Σελίδα 1 από 1

ΠΕΡΙ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ.

Δημοσιεύτηκε: 08 Ιαν 2014, 23:10
από evaggelia
Το μυστήριο της επαφής
Εικόνα


Το μυστήριο της επαφής

Μία συνέντευξη του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου πρ. Ερζεγοβίνης κ. Αθανασίου Γιέφτιτς



ΕΡΩΤΗΣΗ: Υπάρχουν πολλά άγια λείψανα στη Σερβία;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Από τον Η΄ αιώνα που βαφτίστηκε ο λαός μας, πολλοί ευλαβείς άρχοντες και μοναχοί, προσπάθησαν να συγκεντρώσουν άγια λείψανα. Μετακομίστηκαν τμήματα λειψάνων του Αγίου Αποστόλου Λουκά στο Σμεδερέβο, του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου στη Βοσνία και στην εποχή μας τμήματα λειψάνων του Αγίου Νεκταρίου. Έχουμε τα λείψανα και πολλών Σέρβων Αγίων, όπως του Αγίου Βασιλείου του Όστρωγ, του Αγίου Πέτρου του Μαυροβουνίου, του μεγαλομάρτυρος Λαζάρου του Κοσσυφοπεδίου, του Αγίου Ούρος, και κατ' εξοχήν το λείψανο του Αγίου Σάββα, πρώτου αρχιεπισκόπου Σερβίας, ιδρυτού του Χιλανδαρίου και του πατέρα του, του μυροβλήτου Αγίου Συμεών, και λείψανα πολλών άλλων Οσίων.

Έχει όμως σημασία να πω δυο λόγια για εκατοντάδες χιλιάδες μάρτυρες που μαρτύρησαν κατά το Β' παγκόσμιο πόλεμο στην Κροατία από τους ρωμαιοκαθολικούς Κροάτες. Οι εθνικιστές Κροάτες, χρησιμοποιώντας την κάλυψη των Γερμανών, βασάνισαν και σκότωσαν μεγάλο πλήθος ορθοδόξων και μάλιστα 86.000 έριξαν μέσα σε μια βαθιά χαράδρα στο Jadovno, δηλαδή μία κοιλάδα του κλαυθμώνος, όπως θα μεταφράζαμε το σέρβικο όνομα του τόπου αυτού. Η χαράδρα ευωδιάζει μέχρι σήμερα και ο λαός πηγαίνει για προσκύνημα.

Υπήρχε ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως, το Jasenovac, σαν το Νταχάου, με χιλιάδες ορθοδόξους κρατουμένους, που πολλοί σφαγιάστηκαν και ρίχτηκαν στον ποταμό Σάβο που περνάει δίπλα. Οι πιστοί αυτοί είναι ορθόδοξοι μάρτυρες, γιατί οι φασίστες ρωμαιοκαθολικοί Κροάτες, ακόμα κι όταν εξαναγκάζανε τους ορθοδόξους να μεταστραφούν στον καθολικισμό, πολλές φορές τους έσφαζαν θεωρώντας ως εικονική τη μεταστροφή τους. Πρόκειται για γεγονός συγκλονιστικό και βαρυσήμαντο και γι αυτό το ανέφερα. Οι μάρτυρες και τα άγια λείψανα δεν είναι υπόθεση ενός μακρινού παρελθόντος, αλλά κάτι πολύ κοντά σε μας, κάτι σημερινό και ζωντανό.



ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποια είναι η θέση των αγίων λειψάνων στην ευλάβεια και την πίστη του σερβικού λαού;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όπως φάνηκε από αυτά που είπα, ο λαός τιμά πολύ τα άγια λείψανα. Τα θεωρεί όχιμόνο πηγές ιαμάτων, αλλά και κέντρα ειρήνης και ενότητάς του. Στο λείψανο του Αγίου Συμεών του Μυροβλύτη έρχονταν οι άρχοντες κι έκαναν ειρήνη. Και ο λαός θεωρούσε τον τόπο όχι μόνο ως τόπο εμπνεύσεως για την πνευματική ζωή, αλλά και ειρηνεύσεως εθνικής. Στην εποχή επίσης της Τουρκοκρατίας, οι Σέρβοι μαζεύονταν γύρω από το λείψανο του Αγίου Σάββα κι ενισχύονταν εθνικά. Γι αυτό οι Τούρκοι πήραν το λείψανό του, το πήγαν στο Βελιγράδι και το 1594 το κάψανε. Όπως λέει ένα λαϊκό ποίημα, νόμιζε ο Σινάν-πασάς ότι έτσι θα καταστρέψει τη μνήμη του Αγίου στο λαό, αλλά η σκόνη του διασκορπίστηκε σ' όλη τη Σερβία και εορτάζεται έτσι ο Άγιος και ως μάρτυς μεταθανατίως. Στον Άγιο Ιωαννίκιο του Δέβιτς έγινε τον καιρό του τελευταίου πολέμου ένα θαυμαστό γεγονός.



Οι Αλβανοί Μουσουλμάνοι ήρθαν να γκρεμίσουν το μοναστήρι του Αγίου, την Εκκλησία και το παρεκκλήσι όπου είναι το λείψανό του. Όλα τα γκρέμισαν, αλλά όταν έφτασαν στο παρεκκλήσι όπου ήταν το σώμα του Αγίου και πήγαν να το γκρεμίσουν, πάγωσαν και δεν μπορούσαν να κινηθούν. Τρόμαξαν και έφυγαν και κανείς μέχρι σήμερα δεν τολμάει να πειράξει το παρεκκλήσι. Ο Άγιος Βασίλειος του Όστρωγ είναι για μας στη Σερβία ότι είναι για σας ο Άγιος Νεκτάριος. Γίνονται από το λείψανό του πάρα πολλά θαύματα. Θα σάς αναφέρω ένα γεγονός που δείχνει τη βαθιά ευλάβεια αλλά και οικειότητα του λαού προς τους Αγίους του. Ένας καημένος φτωχός που δεν μπορούσε να ζήσει στα βουνά του Μαυροβουνίου θέλησε να πάει στην Αμερική, αλλά δεν είχε τα χρήματα για το εισιτήριο. Ήρθε λοιπόν στον Άγιο Βασίλειο, στάθηκε μπροστά στη λάρνακα όπου είναι το σώμα του και είπε: « Άγιέ μου, θα πάρω από σένα χρήματα για να πληρώσω το πλοίο μέχρι την Αμερική και θα σου τα επιστρέψω διπλάσια». Έβαλε το χέρι του στο κιβώτιο που ήταν τα χρήματα και πήρε...



ΕΡΩΤΗΣΗ: Τα έκλεψε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τα πήρε με τη συμφωνία του Αγίου, υποσχέθηκε ότι θα τα επιστρέψει. Το κιβώτιο είναι ανοιχτό και ο λαός αφήνει μέσα τα χρήματα που θέλει. Τα πήρε από τα πόδια του Αγίου. ...Λοιπόν σε δυο χρόνια έστειλε τα χρήματα στον κουμπάρο του, που δεν ήξερε τίποτα, γράφοντάς του: «Να πας να τα βάλεις στο κιβώτιο του Αγίου Βασιλείου». Πήγε να τα βάλει στο κιβώτιο, αλλά μόλις τα έβαλε, τα μισά έπεσαν κάτω. Τα ξανάβαλε και ξανάπεσαν και πάλι το ίδιο. Τρόμαξε, το είπε στον καλόγερο που ήταν εκεί και εκείνος του λέει: «Κάτι συμβαίνει, ο Άγιος δεν θέλει τα χρήματά σου». Ο άνθρωπος του διηγήθηκε την περίπτωση και ο καλόγερος τον συμβούλευσε να γράψει στον κουμπάρο του στην Αμερική και να τον ρωτήσει τι συνέβη. Έτσι μαθεύτηκε το γεγονός και φάνηκε ότι ο Άγιος δεν ήθελε χρήματα με επιτόκιο. Στο Κοσσυφοπέδιο επίσης υπάρχουν πολλά άγια λείψανα και ο λαός τα σέβεται και τα τιμά πολύ. Έρχονται οι πιστοί με λαμπάδες, με τάματα, με αφιερώματα. Στη ζωντανή οικογένεια της Εκκλησίας ο λαός νοιώθει τους Αγίους ως τους μεγάλους του αδελφούς.



ΕΡΩΤΗΣΗ: Θα μπορούσε κανείς να πεί ότι αυτή η ευλάβεια του λαού είναι κάτι σαν έθιμο; Σε ποιο μέτρο είναι στο λαό εναργής η πίστη;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο κύριος λόγος του σεβασμού είναι ασφαλώς η πίστη, αλλά μπορούμε βέβαια να πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο η πίστη προκαλείται μέσα στον άνθρωπο και από τον πόνο, τις δοκιμασίες, τις ανάγκες του. Συνήθως ο λαός καταφεύγει στους Αγίους υποκινούμενος από τις ανάγκες του. Αλλά είναι και πολλοί άνθρωποι που πάνε στον Άγιο σε ένα μεγάλο γεγονός της ζωής τους για να πάρουν την ευλογία του Αγίου. Σε αυτή την περίπτωση πάνε για προσκύνημα από πίστη, χωρίς να τους ωθεί κάποια ανάγκη. Κι άλλοι πολλοί πάνε από ευγνωμοσύνη, για να ευχαριστήσουν για κάποια ευεργεσία. Η πίστη του λαού έχει αιτίες, δεν είναι φολκλόρ η δεισιδαιμονία. Αιτία είναι η αγάπη, η φιλανθρωπία των Αγίων που ανταποκρίνεται στις ανάγκες του λαού. Στο σερβικό λαό υπάρχει η πίστη, πίστη αληθινή, δεμένη με τη συγκεκριμένη καθημερινή ζωή, ακόμα και με τον εθνικό βίο, τις εθνικές ανάγκες.



ΕΡΩΤΗΣΗ: Πηγαίνουν στα άγια λείψανα και άνθρωποι που δεν εκκλησιάζονται;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Πηγαίνουν ακόμα και μουσουλμάνοι να προσκυνήσουν τα άγια λείψανα. Είναι η ευσπλαχνία των Αγίων που δίνουν χέρι σε όλους. Ο Άγιος Στέφανος της Μονής Δέτσανι και ο Άγιος Πέτρος Κορίσκι δέχονται και τους Αλβανούς, ακόμα και αυτούς που εκδιώκουν τώρα τους Ορθόδοξους Σέρβους. Κι αυτοί παίρνουν βοήθεια από τους Αγίους.



ΕΡΩΤΗΣΗ: Μία άλλη ερώτηση. Πως γίνεται και τα σώματα, ακόμη και τα ρούχα των Αγίων να έχουν αυτήν την ευωδία και αυτή τη δύναμη του θαύματος; Τι φανερώνει αυτό για τον άνθρωπο; Πως το καταλαβαίνει ο λαός και πως το εξηγείτε εσείς;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ο λαός δεν ενδιαφέρεται να μπεί μέσα στο πράγμα και να το εξηγήσει. Ξέρει πως άπαξ και άγγιξε ο Θεός αυτούς τους ανθρώπους τους αγίασε. Είναι του Θεού άνθρωποι και επομένως γεμάτοι από χάρη. Εμείς τώρα οι θεολόγοι πάμε κατά κάποιο τρόπο να το εξηγήσουμε πιο διανοητικά, αλλά είναι σαφέστατο. Μετά τη σάρκωση του Χριστού δεν υπάρχει πόλωση ψυχής και σώματος, ο άνθρωπος είναι ένα. Ο Χριστός αγίασε τα πάντα και η Εκκλησία είναι σώμα του Χριστού, δεν είναι μόνο ψυχή του Χριστού, είναι τα πάντα. Ο Νικόλαος Αχρίδος, μεγάλος ιεράρχης της Σερβίας που θεωρείται από το λαό Άγιος, έχει γράψει ένα έργο για το «μυστήριο της επαφής». Ο Κύριος, όπως λέει το Ευαγγέλιο, θεράπευε με την επαφή. Και ο λαός θέλει την επαφή, όπως είπε και ο Απόστολος Παύλος στον Άρειο Πάγο: «Ζητείν τον Κύριον ει άρα γε ψηλαφήσειαν αυτόν και εύροιεν» (Πράξεις ιζ΄ 27). Αυτό δεν είναι δεισιδαιμονία, ούτε αυτό καθαυτό αποτελεί στοιχείο ειδωλολατρικό, είναι φυσικό για τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ύπαρξη. Ο άνθρωπος θέλει να αγγίξει, θέλει να πιάσει, θέλει να γευτεί. Είναι το θαύμα της ψηλαφήσεως του Αποστόλου Θωμά στο Σώμα του Χριστού. Είναι το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας και ο αρραβών της αναστάσεως των σωμάτων, που φανερώνεται και συνεχίζεται στα σώματα των Αγίων, είναι η ζωή της Εκκλησίας, ζωή όχι μόνο της ψυχής, του νού η του συναισθήματος, αλλά και του σώματος, ζωή ολοκληρωμένη.



Από το 4ο τεύχος του περιοδικού «Σύναξη», Φθινόπωρο 1982.



Read more: http://www.egolpion.com/musthrio_epafis ... z2pqLdwl00

Re: ΠΕΡΙ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ.

Δημοσιεύτηκε: 08 Ιαν 2014, 23:13
από evaggelia
Η Τι­μή των Ιε­ρών Λει­ψά­νων κα­τά την Ορ­θό­δο­ξη Αν­θρω­πο­λο­γί­α - Παναγιώτη Σ. Μαρ­τί­νη

Η Τι­μή των Ιε­ρών Λει­ψά­νων κα­τά την Ορ­θό­δο­ξη Αν­θρω­πο­λο­γί­α

Του Παναγιώτου Σ. Μαρ­τί­νη, Δρ. Θ.

