Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

46
ΕΘΝΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ( ΕΕΣ )

ΕΘΝΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ( ΕΕΣ )-ΤΟ ΕΝΟΠΛΟ ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΗ Γ. ΠΟΥΛΟΥ ( POULOS VERBAND )

Ενώ η Κατοχή πλησίαζε στο τέλος της, η κυβέρνηση Ράλλη προχώρησε από το φθινόπωρο του 1943 στον σχηματισμό βοηθητικών αντικομμουνιστικών μονάδων (Τάγματα Ασφαλείας και άλλες παρακρατικές ομάδες), με σκοπό την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του αντάρτικου κινήματος στην ορεινή και στην πεδινή Ελλάδα και τη διάσωση του αστικού καθεστώτος από την επερχόμενη κομμουνιστική καταιγίδα.
Εικόνα
Πολλά από τα στοιχεία που αφορούσαν αυτές τις μονάδες έχουν χαθεί ή καταστραφεί. Όσα υπάρχουν (Ομοσπονδιακά Αρχεία στο Κόμπλεντς της Γερμανίας (Βundesarchiv), έγγραφα της RG 165/179 στην Ουάσιγκτον κ.ά.), τεκμηριώνουν την άποψη πως οι Γερμανοί για να εμποδίσουν την άνοδο του ΕΛΑΣ χρηματοδότησαν και εξόπλισαν τις μονάδες αυτές με αποστολή να ελέγξουν την ελληνική ύπαιθρο χρησιμοποιώντας πολλές φορές τη βία και την τρομοκρατία.

Ο συνταγματάρχης Γεώργιος Πούλος ήταν ένας άγνωστος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού μέχρι τη στιγμή που προσέφερε οικειοθελώς τις υπηρεσίες του στους Γερμανούς. Αν και το πολιτικό του ιστορικό θεωρείτο δημοκρατικό, τα δεξιά - εθνικιστικά του αισθήματα σύντομα βγήκαν στην επιφάνεια. Ο ίδιος, όπως και πολλοί από τους γερμανόφιλους της εποχής, ήταν αντιβασιλικός και προπολεμικά υποστήριζε την αντισημιτική οργάνωση ΕΕΕ που δημιουργήθηκε και δραστηριοποιήθηκε με βενιζελική χρηματοδότηση και υποστήριξη. Μισούσε τους Βρετανούς επειδή τους θεωρούσε υπεύθυνους για τη Μικρασιατική Καταστροφή και υποστήριζε πως ο βασιλιάς Γεώργιος Β' ήταν Άγγλος πράκτορας. Όμως αν τα αισθήματα του εναντίον του Έλληνα μονάρχη ήταν έντονα, τότε η αποστροφή που ένιωθε για τον κομμουνισμό ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Ο Πούλος ξεκίνησε τη "σταδιοδρομία" του ως μέλος της Sonderkommando 2000, μιας γερμανικής μονάδας αντικατασκοπείας που οργάνωνε δίκτυα πληροφοριοδοτών και πρακτόρων στις γραμμές της ελληνικής αντίστασης.


Παράλληλα δραστηριοποιήθηκε και στη διοίκηση της Εθνικής Ένωσης Ελλάδος (ΕΕΕ), της παλιάς αντιεβραϊκής οργάνωσης την οποία είχαν αναβιώσει στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα τα SS , η SD και κάποιοι Ελληνες νοσταλγοί του "Κάμπελ" (Βασ. Σκανδάλης, Γ. Κοσμίδης, Ν. Ζωγράφος κ.ά.).
Όταν ο Πούλος προσφέρθηκε να βοηθήσει τους Γερμανούς στη Θεσσαλονίκη (άνοιξη 1943), οι επιθέσεις των ανταρτών είχαν αυξηθεί σημαντικά. Ήταν η εποχή που η ρήξη μεταξύ των Ελλήνων που ήθελαν μια μεταπολεμική κομμουνιστική διαχείριση και εκείνων οι οποίοι επιθυμούσαν έναν μονάρχη (είτε μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση) είχε ολοκληρωθεί.
Αυτές οι ολότελα διαφορετικές απόψεις παρατηρούντο μέχρι τότε στα ελληνικά πανεπιστήμια, στα καφενεία και στις ταβέρνες των μεγάλων πόλεων. Σταδιακά έφθασαν στα βουνά, στα χωριά και γενικότερα στην ελληνική ύπαιθρο.
Εικόνα
Οι δυνάμεις του Άξονα δεν έχασαν την ευκαιρία που παρουσιάστηκε.Υποστηρίζοντας τα αντικομμουνιστικά στοιχεία της χώρας προχώρησαν με γερμανικό και ιταλικό εξοπλισμό στη συγκρότηση ελληνικών βοηθητικών αποσπασμάτων. Οι Ιταλοί είχαν προσπαθήσει νωρίτερα να βρουν Έλληνες εθελοντές, όμως επειδή ήταν αντιπαθείς και άξιοι περιφρόνησης μόλις και μετά βίας μπορούσαν να διατηρήσουν την τάξη στις περιοχές που έλεγχαν. Οι Γερμανοί και (σε μικρότερο βαθμό) οι Βούλγαροι ήταν πιο αποτελεσματικοί στη στρατολόγηση Ελλήνων εθελοντών. Οι Γερμανοί, ας σημειωθεί, ήταν σεβαστοί ως εξαιρετικοί στρατιώτες από ένα μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης, ενώ οι Βούλγαροι στρατολόγησαν κυρίως σλαβόφωνους χωρικούς στη Δυτική Μακεδονία. Επιπλέον ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας είχε αντικομμουνιστικά αισθήματα, ενώ ένα μικρότερο, κατάλοιπο της 4ης Αυγούστου, ήταν ισχυρά φασιστικό και υποστήριζε τους Γερμανούς.


Παρόλο που οι συνθήκες ήταν αρκετά ευνοϊκές επειδή ο ΕΛΑΣ είχε διαλύσει με τη βία τις περισσότερες αντικομμουνιστικές ομάδες στην περιοχή ενδιαφέροντος, ο Πούλος δεν κατάφερε να συγκεντρώσει περισσότερους από 300 άνδρες. Οι "Πουλικοί" με πρώτο ορμητήριο την πόλη της Θεσσαλονίκης και αργότερα το χωριό Κρύα Βρύση της Πέλλας συμμετείχαν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ στη Μακεδονία. Φορούσαν γερμανικές στολές που έφεραν τα διακριτικά ΕΕΣ (Εθνικός Ελληνικός Στρατός) και συνεργάζονταν με τα τοπικά Τάγματα Ασφαλείας. Ο ίδιος ο Πούλος φορούσε στολή αξιωματικού του Ελληνικού Στρατού με μόνα γερμανικά διακριτικά τον αετό και τη σβάστικα. Ένας Γερμανός αξιωματικός - σύνδεσμος, ο Κουρτ Τομπίας (Kurt Tobias), τοποθετήθηκε στο αρχηγείο του (επί της οδού Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη) για τον καλύτερο συντονισμό της ομάδας Πούλου.


Τον Σεπτέμβριο του 1943 η SD αναγνώρισε επίσημα την ομάδα του Πούλου ως μέρος του οργανισμού της στην Ελλάδα, διαθέτοντας στον υπέρβαρο συνταγματάρχη γραφεία και ένα πεδίο ασκήσεων. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών του ίδιου μήνα η ομάδα του Πούλου υπήχθη στο 2ο Σύνταγμα Brandenburg). Τότε η μονάδα εγκαταστάθηκε μέσα και γύρω από την Πτολεμαΐδα, κυρίως στα χωριά που κατοικούντο από προσφυγικό πληθυσμό. Οι «Πουλικοί» της Εορδαίας και της Καστοριάς υπό τη διοίκηση του έφεδρου λοχαγού Μενεμένη και του Ανδρέα Αναγνωστόπουλου (παλαιού μακεδονομάχου από την Κλεισούρα), πραγματοποιούσαν πολλές επιδρομές εναντίον των ανταρτών της περιοχής, αλλά και των χωριών που υποψιάζονταν πως βοηθούσαν τους "αντάρτες (Ερμακιά).

Τον Ιανουάριο του 1944 το εθελοντικό Σώμα του Πούλου δέχθηκε 90-100 άνδρες από την Κρήτη. Φαίνεται πως η μικρή αυτή μονάδα δημιουργήθηκε στο νησί από έναν ελληνομαθή Γερμανό λοχία της Μυστικής Αστυνομίας, τον Φριτς Σούμπερτ (Fritz Schubert). Ο Σούμπερτ είχε στρατολογήσει Κρητικούς εθελοντές, αλλά και Γερμανούς του κοινού ποινικού δικαίου και των ταγμάτων φρουρίων, που εμφανίστηκαν στο ελληνικό έδαφος το φθινόπωρο του 1943. Οι περισσότεροι "Σουμπερτιανοί" ήταν φλογεροί πολέμιοι του κομμουνισμού, είτε άνεργοι καιροσκόποι, είτε απλώς νέοι Κρητικοί, που αναζητούσαν την περιπέτεια, διακρίνονταν δε για τη σκληρότητά τους. Η 5η Μεραρχία του ΕΛΑΣ, που έδρευε στα ορεινά της Κρήτης, είχε ορκιστεί να καταληστέψει την ομάδα του Σούμπερτ με κάθε μέσο. Αυτό είχε ως συνέπεια ο Σούμπερτ να μην τολμήσει πλέον κανένα εγχείρημα έξω από τα Χανιά αν δεν συνοδευόταν από δυνάμεις της Wehrmacht. Έτσι η αποτελεσματικότητα της ομάδας του, ήταν πολύ μειωμένη, αφού η δράση της ήταν περιορισμένη. Επιπλέον, ο διοικητής της 22ης Αερομεταφερόμενης μεραρχίας (που τότε στάθμευε στην Κρήτη) αντιπαθούσε τον Σούμπερτ και τους άνδρες του, επειδή πίστευε πως η παρουσία τους ήταν επιζήμια.


Οι "Σουμπερτιανοί" είχαν προκαλέσει τέτοιο θόρυβο στο νησί ώστε η γερμανική διοίκηση ήταν αναγκασμένη να τους στείλει μακριά. Έτσι κατέληξαν στη Βέροια, μαζί με τον συνταγματάρχη Πούλο, στις αρχές του 1944. Και οι δύο ομάδες πλέον συναγωνίζονταν στο ποια θα διαπράξει τις μεγαλύτερες ωμότητες.
Οι περισσότερες επιδρομές εναντίον των ανταρτών από τους άνδρες του Πούλου ήταν εστιασμένες σε περιοχές όπου δρούσαν οι αντάρτες του συνταγματάρχη Καλαμπαλίκη της 10ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Οι Ελασίτες δεν δίσταζαν να αντιμετωπίσουν τον τρόμο της ΡουΙοs Verband με αντι-τρομοκρατία. Οι επιθέσεις εναντίον του Πούλου άρχισαν την άνοιξη του 1944. Στην αρχή ήταν παρενοχλητικές, σταδιακά όμως έγιναν συντονισμένες προσπάθειες ώστε η μονάδα του να καταστραφεί πλήρως. Στις 6 Απριλίου, για παράδειγμα, μια μονάδα της 10ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ από το Βέρμιο επιτέθηκε σε ένα τμήμα "Πουλικών" την ώρα της αναφοράς τους. Όταν η μάχη τελείωσε, οι αντάρτες ισχυρίστηκαν ότι είχαν σκοτώσει 83 άνδρες.
Εικόνα
Τον Ιούλιο του 1944 ομάδες "Πουλικών" και το 5ο Τάγμα Ασφαλείας Πτολεμαΐδας, υπό τη διοίκηση του ταγματάρχη Μαλτέζου, πήραν μέρος στις επιχειρήσεις των Γερμανών ανατολικά του Βερμίου εναντίον των ανταρτών της περιοχής. Η σχετική αναφορά του Τάγματος μιλά για "μεγάλες απώλειες των κομμουνιστικών συμμοριών".
Σε λίγο καιρό οι "πραιτοριανοί" του Πούλου έγιναν γνωστοί στα γύρω χωριά για την ωμότητα τους. Τουφέκιζαν όσους χωρικούς υποψιάζονταν πως ήταν μέλη του ΕΛΑΣ και επιτίθεντο στις γυναίκες που είχαν άνδρες στην Αντίσταση. Πίσω από κάθε φοβισμένο χωρικό έβλεπαν έναν υποψήφιο αντάρτη. Λεηλατούσαν τα σπίτια παίρνοντας το ψωμί, το στάρι, το τυρί και τα γιδοπρόβατα που οι χωρικοί δεν είχαν προλάβει να κρύψουν στα γύρω βουνά. Πολλοί από τους "Πουλικούς", όπως κάποιος Κακλαμάνης από την Καστοριά, ζητούσαν "εισφορές" για τον "αντικομμουνιστικό αγώνα" και φορολογούσαν τους εμπόρους και τους βιοτέχνες της περιοχής.

"Ζητάμε από τον ελληνικό λαό", έλεγε σε μήνυμα του ο κατοχικός πρωθυπουργός στις αρχές του 1944, "να δείξει στοργή για τους άνδρες των Σωμάτων Ασφαλείας που θέτουν τη ζωή τους σε κίνδυνο για να διασφαλίσουν τη ζωή, την τιμή και την ιδιοκτησία των πολιτών".
Λίγοι όμως από τους "ειρηνόφιλους πολίτες" προς τους οποίους απευθύνθηκε ο Ράλλης εμπιστεύονταν τα Τάγματα, αλλά και τις πολλές ανεξέλεγκτες συμμορίες του ΕΛΑΣ που το όνομά τους είχε γίνει συνώνυμο της αυθαίρετης βίας.


Στις 13 Απριλίου 1944 η μονάδα του συνταγματάρχη Πούλου βρέθηκε στα Γιαννιτσά. Μαζί ήταν και η μονάδα των "Σουμπερτιανών", πλαισιωμένη από τουρκόφωνους χωρικούς της γύρω περιοχής. Είχε προηγηθεί η απαγωγή και η εκτέλεση ενός Γερμανού στρατιώτη από αντάρτες του ΕΛΑΣ. Εκεί οι άνδρες του Πούλου και του Σούμπερτ συγκέντρωσαν όλους τους άρρενες άνω των 10 χρόνων, στην πλατεία μπροστά από το σχολείο, όπου στεγαζόταν η γερμανική φρουρά. Τις γυναίκες και τα παιδιά τα συγκέντρωσαν σε μια άλλη γειτονική πλατεία. Ύστερα από μια σύντομη ομιλία του πατέρα Παπαγρηγορίου, του ιερέα που συνόδευε το απόσπασμα, ο Σούμπερτ άρχισε να απειλεί ουρλιάζοντας. Για τους "Πουλικούς", που είχαν εκτεθεί στα μάτια του κόσμου με τη συνεργασία τους με τους Γερμανούς, οι εκτελέσεις και οι βιαιοπραγίες αποτελούσαν καθημερινή ρουτίνα. Ο τελικός αριθμός των νεκρών ανέβηκε τουλάχιστον στους 75, ανεξάρτητα από εκείνους τους χωρικούς οι οποίοι εκτελέσθηκαν επί τόπου στους αγρούς τους από τους άνδρες του Πούλου και του Σούμπερτ.


Η εφιαλτική μέρα για τους άτυχους Γιαννιτσιώτες όμως δεν τελείωσε με τις εκτελέσεις. Το απόσπασμα θανάτου συνέχισε το έργο του παίρνοντας τα ρούχα των θυμάτων, τα παπούτσια, τα λεφτά και τα πολύτιμα είδη τους, ενώ έκαψε και πολλά σπίτια "υπόπτων στο φρόνημα". Όση ώρα διαδραματίζονταν τα γεγονότα αυτά οι Γερμανοί της τοπικής φρουράς έστεκαν παράμερα και κοιτούσαν αδιάφορα ή έπαιρναν φωτογραφίες.
Μόλις αποχώρησαν οι "Πουλικοί" με τα φορτηγά αυτοκίνητα τους, οι επιζώντες διέφυγαν στην ύπαιθρο. Ένας απεσταλμένος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ο Ελβετός Βένγκερ, επισκέφθηκε τα Γιαννιτσά έπειτα από δύο ημέρες. Βρέθηκε σε «μια νεκρή πόλη, μια πόλη φάντασμα». Σχεδόν το 1/3 των σπιτιών είχε καεί, ενώ οι δρόμοι και οι πλατείες είχαν ερημώσει. Καθώς διέσχιζε τον κάμπο μέχρι τη Θεσσαλονίκη, άκουσε από τους φοβισμένους ντόπιους και για άλλα εγκλήματα. Στη Βέροια είχαν βιάσει 12 γυναίκες, στο χωριό Σκυλίτσι οι "Πουλικοί" είχαν εκτελέσει όποιον βρήκαν μπροστά τους. Στον Χορτιάτη, 22 χλμ. ΝΑ της Θεσσαλονίκης, συνέβη το πιο φρικτό από όλα. Στις 19 Σεπτεμβρίου 1944 ο Σούμπερτ μεταφέροντας μια δύναμη από δικούς του και άνδρες του Πούλου πάνω σε 20 καμιόνια κύκλωσε το χωριό. Είχε προηγηθεί η δολοφονία ενός Γερμανού και ενός Έλληνα υπαλλήλου της Εταιρίας Ύδρευσης από μια ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ. Εισερχόμενοι οι "γερμανοντυμένοι" μέσα στο χωριό άρχισαν να πυροβολούν ό,τι εκινείτο. Σε ένα από τα αρχοντικά σπίτια συγκέντρωσαν όλα τα γυναικόπαιδα και αφού κλείδωσαν τις πόρτες έβαλαν φωτιά χρησιμοποιώντας μια εμπρηστική σκόνη.


Οι κάτοικοι αλλόφρονες προσπαθώντας να μην καούν ζωντανοί, έπεσαν πάνω στα πολυβόλα. Βλέποντας αιμόφυρτο τον ιερέα του χωριού, Δημήτριο Τομαρά, οι δύο κόρες του όρμησαν πάνω σε έναν Γερμανό φρουρό. Ο επικεφαλής αξιωματικός τις συνέλαβε και τις έριξε και αυτές στις φλόγες. Συνολικά 250 κάτοικοι του Χορτιάτη εκτελέσθηκαν ή κάηκαν ζωντανοί.
Ο Βένγκερ συνάντησε τον Πούλο στο οχυρωμένο στρατηγείο του στην Κρύα Βρύση, έξω από τα Γιαννιτσά. Τόλμησε να αρθρώσει κάποιες λέξεις διαμαρτυρίας για τις σφαγές που προξένησαν οι παρακρατικές συμμορίες, αλλά ο δοσίλογος συνταγματάρχης τον διέκοψε απότομα: «Τα παράπονα σας να τα κάνετε στους αντάρτες. Αυτοί είναι υπεύθυνοι για την όλη κατάσταση». Δεν έδειξε να έχει καθόλου τύψεις παρά μόνο μίσος για τους χωρικούς που τροφοδοτούσαν τους αντάρτες, ενώ κατέστησε σαφές στον ξένο συνομιλητή του πως η γνώμη του για τον Ερυθρό Σταυρό δεν ήταν καθόλου καλή.


Καθώς ο ΕΛΑΣ γινόταν ολοένα και πιο απειλητικός, οι "στρατιώτες" του Πούλου έδειχναν φοβισμένοι, έτοιμοι να πατήσουν τη σκανδάλη και να προβούν σε πράξεις πρωτοφανούς αγριότητας. Μόλις μαθευόταν ότι πλησίαζαν, ολόκληρα χωριά και κωμοπόλεις άδειαζαν και οι κάτοικοι έτρεχαν πανικόβλητοι να κρυφτούν στα χωράφια και στις σπηλιές των γύρω βουνών. Μια φορά ένας "Πουλικός" οπλαρχηγός, όταν πάντρεψε την κόρη του, υποχρέωσε τα χωριά της περιφερείας του να πληρώσουν σε είδος κάποια "δώρα" για τον γάμο της.
Εικόνα
Γενικά οι σφαγές, η βία και οι μέθοδοι του Πούλου ήταν μέρος μιας συνειδητής πολιτικής και τακτικής των Γερμανών, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν την τρομοκρατία σε μαζική κλίμακα πιστεύοντας πως ήταν η καλύτερη δυνατή λύση απέναντι στο συνεχώς διογκούμενο αντάρτικο. Ο ΕΛΑΣ από την πλευρά του συμμετείχε το ίδιο φανατισμένα σε αυτό το όργιο εγκλημάτων αντεκδίκησης, εκτελώντας συχνά ανυποψίαστους πολίτες με ψευδείς κατηγορίες.


Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως και η ίδια ΠΑΟ μια από τις πιο αντικομμουνιστικές οργάνωσης της Κατοχής, κράτησε αποστάσεις από τον Πούλο . Ένα υπόμνημα του αντισυνταγματάρχη Αργυρόπουλου της ΠΑΟ προς το συμμαχικό στρατηγείο του Καΐρου στις 22/10/1944 ανέφερε: "...ουδείς οίκτος επιτρέπεται δια τον Πούλον και τα τμήματα πρέπει να τους γίνει μεταχείρισις προδοτών. Ο λαός της Βορείου Ελλάδος με ικανοποίηση θα τους έβλεπε κρεμασμένους όλους".
Τον Απρίλιο του 1944 ο ΕΛΑΣ αποφάσισε να δόση ένα γερό κτύπημα στο "πουλικό απόσπασμα", ειδική ομάδα από 20 αντάρτες εισχώρησε στη Βέροια, όπου ήταν στρατοπεδευμένοι οι δοσίλογοι.
Εικόνα
Ήταν Κυριακή απόγευμα και αρκετός κόσμος έκανε την καθιερωμένη βόλτα του. Ο Πούλος και οι άντρες του δειπνούσαν σε ένα σχολείο χωρίς να έχουν πάρει ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης. Το πυρ των ανταρτών τούς έπιασε απροετοίμαστους. Επακολούθησε πανικός. Πάνω από 100 άνδρες του Πούλου σκοτώθηκαν ή τραυματίσθηκαν. Ανάμεσα τους ήταν ο υπαρχηγός τους, ενώ ο σκληροτράχηλος συνταγματάρχης κατόρθωσε να ξεφύγει. Οι Γερμανοί, έφθασαν καθυστερημένα, δεν έκαναν τίποτε, οι αντάρτες απεχώρησαν αθόρυβα με τον ίδιο τρόπο με τον οποίον είχαν εισέλθει στην πόλη (ο γραφών είχε την ευκαιρία να ακούσει τις λεπτομέρειες της μάχης από έναν παλαιό "Πουλικό" που ήταν αυτόπτης μάρτυρας της επίθεσης και πέθανε πρόσφατα).

