Πνευματικές.....ιστορίες

1
Πως θα γίνει ο κόσμος καλύτερος

Ένας ηλικιωμένος ξυλουργός κόντευε να βγει στη σύνταξη, και είπε στο αφεντικό του τα σχέδια του για να φύγει και να ζήσει πιο ξεκούραστα μαζί με τη γυναίκα του. Βέβαια δεν θα συνέχιζε να βγάζει τόσα λεφτά, όμως έπρεπε να βγει στη σύνταξη. Θα τα κατάφερναν.

Ο εργολάβος του στεναχωρήθηκε που θα έφευγε ένας τόσο καλός μάστορας, και ζήτησε από τον ξυλουργό αν θα μπορούσε να του χτίσει άλλο ένα σπίτι σαν προσωπική του χάρη.

Ο ξυλουργός είπε ναι, όμως όσο περνούσε ο καιρός δεν ήταν δύσκολο να παρατηρήσει κάποιος πως δεν δούλευε με όλη του τη καρδιά.
Χρησιμοποιούσε υλικά κατώτερης ποιότητας, και έκανε επιπόλαιη δουλειά.
Ήταν ο χειρότερος τρόπος για να τελειώσει μια καριέρα γεμάτη αφοσίωση και επιτυχίες.

Όταν ο ξυλουργός τελείωσε το έργο, ήρθε ο εργολάβος να επιθεωρήσει το σπίτι. Έδωσε το κλειδί της εισόδου στον ξυλουργό και του είπε,
«Αυτό το σπίτι είναι δικό σου, ένα δώρο από μένα για σένα.»

Ο ξυλουργός έμεινε άναυδος!
Τι κρίμα!
Αν μόνο ήξερε πως έχτιζε το δικό του σπίτι, θα το είχε κάνει εντελώς διαφορετικά.

Το ίδιο συμβαίνει και με μας.
Χτίζουμε τη ζωή μας, μέρα με την μέρα, πολύ συχνά μη κάνοντας το καλύτερο μας σε αυτό που κτίζουμε.
Και μετά μένουμε εμβρόντητοι όταν αντιλαμβανόμαστε ότι πρέπει να κατοικήσουμε στο σπίτι που κτίσαμε.

Αν μπορούσαμε να το κάνουμε ξανά, θα το χτίζαμε εντελώς διαφορετικά. Να όμως που δεν μπορούμε να επιστρέψουμε….

Εσύ είσαι ο ξυλουργός στη ζωή σου. Κάθε μέρα βάζεις μια πρόκα, τοποθετείς άλλη μια τάβλα, ή ορθώνεις ένα τοίχο.

Οι προθέσεις και οι επιλογές που κάνεις σήμερα χτίζουν το αυριανό σου «σπίτι»…

Γι’ αυτό να χτίζεις με σοφία!

Ζήτησε από το Θεό να γίνει Αυτός ο εργολάβος στη ζωή σου!

Αυτός θα σου δείξει πως να φτιάξεις ένα γερό θεμέλιο για να χτίσεις το σπιτικό της ζωής σου.

Αν βιάζεσαι να δεις τον κόσμο να γίνεται καλύτερος, άρχισε από τον εαυτό σου.
Είναι ο συντομότερος δρόμος.


Πηγή: Ο Θεός αγάπη εστί

http://istologio.org/?p=2202
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Πνευματικές.....ιστορίες

2
Μαθε να αγαπάς σωστά.

Εικόνα
Ήταν ένα τραγουδάκι που το τραγουδούσα στα παιδιά μου. Όλα το αγάπησαν πολύ. Θυμάμαι μάλιστα ένα μου παιδί που με τις χούφτες του, τις μικρές τρυφερές χούφτες του, μου σκέπαζε το στόμα ώστε να μη πω το τέλος της ιστορίας που ήταν ένα τέλος θλίψης, τέλος που δεν είχε το «ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», το τέλος δηλαδή των παραμυθιών.

Πιστεύω πάντα και κάθε φορά με ένα καινούργιο γεγονός εδραιώνεται αυτή η πίστη μου, πως δεν μπορεί να υπάρχει ένα τέλος καλό αν η πορεία είναι λαθεμένη.

Γι΄ αυτό, χωρίς να θέλω να πικράνω τα παιδιά μου, επέμενα να ακούσουν και το τέλος. Το τραγούδι, λοιπόν, μιλούσε για ένα ευτυχισμένο αρκουδάκι που μαζί με την μάνα του χαιρόταν τον κόσμο. Μα το βόλι του κυνηγού σκοτώνει τη μητέρα. Το αρκουδάκι μου, «πίνει νερό, πικραίνεται και πάει, είναι μονάχο και γι΄ αυτό πονάει». Μια μέρα στο μικρό ρυάκι, ένα σκιουράκι συναντά, παιχνίδια κάνουνε τρελά. Θε μου, να μη τελειώσει αυτή η χαρά. Το αρκουδάκι μας ξαναγίνεται ευτυχισμένο. «Πίνει νερό, δροσίζεται και πάει, έχει έναν φίλο και τον αγαπάει!».

Η συντροφικότητα, η φιλία, ο άλλος, γεμίζει την ψυχή όχι μονάχα του μικρού αρκούδου. Τη δικιά μας ερημιά καταργεί, δικιά μας ευτυχία είναι να έχουμε έναν σύντροφο. Σκέφτομαι πως σαφώς γι΄ αυτή τη συντροφικότητα μιλά στην Π. Διαθήκη, όταν δημιουργεί από τον Αδάμ ο Θεός την Εύα. Είδε, λέει, ο Θεός πως δεν είναι ευτυχία να βρίσκεται μόνος ο άνθρωπος στη Δημιουργία.

