Η Αλωσις της Πόλης

1
ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ


«Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωήν των
όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες (...)»
Κων. Καβάφης.




Αναπολώντας την εθνική μας μνήμη ας ανέλθουμε, ψηλά με τα φτερά της ιστορίας που μας μεταφέρει την διάρκεια του βίου των προγόνων μας, προβάλλει τις μορφές των συλλογικών τύπων τους, και εγκλείει τους μαγικούς τους μύθους μες απ' τους οποίους δυνατόν είναι να μεταπλάθεται αλληγορικά στο σήμερα και το αύριο η πορεία της γης μας και η ζωή των παιδιών της.
Μάϊος 2003, 550 χρόνια απ' όταν η τελευταία πανσέληνος πλησίαζε τον τρούλο της Αγια-Σοφιάς. Οι Προφητείες έλεγαν πως όσον καιρό μεγαλώνει η σελήνη η Πόλη δεν κινδυνεύει. Μα όταν αρχίσει να μικραίνει, μετά την πανσέληνο, τότε η πόλη θα πέσει.
23 Μαΐου 1453. Είναι η 52η μέρα από τις 57 της πολιορκίας της Πόλης (2 Απριλίου1453 είχε αρχίσει η πολιορκία της από τον Μωάμεθ). Καθώς ο χρόνος γίνεται εικονικός, μορφοποιείται σε έναν ατέρμονα ορίζοντα μιας αράγιστης διάρκειας, ας εγερθούμε, κι ανυπόδητοι και καίγοντας την ψυχή μας στον βωμό της Βασιλεύουσας, και στην πολιορκημένη πόλη να προστρέξουμε που έχει ζητήσει βοήθεια και καρτερεί ενισχύσεις.
Οδηγοί μας, η γεγυμνωμένη συνείδησή μας, οι αυθεντικές πηγές της ιστορίας, οι χρονικογράφοι της Πολιορκίας αλλά και οι νεώτεροι ιστορικοί λόγοι, μα και της λογοτεχνίας οι εκφράσεις.
Μήπως πρέπει να απολογηθώ διότι για την Κωνσταντινούπολη πάλι θα μιλήσω; αντιλέγω πως αυτό γίνεται καθ όσον η αντίστοιχη παράλληλη της εποχής εκείνης με την σήμερον ημέρα του Μάη μήνα είναι αλληγορική και πρώτιστα οροσήμαντη.
Πίσω επομένως στο 1453 σαν σήμερα, σαν χθες σ' εκείνο το πρωινό.
Το Μαγιάτικο φως σαν ένας μεγάλος ποταμός κατεβαίνει απροσμάχητο στην Επτάλοφη που άγρυπνη πάνω στο κάστρο της ψυχανεμίζεται, ξεκληρισμένη, εξουθενωμένη, την δραματική μοίρα της.
Οι βιγλάτορες από τα θαλασσινά τείχη διακρίνουν στην Προποντίδα να έρχεται μόνο του το μπριγκαντίνι, το μικρό εκείνο πολεμικό πλοίο που στις 3 Μαΐου έφυγε νύχτα από την αλυσίδα του Κεράτιου να πάει να ανταμώσει στο Αιγαίο τον στόλο της Δύσης, και να δώσει στον Ενετό Ναύαρχο Λοβέρδο το μήνυμα της Πόλης, «να έρθει γρήγορα... να βιαστεί γιατί κρατάμε ακόμα».
Στην αρχή μόλις το είδαν, νόμισαν πως ήταν προπομπός, πως ο στόλος της βοήθειας ακολουθούσε. Όμως γρήγορα κατάλαβαν πως ήταν μονάχο και το κυνηγούσαν τα Τούρκικα καράβια.
Το πλήρωμά του γενναίοι άντρες, που γύριζαν να πεθάνουν μαζί με τους άλλους στην Βασιλεύουσα, κατάφεραν, τραβώντας κουπιά σαν αλαλιασμένοι, να τους ξεφύγουν και να μπουν στον Κεράτιο κόλπο.
Από τα τείχη, αγωνιστές και πολίτες τους ζητωκραυγάζουν. Σαν άραξαν τρέχουν και αγκαλιάζουν εκείνους τους ναυτίλους, τους ανώνυμους έντιμους - που δεν υπέκυψαν στον πειρασμό να φύγουν και να σωθούν, παρά γύρισαν πίσω, στο χρέος τους, με βέβαιο κίνδυνο της ζωής τους.
Κι όταν οι πολιορκημένοι με λαχτάρα τους ρωτούν τι νέα φέρνουν, εκείνοι απαντούν.
- Η Βενετσιάνικη αρμάδα δεν βρίσκεται στην Άσπρη θάλασσα. Ήταν το μήνυμα του θανάτου ... Κι όταν αναγγείλανε στον Αυτοκράτορα « πως δεν συνάντησαν κανένα στόλο σ' όλο το αρχιπέλαγος, πως κατέβηκαν έως την Εύβοια, το Νεγρεπόντε, μα οι θάλασσες άδειες», «μήτε ιστίο μήτε κουπί...», πικρά κατάπικρα δάκρυα κύλησαν στο χαρακωμένο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Ο Αυτοκράτορας δεν μπορούσε να πιστέψει πως το «Filioque», ακούστηκε μάταια μες στην Αγια-Σοφιά, δεν μπορούσε, δεν μπορούσε να δεχτεί πως τον άφησαν μόνο του οι χριστιανοί του Δυτικού Κόσμου, πως τον εγκατέλειψαν αβοήθητο σε αυτή την κρίσιμη ώρα της πολιορκίας και του χαμού.
Δυστυχώς με απόγνωση βαριά έσκυψε το κεφάλι κοιτάζοντας γεμάτος αγωνία τον δρόμο, τον δύσβατο του Γολγοθά που θ' ανέβαιναν κάτω απ' το βαρύ φορτίο του Σταυρού η ανελέητη Βασιλεύουσα, αυτός και ο δύσμοιρος λαός του.
Ωστόσο όταν ανασήκωσε το κουρασμένο, το αγέρωχο πρόσωπό του, κοίταξε όλους τους αγγελιοφόρους, τους αξιωματούχους, τους διαλαλητές που θα ενημέρωναν τον λαό, τους κοίταξε βαθιά στα μάτια και με φωνή κομματιασμένη από τον πόνο αλλά αποφασιστική είπε:
- Τώρα η Πόλη μας μπορεί να ελπίζει πια μόνο στον Χριστό, στην Θεοτόκο και στον Άγιο Κωνσταντίνο, τον ιδρυτή της. Τώρα που καμιά χριστιανική δύναμη δεν θα έλθει να μας βοηθήσει, θα συνεχίσουμε μόνοι τον αγώνα, εάν αυτή είναι και η δική σας θέληση ... και πρόσθεσε πιο σιγά : - τώρα μόνο το θαύμα της πίστης μας μπορεί να μας σώσει...


(Π. Λαμπαδαρίδου - Πόθου)



Τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τον σπαραγμό του. Κι όλων τα μάτια δάκρυσαν. Κι όλοι σιωπηρά συμφώνησαν μαζί του πως θα συνέχιζαν τον αγώνα. Μόνοι και εγκαταλελειμμένοι όμως ορθοί ως το τέλος, αλύγιστοι. Με την πίστη ακλόνητη στο θαύμα.
Σε αυτή την πίστη που είχε δικαιωθεί πολλές φορές μα που τώρα δοκιμαζόταν σκληρά, περισσότερο από κάθε άλλη εμπερίστατη και τραγική κατάσταση.
Την αυτή ημέρα έφιπποι Τούρκοι πρεσβευτές κρατώντας λευκές σημαίες, παρουσιάστηκαν μπροστά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού. Ο πόλεμος σταμάτησε.
Αυτοί φώναζαν πως έχουν μήνυμα του Σουλτάνου προς τον Αυτοκράτορα και να τους αφήσουν να περάσουν. Είπαν μάλιστα -για να τους δοθεί η άδεια- πως Πρέσβης ήταν ο παλιός γνώριμος του Παλαιολόγου, Ισμαήλ Χάμζα Ισπεντιάρογλου, κυβερνήτης της Σινώπης.
Ο Κωνσταντίνος τον δέχτηκε σαν παλιό φίλο, στην αίθουσα των πολεμικών συμβουλίων του πύργου. Γύρω του βρίσκονταν οι εκπρόσωποι του λαού και της Εκκλησίας, οι σύμβουλοί του, οι στρατηγοί του, ο πρωτοστάτωρ, ο μεγάλος Δούκας Λουκάς Νοταράς. Μάντευε το μήνυμα του Σουλτάνου ο αυτοκράτορας, το μάντευε ο γενναίος, και προσπάθησε να αντλήσει όλη την δύναμη της υπερηφάνειας που οδηγεί στον έντιμο θάνατο, και από την άλλη, να ιδεί την ευθύνη του απέναντι στον λαό του, αυτή την μεγάλη ευθύνη που το βάρος της το ένιωθε στους ώμους του να τον συντρίβει.
Γιατί έπρεπε να δώσει στον Σουλτάνο την σωστή απάντηση, κι αυτή , το ήξερε από πριν ήταν μια και αδιάσειστη (θα γράψει η Μαρία Λαμπαδαρίδου - Πόθου, στο μυθιστόρημα «Πήραν την Πόλη πήραν την».