Η ε­πα­να­κο­μι­δή της Τι­μί­ας Κά­ρας του Πρω­το­κλή­του α­πό τη Ρώ­μη στην Πά­τρα, την πό­λη του μαρ­τυ­ρί­ου του (26 Σε­πτεμ­βρί­ου 1964), αλ­λά και της ε­πα­νακο­μι­δής της Τι­μί­ας Κά­ρας της Α­γί­ας Ει­ρή­νης α­πό τη γαλ­λι­κή Μο­νή «HAUTECOMBE» (ε­ορ­τά­ζε­ται σήμερα Σάββατο 5 Οκτωβρίου και αύ­ριο Κυριακή 6 στον ο­μώ­νυ­μο Ιε­ρό Να­ό Ρι­γα­νο­κά­μπου ό­που φυ­λάσ­σεται, η 11η ε­πέ­τειος) μας δί­νει την ευ­και­ρί­α ν΄ α­σχο­λη­θού­με με την τι­μή που α­πο­δί­δει η Εκ­κλη­σί­α στα Ιε­ρά Λεί­ψα­να με βά­ση την πε­ρί αν­θρώ­που δογ­ματι­κή δι­δα­σκα­λί­α της.
Σύμ­φω­να μ΄ αυ­τή τη δι­δα­σκα­λί­α, ο άν­θρω­πος εί­ναι μί­α ε­νιαί­α ψυ­χο-σω­μα­τι­κή ο­ντό­τη­τα, α­φού ψυ­χή και σώ­μα εί­ναι δη­μιουρ­γή­μα­τα του Θε­ού. «Και έ­πλα­σεν ο Θε­ός τον άν­θρω­πον, χουν α­πό της γης, και ε­νε­φύ­ση­σεν εις το πρό­σω­πον αυ­τού πνο­ήν ζω­ής, και ε­γέ­νε­το ο άν­θρω­πος εις ψυ­χήν ζώ­σαν». (Γεν. Β, 7). Στο ση­μεί­ο αυ­τό πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι ο άν­θρω­πος δη­μιουρ­γεί­ται α­πό το Θε­ό ό­χι με το λό­γο του, «Και εί­πεν ο Θε­ός...», ό­πως έ­γι­νε με τα λοι­πά δη­μιουρ­γή­μα­τά του, αλ­λά με ι­διαίτε­ρο τρό­πο. Ε­νερ­γεί, δεν δια­τάσ­σει, που φα­νε­ρώ­νει τη ση­μα­σί­α του Θε­ού – Πλάστη στο τε­λευ­ταί­ο και τε­λειό­τε­ρο ε­πί­γειο δη­μιούρ­γη­μά του. Και συ­νε­χί­ζει η βι­βλι­κή πα­ρά­δο­ση (Π. Δια­θή­κη): «Και εί­πεν ο Θε­ός: ποι­ή­σω­μεν άν­θρω­πον κατ΄ ει­κό­να η­με­τέ­ραν και καθ΄ ο­μοί­ω­σιν, και αρ­χέ­τω­σαν των ι­χθύ­ων της θα­λάσ­σης... και πά­σης της γης» (Γεν. Α, 26). Έ­τσι, ο άν­θρω­πος δη­μιουρ­γεί­ται βα­σι­λιάς και κύ­ριος ό­λης της δη­μιουρ­γί­ας και το βα­σι­κό­τε­ρο «ει­κό­να» του Θε­ού, δηλ. με θεί­ες ι­διό­τη­τες (λο­γι­κό, ε­λευ­θε­ρί­α, α­ντε­ξού­σιο, κυ­ριαρ­χι­κό), που η καλ­λιέρ­γειά τους θα τον ο­δη­γού­σε στο «καθ΄ ο­μοί­ω­σιν», δηλ. στην, κα­τά Χά­ρη, θέ­ω­σή του.

Ό­μως, η πτώ­ση του αν­θρώ­που τον ο­δή­γη­σε στο ν΄ α­μαυ­ρώ­σει το «κατ΄ ει­κό­να», όχι ό­μως και να το ε­ξα­φα­νί­σει, α­φού, κα­τά τον υ­μνω­δό, «...η Χά­ρις και το κάλ­λος του Θε­αν­θρώ­που, ο ο­ποί­ος σαρ­κού­με­νος την ρυ­πω­θεί­σα ει­κό­να στον άν­θρω­πο «εις το αρ­χαί­ον α­να­μορ­φώ­σας, τω θεί­ω κάλ­λει συ­γκε­τέ­μει­ξε». (Κο­ντά το της Κυρια­κής της Ορ­θο­δο­ξί­ας). Και, κα­τά τον Αγ. Γρη­γό­ριο το Θε­ο­λό­γο, «Με­τέ­λα­βον της ει­κό­νος και ουκ ε­φύ­λα­ξα, με­τα­λαμ­βά­νει (ο Κύ­ριος) της ε­μής ει­κό­νος, ί­να και την ει­κό­να σώ­ση και τη σάρ­κα α­θα­να­τί­ση» (PG. 36,325c).
Η ε­ναν­θρώ­πη­ση του Θε­ού Λό­γου, του δευ­τέ­ρου προ­σώ­που της Αγ. Τριά­δος, σκο­πό εί­χε να ε­πα­να­φέ­ρει το «κατ΄ ει­κό­να» στην αρ­χι­κή του λάμ­ψη, για να μπο­ρέ­σει ο άν­θρω­πος και πά­λι να φτά­σει στο «καθ΄ ο­μοί­ω­σιν», δηλ. στην κα­τά χά­ρη θέω­ση και σω­τη­ρί­α. «Αυ­τός γαρ ε­νην­θρώ­πη­σεν, ί­να η­μείς θε­ο­ποι­η­θώ­μεν» (Μ. Α­θανά­σιος).
Ό­ταν η Γρα­φή γρά­φει για τον άν­θρω­πο, δεν δια­χω­ρί­ζει ψυ­χή και σώ­μα, αλ­λά εν­νο­εί αυ­τόν, ό­πως α­να­φέρ­θη­κε, ως ε­νιαί­α ψυ­χο­σω­μα­τι­κή ο­ντό­τη­τα, για­τί, ό­πως η ψυ­χή, έ­τσι και το σώ­μα εί­ναι συ­στα­τι­κό στοι­χεί­ο της ταυ­τό­τη­τας του αν­θρώπου.
Στον ελ­λη­νο-ρω­μα­ϊ­κό κό­σμο το σώ­μα του αν­θρώ­που γνώ­ρι­σε τις δύ­ο α­κρό­τη­τες: ει­δω­λο­ποί­η­ση – πε­ρι­φρό­νη­ση. Ο Πλά­των έ­γρα­φε ό­τι «το σώ­μα ε­στίν η­μίν σήμα» (δηλ. τά­φος). Και ο Πλω­τί­νος αι­σθα­νό­ταν ντρο­πή ε­πει­δή εί­χε σώ­μα.
Στην Αγ. Γρα­φή και ι­διαί­τε­ρα στη Κ. Δια­θή­κη το σώ­μα του αν­θρώ­που α­πο­κτά τη δι­κή του θέ­ση και α­ξί­α. «Και ο Λό­γος σάρ­ξ ε­γέ­νε­το και ε­σκή­νω­σεν εν η­μίν» (Ιω. Α, 14). Δηλ. η ε­ναν­θρώ­πη­ση του Λό­γου πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε με την πρό­σλη­ψη ο­λόκλη­ρης της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης, που συ­νε­πά­γε­ται και της θέ­ω­σής της. Κά­θε άλ­λη δι­δα­σκα­λί­α α­πο­τε­λεί αί­ρε­ση που κα­τα­δι­κά­στη­κε α­πό την Εκ­κλη­σί­α (Νε­στο­ρια­νι­σμός – Μο­νο­φυ­σι­τι­σμός). Έ­τσι, σύμ­φω­να με τη δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α της Εκ­κλη­σί­ας, στη θέ­ω­ση και στη δό­ξα του Θε­ού με­τέ­χει ο­λό­κλη­ρος ο άν­θρω­πος «ψυ­χή τε και σώ­μα­τι». Ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος γρά­φει στους Κο­ριν­θί­ους: «ουκ οίδα­τε ό­τι το σώ­μα υ­μών να­ός του εν υ­μίν α­γί­ου Πνεύ­μα­τος ε­στιν,... δο­ξά­σα­τε τον Θε­όν εν τω σώ­μα­τι υ­μών» (Α΄,6,19). Και, κα­τά τον Αγ. Μά­ξι­μο τον Ο­μο­λο­γη­τή (7ος αι.), «Εν τω Α­να­στά­ντι» το σώ­μα μας βρή­κε την τι­μή και τη δό­ξα δια την ο­ποία πλά­στη­κε... Α­πό την Α­νά­λη­ψη του Κυ­ρί­ου και ε­ξής έ­να πραγ­μα­τι­κό σώ­μα ε­γκατοι­κεί εις τους κόλ­πους της Α­γί­ας Τριά­δος».
Κα­τά την Εκ­κλη­σί­α, το αν­θρώ­πι­νο σώ­μα, ως δη­μιούρ­γη­μα του Θε­ού, με­τέ­χει στην ά­κτι­στη Χά­ρη Του. Και αυ­τή η «Χά­ρις» δια­τη­ρεί­ται και με­τά το θά­να­το του ανθρώ­που. Ο π. Βα­σί­λειος Ι­βη­ρί­της, Προ­η­γού­με­νος της Ιε­ράς Μο­νής Ι­βή­ρων, σημειώ­νει «...Ο ιε­ρεύς παίρ­νει το παι­δί ο­λό­κλη­ρο ...και το βυ­θί­ζει εις το ό­νο­μα του Πα­τρός και του Υ­ιού και του Αγ. Πνεύ­μα­τος» στην κο­λυμ­βή­θρα. Η Χά­ρις του Θε­ού ει­σέρ­χε­ται εις πά­ντας τους αρ­μούς, εις νε­φρούς και καρ­δί­αν. Και ό­χι τώ­ρα κ ο ι ν ο π ο ι ε ί τ α ι η ύ­παρ­ξή μας, αλ­λά α­κό­μη και ό­ταν μπει στον τά­φο το σώ­μα και γί­νει χώ­μα, πά­λι η Χά­ρις αυ­τή μέ­νει. Γι΄ αυ­τό, λέ­ει, ο Αγ. Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς, ό­τι η Χά­ρις του Αγ. Πνεύ­μα­τος που κα­θα­γιά­ζει την ψυ­χή κα­θα­γιά­ζει και το σώ­μα και μέ­νει στα Ά­για Λέ­ι­ψα­να».
Κα­τά έ­ναν ο­ρι­σμό «Λεί­ψα­νον ά­γιον κα­λεί­ται το νε­κρόν σώ­μα Α­γί­ου τι­νός ή μάρ­τυ­ρος, α­κό­μη δε και μέ­ρος ή τμή­μα αυ­τού δια­τη­ρού­με­νον. Εν στε­νω­τέ­ρα εν­νοί­α λεί­ψα­να ιε­ρά εί­ναι και α­ντι­κεί­με­να, ή εν­δύ­μα­τα ή α­λύ­σεις, ά­τι­να οι Ά­γιοι ζώ­ντες με­τε­χει­ρί­σθη­σαν. Ή­δη α­πό της ε­πο­χής των διωγ­μών, ό­τε ε­νε­φα­νί­σθη­σαν οι πρώ­τοι μάρ­τυ­ρες του Χρι­στια­νι­σμού, ε­τι­μώ­ντο υ­πό των χρι­στια­νών τα λεί­ψα­να τού­των» (Θρ. και Ηθ. Ε­γκυ­κλοπ, τό­μος 8ος, σελ. 219).
Ο Ά­γιος Γργό­ριος ο Θε­ο­λό­γος γρά­φει: «Οι γαρ ά­γιοι και ζώ­ντες πε­πλη­ρω­μέ­νοι ή­σαν Πνεύ­μα­τος Α­γί­ου. Και τε­λευ­τη­σά­ντων αυ­τών η Χά­ρις του Α­γί­ου Πνεύ­ματος… έ­νε­στι (μέ­νει) και ταις ψυ­χαίς και τοις σώ­μα­σιν εν τοις τά­φοις… και ταις α­γί­αις ει­κό­σιν αυ­τών». Πε­ρί του σώ­μα­τος της μάρ­τυ­ρος Αγ. Ιου­λίτ­της (+30 Ιου­λί­ου), ο Μ. Βα­σί­λειος γρά­φει: «Εν τω καλ­λί­στω προ­τε­με­νά­σμα­τι (ει­σό­δω) της πό­λε­ως κεί­με­νον (εν­ν. σώ­μα της Α­γί­ας) α­γιά­ζει μεν τον τό­πον, α­γιά­ζει δε τους εις αυ­τόν συ­νό­ντας» (δηλ. ευ­ρι­σκο­μέ­νους). Και συ­μπλη­ρώ­νει, ό­τι ό­ποιος α­κουμπά τα Ι. Λεί­ψα­να «λαμ­βά­νει τι­νά με­του­σί­αν» (δηλ. α­για­σμό και Χά­ρη). Αλ­λά και ο Ι. Χρυ­σό­στο­μος ση­μειώ­νει: «Αι θή­και των α­γί­ων (εν­ν. τις λει­ψα­νο­θή­κες) πνευ­μα­τι­κής ει­σί Χά­ρι­τος. Δια τού­το και τα λεί­ψα­να των α­γί­ων εί­α­σεν (ά­φη­σε) ημίν ο Θε­ός, βου­λό­με­νος η­μάς προς τον αυ­τόν ε­κεί­νοις ζή­λον χει­ρα­γω­γεί­σαι…».
Μα­κα­ρί­ζει, ο Ι. Χρυ­σό­στο­μος, «…την Α­ντιό­χεια, διό­τι τει­χί­ζε­ται δια των Ιερών λει­ψά­νων του Ι­γνα­τί­ου (Θε­ο­φό­ρου), άλ­λο­τε δε βέ­βαιοί τους α­κρο­α­τές του ότι ου­χί μό­νον τα ο­στά των μαρ­τύ­ρων, αλ­λά και οι τά­φοι αυ­τών και οι λάρ­να­κες πολ­λών βρύ­ου­σιν την ευ­λο­γί­αν. Δια τού­το και η τι­μή προς τα Ιε­ρά Λεί­ψα­να συνε­βά­δι­ζε πά­ντο­τε και προς τους τά­φους των μαρ­τύ­ρων». Α­φού, κα­τά τον ί­διο πα­τέ­ρα, «και η σκό­νη που εί­ναι ε­πά­νω στα ιε­ρά λεί­ψα­να θαυ­μα­τουρ­γεί». Και παρό­τρυ­νε τους χρι­στια­νούς να πη­γαί­νουν συ­χνά ε­κεί που βρί­σκο­νται, να τα ασπά­ζο­νται πι­στεύ­ο­ντας ό­τι τα πνευ­μα­το­φό­ρα και χρι­στο­φό­ρα λεί­ψα­να «και λι­μέ­να τι­νά πα­ρα­σχείν και πα­ρα­μύ­θιον α­σφα­λές των α­ει κα­τα­λαμ­βα­νό­ντων ημάς κα­κών».
Αλ­λά και ο Αγ. Κύ­ριλ­λος, Πα­τριάρ­χης Ιε­ρο­σο­λύ­μων, α­πο­φαί­νε­ται ό­τι «και της ψυ­χής μη υ­παρ­χού­σης εν τω νε­κρώ σώ­μα­τι, έ­γκει­ταί τις δύ­να­μις εις τα σώ­ματα των Α­γί­ων και των μαρ­τύ­ρων, δια της εν το­σού­τοις έ­τε­σιν ε­νοι­κή­σα­σαν εν αυ­τοίς δι­καί­αν ψυ­χήν».
Ό­πως φαί­νε­ται, κα­τά τους α­γί­ους πα­τέ­ρες τα Ι. Λεί­ψα­να των Α­γί­ων εί­ναι «χαρι­τό­βρυ­τα, μυ­ρο­φό­ρα, μυ­ρό­βλη­τα, θαυ­μα­τουρ­γά». Πολ­λοί ά­γιοι έ­χουν τους πιο πά­νω χα­ρα­κτη­ρι­σμούς. Γνω­στοί μυ­ρό­βλη­τοι Ά­γιοι εί­ναι: Ο Ά­γιος Δη­μή­τριος, ο Ά­γιος Α­χίλ­λειος Λα­ρί­σης, ο Ό­σιος Βάρ­βα­ρος ο μυ­ρο­βλί­της κ.α. Οι Ά­γιοι Νι­κόλα­ος, Σπυ­ρί­δων, Διο­νύ­σιος Ζα­κύν­θου, Νε­κτά­ριος Πε­ντα­πό­λε­ως φέ­ρουν τον χαρα­κτη­ρι­σμό του θαυ­μα­τουρ­γού.
Κα­τά τον Βα­σί­λειο Ι­βη­ρί­τη: «…Τα λεί­ψα­να των Α­γί­ων α­να­δί­δουν α­ε­νά­ως την ίδια ά­κτι­στη μαρ­μα­ρυ­γή, οι τά­φοι τους δια­χέ­ουν την άρ­ρη­τη και ά­κτι­στη ευωδί­α. Το κάλ­λος της κα­τα­νύ­ξε­ως, η ευω­δί­α η ου­ρά­νιος, γε­μί­ζουν τον χώ­ρο». Α­φού, ό­πως ο ί­διος α­να­φέ­ρει, «Η ύ­λη η α­γί­α, η δο­σμέ­νη α­πό τον Θε­όν εί­ναι «έ­μπλε­ως» της θεί­ας Χά­ρι­τος, κα­τά τον Άγ. Ιω­άν­νη τον Δα­μα­σκη­νό». Και φέρ­νει ως παρά­δειγ­μα: «Ο Ό­σιος Δα­μια­νός του 13ου αιώ­να ε­τά­φη με­ρι­κά χι­λιό­με­τρα πέρα α­πό τη Μο­νή Ε­σφιγ­μέ­νου και η ευω­δί­α του α­γί­ου Λει­ψά­νου του, α­πό τον τά­φο μέ­σα, έ­φτα­νε μέ­χρι το μο­να­στή­ρι του Ε­σφιγ­μέ­νου».
Ή­δη α­πό τον 4ο αιώ­να ε­πε­κρά­τη­σε, κα­τά τα ε­γκαί­νια να­ών, να το­πο­θε­τούνται κά­τω α­πό την α­γί­α Τρά­πε­ζα λεί­ψα­να Α­γί­ων, σύμ­φω­να με την Α­πο­κά­λυ­ψη (Στ΄, 9), που γρά­φει: «Και ό­τε ή­νοι­ξεν την πέ­μπτην σφρα­γί­δα, εί­δον υ­πο­κά­τω του θυσια­στη­ρί­ου τας ψυ­χάς των ε­σφαγ­μέ­νων δια τον λό­γον του Θε­ού και δια την μαρτυ­ρί­αν ην εί­χον».
Η Πρά­ξη αυ­τή, που κυ­ρώ­θη­κε με τον 7ο κα­νό­να της Ζ΄ Οι­κου­με­νι­κής Συ­νόδου, έ­χει την αρ­χή της στη συ­νή­θεια να τε­λεί­ται το μυ­στή­ριο της θεί­ας Ευ­χαρι­στί­ας ε­πά­νω στους τά­φους των μαρ­τύ­ρων, κα­τά την πε­ρί­ο­δο των διωγ­μών. Αργό­τε­ρα, μά­λι­στα, έ­κτι­ζαν τα λε­γό­με­να «Μαρ­τύ­ρια» ε­πά­νω στους τά­φους των μαρ­τύ­ρων.
Πο­λύ νω­ρίς, συγ­χρό­νως με την τι­μή στη μνή­μη των Α­γί­ων, άρ­χι­σαν οι πι­στοί να γιορ­τά­ζουν με ει­δι­κές α­κο­λου­θί­ες και τη με­τα­κο­μι­δή ή α­να­κο­μι­δή των Ι. Λει­ψά­νων τους. «Ού­τω κα­τά το έ­τος258 τα λεί­ψα­να των Α­πο­στό­λων Πέ­τρου και Παύλου με­τε­κο­μί­σθη­σαν εκ των αρ­χι­κών τά­φων των «ε­πί την ο­δόν την ω­στί­αν», εις α­σφα­λές μέ­ρος, εν τη κρύ­πτη του Α­γί­ου Σε­βα­στια­νού… Η με­τα­κο­μι­δή δε αύ­τη, γε­νο­μέ­νη πι­θα­νώς την 29ην Ιου­νί­ου 258, έ­γι­νε α­φορ­μή να κα­θο­ρι­σθή και η εορ­τή των Α­πο­στό­λων Πέ­τρου και Παύ­λου την 29ην Ιου­νί­ου». Τέ­τοιες πε­ριπτώ­σεις α­να­κο­μι­δής Ι. Λει­ψά­νων που, ε­πί­σης, γιορ­τά­ζει η Εκ­κλη­σί­α, εί­ναι: Του Αγ. Ι­γνα­τί­ου του Θε­ο­φό­ρου 29 Ια­νουα­ρί­ου, του Αγ. Ιω. του Χρυ­σο­στό­μου στις 27 Ια­νουα­ρί­ου, Αγ. Γε­ρα­σί­μου 16 Αυ­γού­στου και 20 Ο­κτω­βρί­ου, και πολ­λών άλ­λων Α­γί­ων.
Έ­τσι, «πά­σαι αι πό­λεις ε­θε­ώ­ρουν μέ­γαν πλού­τον την α­πό­κτη­σιν λει­ψά­νων μαρτύ­ρων, οι εκ τού­των δε προ­κλη­θεί­σαι α­να­κο­μι­δαί και κα­τα­θέ­σεις λει­ψά­νων εις τους προς τι­μήν των μαρ­τύ­ρων α­νε­γει­ρο­μέ­νους να­ούς ε­γί­νο­ντο μετ΄ ε­ξαιρε­τι­κών πα­νη­γό­ρε­ων» (Θρ. και Ηθ. Ε­γκυ­κλ. τομ. 8ος, σελ. 213).
Α­πό τα ε­κτε­θέ­ντα α­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε την ευ­λο­γί­α που πα­ρέ­χει στην το­πι­κή Εκκλη­σί­α της Πά­τρας η ε­πα­να­κο­μι­δή της Τι­μί­ας Κά­ρας και του Σταυ­ρού του μαρτυ­ρί­ου του Πρω­το­κλή­του των Α­πο­στό­λων. Ευ­λο­γί­α ό­χι μό­νο στην πό­λη μας, αλλά και σ΄ ο­λό­κλη­ρο τον ελ­λα­δι­κό χώ­ρο, α­φού, α­πό τους «Δώ­δε­κα», μό­νο ο Α­πό­στο­λος Αν­δρέ­ας μαρ­τύ­ρη­σε σ΄ αυ­τόν.