Είναι το αρκουδάκι μας τόσο ευτυχισμένο, συνεχίζει το παιδικό διδακτικότατο τραγουδάκι, που σφίγγει στην αγκαλιά του τον καινούργιο φίλο. Μα βάζει τόση δύναμη σ΄ αυτό το αγκάλιασμα, τόσο ασφυκτικά σφίγγει τον φίλο του που το σκιουράκι το μελί, άφησε μια κραυγή και πέθανε.

Το αρκουδάκι μας «πίνει νερό, πικραίνεται και πάει, δεν του ΄μαθαν πότε πως ν΄ αγαπάει!!!». Εδώ είναι το τέλος το τέλος είναι τόσο θλιβερό ώστε να μη μπορεί να το αντέξει το νέο παιδί και να θέλει να μου σφραγίσει το στόμα, ή να βουλώσει τ΄ αυτιά του για να μην τ΄ ακούσει. Μα εγώ επέμενα να το λέω και τώρα τα παιδιά μου το τραγουδούν και στα δικά τους παιδιά.

Βλέπετε το μήνυμα είναι διαχρονικό. Τα σκέφτηκα όλα αυτά όταν ένα ζευγάρι σε τέλεια αποσύνθεση, με παιδιά που κοντεύουν να διαλυθούν σαν προσωπικότητες, ήρθαν φιλικά να κουβεντιάσουμε αυτά τα προβλήματα, να βρούμε το τι έφταιξε και η κατάσταση είχε φτάσει εκεί που άλλο δεν πήγαινε. Ήταν φιλική, κοντινή η οικογένεια και τους γνώριζα καλά. Ένας ένας ήταν θαυμάσιοι, όλο αισθήματα και αγάπη. Οι γονείς άνθρωποι θυσίας, άνθρωπο όλο καρδιά. Μα δεν τους είχε μάθει κανένας να αγαπάνε σωστά. Κι έτσι ξεχασμένη, χαλασμένη κάνουλα η αγάπη, αντί να ποτίζει το χώμα, να το αφρατεύει, να το κάνει καρπερό, ώστε λουλούδια να γεμίζει ο τόπος, το ΄κανε το τόσο νερό, το άσκεφτα χυμένο, βάλτο. Και στο βάλτο τα κουνούπια μένουν εστία μόλυνσης ο βάλτος.

Το αρκουδάκι από την πολλή αγάπη έγινε αιτία να πεθάνει η συντροφιά του. Δεν του ΄χε μάθει κανείς να αγαπά σωστά. Κανείς δεν του ΄χε πει πως τέχνη χρειάζεται η εκδήλωση της αγάπης. Τ΄ αγαπώ το παιδί μου τόσο που ανησυχώ μήπως μπλέξει. Και γι΄ αυτό το σπίτι γίνεται φυλακή και ποιος ποτέ ονειρεύτηκε να μένει σε φυλακή και ποιος δεν παλεύει να δραπετεύει από κει; Τ΄ αγαπώ τόσο το παιδί μου, ώστε προλαβαίνω κάθε του επιθυμία. Ναι, μα τότε έχουμε ένα παιδί που δεν ποθεί τίποτα και που επιθυμία έχει να έχει … επιθυμία.

Το αγαπώ το παιδί μου τόσο, ώστε του κρύβω τις δυσκολίες της ζωής.

Και έτσι το παιδί μας πιστεύει πως το ΜΗ είναι ανύπαρκτο, πως μέλι και γάλα οι δρόμοι, μαλθακεύει, παραιτείται από αγώνες, δεν τρίβεται, δεν ακονίζεται το μαχαίρι και έτσι όταν έλθει σε αντάμωση με τις δυσκολίες τα χάνει. Παραδίδεται χωρίς όρους και ζητά δεκανίκια όπως τα ναρκωτικά, το αλκοόλ κ.λπ.

Μα τη λαθεμένη εκδήλωση αγάπης την έχουμε για το σύντροφό μας. Η πνιγηρή, ασφυκτική υπερπροστατευτικότητα και εκεί προεκτείνεται. Και στα δύο φύλα συμβαίνει κάτι τέτοιο, όχι μόνο στο γυναικείο. Έχετε δει άβουλες γυναίκες; Πίσω τους κρύβεται ένας σούπερ δυναμικός άντρας που τις … λατρεύει και γι΄ αυτό ή πιο σωστά εξ αιτίας αυτού η προσωπικότητα της γυναίκας δεν ξεδιπλώνεται φυσιολογικά. Δεν μπορεί να οδηγήσει αν ο άντρας της κάθεται πλάϊ της και της τονίζει τα λάθη της ακριβώς γιατί την αγαπά τόσο ώστε νοιάζεται γι΄ αυτήν, μην πάθει κάποιο ατύχημα.

Το χειμώνα παίχτηκε μια ταινία με τρομερή επιτυχία στους κινηματογράφους που τόνιζε το θέμα της αγάπης χωρίς διάκριση, της σαρωτικής αγάπης. Οι γονείς τόσο αγαπούσαν το παιδί τους ώστε να θέλουν να ακολουθήσει ένα επάγγελμα και όχι αυτό το επάγγελμα που το αγόρι ήθελε. Από την υπερβολική άτεχνη αγάπη, το αγόρι αυτοκτόνησε. Επειδή αγαπάμε το παιδί μας θέλουμε να του διαλέξουμε εμείς το σύντροφο της ζωής του. Και αργότερα γινόμαστε κακά πεθερικά γιατί το παιδί μας δεν αγαπιέται τόσο όσο του αξίζει από αυτό το σύντροφο, ή αγαπιέται κάπως αλλιώτικα.