- Μάθε, λεει ο Ισμαήλ στον Κωνσταντίνο, πως όλα είναι έτοιμα για το γενικό ρεσάλτο. Σου προτείνει ο Πατισάχ μας, κύριος και αφέντης ολόκληρου του κόσμου να παραδώσεις την Πόλη και να φύγεις με τους άρχοντές σου και τον λαό σου, με τους υπηρέτες και τους αυλικούς σου, με τους ιερωμένους σου, να πάτε να ζήσετε όπου θέλετε...
Να πάρετε και τα υπάρχοντά σας όλα, τους θησαυρούς σας, το βιός σας. Ο αφέντης μου ο Μεχμέτ σας δίνει την ελευθερία και σας προτείνει ειρήνη... Και αν πάλι κάποιοι από τους κατοίκους θέλουνε να μείνουν, να είναι ήσυχοι πως κανείς δεν θα τους ενοχλήσει ποτέ. Ο αφέντης μου ο Μεχμέτ σου προσφέρει ακόμα ολόκληρο τον Μωριά, όπου μπορείς να πας κάτω από την δική σου κυριαρχία (...)
Αν παρακούσεις θα πάρει την Πόλη με σπαθί του. Και τότε και εσύ θα χαθείς κι όλοι οι δικοί σου, καθώς και τα υπάρχοντα σας και σκλάβοι θα γίνουν όσοι την κατοικούν.
Σταμάτησε για λίγο ο Ισμαήλ ο Πρεσβευτής και πρόσθεσε; Σκέψου, Βασιλέα, πριν αποφασίσεις. Οι στρατιώτες σου έχουν κουραστεί να πολεμάνε και ο λαός σου να υπομένει. Τα τείχη σου γκρεμίζονται καθημερινά, σκέψου Βασιλέα.
Το είχε μαντέψει το μήνυμα ο Αυτοκράτορας. Γνώριζε την δόλια σκέψη του Σουλτάνου που στόχο είχε να εκπατρίσει τον λαό της Βασιλεύουσας, να τον εξορίσει ανέστιο και καταφρονεμένο στα Πέρατα του κόσμου και να φέρει δικούς επήλυδες (εποίκους) να κατοικήσουν την Πόλη.
Ωστόσο ο Παλαιολόγος δεν βιαζόταν να μιλήσει και να δώσει την απάντηση που την είχε έτοιμη από την πρώτη λέξη του Ισμαήλ. Σφίγγοντας την καρδιά του για να μην καταλάβουν τον πόνο του οι Πρέσβεις του Μεχμέτ γύρισε και κοίταξε έναν έναν τους δικούς του ανθρώπους που τον τριγύριζαν.
Όσο και αν ήταν αποφασισμένος για την απάντηση που περιείχε τιμημένη ζωή ή θάνατο δόξας και τιμής, ήθελε και την συγκατάθεση των άλλων. Έπρεπε να μοιραστεί μαζί τους την ευθύνη και την απόφαση της τελικής πράξεως.
Και όλοι ένας ένας του έστειλαν το μήνυμα με τη ματιά τους πως ναι συμφωνούσαν με την απάντησή του που τη διάβασαν στο πρόσωπό του και του έγνεφαν πως δεν μπορούσε να είναι διαφορετική.
«Το δε την πόλην σοι δούναι, ουκ εμόν εστίν ουτ' άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Αυτή είναι η άλλη έκφραση του Μολών Λαβέ!
Δηλαδή: «Να σου παραδώσω τη Χριστιανική πολιτεία ούτε στο χέρι μου είναι, ούτε κανενός άλλου απ' όσοι την κατοικούν. Κοινή είναι η απόφασή μας να πεθάνουμε πολεμώντας» (Μετάφραση: Δ. Φωτιάδη από «Η Επανάσταση του 21»).
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Η Αλωσις της Πόλης

2
Αν τίποτα πια δεν μπορούσε να σώσει την Πόλη, το Βυζάντιο, αυτή οπωσδήποτε η απάντηση έσωζε την Τιμή του.
Κι ο Αλεξανδρινός μας ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης θα εκφράσει καίρια με το ποίημα «Θερμοπύλες» τον ηρωισμό και το μεγαλείο της τραγωδίας του Λεωνίδα κάθε εποχής:
«Τιμή σ' εκείνους όπου στη ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
(...)
και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος
κι οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε»

Οι παλιές προβλέψεις το έλεγαν:
«Η Πόλη που έχτισε ο γιος της Αγίας Ελένης, ο ισαπόστολος και Μέγας Κωνσταντίνος, θα ζήσει χίλια χρόνια. Και θα χαθεί, είχαν πει οι αστρολόγοι, όταν θα βασιλεύσει πάλι κάποιος Κωνσταντίνος γιος κι αυτός μιας μάνας που θα ονομάζεται Ελένη. (Ελένη Δραγάτση, η μάνα του Κ.Π.)
Και τα τελευταία μεσάνυχτα της ύστατης αγωνίας θα αρχίσουν μετά την πανσέληνο του Μαΐου - το ‘λεγαν κι αυτό οι παλιές προφητείες».
(Από Μαριάννας Κορομηλά: «Η ύστατη αγωνία της Βασιλεύουσας»)
Ωστόσο παρ' όλον ότι τα κακά σημεία και οι προβλέψεις νόμιζε κανείς πως έβγαιναν σωστές, η πίστη πως με τη βοήθεια του Θεού η Πόλη θα σωζόταν, καθώς αυτό επιβεβαιωνόταν με νίκες της απίστευτες στις αδιάκοπες επιθέσεις των πολιορκητών, ήταν βαθειά ριζωμένη στις ψυχές των πολιορκημένων.
Και για άλλη μια φορά στις 23 του Μάη το ίδιο βράδυ άρχισε από το εχθρικό στρατόπεδο ατελείωτο κανονίδι.
Το κάστρο χτυπιόταν από όλες τις μεριές και με το πυροβολικό και με το μεγάλο κανόνι του Ουρβάν, το πρωτοποριακό της εποχής.
Ο Μωάμεθ είχε διατάξει γενική επίθεση. Όλοι πίστεψαν πως δεν θα βαστούσαν τα τείχη.
Αλλά το κάστρο πάλι βάσταξε. Η Πόλη πάλι σώθηκε ενισχύοντας την πίστη των πολιορκημένων στο λόγο που έλεγε ότι:
«του πολέμου η νίκη και των θρόνων η
κατάλυση είναι έργο της Θείας Πρόνοιας»
Η Πόλη πάλι σώθηκε ωστόσο οι μέρες της είναι μετρημένες και η πανσέληνος ανατέλλει φωτίζοντας τα νυχτερινά τριαντάφυλλα που ανθίζουν στους κήπους της Βασιλεύουσας να υποδεχθούν το Θάνατο - Χάρο.
Στις 24 Μαΐου μαθεύτηκε ότι ο σουλτάνος αποφάσισε να επιτεθεί στις 29 του μήνα από ξηρά και από θάλασσα με όλες του τις δυνάμεις.
Όλοι οι στρατιωτικοί και πολιτικοί άρχοντες, ιερείς και λαός δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή να κάνουν αντιπερισπασμούς στον εχθρό και να επισκευάζουν τις νύχτες με κάθε μέσο τα τείχη που γκρεμίζονταν από τις κανονιές.
Στις 25 Μαΐου συνάχτηκαν στο παλάτι των Βλαχερνών οι άρχοντες κι ο κλήρος. Μερικοί, υποστηρίζουν πως δεν υπάρχει σωτηρία για τη Βασιλεύουσα και πως πρέπει τουλάχιστον να φύγει ο αυτοκράτορας με το επιτελείο του και να σωθεί.
Μα εκείνος αρνιέται.
-Όχι δεν παρατάω το ποίμνιό μου λέει με δάκρυα στα μάτια. Θα μείνω μαζί του και θα πεθάνω μαζί του.
{Αρχαίο σλαβικό χρονικό της πολιορκίας και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης [που εκδόθηκε το 1855 στην Πετρούπολη (ρωσικά)] μας πληροφορεί πως ο Παλαιολόγος λιποθύμησε στο συμβούλιο αυτό καθώς οι άρχοντες επιμένανε να φύγει ο Αυτοκράτορας}
Από το «Χρονικόν» της Άλωσης του βυζαντινού συγγραφέα Γεωργίου Φραντζή, ο οποίος υπήρξε επιστήθιος φίλος και σύμβουλος - πρωτοβεστιάριος του τελευταίου αυτοκράτορα των Ελλήνων Κ. Παλαιολόγου, μεταφέρουμε από το βιβλίο «η Πόλις εάλω» των εκδόσεων «Νέα Σύνορα - Λιβάνη», (σε μεταγλώττιση του κειμένου από Γ. Κουσουνέλο), αποσπάσματα από την τελευταία ομιλία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, καθόσον ενέχει αυτή θέση ιστορικού ντοκουμέντου και προς όλους μας παρακαταθήκη. Είναι - καθώς αυτή η ομιλία έγινε από τον Αυτοκράτορα - σαν μια ύστατη προσπάθεια μυστικής, υπέρτατης κοινωνίας με το λαό της Πόλης και τους υπερασπιστές της - τότε και πάντοτε.
Εικόνα


Ο Αυτοκράτορας λέγει ο Φραντζής «στο οδυνηρό βράδυ της Δευτέρας, 28 Μαΐου, αφού συγκέντρωσε όλους τους άρχοντες , τους δήμαρχους, τους εκατόνταρχους και τους άλλους βαθμοφόρους του στρατού, είπε τα παρακάτω λόγια:
«Ευγενέστατοι άρχοντες, εκλαμπρότατοι δήμαρχοι και στρατηγοί, γενναιότατοι στρατιώτες, τιμημένοι και πιστοί πολίτες, ξέρετε όλοι πολύ καλά ότι έφτασε η ώρα που ο εχθρός της πίστης μας αποφάσισε να μας πιέσει ακόμη περισσότερο με όλα τα πολεμικά μέσα και τεχνάσματα που διαθέτει.
Θέλει να αρχίσει μια γενική επίθεση και πόλεμο από την ξηρά και από τη θάλασσα, έτοιμος να μας δαγκώσει σαν φαρμακερό φίδι και να μας καταβροχθίσει σαν ανήμερο λιοντάρι.
Γι' αυτό το λόγο σας παρακαλώ να φερθείτε με γενναιότητα και θάρρος, όπως κάνατε μέχρι τώρα, απέναντι στους εχθρούς της πίστης μας. Αφήνω στα χέρια σας την τύχη της δοξασμένης και λαμπρής πατρίδας μας, της μεγαλοπρεπέστατης και ευγενούς Βασιλεύουσας όλων των πόλεων.
Ξέρετε πολύ καλά, αδέλφια μου, ότι για τέσσερις λόγους είμαστε υποχρεωμένοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή.
Πρώτον, για την πίστη και τη θρησκεία μας, δεύτερον, για την πατρίδα, τρίτον, για τον βασιλιά, τον αντιπρόσωπο του Κυρίου μας, και τέταρτον, για τους συγγενείς και τους φίλους μας.
Αν λοιπόν, αδέλφια μου, πρέπει να αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου για έναν από τους παραπάνω λόγους, τότε έχουμε υποχρέωση να πολεμάμε ακόμη σκληρότερα όταν πρόκειται και για τα τέσσερα μαζί, διαφορετικά θα χάσουμε τα πάντα. (...) Ο βάρβαρος σουλτάνος μας έχει αποκλείσει 57 μέρες τώρα με όλες τις δυνάμεις του και μας πολιορκεί μέρα νύχτα με κάθε μέσον που διαθέτει, αλλά καταφέραμε να τον αποκρούσουμε με τη βοήθεια του Κυρίου μας Χριστού που βλέπει τα πάντα. Μη δειλιάσετε λοιπόν αδέλφια μου. (...)
Ήρθε λοιπόν, αδέλφια μου, ο σουλτάνος, μας πολιόρκησε και έχει ορθάνοιχτο το τεράστιο στόμα του να μας καταβροχθίσει τόσο εμάς όσο και την Πόλη που έχτισε ο αείμνηστος μεγάλος αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος, ο οποίος την αφιέρωσε στην Παναγία Δέσποινα Θεοτόκο και Αειπάρθενο Μαρία, εκφράζοντας την ευχή να την έχουμε πάντα βοηθό και προστάτη της πατρίδας μας, που αποτελεί καταφύγιο των χριστιανών, ελπίδα και χαρά των Ελλήνων, και καύχημα όλου του κόσμου. (...)
Τελειώνοντας ο Αυτοκράτορας είπε:
«Δεν υπάρχει χρόνος για περισσότερα λόγια. Παραδίδω στα χέρια σας το ταπεινό μου σκήπτρο για να το φυλάξετε με αγάπη.
Σας παρακαλώ να δείξετε αφοσίωση και υπακοή στους ανωτέρους σας (...) Να αγωνιστείτε όλοι σύμφωνα με το αξίωμά σας (...)
Να έχετε υπόψη σας ότι:(...) μας περιμένει στον ουρανό το αμάραντο στεφάνι και στη γη η αιώνια δόξα.
«Ας πεθάνουμε όλοι για την πίστη του Χριστού και για την πατρίδα μας» απάντησε το ακροατήριο με μια φωνή.