Ας προ­σκυ­νή­σου­με κι ε­φέ­τος τον τά­φο, τα ιε­ρά του λεί­ψα­να και το Σταυ­ρό του μαρ­τυ­ρί­ου του με την πα­ρά­κλη­ση να μας ευ­λο­γεί και να πρε­σβεύ­ει στον Κύ­ριο να δώ­σει λύ­ση ό­χι μό­νο στα προ­σω­πι­κά μας προ­βλή­μα­τα, αλ­λά και σ΄ αυ­τά που α­ντι­με­τω­πί­ζει η χώ­ρα μας.
Η ε­πα­να­κο­μι­δή της Τι­μί­ας Κά­ρας του Πρω­το­κλή­του α­πό τη Ρώ­μη στην Πά­τρα, την πό­λη του μαρ­τυ­ρί­ου του (26 Σε­πτεμ­βρί­ου 1964), αλ­λά και της ε­πα­νακο­μι­δής της Τι­μί­ας Κά­ρας της Α­γί­ας Ει­ρή­νης α­πό τη γαλ­λι­κή Μο­νή «HAUTECOMBE» (ε­ορ­τά­ζε­ται σήμερα Σάββατο 5 Οκτωβρίου και αύ­ριο Κυριακή 6 στον ο­μώ­νυ­μο Ιε­ρό Να­ό Ρι­γα­νο­κά­μπου ό­που φυ­λάσ­σεται, η 11η ε­πέ­τειος) μας δί­νει την ευ­και­ρί­α ν΄ α­σχο­λη­θού­με με την τι­μή που α­πο­δί­δει η Εκ­κλη­σί­α στα Ιε­ρά Λεί­ψα­να με βά­ση την πε­ρί αν­θρώ­που δογ­ματι­κή δι­δα­σκα­λί­α της.
Σύμ­φω­να μ΄ αυ­τή τη δι­δα­σκα­λί­α, ο άν­θρω­πος εί­ναι μί­α ε­νιαί­α ψυ­χο-σω­μα­τι­κή ο­ντό­τη­τα, α­φού ψυ­χή και σώ­μα εί­ναι δη­μιουρ­γή­μα­τα του Θε­ού. «Και έ­πλα­σεν ο Θε­ός τον άν­θρω­πον, χουν α­πό της γης, και ε­νε­φύ­ση­σεν εις το πρό­σω­πον αυ­τού πνο­ήν ζω­ής, και ε­γέ­νε­το ο άν­θρω­πος εις ψυ­χήν ζώ­σαν». (Γεν. Β, 7). Στο ση­μεί­ο αυ­τό πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι ο άν­θρω­πος δη­μιουρ­γεί­ται α­πό το Θε­ό ό­χι με το λό­γο του, «Και εί­πεν ο Θε­ός...», ό­πως έ­γι­νε με τα λοι­πά δη­μιουρ­γή­μα­τά του, αλ­λά με ι­διαίτε­ρο τρό­πο. Ε­νερ­γεί, δεν δια­τάσ­σει, που φα­νε­ρώ­νει τη ση­μα­σί­α του Θε­ού – Πλάστη στο τε­λευ­ταί­ο και τε­λειό­τε­ρο ε­πί­γειο δη­μιούρ­γη­μά του. Και συ­νε­χί­ζει η βι­βλι­κή πα­ρά­δο­ση (Π. Δια­θή­κη): «Και εί­πεν ο Θε­ός: ποι­ή­σω­μεν άν­θρω­πον κατ΄ ει­κό­να η­με­τέ­ραν και καθ΄ ο­μοί­ω­σιν, και αρ­χέ­τω­σαν των ι­χθύ­ων της θα­λάσ­σης... και πά­σης της γης» (Γεν. Α, 26). Έ­τσι, ο άν­θρω­πος δη­μιουρ­γεί­ται βα­σι­λιάς και κύ­ριος ό­λης της δη­μιουρ­γί­ας και το βα­σι­κό­τε­ρο «ει­κό­να» του Θε­ού, δηλ. με θεί­ες ι­διό­τη­τες (λο­γι­κό, ε­λευ­θε­ρί­α, α­ντε­ξού­σιο, κυ­ριαρ­χι­κό), που η καλ­λιέρ­γειά τους θα τον ο­δη­γού­σε στο «καθ΄ ο­μοί­ω­σιν», δηλ. στην, κα­τά Χά­ρη, θέ­ω­σή του.
Ό­μως, η πτώ­ση του αν­θρώ­που τον ο­δή­γη­σε στο ν΄ α­μαυ­ρώ­σει το «κατ΄ ει­κό­να», όχι ό­μως και να το ε­ξα­φα­νί­σει, α­φού, κα­τά τον υ­μνω­δό, «...η Χά­ρις και το κάλ­λος του Θε­αν­θρώ­που, ο ο­ποί­ος σαρ­κού­με­νος την ρυ­πω­θεί­σα ει­κό­να στον άν­θρω­πο «εις το αρ­χαί­ον α­να­μορ­φώ­σας, τω θεί­ω κάλ­λει συ­γκε­τέ­μει­ξε». (Κο­ντά το της Κυρια­κής της Ορ­θο­δο­ξί­ας). Και, κα­τά τον Αγ. Γρη­γό­ριο το Θε­ο­λό­γο, «Με­τέ­λα­βον της ει­κό­νος και ουκ ε­φύ­λα­ξα, με­τα­λαμ­βά­νει (ο Κύ­ριος) της ε­μής ει­κό­νος, ί­να και την ει­κό­να σώ­ση και τη σάρ­κα α­θα­να­τί­ση» (PG. 36,325c).
Η ε­ναν­θρώ­πη­ση του Θε­ού Λό­γου, του δευ­τέ­ρου προ­σώ­που της Αγ. Τριά­δος, σκο­πό εί­χε να ε­πα­να­φέ­ρει το «κατ΄ ει­κό­να» στην αρ­χι­κή του λάμ­ψη, για να μπο­ρέ­σει ο άν­θρω­πος και πά­λι να φτά­σει στο «καθ΄ ο­μοί­ω­σιν», δηλ. στην κα­τά χά­ρη θέω­ση και σω­τη­ρί­α. «Αυ­τός γαρ ε­νην­θρώ­πη­σεν, ί­να η­μείς θε­ο­ποι­η­θώ­μεν» (Μ. Α­θανά­σιος).
Ό­ταν η Γρα­φή γρά­φει για τον άν­θρω­πο, δεν δια­χω­ρί­ζει ψυ­χή και σώ­μα, αλ­λά εν­νο­εί αυ­τόν, ό­πως α­να­φέρ­θη­κε, ως ε­νιαί­α ψυ­χο­σω­μα­τι­κή ο­ντό­τη­τα, για­τί, ό­πως η ψυ­χή, έ­τσι και το σώ­μα εί­ναι συ­στα­τι­κό στοι­χεί­ο της ταυ­τό­τη­τας του αν­θρώπου.
Στον ελ­λη­νο-ρω­μα­ϊ­κό κό­σμο το σώ­μα του αν­θρώ­που γνώ­ρι­σε τις δύ­ο α­κρό­τη­τες: ει­δω­λο­ποί­η­ση – πε­ρι­φρό­νη­ση. Ο Πλά­των έ­γρα­φε ό­τι «το σώ­μα ε­στίν η­μίν σήμα» (δηλ. τά­φος). Και ο Πλω­τί­νος αι­σθα­νό­ταν ντρο­πή ε­πει­δή εί­χε σώ­μα.
Στην Αγ. Γρα­φή και ι­διαί­τε­ρα στη Κ. Δια­θή­κη το σώ­μα του αν­θρώ­που α­πο­κτά τη δι­κή του θέ­ση και α­ξί­α. «Και ο Λό­γος σάρ­ξ ε­γέ­νε­το και ε­σκή­νω­σεν εν η­μίν» (Ιω. Α, 14). Δηλ. η ε­ναν­θρώ­πη­ση του Λό­γου πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε με την πρό­σλη­ψη ο­λόκλη­ρης της αν­θρώ­πι­νης φύ­σης, που συ­νε­πά­γε­ται και της θέ­ω­σής της. Κά­θε άλ­λη δι­δα­σκα­λί­α α­πο­τε­λεί αί­ρε­ση που κα­τα­δι­κά­στη­κε α­πό την Εκ­κλη­σί­α (Νε­στο­ρια­νι­σμός – Μο­νο­φυ­σι­τι­σμός). Έ­τσι, σύμ­φω­να με τη δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α της Εκ­κλη­σί­ας, στη θέ­ω­ση και στη δό­ξα του Θε­ού με­τέ­χει ο­λό­κλη­ρος ο άν­θρω­πος «ψυ­χή τε και σώ­μα­τι». Ο Α­πό­στο­λος Παύ­λος γρά­φει στους Κο­ριν­θί­ους: «ουκ οίδα­τε ό­τι το σώ­μα υ­μών να­ός του εν υ­μίν α­γί­ου Πνεύ­μα­τος ε­στιν,... δο­ξά­σα­τε τον Θε­όν εν τω σώ­μα­τι υ­μών» (Α΄,6,19). Και, κα­τά τον Αγ. Μά­ξι­μο τον Ο­μο­λο­γη­τή (7ος αι.), «Εν τω Α­να­στά­ντι» το σώ­μα μας βρή­κε την τι­μή και τη δό­ξα δια την ο­ποία πλά­στη­κε... Α­πό την Α­νά­λη­ψη του Κυ­ρί­ου και ε­ξής έ­να πραγ­μα­τι­κό σώ­μα ε­γκατοι­κεί εις τους κόλ­πους της Α­γί­ας Τριά­δος».
Κα­τά την Εκ­κλη­σί­α, το αν­θρώ­πι­νο σώ­μα, ως δη­μιούρ­γη­μα του Θε­ού, με­τέ­χει στην ά­κτι­στη Χά­ρη Του. Και αυ­τή η «Χά­ρις» δια­τη­ρεί­ται και με­τά το θά­να­το του ανθρώ­που. Ο π. Βα­σί­λειος Ι­βη­ρί­της, Προ­η­γού­με­νος της Ιε­ράς Μο­νής Ι­βή­ρων, σημειώ­νει «...Ο ιε­ρεύς παίρ­νει το παι­δί ο­λό­κλη­ρο ...και το βυ­θί­ζει εις το ό­νο­μα του Πα­τρός και του Υ­ιού και του Αγ. Πνεύ­μα­τος» στην κο­λυμ­βή­θρα. Η Χά­ρις του Θε­ού ει­σέρ­χε­ται εις πά­ντας τους αρ­μούς, εις νε­φρούς και καρ­δί­αν. Και ό­χι τώ­ρα κ ο ι ν ο π ο ι ε ί τ α ι η ύ­παρ­ξή μας, αλ­λά α­κό­μη και ό­ταν μπει στον τά­φο το σώ­μα και γί­νει χώ­μα, πά­λι η Χά­ρις αυ­τή μέ­νει. Γι΄ αυ­τό, λέ­ει, ο Αγ. Γρη­γό­ριος ο Πα­λα­μάς, ό­τι η Χά­ρις του Αγ. Πνεύ­μα­τος που κα­θα­γιά­ζει την ψυ­χή κα­θα­γιά­ζει και το σώ­μα και μέ­νει στα Ά­για Λέ­ι­ψα­να».