Η Αγάπη είναι θεϊκό δώρο, λέει η Γραφή, καρπός του Αγίου Πνεύματος. Και εμείς αυτό το δώρο το κάνουμε κατάρα αν δεν μάθουμε την τεχνική του. Γι΄ αυτό επέμενα να το τραγουδώ στα παιδιά μου, παρά τις αντιδράσεις τους. Γι΄ αυτό και το χαμηλοτραγουδούσα σε κείνο το ταλαιπωρημένο ζευγάρι που έχοντας στις καρδιές τους τόση αγάπη, σφίγγονταν μεταξύ τους, παραμόρφωναν από το σφίξιμο την προσωπικότητα του πλαϊνού τους. Και έμεναν μόνοι. Ακριβώς σαν εκείνο το δυστυχισμένο αρκουδάκι!


ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ-ΣΟΥΡΕΛΗ

istologio.org
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Πνευματικές.....ιστορίες

3
Τα ίχνη του Χριστού
Εικόνα

Μια νύχτα κάποιος άνθρωπος είδε ένα όνειρο: ονειρεύτηκε πως περπατούσε στην ακρογιαλιά μαζί με τον Θεό! Στον ουρανό άστραψαν σκηνές από τη ζωή του.

Σε κάθε σκηνή έβλεπε δυο ζευγάρια πατημασιές πάνω στην άμμο. Το ένα ανήκε σ΄ αυτόν και το άλλο στον Θεό. Όταν και η τελευταία σκηνή της ζωής του έλαμψε μπροστά του, κοίταξε πίσω τις πατημασιές στην άμμο.

Παρατήρησε πως πολλές φορές στο δρόμο της ζωής του υπήρχε μόνο ένα ζευγάρι πατημασιές. Παρατήρησε ακόμη πως αυτό συνέβαινε στις πιο δύσκολες και θλιμμένες στιγμές του! Τι, λοιπόν; Ο Θεός τότε τον άφηνε μόνο;

Αυτό πραγματικά τον πείραξε και ρώτησε τον Θεό:
-Κύριε, όταν αποφάσισα να Σε ακολουθήσω είπες πως θα βαδίζαμε μαζί αυτόν τον δρόμο. Αλλά παρατήρησα πως στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου, υπάρχει μόνο ένα ζευγάρι πατημασιές πάνω στην άμμο. Δεν καταλαβαίνω. Γιατί όταν σε χρειαζόμουν τόσο πολύ, εσύ με άφηνες;

Και ο Θεός του απάντησε:
-Πολύ ακριβό μου παιδί, σε αγαπώ και δεν σε άφησα ποτέ. Και στις πιο δύσκολες στιγμές, ήμουν πάντα εκεί, δίπλα σου. Στις ώρες της δοκιμασίας και του πόνου, που βλέπεις μόνο ένα ζευγάρι πατημασιές, τα δικά μου ίχνη είναι, γιατί σε κρατούσα στην αγκαλιά μου!



-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Και σε μια παραλλαγή

Σκέφτομαι...
Πολλές φορές στις ατυχίες της ζωής μου ρώτησα τον Θεό: ΓΙΑΤΙ?
Νομίζω πως πήρα ένα μέρος της απάντησης μου....

Μια ψυχή ενός ανθρώπου μίλαγε με τον Θεό και ο Θεός του έδειχνε μεσα στην έρημο έναν δρόμο που είχαν φτιάξει δύο ζευγάρια απο χναρια.

Ρωτάει ο άνθρωπος τον Θεό: -Τι είναι αυτό που βλέπω;
Κι εκείνος του λέει: - Αυτή είναι η πορεία της ζωής σου απο τότε που γεννήθηκες μεχρι σήμερα.

Ανθρωπος: -Αφού αυτή είναι η πορεία της ζωής μου, γιατί υπάρχουν δύο ζευγαρια χνάρια;
Θεός: -Το ένα είσαι εσύ που προχωράς και φτιάχνεις την ζωή σου και το αλλο δίπλα σου είμαι εγώ που σε κρατάω απο το χέρι.

Ανθρωπος: -Ωραία, αλλα σε κάποια σημεία υπάρχει μόνο ένα ζευγάρι χνάρια.
Θεός: - Σε αυτά τα σημεία του δρόμου ειναι οι στεναχώριες και οι δυσκολίες της ζωής σου.
...
...
Ο ανθρωπος πολύστεναχωρημένος ρωτάει: - Γιατί σε αυτές τις στιγμές που σε χρειαζόμουν με άφησες μόνο μου;;;

...και ο Θεός του απαντάει: - Εκείνες τις στιγμές σε κράταγα στην αγκαλιά μου...


Απο http://www.agiooros.net
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Πνευματικές.....ιστορίες

5
Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία

Εικόνα

π. Δημητρίου Μπόκου

Το χιόνι στοιβαζόταν πυκνό όλο το απόγευμα ντύνοντας την ορεινή πολίχνη, που είχε κουρνιάσει στην απάνεμη πλαγιά του βουνού, στα λευκά. Μα ωστόσο ο παγωμένος αέρας σήμερα, παραμονή Χριστούγεννα, δεν της χαριζόταν καθόλου. Σάρωνε τις πλαγιές, στριμωχνόταν βουίζοντας στα σοκάκια, ξεχυνόταν γοργά στην απλωμένη κοιλάδα, πιστός στο ραντεβού του με τις άπειρες λευκές νυφούλες που, παιχνιδιάρες, άπιστες, ψυχρές, στριφογύριζαν αδιάκοπα, λοξοδρομώντας απρόβλεπτα σε κάθε του ερωτικό άγγιγμα.