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Ιάκωβου Χονδροματίδη,"Η ΜΑΥΡΗ ΣΚΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ")




http://eleftheriakos.blogspot.gr/2010/0 ... _8654.html
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…

Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

47
ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ ΕΠΙ ΚΑΤΟΧΗΣ
Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ 1941-44

Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα "Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια" (Εκδόσεις Ερωδιός)


Από την έναρξη της Κατοχής οι Γερμανοί κινήθηκαν αποφασιστικά για να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τα μέσα ενημέρωσης, ώστε να κατευθύνουν την προπαγάνδα τους. Αρχικά επεδίωξαν να μην ανατρέψουν το καθεστώς που ίσχυε στον χώρο του Τύπου και οι παρεμβάσεις τους ήταν διακριτικές, ενώ προσπάθησαν μάλιστα να δώσουν την εικόνα ότι δεν τους ενδιαφέρει η άσκηση προληπτικής λογοκρισίας, όπως συνέβαινε μέχρι τότε με τις ελληνικές υπηρεσίες λογοκρισίας. Τελικά κατέληξαν στη διευθέτηση να αναθέσουν τον τομέα αυτόν στη δικαιοδοσία της κυβέρνησης Τσολάκογλου, η οποία χωρίς δυσκολία συνέχισε τις δομές που είχε κληρονομήσει από την κυβέρνηση Κοριζή. Έτσι οι ημερήσιες αθηναϊκές εφημερίδες συνέχισαν κανονικά την έκδοσή τους, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι εκδότες πιέστηκαν να συνεχίσουν την έκδοσή τους.
Η μόνη εφημερίδα που πραγματικά παύθηκε με άνωθεν γερμανική εντολή ήταν ο «Ασύρματος». Η απόφαση ανήκε στον στρατάρχη Βίλελμ Λιστ, ανώτατο διοικητή της περιοχής Βαλκανίων και μέχρι σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί το ακριβές αιτιολογικό που τον ώθησε να λάβει αυτή την απόφαση. Ίσως κάποια προσωπική αναφορά για τον ίδιο, που την εξέλαβε ως αιχμή, να τον ώθησε σ’ αυτό. Το εντελώς παράδοξο είναι ότι ο ιδιοκτήτης αυτής της εφημερίδας, ο Γεώργιος Τζιρακόπουλος, ήταν σύγγαμβρος του στρατηγού Τσολάκογλου, ο οποίος μερικούς μήνες αργότερα θα τον τοποθετήσει, πλην άλλων διορισμών σε διάφορα διοικητικά συμβούλια, ως πρόσωπο εμπιστοσύνης στη θέση του κυβερνητικού επιτρόπου της Αγροτικής Τράπεζας.
Επίσης με την έναρξη της Κατοχής διέκοψε την έκδοσή της η εφημερίδα «Έθνος», όχι όμως για πολιτικούς λόγους, αλλά μάλλον για πρακτικούς. Οι τυπογραφικές εγκαταστάσεις της, από τις πιο σύγχρονες τότε, δεσμεύθηκαν για να φιλοξενήσουν τις δύο νέες εφημερίδες των κατακτητών που χρειάζονταν για εσωτερική τους χρήση: την ιταλόγλωσση «Giornale d’Italia» και τη γερμανόγλωσση «Deutsche Nachrichten für Griechenland».
Ταυτόχρονα οι Γερμανοί δεν αδιαφόρησαν, πέραν του πολιτικού, και για τον οικονομικό έλεγχο των μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων. Ο σχεδιασμός έγινε από το Βερολίνο, απ’ όπου στάλθηκαν στην Αθήνα ειδικοί εκπρόσωποι της ειδικής ημικρατικής εταιρίας «Mundus», που είχαν από νωρίτερα συστήσει τα γερμανικά υπουργεία Εξωτερικών και Προπαγάνδας, με συμμετοχή 50% το καθένα τους. Η εταιρία αυτή, που είχε ως στόχο ακριβώς τη διάδοση της γερμανικής προπαγάνδας στις κατεχόμενες χώρες, είχε εμφανιστεί στο Παρίσι, μόλις ολοκληρώθηκε η κατάληψή του, και μεταξύ άλλων εξαγόρασε μερίδια γαλλικών εταιριών που εξέδιδαν εφημερίδες και περιοδικά[1].
Οι εκπρόσωποι αυτής της εταιρίας εμφανίστηκαν και στην Αθήνα τον Μάιο του 1941 και μελέτησαν πώς θα κινηθούν για να αποκτήσουν αποφασιστικού μεγέθους θεσμική συμμετοχή στην παραγωγή και τη διακίνηση του ελληνικού και ξένου Τύπου. Πραγματοποίησαν πολλές επαφές πριν καταλήξουν σε οριστικές αποφάσεις, ενώ έλαβαν υπόψη τους τις αναφορές και την εμπειρία των αρμοδίων της γερμανικής πρεσβείας, κυρίως του γραφείου Τύπου και του συμβούλου μορφωτικών υποθέσεων. Το κύριο βάρος των διαπραγματεύσεων είχε ο Maurach, που έφερε τον βαθμό του Rittmeister και χρησιμοποιούσε για έδρα του ένα γραφείο στον τρίτο όροφο της γερμανικής πρεσβείας, είχε όμως στη διάθεσή του πλούσιο υλικό για την αξιοπιστία όσων θα μπορούσαν να «τιμηθούν» με την εμπιστοσύνη του Ράιχ κατά την Κατοχή.
Ιδρύθηκαν έτσι τρεις βασικές εταιρίες για τον κάθετο έλεγχο του ελληνικού Τύπου, στις οποίες περισσότερο με προθυμία παρά υπό καθεστώς βίας έλαβαν μέρος οι Έλληνες επιχειρηματίες που δέχθηκαν να συνυπογράψουν τα ιδρυτικά καταστατικά με τους απεσταλμένους του Γκαίμπελς και του Ρίμπεντροπ, στους οποίους (ως επικεφαλής των δύο γερμανικών υπουργείων Προπαγάνδας και Εξωτερικών) ανήκε η εταιρία «Mundus». Το θλιβερό γεγονός της εκούσιας αυτής συμμετοχής καταδικάστηκε μετά την Απελευθέρωση από το επίσημο κράτος με τον βαρύτατο χαρακτηρισμό των εν λόγω εταιριών ως εχθρικών περιουσιών και τέθηκαν υπό μεσεγγύηση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τα πρόσωπα που έλαβαν μέρος δεν αντιμετώπισαν ποινικές κυρώσεις, απλώς μόνον ηθικές.
Ωστόσο οι εφημερίδες, που μέχρι την Απελευθέρωση ανήκαν στο ελληνογερμανικό αυτό συγκρότημα δεν μπόρεσαν να επανεκδοθούν ποτέ, οπότε ο ευφυής Δ. Λαμπράκης άλλαξε τους τίτλους (από «Αθηναϊκά Νέα» σε «Νέα» και από «Ελεύθερον Βήμα» σε «Βήμα»), ο επανελθών στον κομμουνισμό Γιάννης Πετσόπουλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει πολλά περιουσιακά στοιχεία για να παραμείνει με άλλες πηγές εισαγωγής χαρτιού στην αγορά, όσο δε για την πρακτόρευση εφημερίδων ο Όθων Πικραμένος αναγκάστηκε πρόσκαιρα να αποσυρθεί και να αρκεστεί στη διαχείριση του εργοστασίου γραφικών τεχνών «Πυρσός», ενός από τα μεγαλύτερα στην Αθήνα, που είχε βρεθεί στα χέρια του[2]. Θα ήταν ειρωνικό να συνεχίζει να διακινεί τις εφημερίδες και τα περιοδικά όταν η χώρα απελευθερώθηκε, αφού μέχρι τότε διακινούσε τις νομότυπα εκδιδόμενες υπό γερμανικό έλεγχο εφημερίδες και τις λοιπές προπαγανδιστικές εκδόσεις, ελληνόγλωσσες και γερμανόγλωσσες.
Οι εταιρίες που ίδρυσαν οι Γερμανοί εκπρόσωποι του Γκαίμπελς και του Ρίμπεντροπ μόλις κατέλαβαν την Αθήνα:
Α.Ε. «Βίβλος». Όπως αναγραφόταν στο καταστατικό της, είχε τους εξής σκοπούς: εισαγωγή ξένων βιβλίων, μουσικών έργων (νότες), έργων εικαστικής τέχνης, εποπτικών μέσων διδασκαλίας, ως και η διεξαγωγή πασών των εργασιών ομοίας ή συγγενούς φύσεως και σχετικών επιχειρήσεων[3]. Στην εταιρία αυτή έλαβαν μέρος ως μέτοχοι, καταβάλλοντας και το αντίστοιχο κεφάλαιο, δύο από τους μεγαλύτερους Αθηναίους βιβλιοπώλες της εποχής εκείνης. Στο πρώτο διοικητικό συμβούλιο συμμετείχαν οι: Έριχ Μπέρινγκερ[4], Κωνστ. Γ. Ελευθερουδάκης, Χέρμαν Θ. Κάουφμαν, Νικ. Λούβαρις, Βάλτερ Βρέντε, Σάββας Κέντρος, Σίγκφριντ Φατ. Ο πρώτος, πολύ γνωστή προσωπικότητα στους κύκλους των διανοουμένων, ήταν πρόεδρος της εταιρίας και παράλληλα μορφωτικός σύμβουλος της γερμανικής πρεσβείας, θέση που κατείχε από προπολεμικά. Ο Κώστας Ελευθερουδάκης ήταν ο γνωστός ιδρυτής του ομώνυμου βιβλιοπωλείου και ο Κάουφμαν επίσης, ο οποίος σημειωτέον ήταν Ρώσος πρόσφυγας γερμανικής καταγωγής και όχι Εβραίος όπως νομιζόταν μέχρι τότε στην Αθήνα, πρόσφυγας από το 1917 εγκαταστημένος στην Ελλάδα[5]. Ο Νικόλαος Λούβαρις ήταν ο γνωστός γερμανόφιλος καθηγητής φιλοσοφίας, άλλοτε διακεκριμένο μέλος του Ελληνογερμανικού Συνδέσμου, όπως και ο τότε μεγαλοδικηγόρος Σάββας Κέντρος. Ως προς δε τον Βάλτερ Βρέντε[6], διευθυντή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ήταν από τα προπολεμικά χρόνια ο επίσημος τοπάρχης του Γερμανικού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος για τη γερμανική παροικία της Αθήνας.
«Ένωσις Ελληνικού και Ξένου Τύπου» Α.Ε. Η εταιρία αυτή προέκυψε προκειμένου να επιτύχουν οι Γερμανοί τον απόλυτο έλεγχο κάθε διακινούμενου εντύπου και αποτελούσε μια κοινοπραξία των μέχρι τότε ελληνικών πρακτορείων μαζί με την περίφημη εταιρία «Μούντους». Σύμφωνα με το καταστατικό της σκοπός ήταν: η κυκλοφορία και η διά του οργανισμού της εταιρίας διάθεσις είτε εν τω εξωτερικώ, είτε εν τω εσωτερικώ των εκδιδομένων ενταύθα ή αλλαχού εφημερίδων, περιοδικών και λοιπών εντύπων ημεδαπής και αλλοδαπής, ημεροδεικτών και παντός εν γένει προϊόντος διανοίας ή τέχνης. Είχε κατά την ίδρυσή της κεφάλαιο 5.000.000 δρχ. διαιρεμένο σε 5.000 μετοχές[7]. Μέτοχοι: Εταιρία «Mundus» 2550 μετοχές, Εταιρία Ελληνικού Τύπου «Τ. Α. Πικραμένος» 850, Κεντρικόν Πρακτορείον Εφημερίδων Σπύρος Τσαγγάρης, Αναγνωστοπούλου και Σία[8] 1050, Ελισάβετ Τσιβόγλου 550. Στη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου έλαβαν μέρος οι Herbert Schwoerbel[9], πρόεδρος, επικεφαλής του γραφείου Τύπου της γερμανικής πρεσβείας (οιονεί εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Προπαγάνδας), Ferdinand Vorauer, στέλεχος επίσης της γερμανικής πρεσβείας (οιονεί εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών), Όθων Π. Πικραμένος (εκπρόσωπος του ομώνυμου πρακτορείου εφημερίδων και γενικός διευθυντής της νέας εταιρίας που συστάθηκε)[10], Κωνσταντίνος Ν. Νικολετόπουλος (δικηγόρος), Ιωάννης Χ. Αναγνωστόπουλος (μέλος της οικογένειας Τσαγγάρη, ο οποίος αργότερα διαρκούσης της Κατοχής θα αναλάβει την προεδρία του Δ.Σ.). Η μέτοχος Ελισάβετ Τσιβόγλου[11], ιδιοκτήτρια του ομώνυμου μικρού πρακτορείου ξένων εφημερίδων και περιοδικών, καθώς και διακίνησης τουριστικών εντύπων (καρτ-ποστάλ και πολύγλωσσων οδηγών), που λειτουργούσε από ετών και είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία της έπειτα από τον θάνατο του συζύγου της ήδη πριν από τον πόλεμο, δεν συμμετείχε αυτοπροσώπως στο συμβούλιο, αφού άλλωστε ως από ετών συνεργάτης του Ο. Πικραμένου την εκπροσωπούσε ο τελευταίος.
«Ελεύθερον Βήμα – Εταιρία Δημοσιογραφικών Εκδόσεων» Α.Ε. Η εταιρία αυτή υποκατέστησε το δημοσιογραφικό συγκρότημα Λαμπράκη με τη συμμετοχή της γερμανικής «Μούντους», η οποία κατείχε το 51% των μετοχών, ενώ το υπόλοιπο 49% των μετοχών ανήκε στους δημοσιογράφους Γεώργιο Συριώτη και Αλκ. Ζαφειρόπουλο, παλαιά στελέχη του συγκροτήματος Λαμπράκη, καθώς και στον διαχειριστή του, πριν και μετά την Κατοχή, Ιορδάνη Τσαρτίλη. Οι Γερμανοί κατέβαλαν μετρητά για την απόκτηση του ποσοστού αυτού[12], ώστε μεταπολεμικά η εταιρία θεωρήθηκε ως εχθρική περιουσία και τέθηκε υπό μεσεγγύηση ως ανήκουσα στο γερμανικό δημόσιο. Η εταιρία κατείχε εις χείρας της όχι μόνο τους τίτλους του συγκροτήματος («Ελεύθερον Βήμα», «Αθηναϊκά Νέα» και «Οικονομικός Ταχυδρόμος»), αλλά και τις τυπογραφικές εγκαταστάσεις του, καθώς βεβαίως και την εν γένει δημοσιογραφική επιχείρηση. Σύμφωνα με το καταστατικό, σκοπός της ήταν η έκδοση εφημερίδων, περιοδικών και παντός ετέρου εντύπου, καθώς και κάθε συναφής εργασία. Τα τυπογραφεία του συγκροτήματος χρησιμοποιήθηκαν τόσο για ελληνόγλωσσες εκδόσεις, όσο και ξενόγλωσσες, ακόμη και αραβόγλωσσες προπαγανδιστικές εκδόσεις που αποστέλλονταν στις στρατιές του Ρόμελ ή προς χρήση των μελών της αραβικής παροικίας που είχε δημιουργηθεί εκτάκτως στο Λαύριο[13]. Στο διοικητικό συμβούλιο πρόεδρος ήταν ο Νικόλαος Λούβαρις[14], ο οποίος σημειωτέον δεν είχε γίνει ακόμη υπουργός, και αντιπρόεδρος ο ιατρός Γεώργιος Βλαβιανός, ο ιδρυτής της γνωστής και τόσο κακοφημισμένης οργάνωσης ΕΣΠΟ, που έδρασε επί Κατοχής. Συμμετείχαν επίσης τα στελέχη της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα Φερδινάνδος Φοράουερ και Ερβέρτος Σβαίρμπελ, οι εκπρόσωποι του συγκροτήματος Γεώργ. Α. Συριώτης, Αλκ. Π. Ζαφειρόπουλος και Ιορδάνης Ε. Τσαρτίλης, καθώς και ο μεγαλοδικηγόρος Σάββας Χ. Κέντρος[15].
Εκτός από τις προαναφερθείσες τρεις εταιρίες, που ιδρύθηκαν με τη συμμετοχή και τον απόλυτο έλεγχο της γερμανικής προπαγανδιστικής εταιρίας «Μούντους», στην πορεία προέκυψε ζήτημα με τις εισαγωγές χάρτου. Όσο και αν φανεί περίεργο, το χαρτί και κυρίως το δημοσιογραφικό, που δεν παραγόταν στην Ελλάδα, ήταν χαρακτηρισμένο ως είδος πρώτης ανάγκης και υπό την έννοια αυτή η Γερμανία ως κατέχουσα δύναμη όφειλε να μεριμνά για την επαρκή κάλυψη της χώρας. Επί Κατοχής εισαγόταν δημοσιογραφικό και κοινό χαρτί, καθώς και χαρτί για την εκτύπωση χαρτονομισμάτων από τη Γερμανία, κυρίως φινλανδικής και ελάχιστα γερμανικής προέλευσης. Μέχρι ενός χρονικού σημείου, οι Γερμανοί αδιαφορούσαν για την επακριβή διοχέτευση του εισαγόμενου χαρτιού, αφού καλύπτονταν οι βασικές ανάγκες των εφημερίδων, η δε διαχείριση του χαρτιού γινόταν μέσω της Α.Ε. «Τύπος», η οποία ανήκε στον Γιάννη Πετσόπουλο και την οικογένειά του. Η εν λόγω εταιρία ήταν ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος γερμανικού χαρτιού στην Ελλάδα από την προπολεμική περίοδο, αλλά όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί στη χώρα ανέθεσαν στην εταιρία του, προφανώς από λόγους εμπιστοσύνης, τη διαχείριση όχι μόνο των δικών τους χαρτιών, αλλά και των ποσοτήτων που βρήκαν και που είχαν κατασχεθεί κατά την έναρξη της Κατοχής.
Στη συνέχεια όμως έκαναν μια άλλη διαπίστωση που τους ανησύχησε. Ένα μέρος από τις εισαγόμενες ποσότητες περνούσε στη μαύρη αγορά και κάποιοι κερδοσκοπούσαν υπερβολικά. Έτσι πήραν την απόφαση να θέσουν υπό αυστηρότερο έλεγχο τη διανομή του χαρτιού, κλείνοντας τις στρόφιγγες προς την ελεύθερη αγορά. Τους ενδιέφερε πρωταρχικά η χρήση του για την προπαγάνδα και δεν ήθελαν το χαρτί που εισήγαγαν να καταλήγει σε τρίτους, όπως για παράδειγμα στο εμπόριο για συσκευασία ή σε εκδότες για να εκδίδονται ποιητικές συλλογές. Η διαρροή ποσοτήτων χαρτιού γινόταν κυρίως με πρόσχημα τη φύρα και την υγρασία, ενώ οι επιτήδειοι προωθούσαν κρυφά τις ποσότητες που εξοικονομούσαν στη μαύρη αγορά. Αίφνης όμως οι Γερμανοί έκαναν και μια δεύτερη διαπίστωση: Ένα μέρος αυτού του χαρτιού έφτανε στα χέρια των αντιστασιακών οργανώσεων για την εκτύπωση παράνομων εφημερίδων.
Για κάποιους βασικά ανεξήγητους και απροσδιόριστους λόγους, τον Πετσόπουλο τον είχαν σε εκτίμηση οι χιτλερικοί συνδικαλιστές. Ακόμα πιο μυστηριώδης ήταν η στάση του στις παραμονές του πολέμου, όταν για μεγάλο διάστημα παρέμεινε στη Γερμανία. Η αλήθεια όμως είναι ότι ξαφνικά απέκτησε έναν απροσδόκητο ανταγωνιστή στις προτιμήσεις των Γερμανών ως προς τους εισαγωγείς χαρτιού στην κατεχόμενη Ελλάδα: Επρόκειτο για τον δικηγόρο και άλλοτε φανατικό βενιζελικό πολιτικό Ευστράτιο Κουλουμβάκη, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής μιας άλλης «προνομιακής» χαρτεμπορικής εταιρίας.
Επρόκειτο για την Α.Ε.Ε. «Εμπορίου και Βιομηχανίας Χάρτου» (Χαρτέξ)[16], που ιδρύθηκε στα τέλη του 1941 με αντικείμενο: Εμπόριο και βιομηχανία χάρτου, αντιπροσωπείες οίκων εξωτερικού και εσωτερικού. Οι τέσσερις συνιδρυτές της εταιρίας, οι Ευστράτιος Γ. Κουλουμβάκης, Νικόλαος Σ. Καστρινός, Γαβριήλ Παρουσιάδης και Ιωάννης Κ. Βελλίδης) αποτέλεσαν το πρώτο διοικητικό της συμβούλιο.
Οι δύο προνομιούχες χαρτεμπορικές εταιρίες βρέθηκαν σε μεγάλη διάσταση μεταξύ τους, καθώς – πέραν του οικονομικού αντικειμένου – υπήρχε προϊστορία για τις προσωπικές σχέσεις Κουλουμβάκη-Πετσόπουλου από 25ετίας. Ο ανταγωνισμός αυτός είχε απήχηση και στη μαύρη αγορά του χαρτιού, όχι μόνο του δημοσιογραφικού, αλλά και του εμπορικού. Ήδη από γερμανικής πλευράς είχε πραγματοποιηθεί μια παρέμβαση στην ελεύθερη αγορά με την ίδρυση μιας εταιρίας για παραγωγή χαρτιών συσκευασίας. Συγκεκριμένα είχε ιδρυθεί στην Αθήνα η Ελληνική Βιομηχανία Χαρτοσάκκων «Ασπίς» από τους Βάλτερ Ντίρμπεκ και Νικόλαο Νικολόπουλο[17].
Με αφορμή τον ανταγωνισμό των δύο βασικών εισαγωγέων χαρτιού, του Πετσόπουλου και των Κουλουμβάκη και λοιπών Βορειοελλαδιτών πρώην εκδοτών, οι αρμόδιοι Γερμανοί της πρεσβείας πληροφορήθηκαν ότι και από τις δύο εταιρίες διέρρεε το χαρτί που κατέληγε στα τυπογραφεία των παράνομων αντιστασιακών εφημερίδων.
Τότε αποφασίστηκε να λάβουν αυστηρά μέτρα για να εμποδίσουν αυτή τη διαρροή του χαρτιού. Τον Δεκέμβριο του 1942 ιδρύθηκε μια νέα εταιρία, στην οποία περιερχόταν ο έλεγχος των εισαγωγών χαρτιού. Επρόκειτο για την Α.Ε. «Ανώνυμος Ελληνική Εμπορική Εταιρία»[18]. Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου ο πρώην κομμουνιστής και άλλοτε εκδότης του «Ριζοσπάστη» Γιάννης Πετσόπουλος, ο οποίος είχε από παλαιά περίεργες προνομιακές σχέσεις με τα συνδικάτα των εργαζομένων στις γερμανικές χαρτοβιομηχανίες, τα οποία σημειωτέον ανήκαν με φανατισμό στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα. Ο Πετσόπουλος[19] στα προπολεμικά χρόνια είχε αποκτήσει τεράστια περιουσία ως χαρτέμπορος και αντιπρόσωπος γερμανικού χαρτιού με την Α.Ε. «Τύπος», ενώ γύρω στα χρόνια της Κατοχής καθετοποίησε τις υπηρεσίες που πρόσφερε στους πελάτες του, οργανώνοντας στην οδό Αναξαγόρα[20] ένα μεγάλο τυπογραφικό συγκρότημα για εκτύπωση εφημερίδων και περιοδικών για λογαριασμό των πελατών του. Στη νέα εταιρία, που λειτούργησε παράλληλα με την εταιρία «Τύπος», συμμετείχε και η περιώνυμη γερμανική εταιρία «Μούντους» του Γκαίμπελς[21].

