θα με ξεκουράση. Όμως όλα είναι ψευτοφάρμακα. Μικροχαρές. Κίβδηλα. Εφήμερα. Πρώτα με ευχαριστούσαν, τώρα όχι. Με κουράζουν.
Σαν να μην είμαι φυσικός άνθρωπος. Ναι, δεν είμαι. Δεν μοιάζω καθόλου με τους άλλους. Τουλάχιστον οι άλλοι άνθρωποι έχουν μερικά πράγματα με τα οποία μπορούν να χαίρονται. Εγώ ούτε έχω, ούτε μπορώ. Σαν να έγινα ανίκανος για όλα. Είμαι ένα ζώο πού τρώει, κοιμάται, μιλάει, ζη με τους ανθρώπους κλπ. αλλά δεν χαίρεται, δεν αισθάνεται τίποτε, χάθηκε η ευαισθησία. Κάθε στιγμή πού περνάει χωρίς την προσευχή είναι κόλαση. Νοιώθω τις φλόγες της κολάσεως να με κατατρώγουν. Γέροντα τι φταίει; Τι πρέπει να κάνω; Πώς να ζω; Πώς να προφυλαχθώ, για να μην πέσω στην απελπισία κατά άνθρωπο; Υπάρχει θεραπεία; Δεν ξέρω ακόμη τι να ρωτήσω. Τα έχω χαμένα.
Γράφω το γράμμα αυτό σαν χαμένος, θλιμμένος και πικραμένος, ζητώντας μια βοήθεια. Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς εσωτερική προσευχή. Αυτό τα λέει όλα. Η καρδιά ξεράθηκε. Είμαι νεκρός. Και μαζί μου όλοι είναι νεκροί, πεθαμένοι. Ο Θεός είναι μακρυά μου. Είμαι ένα μηδέν...»
Είναι σημαντικό να αναφερόμαστε και να προσπαθούμε να εξηγήσουμε αυτήν την περίοδο της πνευματικής ζωής, γιατί πολλοί την διέρχονται, αλλά δεν γνωρίζουν τι ακριβώς είναι αυτή η κατάσταση. Φθάνουν μέχρι τελείας απελπισίας, αγνοούντες τον χαρακτήρα της πνευματικής ζωής, αγνοούντες την παιδεία του Θεού. Έτσι τα χάνουν, απελπίζονται. Υπάρχουν περιπτώσεις πού μοναχοί εγκαταλείπουν την μοναχική τους ζωή και φεύγουν στον κόσμο παραβαίνοντες τις υποσχέσεις, πού έδωσαν στον Θεό κατά την μοναχική κούρα. Άλλοι τρέχουν στους ψυχιάτρους, για να δώσουν μια ερμηνεία των καταστάσεων αυτών και μερικοί ακόμη παραφρονούν.
Σ' όλους αυτούς λέμε ότι αυτή είναι μία φυσική κατάσταση. Όλοι όσοι αγωνίζονται τον καλό αγώνα διέρχονται από αυτόν τον πειρασμό. Με αυτόν τον τρόπο αποκτούν πείρα πνευματική. Γι' αυτό χρειάζεται υπομονή πολλή, προσευχή έντονη και σύντονη. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός' τις γαρ εστίν υιός ον ου παιδεύει πατήρ; ει δε χωρίς έστε παιδείας, ης μέτοχοι γεγόνασι πάντες, άρα νόθοι έστε και ούχ υιοί» (Εβρ. ιβ 7-9).
Πρέπει να λεχθή ότι και λίγη προσευχή κατ' αυτήν την περίοδο, αντιστοιχεί με προσευχή πολλών ωρών κατά την προηγουμένη περίοδο. Μαθαίνει ο άνθρωπος αυτόν τον καιρό να προσεύχεται νοερά. Μαθαίνει πολλούς τρόπους νοεράς προσευχής. Ο νους του αθλητού από τον πολύ πόνο, την μεγάλη μετάνοια συγκεντρώνεται στην καρδιά. Κλαίει. Όπως το πλοίο ρίπτει την άγκυρα στον πυθμένα της θαλάσσης, έτσι και ο νους ρίπτεται στην καρδιά. Παραμένει εκεί και αυτό είναι νοερά προσευχή.