Τα Χριστούγεννα έρχονταν τυλιγμένα στην ομορφιά.

Κοντοστάθηκε μπρος στην κλειστή πόρτα. Τίναξε το χιόνι από πάνω του, ξερόβηξε και μπήκε. Με το άνοιγμα της πόρτας το χιόνι, σπρωγμένο απ' τον άνεμο, χύθηκε μέσα κι ανακάτεψε την πνιγηρή ατμόσφαιρα του καπηλειού κάνοντας όλους να γυρίσουν τα κεφάλια τους. Μα αυτός, χωρίς να καλησπερίσει, χωρίς να κοιτάξει κανένα, προχώρησε στη γωνιά του και σωριάστηκε βαρύς στην άδεια καρέκλα, γυρνώντας σχεδόν την πλάτη του σε όλους. Όμως δεν φάνηκε να πειράχτηκε ή να παραξενεύτηκε κανένας. Το γκαρσόνι μάλιστα, με το που τον είδε, έτρεξε αμέσως με το καραφάκι και το ποτήρι στο χέρι στο τραπέζι του.

Όλοι τον ήξεραν στη μικρή τους πόλη.

Το πικρό του δράμα το μοιράζονταν όλοι σιωπηλά. Η θλιβερή ζωή του μπαρμπα - Κοσμά ήταν μέρος της καθημερινής τους έγνοιας. Ήξεραν όλοι το μοναχικό γεράκο που τον εγκατέλειψε ο γιος του. Τον ήξεραν και τον συμπαθούσαν.

Ο προκομμένος του ήταν φευγάτος από χρόνια. Είχε δηλώσει ότι δεν θέλει καμμιά επικοινωνία. Ήθελε να 'ναι ελεύθερος. Χωρίς δεσμεύσεις. Ο γέρος πικράθηκε βαθιά. Του μήνυσε πως το σπίτι του θα 'ταν πάντα ανοιχτό. Να τον περιμένει. Κι από τότε η ζωή του έγινε όλη ένα δάκρυ, που απ' τα μάτια του έσταζε αδιάκοπα στην καρδιά.

Δεν έλεγε σε κανέναν τον πόνο του. Μα όλοι τον γνώριζαν. Κάθε μέρα κατέβαινε στο σταθμό. Την ώρα της άφιξης αυτός ήταν πάντα εκεί. Το σφύριγμα του τραίνου ανατάραζε μέσα του τρελλά την ελπίδα. Κάθε μέρα τα τραίνα έρχονταν και έφευγαν σφυρίζοντας δυνατά στον αέρα. Κι αυτός περίμενε ...;, περίμενε ...;

Και πιο πολύ τις μέρες τις καλές που όλοι χαίρονται, σαν σήμερα. Τότε δυνάμωνε η απαντοχή του, δυνάμωνε η ελπίδα του, δυνάμωνε ο πόνος. Κι απόψε όλοι ήξεραν πως από 'κεί ερχόταν πάλι. Διπλά πικραμένος, διπλά απελπισμένος. Για μια φορά ακόμα θα κάμει μόνος του Χριστούγεννα.

Βυθισμένος στις μαύρες του αναμνήσεις άδειαζε σταγόνα - σταγόνα το ποτήρι του, πασχίζοντας μάταια να ρίξει φάρμακο στο φαρμάκι της καρδιάς του.

Η νύχτα προχώρησε. Το καπηλειό άδειαζε, μια και όλοι βιαζόντουσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους για τη μεγάλη γιορτή. Έφυγε τελευταίος. Μα αντί να ανηφορίσει για το σπίτι του, τα βήματά του κατηφόρισαν ανεξήγητα ως το σταθμό. Γιατί πήγαινε εκεί; Ούτε που καταλάβαινε.

Οι αποβάθρες έρημες. Κανένα ζωντανό πλάσμα δεν κουνιόταν εδώ. Το τελευταίο τραίνο είχε σφυρίξει εδώ και ώρες. Κάθισε σ' ένα παγκάκι. Το υπόστεγο τον προστάτευε απ' το χιόνι, μα όχι κι απ' τον άνεμο και το κρύο. Τυλίχτηκε στο χοντρό του παλτό. Ο βαθύς πόνος του έσχιζε την καρδιά. Το μυαλό του θόλωνε. Δε νοιαζόταν πια για τίποτε. Η ώρα περνούσε, μα ο χρόνος έπαψε να υπάρχει γι 'αυτόν. Ώσπου ακούστηκαν κάποια βήματα δίπλα του. Ο παπάς κατέβαινε για τη νυχτερινή γιορτινή Λειτουργία. Τον είδε και απορημένος πλησίασε.

- Μπαρμπα - Κοσμά, τέτοια ώρα τί κάνεις εδώ;

Δεν αποκρίθηκε. Δεν είχε όρεξη για κουβέντες. Η μορφή του σκοτείνιαζε απ' τη μελαγχολία.

- Έλα στη Λειτουργία απόψε, συνέχισε ο παπάς. Έτσι, να γλυκαθεί λιγάκι η ψυχή σου, μέρα που είναι.

- Τράβα το δρόμο σου, παπά. Άσε με στο χάλι μου, είπε ανόρεχτα.