Τέλος ο Αυτοκράτορας πρόσθεσε ακόμη:
«Λοιπόν, αδέλφια και συμπολεμιστές μου, να είστε όλοι έτοιμοι το πρωί. Με τη δύναμη που μας δίνει ο Θεός και τη βοήθεια της Αγίας Τριάδας, στην οποία στηρίζουμε όλες μας τις ελπίδες, ας κάνουμε τους εχθρούς μας να φύγουν νικημένοι από την πόλη μας».
Και στην ύστατη αντίσταση, μές στην πρώτη λάμψη της αυγής της 29ης Μαϊου 1453, έπεσε «άπαρτος» ο τελευταίος της Βασιλευούσης Πόλης Αυτοκράτορας, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ, φυλάσσοντας αιώνια τις Θερμοπύλες των δικαίων του Ελληνισμού.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Η Αλωσις της Πόλης

3
Η Λαϊκή μούσα θρηνεί για την άλωση της Πόλης:

Της Αγια-Σοφιάς
Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ΄την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγει ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
"Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τα 'αγια,
παπάδες πάρτε τα γιερά και σεις κεριά σβηστήτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρτουνε τρία καράβια°
το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν".
Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
"Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι".
(δημοτικό)

Το ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης
Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-"Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;"
-"Ερκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην°
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.
(δημοτικό, απόσπασμα)




Παραδοσιακοί και θαυμαστοί θρύλοι, αναπτύχθηκαν γύρω από την άλωση της Πόλης, για να θρέψουν τις ελπίδες και το θάρρος του εθνους επί αιώνες. "ΠΑλι με ΧρΟνουΣ και καιροΥΣ"
Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, ένα πουλί ανέλαβε να πάει ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του Ποντου για την Άλωση της Πόλης. Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το μήνυμα. Τότε πήγε ένα παλλικάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο μαντάτο
"Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία". Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους απάντησε "Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι".
Πάρθεν η Ρωμανία
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην°
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.
Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης°
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
"Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!"
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
(Δημοτικό τραγούδι του Πόντου)



"ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΠΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΚΥΛΑΕΙ". Οι περισσότεροι τοπικοί θρύλοι για την άλωση της Κωνσταντινούπολης μοιάζουν σε ένα σημείο: όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες. Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μιααντίστοιχη λαϊκή δοξασία. Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι, Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμίου σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο. Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος...

"ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΓΕΡΟΥ". Κάποιος καλόγερος είχε ψαρέψει σε ένα ποτάμι ψάρια και τα τηγάνιζε κοντά στην όχθη του ποταμού. Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε από ένα πουλί το μήνυμα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους. Ο καλόγερος σάστισε και αμέσως τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι. Εκεί ζουν αιώνια μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε και θα ξαναβγούν για να συνεχιστεί το τηγάνισμα τους.


"Ο Πύργος της Βασιλοπούλας". Στα κάστρα του Διδυμότειχου ένας κυκλικός πύργος, ο ψηλότερος ονομάζεται "πύργος της βασιλοπούλας". Η παράδοση λέει πως κάποτε ο βασιλιάς διασκέδαζε κυνηγώντας και στη θέση του άφησε την κόρη του. Όταν τον ειδοποίησαν ότι έρχονται οι Τούρκοι είχε τόση εμπιστοσύνη στην οχυρότητα του κάστρου ώστε είπε: "αν σηκωθεί από τη χύτρα ο κόκορας και λαλήσει, θα πιστέψω ότι κυριεύτηκε η πόλη.". Οι Τούρκοι όμως χρησιμοποίησαν δόλο και έδειξαν το χρυσοκέντητο μαντήλι του βασιλιά στην κόρη του. Αυτή μόλις το είδε, τους παρέδωσε το κλειδί του κάστρου κι έγινε αιτία της άλωσης. Όταν κατάλαβε πως την ξεγέλασαν, δεν άντεξε την ντροπή και αυτοκτόνησε πέφτοντας από τον πύργο. Από τότε ο πύργος λέγεται της βασιλοπούλας.


["0I ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ". Έναν από τους πύργους των τειχών της Πόλης τον υπεράσπιζαν τρία αδέρφια, άρχοντες Κρητικοί που πολεμούσαν με το μέρος των Βενετών (η Κρήτη τότε ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βενετών). Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο. Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους. Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη. Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους. Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους. Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες. Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.

"Η ΑΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΦΙΑΣ" εκείνη την τρομερή ημέρα που λεηλατήθηκαν τόσες εκκλησίες και βεβηλώθηκαν τόσα ιερά σκεύη, οι Βυζαντινοί, όπως λέει ο θρύλος, προσπάθησαν να κρύψουν από τους άπιστους την άγια εικόνα την αγίας του Θεού Σοφίας και όλα τα πολύτιμα λείψανα, που ήταν στο ιερό της. Γύρω απ' αυτό, διηγούνται μια παράξενη ιστορία: Την ημέρα που πάρθηκε η Πόλη, βιάστηκαν να φορτώσουν την Αγία Τράπεζα σ ένα πλοίο για να την πάνε στην χώρα των Φράγκων. Στη θάλασσα του Μαρμαρά όμως, το πλοίο βρήκε μεγάλη φουρτούνα. Καθώς το είχαν ετοιμάσει πολύ βιαστικά και το φορτίο του ήταν βαρύ, δεν μπόρεσε ν' αντέξει και βούλιαξε στα κύματα, όπως ήταν. Έτσι η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας ξέφυγε από τη βεβήλωση, όχι με τον τρόπο που είχαν ελπίσει οι Βυζαντινοί, αλλά όπως άρεσε στο Θεό.
Η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας αναπαύεται στο βυθό της θάλασσας, πάνω στην άμμο και στα κοχύλια. Το σημείο όπου βούλιαξε το καράβι το ξέρουν καλά οι ναυτικοί και εύκολα το βρίσκουν. Πραγματικά, ακόμα κι όταν η πιο άγρια τρικυμία, φουσκώνει ολόγυρα τα κύματα και κάνει τη θάλασσα να μουγκρίζει, εκεί είναι γαλήνη και ησυχία. Από τη λεία και λαμπρή επιφάνεια του νερού ανεβαίνουν γλυκές ευωδιές και αντίλαλος από αγγελικές ψαλμωδίες. Πολλοί άξιοι δύτες που μαζεύουν κοράλλια ή ψαρεύουν σφουγγάρια, προσπάθησαν να κατέβουν και να δουν το ναυαγισμένο καράβι. Κανείς δεν τα κατάφερε. Η θάλασσα, πολύ βαθιά σ' αυτό το μέρος, φυλάει την Αγία Τράπεζα και τα λείψανα των Αγίων από κάθε βέβηλο μάτι. Όταν όμως θα ξαναπάρουμε την Πόλη, η Αγία Τράπεζα, που μένει στην άμμο του βυθού, θ' ανέβει στην επιφάνεια όπως ανεβαίνει ο δύτης. Θ αρμενίσει μόνη της κατά το Βυζάντιο και θα την πάρουμε από κει που θ' αράξει. Θα την ξαναφέρουμε στην Αγία Σοφία και με χαρούμενους ύμνους, θα την αφιερώσουμε πάλι στη Σοφία του Θεού. Τότε, μέσα στη Βασιλική που έχτισε ο μεγάλος Ιουστινιανός, θα λάμψουν πάλι τα μωσαϊκά, οι εικόνες των Αγίων, τα λόγια του Ευαγγελίου, και ο σταυρός θα ξαναφανεί πάνω από το μαρμάρινο τραπέζι που ξέπλυναν τα κύματα.

"0Ι ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΝΤΑΝ" όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη ξεκίνησαν να καταστρέφουν τις εκκλησίες και τα μοναστήρια. Στην Αγία Σοφιά είχε καταφύγει πολύ λαός, κυρίως γυναικόπαιδα, για να αποφύγουν τον θάνατο. Όμως η παρουσία τους εκεί δεν τους έσωσε, καθώς φανατισμένοι από τους δερβίσηδες μωαμεθανοί μπήκαν στην εκκλησία και άρχισαν να σφάζουν αδιακρίτως όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Ο σωρός των πτωμάτων έφτασε τα δέκα μέτρα. Όταν μάλιστα ο Σουλτάνος Μωάμεθ προσπάθησε να μπει στο ναό το άλογο του σκόνταψε πάνω στα πτώματα, Με την οπλή του το άλογο άφησε ένα σημάδι στην κορυφή ενός στύλου, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα. Τις πιο πολλές εικόνες και τοιχογραφίες της Αγία Σοφιάς τις κατέστρεψαν οι Τούρκοι. Όταν, όμως, οι άπιστοι εισβολείς έφτασαν στον εξώστη - γυναικωνίτη και ένας τσαούσης (Τούρκος αξιωματικός) προσπάθησε με έναν πέλεκυ να καταστρέψει μια τοιχογραφία της Παναγίας που κρατά στα χέρια της τον Ιησού μωρό, έγινε το θαύμα ! Τη στιγμή που ο Τούρκος προσπάθησε να καταφέρει το πρώτο χτύπημα στην τοιχογραφία κεραυνοβολήθηκε κι έπεσε νεκρός. Τη θέση του πήρε ένας άλλος Τούρκος, αλλά την ίδια στιγμή κι εκείνος είχε την ίδια τύχη. Οι υπόλοιποι βάρβαροι πανικοβλήθηκαν απ' το πρωτόγνωρο γι΄ αυτούς θαύμα και γεμάτοι τρόμο, αλλά και σεβασμό εγκατέλειψαν την ανόσια προσπάθεια τους. Η συγκεκριμένη τοιχογραφία σώζεται μέχρι σήμερα στον δεξιό εξώστη της Αγία Σοφιάς.

"Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ" όταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Βασιλική Εκκλησία, ένας ιερέας τελούσε τη Θεία Λειτουργία. Βλέποντας τους άπιστους να μπαίνουν, δε σκεπτόταν παρά πώς να σώσει από τη βεβήλωση τον ιερό άρτο και το πολύτιμο Αίμα του Χριστού. Ανέβηκε, λοιπόν, βιαστικός στον Άμβωνα, κρατώντας τ' Άγιο Δισκοπότηρο κι εξαφανίστηκε σε μια μικρή πόρτα. Την έκλεισε πίσω του, μα δυστυχώς οι Τούρκοι τον είχαν δει κι έτρεξαν να τον προφτάσουν. Όταν όμως έφθασαν στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκεται η πόρτα, ξαφνιάστηκαν γιατί δεν είδαν παρά μόνο μια γυμνή, λεία επιφάνεια χωρίς το παραμικρό σημάδι ανοίγματος. Αγριεμένοι, προσπάθησαν να γκρεμίσουν τον τοίχο, αλλά έσπασαν τα όπλα τους, χωρίς να καταφέρουν τίποτε! -Ας φέρουν τους χτίστες του στρατού μας, αποφάσισε ο Σουλτάνος. Έτσι θα δούμε τι είναι πίσω απ' αυτόν τον τοίχο. Οι χτίστες ήρθαν με τα εργαλεία τους κι άρχισαν να χτυπούν τον τοίχο. Παρ' όλες τους τις προσπάθειες όμως, δεν μπόρεσαν ούτε να τον τρυπήσουν κι ομολόγησαν πως σίγουρα υπήρχε κάποιο τεχνικό μέσο, που τους ήταν άγνωστο. -Είστε ανίκανοι, φώναξε καταθυμωμένος ο Σουλτάνος και θα τιμωρηθείτε! Να φέρουν βυζαντινούς χτίστες! Τότε έφεραν βιαστικά όσους μπόρεσαν και απειλώντας τους με θάνατο, τους πρόσταζαν να ρίξουν αυτόν τον τοίχο! Μα, ούτε κι αυτοί δεν τα κατάφεραν! Γιατί, το θέλημα του Θεού, πιο δυνατό από κάθε ανθρώπινη δύναμη, κρατούσε αυτές τις πέτρες δεμένες γερά, για να προστατεύει τον ιερέα. Όλους αυτούς τους αιώνες, ο ιερέας αγρυπνεί, σφίγγοντας το δισκοπότηρο, που προστάτευσε από τους άπιστους! Μα, όταν θα ξαναπάρουμε την Πόλη, η πόρτα θα ξανανοίξει μόνη της, ο ιερέας θα βγει, θα ξαναμπεί στο ιερό και θα συνεχίσει τα λόγια της λειτουργίας, από κει ακριβώς που είχε σταματήσει!

Πηγες

Κώδικας: Επιλογή όλων

http://www.hri.org/MPA/gr/other/1453/index.html

Κώδικας: Επιλογή όλων

 http://www.manesis.gr/alosi/alosi.htm

Κώδικας: Επιλογή όλων

 http://www.immspartis.gr/links/afieromata/afier00012.html
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Η Αλωσις της Πόλης

4
Κωνσταντῖνος ΙΑ' Παλαιολόγος


Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Μωάμεθ καλεῖ τὸ ὄχλο ποὺ συγκροτεῖ τὴν πολιορκητικὴ δύναμη, νὰ πολεμήσει γιὰ νὰ κερδίσει πιλάφι στὸν οὐρανὸ μὲ τὰ οὐρὶ (ἂν πεθάνουν) ἢ πλούτη καὶ σκλάβους ἀπὸ μία Πόλη ποὺ ὅμοιά της δὲ γνώρισε ὡς τότε ὁ κόσμος, ὁ Αὐτοκράτορας δίνει τὶς τελευταῖες του συμβουλὲς καὶ παραινέσεις. Ἀπευθείνεται καὶ στοὺς Γενουάτες καὶ Βενετοὺς τῆς παροικίας τῶν Λατίνων ποὺ συμπολεμοῦν μὲ τοὺς Ἕλληνες. Τοὺς μιλᾶ εὐθέως, τίμια καὶ μὲ εἰλικρίνεια. Δὲ τοὺς κρύβει τὴν ἀλήθεια. Τοὺς ἐμψυχώνει καὶ τοὺς καλεῖ νὰ παλέψουν γιὰ ὑψηλὰ ἰδανικά, περιφρονώντας τὸν ἐχθρό...

""Ἄρχοντές μου, ἐκλαμπρότατοι ἀξιωματικοὶ τοῦ Στρατοῦ καὶ εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ συνάδελφοι ἐν ὄπλοις: βλέπουμε τώρα τὴν ὥρα τῆς μάχης νὰ πλησιάζει... Πάντοτε πολεμήσατε δοξασμένα ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του Χριστοῦ. Τώρα, ἡ ἄμυνα τῆς πατρώας γῆς καὶ τῆς κοσμοξάκουστης Πόλης μας, τὴν ὁποία ὁ ἄπιστος καὶ κακὸς Τοῦρκος ἔχει πολιορκήσει γιὰ πενήντα δυὸ ἡμέρες, παραδίδεται στὰ εὐγενῆ καὶ ἀγέρωχα πνεύματά σας.

Μὴ φοβηθεῖτε ἐπειδὴ τὰ τείχη τῆς κατέρρευσαν ἀπὸ τοὺς ἐχθρικοὺς βομαρδισμούς. Γιατί ἡ δύναμή σας βρίσκεται ὑπὸ τὴν Θεία προστασία καὶ πρέπει νὰ τὸ δείξετε αὐτὸ μὲ τὸν παλμὸ τῶν ὅπλων σας καὶ τὰ σημάδια τῶν σπαθιῶν σας στὸν ἐχθρό.

Γνωρίζω πὼς αὐτὸς ὁ ἀπειθάρχητος ὄχλος, ὅπως εἶναι ἡ συνήθειά του, θὰ ὀρμήξει ἐναντίον σας μὲ δυνατὲς στριγγλιὲς καὶ ἀδιάκοπο καταιγισμὸ βελῶν. Δὲ θὰ σᾶς πληγώσουν ὅμως, διότι εἴσαστε κατάφρακτοι. Θὰ χτυπήσουν τὰ τείχη, τοὺς θώρακες καὶ τὶς ἀσπίδες μας. Ὅμως, μὴ μιμηθεῖτε τοὺς Ρωμαίους πού, ὅταν οἱ Καχηδόνιοι βάδιζαν ἐναντίον τους, ἐπέτρψαν στὸ ἱππικό τους νὰ πανικοβληθεῖ ἀπὸ τὴν τρομακτικὴ ὄψη καὶ τοὺς ἤχους τῶν ἐλεφάντων. Σ΄αὐτὴ τὴ μάχη πρέπει νὰ σταθεῖτε σταθεροὶ καὶ ἀτρόμητοι, ἑτοιμάστε τὸ πνεῦμα σας γιὰ μάχη, νὰ ἀντισταθεῖτε μὲ μεγαλύτερη ἀπὸ ἄλλοτε ἡράκλεια δύναμη. Τὰ ζῶα μπορεῖ νὰ τρέξουν φοβισμένα, μακριὰ ἀπὸ ἄλλα ζῶα. Ἀλλὰ ἐσεῖς εἶστε ἄνδρες, ἄνδρες μὲ θαρραλέα καρδιά, καὶ θὰ κρατήσετε στριμωγμένα τὰ φοβισμένα κτήνη, μπήγοντας τὶς λόγχες καὶ τὰ ξίφη σας μέσα τους, ἔτσι ὥστε θὰ μάθουν ὅτι δὲ πολεμοῦν ἐναντίον ὁμοίων τους ἀλλὰ ἐναντίον τῶν κυριάρχων τους καὶ ἀπογόνους Ἑλλήνων καὶ Ρωμαίων " (Καὶ οὕτως λογίσθητε ὡς ἐπὶ ἀγρίων χοίρων καὶ πληθὺν κυνήγιον, ἴνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετὰ ἀλόγων ζώων ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλὰ μετὰ κυρίων καὶ αὐθεντῶν αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ρωμαίων").

Γνωρίζετε πὼς ὁ ἀνίερος καὶ ἄπιστος ἐχθρὸς ἀδίκως ἔσπασε τὴν εἰρήνη. Παραβίασε τοὺς ὅρκους καὶ τὴ συμφωνία ποὺ ἔκανε μαζί μας. Ἔσφαξε τοὺς χωρικούς μας τὴν ἐποχὴ τῆς σοδειᾶς. ΄Ὕψωσε φρούριο στὴν Προποντίδα σὰ νὰ Ἦταν νὰ καταβροχθίσει τοὺς Χριστιανούς. Κύκλωσε τὸν Γαλατὰ μὲ τὴν πρόφαση τῆς εἰρήνης. Τώρα προσπαθεῖ νὰ καταλάβει τὴν Κωνσταντίνου Πόλιν, τὴν πατρώα σας γῆ, τὸ καταφύγιο τῶν Χριστιανῶν, τὸν φύλακα ὅλων τῶν Ἑλλήνων, καὶ βεβηλώσει τὰ ἱερά του Θεοῦ μετατρέποντάς τα σὲ στάβλους.

Τοὺς καλεῖ ὅλους νὰ πολεμήσουν ὑπερασπιζόμενοι τέσσερα ἀγαθὰ :

"... πρώτον μὲν ὑπὲρ Πίστεως ἠμῶν καὶ Εὐσεβείας, δεύτερον ὑπὲρ Πατρίδος, τρίτον ὑπὲρ Βασιλέως, τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων. Ἄλλως πατρίδα περίφημον τοιαύτην ὑστερούμεθα καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἠμῶν..." τὴν Πόλιν, τό "...καταφύγιον χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ καύχημα τῶν Ἑλλήνων, τὸ καύχημα πάσι τοὶς οὔσιν ὑπὸ τοῦ ἡλίου ἀνατολὴν ! Τὰ νῦν πάλιν ὁ καιρὸς ἐστὶν ἐπιτήδειος ἴνα δείξητε εἰς βοήθειαν τὴν Χριστοῦ ἀγάπην καὶ ἀνδρείαν καὶ γενναιότητα ὑμῶν.