Αφού γνωρίσουμε ότι αύτη ή κατάσταση είναι φυσική, πρέπει να γνωρίσουμε και τους τρόπους της αντιμετωπίσεως.
Θα ήθελα στην συνέχεια να αναφέρω μερικές πατερικές διδασκαλίες για το θέμα αυτό.
Ο άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος γράφει:
«Ο χρόνον τινά υπό της θείας φωτιζόμενος και αναπαυόμενος χάριτος, μετά δε την ταύτης υποστολήν ρεμβασμοίς περιπίπτων και γογγύζων δια τούτο και μη ανδριζόμενος δια της ικεσίας πάλιν επανακαλέσασθαι την σωτήριον εκείνην πληροφορίαν, άλλ' αποδυσπετών, ομοιός εστί πτωχώ λαβόντι ελεημοσύνην από του παλατιού και δυσανασχετούντι, διότι ουκ εισήλθεν έσω συναριστήσαι τω βασιλεί». [Φιλοκαλία, έκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Α' σελ. 291.]
Ο άγιος Διάδοχος Φωτικής έχοντας υπ' όψη του την παιδευτική παραχώρηση και την κατά αποστροφήν του Θεού περιγράφει την αντιμετώπιση κάθε μιας από αυτές:
«Εκεί μεν γαρ (στην παιδευτική) ευχαριστίαν μετά της απολογίας προσάγειν αυτώ οφείλομεν ως το της γνώμης ημών ακόλαστον τη σχολή της παρακλήσεως κολάζοντι, ίνα αρετής ημάς και κακίας ως πατήρ αγαθός διδάσκοι την διαφοράν' ενταύθα (στην κατά αποστροφή) δε εξαγόρευσιν των αμαρτημάτων άπαυστον και δάκρυον ανελλιπές και αναχώρησιν πλείονα, όπως αν ούτω δυνηθώμεν τη προσθήκη των πόνων δυσωπήσαί ποτέ τον Θεόν επιβλέψαι ως το πριν εις τας καρδίας ημών». [Θεοκλήτου μον. Διονυσιάτου: ενθ. άνωτ. κεφ. πζ' σελ. 196.]
Ο ίδιος δε Πατήρ γράφει ότι πρέπει να λυπούμαστε συμμέτρως:
«Δει ουν λυπείσθαι μεν ημάς συμμέτρως ως εγκαταλειφθέντας, ίνα πλέον ταπεινωθώμεν και υποταγώμεν τη δόξη του Κυρίου, χαίρειν δε ευκαίρως τη αγαθή ελπίδι πτερουμένους. Ως γαρ η πολλή λύπη εις απελπισμόν και απιστίαν την ψυχήν περιίστησιν, ούτως και η πολλή χαρά εις οίησιν αυτήν προκαλείται, επί των έτι δε νηπιαζόντων λέγω, φωτισμού μεν γαρ και εγκαταλείψεως το μέσον πείρα, λύπης δε και χαράς το μέσον ελπίς. «Υπομένων γαρ, φησίν, υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι» και πάλιν, «Κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι παρακλήσεις σου ηύφραναν την ψυχήν μου». [ενθ. άνωτ. κεφ. ξθ' σελ. 152.]
Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος σ' αυτήν την περίπτωση συνιστά να μην ταραχθούμε:
«Και έν τω καιρώ, εν ω γινόμεθα εν τη σκοτώσει, μη ταραχθώμεν, και μάλιστα εάν μη εξ ημών η αίτια ταύτης ή. Τη πρόνοια δε του Θεού λογίζου ταύτην, δια τας αιτίας, ας οίδεν αυτός μόνος ο Θεός». [Ισαάκ του Σύρου: ενθ. άνωτ. Σελ. 232.]