Ο παπάς επέμεινε. Μα ο γέρος έχασε την υπομονή του.

- Φύγε, παπά. Τα 'παμε και τα ξανάπαμε αυτά. Ο Θεός σου δεν υπάρχει για μένα. Μη με κεντρίζεις περισσότερο, μέρα που είναι. Τράβα στη δουλειά σου, το καλό που σου θέλω.

- Καλά λοιπόν, φεύγω. Μα η πόρτα θα 'ναι ανοιχτή, όποτε κι αν θελήσεις.

Ο παπάς έφυγε και ο γέρος έγειρε αποκαμωμένος στο παγκάκι. Έκλεισε τα μάτια του, μα πού ύπνος μ' αυτή την παγωνιά που έφτανε ως τα κόκκαλα. Ο αβάσταχτος πόνος διαπερνούσε τα σώψυχά του σωρεύοντας κρυάδα στην καρδιά του.

Ολόμαυρη η παγωμένη νύχτα γύρω του. Θανατερό το κρύο σκοτάδι μέσα του. Ο κόσμος όλος, έξω και μέσα του, ένας τάφος. Έρημος, κρύος, σκοτεινός.

Ένοιωσε την απόλυτη μοναξιά. Βίωσε την πλέρια δυστυχία. Βούλιαξε στην έσχατη απόγνωση. Τί περισσότερο θα μπορούσε να' ναι η κόλαση;

- Γιέ μου! βόγκηξε δυνατά και σωριάστηκε σαν το κουβάρι.

Ο άνεμος μούγκρισε δυνατά και ξανάφερε στ' αυτιά του ολόιδια τη φωνή του.

- Γιέ μου!

Την πήγε μακριά και την ξανάφερε. Και βάλθηκε να κάνει το ίδιο ξανά και ξανά, λες και τον ευχαριστούσε να μαστιγώνει αλύπητα τ' αυτιά και την καρδιά του γέρου.

Μα όχι! Κάποιος φαίνεται να του μιλάει πραγματικά. Ακούει ξεκάθαρα μεσ' στου ανέμου τη βοή όχι τη δική του, μα κάποια άλλη, παράξενη φωνή.

- Γιέ μου!

- Ποιος είναι; αναρωτήθηκε. Μήπως ονειρευόταν;

Ποιος θα μπορούσε να τον φωνάζει γιο του; Έστρεψε τα κουρασμένα του βλέφαρα δώθε - κείθε. Μεσ' στη θολούρα του μυαλού του και της νύχτας αγνάντεψε μια ανάερη μορφή, που έσβηνε και φαινόταν σαν τις νιφάδες του χιονιού, που χόρευαν στον αέρα. Η απόκοσμη φωνή δεν έπαυε να αντηχεί σαν χάδι απαλό στ' αυτιά του. Μα τα θαμπά του μάτια δεν μπορούσαν ν' αντικρύσουν καθαρά τη μορφή που όλο ερχόταν κι έφευγε από μπροστά του.

Του φάνηκε αρχικά σα να 'ταν το πρόσωπο του συχωρεμένου του πατέρα. Μετά του φάνταζε σαν τη μορφή του παπά που του μίλησε νωρίτερα. Μα τέλος όλα ξεκαθάρισαν. Μπροστά του έλαμψε ολοκάθαρα του ίδιου του Χριστού το πρόσωπο, γλυκύτατο και ολοφώτεινο.

- Πέθανα φαίνεται, σκέφτηκε. Βρίσκομαι σ' άλλο κόσμο πια!

- Ολόκληρη ζωή σε περιμένω, γιέ μου. Γιατί δεν έρχεσαι κοντά μου; ακούστηκε ζεστή η θεϊκή φωνή.

Ο γέρος τα χρειάστηκε.

- Κοντά σου εγώ; Μα πώς να' ρθώ; Διάλεξα την ελευθερία μου από σένα. Πώς να ξαναγυρίσω τώρα; Και πώς μαζί σου να λογαριαστώ;

- Εσύ γι' αυτό ποθείς να 'ρθεί κοντά σου το παιδί σου; Για να σου δώσει λογαριασμό;

- Και βέβαια όχι! Ας ήτανε μονάχα να γυρίσει.

- Αυτό συμβαίνει και σε μένα. Μπορείς να με περιφρονείς, να μ' αγνοήσεις. Μα το δικαίωμα να σ' αγαπώ μπορείς να μου το πάρεις; Σε καρτερώ, θαρρείς, για να βγάλω το άχτι μου; Κοντά μου σε καλώ, γιατί σε λαχταράω, γιέ μου. Μόνο γι αυτό. Ο πόνος μου είναι βαθύς, όσο σε ξένα, μακρινά από μένα, μονοπάτια περπατάς. Πικρό το δάκρυ μου πίσω απ' το κάθε βήμα σου σταλάζει. Ολόκληρη ζωή κλαίω για σένα. Εσύ τουλάχιστον μπορείς να καταλάβεις τί σημαίνει αυτό. Ό,τι περνάς εσύ από το γιο σου, περνώ από σένα και εγώ. Και σκέψου ακόμα, πως εσύ πονάς για ένα σου παιδί μονάχα, μα εγώ για αναρίθμητα.