Κα­τά έ­ναν ο­ρι­σμό «Λεί­ψα­νον ά­γιον κα­λεί­ται το νε­κρόν σώ­μα Α­γί­ου τι­νός ή μάρ­τυ­ρος, α­κό­μη δε και μέ­ρος ή τμή­μα αυ­τού δια­τη­ρού­με­νον. Εν στε­νω­τέ­ρα εν­νοί­α λεί­ψα­να ιε­ρά εί­ναι και α­ντι­κεί­με­να, ή εν­δύ­μα­τα ή α­λύ­σεις, ά­τι­να οι Ά­γιοι ζώ­ντες με­τε­χει­ρί­σθη­σαν. Ή­δη α­πό της ε­πο­χής των διωγ­μών, ό­τε ε­νε­φα­νί­σθη­σαν οι πρώ­τοι μάρ­τυ­ρες του Χρι­στια­νι­σμού, ε­τι­μώ­ντο υ­πό των χρι­στια­νών τα λεί­ψα­να τού­των» (Θρ. και Ηθ. Ε­γκυ­κλοπ, τό­μος 8ος, σελ. 219).
Ο Ά­γιος Γργό­ριος ο Θε­ο­λό­γος γρά­φει: «Οι γαρ ά­γιοι και ζώ­ντες πε­πλη­ρω­μέ­νοι ή­σαν Πνεύ­μα­τος Α­γί­ου. Και τε­λευ­τη­σά­ντων αυ­τών η Χά­ρις του Α­γί­ου Πνεύ­ματος… έ­νε­στι (μέ­νει) και ταις ψυ­χαίς και τοις σώ­μα­σιν εν τοις τά­φοις… και ταις α­γί­αις ει­κό­σιν αυ­τών». Πε­ρί του σώ­μα­τος της μάρ­τυ­ρος Αγ. Ιου­λίτ­της (+30 Ιου­λί­ου), ο Μ. Βα­σί­λειος γρά­φει: «Εν τω καλ­λί­στω προ­τε­με­νά­σμα­τι (ει­σό­δω) της πό­λε­ως κεί­με­νον (εν­ν. σώ­μα της Α­γί­ας) α­γιά­ζει μεν τον τό­πον, α­γιά­ζει δε τους εις αυ­τόν συ­νό­ντας» (δηλ. ευ­ρι­σκο­μέ­νους). Και συ­μπλη­ρώ­νει, ό­τι ό­ποιος α­κουμπά τα Ι. Λεί­ψα­να «λαμ­βά­νει τι­νά με­του­σί­αν» (δηλ. α­για­σμό και Χά­ρη). Αλ­λά και ο Ι. Χρυ­σό­στο­μος ση­μειώ­νει: «Αι θή­και των α­γί­ων (εν­ν. τις λει­ψα­νο­θή­κες) πνευ­μα­τι­κής ει­σί Χά­ρι­τος. Δια τού­το και τα λεί­ψα­να των α­γί­ων εί­α­σεν (ά­φη­σε) ημίν ο Θε­ός, βου­λό­με­νος η­μάς προς τον αυ­τόν ε­κεί­νοις ζή­λον χει­ρα­γω­γεί­σαι…».
Μα­κα­ρί­ζει, ο Ι. Χρυ­σό­στο­μος, «…την Α­ντιό­χεια, διό­τι τει­χί­ζε­ται δια των Ιερών λει­ψά­νων του Ι­γνα­τί­ου (Θε­ο­φό­ρου), άλ­λο­τε δε βέ­βαιοί τους α­κρο­α­τές του ότι ου­χί μό­νον τα ο­στά των μαρ­τύ­ρων, αλ­λά και οι τά­φοι αυ­τών και οι λάρ­να­κες πολ­λών βρύ­ου­σιν την ευ­λο­γί­αν. Δια τού­το και η τι­μή προς τα Ιε­ρά Λεί­ψα­να συνε­βά­δι­ζε πά­ντο­τε και προς τους τά­φους των μαρ­τύ­ρων». Α­φού, κα­τά τον ί­διο πα­τέ­ρα, «και η σκό­νη που εί­ναι ε­πά­νω στα ιε­ρά λεί­ψα­να θαυ­μα­τουρ­γεί». Και παρό­τρυ­νε τους χρι­στια­νούς να πη­γαί­νουν συ­χνά ε­κεί που βρί­σκο­νται, να τα ασπά­ζο­νται πι­στεύ­ο­ντας ό­τι τα πνευ­μα­το­φό­ρα και χρι­στο­φό­ρα λεί­ψα­να «και λι­μέ­να τι­νά πα­ρα­σχείν και πα­ρα­μύ­θιον α­σφα­λές των α­ει κα­τα­λαμ­βα­νό­ντων ημάς κα­κών».
Αλ­λά και ο Αγ. Κύ­ριλ­λος, Πα­τριάρ­χης Ιε­ρο­σο­λύ­μων, α­πο­φαί­νε­ται ό­τι «και της ψυ­χής μη υ­παρ­χού­σης εν τω νε­κρώ σώ­μα­τι, έ­γκει­ταί τις δύ­να­μις εις τα σώ­ματα των Α­γί­ων και των μαρ­τύ­ρων, δια της εν το­σού­τοις έ­τε­σιν ε­νοι­κή­σα­σαν εν αυ­τοίς δι­καί­αν ψυ­χήν».
Ό­πως φαί­νε­ται, κα­τά τους α­γί­ους πα­τέ­ρες τα Ι. Λεί­ψα­να των Α­γί­ων εί­ναι «χαρι­τό­βρυ­τα, μυ­ρο­φό­ρα, μυ­ρό­βλη­τα, θαυ­μα­τουρ­γά». Πολ­λοί ά­γιοι έ­χουν τους πιο πά­νω χα­ρα­κτη­ρι­σμούς. Γνω­στοί μυ­ρό­βλη­τοι Ά­γιοι εί­ναι: Ο Ά­γιος Δη­μή­τριος, ο Ά­γιος Α­χίλ­λειος Λα­ρί­σης, ο Ό­σιος Βάρ­βα­ρος ο μυ­ρο­βλί­της κ.α. Οι Ά­γιοι Νι­κόλα­ος, Σπυ­ρί­δων, Διο­νύ­σιος Ζα­κύν­θου, Νε­κτά­ριος Πε­ντα­πό­λε­ως φέ­ρουν τον χαρα­κτη­ρι­σμό του θαυ­μα­τουρ­γού.
Κα­τά τον Βα­σί­λειο Ι­βη­ρί­τη: «…Τα λεί­ψα­να των Α­γί­ων α­να­δί­δουν α­ε­νά­ως την ίδια ά­κτι­στη μαρ­μα­ρυ­γή, οι τά­φοι τους δια­χέ­ουν την άρ­ρη­τη και ά­κτι­στη ευωδί­α. Το κάλ­λος της κα­τα­νύ­ξε­ως, η ευω­δί­α η ου­ρά­νιος, γε­μί­ζουν τον χώ­ρο». Α­φού, ό­πως ο ί­διος α­να­φέ­ρει, «Η ύ­λη η α­γί­α, η δο­σμέ­νη α­πό τον Θε­όν εί­ναι «έ­μπλε­ως» της θεί­ας Χά­ρι­τος, κα­τά τον Άγ. Ιω­άν­νη τον Δα­μα­σκη­νό». Και φέρ­νει ως παρά­δειγ­μα: «Ο Ό­σιος Δα­μια­νός του 13ου αιώ­να ε­τά­φη με­ρι­κά χι­λιό­με­τρα πέρα α­πό τη Μο­νή Ε­σφιγ­μέ­νου και η ευω­δί­α του α­γί­ου Λει­ψά­νου του, α­πό τον τά­φο μέ­σα, έ­φτα­νε μέ­χρι το μο­να­στή­ρι του Ε­σφιγ­μέ­νου».
Ή­δη α­πό τον 4ο αιώ­να ε­πε­κρά­τη­σε, κα­τά τα ε­γκαί­νια να­ών, να το­πο­θε­τούνται κά­τω α­πό την α­γί­α Τρά­πε­ζα λεί­ψα­να Α­γί­ων, σύμ­φω­να με την Α­πο­κά­λυ­ψη (Στ΄, 9), που γρά­φει: «Και ό­τε ή­νοι­ξεν την πέ­μπτην σφρα­γί­δα, εί­δον υ­πο­κά­τω του θυσια­στη­ρί­ου τας ψυ­χάς των ε­σφαγ­μέ­νων δια τον λό­γον του Θε­ού και δια την μαρτυ­ρί­αν ην εί­χον».
Η Πρά­ξη αυ­τή, που κυ­ρώ­θη­κε με τον 7ο κα­νό­να της Ζ΄ Οι­κου­με­νι­κής Συ­νόδου, έ­χει την αρ­χή της στη συ­νή­θεια να τε­λεί­ται το μυ­στή­ριο της θεί­ας Ευ­χαρι­στί­ας ε­πά­νω στους τά­φους των μαρ­τύ­ρων, κα­τά την πε­ρί­ο­δο των διωγ­μών. Αργό­τε­ρα, μά­λι­στα, έ­κτι­ζαν τα λε­γό­με­να «Μαρ­τύ­ρια» ε­πά­νω στους τά­φους των μαρ­τύ­ρων.
Πο­λύ νω­ρίς, συγ­χρό­νως με την τι­μή στη μνή­μη των Α­γί­ων, άρ­χι­σαν οι πι­στοί να γιορ­τά­ζουν με ει­δι­κές α­κο­λου­θί­ες και τη με­τα­κο­μι­δή ή α­να­κο­μι­δή των Ι. Λει­ψά­νων τους. «Ού­τω κα­τά το έ­τος258 τα λεί­ψα­να των Α­πο­στό­λων Πέ­τρου και Παύλου με­τε­κο­μί­σθη­σαν εκ των αρ­χι­κών τά­φων των «ε­πί την ο­δόν την ω­στί­αν», εις α­σφα­λές μέ­ρος, εν τη κρύ­πτη του Α­γί­ου Σε­βα­στια­νού… Η με­τα­κο­μι­δή δε αύ­τη, γε­νο­μέ­νη πι­θα­νώς την 29ην Ιου­νί­ου 258, έ­γι­νε α­φορ­μή να κα­θο­ρι­σθή και η εορ­τή των Α­πο­στό­λων Πέ­τρου και Παύ­λου την 29ην Ιου­νί­ου». Τέ­τοιες πε­ριπτώ­σεις α­να­κο­μι­δής Ι. Λει­ψά­νων που, ε­πί­σης, γιορ­τά­ζει η Εκ­κλη­σί­α, εί­ναι: Του Αγ. Ι­γνα­τί­ου του Θε­ο­φό­ρου 29 Ια­νουα­ρί­ου, του Αγ. Ιω. του Χρυ­σο­στό­μου στις 27 Ια­νουα­ρί­ου, Αγ. Γε­ρα­σί­μου 16 Αυ­γού­στου και 20 Ο­κτω­βρί­ου, και πολ­λών άλ­λων Α­γί­ων.
Έ­τσι, «πά­σαι αι πό­λεις ε­θε­ώ­ρουν μέ­γαν πλού­τον την α­πό­κτη­σιν λει­ψά­νων μαρτύ­ρων, οι εκ τού­των δε προ­κλη­θεί­σαι α­να­κο­μι­δαί και κα­τα­θέ­σεις λει­ψά­νων εις τους προς τι­μήν των μαρ­τύ­ρων α­νε­γει­ρο­μέ­νους να­ούς ε­γί­νο­ντο μετ΄ ε­ξαιρε­τι­κών πα­νη­γό­ρε­ων» (Θρ. και Ηθ. Ε­γκυ­κλ. τομ. 8ος, σελ. 213).
Α­πό τα ε­κτε­θέ­ντα α­ντι­λαμ­βα­νό­μα­στε την ευ­λο­γί­α που πα­ρέ­χει στην το­πι­κή Εκκλη­σί­α της Πά­τρας η ε­πα­να­κο­μι­δή της Τι­μί­ας Κά­ρας και του Σταυ­ρού του μαρτυ­ρί­ου του Πρω­το­κλή­του των Α­πο­στό­λων. Ευ­λο­γί­α ό­χι μό­νο στην πό­λη μας, αλλά και σ΄ ο­λό­κλη­ρο τον ελ­λα­δι­κό χώ­ρο, α­φού, α­πό τους «Δώ­δε­κα», μό­νο ο Α­πό­στο­λος Αν­δρέ­ας μαρ­τύ­ρη­σε σ΄ αυ­τόν.