Ὦ ἄρχοντές μου, παιδιά μου, γυιοί μου, ἡ αἰώνια τιμὴ τῶν Χριστιανῶν ἐναπόκειται στὰ χέρια σας. Ἐσεῖς ἄνδρες τῆς Γένουας, θαρραλέοι ἄνδρες καὶ φημισμένοι γιὰ τὶς ἀτέλειωτες νίκες σας, ἐσεὶς ποὺ πάντοτε προστατέψατε αὐτὴν τὴν Πόλιν, τὴν μάνα σας, σὲ πάμπολλες συγκρούσεις μὲ τοὺς Τούρκους, δεῖξτε τὴ δύναμη καὶ τὸ ἐπιθετικό σας πνεῦμα ἐναντίον τοὺς μὲ σθένος. Ἐσεῖς ἄνδρες τῆς Βενετίας, ἄξιοι ἥρωες, ποὺ τὸ ξίφος σας ἔκανε πολλὲς φορὲς νὰ τρέξει τὸ Τούρκικο αἷμα καὶ τιμήσατε αὐτὴν τὴν Πόλιν σὰ νὰ Ἦταν δική σας, διακεκριμένοι ἄνδρες, ἑτοιμάστε τὸ πνεῦμα σας γιὰ μάχη. Ἐσεῖς, συνάδελφοί μου ἐν ὄπλοις, ὑπακοῦστε στὶς ἐντολὲς τῶν ἀνωτέρων σας μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς δικῆς σας δόξας -μία ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἂν θὰ χύσετε ἔστω μία σταγόνα αἷμα θὰ ἔχετε κερδίσει φωτοστέφανα μάρτυρα καὶ αἰώνια ὑστεροφημία !

Οὐκ ἔχω καιρὸν εἰπεὶν ὑμὶν πλείονα. Μόνον τὸ τεταπεινωμένον ἡμέτερον σκῆπτρον εἰς τᾶς ὑμῶν χείρας ἀνατίθημι, ἴνα αὐτὸ μετ' εὐνοίας φυλάξοιτε..."

Στὰ συγκλονιστικὰ αὐτὰ λόγια τοῦ Αὐτοκράτορα, δακρυσμένοι ἀπαντοῦν ὅλοι :

"Ἀποθανόμεν ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ Πίστεως καὶ τῆς Πατρίδος ἠμῶν !"

Ξημέρωνε 29 Μαΐου 1453. Στὰ τείχη ἀνεμίζουν οἱ Αὐτοκρατορικοὶ Δικέφαλοι. Στὴν πύλη τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ ἔφιππος ὁ Κωνσταντῖνος. Ἤξερε πὼς ἡ Δύση καὶ ἡ τύχη τοῦ εἶχαν γυρίσει τὴν πλάτη. Ὅμως ἐκεῖ "αὐτοπροαιρέτως" στάθηκε ἀνδρείως καὶ κοίταξε κατὰ πρόσωπο τὸν Τοῦρκο καὶ τὸν θάνατο. Γι' αὐτὸ καὶ δὲν πέθανε ! Δὲν πέθανε στὴ συνείδηση τῶν Ἑλλήνων... Οἱ Ἕλληνες λένε πὼς "τοῦ ἀντρειωμένου ὁ θάνατος, θάνατος δὲ λογιέται".

Τὸ ὄνομά του καὶ ἡ ἱστορία του ἔγιναν τραγούδι στὸ στόμα, ἐλπίδα στὴν καρδιὰ τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων ... "ὁ Μαρμαρωμένος Βασιλιάς" ... Ἄγγελος Κυρίου μαρμάρωσε τὸν Κωνσταντῖνο τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ Ἀγαρηνοὶ ἐφορμοῦσαν ἀσεβῶς στὴν θεοφύλακτη Πόλιν. Ὁ Αὐτοκράτορας μαρμαρώθηκε καὶ δὲν πέθανε... περιμένει τὸ ἄγγιγμα τοῦ Ἀγγέλου ποὺ θὰ τοῦ δώσει τὸ ξίφος γιὰ νὰ κυνηγήσει ὄχι μόνο τοὺς κατακτητὲς ὡς ἐκεῖ ἀπ'ὅπου ξεκίνησαν -τὴν κόκκινη Μηλιά- ἀλλὰ ἀκόμα καὶ τὸν ἀδερφό του καὶ τὸν ἀνηψιό του ποὺ ἀργότερα τούρκεψαν καὶ πολέμησαν τοὺς Ἕλληνες. Γιὰ νὰ ἐπιβάλλει ποινὴ σὲ ὅσους ἀτίμασαν τὸ αἷμα καὶ τὰ δάκρυα τοῦ Γένους...γιὰ νὰ γίνει τιμωρός τους...
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Η Αλωσις της Πόλης

5
Ὁμιλία τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου ὀλίγον πρὸ τῆς Ἁλώσεως τῆς Κων/πόλεως



«Ὑμεῖς μέν, εὐγενέστατοι ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι στρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλῶς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ ἐχθρός της πίστεως ἠμῶν βούλεται ἴνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήση ἠμᾶς καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώση ἠμὶν μετὰ πάσης δυνάμεως, ἴνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τὸν ἰὸν ἐκχύση καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπῖη ἠμᾶς. Διὰ τοῦτο λέγω καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἴνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατὰ τῶν ἐχθρῶν της πίστεως ἠμῶν. Παραδίδωμι δὲ ὑμὶν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἠμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. Καλῶς οὒν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσερα τινὰ ὀφείλεται κοινῶε ἐσμεν πάντες ἴνα προτιμήσωμεν ἀποθανεὶν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρώτον μὲν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἠμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὑπὲρ πατρίδος, τρίτον ὑπὲρ τοῦ βασιλέως ὡς Χριστοῦ Κυρίου, καὶ τέταρτον ὑπὲρ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσται ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου πολλῶ μᾶλλον ὑπὲρ πάντων ἠμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι. Ἐὰν διὰ τὰ ἐμᾶ πλημμελήματα παραχωρήση ὁ Θεὸς τὴν νίκην τοὶς ἀσεβέσιν, ὑπὲρ τῆς πίστεως ἠμῶν τῆς ἁγίας, ἢν Χριστὸς ἐν τῷ οἰκείῳ αἵματι ἠμὶν ἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν, ὃ ἐστι κεφάλαιον πάντων. Καὶ ἐὰν τὸν κόσμον ὄλον κερδίση τις καὶ τὴν ψυχὴν ζημιωθῆ, τί τὸ ὄφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως ὑστερούμεθα καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἠμῶν. Τρίτον βασιλείαν τὴν ποτὲ μὲν περιφανῆ, νῦν δὲ τεταπεινωμένην καὶ ἐξουθενωμένην ἀπωλέσαμεν, καὶ ὑπὸ τοῦ τυράννου καὶ ἀσεβοῦς ἄρχεται. Τέταρτον δὲ καὶ φιλτάτων τέκνων καὶ συμβίων καὶ συγγενῶν ὑστερούμεθα. Αὐτὸς δὲ ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφ’οὗ ἠμᾶς ἐλθῶν ἀπέκλεισεν καὶ μετὰ πάσης μηχανῆς καὶ ἰσχύος καθ’ἡμέραν τὲ καὶ νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκῶν ἠμᾶς καὶ χάριτι τοῦ παντεπόπτου Χριστοῦ Κυρίου ἠμῶν ἐκ τῶν τειχῶν μετὰ αἰσχύνης ἄχρι τοῦ νῦν πολλάκις κακῶς ἀπεπέμφθη. Τὰ νῦν δὲ πάλιν, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσητε, ἐὰν καὶ τοῖχος μακρόθεν ὀλίγον ἐκ τῶν κρότων καὶ τῶν πτωμάτων τῶν ἐλεπόλεων ἔπεσε, διότι, ὡς ὑμεῖς θεωρεῖτε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἐδιορθώσαμεν πάλιν αὐτό. Ἠμεῖς πάσαν τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν τοῦ Θεοῦ ἀνεθέμεθα, οὗτοι ἐν ἄρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἴπποις καὶ δυνάμει καὶ πλήθει, ἠμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν πεποίθαμεν, δεύτερον δὲ καὶ ἐν ταὶς ἠμετέραις χερσὶ καὶ ρωμαλαιότητι, ἢν ἐδωρήσατο ἠμὶν ἡ θεία δύναμις. Γνωρίζω δὲ ὅτι αὔτη ἡ μυριαρίθμητος ἀγέλη τῶν ἀσεβῶν, καθὼς ἡ αὐτῶν συνήθεια, ἐλεύσονται καθ’ἠμῶν μετὰ βαναύσου καὶ ἐπηρμένης ὀφρύος καὶ θάρσους πολλοῦ καὶ βίας, ἴνα διὰ τὴν ὀλιγότητα ἠμῶν θλίψωσι καὶ ἐκ τοῦ κόπου στενοχωρήσωσι, καὶ μετὰ φωνῶν μεγάλων καὶ ἀλαλαγμῶν ἀναριθμήτων, ἴνα ἠμᾶς φοβήσωσι. Τᾶς τοιαύτας αὐτῶν φλυαρίας καλῶς οἴδατε, καὶ οὐ χρὴ λέγειν περὶ τούτων. Καὶ ὤρα ὀλίγοι τοιαῦτα ποιήσωσι, καὶ ἀναριθμήτους πέτρας καὶ ἕτερα βέλη καὶ ἐλεβολίσκους, ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν ἄνωθεν ἠμῶν πτήσουσι, δι’ὧν, ἐλπίζω γάρ, οὐ βλάψωσι, διότι ὑμᾶς θεωρῶ καὶ λίαν ἀγάλλομαι καὶ τοιαύταις ἐλπίσι τὸν λογισμὸν τρέφομαι, ὅτι εἰ καὶ ὀλίγοι πάνυ ἐσμέν, ἀλλὰ πάντες ἐπιδέξιοι καὶ ἐπιτήδειοι ρωμαλέοι τὲ καὶ ἰσχυροὶ καὶ μεγαλήτορες καὶ καλῶς προπαρασκευασμένοι ὑπάρχετε. Ταὶς ἀσπίσιν ὑμῶν καλῶς τὴν κεφαλὴν σκέπεσθε ἐπὶ τὴ συμπλοκὴ καὶ συρρήξει. Ἡ δεξιὰ ὑμῶν ἢ τὴν ρομφαίαν ἔχουσα μακρὰν ἔστω πάντοτε. Αἳ περικεφαλαῖαι ὑμῶν καὶ οἱ θώρακες καὶ οἱ σιδηροὶ ἱματισμοὶ λίαν εἰσὶν ἱκανοὶ ἅμα καὶ τοὶς λοιποὶς ὄπλοις, καὶ ἐν τὴ συμπλοκὴ ἔσονται πάνυ ὠφέλιμα, ἃ οἱ ἐναντίοι οὐ χρῶνται, ἀλλ’ οὔτε κέκτηνται. Καὶ ὑμεῖς ἔσωθεν τῶν τειχῶν ὑπάρχετε σκεπόμενοι, οἱ δὲ ἀσκεπεῖς μετὰ κόπου ἔρχονται. Διό, ὢ συστρατιῶται γίγνεσθε ἕτοιμοι καὶ στερεοὶ καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ. Μιμηθῆτε τοὺς ποτὲ τῶν Καρχηδονίων ὀλίγους ἐλέφαντας, πὼς τοσούτον πλῆθος ἵππων Ρωμαίων τὴ φωνὴ καὶ θέα ἐδίωξαν, καὶ ἐὰν ζῶον ἄλογον ἐδίωξε πόσον μᾶλλον ἠμεῖς ἡ τῶν ζώων καὶ ἀλόγων ὑπάρχοντες κύριοι, καὶ οἱ καθ’ἠμῶν ἐρχόμενοι ἴνα παράταξιν μεθ’ἠμῶν ποιήσωσιν ὡς ζῶα ἄλογα καὶ χείρονες εἰσιν. Οἱ πέλται ὑμῶν καὶ ρομφαῖοι καὶ τὰ τόξα καὶ ἀκόντια πρὸς αὐτοὺς πεμπέτωσαν παρ’ἠμῶν. Καὶ οὕτως λογίσθητε ὡς ἐπὶ ἀγρίων χοίρων καὶ πληθὺν κυνήγιον, ἴνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετὰ ἀλόγων ζώων ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλὰ μετὰ κυρίων καὶ αὐθεντῶν αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ρωμαίων. Οἴδατε καλῶς ὅτι ὁ δυσσεβὴς αὐτὸς ὁ ἀμηρᾶς καὶ ἐχθρός της ἁγίας ἠμῶν πίστεως χωρὶς εὔλογον αἰτίας τινὸς τὴν ἀγάπην ἢν εἴχομεν ἔλυσεν, καὶ τοὺς ὅρκους αὐτοῦ τοὺς πολλοὺς ἠθέτησεν ἀντ’οὐδενὸς λογιζόμενος καὶ ἐλθῶν αἰφνιδίως φρούριον ἐποίησεν ἐπὶ τὸ στενὸν τοῦ Ἀσωμάτου, ἴνα καθ’ἑκάστην ἡμέραν δύνηται βλάπτειν ἠμᾶς. Τοὺς ἀγροὺς ἠμῶν καὶ κήπους καὶ παραδείσους καὶ οἴκους πυριαλώτους ἐποίησε, τοὺς ἀδελφοὺς ἠμῶν τοὺς Χριστιανοὺς ὅσους εὖρεν, ἐθανάτωσε καὶ ἠχμαλώτευσε, τὴν φιλίαν ἠμῶν ἔλυσεν. Τοὺς δὲ τοῦ Γαλατά, ἐφιλίωσε, καὶ αὐτοὶ χαίρονται, μὴ εἰδότες καὶ αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι τὸν τοῦ γεωργοῦ παιδὸς μύθον, τοῦ ἐψήνοντος τοὺς κοχλίας καὶ εἰπόντος. Ὢ ἀνόητα ζῶα, καὶ τὰ ἑξῆς. Ἐλθῶν οὒν ἀδελφοί, ἠμᾶς ἀπέκλεισε, καὶ καθ’ἑκάστην τὸ ἀχανὲς αὐτοῦ στόμα χάσκων, πὼς εὔρη καιρὸν ἐπιτήδειον ἴνα καταπῖη ἠμᾶς καὶ τὴν πόλιν ταύτην, ἢν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακάριστος ἐκεῖνος καὶ τὴ πανάγνω δεσποίνη ἠμῶν θεοτόκω καὶ ἀειπαρθένω Μαρία ἀφιέρωσεν καὶ ἐχαρίσατο του κυρίαν εἶναι καὶ βοηθὸν καὶ σκέπην τὴ ἡμετέρα πατρίδι καὶ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων τὸ καύχημα πάσι τοὶς οὔσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν. Καὶ οὗτος ὁ ἀσεβέστατος τὴν ποτὲ περιφανῆ καὶ ὀμφακλιζουσαν ὡς ρόδον τοῦ ἀγροῦ βούλεται ποιῆσαι ὑπ’αὐτόν. Ἢ ἐδούλωσε σχεδόν, δύναμαι εἰπείν, πάσαν τὴν ὑφ’ἥλιον καὶ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῆς Πόντον καὶ Ἀρμενίαν, Περσίαν καὶ Παμφλαγονίαν, Ἀμαζόνας καὶ Καππαδοκίαν, Γαλατίαν καὶ Μηδίαν Κολχοὺς καὶ Ἴβηρας, Βοσποριανοὺς καὶ Ἀλβάνους Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσοποταμίαν, Φοινίκην Βακτριανοὺς καὶ Σκύθας, Μακεδονίαν καὶ Θετταλίαν, Ἑλλάδα Βοιωτία, Λοκροὺς καὶ Αἰτωλούς, Ἀκαρνανίαν,Ἀχαϊαν καὶ Πελοπόννησον, Ἤπειρον καὶ τὸ Ἰλλυρικὸν Λύχνιτας κατὰ τὸ Ἀνδριατικόν, Ἰταλίαν, Τουσκίνους, Κέλτους καὶ Κελτογαλάτας, Ἰβηρίαν τὲ καὶ ἕως τῶν Γαδείρων, Λιβύαν καὶ Μαυρητανίαν καὶ Μαυρουσίαν, Αἰθιοπίαν, Βελέδας, Σκούδην, Νουμιδίαν καὶ Ἀφρικὴν καὶ Αἴγυπτον αὐτός τὰ νῦν βούλεται δουλῶσαι καὶ τὴν κυριεύουσαν τῶν πόλεων, ζυγῶ ὑποβαλεὶν καὶ δουλεία καὶ τᾶς ἁγίας ἐκκλησίας ἠμῶν, ἔνθα ἐπροσκυνεῖτο ἡ Ἁγία Τριὰς καὶ ἐδοξολογεῖτο τὸ πανάγιον, καὶ ὅπου οἱ ἄγγελοι ἠκούοντο ὑμνεὶν τὸ θεῖον καὶ τὴν ἔνσαρκον τοῦ Θεοῦ Λόγου οἰκονομίαν, βούλεται ποιῆσαι προσκύνημα τῆς αὐτοῦ βλασφημίας καὶ τοῦ φληναφοῦ ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, καὶ κατοικητήριον ἀλόγων καὶ καμήλων. Λοιπὸν ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, κατὰ νοῦν ἐνθυμηθῆται ἴνα τὸ μνημόσυνον ὑμῶν καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται»