Σα να 'πεσαν λέπια από τα μάτια του, σα να σκορπίστηκε ομίχλη απ' το μυαλό του, ξαφνικά κατάλαβε. Συνειδητοποίησε το δράμα του Θεού. Τον ασίγαστο πόνο Του για τα παιδιά Του. Την απροσμέτρητη λαχτάρα Του να τα μαζέψει όλα γύρω Του, στο πατρικό τους σπίτι. Για πρώτη φορά ένοιωσε πατέρα του Αυτόν, που ως τότε έβλεπε σαν ανελέητο αφεντικό. Η εμπειρία τον συντάραξε.

- Σε νοιώθω, Θέ μου, πράγματι, μουρμούρισε. Πατέρας είμαι κι εγώ, φαντάζομαι τον πόνο σου. Μα δεν σε γνώριζα πριν. Πρώτη φορά σε ανταμώνω και μένω εκστατικός.

Η θεϊκή μορφή αχτινοβολούσε κύματα ζεστασιάς κι αγάπης που τύλιγαν το γέρικο κορμί σε μια ολόθερμη αγκαλιά. Η καρδιά του ζεστάθηκε. Δεν ένοιωθε καθόλου παγωνιά.

- Έλα στο σπίτι μου και εκεί δεν θα σου λείψει τίποτα, είπε κι άρχισε η θεϊκή μορφή να χάνεται.

Μα σύγκαιρα ο αέρας γέμισε από το γλυκό ήχο της καμπάνας που σήμαινε Χριστούγεννα. Ο γέρος ανασάλεψε ξυπνώντας απ' το μαγευτικό του όνειρο. Μα ήταν αλήθεια όνειρο; Κι όμως δεν ένοιωθε το κρύο πια. Και η καρδιά του πέταγε σαν του μικρού παιδιού.

Σηκώθηκε γρήγορα. Τα πόδια του ανάλαφρα τον έφεραν στην εκκλησιά. Ήταν μισογεμάτη κιόλας. Χρόνια είχε να δρασκελίσει το κατώφλι της. Έπιασε μια γωνιά. Το βλέμμα του πλανήθηκε ένα γύρο. Στάθηκε στις μεγάλες εικόνες του Χριστού και της Παναγίας στο τέμπλο. Τους ένοιωσε δικούς του. Η καρδιά του αναγάλλιασε. Σαν τότε που έτρεχε παιδί στην αγκαλιά της μάνας, του πατέρα του. Στη ζεστασιά του πατρικού σπιτιού του.

Μα εκεί στο πλάι του, παραμπροστά, στη δεξιά κολόνα ακουμπισμένος, ένας γεροδεμένος άντρας, ώρα τώρα, τον παρατηρούσε επίμονα. Κάποια στιγμή ήρθε και στάθηκε κοντά του. Τον άγγιξε απαλά. Ο μπαρμπα - Κοσμάς γύρισε παραξενεμένος. Κοιτάχτηκαν λίγες στιγμές ακίνητοι. Και ξαφνικά ...;

- Πατέρα!

- Γιέ μου!

Αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Σηκώθηκε σούσουρο τριγύρω, ο παπάς πρόβαλε απορημένος το κεφάλι απ' την Ωραία Πύλη, η ψαλμωδία σχεδόν σταμάτησε.

- Σ' έψαχνα, πατέρα, στο σπίτι. Πού ήσουνα; ρωτούσε χαμηλόφωνα ο γιος.

Μα η φωνή του ευτυχισμένου γεράκου είχε πνιγεί μεσ' στους λυγμούς του. Τα μάτια του, θολά απ' τα δάκρυα, αναζήτησαν τη θεϊκή μορφή στην εικόνα του τέμπλου.

- Θέ μου, δεν πρόλαβα να 'ρθώ στο σπίτι σου, κι όλα τα βρήκα.

Τί όμορφα εκείνα τα Χριστούγεννα!




http://1myblog.pblogs.gr
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Πνευματικές.....ιστορίες

7
Το πανάκριβο δώρο
Εικόνα
Ένας νέος έλαβε για δώρο τα Χριστούγεννα από τον αδερφό του ένα ακριβό αυτοκίνητο.
Την παραμονή των Χριστουγέννων βγαίνοντας από το γραφείο του είδε ένα φτωχό παιδάκι να τριγυρίζει το αυτοκίνητο. Μόλις πλησίασε, το αγόρι τον ρώτησε:

«Δικό σας είναι;»
«Ναι, μου το χάρισε ο αδερφός μου».
«Πώς; Ολόκληρο αμάξι και δεν πληρώσατε τίποτε; Πόσο θα ’θελα…»
Ο νέος φαντάστηκε τη συνέχεια. Το παιδί θα ευχόταν να είχε έναν τέτοιο αδερφό.
Όμως όχι!«… να ήμουν ένας τέτοιος αδερφός!»

Ο νέος ξαφνιάστηκε. Τέτοια ευχή δεν την περίμενε. «Θέλεις να σε πάω μια βόλτα;» του πρότεινε.
«Ω, ναι, πολύ! Και, θα σας πείραζε να περάσουμε από το σπίτι μου;»
Ο νέος υπέθεσε πως ο μικρός ήθελε να δείξει στους δικούς του το ακριβό αυτοκίνητο που τον πήγαινε βόλτα και συμφώνησε.
«Να, εδώ σταματήστε, αυτά τα σκαλιά είναι του σπιτιού μας.»
Το παιδί εξαφανίστηκε μέσα στο σπίτι φωνάζοντας πίσω του:
«Θα γυρίσω αμέσως!»

Όταν γύρισε, είχε μαζί του τον ανάπηρο αδερφό του. «Κοίτα φιλαράκο», του έλεγε, «όπως σου τα ’πα πάνω δεν είναι; Ο αδερφός του του το χάρισε για τα Χριστούγεννα.
Δεν του κόστισε δραχμή. Μια μέρα θα σου δώσω κι εγώ ένα τέτοιο…»
Πόσο γλυκιά κι ευγενική μικρή ψυχούλα!