Ας προ­σκυ­νή­σου­με κι ε­φέ­τος τον τά­φο, τα ιε­ρά του λεί­ψα­να και το Σταυ­ρό του μαρ­τυ­ρί­ου του με την πα­ρά­κλη­ση να μας ευ­λο­γεί και να πρε­σβεύ­ει στον Κύ­ριο να δώ­σει λύ­ση ό­χι μό­νο στα προ­σω­πι­κά μας προ­βλή­μα­τα, αλ­λά και σ΄ αυ­τά που α­ντι­με­τω­πί­ζει η χώ­ρα μας.

Εφημερίδα "Ο ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΟΣ" http://anastasiosk.blogspot.gr/2013/10/ ... _2418.html

Re: ΠΕΡΙ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ.

Δημοσιεύτηκε: 08 Ιαν 2014, 23:17
από evaggelia
Η τιμή των ιερών λειψάνων εις την ορθόδοξον παράδοσίν μας.

Η τιμή των ιερών λειψάνων εις την ορθόδοξον παράδοσίν μας.
Λάμπρου Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητού

Μια από τις σφοδρότερες επιθέσεις και τις φρικωδέστερες συκοφαντίες κατά της Εκκλησίας μας από τους διάφορους χριστιανομάχους είναι η δήθεν «λειψανολατρία» ημών των πιστών.

Λογίς αθεϊστές, νεοπαγανιστές, αλλά και οπαδοί αιρετικών παραφυάδων, όπως Προτεστάντες και Μάρτυρες του Ιεχωβά, προσάπτουν την κατηγορία στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, ότι δήθεν εφαρμόζει μορφές ακραίας δεισιδαιμονίας, με αποκορύφωμα τη λατρεία πτωμάτων, λειψάνων, υλικών αντικειμένων κλπ!

Μάλιστα η επιχειρηματολογία τους φροντίζουν να είναι λογικοφανής, ώστε να κλονίζονται οι ρηχοί στην πίστη, να πείθονται οι αδαείς και να εκτιθέμεθα ως ορθόδοξοι! Αυτός είναι άλλωστε και ο στόχος κάθε μορφής συκοφαντίας κατά της Εκκλησίας μας, να προκληθεί σύγχυση και αναστάτωση στο εκκλησιαστικό πλήρωμα και να αποτοιχιστούν από Αυτή όσο το δυνατόν περισσότεροι!

Βεβαίως έχουν γραφεί κατά καιρούς πολλά για το ζήτημα της τιμής των ιερών λειψάνων. Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας έχουν γράψει περισπούδαστα θεολογικά σχόλια, τα οποία όχι μόνο δικαιολογούν την τιμή των ιερών λειψάνων, αλλά την επιβάλλουν.

Σπουδαίοι επίσης, σύγχρονοι θεολόγοι έχουν δημοσιεύσει ενδιαφέρουσες πραγματείες για το θέμα, δίνοντας αρκούντα λόγο στους πολεμίους της Εκκλησίας.

Στο πόνημα αυτό θα προσπαθήσουμε με τρόπο συνοπτικό να παρουσιάσουμε την εκπεφρασμένη γνώμη της Εκκλησίας μας, προκειμένου να απογυμνώσουμε για μια ακόμη φορά τη συκοφαντική αθλιότητα και να στηρίξουμε τους αδελφούς μας πιστούς από τις άηθες αυτές επιθέσεις.

Το ζήτημα της τιμής των ιερών λειψάνων από την Εκκλησία μας, πέρα από ύψιστη θεολογική σημασία, ενέχει τεράστιες φιλοσοφικές και οντολογικές προεκτάσεις, αποδεικνύοντας περίτρανα την απίστευτη συλλογιστική πενία των εκκλησιομάχων επικριτών και τη γελοία ρηχότητα, που μεταχειρίζονται, για να στηρίξουν τις συκοφαντίες τους.

Πριν προχωρήσουμε στο θέμα μας θα θέλαμε να πληροφορήσουμε κάθε καλόπιστο η κακόπιστο κριτή, πως η οποιαδήποτε πρακτική της Εκκλησίας μας έχει φιλτραριστεί απανωτά και αξιόπιστα από τα φίλτρα της αλήθειας και της αυθεντίας, τα οποία είναι ο αδιάψευστος λόγος του Θεού και η εν Αγίω Πνεύματι λειτουργούσα αυτοσυνειδησία του εκκλησιαστικού πληρώματος.
Τίποτε δεν είναι τυχαίο, πολλώ δε μάλλον άτοπο, στη ζωή της Εκκλησίας μας, έστω και αν φαντάζει «παράδοξο» στα όμματα ορισμένων «ορθολογιστών».


Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού και συνίσταται από σώμα και ψυχή. Η ψυχή και το σώμα συναποτελούν αντίστοιχα την πνευματική και την υλική σύσταση της διφυούς φύσεώς του.

Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά του από τα άλλα δημιουργήματα του Θεού.
Επίσης θεμελιώδης διδασκαλία της Εκκλησίας μας είναι η εκ του μηδενός δημιουργία όλων των όντων. Δεν υπάρχει αΐδια φύση κανενός όντος εκτός του Θεού. Οι διάφορες, εκτός του Χριστιανισμού, θεωρίες, φιλοσοφίες και θρησκευτικές αντιλήψεις περί αϊδιότητας του υλικού κόσμου όχι μόνο αντιτίθενται στη χριστιανική διδασκαλία, αλλά και έχουν καταδικαστεί από την Εκκλησία ως άκρως κακόδοξες πίστεις, διότι συνειδητά η ασυναίσθητα, όσοι δέχονται την αιωνιότητα της ύλης, παραδέχονται τη «θεότητά» της, αφού η αϊδιότητα είναι αποκλειστική ιδιότητα του Θεού!

Η εκ του Θεού δημιουργία του κόσμου φανερώνει περίτρανα την ιερότητα σύμπασας της κτίσεως, διότι είναι προϊόν αγαθότητας και αγιότητας του απόλυτα αγαθού και αγίου Θεού. Τίποτε το κακό δεν υπάρχει στη φύση του υλικού κόσμου, το υπάρχον κακό είναι παρείσακτο από τον εφευρέτη του το διάβολο.

Δυστυχώς όμως η παρουσία του κακού στον κόσμο ταυτίστηκε από κάποιες φιλοσοφικές και θρησκευτικές αντιλήψεις με την φύση του υλικού κόσμου. Οι αρχαίοι Έλληνες (ορφικοί, νεο- πλατωνικοί, νεοπυθαγόρειοι κλπ), οι Ινδουιστές, οι Βουδιστές, οι Παρσιστές, οι Γνωστικοί των πρωτοχριστιανικών χρόνων, και διάφοροι αιρετικοί, όπως οι Εγκρατίτες, οι Μοντανιστές, οι Καθαροί και πολλές σύγχρονες προτεσταντικές παραφυάδες θεωρούσαν και θεωρούν την υλική κτίση ως φυσικό κακό και απαξία.

Κύριο χαρακτηριστικό όλων αυτών είναι η απόρριψη του υλικού κόσμου ως κακό και η καλλιέργεια αποστροφής προς αυτόν. Ο ακραίος ασκητισμός όλων αυτών των ομάδων είχε και έχει ως στόχο την απελευθέρωση της ψυχής από τα δεσμά της «κακής» ύλης.

Υπενθυμίζω την πλατωνική ρήση περί του σώματος ως φυλακή της ψυχής, καθώς και τις «απελευθερωτικές» αυτοκτονίες επιφανών αρχαίων φιλοσόφων (Εμπεδοκλή, Ζήνωνος, Κλεάνθους, Πλωτίνου, κλπ)!