Ἑάλω ἡ Πόλις. Χρονικὸν Georgios Phrantzes




--------------------------------------------------------------------------------



Ὁμιλία τοῦ Μωάμεθ τοῦ πολιορκητοῦ ὀλίγον πρὸ τῆς ἁλώσεως τῆς Κων/πόλεως

«Ὦ τέκνα φίλτατα παρὰ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ αὐτοῦ προφήτου Μωάμεθ καὶ ἐμοῦ τοῦ δούλου αὐτοῦ δέομαι καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς, ἴνα ἐπὶ τὴν αὔριον ἄξιον ἔργον μνήμης αἰωνίου ποιήσητε, ὡς καὶ οἱ πρὸ ἠμῶν πανταχοῦ ἕως τοῦ νῦν, ὡς φανερὸν ἐστιν, ἐποίησαν, καὶ μετὰ προθυμίας καὶ γενναιότητος καὶ μεγαλοψυχίας τοὺς τείχους ἄνωθεν μετὰ τῶν κλιμάκων ὡς πτερωτοὶ διέλθητε καὶ τὴν φήμην ἢν οἱ πρὸ ἠμῶν, ὡς εἴπομεν, ἐκέρδησαν καὶ ὁ Θεὸς ἐχαρίσατο μὴ γένοιτο ἴνα ἠμεῖς ἀπολέσωμεν αὐτήν, ἀλλὰ μάλιστα νῦν ἡ ὥρα ἤγγικεν ἴνα αὐτήν, πολυπλασίως αὐξήσωμεν». Εἴτα λέγει «Καὶ ἐὰν καὶ ἐξ ἠμῶν τινὲς ἀποκτανθώσιν, ὡς ἔθος ἐστὶν ἐν τοὶς πολέμοις, γεγραμμένον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καλῶς οἴδατε διὰ τοῦ ἡμετέρου καρὰν τί φησὶν ὁ προφήτης ὅτι ὁ ἀποθανῶν ἐν καιρῷ τοιούτω ὁλόσωμος ἐν τῷ παραδείσῳ μετὰ τοῦ Μωάμεθ ἀριστήσει καὶ πιεῖ, καὶ μετὰ παίδων καὶ μετὰ γυναικῶν ὡραίων καὶ παρθένων ἐν τόπῳ χλοερῶ καὶ μεμυρισμένω ἄνθεσιν ἀναπαυθῆ, καὶ ἐν λουτροὶς ὡραιοτάτοις λουσθῆ, καὶ ἐν ἐκείνῳ τὸ τόπω ἐκ Θεοῦ ἔξει ταῦτα. Ἐνταύθα δὲ πάλιν ἐξ ἐμοῦ πᾶς ὁ ἐμὸς στυρατὸς καὶ ἄρχοντες τῆς αὐλῆς μου, ἐὰν νικήσωμεν, ὁ μισθὸς ὂν ἔξουσι παρ’ἐμοῦ ἔσται οὗ τὰ νῦν ἔχουσι ὃς ἀπὸ τοῦ νῦν ἄρξηται ἕως τέλους τῆς ζωῆς αὐτῶν. Καὶ ἡμέραις τρισὶν ἡ πόλις πάσα ὑμῶν ἔσεται. Καὶ εἰ τί δ’ἂν σκυλεύσηται καὶ εὔρηται χρυσίου καὶ ἀργυρίου σκεῦος καὶ ἱματισμόν, αἰχμαλώτους τὲ ἄνδρας καὶ γυναίκας, μικροὺς τὲ καὶ μεγάλους, οὐδεὶς δυνηθείη αὐτοὺς ὑμὶν αἰτῆσαι ἢ τί ἐνοχλῆσαι εἰς οὐδέν» Καὶ τελειώσας τοῦ λέγειν ὤμοσεν αὐτοὶς φυλάξαι τὰ ὅσα αὐτοὶς διετάξατο. Οἶδε ἀκούσαντες ἐχάρησαν λίαν καὶ ἐν μία φωνὴ πάντες ἀλαλάξαντες ἤσαν κατὰ τῶν ἐκείνων διαλεκτὸν «Ἀλλὰ ἀλλὰ Μεεμέτη ρεσοὺλ ἀλλά» τούτ’ἔστιν «Ὁ Θεὸς τῶν Θεῶν καὶ Μουχαμέτης ὁ προφήτης αὐτοῦ».