Σε άλλη περίπτωση ο ίδιος άγιος Πατήρ συνιστά:
«Λοιπόν πρέπει ημάς εν τοις καιροίς τούτων των πειρασμών έχειν δύο τινά εναντία αλλήλοις, και κατά μηδέν ομοιούντα. Ταύτα δε είσι χαρά, και φόβος. Χαρά μεν, άτι εν τη οδώ τη πατηθείση οπό των αγίων, μάλλον δε υπό του ζωοποιούντος τα πάντα, ευρέθης βαδίζων. Και τούτο δήλον εκ της διαγνώσεως των πειρασμών. Τον φόβον δέ οφείλομεν έχειν, ότι μήπως εκ της αιτίας της υπερηφανίας πειραζόμεθα εν τούτοις. Όμως σοφίζονται υπό της χάριτος οι ταπεινόφρονες του δύνασθαι ταύτα πάντα διακρίναι, και γνώναι τις εστίν ο πειρασμός ο εκ του καρπού της υπερηφανίας, και τις ο εκ των ραπισμάτων των τυπτομένων εκ της αγάπης, διακέκρινται γαρ οι πειρασμοί τον εκβιβασμού, και της αυξήσεως της πολιτείας εν τω αγαθώ, εκ των πειρασμών της παραχωρήσεως της εις παιδείαν, δια την υπερηφανίαν της καρδίας».
Χαρακτηριστικά και πατερικά είναι και τα όσα λέγει ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης αναφερόμενος στον αστέρα πού έχασαν οι μάγοι οδεύοντες προς τον Χριστό: «Αλλα συ αδελφέ, πόσαις φοραίς ωλιγοψύχησες, όταν έλειψεν από εσένα ο ουράνιος αστήρ όπου σε ωδήγει; πόσαις φοραίς εγόγγυσες και ηθέλησες να στραφής εις τα οπίσω, ήγουν να αφήσης τον δρόμον της αρετής όπου απεφάσισες να περιπατήσης, και να γυρίσης πάλιν εις την προτέραν σου στράταν της αμαρτίας, όταν η χάρις του Θεού ετραβήχθη από εσένα προς ώραν και σε άφησε να δοκιμάσης κανένα παραμικρόν πειρασμόν ή πικρότητα της καρδίας ή σκότος του νοός; Όθεν από ταύτην την μικροψυχίαν και ανυπομονησίαν σου, συμπέραναι πώς εις την στάσιν της αρετής ακόμη είσαι βρέφος και νήπιον και δια τούτο πάντοτε θέλεις να τρώγης γάλα, ήγουν να αισθάνεσαι τας γλυκύτητας της χάριτος και ευθύς όπου ολίγον τας υστερηθής γίνεσαι ανυπομόνητος, χάνεσαι και απελπίζεσαι και φωνάζεις κι εσύ με τον Πέτρον, όταν εκινδύνευε να βυθισθή εις την θάλασσαν «Κύριε σώσόν με» (Ματθ. ιδ' 30). Αλά σου αποκρίνομαι και εγώ, καθώς τότε απεκρίθη εις τον Πέτρον ο Ιησούς, «ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας»; (αυτόθι). Και τι θαυμαστόν είναι ον ακολουθής τον Ιησούν, όταν πηγαίνει εις το Θαβώριον όρος δια να μεταμορφωθή; ήγουν τι θαυμαστόν είναι αν κάμνης την αρετήν και φυλάττης τας έντολάς του Κυρίου, όταν η χάρις του Θεού φωτίζη τον νουν σου με τας θείας ελλάμψεις της; Τι μεγάλον πράγμα είναι, εάν δείχνης υπομονήν και ανδρείαν όταν η χάρις του Θεού γλυκαίνει την καρδίαν σου με την ομαλήν θέρμην της, με την γλυκείαν κατάνυξιν και με τα φωτολαμπή της νοήματα; Το θαυμαστόν είναι να ακόλουθης τον Ιησούν, όταν πηγαίνη εις το όρος του Γολγοθά δια να σταυρωθή ήγουν το θαυμαστόν είναι να κάμνης την αρετήν και από αυτήν να μη εκκλίνης, όταν έλθουν αι θλίψεις και οι πειρασμοί, τόσον οι εξωτερικοί όσον και οι εσωτερικοί, καθώς είναι αι πνευματικοί ξηρότητες της καρδίας και η στέρησις της κατανύξεως. Η μεγάλη ανδρεία τότε δοκιμάζεται, όταν σε υστερήση η χάρις του Θεού τας γλυκύτητας της και εσύ δεν μικροψυχήσης ολότελα.