Οι ορφικοί δίδασκαν πως οι θεοί έκλεισαν τις ψυχές στα σώματά μας, για να μας τιμωρήσουν και οι στωικοί προέτρεπαν «ευλόγως εξάγειν εαυτόν του βίου» (Διογ. Λαέρτ. 7,130), δηλαδή ωθούσαν στην αυτοκτονία.

Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του διαβόητου κυρηναϊκού φιλοσόφου Ηγεσία, ο οποίος παρότρυνε τους ανθρώπους να αυτοκτονούν και γιʼ αυτό ονομάστηκε «πεισιθάνατος»!

Αν η ύλη αποτελούσε απαξία γιʼ αυτούς και ιδιαίτερα για τους αρχαίους προγόνους μας, περισσότερο απʼ όλα, φρικιαστική αποστροφή αποτελούσε ό,τι υλικό κατάλοιπο (λείψανο) άφηνε ο θάνατος.

Το πτώμα του νεκρού και τα υπάρχοντά του προκαλούσαν τρόμο και φόβο εξαιτίας των εφιαλτικών αντιλήψεων, που είχαν για τη μεταθανάτιο κατάσταση των νεκρών.

Μέσα στα ομηρικά έπη καταγράφονται με τα πλέον μελανά χρώματα η ανείπωτη φρίκη και ο παντοτινός βασανισμός των ψυχών στον σκοτεινό και αραχνιασμένο τόπο, τον Άδη.

Όλες οι ψυχές των θνητών κατέβαιναν χωρίς εξαίρεση στο υποχθόνιο βασίλειο του Πλούτωνα, για να μένουν εσαεί εκεί ως σκιές, για να βασανίζονται αιώνια!

Σύμφωνα με τη βασική δοξασία της αρχαιοελληνικής θρησκείας, ο «θεός» Πλούτωνας έλαβε ως μερίδιο κατά τη μοιρασιά του κόσμου, τον υποχθόνιο τόπο, το σκοτεινό και αιώνιο δεσμωτήριο των θνητών ψυχών! Ο απαίσιος και μισάνθρωπος εκείνος «θεός» είχε απόλυτη κυριότητα στις ψυχές των νεκρών, του ανήκαν δικαιωματικά και δεν τις έδινε πίσω! Ακόμη και ψυχές «θεών» είχε αρπάξει ανεπιστρεπτί (Περσεφόνη) στο τρομερό βασίλειό του!

Τα «Ηλύσια Πεδία» η οι «Νήσοι των Μακάρων» είχαν δημιουργηθεί από τους «θεούς» ως προορισμό αποκλειστικά των θνητών ερωμένων τους και των αλλόκοτων ημιθέων, δηλαδή των κλεψίγαμων παιδιών τους (Πινδ. Ολυμπ. 77–78, Ησιόδ. Έργα και Ημέραι,156–173)!

Ως τον 5ο π. Χ. αιώνα κανένας συγγραφέας δεν αναφέρει ότι στα «Ηλύσια Πεδία» πήγαιναν οι θνητοί, αλλά φυσικός προορισμός τους ήταν ο σκοτεινός και φοβερός Άδης. Μόνο οι «αιρετικοί» ορφικοί ανέπτυξαν τη θεωρία ότι ο ανύπαρκτος αυτός «παράδεισος», ήταν διαθέσιμος για όσους θνητούς, με τον ακραίο ασκητισμό τους, «μπορούσαν να απελευθερωθούν από την ύλη» και για όσους «μυούν ταν» στα μακάβρια «μυστήρια»!

Βιώνοντας οι αρχαίοι αυτήν ακριβώς τη φρικώδη μεταθανάτια κατάσταση αισθάνονταν τέλεια αποστροφή προς το θάνατο, ως στέρηση της ζωής και είσοδο στην ατελεύτητη καταδίκη. Οι επιτάφιοι νεκρικοί θρήνοι τους (τα μοιρολόγια), οι σπαρακτικοί κοπετοί και τα έθιμά τους φανερώνουν ξεκάθαρα τη φρικτή οδύνη, που βίωναν μπροστά στο γεγονός του θανάτου.

Ο Επίκουρος χαρακτήριζε το θάνατο ως «φρικωδέστατον των κακών» (Διογ. Λαέρτ. Επικ.10,125) και μάταια προσπαθούσε με σοφιστείες να μετριάσει τον εσώψυχό του φόβο γιʼ αυτόν. Περισσότερο απʼ όλα απεχθάνονταν οι αρχαίοι το σώμα του νεκρού, η θέα του οποίου τους προκαλούσε φρίκη και φόβο.

Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία πως κατά το μεγάλο λοιμό του 250–251 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια, οι ειδωλολάτρες εγκατέλειπαν αφρόντιστους τους ψυχορραγούντες και άφηναν άταφους τους νεκρούς τους: «απέφευγον τους φιλτάτους καν ταις οδοίς έρριπτον ημιθανείς και νεκρούς άταφους απεσκυβαλίζοντο» Ευσ. Εκκλ. Ιστ. 7,22,9–10).

Την εγκληματική τους ανεπάρκεια αναπλήρωναν οι χριστιανοί, οι οποίοι, με κίνδυνο της ζωής τους φρόντιζαν αδιακρίτως τους ασθενείς και έθαβαν τους νεκρούς, γεγονός που ομολόγησε αργότερα ο εμπαθής και ονειροπαρμένος Ιουλιανός ο Αποστάτης!

Γενικά όσοι ήταν επιφορτισμένοι να φροντίζουν τους νεκρούς θεωρούνταν μιασμένοι και αποκρουστικοί. Κανένας δεν τους πλησίαζε, για να μη μολυνθεί.
Σε περίπτωση που κάποιος ερχόταν σε επαφή με το σώμα του νεκρού ήταν υποχρεωμένος να υποστεί επίμονους και βασανιστικούς καθαρμούς από τους ιερείς, προκειμένου να γίνει αποδεκτός από την κοινωνία!

Τα ιερατεία ήταν υποχρεωμένα να βρίσκονται μακριά από κάθε νεκρική διαδικασία, διότι δε θα μπορούσαν να «ιερατεύσουν»! Δεν είναι τυχαίο ότι οι Αθηναίοι περιγέλασαν το απόστολο Παύλο, όταν στην περίφημη ομιλία του στην Πνύκα, όταν αναφέρθηκε στην ανάσταση των νεκρών, «ακούσαντες δε ανάστασιν νεκρών… εχλεύαζον» (Πράξ.17,32).

Η πικρόχολη εκείνη χλεύη, φανερώνει ξεκάθαρα την τρομερή υπαρξιακή κενότητα της αρχαιοελληνικής σκέψεως και το απάνθρωπο πρόσωπο της «ελληνικής» θρησκείας, η οποία τροφοδοτούσε μανιωδώς με δαιμονική απαισιοδοξία την αρχαιοελληνική κοινωνία!

Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο, για να απελευθερώσει καθολικά το ανθρώπινο γένος από τα έργα του διαβόλου και τα δεσμά της αμαρτίας, τα οποία κατά το λόγο του Θεού, οδηγούν αναπόφευκτα στο θάνατο και τα ίδια χαρακτηρίζονται ως «θάνατος» (Ρωμ. 6, 23).

Ο απόστολος Παύλος αναφέρει πως «η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθε και δια της αμαρτίας ο θάνατος και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν» (Ρωμ. 5,12). Αντίθετα, κατά τον ιερό Φώτιο, είναι «αναίτιος ο Θεός του θανάτου» (P.G. 101,1036B).

Αλλά η υπέρτατη δωρεά του Χριστού για τον άνθρωπο υπήρξε η νίκη Του κατά του θανάτου.
Ο Χριστός με την σταυρική Του θυσία, τον εκούσιο θάνατό Του και την ένδοξη ανάστασή Του νίκησε ολοκληρωτικά τον όλεθρο του θανάτου, κατάργησε τον καταχθόνιο Άδη και έκλεισε ερμητικά τις πύλες του για τους πιστούς Του.

Ο αναστημένος Κύριός μας έγινε η «απαρχή (της αναστάσεως) των κεκοιμημένων» (Α΄Κορ. 15, 21), δηλαδή έκαμε την αρχή, άνοιξε το δρόμο με την λαμπροφόρο ανάστασή Του για την αιώνια ζωή για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.

Ο φρικτός Άδης, το προαιώνιο δεσμωτήριο των ψυχών δεν υπάρχει πια. Ο απεχθέστατος και μισάνθρωπος «θεός» Πλούτων (δηλαδή ο Εωσφόρος) νικήθηκε κατά κράτος, χάνοντας οριστικά την πολύτιμη λεία του, τις από αιώνος ψυχές των ανθρώπων.

Το τρομερό υπαρξιακό άχθος δε δικαιολογείται πλέον. Ο φόβος του θανάτου ανήκει στο εφιαλτικό προχριστιανικό παρελθόν και το εξωχριστιανικό παρόν, διότι «το χάρισμα του Θεού (εστι) ζωή αιώνιος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών» (Ρωμ. 6,23).

Είναι αυτό που ονομάζει ο Ισαάκ ο Σύρος ως «αίσθησιν αθανάτου ζωής» (Λόγ.38).

Ο θάνατος, από αναπόφευκτη φρικιαστική κατάσταση, έγινε αναπαυτικός ύπνος του σώματος μέχρι που θα σαλπίσει ο άγγελος του Κυρίου την ανάσταση των κεκοιμημένων (A΄ Κορ. 15, 52. Ιωάν. 5, 29).

Όπως ο Χριστός ανάστησε το δικό Του σώμα έτσι θα αναστήσει και τα σώματα των πιστών Του, ως οργανικά κύτταρα του σώματός Του, διότι «σύμφυτοι τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα… ει απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι και συζήσομεν αυτώ, ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6, 5–10).

Βιώνοντας αυτή την υπέρτατη δωρεά η Εκκλησία μας, όρισε την ημέρα του θανάτου των αγίων ως την επισημότερη επέτειό τους, ως τη «γενέθλιο ημέρα» τους, κατά την οποία όχι μόνο δεν πέθαναν, αλλά (ανα)γεννήθηκαν εν Χριστώ στη νέα αληθινή και αιώνια ζωή!

Ο μεγάλος χριστιανός φιλόσοφος Μπερδιάγεφ, εκφράζοντας τη γνήσια χριστιανική αντίληψη για το θάνατο, αναφέρει ότι αυτός (ο θάνατος) «μαρτυρεί ότι ο άνθρωπος είναι προορισμένος για μια άλλη ύψιστη ζωή.

Χωρίς το θάνατο η ύπαρξη θα ήταν ευτελής και ανόητη» (Περί προορισμού του ανθρώπου, σελ. 344)!

Κατά συνέπεια τίποτε το αποκρουστικό δεν έχει ο θάνατος. Δεν δικαιολογείται πια τα σώματα των κεκοιμημένων να προκαλούν φρίκη και φόβο, αλλά πρέπει να τυγχάνουν τιμών και περιποιήσεων, ως αναπόσπαστο κομμάτι της υπόστασης του κεκοιμημένου, διότι κατά τη γενική ανάσταση τα σώματα όλων των κεκοιμημένων θα ενωθούν ξανά με τις ψυχές, αφθαρτοποιημένα πλέον, για να αποτελούν αιώνια και ατελεύτητα την ψυχοσωματική οντότητα του κάθε ανθρωπίνου προσώπου στη Βασιλεία του Θεού.

Άλλωστε, σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή «εις τούτο ημάς πεποίηκεν ο Θεός, ίνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως, και της αυτού αϊδιότητος μέτοχοι, και φανώμεν αυτώ όμοιοι κατά την εκ χάριτος θέωσιν» (P.G.90, 1193D).

Γιʼ αυτό και οι χριστιανοί δείχνουν πλήρη περιφρόνηση κατά του θανάτου, η οποία βιώθηκε και βιώνεται από τους διαχρονικούς μάρτυρες της Εκκλησίας μας, γεγονός που χαρακτηρίζεται ως «παραλογισμός» από τις δυνάμεις του κόσμου.

Κατά τον άγιο Ιππόλυτο «το πνεύμα του Πατρός διδάσκει τους μάρτυρας… καταφρονείν μεν του θανάτου, σπεύδειν δε προς επουράνια» (Ιπολ. Εις Δάν. ΙΙ,21). Ο εθνικός σατιρικός συγγραφέας Λουκιανός με διάθεση ειρωνικού θαυμασμού έγραψε πως οι χριστιανοί μάρτυρες και ομολογητές «καταφρονούσι του θανάτου» (Λουκ. Περί της Περεγρίνου τελευτής 13).

Οι δήμιοι ειδωλολάτρες στα πρωτοχριστιανικά χρόνια έμεναν έκθαμβοι από την προθυμία των μαρτύρων να πεθάνουν για την πίστη τους και τον ηρωισμό τους μπροστά στα φρικτά μαρτύρια.
Το ίδιο γινόταν και επί τουρκοκρατίας με τους σφαγείς μουσουλμάνους, αλλά και τους σύγχρονους (κόκκινους) διώκτες της Εκκλησίας του μαρξιστικού ολέθρου!

Ο κόσμος, όπως αναφέραμε είναι δημιούργημα του Θεού, και γιʼ αυτό ονομάζεται κόσμος, δηλαδή κόσμημα. Δεν ταυτίζουμε τον κόσμο με το Θεό, όπως κάνουν οι κακόδοξοι πανθεϊστές, αλλά κάνουμε τη σαφή διάκριση μεταξύ του άναρχου Θεού Δημιουργού και της εν χρόνω δημιουργίας.