[1]. Η εταιρία «Μούντους» αποτέλεσε μεταπολεμικά αντικείμενο στις μεγάλες δίκες της Νυρεμβέργης, αλλά ελάχιστες αναφορές έγιναν για τη δράση της στην Ελλάδα. Για τη δράση της στη Γαλλία, βλ. την κατάθεση του Γάλλου πολιτικού Εντγκάρ Φωρ στη Δίκη της Νυρεμβέργης στις 5 Φεβρουαρίου 1946.
[2]. Τη θέση του γενικού διευθυντή (είχε κάνει ειδικές σπουδές στη Γερμανία) είχε και για ένα μικρό διάστημα μέχρι το 1928. Η εταιρία «Πυρσός», που στο παρελθόν είχε εκδώσει τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεία, όπως και η κατασκευαστική εταιρία «Προμηθεύς», ανήκαν βασικά στον Παυσανία Μακρή (κεντρικό πρόσωπο στα σκάνδαλα της οδοποιίας στα χρόνια του μεσοπολέμου, με χρηματοδότες τους Άγγλους τραπεζίτες Χάμπρο και Σάμιουελ), στενό συγγενή της οικογένειας Πικραμένου. Και οι δύο αυτές εταιρίες συνεργάστηκαν οικονομικά με τους Γερμανούς κατά την Κατοχή, η μεν μία σε εκτυπωτικές εργασίες η δε άλλη σε κατασκευαστικές. Τελικά ο Όθων Πικραμένος θα επανέλθει αργότερα, αφού θα αποφύγει τη δίωξη για δοσιλογισμό, όπως και όλοι όσοι συνεταιρίστηκαν με τους εκπροσώπους της εταιρίας «Μούντους», στην πρακτόρευση εφημερίδων και περιοδικών, δημιουργώντας το λεγόμενο «Νέο Πρακτορείο», συνέχεια του οποίου – ύστερα από διάφορες μεταβιβάσεις μετά τον θάνατό του στα χρόνια της δικτατορίας και αφού ο μεγαλύτερος υιός του, αν και για ένα διάστημα το διαχειρίστηκε, αποφάσισε να το εγκαταλείψει για να σταδιοδρομήσει στο δικαστικό σώμα – είναι σήμερα το πρακτορείο εφημερίδων «Ευρώπη». Από τα τέλη του 1944 (τυπικά τον Ιανουάριο 1945) όμως είχε συγκροτηθεί το «Πρακτορείο Αθηναϊκού Τύπου», που αμέσως πήρε το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς και διάδοχος του οποίου – ύστερα από την εξαγορά του από το συγκρότημα Λαμπράκη μετά τον θάνατο του Παρασκευά Χριστοδουλόπουλου – είναι σήμερα το πρακτορείο «Άργος». Τον Μάιο 2012 ο υιός του Όθωνος Παναγιώτης Πικραμένος ανέλαβε υπηρεσιακός πρωθυπουργός.
[3]. Εφημερίδα Οικονομολόγος 26.7.1941.
[4]. Ο καθηγητής Erich Boehringer (1897-1971) υπήρξε αρχαιολόγος και νομισματολόγος. Το 1937 έγινε μέλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και τον Μάρτιο 1940 έφτασε στην Αθήνα ως μορφωτικός ακόλουθος, θέση που διατήρησε μέχρι τον Απρίλιο 1943. Μεταπολεμικά έγινε πρόεδρος του κεντρικού Γερμανικού Αρχαολογικού Ινστιτούτου.
[5]. Περί των κινήσεων του Χέρμαν Κάουφμαν (1897-1965) όταν του προτάθηκε η συνεργασία με τους Γερμανούς, έχουμε πληροφορίες από τον τότε δικηγόρο του που χειριζόταν τις υποθέσεις του (Χρ. Χρηστίδη, Χρόνια Κατοχής 1941-1944, Μαρτυρίες Ημερολογίου, Αθήνα 1971, σελ. 28, 46 κ.α.). Από τις εγγραφές προκύπτει ότι όχι μόνον ενδιαφερόταν να συμμετάσχει ο Κάουφμαν, αλλά έτρεφε και ανησυχίες μήπως αποκλειστεί από τη συμφωνία με τη «Μούντους».
[6]. Καθοριστικής σημασίας ήταν στην Ελλάδα η παρουσία του Walther Wrede (1893-1990) ως διευθυντή της Γερμανικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Αθήνα (1937-43), ενώ στη χώρα μας έζησε πολλά χρόνια από το 1921. Φανατικός εθνικοσοσιαλιστής, το 1935 τοποθετήθηκε ως επικεφαλής του κόμματος για τη σχετικά πολυάριθμη γερμανική παροικία στην Αθήνα. Εγκατέλειψε την Αθήνα μαζί με τα γερμανικά στρατεύματα που αποχωρούσαν τον Οκτώβριο 1944. Η έντονη κομματική δραστηριότητά του τον εμπόδισε μεταπολεμικά να συνεχίσει τη σταδιοδρομία του, ούτως ή άλλως αμαυρωμένη από καταγγελίες για παράνομες ανασκαφές, και έστρεψε το ενδιαφέρον του στη βοτανική.
[7]. Εφημερίδες Οικονομικός Ταχυδρόμος 2.6.1941, Οικονομολόγος 26.7.1941.
[8]. Το Κεντρικό Πρακτορείο Εφημερίδων είχε ιδρυθεί από τον δραστήριο Σπύρο Τσαγγάρη (1852-1931), που θεωρείται ως ένας από τους πρώτους στυλοβάτες του ελληνικού Τύπου. Οι διάδοχοι του Τσαγγάρη συνέχισαν την επιχείρηση και στην Κατοχή συνεταιρίστηκαν με τους Γερμανούς.
[9]. Ο Ερβέρτος Σβαίρμπελ (1881-1969) μετά τις πανεπιστημιακές σπουδές του εισήλθε στη γερμανική διπλωματική υπηρεσία και κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων υπηρετούσε στο προξενείο Θεσσαλονίκης, ενώ ένα κείμενό του το 1916 αποτελεί μια από τις χαρακτηριστικές μαρτυρίες για τη γενοκτονία των Αρμενίων από τους Τούρκους. Αργότερα υπηρέτησε σε προξενικές θέσεις στη Βυρητό και την Καμπούλ. Κατά τη διάρκεια του χιτλερικού καθεστώτος χρησιμοποιήθηκε στο υπουργείο Εξωτερικών σε θέματα προπαγάνδας και μεταξύ άλλων υπήρξε συντάκτης λευκών βίβλων και εκδότης της προπαγανδιστικής αξονικής επιθεώρησης Illustrierten Berlin Rom Tokio. Το 1940 επιλέχθηκε ως ελληνομαθής να αναλάβει διευθυντής του γραφείου Τύπου στη γερμανική πρεσβεία Αθηνών, αλλά σύντομα ανέλαβε ευρύτερες αρμοδιότητες στην έδρα του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών με αντικείμενο ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων. Μεταπολεμικά δεν μπόρεσε να επανέλθει στη διπλωματία και έγινε δημοσιογράφος στο Πασάου. Στην Ελλάδα, λόγω και της παλαιάς θητείας του, είχε εκτεταμένες επαφές με Έλληνες δημοσιογράφους και πολιτικούς και μετά τη γερμανική εισβολή επανήλθε για μικρό διάστημα και ασχολήθηκε με τη δημιουργία των μικτών ελληνικών επιχειρήσεων στον χώρο της προπαγάνδας με τη συμμετοχή της «Μούντους». Το 1942 τοποθετήθηκε ως ακόλουθος Τύπου στην πρεσβεία Αθηνών ο συνονόματος υιός του, ο οποίος επανειλημμένα δημοσίευσε άρθρα στον κατοχικό Τύπο. Συχνά γίνεται σύγχυση ανάμεσα στον πατέρα (1881-1969) και στον υιό (1911-), ενώ ο δεύτερος υιός Edgar (1918-) υπηρέτησε μεταπολεμικά και αυτός στη γερμανική διπλωματία και μεταξύ άλλων στην κεντρική υπηρεσία της Βόννης ως υπεύθυνος για την Ελλάδα και την Κύπρο.
[10]. Το ωραίο τετραόροφο ακίνητο της οδού Σωκράτους 43, σήμερα διατηρητέο κτίριο, που ανήκε στον Όθωνα Πικραμένο και σ’ ένα τμήμα του οποίου μέχρι τότε κατοικούσε, πωλήθηκε – ως απόρροια της συμφωνίας με τη γερμανική «Μούντους» – στην ελεγχόμενη και εξαγορασμένη πλέον από τους Γερμανούς Εταιρία Βωξιτών Παρνασσού με ονομαστική τιμή 22 εκατ. δρχ. Με τα χρήματα αυτά αγοράστηκε από την οικογένεια Πικραμένου αυθημερόν ένας όροφος 18 δωματίων στην εντυπωσιακή πολυκατοικία της οδού Ακαδημίας 52, όπου μετεγκαταστάθηκε και όπου έζησε όλες τις επόμενες δεκαετίες, ενώ δύο ακόμη όροφοι από την οικογένεια Πιζάνη. Το κτίριο της οδού Σωκράτους 43 μεταπολεμικά περιήλθε στην ιδιοκτησία του ανταγωνιστικού Πρακτορείου Εφημερίδων Αθηναϊκού Τύπου. Ο αρχικός ιδρυτής το 1917 της Εταιρείας Ελληνικού Τύπου Τάκης Πικραμένος (1876-1935) ήταν δικηγόρος και σταφιδέμπορος από την Πάτρα.
[11]. Η οικογένεια Τσιβόγλου προερχόταν από την Κωνσταντινούπολη και κατά τη διάρκεια της Κατοχής μεταξύ άλλων περιουσιακών στοιχείων κατείχε το ακίνητο, στο οποίο διαδραματίστηκε το 1944 το «μπλόκο της Κοκκινιάς» και που ο χώρος αυτός απαλλοτριώθηκε το 1982 για να γίνει εκεί το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης (βλ. εφημερίδα Ριζοσπάστης 5.3.2005). Η αναφερόμενη Ελισάβετ Τσιβόγλου, που πέθανε στις αρχές του 1945, ήταν από τον πρώτο γάμο της με τον θεατρικό συγγραφέα Μιλτιάδη Ιωσήφ μητέρα του δημοσιογράφου και πολιτικού Ανδρέα Ιωσήφ, του οποίου η εβραϊκής καταγωγής σύζυγος Μαρία Ρεζάν την διαδέχθηκε μεταπολεμικά στο πρακτορείο ξένου Τύπου, που το μετέφερε στην οδό Αμερικής, εμπλουτίζοντάς το με γαλλικά, αγγλικά και αμερικανικά περιοδικά και εφημερίδες – αφού φυσικά πλέον δεν υπήρχαν γερμανικά και ιταλικά προπαγανδιστικά έντυπα προς διανομή. Βλ. Μαρίας Ρεζάν, Με νοσταλγία… για μια ζωή έτσι, χωρίς πρόγραμμα, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2000, σελ. 84 κ.α. Μέχρι την Κατοχή το πρακτορείο Τσιβόγλου διατηρούσε τη στενότατη συνεργασία του με το πρακτορείο Πικραμένου, στο κτίριο του οποίου από πολλών ετών στεγαζόταν.
[12]. Αξιοσημείωτο είναι ότι αμέσως μετά την εξαγορά του 51% του ομώνυμου συγκροτήματος από τους Γερμανούς τον Σεπτέμβριο 1941, η σύζυγος του αρχικού ιδιοκτήτη Έλζα Λαμπράκη (απεβίωσε τον Απρίλιο 2012 σε ηλικία 104 ετών) αγόρασε στις 27 Οκτωβρίου 1941 μια μονοκατοικία στο Κολωνάκι, στην οδό Αναγνωστοπούλου 5, στο οικόπεδο της οποίας αργότερα η οικογένεια ανήγειρε πολυκατοικία. Η τιμή που αναφερόταν στο συμβόλαιο ήταν 4 εκ. δρχ., ποσόν που αντιστοιχούσε σε 220 χρυσές λίρες (Βλ. εφημερίδα Οικονομολόγος 8.11.1941). Η Έλζα Λαμπράκη, όπως και ο δεκάχρονος τότε γιος του ζεύγους Χρήστος, αργότερα διέφυγε στη Μέση Ανατολή, αφού είχε προηγηθεί ο σύζυγός της, ο οποίος μάλιστα αντιμετώπισε την αντίδραση των αγγλικών αρχών και – παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του Ε. Τσουδερού και του Β. Καραπαναγιώτη – παρέμεινε φυλακισμένος από τους Άγγλους ως ύποπτος για γερμανοφιλία, ακριβώς λόγω της μεταβίβασης του συγκροτήματος.
[13]. Ο συγγραφέας του παρόντος έχει ασχοληθεί και σε άλλα δημοσιεύματά του με την περίπτωση Λαμπράκη κατά την Κατοχή. Μεταξύ άλλων βλ. Δ. Κούκουνα, Η γερμανική και η ιταλική προπαγάνδα πριν και κατά την Κατοχή 1941-1944, Πάτρα 1981, ιστορική επιθεώρηση Τότε, αριθ. 51-53, Σεπ.-Νοέμ. 2008, περιοδικό Λαβύρινθος, αριθ. 2, Αύγ. 2003, σελ. 40-46 κ.ά.
[14]. Ο καθηγητής Νικόλαος Λούβαρις ανέλαβε, όπως είπε κατά τη δίκη του τον Μάιο του 1945, τη θέση αυτή ύστερα από έντονες πιέσεις του Δ. Λαμπράκη, με τον οποίο σημειωτέον συνδεόταν με προσωπική φιλία, και των δημοσιογραφικών στελεχών του συγκροτήματος. Επί λέξει είπε ότι ανέλαβε την προεδρία «κατά συμφωνίαν του κ. Λαμπράκη και των συντακτών του, οι οποίοι ήλθαν εις εμέ είκοσι και πλέον φοράς και δεν ήθελαν να με αφήσουν…»
[15]. Εφημερίδα Οικονομολόγος 27.9.1941.
[16]. Εφημερίδες Οικονομολόγος 20.12.1941 και Οικονομικός Ταχυδρόμος 22.12.1941. Πλην του πρώτου, οι άλλοι τρεις προέρχονταν από τον εκδοτικό χώρο της Θεσσαλονίκης, τον οποίο είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν με τη γερμανική κατοχή, διότι οι κατακτητές απαγόρευσαν – σε αντίθεση με ό,τι έγινε στην Αθήνα και άλλες πόλεις – τη συνέχιση της έκδοσής τους. Ορισμένοι από τους πρώην εκδότες εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και ασχολήθηκαν με το χαρτεμπόριο, εισάγοντας δημοσιογραφικό χαρτί από τη Γερμανία και τις άλλες χώρες του Άξονα. Ίσως αυτό να αποτελούσε μια αντιπαροχή εν είδει αποζημίωσης για το κλείσιμο των εφημερίδων. Ο Ιωάννης Βελλίδης ήταν ο εκδότης της εφημερίδας Μακεδονία, ενώ ο Νικόλαος Καστρινός είχε γαμπρό τον μυστηριώδη Βασίλειο Λαμψάκη, φανατικό γερμανόφιλο, ο οποίος παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη και εξαφανίστηκε λίγο πριν αποχωρήσουν οι Γερμανοί και μεταπολεμικά καταδικάστηκε σε θάνατο ως δοσίλογος. Μοναδική και εξαντλητική κάλυψη των ζητημάτων που σχετίζονται με τις εφημερίδες και τους δημοσιογράφους της Θεσσαλονίκης γίνεται από τον εκλεκτό συγγραφέα Μανώλη Κανδυλάκη στο εμπεριστατωμένο βιβλίο του Εφημεριδογραφία της Θεσσαλονίκης (δ΄ τόμος, Από τον πόλεμο στη δικτατορία, 1941-1967), Εκδόσεις University Studio Press - Έκφραση, Θεσσαλονίκη 2008.
[17]. Εφημερίδα Οικονομικός Ταχυδρόμος 27.1.1942. Ο Ντίρμπεκ ήταν ένας από τους Γερμανούς «επενδυτές» που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα από τις πρώτες μέρες της Κατοχής, αναζητώντας ευκαιρίες πλουτισμού. Ο Νικόλαος Νικολόπουλος ήταν αδελφός και συνεταίρος του περίφημου Χρήστου Νικολόπουλου, αντιπροσώπου της «Λουφτχάνσα» στην προπολεμική και κατοχική Ελλάδα, ο οποίος ταυτόχρονα υπήρξε ένας από τους βασικούς πράκτορες της Άμπβερ στην Αθήνα.
[18]. Εφημερίδα Οικονομολόγος 19.12.1942.
[19]. Ο Γιάννης Πετσόπουλος, παλαίμαχος κομμουνιστής, εμφανίστηκε και στα τέλη της Κατοχής ως δραστήριος αριστερός με παρασκηνιακή δράση, ενώ τον Ιούνιο 1944 έφυγε και αυτός για το βουνό, αλλά μετά την επιστροφή του Νίκου Ζαχαριάδη την άνοιξη του 1945 διεγράφη από το Κ.Κ.Ε., εξ ου και τον Ιούνιο 1946 εξέδωσε το βιβλίο Τα πραγματικά αίτια της διαγραφής μου από το ΚΚΕ. Σ’ αυτό επιχειρεί να ανατρέψει τις σε βάρος του κατηγορίες για δοσιλογισμό, που οδήγησαν στη διαγραφή του από το κόμμα.
[20]. Αργότερα οι τυπογραφικές εγκαταστάσεις περιήλθαν στην ιδιοκτησία του εκδότη του περιοδικού Ρομάντσο Νικ. Θεοφανίδη.
[21]. Στον Γιάννη Πετσόπουλο είχε γίνει πρόταση από τους εκπροσώπους της «Μούντους», που ενέσκηψαν στην Αθήνα τον Μάιο 1941, προκειμένου να οικειοποιηθούν όλο το σύστημα παραγωγής και κυκλοφορίας εντύπων, για να συμμετάσχουν στο μετοχικό κεφάλαιο της Α.Ε. «Τύπος» και να λάβουν την πλειοψηφία. Ο Πετσόπουλος δεν θέλησε να γίνει αυτός ο συνεταιρισμός, ώστε να μην χάσει την αυτοτέλειά του. Και τότε ήλθε σε σύγκρουση με τον Σβαίρμπελ, ο οποίος του το είχε προτείνει, και έσπευσε να χρησιμοποιήσει τις ισχυρές γνωριμίες του στο Βερολίνο (μεταξύ των οποίων και ο Δρ Robert Ley, επικεφαλής του Εργατικού Μετώπου, δηλαδή των εθνικοσοσιαλιστικών συνδικάτων). Η πρόταση ανακλήθηκε, αλλά τον Δεκέμβριο 1942 πήρε τη μορφή της εταιρίας που προαναφέρεται. Στη νέα εταιρία ο Σβαίρμπελ εκπροσώπησε τους Γερμανούς μαζί με τον Φραγκίσκο Έλσνερ, ενώ στο διοικητικό συμβούλιο συμμετείχε και ο αδελφός του Γεώργιος Πετσόπουλος, καθώς και ο γερμανόφιλος μεγαλοδικηγόρος Σάββας Κέντρος.
Εικόνα
Εικόνα





http://aera2012.blogspot.gr/2012/06/blog-post_06.html
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…

Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

48
Η ΜΕΛΙΝΑ ΤΗΣ ...ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ!

Ο ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ ΜΥΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΘΕΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΕΛΙΝΑΣ ΜΕΡΚΟΥΡΗ



Του Χριστοφόρου Πετρίτη


Η πιο μεγάλη ηρωίδα της Αντίστασης είναι η Μελίνα Μερκούρη! Αυτή την απάντηση θα πάρουμε, οποιοδήποτε νέο παιδί και αν ρωτήσουμε. Έχει επιβληθεί μέσα από ένα αδυσώπητο και δαιδαλώδες προπαγανδιστικό σύστημα η αντίληψη αυτή.
Και ίσως ίσως, δεν έχει σημασία αν είναι αλήθεια, αν έκανε κάτι και τι η Μελίνα. Υπάρχει μια γενικότερη φιλοσοφική άποψη, να μην πειράζουμε τους «μύθους» και να τους αφήνουμε να υπάρχουν για να ναρκώνονται οι λαοί. Αν αυτό θέλουν και οι αναγνώστες του «Λαβύρινθου», μπορούν να προσπεράσουν αυτές τις σελίδες. Να τις αγνοήσουν, διότι απλούστατα δεν θα ανταποκρίνονται σε μια τέτοια πρόθεση να μην θιγούν τα «είδωλα».
Δεν χωρεί αμφιβολία όμως ότι ούτε οι αναγνώστες μας, ούτε το ίδιο το περιοδικό μας, κυριαρχούνται από τέτοιες ανιστόρητες απόψεις και είναι εύκολη λεία στις επιβαλλόμενες προπαγάνδες. Ας γνωρίζουμε εμείς την αλήθεια και ας αφήσουμε τους άλλους να ζουν βουλιαγμένοι στην υποκρισία και το ψεύδος.

Σε ό,τι αφορά την ηθοποιό Μελίνα Μερκούρη, το καλλιτεχνικό στοιχείο της οποίας δεν αφορά εδώ να το κρίνουμε, ούτε και είμαστε οι αρμοδιότεροι, γεγονός είναι ο χαρακτήρας της ήταν πάντα αντιστασιακός, πλην μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Η γυναίκα αυτή είχε εκ γενετής μια νοοτροπία αρνητικότητας και αμφισβήτησης των πάντων, αλλά ταυτόχρονα και πάμπολλα στοιχεία κυνισμού, σνομπισμού και ανεξέλεγκτου ηδονισμού. Υπό την έννοια αυτή, βεβαίως ήταν αντιστασιακή. Θα ήταν εξόφθαλμα άδικο να το αμφισβητήσουμε.
Όταν σε μια ψυχραιμότερη εποχή θα κριθεί ως προσωπικότητα η Μελίνα Μερκούρη για τις πολιτικές αντιλήψεις που είχε σε διάφορες φάσεις της ζωής της, τότε θα μπορέσουμε να την κρίνουμε αν πολιτικά ήταν πράγματι αντιστασιακή και αμφισβητίας – ή αν μόνον πήγαινε κατά πού φυσούσε το ρεύμα. Ή και αν ήταν πλήρως αδιάφορη πολιτικά, αρκούμενη στην «αξιοποίηση» (δηλ. στην εκμετάλλευση) των πολιτικών θέσεων που εμφανιζόταν να έχει, προκειμένου να προβάλλει ματαιόδοξα την εικόνα της και να αυξάνει τις γνωριμίες της, όπως και τη φήμη της.
Τα γεγονότα τείνουν βεβαιώσουν ότι από τα πρώτα της βήματα, ωφελιμιστικά ήταν τα κριτήρια, με τα οποία διάλεγε τις παρέες της, τους εραστές της, ακόμη και τους εραστές της μιας βραδυάς. Στόχευε ισχυρούς για να τους σαγηνεύει, ώστε να επωφελείται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Αλλά και πάλι, όπως και να το δούμε, η Μελίνα ήταν μια αντιστασιακή και μια αμφισβητίας. Δεν ήθελε να ακολουθήσει την «πεπατημένη» για να σταδιοδρομήσει. Πίστευε ότι όλα τα έχει έμφυτα, ότι όλοι της οφείλουν όλα. Το ότι έμεινε για 8+2 χρόνια στον θώκο της υπουργού Πολιτισμού, όσα χρόνια δηλαδή το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε στην εξουσία μέχρι τον θάνατο της ίδιας, ήταν το ελάχιστο που θα μπορούσε να διεκδικήσει στην πολιτική διαδρομή της. Αν δεν έγινε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είναι λάθος της ελληνικής κοινωνίας που δεν το έκανε. Π.χ. ποια είναι τα συγκριτικά στοιχεία μεταξύ της ιδίας και του σημερινού Προέδρου Κ. Παπούλια, που θα της στερούσαν αυτόν τον θώκο το 2005, αν ζούσε; Με εξαίρεση βεβαίως το γεγονός ότι αν ζούσε, ασφαλώς θα συνέχιζε να πολιτεύεται, οπότε ως μη αποτυχούσα βουλευτής δεν θα είχε το πλεονέκτημα που με άγραφο εθιμικό δίκαιο έχει θεσπισθεί για να φθάνει κανείς στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα...

Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΗΣ
ΕΠΙ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Στα εφηβικά της χρόνια η Μελίνα Μερκούρη είναι γνωστό ότι δεν είχε εκδηλώσει πολιτικά ενδιαφέροντα. Η οικογένειά της άλλωστε ανήκε στον συντηρητικό χώρο γενικώς. Ο περίφημος παππούς της Σπύρος Μερκούρης είχε εκλεγεί επανειλημμένα δήμαρχος ως εκλεκτός των αντιβενιζελικών και μόνον όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα κέρδιζε άλλες εκλογές, προσχώρησε στο βενιζελικό στρατόπεδο. Ο πατέρας της, Σταμάτης, δεν ακολούθησε την πολιτική μεταστροφή του δικού του πατέρα, αλλά στα ίδια χρόνια (αρχές της δεκαετίας 1930) στήριξε αντίρροπη μεταστροφή από το βενιζελικό στο αντιβενιζελικό στρατόπεδο του στρατηγού Γεωργίου Κονδύλη, με τον οποίο συνδεόταν πολλαπλώς. Έτσι κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής και να γίνει υπουργός του Κονδύλη το 1935.
Ωστόσο, στα χρόνια εκείνα ο πρωτεύων πολιτικός νους της οικογένειας ήταν ο αδελφός του Σταμάτη, Γεώργιος Μερκούρης, ο οποίος είχε διατελέσει επανειλημμένα βουλευτής και υπουργός σε αντιβενιζελικές κυβερνήσεις, ενώ ήταν επιφανές στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος. Μέχρι που είχε την πρωτοβουλία να μεταλαμπαδεύσει στην Ελλάδα το φασιστικό ρεύμα που υπήρχε στην Ευρώπη. Είχε πλέον μόλις επικρατήσει ο Χίτλερ στη Γερμανία, ενώ στην Ιταλία από το 1922 ο Μουσολίνι ήταν στην εξουσία, όταν ο Γ. Μερκούρης ίδρυσε το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος. Το κόμμα ήταν πλήρως διασυνδεμένο με τα αντίστοιχα της Γερμανίας και της Ιταλίας και μάλιστα έλαβε μέρος σε διεθνές φασιστικό συνέδριο στην Ελβετία. Η πολιτική δράση του κόμματος ανακόπηκε στις 4 Αυγούστου 1936, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς κήρυξε τη δικτατορία του, οπότε ανέστειλε τη λειτουργία όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών κομμάτων.
Από την οικογένεια, τελικώς συνελήφθη μόνον ο Σταμάτης, ο οποίος και εξορίσθηκε. Προηγουμένως ο πατέρας της Μελίνας είχε επικροτήσει το νέο καθεστώς και μάλιστα ήταν η πρώτη δημόσια φωνή που διατυπώθηκε για την ίδρυση Εθνικής Νεολαίας, θέτοντας έτσι υποψηφιότητα για την αρχηγία της. Αλλά ο Μεταξάς δεν δέχθηκε την προσφορά, αν και ευθύς μετά ίδρυσε οργάνωση νεολαίας, την περίφημη ΕΟΝ. Αργότερα και για άλλους λόγους, ο Σταμάτης Μερκούρης στάλθηκε στην εξορία, στην οποία βεβαίως δεν πήγαιναν μόνον οι κομμουνιστές.
Την εποχή εκείνη, που ο πατέρας της είναι στην εξορία, η Μελίνα κάνει τη δική της ιδιότυπη αντίσταση. Ήδη από τα προηγούμενα χρόνια οι γονείς της είχαν χωρίσει και η ίδια, μαζί με τη μητέρα της και τον μικρότερο αδελφό της, ζούσαν στο πατρικό σπίτι της οικογένειας Μερκούρη, ενώ ο Σταμάτης Μερκούρης το είχε εγκαταλείψει. Η Μελίνα, όπως η ίδια έχει εκμυστηρευθεί, έτρεφε απέραντο θαυμασμό για τον παππού της και για τον θείο της, ο οποίος είχε πάρει θέση πατέρα, αφού όλοι (παππούς, θείος, οικογένεια Σταμάτη πλην του ιδίου) ζούσαν στο ίδιο σπίτι.
Η Μελίνα έκανε λοιπόν αντίσταση στον εξόριστο πατέρα της, αλλά ταυτόχρονα έκανε αντίσταση και στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου με το να μην εγγράφεται στην ΕΟΝ, που πρώτος ο πατέρας της την είχε προτείνει. Εκείνη παρέμενε σταθερά στο πατρικό οικογενειακό περιβάλλον, όπου την πρωτοκάθεδρη θέση του παππού Σπύρου (σε πολύ μεγάλη ηλικία πλέον) είχε πάρει ο θείος Γιώργος, ο αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος. Ο Γεώργ. Μερκούρης δεν ήταν πλέον ενεργός πολιτικός αρχηγός, αλλά παρέμενε αμετάβλητα γερμανόφιλος. Αν θα ερευνούσε κανείς υπομονετικά τα γερμανικά διπλωματικά αρχεία της εποχής, τα οποία διασώθηκαν, θα έβρισκε συχνές αναφορές του ονόματός του κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου σε αντίστοιχα μνημόνια της γερμανικής πρεσβείας Αθηνών προς το Βερολίνο.

ΕΠΙ ΚΑΤΟΧΗΣ

Άλλωστε ο δεύτερος πατέρας της Μελίνας, όπως η ίδια τον θεωρούσε, ο Γεώργιος Μερκούρης, που ουδέποτε έκρυψε τις πεποιθήσεις του, χρειάσθηκε να συλληφθεί από τις ελληνικές αρχές τον Απρίλιο 1941, πριν από την Κατοχή, ως επικίνδυνος γερμανόφιλος. Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, αφέθηκε ελεύθερος και η πρώτη του ενέργεια ήταν να επανασυστήσει το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, ελπίζοντας ότι θα αναλάμβανε την κυβέρνηση δίκην Κουίσλιγκ. Αντ’ αυτού διορίστηκε αργότερα ως διοικητής της Εθνικής Τράπεζας.
Η Μελίνα Μερκούρη, αν και πλέον ήταν έγγαμη, διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον θείο της. Πριν ξεσπάσει ο πόλεμος είχε παντρευτεί τον Πάνο Χαροκόπο σ’ ένα χωριό της Πελοποννήσου. Αξιοσημείωτο είναι ότι με τον γάμο εκείνο σ’ ένα εκκλησάκι, για τον οποίο δεν είχε προβλεφθεί ούτε ποιος θα ήταν κουμπάρος, απέκτησε πνευματική συγγένεια μ’ ένα νεαρό τότε και οπωσδήποτε ασήμαντο επαρχιωτόπουλο, που κανείς δεν ήξερε ότι κάποτε σε μια κρίσιμη φάση θα γινόταν γνωστός στην Ελλάδα. Το όνομά του ήταν Ιωάννης Λαδάς. Πρόκειται για τον γνωστό συνταγματάρχη που υπήρξε από τους βασικούς πρωταγωνιστές στη δικτατορία της 21ης Απριλίου.
Ο θείος Μερκούρης πέθανε τον Δεκέμβριο 1943, διοικητής ων της Εθνικής Τράπεζας. Λίγοι συνόδευσαν τη σορό του, μεταξύ των οποίων κατοχικοί υπουργοί και βεβαίως Γερμανοί αξιωματικοί. Όπως θα μπορούσε να σκεφτεί λογικά κανείς, ανάμεσά τους ήταν και η Μελίνα, η οποία κατά και ήταν απαρηγόρητη. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην κηδεία δεν παραβρέθηκε ο μοναδικός αδελφός του, ο Σταμάτης.
Την εποχή εκείνη ο τελευταίος είχε ιδρύσει μια αντιστασιακή οργάνωση και φερόταν ότι είχε εγκαταλείψει τις προπολεμικές φασιστικές ιδέες του. Αλλά το ερώτημα, που μας ενδιαφέρει, είναι τι έκανε την ίδια εποχή η Μελίνα.
Εκείνη μισούσε την πείνα, αν και δεν την είχε γνωρίσει ποτέ στα προηγούμενα χρόνια. Ούτε και τώρα. Άλλωστε ο σύζυγός της ήταν ένας από τους πλουσιότερους Έλληνες με αμύθητης αξίας ακίνητα όχι μόνο στην ομώνυμη συνοικία της Καλλιθέας, που την είχε οικοπεδοποιήσει ο πατέρας του, αλλά και μεταξύ άλλων χιλιάδες στρέμματα στη Θεσσαλία. Από τα κτήματα εκείνα, τακτικά έφερναν οι άνθρωποί του τρόφιμα που επαρκούσαν για να διατραφούν όχι μία, αλλά πάρα πολλές οικογένειες. Αλλά και τα περιουσιακά του στοιχεία, όπως και τα εισοδήματά του, επέτρεπαν στο ζεύγος Χαροκόπου να μην διανοηθεί καν ότι υπάρχει πείνα στην Αθήνα. Ζούσε σ’ ένα τεράστιο ρετιρέ 400 τ.μ. μιας επιβλητικής μεσοπολεμικής πολυκατοικίας, που ήταν ιδιόκτητη και βρισκόταν χωρίς υπερβολή στο κεντρικότερο σημείο της Αθήνας: ακριβώς δίπλα από τη γαλλική πρεσβεία, στην αρχή της οδού Ακαδημίας.
Και όταν λοιπόν οι Αθηναίοι έπεφταν νεκροί από την πείνα στους δρόμους, οι Χαροκόποι δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι υπήρχαν χαροκαμένοι και πεινασμένοι κάτω στα πεζοδρόμια. Πολύ δε περισσότερο η ανέμελη Μελίνα, που το ενδιαφέρον της εστιαζόταν σε ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την πολιτική. Την ενδιέφεραν νεαρές παρέες, άντρες και γυναίκες.
Ο Πάνος Χαροκόπος ήταν πολύ μεγαλύτερός της, θα μπορούσε να είναι πατέρας της. Είχε δική του θαλαμηγό και ένα εντυπωσιακό ανοιχτό αυτοκίνητο. Και τα δύο επιτάχθηκαν από τους Γερμανούς, αλλά αυτό δεν εμπόδισε να διατηρεί το ζεύγος άριστες σχέσεις με πολλούς αξιωματικούς του κατοχικού στρατού, που ενίοτε γίνονταν και ιδιαίτερα στενές. Χάρη σ’ αυτές είχαν αποφύγει πολλές φορές να επιταχθεί το ρετιρέ τους, κάτι που είχε συμβεί σε όλες τις άλλες πλούσιες οικογένειες της Αθήνας.
Η Κατοχή είχε βρει τη Μελίνα να έχει εστιάσει το ενδιαφέρον της στο θέατρο, όπου φιλοδοξούσε να κάνει μια μεγάλη σταδιοδρομία. Και για να το επιτύχει αυτό, πίστευε πως ήταν χρήσιμο να έχει πολλές επαφές με ηθοποιούς, σκηνοθέτες και άλλους θεατρικούς παράγοντες. Έτσι λοιπόν, σε μέρες που όλοι ήταν στερημένοι από φαγητό και απολαύσεις, το σπίτι της οδού Ακαδημίας 4 ήταν ανοιχτό για τις παρέες της Μελίνας.

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ
ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΩΝ!

Στα χρόνια της Κατοχής η Μελίνα δεν έκανε αντίσταση. Είναι η μόνη περίοδος που πίστεψε ότι δεν είχε τίποτε να προσφέρει, γι’ αυτό και αντί για αντίσταση προτίμησε να έχει ιδιαίτερες σχέσεις με όσους Γερμανούς γνώριζε προσωπικά. Το ακριβές είναι ότι έκανε αντίσταση κατά των αντιστασιακών!
Όπως είχε γράψει ο «Λαβύρινθος», η Μελίνα μια κατοχική μέρα μεσημέρι είχε καταδώσει δύο νεαρούς αντιστασιακούς, προκειμένου να τους πιάσουν οι Γερμανοί. Αντιγράφουμε από το τεύχος του Δεκεμβρίου 2003:

Η σκηνή είναι αυθεντική. Διαδραματίζεται επί Κατοχής σ’ ένα περίφημο μπαρ της εποχής, το «Παν». Το κτίριο υπάρχει και σήμερα, στην οδό Ακαδημίας 4, μια μεσοπολεμική καλοφιαγμένη πολυκατοικία, δίπλα από την είσοδο της γαλλικής πρεσβείας. Στα κατοχικά χρόνια στο μπαρ σύχναζαν, ως επί το πλείστον, Γερμανοί αξιωματικοί και σκοτεινοί μαυραγορίτες. Ήταν οι μόνοι που είχαν τη διάθεση και το χρήμα για να πιουν ένα πανάκριβο προπολεμικό κονιάκ ή να γευθούν δυσεύρετα σνακς.
Για τη Μελίνα ήταν το δεύτερο σπίτι της κυριολεκτικά, για έναν επιπρόσθετο λόγο: στον τέταρτο όροφο της πολυκατοικίας ήταν η πολυτελής κατοικία του συζύγου της, του Πάνου Χαροκόπου. Κατέβαιναν σχεδόν καθημερινά, λοιπόν, για τα ποτά τους.
Στα σκαμνιά μπροστά από τη μπάρα κάθονται δύο άνδρες και όρθια ανάμεσά τους μια νεαρή ψηλή εντυπωσιακή γυναίκα. Και οι τρεις αποτελούν ένα ιψενικό τρίγωνο, όπως άλλωστε γνωρίζει όλο το Κολωνάκι αρκούντως σκανδαλισμένο. Οι δύο άνδρες είναι φίλοι και «κολλητοί», χωρίς να έχουν τίποτε το κοινό – πλην της ίδιας γυναίκας. Για κάποιους πιο ευφάνταστους, το ιψενικό τρίγωνο δεν έχει γωνία αιχμής τη γυναίκα, αλλά τον κοινό εραστή.
Η γυναίκα είναι βέβαια η εικοσάχρονη τότε Μελίνα Μερκούρη και οι δύο άνδρες είναι ο σύζυγός της Πάνος Χαροκόπος και ο μεγαλομαυραγορίτης Αλέξης (Φειδίας) Γιαδικιάρογλου. Ο Χαροκόπος, γόνος παλιάς μεγαλοαστικής οικογένειας με σπουδές στην προπολεμική Αγγλία, είναι ο κλασικός τύπος του βαριεστημένου πάμπλουτου που δεν εργάζεται ποτέ, αλλά όλα τα έχει αφειδώς διαθέσιμα, λίρες, γυναίκες και άντρες. Ο Γιαδικιάρογλου, ελάχιστα χρόνια μεγαλύτερος από τη Μελίνα, είναι ένας ασύδοτος τύπος του υποκόσμου, ο οποίος αγοράζει σε εξευτελιστικές τιμές βιομηχανίες, τιμαλφή και ακίνητα αντί πινακίου φακής, εκβιάζει τους πάντες, κλέβει ακόμη και τους Γερμανούς, είναι ιδιοκτήτης χαρτοπαικτικών λεσχών και δεν υπάρχει κατοχική βρομιά και κομπίνα στην οποία να μην είναι ανακατεμένος. Κυκλοφορεί πάντοτε με σωματοφύλακες και πολυτελές αυτοκίνητο, συχνά μεθυσμένος και οπωσδήποτε με πιστόλι στην τσέπη.
Την εποχή αυτή, αυτοί είναι οι δύο άνδρες στη ζωή της Μελίνας, η οποία ονειρεύεται να γίνει μεγάλη ηθοποιός και να σπαρταράει το κοινό στα πόδια της. Οι τρεις τους, δηλαδή η Μελίνα, ο σύζυγος και ο εραστής πίνουν ήσυχα, με το ανάλογο ύφος σνομπ και παρακμής, όταν δύο νεαροί μπαίνουν στο μπαρ. Μόλις εκείνη τους βλέπει, εξοργίζεται και φωνάζει δυνατά, παρουσία Γερμανών και συνεργατών τους:
–Είναι κομμουνιστές! Πιάστε τους!
Οι δύο νεαροί αιφνιδιάζονται και πριν προλάβουν Γερμανοί και εντόπιοι πιστολάδες να τους πιάσουν, βγαίνουν τρέχοντας από το μπαρ και εξαφανίζονται. Και οι δύο ήταν αθλητές άλλωστε και τελικά δεν τους πρόφτασαν. Γλύτωσαν έτσι από την κατάδοση της Μελίνας, που την ώρα εκείνη δεν σήμαινε τίποτε λιγότερο από θάνατο...

Ο ένας τουλάχιστον από τους δύο τότε νεαρούς αντιστασιακούς, που είχαν την απρονοησία να πέσουν στη Μελίνα, καθώς μπήκαν στο μπαρ για να γλυτώσουν κυνηγημένοι από άλλους Γερμανούς που τους είχαν θεωρήσει ύποπτους, σήμερα βρίσκεται στη ζωή. Όμως την ακρίβεια των όσων προαναφέρθηκαν μπορούν να βεβαιώσουν μία δημοσιογράφος και μία ηθοποιός, η Φρίντα Μπιούμπι και η Άννα Συνοδινού. Η πρώτη έχει ασχοληθεί στο σύνολό της με τη Μελίνα, καθώς μάλιστα με πολύ μόχθο έχει συνθέσει τη βιογραφία της. Και έχει πολλές αποκαλυπτικές πληροφορίες για την «αντιστασιακή» της δράση επί Κατοχής.

ΜΕΤΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Η Μελίνα, όπως δεν ήταν αντιστασιακή επί Κατοχής, δεν υπήρξε ποτέ φεμινίστρια, διότι απλούστατα ήταν της θεωρίας ότι για να επιτύχει πρέπει να χρησιμοποιεί τη γυναικεία φύση της. Είχε καλλιεργήσει στα δύσκολα κατοχικά χρόνια σχέσεις και φιλίες με ανθρώπους του θεάτρου, σιτίζοντάς τους με χρήματα του Χαροκόπου ή του μεγαλομαυραγορίτη Γιαδικιάρογλου. Πίστευε ότι θα μπορούσε να κάμψει οποιονδήποτε θα παρουσιαζόταν ως εμπόδιο στη σταδιοδρομία της, είτε με την έμφυτη γοητεία της, είτε με τα χρήματα του συζύγου της. Δεν μπορούσε όμως να το πετύχει, ώστε να καθιερωθεί ως μεγάλη πρωταγωνίστρια.
Άλλωστε, και αν ακόμη το επετύγχανε, οι φιλοδοξίες της δεν αρκούνταν μόνο στον στενό ελλαδικό χώρο. Ανασυντάχθηκε μετά τον πόλεμο και κατέληξε στη σκέψη ότι η καλλιτεχνική της καθιέρωση θα επιβαλλόταν στην Ελλάδα μόνον αν ερχόταν από το εξωτερικό. Νοιαζόταν για το θέατρο ακόμη, ενώ αργότερα οι στόχοι της θα επεκταθούν και στον κινηματογράφο.
Έχοντας το στοιχειώδες πλεονέκτημα της οικονομικής άνεσης, κατευθύνθηκε στο Παρίσι. Όπως αναφέρει το προαναφερθέν τεύχος του «Λαβύρινθου» (Δεκ. 2003), «εκεί σχετίστηκε με γνωστά ονόματα της τέχνης, πολλά των οποίων είχαν περιέργως έναν κοινό παρονομαστή: είχαν κατηγορηθεί ως δοσίλογοι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Από τον Ζαν Κοκτώ και τον Σερζ Λιφάρ μέχρι τον Σασά Γκιτρύ και την Κολέτ, αδιάφορο αν υπήρχε ερωτική σχέση της με κάποιους ή κάποιες από όλα εκείνα τα γνωστά πρόσωπα, επέτυχε τελικά η Μελίνα να σαγηνεύσει γνωστότατο Γάλλο θεατρικό συγγραφέα παρωχημένης ηλικίας, ο οποίος με μύριες δυσκολίες και αντιδράσεις την επέβαλε».
Πρόκειται για τον γλοιώδη και δύσμορφο Μαρσέλ Ασσάρ, ο οποίος όμως ήταν τότε ένας πολύ πετυχημένος θεατρικός συγγραφέας στη μεταπολεμική Γαλλία. Η παρέμβασή του ήταν καθοριστική για την πορεία της Μελίνας, η οποία τον χρησιμοποίησε επιτυχώς για την καθιέρωσή της στην Ελλάδα.
Αλλά, καθώς οι φιλοδοξίες ενός άπληστου ανθρώπου δεν ολοκληρώνονται ποτέ, η Μελίνα στα μέσα της δεκαετίας του 1950 έβαλε έναν άλλο στόχο: τη διεθνή καθιέρωσή της στον κινηματογράφο! Αν το έλεγε τότε φωναχτά, θα εισέπραττε τις ειρωνείες όσων την ήξεραν. Η ίδια όμως είχε απόλυτη αυτοπεποίθηση στον εαυτό της και το σχεδίασε καλά. Γνώριζε ότι η παγκόσμια κινηματογραφική βιομηχανία έχει αφ’ ενός επίκεντρο την Αμερική, αφ’ ετέρου δε ελέγχεται σχεδόν καθολικά από Εβραίους. Αναζητούσε λοιπόν ένα κατάλληλο πρόσωπο για να σαγηνεύσει, μέχρι που το βρήκε: Ζυλ Ντασέν. Δεν ήταν και μεγάλος σκηνοθέτης, αλλά ήταν Εβραιοαμερικανός.
Αυτό ήταν αρκετό για να του δηλώσει ότι τον ερωτεύτηκε και να τον ...ζητήσει σε γάμο. Θα ήταν ακόμα πιο ενθουσιασμένη, αν ο Ντασέν ήταν πιο αρρενωπός τύπος και πιο σωματώδης. Αλλά και πάλι, αυτό δεν ήταν απογοητευτικό, διότι ο Ντασέν δεν ήταν ζηλιάρης.
Στο πλευρό του μικρόσωμου Εβραιοαμερικανού σκηνοθέτη περνούσε μια ακόμη κλίμακα στην ανοδική πορεία της, έστω και χωρίς θριαμβευτικές επιτυχίες. Ο Ντασέν ήταν χρήσιμος, όχι μόνον επειδή ήταν ο ίδιος σκηνοθέτης και μπορούσε να έχει αποφασιστικό λόγο για την επιλογή της στις ταινίες του, ούτε απλώς επειδή ως Εβραίος μιλούσε την ίδια γλώσσα με τους παράγοντες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ήταν κυρίως χρήσιμος διότι, γνωρίζοντας όλα τα μυστικά, μπορούσε να την καθοδηγεί και να την συμβουλεύει πώς θα γίνει πιο διάσημη.
Δεν χρειαζόταν πλέον επικοινωνιολόγους, που άλλωστε την εποχή εκείνη δεν είχαν φτάσει σε τέτοια σημεία μεθοδικότητας όπως σήμερα. Ο Ντασέν αρκούσε για να κατευθύνει τις δημόσιες σχέσεις της. Στόχευαν λοιπόν δημόσια πρόσωπα πρώτης προβολής για να ανταλλάξουν ένα χαιρετισμό έστω, προκειμένου η Μελίνα να φωτογραφηθεί και να περάσει στις στήλες του διεθνούς Τύπου. Είχαν πολλαπλασιάσει τις κοσμικές εμφανίσεις τους, όπως και τις σχέσεις τους με ανθρώπους των εφημερίδων και των περιοδικών.
Ο Ζυλ Ντασέν, όπως και οι περισσότεροι καλλιτέχνες τότε, ήταν αριστερών τάσεων. Η Μελίνα δεν υπήρξε λόγος να ακολουθήσει τα φρονήματα του συζύγου της, αλλά εξακολουθούσε πολιτικά να είναι αδιάφορη, αφιερωμένη στη δική της προσπάθεια, την παγκόσμια καθιέρωση.
Η μεγάλη ευκαιρία ήρθε με την 21η Απριλίου. Ο Ντασέν άρπαξε την ευκαιρία και έπεισε τη σύζυγό του να εκδηλωθεί ως αριστερή από το εξωτερικό όπου βρίσκονταν. Έτσι θα κέρδιζε την πλήρη δημοσιότητα παγκοσμίως. Και πράγματι αυτό έγινε.
Μέσα σε λίγα 24ωρα η Μελίνα πείσθηκε να εκδηλωθεί «εναντίον της χούντας». Ήταν ικανοποιημένη γιατί για πρώτη φορά αποκτούσε πολιτική ταυτότητα, πρωτίστως όμως διότι έτσι το όνομά της θα περνούσε στα διεθνή δελτία ειδήσεων. Βέβαια τότε δεν φανταζόταν ότι η δικτατορία θα κρατούσε επτά χρόνια, αφού όλες οι εκτιμήσεις κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι το καθεστώς δεν θα έχει μεγάλη διάρκεια ζωής.
Οπωσδήποτε όμως η αντίστασή της γινόταν εκ του ασφαλούς. Διέθετε σπίτια στη Γαλλία και στην Αμερική, ακόμη και στην Ελβετία, καταθέσεις και εισοδήματα. Και εκείνο που είχε σημασία είναι ότι ενώ μέχρι τότε αγωνιζόταν ο Ντασέν να πείσει έναν δημοσιογράφο να της πάρει μια συνέντευξη για τα επόμενα καλλιτεχνικά σχέδιά της, τώρα μια απλή γραπτή δήλωσή της περί χούντας ήταν αρκετή για να περάσει στα καθημερινά δελτία των διεθνών πρακτορείων. Και αν το ίδιο καθεστώς δεν είχε διαπράξει το λάθος να της αφαιρέσει την ιθαγένεια, ίσως η δημοσιότητα αυτή να μην είχε επιτευχθεί τόσο εύκολα.
Πολλοί Έλληνες, πραγματικοί αντιστασιακοί, που θυσίασαν οικογένειες, εργασίες και φυσικά την ατομική ελευθερία τους για να εκφράσουν ό,τι τότε πίστευαν, έμειναν ανώνυμοι. Μπορεί και να πείνασαν ακόμη με την αγνή προαίρεση να πάρουν μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα. Είναι γνωστό ότι η «εύκολη» αντίσταση γινόταν στο εξωτερικό, όπου κίνδυνοι για την ατομική ελευθερία δεν υπήρχαν, όλο και κάποια δουλειά βρισκόταν ή στη χειρότερη περίπτωση το προϊόν των εράνων, που συγκέντρωναν τον οβολό των αφελών. Υπάρχουν πολλά γκρίζα σημεία για τους συχνούς εράνους που γίνονταν στο εξωτερικό και των οποίων ποτέ δεν αποδόθηκε λογαριασμός μετά τη Μεταπολίτευση. Συγκεκριμένες αναφορές έχουν γίνει για το ΠΑΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου στον Καναδά ή άλλα στελέχη του στην Αγγλία, στην Ιταλία και στη Γερμανία.
Ασφαλώς η Μελίνα δεν είχε κανένα λόγο να επωφεληθεί από το προϊόν τέτοιων εράνων και δεν θα το έπραξε. Εκείνη έκανε άλλο. Επωφελούμενη από τη δημοσιότητά της, ανέπτυξε την καλλιτεχνική της δραστηριότητα. Είναι αξιοσημείωτο ότι το 1971, όταν η δικτατορία έκανε το άνοιγμα προς τις αραβικές χώρες, η Μελίνα και ο Ζυλ Ντασσέν έκαναν το δικό τους προς το Ισραήλ. Ανακοίνωσαν μια παραγωγή νέας ταινίας, στην οποία θα πρωταγωνιστούσε ο γιος του μονόφθαλμου στρατηγού του Ισραήλ Μοσέ Νταγιάν.