Μετανόησαι λοιπόν διότι εφάνης μικρόψυχος και ανυπομόνητος εις τους πειρασμούς όπου απήντησες εις την στράταν της αρετής και δεν εστάθης ανδρείος, όταν η χάρις του Θεού ετραβίχθη ολίγον από λόγου σου δια να σε δοκιμάση και ταπεινώσου έως εδάφους. Ευχαρίστησαι τον Κύριον, όπου πάλιν με την χάριν του σε επεσκέφθη και δεν σε άφηκε να χαθής ολότελα, ψάλλωντας με τον Δαβίδ «ειμή ότι Κύριος εβοήθησέ μοι παρά βραχύ παρώκησε τω άδη η ψυχή μου» (ψαλμ. 93, 17) και παρακάλεσαί τον να σου δώση πάλιν τας πρώτας γλυκύτητας και χαράς της χάριτός του, καθώς τον παρεκάλει περί τούτου και ο Δαβίδ «απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου» (ψαλμ. ν') ποίησον και κάποια αισθητά κινήματα, κτύπησαι το στήθος σου με τα χέρια σου, εναγκάλισαι τον σταυρόν του Κυρίου, ή την αγίαν εικόνα του (εάν όμως δεν ήναι τινάς να σε βλέπη) και φώναξαι και εσύ και ειπέ του εκείνα τα λόγια όπου του είπεν ο Ιακώβ. Κύριε δεν σε αφήνω και δεν φεύγω από εδώ έως ου να με ευλόγησης και να μου θερμάνης την καρδίαν μου και να μου γλυκάνης την ψυχήν μου με την κατάνυξιν και με την θείαν σου χάριν «ου μη σε αποστείλω εάν μη με ευλόγησης» (Γεν. λβ' 26). Ειπέ του και τα λόγια της Χαναναίας, «ναι, Κύριε και τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών» (Ματθ. κε' 27)' ήγουν δός μοι Κύριε ολίγον τι από εκείνας τας παρηγοριάς όπου δίδεις εις τους κατά πνεύμα υιούς και φίλους σου, και ζήτησε του να προλαμβάνη κρυφίως να σε ενδυναμώνη με την χάριν του όσαις φοραίς αποφασίση να σου ακολουθήσουν πειρασμοί, καθώς το λέγει ο άγιος Ισαάκ δια να μπορής με την δύναμίν του να τους υπομένης ευχαρίστως». [Νικόδημου του Αγιορείτου: Γυμνάσματα Πνευματικά, ένθ. άνωτ. σελ. 176-177 & 178.]
Η πατερική διδασκαλία συνιστά υπομονή, προσευχή, και αναφορά σε διδασκάλους πού γνωρίζουν εκ πείρας αυτές τις ευλογημένες πραγματικά καταστάσεις. Και φυσικά χρειάζονται άνθρωποι πού να έχουν περάσει αυτά τα στάδια. Αυτοί είναι αληθινοί και σωστοί πνευματικοί πού μπορούν να καθοδηγούν τον λαό του Θεού. Αυτήν την μεγάλη αξία έχουν οι μοναχοί στην σύγχρονη εποχή. Αυτοί αναπαύουν, καθοδηγούν, εμπνέουν και ηρεμούν τον άνθρωπο.