Χρονικον του Φραντζη


πηγη

Κώδικας: Επιλογή όλων

http://us.geocities.com/aeolis.geo/Palaiologright.htm
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: Η Αλωσις της Πόλης

6
«Το δε την πόλην σοι δούναι, ουκ εμόν εστίν ουτ' άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Αυτή είναι η άλλη έκφραση του Μολών Λαβέ!
Δεν το βλέπετε κι εσείς ? Δεν είναι ο Κωνσταντίνος αυτός στα κάστρα της Βασιλεύουσας, είναι ο Λεωνίδας και δίπλα του είναι Σπαρτιάτες και Θεσπιείς. :down


480 π.Χ., Θερμοπύλες, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, λέει "ΟΧΙ", στους Τούρκους!!!

1453 μ.Χ., Κωνσταντινούπολη, ο Ιωάννης Μεταξάς, λεέι "Μολών Λαβέ", στους Πέρσες!!!

1940 μ.Χ., Αθήνα και Βόρεια Ήπειρος, ο Λεωνίδας, λέει «Το δε την πόλην σοι δούναι, ουκ εμόν εστίν ουτ' άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών», στους Ιταλούς!!!


Βλέπετε ?

Δεν έχει σημασία, το που και το πότε, δεν έχει σημασία το ποιός Έλληνας θα δώσει και με ποιές λέξεις, την ίδια Ελληνική απάντηση σε αυτούς που θέλουν να τον υποτάξουν και να τον σκλαβώσουν. Δεν έχει σημασία ποιοί είναι αυτοί οι εχθροί του και δεν έχει σημασία τι πιθανότητες έχει απέναντί τους. Δεν έχει σημασία τι δελεαστικές προτάσεις θα του παρουσιάσουν. Δεν έχει σημασία εάν το φλάμπουρο του έχει το Λάμδα ή το Δικέφαλο αετό ή το Σταυρό ή κάτι άλλο...

Δεν έχει σημασία μωρέ...:flag
Η γνώμη είναι σαν την κ*λ*τρυπίδα...Όλοι έχουν από μία! Κι οι εξουσιαστές...αυτοί που διαμορφώνουν τις απόψεις της μάζας...έχουν προωθήσει την ιδέα ότι "κάθε άποψη είναι σεβαστή"...Κι έπεισαν τον κάθε ηλίθιο στον πλανήτη, να ταμπουρωθεί πεισματικά και με φανατισμό...πίσω από την υποβολιμιαία..."προσωπική" του άποψη ! 

Re: Η Αλωσις της Πόλης

7
1.Θρηνητικό Συναξάρι του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου
Γραμμένο από τον Φώτη Κόντογλου τον Κυδωνιέα

… Κλάψετε πέτρες άψυχες. Μαρανθείτε δένδρα ανθισμένα, γιατί δεν είναι πλέον Μάιος δι’ εμάς από τότε που έκαψε τα φυλλοκάρδια μας εκείνος ο καταραμένος Μάιος. Ο πλέον καλός μήνας, ο μοσχοβολημένος μήνας της χαράς, γίνηκε για εμάς ο πλέον ασβολερός, ξέρακας χειρότερος από τον Δεκέμβρην. Εμαράνθη το άνθος της καρδιάς μας. Έπεσεν ο στέφανος από την κεφαλήν μας. Από τότε, ωσάν να μην εξημέρωσε ποτέ, γιατί οι ημέρες μας είναι ωσάν τες νύκτες. Αηδόνια δεν λαλούν πλέον επάνω εις τα δένδρα μας, αμή μονάχα κόρακες και κουρούνες κράζουν λυπητερά. Μεγάλη εβδομάδα εγίνηκεν όλη η ζωή μας. Το σήμερον κρεμάται επί ξύλου εγίνηκε το τραγούδι μας. Ο Χριστός νεκρός και σταυροχεριασμένος μέσα εις το μνήμα γίνηκε το εικόνισμά μας. Τα τραγούδια μας εγίνηκαν ωσάν μοιρολόγια, το χρυσοκέρινον πρόσωπον της Παναγίας είναι φαρμακωμένον, οι άγιοί μας κοιτάζουν συλλογισμένοι και παραπονεμένοι. Τα χωριά μας είναι ωσάν μοναστήρια, τα σπίτια μας ωσάν ερημοκλήσια, οι μανάδες και οι αδελφάδες μας είναι ωσάν καλογριές μαυροφορεμένες. Οι πατεράδες μας ομοιάζουνε ωσάν ασκητάδες, τα παληκάρια μας είναι καταπικραμένα…

(Από το τεύχος 17 -18 /1953 του περιοδικού «Κιβωτός»)


2.
Γεώργιος Φραντζής
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΛΩΣΗ
ΤΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ
Οι σκληρότερες μάχες έγιναν στις πύλες, όπου οι αντίπαλοι συγκρούονταν με τα σπαθιά στα χέρια και οι νεκροί ήταν αμέτρητοι. Όταν η παράταξη μας άρχισε να υποχωρεί, τότε πετάχτηκαν μπρο­στά ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και ο Δημήτριος Καντακουζηνός, δύο γενναίοι άντρες που έτρε­ψαν τους αγαρηνούς σε φυγή, τους γκρέμισαν κά­τω από τα τείχη και τους σκόρπισαν. Συγχρόνως έτρεξαν σε βοήθεια κι άλλοι δικοί μας, ενώ ο αυ­τοκράτορας που βρέθηκε εκεί έφιππος τους ενε­θάρρυνε και τους παρακινούσε να πολεμάνε με σθένος, λέγοντας: «Συμπολεμιστές και αδέρφια μου, σας παρακαλώ στο όνομα του Θεού να κρα­τάτε τη θέση σας με γενναιότητα. Βλέπω ότι το πλήθος των εχθρών άρχισε να κουράζεται και να διασκορπίζεται. Δε μας χτυπούν πλέον με τάξη και σύστημα. Ελπίζω στο Θεό ότι η νίκη είναι δική μας. Να νιώθετε λοιπόν χαρά επειδή το στε­φάνι της νίκης θα είναι δικό μας τόσο στη γη όσο και στον ουρανό. Ο Θεός βρίσκεται στο πλευρό μας και προκαλεί δειλία στους άπιστους».
Τη στιγμή που μιλούσε ο αυτοκράτορας, ο Ιω­άννης Ιουστινιάνης πληγώθηκε από βέλος στο πά­νω μέρος του δεξιού του ποδιού. Αυτός ο τόσο έμπειρος πολεμιστής, στον πόλεμο, βλέποντας το αίμα να τρέχει από το σώμα του, έγινε κίτρινος από φόβο. Έχασε αμέσως το θάρρος του, σταμά­τησε να αγωνίζεται και έτρεξε να βρει γιατρό σιω­πηλός, χωρίς να σκέφτεται την ανδρεία και την καρτερικότητα που είχε δείξει μέχρι τότε. Δεν εί­πε όμως τίποτα στους συντρόφους του ούτε άφησε κανέναν αντικαταστάτη, για να μην προκληθεί σύγχυση που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Οι στρατιώτες του τον αναζήτησαν με το βλέμμα και, μαθαίνοντας ότι είχε φύγει, καταλήφθηκαν από ταραχή και φόβο. Ευτυχώς, ο αυτοκράτορας που βρέθηκε εκεί κατά τύχη, τους είδε ταραγμένους και φοβισμένους σαν τα κυνηγημένα πρόβατα και θέλησε να μάθει την αιτία. Όταν λοιπόν είδε το στρατηγό του Ιουστινιάνη να φεύγει, τον πλη­σίασε και του είπε: «Γιατί το έκανες αυτό, αδερφέ μου; Γύρνα πίσω στη θέση σου. Η πληγή είναι ασήμαντη και η παρουσία σου απαραίτητη. Η πό­λη στηρίζεται σε σένα για να σωθεί». Του είπε και άλλα πολλά, αλλά εκείνος δεν έδωσε απάντηση. Αντίθετα, έφυγε και πήγε στο Πέραν, όπου πέθα­νε ντροπιασμένος από λύπη για την περιφρόνηση των άλλων.
Οι Τούρκοι όμως είδαν την ταραχή των δικών μας και πήραν θάρρος. Ο Σογάν πασάς κέντρισε με κατάλληλα λόγια τη φιλοτιμία των γενιτσάρων και των άλλων στρατιωτών, ενώ ένας γιγαντόσωμος γενίτσαρος (που λεγόταν Χασάν και καταγόταν από το Λουπάδι της Κυζίκου) έβα­λε με το αριστερό χέρι την ασπίδα πάνω από το κεφάλι του, τράβηξε με το δεξί το σπαθί, ανέβηκε στο σημείο του τείχους όπου είχαν αρχίσει να υ­ποχωρούν οι δικοί μας και ρίχτηκε πάνω τους. Τον Χασάν ακολούθησαν περίπου άλλοι 30 Τούρ­κοι που θέλησαν να φανούν εξίσου γενναίοι. Όσοι από τους δικούς μας είχαν απομείνει εκεί έριξαν τεράστιες πέτρες και βέλη εναντίον τους, γκρεμί­ζοντας τους 18 κάτω από τα τείχη, αλλά ο Χασάν κατάφερε να ανεβεί και να τρέψει σε φυγή τους χριστιανούς. Μετά την επιτυχία του, πολλοί άλλοι Τούρκοι βρήκαν την ευκαιρία να τον ακολουθή­σουν και να σκαρφαλώσουν στα τείχη, αφού οι ελάχιστοι δικοί μας δεν κατάφεραν να τους εμπο­δίσουν. Πολέμησαν όμως με θάρρος και σκότωσαν πολλούς. Κατά τη διάρκεια της συμπλοκής ο Χα­σάν χτυπήθηκε από πέτρα και έπεσε κάτω. Μόλις τον είδαν οι δικοί μας πήραν θάρρος και τον λι­θοβολούσαν από όλες τις πλευρές. Εκείνος σηκώ­θηκε στα γόνατα και συνέχισε να πολεμά, αλλά το δεξί του χέρι δέχτηκε αμέτρητα τραύματα από βέλη και έπεσε παράλυτο. Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν πολλοί Τούρκοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν πίσω στο στρατόπεδο. Το πλήθος όμως εκείνων που είχαν ανεβεί στα τείχη διασκόρπισε τους δικούς μας, που εγκατέλειψαν το εξωτερικό και έτρεξαν μέσα στην πόλη με τόση βία ώστε ο ένας πατούσε τον άλλο. Καθώς συνέ­βαιναν αυτά, ακούστηκαν φωνές από μέσα, από έξω και από το μέρος του λιμανιού: «Έπεσε το φρούριο. Στους πύργους στήθηκαν σημαίες και λάβαρα». Οι φωνές αυτές έτρεψαν σε φυγή τους δικούς μας, ενώ έδωσαν καινούριο θάρρος στους εχθρούς που άρχισαν να ανεβαίνουν στα τείχη άφοβα και με αλαλαγμούς χαράς.
Όταν ο δυστυχισμένος αυτοκράτορας και δε­σπότης μου είδε αυτό το θέαμα, παρακαλούσε το Θεό με δάκρυα στα μάτια και παρακινούσε τους στρατιώτες να φανούν γενναίοι. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε πλέον καμιά ελπίδα βοήθειας ή συ­μπαράστασης. Τότε τσίγκλησε το άλογό του, έφτα­σε στο σημείο από όπου οι εχθροί έμπαιναν στην πόλη και ρίχτηκε πάνω τους όπως ο Σαμψών κατά των αλλοφύλων. Στην πρώτη του επίθεση τους γκρέμισε όλους κάτω από τα τείχη, πράγμα που φάνηκε σαν θαύμα σε όσους το είδαν. Μουγκρί­ζοντας σαν λιοντάρι και κρατώντας το σπαθί στο δεξί του χέρι, έσφαξε τόσους πολλούς Τούρκους ώστε το αίμα έτρεχε σαν ποτάμι από τα χέρια και τα πόδια του.
Ο Φραγκίσκος Τολέντο, τον οποίο αναφέραμε παραπάνω, φάνηκε ανώτερος ακόμα και από τον Αχιλλέα. Πολεμώντας στα δεξιά του αυτοκράτορα, κομμάτιαζε τους εχθρούς με δόντια και με νύχια. Το ίδιο έκανε και ο Θεόφιλος Πα­λαιολόγος. Βλέποντας τον αυτοκράτορα να αγω­νίζεται για να σώσει την πόλη που κινδύνευε, φώ­ναξε κλαίγοντας: «Καλύτερα να πεθάνω παρά να ζήσω». Ύστερα όρμησε κραυγάζοντας πάνω στους εχθρούς και σκότωσε ή έτρεψε σε φυγή όσους βρέ­θηκαν μπροστά του. Ο Ιωάννης Δαλμάτης, που βρέθηκε κι αυτός στο ίδιο μέρος, πολεμούσε με ηρωισμό σαν γενναίος στρατιώτης που ήταν. Ό­σοι βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης θαύμασαν την τόλμη και την ανδρεία των εξαιρετικών εκείνων ανδρών. Οι επιθέσεις επαναλήφθηκαν δύο και τρεις φορές, μέχρι που κατάφεραν να τρέψουν τους απίστους σε φυγή, να σκοτώσουν πολλούς και να γκρεμίσουν άλλους κάτω από τα τείχη. Οι στρατιώτες μας πολέμησαν με μεγάλη γενναιότητα και στο τέλος έπεσαν νεκροί, αφού προηγουμένως είχαν προξενήσει τεράστιες απώλειες στους ε­χθρούς. Πολλοί άλλοι σκοτώθηκαν επίσης κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, όπου οι εχθροί είχαν στήσει τη μεγάλη ελέπολη και το φοβερό κανόνι, με τα οποία γκρέμισαν τα τείχη και κατάφεραν να πρωτομπούν στην πόλη. Τη στιγμή εκεί­νη εγώ δε βρισκόμουν κοντά στον αυτοκράτορα και δεσπότη μου, επειδή είχα πάει να επιθεωρήσω ένα άλλο σημείο της πόλης, σύμφωνα με τη διατα­γή του.
Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγι­ναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου, του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύ­τες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρ­κους. Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους. Παρά τις υποσχέσεις του όμως, ο σουλτάνος με πολύ κόπο κατάφερε να τους πείσει να αφήσουν τους πύργους και να φύγουν. Δύο αδέρφια, οι Ιταλοί Παύλος και Τρωίλος, πολέμησαν με γεν­ναιότητα μαζί με αρκετούς άλλους στη θέση που είχαν αναλάβει. Κατά τη διάρκεια του αγώνα τους σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δυο πλευρές. Σε μια στιγμή ο Παύλος είδε τους εχθρούς μέσα στην πόλη και είπε στον αδερφό του: «Χάθηκαν τα πά­ντα. Κρύψου ήλιε και θρήνησε γη. Η Πόλη έπεσε. Ανώφελο πια να πολεμάμε. Ας κοιτάξουμε τουλά­χιστον να σωθούμε εμείς οι ίδιοι».
Έτσι οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Κωνσταντι­νούπολης την Τρίτη 29 Μαΐου 1453, στις δυόμισι το μεσημέρι.

