ΒΙΟΣ ΟΣΙΟΥ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΙΝΕΥΪ (28 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)

1
Ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος εἶχε πατρίδα τήν Νινευΐ. Ὁ συγγραφέας τοῦ Ἐπιγράμματος περί σιωπῆς καί ἡσυχίας, ἀναφέρει ὡς πατρίδα του τήν Μεσοποταμία (χωρίο πλησίον τῆς Ἐδέσσης)[4]. Ἔζησε τόν ἕκτο αἰώνα[5]. Ἡ ἀκμή του τοποθετεῖται στά 534 μ.Χ.[6] Αὐτό συνάγεται ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἔγραψε ἐπιστολή στόν ἅγιο Συμεών τόν στυλίτη (521-596 μ.Χ.)πού ἀσκήθηκε στό Θαυμαστό ὄρος πλησίον τῆς Ἀντιόχειας τῆς Συρίας. Ἐπίσης καί ἀπό τό ὅτι ἀναφέρει ὅτι ἡ ἡλικία τῶν δαιμόνων ἦταν στήν ἐποχή του 6000 χρόνια[7]. Δηλ. ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ἔζησε στήν ἀρχή τῆς ἕβδομης χιλιετίας ἀπό κτίσεως κοσμου (6ος αἰ.). Δέν γνωρίζουμε ποιοί ἦσαν οἱ γονεῖς του. Σέ πολύ νεαρή ἡλικία ἐγκατέλειψε τήν κοσμική ζωή καί κατετάγη στό Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Μαρ. Ματθαίου μαζί μέ τόν κατά σάρκα ἀδελφό του.
Ἐδῶ ἀφοῦ ἀσκήθηκε ἀρκετά καί ἔφθασε σέ ὑψηλό μέτρο ἀρετῆς, πληγώθηκε ἀπό τόν πόθο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Φεύγει τότε ἀπό τό Κοινόβιο καί ἐγκαταβιώνει σέ ἐρημική τοποθεσία, ὅπου ζεῖ ἡσυχαστικά προσέχοντας μόνο στό Θεό καί στόν ἑαυτό του. Ὁ ἀδελφός του παραμένοντας στό Μοναστήρι ἔγινε ἡγούμενος. Ἄρχισε τότε μέ ἐπιστολές του νά παρακινεῖ τόν ἅγιο Ἰσαάκ νά ἐπιστρέψει, στήν Μονή τῆς μετανοίας τους. Ὁ πόθος ὅμως, τοῦ ἁγίου γιά τήν ἡσυχία, ἦταν τόσο μεγάλος πού δέν ἐγκατέλειψε τόν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του οὔτε γιά ἐλάχιστο χρόνο. Ἐν τούτοις αὐτό, πού δέν κατάφεραν οἱ ἀδελφικές ἱκεσίες, ἀναγκάστηκε νά τό πραγματοποιήσει αὐτοπροαίρετα, ὑπακούοντας σέ θεία ἀποκάλυψη. Κάνοντας ὑπακοή στόν τοπικό Ἐπίσκοπο χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Νινευΐ. Δέν ἔπρεπε πράγματι νά κρύπτεται ὁ λύχνος κάτω ἀπό τόν μόδιο ἀλλά νά τεθεῖ ἐπί τήν λυχνία. Δέν ἔμεινε ὅμως γιά πολύ. Τοῦ συνέβη κάτι ἀνάλογο μέ αὐτό πού συνέβη στόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ὁ ὁποῖος μόλις χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Σασίμων ἀμέσως σκέφθηκε τήν φυγή. «Φαίνεται», σημειώνει ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους Ἱερομόναχος Νικηφόρος Θεοτόκης, ὅτι «δέν ἦταν ἄξιος τοῦ ἀνδρός ὁ κόσμος»[8]. Ἡ ἐνέργεια βεβαίως, τῆς φυγῆς ἀπό τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα μ’ αὐτόν τόν τρόπο, δέν ἐπικροτεῖται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες. Δέν ἐπαινεῖται ἐπειδή φανερώνει «ἰδιοπραγία», ἴδιον θέλημα καί ἔλλειψη καρτερίας. Ὅμως, σημειώνει ὁ ἱερομόναχος Νικηφόρος, ἡ συγκεκριμένη ἐνέργεια δέν εἶναι ἐπιλήψιμη καί ἄξια κατάκρισης, ἐξ αἰτίας τῆς ἀρετῆς καί τῆς τελειότητος τῶν ἀνδρῶν, πού τήν ἐπιχείρησαν. Διότι αὐτοί οἱ ἄνδρες εἶναι «ἀνεπίληπτοι κατά τά ἄλλα καί ἄμεμπτοι καί πνευματοφόροι»[9]. Ἰσχύει γιαυτούς τό Γραφικό: «ὁ δέ πνευματικός ἀνακρίνει μέν πάντα, αὐτός δέ ὑπ’ οὐδενός ἀνακρίνεται»[10].