Ο άγιος Διάδοχος κοντά σε όσα πνευματικά μας είπε και παραθέσαμε στις σκέψεις αυτές, τονίζει ότι είναι αδύνατον να αποκτήσουμε την τελειότητα της θείας Χάριτος. Γι' αυτό και πονά η ψυχή, γι' αυτό και χρειάζεται να αγωνίζεται, ώστε ολίγον κατ' ολίγον να δέχεται την Χάρη έως ότου αποκτήση ο άνθρωπος την ζωή και καταποθή το θνητόν:
«Όθεν πλέον αλγύνεται η ψυχή φέρουσα μεν την μνήμην της πνευματικής αγάπης, μη δυναμένη δε αυτήν εν αισθήσει κτήσασθαι δια την των τελειότατων πόνων υστέρησιν. Χρεία ούν εκ βίας αυτήν τέως κατεργάζεσθαι, ίνα εις την γεύσιν αυτής εν πάση αισθήσει καταφθάσωμεν και πληροφορία. Το γαρ τέλειον αυτής ουδείς εν τη σαρκί ων ταύτη δύναται κτήσασθαι, ει μόνον οι άχρι μαρτυρίου και τελείας ανθομολογήσεως ελθόντες άγιοι. Επειδή ο τούτον τυχών αλλάσσεται όλος και ούτε τροφής ευχερώς ορέγεται. Τω γαρ υπό της θείας αγάπης τρεφομένω ποία έσται επιθυμία των εν τω κοσμώ καλών; Δια τούτο ο σοφώτατος Παύλος, το μέγα δοχείον της γνώσεως την μέλλουσαν τροφήν των πρώτων δικαίων ημάς εκ της αυτού πληροφορίας ευαγγελιζόμενος ούτως λέγει: «ουκ εστίν η βασιλεία των ουρανών βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν πνεύματι αγίω», άτινά εστίν ο καρπός της τελείας αγάπης. Ώστε ούν γενέσθαι μεν αυτής ενταύθα συνεχώς οι εις τελειότητα προκόπτοντες δύνανται, τελείως δε αυτήν ουδείς δύναται κτήσασθαι, ει μη όταν καταποθή το θνητόν υπό της ζωής». [Θεοκλήτου μον. Διονυσιάτου: ένθ. άνωτ. κεφ. 90 σελ. 205.]
Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό σαν σύνοψη μπορούμε να γράψουμε τον λόγο του Αρχιμ. Σωφρονίου: «Όσο μεγάλο όμως και να είναι το πρώτο δώρο της Θείας χάρης, αν δεν αφομοιωθή, είναι δυνατό να υποστή ό άνθρωπος όχι μόνο κλονισμό, αλλά και πτώση. Έξοχο σχετικό παράδειγμα έχομε στο πρόσωπο του Αποστόλου Πέτρου. Πάνω στο Θαβώρ βρίσκεται σε μακάρια απορία. Μετά στον καιρό του πάθους του Χρίστου αρνείται. Όμως όταν πέρασε ο χρόνος, θυμίζει στην επιστολή του τη θαβώρια «εποπτεία» (πρβλ. Β' Πέτρου α' 16) του σαν μαρτυρία για την αλήθεια.
Η διάρκεια της αφομοιώσεως της χάρης δεν είναι για όλους η ίδια. Η κανονική πορεία αυτής της αφομοιώσεως είναι σε γενικές γραμμές η εξής: Η πρώτη πείρα θείας επισκέψεως χτυπά βαθειά ολόκληρο τον άνθρωπο και τον παρασύρει τελείως προς την εσωτερική ζωή, την προσευχή, τον αγώνα κατά των παθών. Είναι περίοδος πλούσια σε καρδιακά αισθήματα και γεμάτη από τόσο ισχυρά βιώματα, πού προσελκύουν όλο το νου να συμμετάσχη σ' αυτά. Η επομένη περίοδος, της άρσεως της χάρης, βυθίζει τον άνθρωπο σε μεγάλη θλίψη και αμήχανη αναζήτηση των αιτίων της απώλειας και της οδού για την επιστροφή στη δωρεά του Θεού. Και μόνο όταν περάσουν πολλά χρόνια με εναλλαγή πνευματικών καταστάσεων, πού συνοδεύονται συνήθως από ανάγνωση της Αγίας Γραφής και των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας, από συνομιλίες με πνευματικούς οδηγούς, και άλλους εργάτες της ευσέβειας, υστέρα από μακροχρόνιο πόλεμο κατά των παθών ανακαλύπτει ο άνθρωπος μέσα του το φως της γνώσεως των οδών του Πνεύματος, πού ήλθε μυστικά «άνευ παρατηρήσεως» (Λουκ. ιζ' 20).
Αυτή είναι η δογματική συνείδηση, όπως την αποκαλέσαμε, η βαθειά ζωή του πνεύματος και όχι η αφηρημένη γνώση». [Αρχιμ. Σωφρονίου: Ενθ. άνωτ. σελ. 215-216.]
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n
[/align]