«Μακάριον είναι να δίνει κάποιος μάλλον παρά να λαμβάνη» (Πρ. 20, 35).

Πηγή: Συνοδοιπορία,
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Πνευματικές.....ιστορίες

8
Γιάννης ο Βλογημένος, του Φώτη Κόντογλου






Ο άγιος Βασίλης, σαν περάσανε τα Χριστούγεννα, πήρε το ραβδί του και γύρισε σ' όλα τα χωριά, να δει ποιος θα τον γιορτάσει με καθαρή καρδιά. Πέρασε από λογιών -λογιών πολιτείες κι από κεφαλοχώρια, μα σ' όποια πόρτα κι αν χτύπησε δεν του ανοίξανε, επειδή τον πήρανε για διακονιάρη. Κι έφευγε πικραμένος, γιατί ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από τους ανθρώπους, μα ένοιωθε το πόσο θα πονούσε η καρδιά κανενός φτωχού από την απονιά που του δείξανε κείνοι οι άνθρωποι.

Μια μέρα έφευγε από ένα τέτοιο άσπλαχνο χωριό, και πέρασε από το νεκροταφείο, και είδε τα κιβούρια πως ήτανε ρημαγμένα, οι ταφόπετρες σπασμένες κι αναποδογυρισμένες, και τα νιόσκαφτα μνήματα ήταν σκαλισμένα από τα τσακάλια. Σαν άγιος που ήταν άκουσε πως μιλούσανε οι πεθαμένοι και λέγανε: «Τον καιρό που είμαστε στον απάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι αφήσαμε πίσω μας παιδιά και εγγόνια να μας ανάβουνε κανένα κερί, να μας καίγουνε λίγο λιβάνι μα δεν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπά στο κεφάλι μας να μας διάβασει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρά σαν να μην αφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ο άγιος Βασίλης πάλι στεναχωρήθηκε και είπε: «Τούτοι οι χωριάτες ούτε σε ζωντανό δε δίνουνε βοήθεια, ούτε σε πεθαμένο», και βγήκε από το νεκροταφείο, και περπατούσε ολομόναχος μέσα στα παγωμένα χιόνια.

Παραμονή της πρωτοχρονιάς έφταξε σε κάτι χωριά που ήταν τα πιο φτωχά ανάμεσα στα φτωχοχώρια, στα μέρη της Ελλάδας. Ο παγωμένος αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια, ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα, κι από κάτω της ήταν μια στρούγκα τρυπωμένη. Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε «Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο!». Τα σκυλιά ξυπνήσανε και χυθήκανε απάνω του, μα σαν πήγανε κοντά του και τον μυριστήκανε, πιάσανε και κουνούσανε τις ουρές τους, και πλαγιάζανε στα ποδάρια του και γρούζανε παρακελίστικα και χαρούμενα.

Απάνω σ' αυτά, άνοιξε η πόρτα και βρήκε ένας τσοπάνης, ως εικοσιπέντε χρονών παλικάρι, με μαύρα στριφτά γενιά, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος, και πριν να καλοϊδεί ποιος χτύπησε, είπε: «Έλα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!».

Μέσα στο καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι, κρεμασμένο από πάνω από μια κούνια, που ήταν δεμένη σε δυο παλούκια. Δίπλα στο τζάκι ήταν τα στρωσίδια τους και κοιμότανε η γυναικά του Γιάννη.

Αυτός, σαν εμπήκε μέσα ο άγιος Βασίλης, και είδε πως ήταν γέρος σεβάσμιος, πήρε το χέρι του και τ΄ ανεσπάσθηκε και είπε: «Να' χω την ευχή σου γέροντα», και το έλεγε σαν να τον γνώριζε κι από πρωτύτερα, σα να' τανε πατέρας του. Και κείνος του είπε: «Βλογημένος να' σαι, εσύ κι όλο το σπιτικό σου, και τα πρόβατα σου η ειρήνη του Θεού να' ναι απάνω σας!»

Σηκώθηκε και η γυναίκα και πήγε και προσκύνησε και εκείνη τον γέροντα και φίλησε το χέρι του και τη βλόγησε.

Κι ο άγιος Βασίλης ήτανε σαν καλόγερος ζητιάνος, με μια σκούφια παλιά στο κεφάλι του, και τα ράσα του ήτανε τριμμένα και μπαλωμένα και τα τσαρούχια του τρύπια, και είχε και ένα παλιοτάγαρο αδειανό.

Ο Γιάννης ο Βλογημένος έβαλε ξύλα στο τζάκι. Και παρευθύς, φεγγοβόλησε το καλύβι και φάνηκε σαν παλάτι.

Και φανήκανε τα δοκάρια, σα να' τανε μαλαμοκαπνισμένα, και οι πήτιες που ήτανε κρεμασμένες φανήκανε σαν καντήλια, και οι καρδάρες και τα τυροβόλια και τ' άλλα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, γινήκανε σαν ασημένια, και σαν πλουμισμένα με διαμαντόπετρες φανήκανε, και τ' άλλα, τα φτωχά τα πράγματα που' χε μέσα στο καλύβι του ο Γιάννης ο Βλογημένος.