http://historia-hellas.blogspot.gr/2012 ... -post.html
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…

Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

49
ΤΑ ΑΝΘΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ ΤΟ 1940

28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940:Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ


Του Δημοσθένη Κούκουνα


Αναρωτιέται κανείς αν ύστερα από τόσα χρόνια, που έχουν μεσολαβήσει από την 28η Οκτωβρίου 1940, είμαστε σε θέση να μάθουμε - και αν είμαστε σε θέση να ακούσουμε έστω - την όλη, την πραγματική αλήθεια για το τι συνέβη τότε. Για τη μεγάλη συνωμοσία που είχε ως στόχο να πλήξει την άτυχη Ελλάδα. Για τα όσα επιβουλεύθηκαν παραδοσιακοί εχθροί ή «φίλοι» της σε βάρος της. Για τα όσα επέτυχαν τελικά να διαπράξουν ή όσα μόνον αποπειράθηκαν.
Είναι πολύ πιθανόν ότι, ακόμη και σήμερα, η διατύπωση της αλήθειας είναι ενοχλητική. Μας έχουν επιβάλει αναληθείς εκδοχές για τα σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας μας και μας έχουν εξαναγκάσει να τα βλέπουμε αποσπασματικά. Αν όμως θελήσουμε να εμβαθύνουμε σ’ αυτά, να τα συνδέσουμε, να δούμε και τις παραμέτρους που μας έχουν αποκρύψει, θα διαπιστώσουμε - το λιγότερο - ότι άλλα μαθαίνουμε στα σχολεία και άλλη είναι η πραγματικότητα.
Ο Ελληνισμός έχει δύο πλεονεκτήματα, τα οποία τελικά καθίστανται επιβλαβή για την ύπαρξή του: Το ένα είναι η παράδοσή του, η κληρονομιά του, που φτάνει κάποιες χιλιάδες χρόνια πριν - και το άλλο είναι η γεωγραφική θέση της περιοχής όπου κατοικεί και εδρεύει όλες αυτές τις χιλιάδες χρόνια. Και τα δύο, δυστυχώς, είναι κάρφος στους οφθαλμούς πολλών άλλων λαών. Οι τελευταίοι, έχοντας ένα τέτοιο βαρύ σύμπλεγμα απέναντί μας, αναζητούν κάθε λίγο και λιγάκι αφορμές για να μειώνουν τα αυθύπαρκτα για μας δύο βασικά αυτά στοιχεία. Εφευρίσκουν χιλιάδες τρόπους. Συνήθως δεν το καταφέρνουν να μας ποδηγετήσουν. Δεν μπορούν να μας εξαλείψουν. Ο Ελληνισμός είναι αείζωος και είναι ο μόνος πολιτισμός που έχει ξεπεράσει τα στενά δόγματα, διότι εκφράζεται προνομιακά από τους κατοίκους αυτού εδώ ακριβώς του γεωγραφικού χώρου.
Ο Ελληνισμός είναι λοιπόν το πρόβλημα για όσους δεν ανήκουν σ’ αυτόν. Και μηχανεύονται απίθανα σενάρια για την καθυπόταξή του.
28η Οκτωβρίου 1940. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι άλλο κεφάλαιο ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και άλλο η ελληνική εμπλοκή στον πόλεμο. Ο πρώτος γινόταν ανάμεσα σε δύο πλευρές και ήταν ολοκληρωτικός, ποιος θα νικήσει και ποιος θα ηττηθεί. Ο πόλεμος στον οποίον πήρε αναγκαστικά μέρος η Ελλάδα ήταν τοπικός και είχε επίκεντρο τη χώρα μας. Είναι γεγονός ότι γύρω της υπήρχαν πολλά και ποικίλα συμφέροντα και τελικά είναι ευτύχημα ότι εδαφικά βγήκε αλώβητη απ’ όλη αυτή την τιτανομαχία, όχι όμως και ψυχικά. Τεράστιες οι απώλειες σε ανθρώπινες ψυχές, ανυπολόγιστες οι οικονομικές καταστροφές, αλλά πρωτίστως ο νέος εθνικός διχασμός που προέκυψε. Η Ελλάδα, με την εμπλοκή της στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, πήγε πολλές δεκαετίες πίσω, έχασε την εθνική της συνοχή και εξακολουθεί να βλέπει και σήμερα πληγές που προέρχονται από τα χρόνια εκείνα.
Στο επίκεντρο της μεγάλης συνωμοσίας η Ελλάδα βρέθηκε από την εποχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, όταν κάθε υγιής δύναμή της υποχρεώθηκε να στρατευθεί στη μία ή στην άλλη πλευρά και έτσι να αντιπαραταχθεί στα πλαίσια ενός ξενοκίνητου διχασμού. Δεν αποδίδουμε τώρα ευθύνες, αλλά θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η χώρα μας έγινε από τότε ένα αφανές προτεκτοράτο της μακρινής Αγγλίας, ανεξάρτητα από το ποια κυβέρνηση είχε. Άλλωστε, σε όλη τη μεσοπολεμική περίοδο, τα κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα ανταγωνίζονταν για να έχουν την εύνοια του αόρατου κέντρου εξουσίας που την είχε θέσει υπό έλεγχο. Το χρίσμα δεν το έδινε ο λαός, σύμφωνα με τις συνταγματικές επιταγές, αλλά ισχυρές ομάδες πολιτικές, οικονομικές ή στρατιωτικές, οι οποίες ήταν ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτημένες.
Οι αποφάσεις δεν λαμβάνονταν στην Αθήνα, αλλά στο Λονδίνο. Όποιος είχε προνοήσει να τα έχει καλά με τις βρετανικές υπηρεσίες-αρχές, ήταν ευνοούμενος και συμμετείχε στο παιχνίδι της εξουσίας. Τα μεγάλα πολιτικά κόμματα δεν είχαν άλλη αποστολή από το πώς θα διυλίζουν τα στελέχη για να περάσουν στις επάνω βαθμίδες της εξουσίας, αλλά και πώς θα παρείχαν στον ανύποπτο λαό την ψευδαίσθηση ότι παίρνει μέρος στη λήψη αποφάσεων και έτσι να παραμένει μακάριος.
Η συμμετοχή στις μασονικές στοές και στα άλλα παρόμοια εφευρήματα διευκόλυνε την επαφή, ώστε κάθε ενδιαφερόμενος να αποκτά την ιδιότητα του «αρεστού» και να έχει υποψηφιότητα για δημόσιες θέσεις και αξιώματα, δηλ. για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο παιχνίδι της εξουσίας. Πάντα ανεξάρτητα από κόμματα και δημόσιες τοποθετήσεις.
Το παιχνίδι και το σύστημα. Όλα κυλούσαν ομαλά στην Ευρώπη, ανεξάρτητα από τις επιτόπιες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, ανεξάρτητα από τις ισορροπίες που ετηρούντο ικανοποιητικά, μέχρι το 1933. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, τον Ιανουάριο του χρόνου εκείνου, διαμορφώνεται μια νέα πραγματικότητα. Στο παιχνίδι εισέρχεται δυναμικά ένας νέος παράγοντας, εξωφρενικά απρόβλεπτος και εξωπραγματικά απειλητικός. Δεν διστάζει να αποκαλύψει τις προθέσεις του και να διατυπώσει τους στόχους του. Έτσι το σκηνικό ανατρέπεται και μέσα σε πολύ λίγους μήνες ο Χίτλερ παίρνει την ξεκάθαρη απάντησή του: ο διεθνής Εβραϊσμός κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον του! Διότι αυτή είναι η αλήθεια: ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος δεν άρχισε τον Σεπτέμβριο 1939 παρά μόνο ως στρατιωτική σύρραξη. Στην πραγματικότητα ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος είχε αρχίσει τον Μάρτιο του 1933, σύμφωνα με δημοσίευμα της αγγλικής εφημερίδας «Ντέιλυ Εξπρές» υπό τον τίτλο «Η Ιουδαία κηρύσσει τον πόλεμο στη Γερμανία».
Και αφού άρχισε να διαφαίνεται ο προσεχής παγκόσμιος πόλεμος, έπρεπε να εξασφαλισθεί η υποταγή της εξουσίας στην Ελλάδα. Οι αρμόδιες βρετανικές υπηρεσίες πήραν τις αποφάσεις τους και επέλεξαν τα πρόσωπα, που θεώρησαν ότι μπορούν να τις υπηρετήσουν πιστά στην Ελλάδα. Με τη χαρακτηριστική αγνωμοσύνη τους δεν θεώρησαν εαυτές υποχρεωμένες να επιλέξουν από τους τόσους και τόσους που είχαν εκτεθεί στο παρελθόν προασπίζοντας εξόφθαλμα τα αγγλικά συμφέροντα. Τα νέα πρόσωπα τα αλίευσαν από το άλλο στρατόπεδο του εθνικού μας διχασμού, από τη δεξιά.
Ήδη από το 1934 το κέντρο εξουσίας Λονδίνου για την Ελλάδα επέλεξε τα πρόσωπα αυτά. Ο Ιωάννης Διάκος, ο αφανής υπηρέτης του τελευταίου στην Αθήνα, δραστηριοποιήθηκε και άρχισαν άπειρες διαβουλεύσεις για την εγκαθίδρυση μιας ακόμα βαλκανικής δικτατορίας. Αν μελετήσει κανείς με προσοχή τα δημοσιευθέντα ημερολόγια του Μεταξά από το 1934 μέχρι την αναγόρευσή του σε πρωθυπουργό το 1936, θα διαπιστώσει την ακρίβεια του γεγονότος. Επίκεντρο της υπό εκκόλαψη δικτατορίας ήταν ο Ι. Μεταξάς ήδη δύο χρόνια πριν να την πραγματοποιήσει.
Υποψήφιοι δικτάτορες υπήρξαν τότε πολλοί. Όχι μόνο στα δύο ισχυρότερα κόμματα της εποχής (το Λαϊκό και το Φιλελευθέρων), αλλά και στα άλλα μικρότερα. Η πρόθεση να κηρύξουν δικτατορία διάφοροι μεγαλόσχημοι πολιτικοί της εποχής εκείνης έχει διακριβωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας. Αλλά αυτό δεν είναι μόνον απόρροια της έλλειψης σεβασμού προς το πολίτευμα και τις προβλεπόμενες δημοκρατικές διαδικασίες ή της φιλαρχίας και του εγωισμού των συγκεκριμένων προσώπων, αλλά εντάσσεται στην επιθυμία τους να φανούν «αρεστοί» στο κέντρο εξουσίας του Λονδίνου.
Σε παράλληλο επίπεδο υπάρχουν και πρόσωπα που ανοίγουν γέφυρες προς άλλο (σαφώς υποδεέστερο) κέντρο εξουσίας, εκείνο της Ρώμης. Ο στρατηγός Νικ. Πλαστήρας είναι εν προκειμένω ο κύριος διεκδικητής του ιταλικού χρίσματος, αλλά η φασιστική Ιταλία δεν έχει την ανάλογη ισχύ - σε σχέση με την Αγγλία - για να επηρεάσει τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Ανταγωνιστής του για το ίδιο χρίσμα είναι ο στρατηγός Γεώργ. Κονδύλης, ο οποίος μάλιστα πραγματοποιεί ταξίδι στην Ιταλία για να το επιτύχει. Το πόσο αδύναμη ήταν η Ιταλία να καλύψει τους ανθρώπους της στην Ελλάδα θα φανεί περίτρανα στη συνέχεια, οπότε ο μεν Κονδύλης με την εξουσία ανά χείρας υποχρεώνεται να την παραδώσει σε αγγλόφιλους παράγοντες, οι οποίοι και τον είχαν χρησιμοποιήσει ευτελώς για να πραγματοποιήσουν την παλινόρθωση του Γεωργίου Β’.
Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, που λίγο αργότερα ακολουθεί, είναι χωρίς την παραμικρή αμφιβολία αγγλοκίνητη. Η πολυφωνία δεν είναι πλέον χρήσιμη, ενώ με μια σειρά «συμπτωματικών» θανάτων μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο βγαίνουν από το προσκήνιο όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί (Κονδύλης, Ελ. Βενιζέλος, Τσαλδάρης, Δεμερτζής, Παπαναστασίου κ.ά.). Απερίσπαστο έτσι το αγγλόφιλο καθεστώς Μεταξά-Γεωργίου Β’ αναλαμβάνει την αποστολή του, που συνίσταται στην παγίωση ενός ισχυρού κράτους, το οποίο δεν θα μπορεί να διαβρωθεί ή να ελεγχθεί από άλλες δυνάμεις, ανταγωνιστικές προς τη Μεγ. Βρετανία. Για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση οποιασδήποτε τυχόν αντίθετης δράσης, χρησιμοποιείται ένα ευφυές τέχνασμα: η δικτατορία παίρνει όλα τα εξωτερικά γνωρίσματα των άλλων φασιστικών καθεστώτων της Ευρώπης, ώστε οποιαδήποτε άλλη αντικοινοβουλευτική ή φιλοφασιστική επιρροή στην Ελλάδα να διαχέεται μέσα στα πλαίσια της 4ης Αυγούστου. Όλα σχεδόν τα πρόσωπα, που είχαν εμφανισθεί προ της 4ης Αυγούστου 1936 με παρόμοιες αντιλήψεις και δράσεις, πέρασαν στην υπηρεσία της δικτατορίας με ευκολία και χωρίς προβληματισμό.
Η Ιταλία του Μουσολίνι θεωρεί πάντοτε ως ζωτικό χώρο της την Ελλάδα. Το δόγμα «Μάρε νόστρουμ» δεν ικανοποιείται με την κατοχή των Δωδεκανήσων και την παράλληλη έλλειψη της Επτανήσου, ούτε η κατοχή της Αλβανίας είναι ασφαλής χωρίς την κατοχή της Ελλάδος. Ο ιταλικός στόχος είναι πάντοτε η επιρροή στην Ελλάδα, πλην όμως η Ιταλία δεν είναι σε θέση να εξοβελίσει πολιτικά τον βρετανικό έλεγχο στη χώρα μας. Από τη στιγμή όμως που η μουσολινική Ιταλία έχει εγκαταλείψει τη συμπόρευσή της με την άλλη αποικιοκρατική δύναμη της εποχής, τη Βρετανία, και έχει περάσει στο αντίθετο πολιτικό στρατόπεδο, συνιδρύοντας τον Άξονα, χαράσσει νέα σχέδια που αφορούν την Ελλάδα. Μετά την ολοσχερή κατάληψη της Αλβανίας, είναι σαφές ότι το επόμενο βήμα είναι προς τα νότια, προς την Ελλάδα.
Όσο τα σύννεφα του πολέμου πυκνώνουν στην Ευρώπη, η γεωστρατηγική θέση της Ελλάδος γίνεται ο στόχος των ορέξεων των παγκοσμίων και περιφερειακών κέντρων εξουσίας. Η Βρετανία την έχει, η Ιταλία την θέλει, αλλά υπάρχουν και άλλες γειτονικές δυνάμεις που ορέγονται μέρη του ελληνικού συνόλου. Όλα αυτά διαμορφώνονται παρά τα κείμενα του Βαλκανικού Συμφώνου ή άλλων συμβάσεων. Η πολυπράγμων Σερβία, φίλη και σύμμαχος κλπ., η εξίσου φίλη Βουλγαρία και η παρομοίως εμφανιζόμενη Τουρκία. Αλλά στην πραγματικότητα και οι τρεις τελευταίες απεργάζονται με ποιον τρόπο θα επωφεληθούν για χάρη των στενών συμφερόντων τους σε βάρος της Ελλάδος.
Στον περιφερειακό χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης υπάρχει ένα υποψήφιο θύμα για να πληγεί και να διαμελισθεί: η Ελλάδα, η οποία μάλιστα αγνοεί το μέγεθος του κινδύνου και αρκείται στη βρετανική προστασία. Αλλά όταν ανατρέπονται οι ισορροπίες και μεταφέρεται εδώ το πεδίο της θερμής διαμάχης, η αξία του προστάτη της μειώνεται κατά τεκμήριον, ενώ θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε ότι η Ελλάδα γίνεται ένα απλό αντικείμενο που προσφέρεται για ευρύτερες άνομες συναλλαγές. Η χώρα μας, άλλοτε ως σύνολο και άλλοτε τμήματά της, υπήρξε ερήμην της αντικείμενο συναλλαγής από τη Γερμανία προς τη Σερβία, από τη Γερμανία προς τη Βουλγαρία, από την Αγγλία προς την Τουρκία, από την Αγγλία προς τη Βουλγαρία κ.ο.κ. Η Ιταλία δεν εμφανίζεται να την προσφέρει προς άλλη τρίτη χώρα, διότι απλώς την ήθελε για ιδία της χρήση.
Ειδικότερα, αν παρακολουθήσουμε προσεκτικά τα ιστορικά γεγονότα από τον Μάρτιο του 1938 θα μπορέσουμε να διαπιστώσουμε σε τι πελάγη βρέθηκε η Ελλάδα και πόσο απελπιστικά μόνη πάλεψε εναντίον όλων, ιδιαίτερα όμως εναντίον των «φίλων» που αναίσχυντα καραδοκούσαν. Η «φίλη» Αγγλία υπήρξε η πιο βάναυσα αναίσχυντη, που χρησιμοποίησε την Ελλάδα όπως ήθελε και όπως της άρεσε. Την χρησιμοποίησε ως άθυρμα, αδιαφορώντας για την ίδια την υπόστασή της.
Η Αγγλία έπαιξε ρόλο κακού δαίμονα για την Ελλάδα από τον Απρίλιο 1938 μέχρι και το 1947, οπότε εκχώρησε τον «προστατευτικό» ρόλο της στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τον Απρίλιο 1938 η Μ. Βρετανία παρέσχε τις γνωστές εγγυήσεις υπέρ της Ελλάδος, ύστερα από την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία. Ήδη αυτό μόνο του εξοστράκιζε τον βασικό άξονα της μέχρι τότε εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος, που ήταν κηρυγμένη υπέρ της ουδετερότητας στο ενδεχόμενο μιας πολεμικής σύρραξης στην Ευρώπη. Στη συνέχεια και ιδιαίτερα από την έκρηξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, τον Σεπτέμβριο 1939, η χώρα μας ήταν αναγκασμένη να ακροβατεί στην επιδίωξή της να προβάλει την ουδετερότητά της. Συνεχώς υπέκυπτε σε εκβιασμούς και των δύο πλευρών, ενώ η Αγγλία στην πραγματικότητα την ήλεγχε χωρίς προσπάθεια.
Και ενώ η Ελλάδα βρισκόταν στο στόχαστρο της Ιταλίας, η Αγγλία, που είχε σπεύσει να εγγυηθεί την ακεραιότητά της έναντι έξωθεν επιβουλής, καμιά σοβαρή πρόβλεψη δεν είχε κάνει. Ακόμη και μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 δεν ήταν σε θέση, ηθελημένα ή αθέλητα, να την βοηθήσει και να εφαρμόσει τις πολυδιαφημισμένες εγγυήσεις που είχε παράσχει. Τα ελληνικά αιτήματα για αεροσκάφη, αντιαεροπορικό πυροβολικό, μέσα και υλικά ανεφοδιασμού έμειναν ανικανοποίητα. Και μόνον όταν οι εγκέφαλοι του Λονδίνου θέλησαν, για λόγους προπαγανδιστικούς κυρίως, να προκαλέσουν τη γερμανική συμμετοχή στον πόλεμο της Ελλάδος, απέστειλαν κάποιες δυνάμεις τους, που όμως ήταν εξόφθαλμα ανεπαρκείς.
Οι αλλεπάλληλες και αφόρητες βρετανικές πιέσεις προς τον Μεταξά για την άφιξη δυνάμεών τους στη Μακεδονία, ώστε να εστιασθεί εκεί το γερμανικό ενδιαφέρον, κατέληξαν στο να δεχθεί η Ελλάδα την εξέλιξη αυτή, μια εξέλιξη που προοιώνιζε αυτομάτως την απώλεια του πολέμου για την ίδια, που μέχρι τότε νικηφόρα τον είχε διεξαγάγει στα αλβανικά βουνά. Τη μία ημέρα ο Μεταξάς δέχθηκε, την επομένη αναίρεσε. Και τη μεθεπομένη αρρώστησε μυστηριωδώς, ώστε μέσα σε δέκα μέρες να έχει χάσει τη ζωή του. Ποιος μπορεί να τον είχε δηλητηριάσει, ώστε την επαύριο του θανάτου του να αποφασισθεί από τη νέα ελληνική ηγεσία η αποδοχή των βρετανικών πιέσεων;
Και ενώ ο ελληνικός λαός κάθε μέρα γνωρίζει τη νίκη, η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει για την τύχη του. Τουλάχιστον σε επτά διαφορετικές πρωτεύουσες ταυτόχρονα κάποιοι επεξεργάζονται νυχθημερόν σχέδια για τη μελλοντική τύχη της Ελλάδος: Ρώμη, Βερολίνο, Λονδίνο, Βελιγράδι, Σόφια, Βουκουρέστι και Άγκυρα! Μπορεί να φαντασθεί κανείς την Αθήνα της εποχής εκείνης, όταν άπειροι πράκτορες από τουλάχιστον επτά διαφορετικές εθνικές προελεύσεις κατασκοπεύουν όχι μόνο το ελληνικό κράτος, αλλά και αναμεταξύ τους... Η Ελλάδα στο στόχαστρο επτά διαφορετικών κρατών. Όλοι κάτι εποφθαλμιούν να πάρουν από την άτυχη και ανύποπτη Ελλάδα, της οποίας οι στρατιώτες στο Μέτωπο την προασπίζουν αγνά και θαρραλέα, χωρίς μέσα και χωρίς εφόδια, ανυπεράσπιστοι ακόμα και απέναντι στις τραγικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες...
Την ώρα εκείνη η ελληνική κοινή γνώμη μένει με την εντύπωση ότι διεξάγει πόλεμο μόνο με την κοκορόφτερη Ιταλία και ότι όλα θα πάνε καλά. Υποπτεύεται ως επικείμενη μια σύγκρουση και με τη γεωγραφικά μακρινή Γερμανία, όμως σε χρόνο μακρινό. Ωστόσο, τα γερμανικά στρατεύματα έχουν ξεκινήσει και μέσω Δούναβη φτάνουν δίπλα μας, στη Βουλγαρία.
Την ίδια εποχή, η μυστική διπλωματία οργιάζει. Η «φίλη» Γιουγκοσλαβία, της οποίας ο ανώτατος άρχων έχει Ελληνίδα γυναίκα, όπως και ο πρωθυπουργός της, διαπραγματεύεται με τους Γερμανούς. Και επιτυγχάνει να της παραχωρηθεί η Θεσσαλονίκη και μια ανάλογη ζώνη εξόδου προς το Αιγαίο, σε αντιστάθμισμα της προσχώρησής της στον Άξονα. Οι φίλοι μας του Βελιγραδίου και το ζήτησαν και το πέτυχαν. Ο αντιβασιλιάς Παύλος και ο πρωθυπουργός Τσφέτκοβιτς, με τις Ελληνίδες συζύγους, υπογράφουν ανήμερα την 25η Μαρτίου 1941, ημέρα της εθνικής ανεξαρτησίας για την Ελλάδα, την προσχώρησή τους θριαμβευτικά.
Παρ’ όλα αυτά, η βρετανική ισχύς μέσα στο Βελιγράδι είναι ακόμη αποτελεσματική. Και μέσα σε 48 ώρες ανατρέπεται η σερβική ηγεσία και αναλαμβάνει την εξουσία άλλο σχήμα, αγγλόφιλο, το οποίο παίρνει πίσω την υπογραφή των προκατόχων της. Όχι βέβαια λόγω φιλελληνισμού, αλλά διότι η αγγλική πολιτική εκείνη την ώρα έχει μπροστά της μια σκακιέρα και ξέρει ότι η επόμενη κίνηση των Γερμανών είναι μία: η επίθεση στη Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα.
Η κυβέρνηση Κοριζή στην Αθήνα δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, πολλές των οποίων μπορεί και να αγνοεί. Το βέβαιο είναι ότι έρχεται ένας άλλος εισβολέας, που ήδη είναι προ των θυρών. Στις 6 Απριλίου 1941 θα τις διαβεί, ενώ τις προηγούμενες ημέρες απονενοημένες βρετανικές προσπάθειες έχουν ως στόχο να ...μεταπείσουν τη Βουλγαρία. Τη Βουλγαρία, στην οποία ήδη βρίσκονται οι γερμανικές μεραρχίες.
6η Απριλίου 1941. Ένα δεύτερο ηρωικό «Όχι» αντιτάσσει η Ελλάδα και ταυτόχρονα διπλασιάζεται το πολεμικό μέτωπό της, χωρίς να είναι φυσικά σε θέση να το διατηρήσει. Πρόκειται για ένα προδιαγεγραμμένο τέλος του επικού αγώνα που διεξάγει από τις 28 Οκτωβρίου 1940. Οι Άγγλοι το γνωρίζουν ασφαλώς και μόνον οι υπεραισιόδοξοι Έλληνες μπορεί να διατηρούν ελπίδες ότι θα επαναλάβουν νικηφόρα το έπος της Πίνδου και απέναντι στους σιδερόφρακτους Γερμανούς. Πλην όμως τα γεγονότα είναι πιο ραγδαία από όσο θα φαντάζονταν οι κατά κανόνα λιγότερο αισιόδοξοι του ελληνικού στρατηγείου, όταν διαπιστώνεται ότι το σερβικό μέτωπο διασπάται πολύ εύκολα και στις 8 Απριλίου 1941 η Θεσσαλονίκη έχει καταληφθεί.
Το «προδιαγεγραμμένο τέλος» δεν πτοεί κανέναν. Οι Άγγλοι αρχίζουν έναν αγώνα για να διασώσουν τις περίφημες (αλλά τόσο ασήμαντες) ενισχύσεις που μας είχαν στείλει. Ένα εκστρατευτικό σώμα 53.000 ανδρών αρχίζει μια πορεία οπισθοχώρησης και κάθε στιγμή απαιτεί από τον Έλληνα στρατιώτη, εκείνον που μάχεται επί έξι μήνες ασταμάτητα, να κρατάει τη στρατιωτική επαφή με τους προελαύνοντες Γερμανούς. Μέχρι τώρα η Ελλάδα πολεμούσε, προασπίζοντας το έδαφός της - και αυτό το έκανε επιτυχώς. Τώρα πολεμά για να δώσει χρόνο στους Βρετανούς να προλάβουν να φύγουν χωρίς απώλειες δικές τους, μόνο με δικές μας...
Έστω και τώρα κάποιοι εδώ καταλαβαίνουν τι πράγματι συμβαίνει. Και θέλουν να αντιδράσουν, αφού απλώς διαπιστώνουν ότι τα ελληνικά συμφέροντα μπορεί να είναι διαφορετικά από τα συμφέροντα άλλων χωρών. Αυτούς, που έστω και πρόσκαιρα φωτίστηκαν, κάποιοι στην Αθήνα, βρετανικότεροι των Βρετανών, θα τους μεμφθούν και θα τους πουν προδότες. Την ίδια εκείνη στιγμή, υπό συνθήκες ανεξακρίβωτες και μέσα σε βαριά ατμόσφαιρα, αποχωρεί από τον μάταιο κόσμο ο πρωθυπουργός Κοριζής (τη νεκρώσιμη ακολουθία του οποίου θα ψάλει ο «πατήρ» Δημήτριος Μπάλφουρ). Και η επίσημη Ελλάδα, έστω και αν πρόκειται για ελάχιστα πρόσωπα στην πραγματικότητα, και μάλιστα με αβέβαιη αντιπροσωπευτικότητα, αποφασίζει να εγκαταλείψει την Αθήνα για να «συνεχίσει τον αγώνα στην Κρήτη».
Δυστυχώς όμως και ο αγώνας αυτός είναι προδιαγεγραμμένος. Έχει ημερομηνία λήξεως: ενός μόλις μηνός. Στα τέλη Μαΐου 1941 οι Γερμανοί θα έχουν καταλάβει και την Κρήτη με εκατόμβες θυμάτων και για τις δύο πλευρές. Πολλοί ιστορικοί αναρωτιούνται αν η Κρήτη θα μπορούσε να είχε κρατηθεί από τους Συμμάχους και υπό ποιες προϋποθέσεις. Η βασικότερη προϋπόθεση όμως ήταν η μεγαλόνησος να είναι εξοπλισμένη. Και οι Άγγλοι, αν και είχαν τον χρόνο και τη δυνατότητα, δεν το είχαν κάνει.
Μοιραία λοιπόν καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα υπήρξε ένα θύμα. Της είχε επιβληθεί να διεξαγάγει έναν πόλεμο για να διατηρηθεί - όσο αυτό ήταν εφικτό χρονικά - ένα θερμό μέτωπο στη Ν.Α. Ευρώπη. Η Ελλάδα σύρθηκε στον πόλεμο όχι μόνον από την Ιταλία, αλλά και από την Αγγλία. Το γεγονός ότι εξ αιτίας των μαχών στην Ελλάδα καθυστέρησε κατά πέντε εβδομάδες η έναρξη της εκστρατείας στο Ανατολικό Μέτωπο και αυτό υπήρξε στοιχείο καθοριστικό για την τελική έκβαση του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, μόνον ηθικά δικαιώνει τις θυσίες μας. Πρακτικά οι θυσίες εκείνες ποτέ δεν δικαιώθηκαν, αντίθετα μάλιστα κλιμακώθηκαν στη συνέχεια με τον εμφύλιο σπαραγμό, ενόσω ο τελευταίος υποκινήθηκε από τη βρετανική πολιτική.
Πάντως, στο διάστημα που η Ελλάδα έδινε τις ύστατες μάχες της στο μέτωπο και στη συνέχεια στην Κρήτη, η Βουλγαρία - ύστερα από ειδική συμφωνία με τη Γερμανία - κατελάμβανε τα ελληνικά εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης και τα έθετε υπό κατοχή. Πολλοί πίστευαν ότι η κατοχή εκείνη ήταν προσωρινή (άλλωστε οι Γερμανοί σε κάθε ευκαιρία διαλαλούσαν ότι είχαν αναθέσει στους Βούλγαρους μόνον καθήκοντα τάξης και ότι η εθνική ακεραιότητα της Ελλάδος δεν είχε ανατραπεί), η ίδια όμως η βουλγαρική κυβέρνηση από την αρχή είχε σπεύσει νομοθετικά να προσαρτήσει τα εδάφη.
Ειδικά για τη Μεγάλη Βρετανία, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι καθόλου δεν επηρεάστηκε από τη βουλγαρική στάση, λες κι αυτό ήταν αυτονόητο. Συνέχισε να έχει διαπιστευμένο τον πρεσβευτή της στη Σόφια για μεγάλο ακόμα διάστημα. Οι «εγγυήσεις» του 1938 που είχε προσφέρει στην Ελλάδα φαίνεται πως δεν αφορούσαν την περίπτωση της Βουλγαρίας, παρά το γεγονός ότι η τελευταία είχε επισήμως προσαρτήσει ελληνικά εδάφη. Όσο για τους εξόριστους Έλληνες ιθύνοντες, εκείνοι είχαν την εξαιρετική τιμή να συναγελάζονται στις διπλωματικές και άλλες δεξιώσεις του Λονδίνου, μεταξύ άλλων, και με τους Βούλγαρους διπλωμάτες. Έτσι δυστυχώς διεξαγόταν ο εθνικός αγώνας στα ξένα, με τέτοιο ηθικό μεγαλείο και με τέτοια εθνική αυταπάρνηση...
Άραγε μήπως ήταν εφησυχασμένη η Αγγλία, με τη Μακεδονία και τη Θράκη να έχουν προσαρτηθεί από τη Βουλγαρία; Πάντως η Αγγλία θα ήταν εφησυχασμένη αν τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου τον Απρίλιο του 1941 είχαν περιέλθει στην Τουρκία. Αυτό το τελευταίο είναι πέραν πάσης αμφιβολίας, αφού και ο Βρετανός πρεσβευτής το είχε προτείνει στην Άγκυρα, χωρίς δυστυχώς να έχει εξεγερθεί η εθνική συνείδηση των αρμοδίων επισήμων Ελλήνων! Το σκεπτικό ήταν ότι έτσι θα έμεναν στα χέρια των Τούρκων και όχι των Γερμανών. Με μόνη τη διαφορά ότι κάποτε οι Γερμανοί θα έφευγαν, ενώ οι Τούρκοι ποτέ...
Και για να ολοκληρώσουμε αυτές τις δυσωδίες, ας προσθέσουμε ότι στις παρασκηνιακές διεργασίες είχε εμφανισθεί με ιδιαίτερη άποψη και η Ρουμανία, διεκδικώντας τη ...Θεσσαλία τους πρώτους κατοχικούς μήνες. Αυτή η περιφέρεια μόνον ήταν διαθέσιμη από την ελληνική επικράτεια για χάρη της. Η ρουμανική πολιτική, ύστερα από την ενδοτική στάση του Ελ. Βενιζέλου στο Βουκουρέστι μερικές δεκαετίες νωρίτερα, είχε επανεμφανισθεί για να καλλιεργήσει την ιδέα ενός ρουμανόφιλου κράτους μέσα στην καρδιά της ηπειρωτικής Ελλάδος, του λεγόμενου «πριγκιπάτου της Πίνδου», το οποίο μπορεί μεν να μην έλαβε ποτέ κρατική υπόσταση τελικά, ωστόσο επιστρατεύθηκαν κάποιοι Κουτσόβλαχοι για να το επιχειρήσουν.
Τέλος, η αναζήτηση περίεργων ισορροπιών προς το τέλος του πολέμου στο Λονδίνο, εν προκειμένω ανάμεσα στις εξόριστες κυβερνήσεις της Ελλάδος και της Γιουγκοσλαβίας, είχε ως αποτέλεσμα η ελληνική κυβέρνηση να αποδεχθεί σιωπηρά για πρώτη φορά την ύπαρξη Μακεδονικού Κράτους πέριξ των Σκοπίων. Με τη βρετανική συγκατάνευση και περαιτέρω με τη βρετανική πίεση προς την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, η τελευταία δεν αντέδρασε στην αναγγελία δημιουργίας ενός τέτοιου κρατιδίου, στα πλαίσια της ομόσπονδης Γιουγκοσλαβίας. Ο Τίτο το υλοποίησε ενώ διαρκούσε ακόμη η γερμανική κατοχή, η εξόριστη σερβική κυβέρνηση του Λονδίνου υπό τον νεαρό βασιλέα Πέτρο Καραγεώργεβιτς (που μόλις είχε αποκτήσει και αυτός Ελληνίδα σύζυγο!) το υιοθέτησε, η εξόριστη κυβέρνησή μας δυστυχώς τελικά το αποδέχθηκε!
Θα αρκεσθούμε σε όλα αυτά, για να μην απομακρυνθούμε από το ιστορικό πλαίσιο του παρόντος που αναφέρεται στον πόλεμο που διεξήγαγε η Ελλάδα πρώτα απέναντι στην Ιταλία και ύστερα απέναντι στη Γερμανία, ενώ σε άλλο επίπεδο είχε να αντιπαλαίσει με τη μοχθηρή βρετανική πολιτική και όλους τους πέριξ γείτονές μας. Παράπλευρα σ’ όλους αυτούς τους παράγοντες, υπάρχει και ένας ακόμη, ασυντόνιστος μεν, αλλά αποφασιστικά διαβρωτικός: η περιώνυμη Πέμπτη Φάλαγγα. Συχνά απρόσωπη και πάντα επίκαιρη, η Πέμπτη Φάλαγγα επιτυγχάνει το ακατόρθωτο και εξουδετερώνει κάθε διάθεση για ανάταση. Μια απαραίτητη σημείωση: συνήθως τα πρόσωπα που εν προκειμένω δραστηριοποιούνται δεν έχουν πολιτική συνέπεια, ώστε κάλλιστα σε μια περίοδο να είναι με τους Άγγλους, στην άλλη με τους Γερμανούς και περαιτέρω σε μια επόμενη πάλι με τους Άγγλους κ.ο.κ. Άλλωστε, κατά τεκμήριο, η Πέμπτη Φάλαγγα είναι αποστασιοποιημένη από κάθε έννοια ηθικής, συχνά και λογικής.