Ο κόσμος είναι προϊόν της αγάπης του Θεού και άρα τυγχάνει της ιδιαίτερης φροντίδας Του. Ολόκληρη την υλική κτίση, ζώσα και άψυχη, τη διαπερνά η άκτιστη ενέργειά Του, η οποία εκδηλώνεται με τη λειτουργία των αιώνιων φυσικών νόμων, οι οποίοι συγκροτούν και συγκρατούν το σύμπαν.

Η αεί υπάρχουσα στον κόσμο άκτιστη ενέργεια του Θεού αποτελεί για τη χριστιανική διδασκαλία το λόγο της ιερότητάς του. Η είσοδος του κακού στον κόσμο αποτελεί μια επίπονη και θλιβερή παρένθεση, η οποία έκλεισε με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου και το επί γης απολυτρωτικό Του έργο.

Η ενανθρώπησή Του αποτελεί ύψιστο τεκμήριο ότι ο καλός λίαν υλικός κόσμος (Γέν. 1,31), έχει καθαγιαστεί από την οργανική μετοχή Του σε αυτόν. Το άχραντο σώμα του Κυρίου υπήρξε ο σύνδεσμος του Θεού και του υλικού κόσμου.

Η θεοποίηση του πραγματικού υλικού σώματος του Κυρίου σημαίνει όχι απλά την ιεροποίηση της κτίσεως, αλλά και αυτήν ακόμα τη θεοποίησή της, η οποία θα ολοκληρωθεί με τη συντέλεια του κόσμου, αφού «όταν υποταγή αυτώ τα πάντα, τότε και αυτός ο υιος υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα, ίνα η ο Θεός τα πάντα εν πάσιν» (Α΄ Κορ. 15,28).

Πιο αισιόδοξη έκβαση για τη θεία δημιουργία δεν υπάρχει! Μέσα σε αυτή την προοπτική όχι μόνο δικαιολογείται η τιμή των ιερών λειψάνων των αγίων της Εκκλησίας μας, αλλά επιβάλλεται. Δεν υπάρχει, όπως αναφέραμε, τίποτε το μιαρό στον όμορφο κόσμο του Θεού, πολλώ δε μάλλον στο ανθρώπινο πρόσωπο, που είναι η κορωνίδα, το επιστέγασμα και η ευγενέστερη και τελειότερη μορφή της θείας δημιουργίας.

Ιδιαιτέρως ο πιστός χριστιανός με την συσσωμάτωσή του στο μυστικό σώμα του Χριστού, γίνεται μέσω των ιερών μυστηρίων οργανικό και αναπόσπαστο κύτταρό του, καθότι τα «σώματα ημών μέλη Χριστού εστιν» (Α΄Κορ. 5,15).

Οι άγιοι της Εκκλησίας μας υπήρξαν συνειδητά μέλη Χριστού. Αυτό σημαίνει ότι ήταν και θα είναι εσαεί, χριστοφόροι, θεοφόροι, φορείς των ακτίστων ενεργειών του Θεού και των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος.

Το λέει ξεκάθαρα ο απόστολος Παύλος: «ο Θεός της ειρήνης αγιάσαι υμάς ολοτελείς και ολόκληρον υμών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Χριστού τηρηθείη» (Α΄Θεσ. 5,23).

Έτσι ο θάνατός τους (για την ακρίβεια η κοίμησή τους), δε διακόπτει αυτή τη μακάρια σχέση με το Θεό. Τα λείψανά τους, προσωρινά χωρισμένα από το πνεύμα τους, συνεχίζουν να είναι μέλη Χριστού και φορείς των ακτίστων ενεργειών του Θεού, διότι αδιαλείπτως «ο κολλώμενος τω Κυρίω εν πνεύμα εστι» (Α΄ Κορ. 5,17).

Φανερή απόδειξη αυτών τα άπειρα άφθαρτα λείψανα αγίων σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο, τα οποία ευωδιάζουν και θαυματουργούν, διότι, όπως τονίζει ο Μ. Βασίλειος, «ότε υπέρ Χριστού ο θάνατος, τίμια τα λείψανα των οσίων αυτού» (P.G. 30,112).

Τα πιστοποιούν τα απειράριθμα τεμάχια αγίων λειψάνων, τα οποία από τα πρωτοχριστιανικά χρόνια ως τα σήμερα αποτελούν πολύτιμους θησαυρούς σε όλες τις τοπικές εκκλησίες και τα μοναστήρια μας, τα οποία ευωδιάζουν και θαυματουργούν.
Ο Μ. Βασίλειος αναφέρει επίσης χαρακτηριστικά πως το λείψανο της αγίας μάρτυρας Ιουλίττης, τοποθετημένο σε περίοπτη θέση της πόλεως «αγιάζει μεν τον τόπον, αγιάζει δε τους εις αυτόν συνόντας» (Θ.Η.Ε., τόμ.8, 113).

Τα τίμια λείψανα των αγίων μας είναι οι αείρρευστες πηγές αγιασμού των πιστών, αντλώντας τον από την αστείρευτη πηγή του αγιασμού, το Θεό!

Ως ορθόδοξοι πιστοί όχι μόνο δεν μας προκαλεί αποστροφή, αηδία και φόβο η θέα των ιερών λειψάνων, αλλά το αντίθετο χαρά, ιλαρότητα, ηρεμία και προπαντός ελπίδα. Οι «Αποστολικές Διαταγές» (4ος αιών.) συστήνουν στους πιστούς: «μη βδελύσεσθε τα τούτων (των μαρτύρων) λείψανα» (ΣΤ, 5-7).

Τιμώντας τα ιερά λείψανα, τιμάμε το Θεό, τον δημιουργό των σωμάτων. Τιμάμε το Χριστό και τα κύτταρα του αγίου σώματός Του. Τιμάμε το Άγιο Πνεύμα του Οποίου η χάρη είναι εναποθηκευμένη σε αυτά, διότι τα σώματα των αγίων «ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστιν» (Α΄ Κορ. 5,19).

Γιʼ αυτό και μας παραγγέλλει ο απόστολος Παύλος: «δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινά εστι του Θεού» (Α΄ Κορ. 5,20).

Τιμάμε επίσης στα ιερά λείψανα τη θεοδημιούργητη κοινή μας ανθρώπινη φύση. Κι ακόμη στα ιερά λείψανα τιμάμε την υλική κτίση, της οποίας αυτά είναι ομοούσια και τεθεωμένα μέρη. Ορισμένοι Πατέρες της Εκκλησίας μας ομιλούν για «άγιο υλισμό», εντελώς διάφορο του δύστηνου αθεϊστικού υλισμού!

Αλλά είναι απαραίτητο να κάνουμε και μια άλλη διευκρίνιση. Μας κατηγορούν οι εκκλησιομάχοι ότι λατρεύουμε πτώματα, ότι είμαστε «πτωματολάτρες».

Απαντούμε για πολλοστή φορά ότι η εν Αγίω Πνεύματι πορευόμενη Εκκλησία μας έχει ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Κάνει την απαραίτητη διάκριση μεταξύ λατρείας, η οποία απευθύνεται μόνο στον Τριαδικό Θεό και μεταξύ τιμής, που απευθύνονται στα δημιουργήματά Του.

Δε λατρεύουμε λοιπόν τα λείψανα των αγίων μας, αλλά τα σεβόμαστε και τα τιμάμε ως μέλη Χριστού. Τα φυλάσσουμε, τα φροντίζουμε και τα αγγίζουμε ως και τα δικά μας μέλη, αφού όλοι οι πιστοί συναποτελούμε ένα σώμα.

Τα ασπαζόμαστε με ευλάβεια, για να αγιαστούμε από αυτά, αφού είναι κεχαριτωμένα και αγιασμένα. Οι πρώτοι χριστιανοί κατά την περίοδο των διωγμών, στις κατακόμβες, τελούσαν τη Θεία Λειτουργία επάνω στους τάφους των μαρτύρων.

Αυτή η συνήθεια συνεχίζεται ως τις μέρες μας, κατά την τελετή των εγκαινίων των ναών τοποθετούνται ιερά λείψανα στην αγία Τράπεζα, όπως «υποκάτω του θυσιαστηρίου (είναι) αι ψυχαί των εσφαγμένων δια τον λόγον του Θεού» (Αποκ.6,9), όπως θεσμοθέτησε με τον ζ΄ κανόνα της η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος.

Ο πρώτος διδάξας το μίσος και την αποστροφή κατά των ιερών λειψάνων είναι ο διάβολος. Ο αγιασμός και η σωτηρία του ανθρώπου τον βασανίζει απελπιστικά. Οι άγιοι είναι τα πλέον μισητά όντα για εκείνον, γιʼ αυτό εκδηλώνει το άσβεστο μίσος στα τίμια και αγιασμένα λείψανά τους. Είναι γνωστό το υβρεολόγιο των πονηρών πνευμάτων, μέσω άτυχων ασθενών δαιμονισμένων, κατά των ιερών λειψάνων, σε μεγάλες πανηγύρεις, όπως λ.χ. του αγίου Γερασίμου στην Κεφαλονιά!

Ο ιερός Χρυσόστομος αναφέρει πως «των γαρ λειψάνων φερομένων» κατανικάται «των δαιμόνων η δύναμις» (P.G. 63,470).

Οι ειδωλολάτρες διώκτες των πρώτων χριστιανών μισούσαν με πάθος το σέβας τους προς τα σώματα των καλλινίκων μαρτύρων, και γιʼ αυτό φρόντιζαν να τα εξαφανίζουν. Ο θρησκομανής αυτοκράτορας Διοκλητιανός είχε δώσει διαταγή να καίγονται μαζί με τα βιβλία των χριστιανών και τα λείψανα των μαρτύρων!

Ορδές φανατικών ειδωλολατρών, με επικεφαλής τους αδίστακτους ιερείς των ειδώλων, εξαφάνισαν το μεγαλύτερο μέρος των λειψάνων των μαρτύρων, που κατείχε η Εκκλησία ως τότε!

Ό,τι διασώθηκε το αποτέλειωσε η μανία του Ιουλιανού του Παραβάτη (361-363), ο οποίος ξέσπασε με ανείπωτη μανία κατά των ιερών λειψάνων της Αντιόχειας, διότι του διαμήνυσε ο μάντης του «Δαφναίου Απόλλωνα» ότι δε μπορούσε να χρησμοδοτήσει λόγω της ύπαρξης παρακείμενα του ιερού λειψάνου του αγίου μάρτυρα Βαβύλα.

Ο άθλιος χριστιανομάχος αυτοκράτορας κατέστρεψε το ιερό λείψανο και μαζί χιλιάδες άλλα λείψανα, με αποκορύφωμα τη βεβήλωση και καταστροφή των λειψάνων του Τιμίου Προδρόμου στην Παλαιστίνη!

Σε ολόκληρη την αυτοκρατορία έλαβαν χώρα απίστευτες βεβηλώσεις χριστιανικών τάφων από στίφη φανατικών ειδωλολατρών. Τότε καταστράφηκε το εναπομείναν μέρος των ιερών λειψάνων μαρτύρων της περιόδου των διωγμών, εκτός ελαχίστων.
Σε πολλές περιπτώσεις αναμείγνυαν τα ιερά λείψανα με οστά ζώων και τα έριχναν σε χωνευτήρια, για να μη είναι δυνατή η αναγνώρισή τους! Είναι πια ολοφάνερο: η μανία των χριστιανομάχων κατά των ιερών λειψάνων υποβάλλεται αναμφίβολα από τον υποβολέα τους το διάβολο και γιʼ αυτό εκδηλώνεται με τόση διαβολική μανία!

Στους ειδωλολάτρες και στους σύγχρονους «ορθολογιστές» η θέα των νεκρών και των τάφων γεννούσε και γεννά αισθήματα τρόμου, αποστροφής και απαισιοδοξίας, διότι τους θυμίζει την εκμηδένισή τους.

Γιʼ αυτό ζητούν επίμονα την αποτέφρωση των πτωμάτων, να απαλλαχτούν από αυτά το συντομότερο δυνατό και οριστικά!

Αντίθετα σε εμάς τους πιστούς η επαφή μας με τους κεκοιμημένους αδελφούς μας, τα κοιμητήρια και τα ιερά λείψανα των αγίων μας, γεννά αισθήματα αισιοδοξίας, ηρεμίας και μακάριας ελπίδος, διότι όπως επισημαίνει ο ιερός Χρυσόστομος «μνήματα αγίων ου σοροί και λάρνακες και στήλαι και γράμματα, αλλʼ έργων κατορθώματα και πίστεως ζήλος» (P.G. 50,600).

Για να βεβαιωθεί κάποιος ας ανατρέξει στις παλαιοχριστιανικές κατακόμβες, για να διαπιστώσει από το διάκοσμο και τις επιτάφιες επιγραφές τη ριζικά διαφορετική μας αντιμετώπιση του θανάτου. Αναφέρουμε για παράδειγμα την εξής επιτάφια επιγραφή, η οποία βρέθηκε σε κατακόμβη της Ρώμης: «Η σαρξ ενθάδε κείται, ψυχή δε ανακαινισθείσα τω πνεύματι Χριστού, εις ουρανόν Χριστού βασιλείαν μετά των αγίων ανελήφθη».

Εδώ ο τάφος δεν είναι μακάβριο θέαμα, αλλά πηγή μακάριας ελπίδος!

Τα οστεοφυλάκια στα μοναστήρια μας είναι χώροι περισυλλογής των μοναχών. Η κοίμηση του πιστού όχι μόνον δεν είναι εκμηδένιση, αλλά η αναγέννησή του εν Χριστώ στην αιώνια ζωή και η είσοδός του στην ατέρμονη βασιλεία του Θεού.