Ἡ αἰτία τῆς ἀθρόας παραιτήσεως του ἀπό τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα ἦταν ἡ ἑξῆς: Τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἐχειροτονήθηκε καί ἐνῶ ἐκάθητο στό Ἐπισκοπεῖο ἦλθαν δύο ἄνδρες οἱ ὁποῖοι ἀντιδικοῦσαν. Ὁ μέν ἕνας ἀπαιτοῦσε νά λάβει πίσω τό δάνειο, ὁ δέ ἀναγνώριζε ὅτι χρωστοῦσε, ἀλλά ζητοῦσε λίγη προθεσμία γιά νά συγκεντρώσει τά ὀφειλόμενα χρήματα. Ὁ δανειστής ἔλεγε ὅτι ἐάν δέν τοῦ λάβει ἄμεσα τά χρήματα ἀπό τόν χρεώστη θά τόν παραδώσει στό δικαστή. Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ τότε λέγει στόν δανειστή: Ἐάν γιά χάρη τῆς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς ὀφείλεις νά μή ζητᾶς πίσω οὔτε αὐτά πού σοῦ παίρνουν, πολύ περισσότερο ὀφείλεις νά μακροθυμήσεις μία ἡμέρα ἀπέναντι σ’ αὐτόν πού πρόκειται νά σοῦ ξεπληρώσει αὐτό πού χρωστάει. Τότε ἐκεῖνος ὁ σκληρός καί ἄγριος ἄνθρωπος ἀπάντησε: «Ἄφησε τα τώρα αὐτά γιά τό Εὐαγγέλιο. Τότε ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ εἶπε: «Ἐάν αὐτοί δέν ὑπακούουν στά εὐαγγελικά προστάγματα τοῦ Κυρίου, τότε τί ἦλθα νά κάνω ἐδῶ»; Βλέποντας δέ ὅτι ἀσχολούμενος μέ τά ἐπισκοπικά ζητήματα περιεσπᾶτο καί γέμιζε μέ θορύβους ἐσωτερικούς καί ἐξωτερικούς, παίρνει τήν ἀπόφαση νά ἀποχωρήσει ἄμεσα ἀπό τόν ἐπισκοπικό θρόνο. Τήν ἴδια ἡμέρα τῆς χειροτονίας του εἰς Ἐπίσκοπον ἐγκαταλείπει τήν Ἐπισκοπή καί ἐπιστρέφει στήν ἔρημο. Ξαναγυρνᾶ στήν ἀγαπημένη του ἡσυχία καί τόν ἀπράγμονα βίο, πού τόσο εἶχε συνηθίσει. Παραμένει στήν ἐρημική του σκήτη μέχρι τέλους τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Τό πόσο ἀγωνίστηκε, τό πόση χάρη δέχθηκε ἐξ αἰτίας τῆς ὑπομονῆς καί τῶν ἀγώνων του κατά τῶν παθῶν καί τῶν δαιμόνων καί τό σέ ποιό πνευματικό ὕψος ἔφθασε διαφαίνεται κάπως εὔκολα ὅταν κανείς ἐντρυφήσει στά θεόπνευστα συγγράμματά του. Δέν ὑπῆρξε Νεστοριανός. Ὅλα ὅσα γράφει δέν ἔχουν τίποτε Νεστοριανικό ἤ γενικότερα κακόδοξο. Λανθασμένα κάποια νεώτερα κακόδοξα κείμενα πού κυκλοφόρησαν ἀποδόθηκαν στόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ[11]
Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ πρίν διδάξει, εἶχε βιώσει αὐτά γιά τά ὁποῖα ὁμιλοῦσε. Αὐτό φαίνεται ἀπό τά ἴδια του τά λόγια. Λέγει γιά παράδειγμα στόν κγ΄ Λόγο του: «Ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος, πού δέν εἶδε μέ τά μάτια του τόν Ἥλιο, δέν μπορεῖ νά διηγηθεῖ σέ κάποιον γιά τό φῶς του μόνο ἀπό τήν ἀκοή, οὔτε βέβαια αἰσθάνεται αὐτοῦ τοῦ φωτός, ἔτσι καί αὐτός πού δέν γεύθηκε στήν ψυχή του τήν γλυκύτητα τῶν πνευματικῶν ἔργων». Λέγει πάλι στόν κστ΄ Λόγο του: «γιά πολύ καιρό βρισκόμενος σέ πειρασμό καί ἀπό δεξιά καί ἀπό ἀριστερά καί ἀφοῦ δοκίμασα τόν ἑαυτό μου σ’ αὐτούς τούς δύο τρόπους[12], πολλές φορές, καί ἀφοῦ δέχτηκα ἀπό τόν ἀντίθετο ἀναρίθμητες πληγές καί ἀξιώθηκα κρυφά μεγάλων ἀντιλήψεων (δηλ. βοηθειῶν), συγκέντρωσα (προσπόρισα) στόν ἑαυτό μου μακροχρόνια πεῖρα καί μέ τήν δοκιμασία (χάρις στήν ἀσκητική ταλαιπωρία) καθώς καί μέ τή Θεία Χάρη ἔμαθα αὐτά». Στήν συνέχεια ἀναφέρει ποιά εἶναι αὐτά πού ἔμαθε διά τῆς πείρας καί τῆς Θείας Χάρης.
Ἐπίσης στόν ιε΄ Λόγο του γράφει: «αὐτά τά ἔγραψα σάν ἀνάμνηση (ὑπενθύμιση) στόν ἑαυτό μου καί σέ κάθε ἕναν πού μελετᾶ αὐτό τό σύγγραμμα, καθώς τά κατάλαβα ἀπό τήν θεωρία τῶν γραφῶν (πνευματική μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν) καί τῶν ἀληθινῶν στομάτων (τῶν λόγων τῶν ἁγίων) καί λίγο ἀπό τήν δική μου ἐμπειρία».
Εἶναι φανερό ἀπό ὅλα αὐτά ὅτι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ εἶναι διδάσκαλος πρακτικός καί διδάσκει αὐτά, τά ὁποῖα πρῶτα ἔχει ἐφαρμόσει στόν ἑαυτό του. Ἡ πλούσια Θεία Χάρη, ἡ ὁποία τόν ἐπεσκίασε, τόν ἔκανε νά μήν μπορεῖ νά τήν κρύψει. Ἡ γεμάτη δράση καί γλυκύτητα ἐνέργειά της διαφαίνεται ἄλλοτε ἀμυδρότερα καί ἄλλοτε ἐναργέστερα στά κείμενά του. Σέ κάποιο σημεῖο γράφει: «Πολλές φορές, ὅταν ἔγραφα αὐτά, παρέλυαν τά δάχτυλά μου πάνω στό χαρτί καί δέν μποροῦσα νά ἀντέξω τήν ἡδονή, πού ἔπεφτε μέσα στήν καρδιά μου καί ἔκανε τίς αἰσθήσεις νά σιωποῦν (νά ἡρεμοῦν, ἡσυχάζουν)».





Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ παρ’ ὅλο, πού ζεῖ μακριά ἀπό τόν κόσμο καί τούς ἀνθρώπους, ἔχει μιά πολύ βαθειά ἐν Χριστῷ ἀγάπη γι’ αὐτούς. Γράφει: «Ἀγαπητοί, ἐπειδή ἔγινα ἀνόητος, δέν ἀντέχω νά ἀποσιωπήσω τό μυστήριο, ἀλλά γίνομαι ἄφρων[13] χάριν τῆς ὠφέλειας τῶν ἀδελφῶν. Διότι αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἀγάπη, αὐτή ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ὑπομείνει (νά ἀντέξει) νά στερήσει ἕνα μυστήριο ἀπό αὐτούς, πού ἀγαπᾶ». Γι’ αὐτό συνεχῶς ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ δέν ἔπαυε ἀπό τήν ἔρημο νά προχέει τά νάματα τῆς ζωήρρυτης διδασκαλίας καί νά ποτίζει μέ αὐτά τίς ψυχές τῶν ἀδελφῶν του.
Σημειώνει ὁ Ἰωάννης Τάτσης:«Θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος δὲν ἔχει ἀναγνωριστεῖ ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίαὡς ἅγιος, δὲν περιλαμβάνεται στὸ Ἁγιολόγιο ἢ τὸν Συναξαριστὴ της καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ μνήμη του δὲν ἑορτάζεται στοὺς ναούς. Ἡσυνείδηση ὅμως ὅσων γνωρίζουν τὸν Ἀββᾶ μέσα ἀπὸ τὰ συγγράμματά του, καὶ ἰδιαίτερα τῶν μοναζόντων, τὸν κατατάσσει ἀνάμεσα στοὺςἁγίους καὶ τοὺς μεγάλους ὁσίους τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ Ἅγιον Ὄρος γίνεται ἀναφορὰ στή μνήμη του τὴν 28η Ἰανουαρίου, μαζὶ μὲ τή μνήμη τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου. Ὑπάρχουν μάλιστα καὶ δύο πλήρεις ἀκολουθίες, πού ὑμνοῦν τὴν ἁγία ζωὴ καὶ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ.
Ἀπὸ αὐτὲς ἡ μία ἀναφέρεται ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Ἀββᾶ Ἰσαὰκ καὶ εἶναι ποίημα τοῦ ἀειμνήστου γέροντος ὑμνογράφου Γερασίμου τοῦΜικραγιαννανίτου[14], ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀναφέρεται καὶ στοὺς δύο ὁσίους, Ἰσαὰκ καὶ Ἐφραὶμ καὶ ἔχει ἐκδοθεῖ τὸ 1962 ἀπὸ τὸ τυπογραφεῖο τῆς «Ἁγιορειτικῆς Βιβλιοθήκης», τοῦ Σωτηρίου Ν. Σχοινᾶ στὸ Βόλο, μὲ τὸν τίτλο «Ἀκολουθία καὶ βίος τῶν ὁσίων θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν Ἰσαὰκ καὶ Ἐφραὶμ τῶν Σύρων, ψαλλομένη τῇ ΚΗ΄ Ἰανουαρίου, ποιηθεῖσα παρὰ Νήφωνος μοναχοῦ Ἁγιορείτου». Στὶς πρῶτες σελίδες μάλιστα τῆς δεύτερης αὐτῆς ἀκολουθίας ὑπάρχει καὶ σχετικὴ εἰκόνα τοῦ ὁσίου, φιλοτεχνημένη ἀπὸ τὸ Φώτη Κόντογλου, μὲ τὸν ὑποτιτλο «Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ὁ θεόπνευστος»[15].
Γιατί ὅμως ἀκόμη δέν ἔχει καθιερωθεῖ ἐπίσημα ἡ μνήμη του; Διαβᾶστε περισσότερα στό:
http://saintisaak.blogspot.com/2010/01/blog-post.html
<<ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΔΕΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΟΥΔΕΝ ΑΠΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΝΥΞ ΛΑΜΠΕΙ ΩΣ Η ΗΜΕΡΑ ΕΙΣ ΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΣ ΤΟ ΦΩΣ>>
Απάντηση

Επιστροφή στο “Βίοι Αγίων”