Και τα ξύλα που καιγόντανε στο τζάκι τρίζανε και λαλούσανε σαν τα πουλιά που λαλούνε στον παράδεισο, και βγάζανε κάποια ευωδία πάντερπνη. Τον άγιο Βασίλη τον βάλανε και έκατσε κοντά στη φωτιά και η γυναίκα του' θεσε μαξιλάρια ν' ακουμπήσει. Κι ο γέροντας ξεπέρασε το ταγάρι του από το λαιμό και το' βαλε κοντά του, και έβγαλε και το παλιόρασο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε κι άρμεξε τα πρόβατα μαζί με τον παραγιό του, και έβαλε μέσα στην κονιφίδα τα νιογέννητα τ' αρνιά, κι υστέρα χώρισε τις ετοιμόγεννες προβατίνες και τις κράτησε στο μαντρί, κι ο παραγιός τα' βγαλε τ' αλλά στη βοσκή. Λιγοστά ήτανε τα ζωντανά του, φτωχός ήτανε ο Γιάννης, μα ήτανε Βλογημένος. Κ' είχε μια χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί ήτανε καλός άνθρωπος και είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε να περάσει από την καλύβα τους, σαν να' τανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε.

Για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους, και κάθισε μέσα, σα να' τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλια του.

Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της Οικουμένης, οι αρχόντοι, οι δεσποτάδες και οι επίσημοι άνθρωποι μα εκείνος δεν πήγε σε κανέναν, παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του Βλογημένου.

Το λοιπόν, σαν σκαρίσανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στον άγιο: «Γέροντα, έχω χαρά μεγάλη. Θέλω να μας διαβάσεις τα γράμματα τ' Αη-Βασίλη. Εγώ είμαι άνθρωπος αγράμματος, μα αγαπώ τα γράμματα της θρησκείας μας. Έχω και μια φυλλάδα από έναν γούμενο αγιονορίτη, κι όποτε τύχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τον βάζω και μου διαβάζει από μέσα την φυλλάδα, γιατί δεν έχουμε κοντά μας εκκλησία».

Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής. Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάλθηκε κατά την ανατολών και έκανε το σταυρό του, υστέρα έσκυψε και πηρέ μια φυλλάδα από το ταγάρι του, και είπε:

«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε και στάλθηκε από πίσω του, κ' η γυναικά βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη και στάλθηκε κοντά του, με σταυρωμένα χεριά. Κι ο άγιος Βασίλης είπε το «Θεός Κύριος» και τ' απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», δίχως να πει και το δικό του το απολυτίκιο που λέγει: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου».

Η φωνή του ήτανε γλυκεία και ταπεινή, κι ο Γιάννης και η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ας μην καταλαβαίνανε τα γράμματα.

Και είπε ο άγιος Βασίλης όλον τον Όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής: «Δεύτε λαοί άσωμεν άσμα Χριστώ τω Θεώ» χωρίς να πει το δικό του τον Κανόνα, που λέγει: «Σου την φωνήν έδει παρείναι , Βασίλειε».

Και ύστερα είπε όλη τη λειτουργία και έκανε απόλυση και τους βλόγησε. Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε και αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά.

Κι ο άγιος Βασίλης πηρέ το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα, και είπε:

- «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».

Και έκοψε το πρώτο κομμάτι και είπε: «Του Χριστού».

Και ύστερα είπε: «Της Παναγίας».

Και ύστερα είπε: «του νοικοκύρη Γιάννη του Βλογημένου».

Του λέγει ο Γιάννης:

- «Γέροντα, ξέχασες τον αη-Βασίλη!».

Του λέγει ο άγιος:

«Ναι καλά!» και ύστερα λέγει:

- «Του δούλου του Θεού Βασιλείου».

Και ύστερα λέγει πάλι:

- «Του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, του παιδιού, του παραγιού, των ζωντανών, των φτωχών».

Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο Βλογημένος:

- «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;»

Του λέγει ο άγιος:

- «Έκοψα, Βλογημένε!».

Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα ο μακάριος.

Και υστέρα, σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλειος και είπε την ευχή του:

- «Κύριε ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου».

Και είπε ο Γιάννης ο Βλογημένος:

- «Πες μου, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποια παλάτια άραγες πήγε σαν απόψε ο άγιος Βασίλης; Οι αρχόντοι και οι βασιλιάδες τι αμαρτίες να' χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε».

Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε και είπε πάλι την ευχή, αλλιώτικα:

- «Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του εισελθής. Ότι νήπιος υπάρχει και τα μυστήριά Σου τοις νηπιοίς αποκαλύπτεται».

Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.


http://1myblog.pblogs.gr/tags/fotis-kontogloy-gr.html
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

ΑΝΘΡΩΠΟΣ? ΝΑ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΣΠΑΝΙΖΕΙ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ..

9
Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν σταματούν όταν γιορτάζουμε . Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή. Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε.

Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι· σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια τής γριούλας, δεν μίλησε.

Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθησε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε. Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου». Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις». «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της.

Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. «Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους». «Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν να αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δεν θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση.

Αλλά ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, να αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.

Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ να απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι
χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».

Στην επόμενη στάση ένα παληκάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσική. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουργια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα. Το παληκάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, είπε, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.

Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ».

(Από την Ξένια Σώντερς)
<<ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΔΕΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΟΥΔΕΝ ΑΠΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΝΥΞ ΛΑΜΠΕΙ ΩΣ Η ΗΜΕΡΑ ΕΙΣ ΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΣ ΤΟ ΦΩΣ>>
Απάντηση

Επιστροφή στο “Διδασκαλιες αγιων και αποστάγματα πατερικης σοφιας”