Απόσπασμα από το βιβλίο "28η Οκτωβρίου 1940", που κυκλοφόρησε το 2007 από τις Εκδόσεις Μέτρον στη σειρά "Ιστορικό Λεύκωμα", αριθ. 18 (σελ. 5-11).




http://neohellenism.blogspot.gr/
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…

Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

50
Ο κανονιοβολισμός της Θεσσαλονίκης από τον ΔΣΕ στον Εμφύλιο πόλεμο (10 Φεβρουαρίου 1948)
Εικόνα
Κίνηση εντυπωσιασμού και προπαγάνδας του «Δημοκρατικού Στρατού» (ΔΣΕ), που κατέληξε σε τραγωδία για τους επιτιθέμενους. Συνέβη τη νύχτα της 9ης προς τη 10η Φεβρουαρίου 1948, σε μια περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου που το αντάρτικο κίνημα βρισκόταν σε ιδιαίτερη έξαρση και ο «Εθνικός Στρατός» σε φάση ανασυγκρότησης, καθώς οι Άγγλοι είχαν αποχωρήσει από την Ελλάδα και οι Αμερικανοί αναμένονταν από μέρα σε μέρα.

Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης ήταν ένα παλιό όνειρο των ανταρτών και στρατηγικής σημασίας κίνηση. Είχε προβλεφθεί στο σχέδιο «Λίμνες», αλλά εγκαταλείφθηκε, εξαιτίας του ανεπαρκούς έμψυχου και άψυχου υλικού, που διέθετε ο ΔΣΕ. Ο κανονιοβολισμός της Θεσσαλονίκης αποφασίστηκε ως κίνηση εντυπωσιασμού για εσωτερική και διεθνή κατανάλωση, σε σύσκεψη στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών του ΔΣΕ στο χωριό Πύλη Πρεσπών, διαφωνούντος του Μάρκου Βαφειάδη. Ο νέος διοικητής των δυνάμεων του ΔΣΕ στην Κεντρική Μακεδονία, Νίκος Τριανταφύλλου, διατάχθηκε να διεισδύσει στην περιοχή της Θεσσαλονίκης με τμήματα του ΔΣΕ και να πλήξει με πυροβόλα την πόλη.



Τις πρώτες βραδυνές ώρες της 9ης Φεβρουαρίου, μια δύναμη ανταρτών ακαθορίστου συνθέσεως (από 200 έως 1000 άνδρες) προερχόμενη από το ορμητήριό της στα Κρούσια Όρη, έφθασε σε απόσταση 8 χιλιομέτρων βορείως της Θεσσαλονίκης, χωρίς να γίνει αντιληπτή. Από την τοποθεσία Δερβένι - Λεμπέτ έστησε ένα γερμανικό ορειβατικό πυροβόλο των 75 και άρχισε να βάλει κατά της συμπρωτεύουσας. Οι κάτοικοι των ανατολικών συνοικιών ξύπνησαν έντρομοι από τις αλλεπάλληλες εκρήξεις. Υπολογίζεται ότι μέσα στη μία ώρα που διάρκεσε ο κανονιοβολισμός (2:30 - 3:30 π.μ. της 10ης Φεβρουαρίου) έπεσαν πάνω από 40 οβίδες, κυρίως σε αποθήκες και στρατώνες, αλλά και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην Πλατεία Αριστοτέλους και την Τσιμισκή. Έξι άμαχοι έχασαν τη ζωή τους και επτά τραυματίστηκαν.
Εικόνα

Οι στρατιωτικές αρχές της πόλης καταλήφθηκαν εξ απήνης. Σε ανακοίνωσή του το Γ' Σώμα Στρατού έκανε λόγο για «ολίγα βλήματα όλμου», αλλά αμέσως σχεδόν διαπιστώθηκε ότι ήταν οβίδες. Οι φήμες οργίαζαν ότι οι αντάρτες ετοιμάζονταν να καταλάβουν τη συμπρωτεύουσα. Πλήθος ξένων ανταποκριτών έσπευσαν στη Θεσσαλονίκη για να καλύψουν το εντυπωσιακό γεγονός.
Η πολιτική εξουσία στην Αθήνα θορυβήθηκε. Την ίδια μέρα βουλευτές ζήτησαν να συζητηθεί ο βομβαρδισμός προ ημερησίας διατάξεως. Ένας βουλευτής επέκρινε την κυβέρνηση Σοφούλη, λέγοντας ότι «το πυροβόλο δεν είναι αυτόματο για να κρυφτεί στη χλαίνη ενός αντάρτη». Ο σάλος ήταν τέτοιος, που ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος παρεμβαίνοντας ζήτησε να σταματήσουν οι κραυγές, που δίνουν την εντύπωση «εθνικής ασυναρτησίας».
Στη Θεσσαλονίκη, παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό του, το Γ' Σώμα Στρατού ενήργησε κεραυνοβόλα. Με το πρώτο φως της ημέρας η πολεμική αεροπορία εντόπισε τις θέσεις των ανταρτών. Ο στρατός και η χωροφυλακή εξαπέλυσαν ένα πρωτοφανές ανθρωποκυνηγητό για να μην προλάβουν να επιστρέψουν στις θέσεις τους. Οι αντάρτες αιφνιδιάστηκαν και υποχώρησαν ατάκτως. Στην προσπάθειά τους να διαβούν τη λίμνη του Αγίου Βασιλείου, πολλοί πνίγηκαν. Η επιχείρηση κόστισε στους επιτιθέμενους 100 νεκρούς, ενώ πάνω από 100 αιχμαλωτίστηκαν.
Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν σε πομπή στις φυλακές (12 Φεβρουαρίου), εν μέσω αποδοκιμασιών και προπηλακισμών από τους εθνικόφρονες. Στις 27 Φεβρουαρίου 1948, 111 αντάρτες δικάσθηκαν από Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης. 52 καταδικάσθηκαν σε θάνατο, 15 σε βαριές ποινές και 44 αθωώθηκαν.
Την ίδια μέρα με την επίθεση των ανταρτών στη Θεσσαλονίκη, η Μόσχα ξεκαθάριζε το μάταιο του αγώνα των ελλήνων κομμουνιστών. Με τη φράση «Σβαρνούτ» («Να τα μαζέψουν»), ο Στάλιν τόνιζε εμφαντικά σε αντιπροσωπεία γιουγκοσλάβων κομμουνιστών στη Μόσχα ότι το ελληνικό αντάρτικο, όχι μόνο δεν πρόκειται να λάβει βοήθεια, αλλά θα πρέπει να εγκαταλείψει τον αγώνα του.







http://www.istorikathemata.com/2011/02/ ... .html#more
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…

Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

51
Το Ελληνικό Ναυτικό στον Β΄ ΠΠ -Στάσεις και κινήματα

Από το αφιέρωμα για το Ελληνικό Ναυτικό στον Β΄ ΠΠ του περιοδικού 7 Ημέρες της εφημερίδας «Καθημερινή», http://wwk.kathimerini.gr/kath/7days/20 ... 102000.pdf

του Κ. ΒΑΛΛΑ-Αντιναυάρχου Π.Ν. ε.α.

ΕΙΝΑΙ ΜΕΣΑ στη φύση του Έλληνα, να αντιδρά βίαια και καταλυτικά όταν επηρεάζεται από βιωματικές παρορμήσεις, είτε πολιτικές σκοπιμότητες και ωραιοποιημένες ιδεολογίες, είτε τέλος, βρίσκεται υπό συναισθηματικές και άλλες καταπιεστικές καταστάσεις. Από τη νοοτροπία και την παρορμητικότητα αυτή δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί το Πολεμικό Ναυτικό, το οποίο σε αρκετές από αυτές τις περιστάσεις είχε πρωταγωνιστικό και καθοριστικό ρόλο.

Θα επιχειρηθεί εδώ να παρουσιασθούν συνοπτικά και αντικειμενικά, απειθαρχίες, στάσεις και κινήματα των πληρωμάτων, κατά τη διάρκεια της αποδημίας του Στόλου στη Μέση Ανατολή (Μ.Α.), που υποκινήθηκαν από την κομμουνιστική προπαγάνδα στη διάρκεια του πολέμου κατά του Άξονα και λίγο έλειψε να εκμηδενίσουν την αξιόλογη και ηρωική πολεμική δράση του Στόλου μας, αλλά το σπουδαιότερο, να διακινδυνεύσουν τα πλοία του, από τα πυροβόλα των... Συμμάχων. Η αντικειμενική παρουσίαση αποτελεί επιδίωξη, γιατί οι αντιφατικές και διαφορετικές μαρτυρίες των πρωταγωνιστών, αλλοιώνουν την αντικειμενικότητα.

Περιοχές διασποράς

Η σύνθεση του απόδημου Στόλου στο τέλος του Απριλίου 1941 περιελάμβανε 18 πλοία, ήτοι: 1 θωρηκτό - 6 αντιτορπιλικά - 3 τορπιλοβόλα - 5 υποβρύχια - 1 πλωτό συνεργείο - 2 επίτακτα. Το απόδημο προσωπικό αποτελείτο από 210 αξιωματικούς, 493 υπαξιωματικούς και 2.180 ναύτες και αργότερα μέχρι το 1944, έφθασε συνολικά τους 8.500 άνδρες και τα πλοία ανήλθαν σε 43.

Στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή, στο βορειοαφρικανικό μέτωπο και στη δυτική έρημο, οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν εξελίσσονταν τότε καθόλου ευνοϊκά για τους Συμμάχους. Οι βομβαρδισμοί της Αλεξάνδρειας και οι νακροθετήσεις των προσβάσεων του λιμένα, αποτελούσαν καθημερινή ψυχοφθόρο δραστηριότητα. Τα πλοία, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων χρειάζοντο συντήρηση, επισκευές και εκσυγχρονισμό για να φέρουν εν πέρας το έργο που θα τους ανατίθετο από τους Συμμάχους. Το προσωπικό, ταλαιπωρημένο ψυχικά και σωματικά από την πρόσφατη κατάρρευση της πατρίδας, τις περιπέτειες προ του απόπλου και τη θλίψη για τα αγαπημένα πρόσωπα που άφησε πίσω του, προσπαθούσε να συγκροτηθεί ψυχικά και να εκτιμήσει την κατοπινή του τύχη. Η ηγεσία του Ναυτικού, θέτοντας σαν πρωταρχικό στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή των πλοίων στις επιχειρήσεις, ατόνησε στα θέματα πειθαρχίας και άμεσης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης κάθε παρεκκλίσεων.

Επίσης, διάφορα άτομα, μεμονωμένα αρχικά και οργανωμένα αργότερα, που ανήκαν στον κομμουνιστικό χώρο, άρχισαν το διεισδυτικό τους έργο, με σκοπό αφενός να προσεταιρισθούν τους περισσότερους «αναλώσιμους» οπαδούς, αφετέρου να δημιουργήσουν καταστάσεις που θα εξυπηρετούσαν τις μετέπειτα επιδιώξεις τους. Αποφασιστικό έργο είχαν αναλάβει οι οργανωμένοι στο Κομμουνιστικό Κόμμα και στρατολογημένοι στα πολεμικά πλοία, ναύτες προελεύσεως Εμπορικού ναυτικού.

Με αυτές τις συνθήκες άρχισε ο κλονισμός της πειθαρχίας του προσωπικού, με αποτέλεσμα τη γένεση στάσεων, ανταρσιών και κινημάτων.

Στη Μέση Ανατολή και στις άλλες περιοχές των πολεμικών επιχειρήσεων και της διασποράς, σημειώθηκαν πολλές μικρές ή εκτεταμένες, οργανωμένες ή περιστασιακές στάσεις, ανταρσίες ή κινήματα που αφορούσαν και στου τρεις κλάδους των Ε.Δ.

Κατά το χρονικό διάστημα, από το Μάιο του 1941 μέχρι το μεγάλο κίνημα του Απριλίου 1944, σημειώθηκαν μεμονωμένα περιστατικά απειθαρχίας και στάσεων σε ορισμένα πλοία του Στόλου, που δημιούργησαν όμως σοβαρά επιχειρησιακά και διοικητικά προβλήματα και αποτέλεσαν τον προπομπό για την τελική αναμέτρηση.

Απόπλοι πολεμικών ματαιώθηκαν, λόγω αρνήσεων των πληρωμάτων τους. Σχεδιασμοί απομονώσεως και συλλήψεως του αρχηγού Στόλου και του Επιτελείου και εξυφάνθηκαν από κατώτερους βαθμοφόρους, χωρίς όμως να πραγματοποιηθούν. Αξιωματικοί προπηλακίστηκαν, με πρωτοφανή -στα χρονικά του Ναυτικού μας-τρόπο. Διοικητικής φύσεως διαταγές του Α.Σ -προκλητικά- δεν εκτελέστηκαν. Σε Βρετανικό Ναύσταθμο εκδηλώθηκε ανταρσία ελληνικών πληρωμάτων παραλαβής νέων αντιτορπιλικών.

Πολλοί από τους υπαιτίους καταδικάστηκαν μέχρι και την εσχάτη των ποινών, που ποτέ δεν εκτελέστηκαν.

Το μεγάλο κίνημα

Από την έναρξη του πολέμου (28/10/ 1940), μέχρι την ολοκληρωτική κατάληψη της Ελλάδας (Μάχη της Κρήτης, 31-5-1941), η λαϊκή σύμπραξη -με τη συνεργασία και την καθοδήγηση της πολιτικής, στρατιωτικής, πνευματικής και θρησκευτικής Ηγεσίας -ήταν ομόφωνη, δυναμική και μοναδική («... με το χαμόγελο στα χείλη πάν' οι φαντάροι μας μπροστά...»). Κατά τη διάρκεια της κατοχής οργανώθηκαν διάφορα αντιστασιακά σχήματα (ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ, κ.ά.) για να αντισταθούν και υπονομεύσουν τον κατακτητή στο εσωτερικό της χώρας. Όμως με την πάροδο του χρόνου και όπως δραματικά αποδείχτηκε αργότερα, αποκαλύφτηκαν οι επιδιώξεις, που επικεντρώνοντο στην επικράτηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, ώστε με την απελευθέρωση της πατρίδας, να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.

Αποτέλεσμα αυτής της μετάλλαξης ήταν η ανάπτυξη και εφαρμογή σχεδίων που αποσκοπούσαν στον προσεταιρισμό ή την αποσύνθεση και εκμηδένιση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων της Μέσης Ανατολής, ώστε μετά την απελευθέρωση να μην υπάρχει συγκροτημένη δύναμη αντιστάσεων, ώστε να επικρατήσουν εύκολα και ανώδυνα. Ο «προγραμματισμός» αυτός είχε σαν αποτέλεσμα το ξέσπασμα στάσεων και κινημάτων, ανάμεσα στν ελληνικές Ε.Δ της Μέσης Ανατολής, που πολεμούσαν στο πλευρό των Συμμάχων.

Στο Στρατό Ξηράς (I και II Ταξιαρχία) εκδηλώθηκαν σοβαρές στάσεις το Μάρτιο του 1943, μετά τη νικηφόρα συμμετοχή της 1ης Ελληνικής Ταξιαρχίας στη μάχη του Ελ Αλαμέιν, που εξανάγκασαν τον υπουργό Άμυνας Κανελλόπουλο να παραιτηθεί, απογοητευμένος παράλληλα από την ανεξέλεγκτη κατάσταση που είχε δημιουργήσει και αναγνωρίζοντας ότι η ευπιστία του, προς ορισμένους δημοκρατικούς αξιωματικούς του κινήματος του '35, που συνεργάστηκαν με τους Κομμουνιστές τον είχε προδώσει.

Τελικά, την άνοιξη του 1944, ξέσπασαν εκτεταμένα κινήματα στις ελληνικές δυνάμεις Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας της Μ.Α., οργανωμένα από την κομμουνιστική ηγεσία. Την κρίσιμη αυτή περίοδο οι Σύμμαχοι πολεμούσαν απεγνωσμένα τις δυνάμεις του Άξονα και τα κινήματα αυτά απετέλεσαν σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα στις διεξαγόμενες επιχειρήσεις. Η απόφαση του Βρετανού αρχηγού των Ναυτικών Δυνάμεων Ανατολικής Μεσογείου (FOLΕΜ), υποναυάρχου R.B. Rawlings τον Απρίλιο του 1944 ήταν σαφής και κατηγορηματική προς τον Έλληνα αρχηγό Στόλου: Ή αναλαμβάνετε την αντιμετώπιση της ανώμαλης κατάστασης στα πλοία σας ή το έργο αυτό θα το αναλάβουμε εμείς!!!

Στις 31/3/44, ομάδα 13 αξιωματικών (7 του Στρατού και 6 της Αεροπορίας), παραδίδει στον πρωθυπουργό Ε. Τσουδερό στο Κάιρο, υπόμνημα εκ μέρους των Ενόπλων Δυνάμεων της Μ.Α., με το οποίο δηλώνεται η θέση των Ε.Δ. στο πλευρό της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Αυτή ήταν η επίσημη έναρξη του μεγάλου και τελευταίου κινήματος της Μ. Ανατολής. Οι επιτροπές στα πλοία και τις υπηρεσίες του Ναυτικού, παρουσίασαν απροκάλυπτα τα «πρωτόκολλα» και τα «ψηφίσματα». Η υπογραφή εσήμαινε ότι το πολεμικό πλοίο εδιοικείτο πλέον από τις επιτροπές και οι αξιωματικοί έπρεπε να συμμορφώνονται προς τις εντολές τους.

Η «άγραφη» σύσταση του αρχηγού Στόλου, ναυάρχου Αλεξανδρή στα επιτελεία των πλοίων συνοψίζεται στη φράση: «...δεν ξέρω τι θα κάνετε, αλλά τα πλοία πρέπει οπωσδήποτε να συνεχίσουν τις πολεμικές αποστολές τους......»

Αυστηρή προσήλωση και εμμονή του αρχηγού στο σκοπό, αλλά στερούμενη σαφώς της απαιτούμενης δυναμικής, προς εξάλειψη της ανωμαλίας.

Ομολογουμένως δύσκολη επιλογή. Από τη μια πλευρά ο Βρετανός ναύαρχος να απειλεί ακόμη και με βύθιση τα ελληνικά πολεμικά, αν δεν επανέλθουν στην ομαλότητα και από την άλλη η αναγκαστική, εκ των πραγμάτων ανοχή της εκτροπής, ώστε τα πλοία να συνεχίσουν τις αποστολές τους.

Τη νύχτα της 5ης Απριλίου 1944 οι σκοποί του Α/Τ «Κουντουριώτης», στο Πορτ-Σάιντ πυροβολούν τους αξιωματικούς τους που επέστρεφαν στο πλοίο και τους αναγκάζουν να παραμείνουν εκτός πλοίου. Την επομένη το πρωί 6 Απριλίου, για «ασήμαντη αφορμή», το πλήρωμα του Α/Τ «Πίνδος» στην Αλεξάνδρεια, που είναι έτοιμο για απόπλου, ρίχνει όλους τους αξιωματικούς του στη θάλασσα και συλλαμβάνει τον κυβερνήτη. Για να αποπλεύσει το πλοίο οι στασιαστές ζητούν νέο κυβερνήτη και αξιωματικούς, απαίτηση που ικανοποιήθηκε από τον Α.Σ., ώστε να μπορέσει το πολεμικό να συνεχίσει τις αποστολές του.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας το Α/Τ «Κρήτη» καταλαμβάνεται από το πλήρωμα και πυροβολείται εξ επαφής -ευτυχώς όχι θανάσιμα- ο αξιωματικός πυροβολικού του πλοίου Ανθυποπλοίαρχος Μόσχος, από τον οποίο αποσπούν τα κλειδιά του φορητού οπλισμού και των πυριτιδαποθηκών. Η Κεντρική Επιτροπή Αγώνα (ΚΕΑ) των στασιαστών που εδρεύει στο πλωτό συνεργείο «Ηφαιστος» απαγορεύει τον απόπλου του πλοίου. Το Α/Τ «Πίνδος» καταπλέει στη Μάλτα, στις 11 Απριλίου και ξεσηκώνει τα πληρώματα των εκεί ελλιμενιζομένων πλοίων επιφανείας και υποβρυχίων.

Η διάβρωση, κατάλληλα προετοιμασμένη άγγιξε και τα πληρώματα των υπό παραλαβή «Αιγαίο» και «Αστιγξ» στο Τσάταμ της Αγγλίας.

Ο Βρετανός ανώτατος διοικητής Μεσογείου ναύαρχος Sir John Cunningham RN και ο Διοικητής Ναυτικών Δυνάμεων Ανατολικής Μεσογείου αντιναύαρχος Rawlings RN, που έχουν την ευθύνη των πολεμικών επιχειρήσεων στην περιοχή, ανησυχούν και δυσφορούν έντονα, προειδοποιώντας την πολιτική και ναυτική Ηγεσία ότι η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχισθεί και εφόσον αναγκαστούν να επέμβουν ο βρετανικές δυνάμεις, τα πλοία θα επανέλθουν στη δικαιοδοσία του βρετανικού ναυτικού!!

Καταστολή

Στις 19 Απριλίου ο έφεδρος αντιναύαρχος Π. Βούλγαρης αναλαμβάνει αρχηγός Στόλου. Προσωπικότητα δυναμική και αποφασιστική, με βαθειά συναίσθηση του καθήκοντος, της πειθαρχίας και των επιπτώσεων της ανταρσίας, όχι μόνο στο Ναυτικό αλλά και στην Ελλάδα γενικότερα. Σε συνεργασία με τον πρωθυπουργό Σ. Βενιζέλο και τους Βρετανούς ναυάρχους, αποφασίζεται να αναληφθεί δυναμική ενέργεια βίαιας καταστολής του κινήματα στην Αλεξάνδρεια, από άγημα εθελοντών Ελλήνων αξιωματικών ΣΝΔ (68), και ν. δοκίμων (16), μαζί με 178 αξιωματικούς άλλων ειδικοτήτων, υπαξιωματικούς και ναύτες, τη νύχτα της 22ας προς 23ης Απριλίου (Η-ώρα 02.30 / D-ημέρα: 23).

Το άγημα, χωρισμένο σε δύο ομάδες, έδρασε αποτελεσματικά και κατέλαβε τα πολεμικά «Ιέραξ», «Σαχτούρης» και «Αποστόλης». Δυστυχώς η επέμβαση δεν ήταν αναίμακτη. Και από τις δύο πλευρές έχασαν τη ζωή τους 6 και τραυματίστηκαν 40. Μεταξύ των νεκρών ήταν ο υποπλοίαρχος Ν. Ρουσσέν, ο ανθυποπλοίαρχος Δ. Ρέππας και ο ανθυπολοχαγός Δ. Καββαδία (ανιψιός του ναυάρχου), ενώ ο ν. δόκιμος Π. Καλογερόπουλος δέχθηκε 12 σφαίρες, αλλά τελικά επέζησε. Ελαφρότερα τραυματίστηκαν και οι αξιωματικοί: Κύρης, Θεοφανίδης, Παναγιωτόπουλος, κ.ά.

Η κηδεία όλων των φονευθέντων και από τις δυο πλευρές, πραγματοποιήθηκε σε επίσημη τελετή στις 24 Απριλίου στην ελληνική εκκλησία της Αλεξάνδρειας. Τα έξι φέρετρα, σκεπασμένα με την ελληνική σημαία, «αδελφωμένα» στη σιωπή του θανάτου, μαρτυρούσαν τις οδυνηρές συνέπειες ενός εμφυλίου πολέμου. Και ήταν μόνο η αρχή!

Τα άλλα πλοία της Αλεξάνδρειας («Ηφαιστος», «Κρήτη», Ιωνία») και οκτώ ναρκαλιευτικά) παραδόθηκαν την 23η Απριλίου και επιβλήθηκε η νόμιμη τάξη.

Στην άλλη μεγάλη βάση του Πορτ Σάιντ, που ήταν ελλιμενισμένα: το θωρηκτό Αβέρωφ, 3 αντιτορπιλικά, 3 τορπιλοβόλα και 1 υποβρύχιο, η κατάσταση είχε εκτραχυνθεί. Έπαρση κόκκινων σημαιών στα πλοία, ταινίες στους πηλίσκους των ναυτών με επιγραφή ΕΛΑΝ (Ελληνικό Απελευθερωτικό Ναυτικό) και άλλες σοβαρής μορφής απειθαρχίες έδιναν το στίγμα ενός ανύπαρκτου Ναυτικού. Στις 25 Απριλίου απεστάλη στο Πορτ Σάιντ ελληνική ένοπλη δύναμη κρούσεως, η παρουσία της οποίας ανάγκασε τους στασιαστές να εγκαταλείψουν τα πλοία στις 29 Απριλίου και να επιβληθεί αναίμακτα η έννομη τάξη.

Η τρίτη μεγάλη βάση των πλοίων του Π.Ν. ήταν η Μάλτα. Ο ανώτερος Ελληνας αξιωματικός της περιοχής, πλοίαρχος Σ. Τσιριμώκος Π.Ν. (ανώτερος διοικητής υποβρυχίων), με ανακοινωθέν του αποκήρυξε την ελληνική κυβέρνηση και δεν αναγνώρισε το ναύαρχο Βούλγαρη ως αρχηγό Στόλου, ενώ ακινητοποίησε τα εκεί ελλιμενισμένα πλοία («Κορινθία», «Σπέτσαι», «Νηρέας», «Ματρώζος», «Ναυαρίνο», «Πιπίνος»). Την 25 Απριλίου οι αξιωματικοί και τα πληρώματα που εγκατέλειψαν τα πλοία τους, τέθηκαν υπό περιορισμό στην ξηρά.

Ο πλοίαρχος Τσιριμώκος συνελήφθη από το Βρετανό ναύαρχο της Μάλτας, για την άρνησή του να υπακούσει στο φυσικό του αρχηγό (Έλληνα Α.Σ.) και αντικαταστάθηκε προσωρινά, από τους υποναύαρχο Γ. Μεζεβίρη (ανώτερο Έλληνα αξιωματικό Μάλτας) και πλοίαρχο Π. Αντωνόπουλο Π.Ν. (διοικητή υποβρυχίων). Περισσότεροι από τους μισούς άνδρες των στρατοπέδων, κατόπιν επιλογής, επέστρεψαν στα πλοία για να τα επανδρώσουν, κι έτσι το Α/Τ «Ναυαρίνο» κατάφερε να αποπλεύσει το απόγευμα της 25ης Απριλίου, αφήνοντας 93 από το πλήρωμά του υπό κράτηση στην ξηρά.

Οι Βρετανοί δηλώνουν στον ναύαρχο Μεζεβίρη ότι θα πάρουν το Υ/Β «Πι-πίνος», εφόσον δεν επανδρωθεί πλήρως από ελληνικό πλήρωμα, για να διατηρήσει τη μαχητική του ικανότητα. Η απειλή αποσοβείται και το «Πιπίνος» παραμένει υπό ελληνική σημαία, με τη χρησιμοποίηση αξιωματικών σε θέσεις... ναυτών.

Στις 25/4/44 ο Σ. Βενιζέλος παραιτείται και αναλαμβάνει πρωθυπουργός ο Γ. Παπανδρέου.

Οι επιτροπές των πολεμικών πλοίων που έπλεαν ή ελλιμενίζονταν στη Μεσόγειο, («Πίνδος», «Μιαούλης», «Θεμιστοκλής», «Κανάρης», «Β. Γεώργιος II», «Λήμνος», «Σάμος», «Χίος»), με πρωταγωνιστή το Α/Τ «Μιαούλης», δημιούργησαν, πλην των αρματαγωγών, προβλήματα στάσεων και ακινησίας τους, αλλά με επέμβαση μερικών κυβερνητών, του ανώτερου Έλληνα αξιωματικού Μάλτας και της ουσιαστικής βοήθειας των Βρετανών, αποκαταστάθηκε τελικά η ομαλότητα.

Αξίζει να μνημονευθεί ότι οι αξιωματικοί των Α/Τ «Μιαούλης» και του «Πίνδος» κατάφεραν να συμμετέχουν

τα πλοία τους στις πολεμικές επιχειρήσεις για δυο μήνες περίπου, ανεχόμενοι -με ιώβειο υπομονή- τις αθλιότητες και την εξευτελιστική συμπεριφορά των «επιτροπών».

Η διάβρωση έφθασε και στα πλοία που βρισκόντουσαν σε βρετανικά ύδατα και λιμένες. Στα υπό παραλαβή στην Αγγλία Α/Τ «Αιγαίο» και «Αστιγξ» σημειώθηκε στάση, που εξομαλύνθηκε με τη σύλληψη 6 αξιωματικών και 30 ανδρών του πληρώματος, οι οποίοι υποκινούσαν τους υπολοίπους σε ανταρσία.

Τα 9 ναρκαλιευτικά της διοικήσεως αντιναρκικής υπηρεσίας Συρίας, διατηρήθηκαν σε απόλυτη τάξη, αν και έγιναν προσπάθειες διαβρώσεως από τοπικές επιτροπές και κομμουνιστικούς παράγοντες.

Στις 2 Ιουνίου 1944 η δίμηνη πορεία του Πολεμικού Ναυτικού στο Γολγοθά της εμφύλιας αντιπαράθεσης, ολοκληρώθηκε.

Ακολούθησαν αλλεπάλληλα ναυτοδικεία και έκτακτα στρατοδικεία, τα οποία καταδίκασαν 32 από τους πρωταιτίους σε θάνατο, που μετατράπηκε αργότερα, σε ισόβια δεσμά. Πέντε αξιωματικοί τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, από 1,5 έως 3 μήνες, δέκα αποτάχτηκαν και τους επιβλήθηκαν διάφορες αυστηρές ποινές φυλακίσεως, ενώ οκτώ αποστρατεύτηκαν αυτεπάγγελτα.

Η περίοδος αυτή των στάσεων, ανταρσιών και κινημάτων, αποτελεί μια οδυνηρή δοκιμασία για το Πολεμικό Ναυτικό, πρωτόγνωρη στην παραδοσιακή πειθαρχία των επιτελείων και των πληρωμάτων των πολεμικών πλοίων, από της συστάσεώς του.

Τα πολιτικά πάθη, από οπουδήποτε και αν προέρχονται φανατίζουν ανεξέλεγκτα και οδηγούν σε πράξεις βίας, εις βάρος πάντα της εθνικής ομοψυχίας και με συνέπεια την αποδυνάμωση του Έθνους. Στη συγκεκριμένη περίοδο, που προαναφέρθηκε, δεν διακινδυνεύθηκε μόνο η ύπαρξη των πολεμικών μας πλοίων, αλλά και η μεταπολεμική θέση της Ελλάδας μεταξύ των συμμάχων της.

Οι ποταμοί αίματος που χύθηκαν στο βωμό του αγώνα, κινδύνευσαν να χαθούν από τις άφρονες ενέργειες ομάδων και σχηματισμών που έδρασαν πέρα από τα όρια του σεβασμού προς τη νόμιμη εξουσία.

Η έλλειψη σαφών εντολών και δυναμικών αποφάσεων από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της εποχής εκείνης, οδήγησαν στο αδιέξοδο και στην αποδυνάμωση του Ναυτικού. Ποτέ δεν πρέπει να ξαναγίνουν τα ίδια σφάλματα και να ξαναζήσουμε τις ίδιες αδελφοκτόνες καταστάσεις

Βιβλιογραφία:

• «Εκθεση επί της δράσεως του Ναυτικού κατά τον πόλεμο 1940 — 1944» — Τόμοι Α+Β — ΓΕΝ — 1953 αντιναυάρχου ε.α. Δ.Γ. Φωκά Π.Ν.

• «Ο Ναυτικός Πόλεμος του 1940 όπως τον έζησα» — Πυρσός Α.Ε. 1950, αντιναυάρχου ε.α. Ε.Π. Καββαδία Π.Ν.

• «1.023 Αξιωματικοί και 22 Κινήματα» Τόμοι Α+Β — Στυλιανού Χαρατσή — 1987.








http://emfilios.blogspot.gr/2011/11/blog-post_21.html
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…

Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

52
Το «παιδομάζωμα» στον Εμφύλιο

Περίπου 20.000 - 25.000 παιδιά μετακινήθηκαν το 1948 - 1949 από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας στις Λαϊκές Δημοκρατίες

Του Νικου Mαραντζίδη*

Στις 7 Μαρτίου 1948 η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση ανακοίνωσε την απόφασή της για την αποστολή παιδιών στις ανατολικές χώρες. Η οργάνωση των αποστολών είχε ξεκινήσει αρκετές εβδομάδες νωρίτερα μετά από απόφαση του ΚΚΕ. Σύμφωνα με την κομματική εφημερίδα «Εξόρμηση», «από τα μέσα Φλεβάρη ώς στις 5 του Μάρτη από 59 χωριά οι γονείς έδωσαν 4.784 παιδιά». Συνολικά αρκετές χιλιάδες παιδιά ηλικίας 5 - 13 ετών (20 - 25.000, ανάλογα με τις πηγές) μετακινήθηκαν το 1948 - 1949 από τον Δημοκρατικό Στρατό στις Λαϊκές Δημοκρατίες.