εδώ


3.Ένας Μάρτυρας της Αλώσεως
Κάθε πού ζύγωνε 29 Μαΐου ό Γερο-Ζαχαρίας δεν είχε αναπαμό. Έπρεπε να ετοιμάσει το στάρι για το κόλλυβο των «Μαρτύρων της "Αλωσης». Ξάκρινε το καθαρό σπυρί - σπυρί και το 'βαζε να βράσει ήσυχα μέχρι ν' ανοίξει σαν το ρόδο. Ύστερα το στέγνωνε κι έπιανε κατόπιν να το στολίζει χωρίς βιάση. Μάστορας δουλεμένος στην Αγιογραφία, έπιανε το χέρι του. Πάνω στη χιονάτη ζάχαρη θα 'φτιαχνε το δικέφαλο αετό μέσα σε στολίδια απίστευτα.
«Μνήσθητι Κύριε ως αγαθός των δούλων Σου...», μονολογούσε καί τα δάκρυα του τρέχανε ποτάμι.
Μετά τη λειτουργία γίνηκε το τρισάγιο για τους κεκοιμημέμηνους».Κι άμα ο γέρο-Τρύφωνας πήρε να λέει το ''αιωνία η μνήμη'' ό Γερο-Ζαχαρίας σήμανε μονοκάμπανο λυπητερό όπως αρμόζει. Μετά πήρε το δίσκο κι άρχισε να μοιράζει το στάρι. Πρώτα στους πατέρες, έπειτα στους λαϊκούς. Άμάθητοι οι ξένοι από τέτοια έθιμα τον ρώτησαν για όλα τούτα τα παράδοξα. Ό Γερο-Ζαχαρίας τους πήρε παράμερα στο μεγάλο χαγιάτι κι άρχισε να τους μιλάει για τη Μεγάλη Τρίτη του 1453, για το κούρσεμα της Πόλης καί τη θυσία του τελυταίου αυτοκράτορα. Ένιωθε χρέος ό σεβαστός Γέροντας να τους μνημονεύει όλους μέσα στη Θ. λειτουργία καί να μιλά γι' αυτούς σ' όσους ρωτούσαν να μάθουν.
Κάθε τόσο ό παππούς έκοβε τη διήγηση στη μέση καθώς ή φωνή τσάκιζε από το κλάμα. Μα εκεί πού βαλάντωνε ό γέροντας ήταν όταν μιλούσε για την ιστορία του άρχοντα Λουκά του Νοταρά πού κρύφθηκε ή θυσία του γιατί τη σκέπασε εκείνη του Παλαιολόγου.
- Το λοιπόν... είπε ό Γερο-Ζαχαρίας. Μετά το τριήμερο κούρσεμα της Πόλης καί τη μοιρασιά των λαφύρων, ό σουλτάνος έκανε συμπόσιο για τη νίκη. Κάποιος τότε μπιστικός του για να φανεί καλός, τον συμβούλεψε να ζητήσει από το Νοταρά να του στείλει πεσκέσι το δεκατετράχρονο γιο του
στο παλάτι. Κι αν τον έδινε με τη θέληση του, θα 'δινε όΣουλτάνος στο Νοταρά θέση ζηλευτή. Αλλιώς θα παίρνε σ'όλους το κεφάλι.
Ποιος ήταν ό Λουκάς ό Νοταράς; Ήταν ό πρώτος Βυζαντινός άρχοντας, από τίς πιο μεγάλες μορφές στα τελευταία ελεύθερα χρόνια της Βασιλεύουσας.
Με ψυχή παιδιού, μα φρόνημα λιονταρίσιο. Ό Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος κρίνοντας άξια, τον έκαμε Πρωθυπουργό, Ύπατο του Κράτους, λειτουργό καί Μέγα Δούκα. Νους λαμπερός ό Νοταράς είχε δει νωρίς τη λατινική απειλή καί αντιστάθηκε σθεναρά.
Τώρα ό γίγαντας αυτός ήταν φυλακισμένος.
Ό Νοταράς στην "Αλωση φρουρούσε τον Κεράτιο από το Πετρίο μέχρι την πύλη της Αγίας Θεοδοσίας με 100 Ιππείς καί 500 σφενδονήτες καί τοξότες. Οί Τούρκοι είχαν μπει στην Πόλη, μα εκείνος αγωνιζόταν ακόμη. Καί σαν τον κύκλωσαν ήρθε ή αιχμαλωσία. Οί δυο γιοι του είχαν πέσει στα τείχη υπερασπίζοντας τον τόπο κι εκείνος πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με την Κυρά του, την κόρη, τον γαμπρό του κι ελπίδα στερνή το δεκατετράχρονο βλαστάρι του.
Καί τώρα τούτο το αγγελούδι του το ζητούσε ό σουλτάνος.- Δεν είναι συνήθεια σε μας, απάντησε ό Βυζαντινός άρχοντας, να δίνουμε με τα χέρια μας τα παιδιά μας στίς ακολασίες σας. Θα ήταν καλύτερα ό ηγεμόνας να μας πάρει το κεφάλι.Ό Νοταράς έστρεψε στοργικά το βλέμμα του στο παιδί του πού στεκόταν ήρεμο, γεμάτο εμπιστοσύνη καί σεβασμό προς τον πατέρα του. Ή σκέψη του άρχοντα έτρεξε μακριά. Καμάρωσε το γιο του μικρό καί τον φανταζότανε μεγάλο. Μα δεν γινόταν αλλιώς, Για να 'ναι σίγουρος πώς το παιδί του θα φύγει άκηλίδωτο ζήτησε το πρώτο αίμα να είναι του γιου του.
Ό πέλεκυς έπεσε. Ό Νοταράς στάθηκε μάρτυρας στο θάνατο του γιου του! Ακολούθησε ο γαμπρός του. Κι υστέρα εκείνος. Έλυσε την ασημένια πόρπη της χλαμύδας καί πρότεινε περήφανα τον τράχηλο πού στιγμή δεν είχε σκύψει στη ζωή του!
Ή φύτρα των Νοταράδων πέρασε στον Παράδεισο.Οί προσκυνητές στο άκουσμα της ιστορίας σταυροκοπήθηκαν. Ταπεινά φίλησαν το σεβάσμιο χέρι του Γέροντα κι έφυγαν.
Κι ό παππούλης πήρε δύο σπυριά για να συχωρέσει. Ό Θεός να σας αναπαύσει, αδέλφια μου, είπε.
Πειραική Εκκλησία
μεταφορά στο διαδίκτυο-www.proskynitis.blogspot.com

http://iereasanatolikisekklisias.blogsp ... z1wBJJAZ19
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ιστορικά θέματα”