Στον οδυρμό της απελπισίας των χριστιανομάχων μπροστά στο θάνατο και στον εφιαλτικό τους διαρκή τρόμο για την εκμηδένισή τους, αντιπαραθέτουμε, όχι απλά την πίστη μας, αλλά τη βεβαιότητά μας, για την αιώνια ζωή μας, η οποία απορρέει από την ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Στη φρικιαστική προσμονή των νεοπαγανιστών να βρεθούν δικαιωματικά μετά θάνατον στο σκοτεινό και αραχνιασμένο «βασίλειο» του κορυφαίου «θεού» τους Πλούτωνα, αντιπαραθέτουμε τη μακάρια και βεβαία ελπίδα μας να βρεθούμε κάτω από το θρόνο της μεγαλοσύνης του Θεού, να ακτινοβολούμε το εκτυφλωτικό φως της Θεότητας, να συμβασιλεύουμε με το Χριστό μας ατελεύτητα στους αιώνες, διότι δεν είμαστε πια απλοί λάτρεις Του, όπως οι παγανιστές των «θεών» τους, αλλά «υιοί και κληρονόμοι Θεού δια Χριστού» (Γαλ. 4,7)!

Ο θάνατος, η φθορά και η εκμηδένιση είναι «προνόμια» μόνο των απίστων! Αντίθετα «ημείς οίδαμεν ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Α΄ Ιωάν. 3,14).
Σκωληκόβρωτα, αηδιαστικά και αποκρουστικά είναι τα πτώματα των απίστων, τα οποία προορίζονται για να σαπίσουν στον τάφο η να καρβουνιάσουν στους μακάβριους αποτεφρωτήρες.

Αφόρητη μπόχα θανάτου αποπνέουν τα λείψανα εκείνων των ανθρώπων που εθελούσια αποκόπηκαν από την πηγή της αφθαρσίας, το Χριστό. Τουναντίον, τα τίμια λείψανα των αγίων μας είναι «τιμιώτερα λίθων πολυτελών και δοκιμώτερα υπέρ χρυσίον» (Μαρτ. αγ. Πολυκ. P.G. 5,1044Α), «θησαυρός ατίμητος… τη αγία Εκκλησία καταληφθέντα» (Μαρτ. αγ. Ιγνατίου, ΘΗΕ, τόμ.8, στ.113), ως μέλη Χριστού, και «ενώσει αφάτω» με το δικό Του σώμα κατά τον άγιο Συμεών το νέο Θεολόγο.

Είναι θεοποιημένα και αφθαρτοποιμένα σώματα και μέλη, εις τύπον του ενδόξως αναστημένου σώματος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού (Α´ Κορ.15,44), ο Οποίος φέρει «εν εαυτώ κινουμένην ζωήν… αΐδιον και μηδενί θανάτω περατουμένην» κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή (P.G. 91,1144C).

Τέτοια τιμή και ύμνος για το ανθρώπινο σώμα δεν έχει αποδοθεί ποτέ άλλοτε από κανέναν! Μόνο εμείς τιμάμε το θεοδημιούργητο ανθρώπινο σώμα μέχρι το έσχατο μικρομόριό του στα τιμημένα λείψανα των αγίων μας, σε αντίθεση με τους άθλιους συκοφάντες μας, οι οποίοι το καταφρονούν κατάφορα.

Η δική μας φιλανθρωπία φτάνει και ως τους νεκρούς, ενώ η δική τους δεν ξεπερνά τον εαυτό τους. Αυτή είναι μια από τις πάμπολλες ειδοποιείς διαφορές μας…


Ορθόδοξος Τύπος 1 και 8 Ιουλίου '11

http://anavaseis.blogspot.com/2011/07/blog-post_12.html http://www.impantokratoros.gr/timh-iera ... na.el.aspx

Re: ΠΕΡΙ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ.

Δημοσιεύτηκε: 08 Ιαν 2014, 23:23
από evaggelia
Τα τίμια Λείψανα

Τα τίμια Λείψανα
† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας

ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ

ΤΑ ΤΙΜΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ


Πιστεύουμε πως το σώμα του ανθρώπου, που προσλαμβάνεται στην Εκκλησία, γίνεται δοχείο της άκτιστης θείας ενέργειας, χριστοφόρο και πνευματοφόρο: «Ουκ οίδατε ότι τα σώματα υμών μέλη Χριστού εστίν;.... η ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστίν, ου έχετε από Θεού, και ουκ έστε εαυτών;... δοξάσατε τον Θεόν εν τω σώματι υμών και εν τω πνεύματι υμών, άτινα εστι του Θεού» (Α' Κορ. στ' 15-20), «Αυτός δε ο Θεός της ειρήνης αγιάσαι υμάς ολοτελείς, και ολόκληρον υμών το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τηρηθείη. Πιστός ο κάλων υμάς, ος και ποιήσει» (Α' Θεσ. ε' 23-24).

Το ανθρώπινο σώμα εξυψώνεται μέσα στην Εκκλησία και έχει αιώνιο προορισμό. Ο Χριστός θα «μετασχηματίσει», δηλαδή θα μεταμορφώσει το ταπεινό μας σώμα, ώστε να γίνει «σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού», να λάβει την ίδια μορφή προς το ένδοξο σώμα του Κυρίου και αυτό θα γίνει κατα τη δευτέρα παρουσία, «με την ενέργειαν, με την οποία δύναται και να υποτάξει τα πάντα εις τον εαυτόν Του» (Φιλιπ. γ' 21).

Η δόξα των αγίων λειψάνων αποτελεί προεικόνιση αυτής της νέας, της δοξασμένης κατάστασης του σώματος. Η τιμή που αποδίδεται σ' αυτά στην Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί ακόμη μαρτυρία της πίστης μας στην καθολική δόξα τού ανθρώπου (Α' Θεσ. ε' 23-24).


Η αγιαστική χάρη εκφράζεται στα ιερά λείψανα με ευωδία, για την οποία κάνει λόγο η Αγία Γραφή (Β' Κορ. β' 15. Πρβλ. Ήσ. ξστ' 14) και επιτελεί θαύματα (Δ/Β' Βασιλ. ιγ' 20-21). Η ίδια χάρη μεταδίδεται στα αντικείμενα, τα όποία έρχονται σε επαφή με το σώμα των αγίων, με αποτέλεσμα τη θαυματουργία (Δ/Β' Βασιλ. β' 8-14. Ματθ. θ' 20-22. Μάρκ. στ' 13. Πράξ. ιθ' 12).

Με βάση την καταγωγή μας από τον Αδάμ βρισκόμαστε σε διάσταση με τη δημιουργία του Θεού (Γέν. γ' 17-19)-όμως ο άνθρωπος της χάριτος του Θεού ακτινοβολεί ειρήνη και μεταδίδει ευλογία, ακόμη και με τη σκιά του (Πράξ. ε' 15-16).

Ο ίδιος ο Θεός λοιπόν τιμά τα λείψανα των άγιων ανθρώπων και τα εμποτίζει με την άκτιστη θεία Του χάρη. Γι' αυτό και η Ορθόδοξη Εκκλησία αποδίδει πμή σ' αυτα και τα θέτει κάτω από το ιερό θυσιαστήριο (Έβρ. ιγ' 10), μιμούμενη στο θέμα αυτό το ουράνιο, το αχειροποίητο θυ¬σιαστήριο (Αποκ. στ' 9)• γιατί τα δικά μας θυσιαστήρια, είναι «αντίτυπα των αληθινών», δηλαδή εκείνου του ουράνιου θυ¬σιαστηρίου (Έβρ. θ' 24).
Η πρώτη Εκκλησία τιμούσε τα ιερά λείψανα. Το Μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου († 156) μάς πληροφορεί πως θεωρούνταν «τιμιώτερα λίθων πολυτελών και δοκιμώτερα υπέρ χρυσίον» (Μαρτ. Πολυκ.18).

Οι πιστοί συναθροίζονταν στους Τάφους των μαρτύρων, για να τελέσουν τη θεία ευχαριστία και να γιορτάσουν τη μνήμη των αγίων. Αυτό μεταδόθηκε στη μετέπειτα εποχή, δεν υπάρχει μαρτυρία που να μας πληροφορεί πως η τιμή των αγίων λειψάνων δεν ήταν καθολικά αποδεκτή.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος (329-390) υπογραμμίζει τα πολλά θαύματα που γίνονταν με τα τίμια λείψανα του αγίου Κυπριανού, «όταν υπάρχη η πίστις», λέγει και προσθέτει πως αυτό το γνωρίζουν «όσοι έλαβαν πείραν και έχουν μεταδώσει το θαύμα και εις ημάς και θα το παραδώσουν και εις το μέλλον» (Λόγος κδ' 18, εις τον άγιον Κυπρ.).

Στον πρώτο στηλιτευπκό του λόγο κατά του Ιουλιανού ο Γρηγόριος αναφέρει για τους αγίους: «αυτών είναι αι μεγάλοι τιμαί και πανηγύρεις. Από αυτούς οι δαίμονες φυγαδεύονται και αι νόσοι θεραπεύονται... αυτών τα σώματα μόνα έχουν την ιδίαν δύναμιν με τας αγίας ψυχάς των, είτε εφαπτόμενα είτε τιμώμενα. Αυτών και αι ρανίδες μόνο αίματος και μικρά αντικείμενα του πάθους των ενεργούν όσα και τα σώματα» (Γρηγ. Θεολ., Λόγος δ' 69).

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος υπογραμμίζει ότι ακόμη και ο αυτοκράτορας, «ο την αλουργίδα περικείμενος» σπεύδει να προσκυνήσει τους τάφους των αγίων και «έστηκε δεόμενος των άγιων», δηλαδή προσεύχεται στους αγίους «ώστε αυτού προστήναι παρά τω Θεώ», για να σταθούν υπέρ αυτού ενώπιον του Θεού (Χρυσ, Ύπόμν. εις Β' Κορ., Λόγ. κστ' 5).

Ο ίδιος άγιος, εκφράζοντας την πίστη της Εκκλησίας προτρέπει: «επιχωρίαζε σηκοίς μαρτύρων, όπου σώματος υγεία και ψυχής ωφέλεια», δηλαδή να επισκέπτεσαι τους ναούς των μαρτύρων, όπου θα βρεις την υγεία του σώματος και την ωφέλεια της ψυχής (Χρυσ, Ύπόμν. Εις Ματθ., Λόγ. λζ' 7). Σε άλλη ομιλία προτρέπει τους χριστιανούς να πηγαίνουν «εις ευκτήριους οίκους, και προς Τας των άγιων μαρτύρων θήκας», δηλαδή στους οίκους της προσευχής και στις λειψανοθήκες των αγίων, «ώστε αφού λάβωμε την ευλογία των, να καταστήσωμε τους εαυτούς μας ακαταβλητους εις τας παγίδας του διαβόλου» (Εις Γεν., Όμιλ. ιε' 6). «τα οστά των αγίων υποτάσσουν δαίμονας και βασανίζουν, και ελευθερώνουν όσους έχουν δεθεί από τα πικρότατα εκείνα δεσμά» (Χρυσ. Ύπόμν. Εις Β' Κορ.. Λόγ. κστ' 5).

Σύμφωνα με την πίστη της πρώτης Εκκλησίας η θεία χάρη μεταδίδεται σε καθετί που βρίσκεται σε επαφή με τους αγίους. «Ακόμη και τα ενδύματσ των άγιων είναι σεβαστα σε όλη την κτίση», αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και μνημονεύει τη μηλωτή του Ηλία (Δ/Β' Βασιλ. β' 8-14), τα υποδήματα των τριών παίδων, που κατανίκησαν τη φωτιά (Δαν. γ' 27-28), τη ράβδο του Μωϋση που έκανε τόσα θαύματα, τα ενδύματα του Παύλου (Πράξ. ιθ' 11-12), τη σκιά του Πέτρου (Πράξ. ε 12-J6) κ.ά (Χρυσ., Πρός τους ανδριάντας όμιλ. η' 2).
Ο άγιος Βασίλειος μας πληροφορεί πως το τίμιο λείψανο της αγίας Ιουλίττας αγιάζει την πόλη και όσους προσέρχονται στον ναό, «η δε γη, η όποια με την εκδημία της μακάριας εδέχθη τας ευλογίας, ανέβλυσεν από τα σπλάγχνα της άγιασμα» που είναι «εις τους υγιείς φυλακτήριον και χορηγία τέρψεως» και στους άρρωστους «παρηγοριά» (Μ. Βασ., όμιλ. 2 είς την μάρτ. Ίουλ. 2).

Στην Όρθόδοξη Εκκλησία αποδίδουμε στα Αγία λείψα¬να τιμή και ευλαβική προσκύνηση, η όποια, όπως αναφέραμε και στην περίπτωση των αγίων (σ. 48-50), δεν αποτελεί λατρευτική προσκύνηση η λατρεία. Τούτο γιατί κανείς ποτέ ορθόδοξος χριστιανός δεν ταύτισε στη σκέψη του τα τίμια λείψανα με «θεούς».

Π. ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΧΡΙΣΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
Γ' ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΑΥΞΗΜΕΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1994 http://www.impantokratoros.gr/alevizopo ... na.el.aspx

Ὁ σκοπός ὕπαρξης τῶν Ἁγίων Λειψάνων στήν Ὀρθοδοξία

Δημοσιεύτηκε: 30 Μάιος 2015, 22:28
από dominique
phpBB [video]

Re: ΠΕΡΙ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ.

Δημοσιεύτηκε: 04 Μαρ 2017, 21:54
από Φιλούμενος
phpBB [video]

Re: ΠΕΡΙ ΙΕΡΩΝ ΛΕΙΨΑΝΩΝ.

Δημοσιεύτηκε: 13 Μάιος 2017, 22:07
από Φιλούμενος
phpBB [video]