Η μετακίνηση εκτός Ελλάδας χιλιάδων παιδιών ενείχε έναν ισχυρό συμβολισμό, προβλέψιμα αξιοποιήσιμο από την ελληνική κυβέρνηση που προσέφυγε σε διεθνείς οργανισμούς καταγγέλλοντας το ΚΚΕ για την επιλογή του αυτή. Αναμφισβήτητα, στον πόλεμο της προπαγάνδας τα παιδιά αποτέλεσαν ιδιαιτέρως χρήσιμα εργαλεία. Απέναντι στην εμφανώς πολεμική προπαγάνδα των αντιπάλων του πως επρόκειτο για πράξη γενοκτονίας και γενιτσαρισμού, το ΚΚΕ αντέτεινε πως στόχος της επιχείρησης υπήρξε η σωτηρία των παιδιών από τα δεινά του πολέμου και πως οι γονείς έδωσαν τα παιδιά τους εθελοντικά. Την άποψη αυτή έχουν αναπαραγάγει αργότερα αρκετά στελέχη του ΔΣΕ που έγραψαν μαρτυρίες και απομνημονεύματα. Επρόκειτο για αμυντική στάση έναντι των καταγγελιών της κυβέρνησης της Αθήνας που υποστήριζε αντίθετα πως τα παιδιά «απήχθησαν βιαίως» με σκοπό τον αφελληνισμό τους.

Στην πραγματικότητα, πάντως, το ΚΚΕ αποφάσισε να μετακινήσει τα παιδιά εξαιτίας της δυσμενούς γι’ αυτό εξέλιξης της εμφύλιας σύρραξης και του προβλήματος των εφεδρειών που αντιμετώπιζε, παρά για ανθρωπιστικούς λόγους. Η απόφαση της μετακίνησης των παιδιών στηρίχθηκε, λοιπόν, πάνω σε στρατιωτική λογική και όχι σε ανθρωπιστική ανάγκη.

Υποχρεωτική στρατολογία γυναικών και εφήβων

Ο ΔΣΕ αντιμετώπιζε σοβαρότατο πρόβλημα προσέλευσης μαχητών. Οπως έγραφε ο ίδιος ο Μάρκος Βαφειάδης, η εθελοντική κατάταξη στον ΔΣΕ δεν αποτελούσε ούτε το 10% των νεοεισερχομένων στο αντάρτικο το 1947. Από ένα σημείο και μετά, όμως, οι αντάρτες δεν έβρισκαν άνδρες και εφήβους στα χωριά να στρατολογήσουν και έπαιρναν με το ζόρι ακόμη και γυναίκες και έφηβες. Με την πάροδο του χρόνου ο αριθμός των γυναικών ανταρτισσών αυξήθηκε δραματικά. Την άνοιξη του 1949 οι γυναίκες αποτελούσαν το 30% των μάχιμων και το 70% των βοηθητικών στις μονάδες του ΔΣΕ. Ομως, η υποχρεωτική στρατολογία δεν μπορούσε να έχει την κανονικότητα του επίσημου κράτους. Μια τέτοια κανονικότητα θα σήμαινε στράτευση με βάση ηλικιακές σειρές, φροντίδα για κάποιες ειδικές κατηγορίες του πληθυσμού κ.ά. Αντίθετα, η στρατολογία στον ΔΣΕ ήταν άτακτη χρονικά και γεωγραφικά και βασιζόταν κυρίως στις ξαφνικές βραδινές εισβολές των ανταρτών σε χωριά και κωμοπόλεις ή στις ενέδρες που έστηναν σε τόπους παζαριών των χωρικών. Μπαίνοντας σε κατοικημένες περιοχές οι στρατολόγοι του ΔΣΕ εισέβαλλαν στα σπίτια των κατοίκων αναζητώντας ό,τι υπήρχε διαθέσιμο. Ο παρακάτω κατάλογος οδηγιών προς στρατολογητές είναι χαρακτηριστικός:

«1. Να ψάχνουμε καλά μία μία γωνιές, κάμαρες, αποθήκες, αποχωρητήρια, κρυψώνες, καταφύγια. 2. Να μην ξεγελιώμαστε από κεράσματα και ξεχνάμε το καθήκον της στρατολογίας δίνοντας καιρό να κρύψουν τα παιδιά τους. 3. Να χρησιμοποιούμε πονηρίες π.χ. θα γκρεμίσουμε το σπίτι γιατί είναι ανάγκη για τη μάχη. 4. Η στρατολογία θα γίνεται θαρρετά κατά τη διάρκεια της μάχης. 5. Να προετοιμασθούμε ποιες μαχήτριες θα δώσουμε για συνεργεία στρατολογίας. 6. Να τους προετοιμάσουμε τι να πουν στις μάνες όταν κλαίνε για να τους δώσουν τα κορίτσια τους μ’ εμπιστοσύνη. 7. Να μην κάνουμε πλιάτσικο. 8. Να είμαστε χτενισμένες, πλυμένες, περιποιημένες όταν πάμε για στρατολογία».

Η απόφαση του «παιδομαζώματος», λοιπόν, ελήφθη, προκειμένου οι γονείς των παιδιών και ιδιαίτερα οι μάνες να μπορούν να πολεμήσουν απρόσκοπτα και με μειωμένο τον κίνδυνο λιποταξίας. Ηταν ένα είδος ομηρίας, η πιο σίγουρη λύση ώστε ο ΔΣΕ να διασφαλίσει την αφοσίωση των ανταρτών του. Σε αυτό συνηγορούν και τα στοιχεία που δείχνουν πως πολλά από τα παιδιά είχαν γονείς ή αδέλφια στο αντάρτικο. Ετσι, με τα παιδιά «μέσα» οι γονείς δεν μπορούσαν να λιποτακτήσουν και να φύγουν εκτός περιοχών που ήλεγχε το αντάρτικο.

Επιπλέον, ο εθελοντικός χαρακτήρας αυτής της μετακίνησης υπήρξε περιορισμένος χρονικά. Ο ΔΣΕ επέτρεψε την εθελοντική μετακίνηση των παιδιών μόνο σε πρώτη φάση. Στη συνέχεια, από τα μέσα του 1948, πιθανότατα επειδή δεν υπήρξε η απαραίτητη ανταπόκριση, οι γονείς υποχρεώθηκαν να παραδώσουν τα παιδιά τους. Η διάσημη προσωπική ιστορία της Ελένης Γκατζογιάννη στον Λια δεν είναι παρά μία από τις πολλές τραγωδίες του «παιδομαζώματος».

Πολλά παιδιά χάθηκαν κατά τη μεταφορά

Η μετακίνηση των παιδιών προς τις Λαϊκές Δημοκρατίες δεν υπήρξε χωρίς προβλήματα. Η μεταφορά τους, μέσα από τους ορεινούς όγκους της Βόρειας Ελλάδας, ενείχε μεγάλους κινδύνους για τη σωματική ακεραιότητα των παιδιών. Παρά τις εκκλήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ προς τις σοσιαλιστικές χώρες για άμεση βοήθεια και την ανταπόκριση αυτών, χιλιάδες παιδιά υπέφεραν από την πείνα, το κρύο και τις ατελείωτες πορείες. Μαρτυρίες αναφέρουν πως σημαντικός αριθμός παιδιών πέθανε ή χάθηκε στον δρόμο.

Το θέμα του «παιδομαζώματος» συνδέεται άμεσα με το ζήτημα των ανήλικων μαχητών του ΔΣΕ. Ο κόσμος των ανήλικων ανταρτών παραμένει σχεδόν ανεξερεύνητος. Για τη στρατολόγηση και την πολεμική δράση τους βρίσκει κανείς σκόρπιες πληροφορίες. Από τα στοιχεία, πάντως, που διαθέτουμε υπολογίζουμε πως το 1949 ένας στους πέντε μαχητές του ΔΣΕ ήταν σίγουρα 18 ετών και κάτω.

Στον κομματικό Τύπο το θέμα παρουσιαζόταν ωραιοποιημένα. Αρθρα όπως αυτό για την 15χρονη Αλίκη που υπηρετούσε στην Πολιτοφυλακή «και η επιμονή της για τη δουλειά έχει κάνει σ’ όλους εντύπωση» φρόντιζαν να εξιδανικεύουν την κατάσταση. Αναφορές στελεχών μιλούσαν για 15χρονα «παιδιά του Κόμματος» που είχαν μπει στον αγώνα και είχαν καιρό να δουν την οικογένειά τους. Ομως περισσότερο από ρομαντισμό η κατάσταση αποκάλυπτε μια ωμή στρατιωτική επιλογή.

Κάτω των 14 ετών

Σε στρατόπεδα της Ανατολικής Ευρώπης συγκεντρώθηκαν παιδιά και έφηβοι προκειμένου να εκπαιδευτούν και να αποσταλούν στα μέτωπα του Γράμμου και του Βίτσι. Η απόφαση αυτή, που αναμφίβολα ήταν από τις πλέον σκληρές του πολέμου, πάρθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ σε πλήρη γνώση των Λαϊκών Δημοκρατιών που οργάνωσαν τα στρατόπεδα αυτά. Από τα αρχεία του ΚΚΕ μαθαίνουμε πως στη Βουλγαρία, στις αρχές του 1949, ο κομματικός υπεύθυνος διάλεξε 88 από τα 400 αγόρια του στρατοπέδου προκειμένου να τα στείλει στο βουνό να πολεμήσουν. Τα περισσότερα από τα παιδιά που εστάλησαν ήταν κάτω των 14 ετών. Ηταν τόσο καχεκτικά ώστε προκλήθηκε η αντίδραση ακόμη και της κομματικής ηγεσίας, η οποία εκτός του ότι έκρινε τα παιδιά ακατάλληλα να πολεμήσουν θεώρησε πως «ο ερχομός τους μας δημιουργεί μεγάλα ζητήματα». Στην Τσεχοσλοβακία εκατοντάδες Ελληνες έφηβοι ηλικίας 16 έως 18 ετών συγκεντρώθηκαν σε στρατόπεδο της Μπρατισλάβα την άνοιξη του 1949 προκειμένου να σταλούν στην Ελλάδα. Το σχέδιο τελικά δεν υλοποιήθηκε «λόγω των εξελίξεων στη Γιουγκοσλαβία». Εντέλει, από γιουγκοσλαβικές και πολωνικές πηγές υπολογίζεται πως περίπου 2.000 παιδιά στάλθηκαν στα μέτωπα του εμφυλίου εκπαιδευμένα σε αυτά τα στρατόπεδα.

Αγνωστος ο συνολικός αριθμός των θυμάτων

Πόσα από τα παιδιά αυτά σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή συνελήφθησαν με το όπλο στο χέρι και στάλθηκαν φυλακή ή εξορία δεν γνωρίζουμε. Επίσης δεν γνωρίζουμε πόσα από τα μεταφερόμενα στις ανατολικές χώρες παιδιά χάθηκαν στον δρόμο, πεθαίνοντας από τις κακουχίες, το κρύο ή τους βομβαρδισμούς. Από γραπτές μαρτυρίες γνωρίζουμε πως πολέμησαν και σκοτώθηκαν μικρά παιδιά στο βουνό, ενώ άλλα τα έπιασε ο στρατός με το όπλο στο χέρι.

Στα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού έχει εντοπιστεί πως υπήρχε ένας αξιομνημόνευτος αριθμός κρατουμένων ανηλίκων σε στρατόπεδα και φυλακές. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ένας αριθμός από αυτούς τους ανήλικους κρατουμένους είχαν συλληφθεί ως αντάρτες.

Στις Λαϊκές Δημοκρατίες πολλά από τα παιδιά του «παιδομαζώματος» αντιμετωπίστηκαν με στοργή και αξιοπρέπεια. Μορφώθηκαν και ενσωματώθηκαν στις κοινωνίες υποδοχής χωρίς να χάσουν την ελληνική τους ταυτότητα. Αρκετά επούλωσαν τα τραύματά τους και θυμούνται τις παιδικές τους στιγμές στους παιδικούς σταθμούς με νοσταλγία. Ομως αυτό είναι πραγματικά μια άλλη ιστορία.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου (Πράγα) και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.








http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_art ... 012_492162
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…

Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

53
ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ, ΜΙΑ ΠΛΗΓΗ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ
Εικόνα
Παιδομάζωμα
Τα αίτια του παιδομαζώματος συνδέονται στενά με τις αποφάσεις της Τρίτης Ολομέλειας για αύξηση του αριθμού των ανταρτών σε 60.000. Προκειμένου να απαλλαγούν οι γονείς απο τη φροντίδα των παιδιών και έτσι να διευκολυνθεί η στρατολόγηση τους στο Δημοκρατικό Στρατό. Τα παιδιά στέλνονταν με τη βία στις Ανατολικές Χώρες, όπου μελλοντικά θα μπορούσαν να αποτελέσουν και ένα στρατιωτικό δυναμικό για το Δημοκρατικό Στρατό. Επί πλέον, ο Δημοκρατικός Στρατός ανέμενε την ανοιξη του 1948 ευρεία επιχείρηση από τον κυβερνητικό στρατό και εκκένωνε τις περιοχές που ήλεγχε.
Έκθεση του Grozev (μέλους της ΚΕ του ΚΚ Βουλγαρίας, ΣτΜ) για την κατάσταση των ελληνοπαίδων στη Βουλγαρία, Απρίλιος 1948.
Μέχρι σήμερα η άφιξη και η εγκατάσταση των ελληνόπουλων έχει ως εξής:
1. Banja/ στη στέγη της οργανωσης βοήθειας -203
2. Plovdiv/στην παλαιά κοινοτική διοίκηση -200
3. Hisara/ στα θέρετρα της οργάνωσης βοήθειας -170
4. Stara Zagora/ -75
5. Μέσω Vraca στο Varsec-Belogracik -450
Τα παιδιά έχουν ηλικία από 9 μέχρι 15 ετών. Όσα ήρθαν, είναι υγιή και έχουν καλή όψη, φαίνεται ότι δεν πεινούν. Για την τακτοποίηση τους χρειαζόμαστε ακόμα: 300 κρεβάτια, 300 στρώματα, 600 κουβέρτες, εσώρουχα, ρουχισμό, φάρμακα και εκπαιδευτικό προσωπικό.
Με τους έλληνες εκπροσώπους στο Δευτερο Συνέδριο του Πατριωτικού Μετώπου συμφωνήσαμε να δεχτούμε ακόμα 1000 παιδιά. Όμως με την άφιξη της ελληνικής νεολαίας, υπεύθυνης για την οργάνωση της προώθησης των παιδιών στις γειτονικές χώρες, και την πρόταση της Κεντρικής Επιτροπής του Συμβουλίου της Νεολαίας του Λαού αποφασίστηκε να αυξηθεί ο αριθμός τους σε 3-4000. Κατά τις πληροφορίες μας ο αριθμός των ελληνοπαίδων θα είναι πολύ πιο μεγάλος, γιατί ο Δημοκρατικός Στρατός παίρνει όλα τα παιδιά από τις κατοικήσιμες περιοχές στις οποίες μπορεί να φθάσει και τα μεταφέρει στις δικές μας, ιδίως στην
περιοχή της Θράκης (Υπογράμμιση του μεταφραστή-ΣΣ).
Επί του παρόντος η μεταφορά γίνεται κυρίως μέσω του Ivajlovgrad και Krumovgrad, όπου περιμένουμε να αυξηθεί η μεταφορά των παιδιών. Περιμένουμε να έλθουν παιδιά και από το Πετρίτσι και το Νευροκόπι.
Η υποδοχή των παιδιών συναντά μεγάλες δυσκολίες. Τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού της Ελλάδας μεταφέρουν {παιδιά} στις περιοχές μας, ακόμα και χωρίς να {μας} πληροφορούν. Στα μέρη αυτά δεν υπάρχουν μεταφορικά μέσα, τα απαραίτητα τρόφιμα και ο ρουχισμός. Η μεγαλύτερη δυσκολία για την εγκατάσταση των ελληνοπαίδων είναι η έλλειψη χώρου, κρεβατιών, κουβερτών, σεντονιών και μαξιλαριών.
Η Ανώτατη Επιτροπή Υποστήριξης του Ελληνικού Δημοκρατικού Λαού ζήτησε από τις κοινωνικές οργανώσεις να ανακοινώσουν ποιοι χώροι και υλικά για επίπλωση μπορούν να παραχωρηθούν για χρήση. Λάβαμε την απάντηση ότι μονάχα η οργάνωση βοήθειας παραχώρησε του χώρους της και υλικό για επίπλωση, πράγμα όμως που είναι εντελώς ανεπαρκές. Τίποτα περισσότερο δεν μπορεί vu δώσει. Ο Ερυθρός Σταυρός επίσης βοηθά με κρεβάτια και κουβέρτες. Οι άλλες όμως κοινωνικές οργανώσεις δεν ανταποκρίθηκαν, παρόλο που, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, είχαν τη δυνατότητα να παραχωρήσουν μερικά από τα θέρετρά τους για τον παραπάνω σκοπό. Για παράδειγμα ο Rajko Damjanov εκ μερους των Γενικών Συνδικατων απάντησε ότι κανένας χώρος εγκατάστασης δεν μπορεί να παραχωρηθεί για τα ελληνόπουλα.
Για το λόγο αυτά είναι απαραίτητο:
1. Να παραχωρηθούν στα ελληνόπουλα μερικά από τα θέρετρα των κοινωνικών οργανώσεων και υπηρεσιών μετά από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Προτείνονται μερικά θερετρά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Φυσικά η υποδοχή ενός μεγάλου αριθμού ελληνόπουλων θα επιβάλει να περιοριστεί η αποστολή στα θέρετρα των οργανώσεων ακόμα και των παιδιών μας που ανήκουν στη Νεολαία των Σεπτεμβριστών.
2. Το Υπουργείο Άμυνας και το Υπουργείο Εσωτερικών να διαθέσουν ορισμένο αριθμό κρεβατιών, στρωμάτων και κουβερτών, όπως επίσης και τα μεταφορικά μεσα.
3. Το Υπουργείο Παιδείας και το Συμβούλιο του Εργατικού Κόμματος να ορίσουν έναν αριθμό δασκάλων. Συμφωνήσαμε να μάθουν και τη βουλγαρική γλώσσα.
4. Το Υπουργείο Υγείας να φροντίσει για το απαραίτητο ιατρικό προσωπικό στα κοινόβια των ελληνόπουλων.
5. Θα είναι απαραίτητο να επιτρέψουμε στα ανάλογα κρατικά όργανα να εκδώσουν διαταγές για τρόφιμα, ιδίως γάλα, όπως επίσης και για ρουχισμό, εσώρουχα, σεντόνια για τις ανάγκες των ελληνόπουλων.
6. Είναι πραγματικά αναγκαίο να συγκροτηθεί ειδική επιτροπή για την εγκατάσταση των ελληνόπουλων, όχι από επίτιμα μελη, αλλά από ανθρώπους που στην πράξη θα επωμιστούν την εγκατάσταση. Για το λόγο αυτό η επιτροπή που προτείνεται από την οργάνωση βοήθειας και την Ένωση της Νεολαίας του Λαού πρέπει να παραμείνει στη σύνθεση αυτή.
Τελευταία λάβαμε την πληροφορία ότι στη χώρα μας θα φθάσει μεγάλη μάζα προσφύγων από γυναίκες και γέρους. Μονάχα από την περιοχή του Διδυμότειχου, του Σουφλίου και της Κομοτηνής θα αφιχθούν περίπου 10.000 άτομα. Αυτό γίνεται διότι ο Δημοκρατικός Στρατός με τη βία εκτοπίζει τον πληθυσμό από τις περιοχές αυτές και τον στέλνει στα δικά μας εδάφη. (Υπογράμμιση του μεταφραστή. ΣΣ). Η εξουσία πρέπει επίσης να φροντίσει για τον τόπο εγκατάστασης και εργασίας τους.
Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι σε μια τέτοια μάζα προσφύγων θα διεισδύσουν πολλοί φασίστες, πράκτορες της ξένης κατασκοπείας. Επιστήσαμε την προσοχή στους έλληνες υπεύθυνους συντρόφους ότι ένας τέτοιος τρόπος δημιουργίας προσφύγων είναι άσκοπος και για μας και γι’ αυτούς. Αλλά είμαστε σίγουροι ότι δε θα ακούσουν τη γνώμη μας. Το Υπουργείο Εσωτερικών θα πρέπει να ασχοληθεί με την εγκατάσταση τους.
Πολλές βουλγαρικές οικογένειες εξέφρασαν την επιθυμία να αναλάβουν την φροντίδα των ελληνόπουλων, όμως οι έλληνες σύντροφοι δεν είναι σύμφωνοι.
Θέλουν τα παιδιά να μένουν σε κοινόβια με σκοπό η διαπαιδαγώγηση τους να είναι ελληνική, παρόλο που οι άνθρωποι που συνοδεύουν τα παιδιά είναι εντελώς απροετοίμαστοι.
Πηγή, CDA-CPAF.l,Op.7,Arh.Ed. 1365.
Ραδιοτηλεγράφημα (6.11.1948) του Kisinevskij (μέλους της Κεντρικής
Επιτροπής του ΚΚ Ρουμανίας, ΣτΜ) προς τον Ganev (μέλους της ΚΕ του ΚΚ Βουλγαρίας, ΣτΜ) για την αποστολή παιδιών από τη Ρουμανία στη Βουλγαρία.)
Παρακαλώ να μας ανακοινώσετε αν και πότε μπορείτε να δεχτείτε 73 ελληνόπουλα ηλικίας 17 ετών, από τα οποία, όπως μας ανακοίνωσαν, εχει ανάγκη ο σύντροφος Κώστας.
Πηγή, CD-4-CR4, F.I, Op.7,Arh.Ed. 1372.
Ραδιοτηλεγράφημα-απάντηση (12.11.1948) του Ganev προς τον Kisinevskij για την επιστροφή των ελληνοπαίδων στη Βουλγαρία.
Είμαστε σύμφωνοι να δεχτούμε τα 73 ελληνόπουλα. Μπορείτε να τα στείλετε μεσω Dobric τη Δευτέρα ή την Τρίτη. Θα σας ανακοινώσουμε συμπληρωματικά την ακριβή μέρα. Με τον ίδιο τρόπο, την ίδια ώρα θα σας αποστείλουμε περίπου 140 ελληνόπουλα.
Πηγη, CDA-CPA, F.I, Op.7, Arh.Ed. 1372.
Ραδιοτηλεγράφημα (3.12.1948) του Teohari Georgescu (μέλους του ΚΚ
Ρουμανίας, ΣτΜ) προς τον Ganev για την αποστολή ελληνόπουλων στη Βουλγαρία.
Παρακαλώ να μας ανακοινώσετε πότε μπορείτε να δεχτείτε μια ομάδα 71 ελληνόπουλων. Μετά τις πληροφορίες που παραλάβαμε από σας τα στέλνουμε επειγόντως από το Βουκουρέστι στη Βουλγαρία. Θα σας ενημερώσουμε συμπληρωματικά για την ημέρα.
Πηγή, CDA-CPA, F.1, Ορ.7′, Arh.Ed.1370.
Ραδιοτηλεγράφημα (6.12.1948) του Ganev προς τον Τ. Gorgescu για την αποστολή 150 τραυματιών στη Ρουμανία και την παραλαβή των ελληνοπαίδων.
Στις 10 Δεκέμβριου στέλνουμε στρατιωτικό βαγόνι με 150 τραυματίες. Προετοιμαστείτε να υποδεχτείτε τον αριθμό αυτό στην Cernavoda. Την ίδια μέρα παραδώστε μας τα 71 παιδιά. Περιμένουμε επειγόντως τα βενζινοφόρα.
Πηγή, CDA-CPA, F.1, Ορ.7, Ar.Ed.1370.
Ραδιοτηλεγράφημα (4.12.1948) του Ganev προς τον Ζαχαριάδη για την παραχώρηση 15 φορτηγών.
Σας διαθέτουμε 15 φορτηγά. Δώστε οδηγίες στους ανθρώπους σας για τη χρήση τους.
Πηγή, CDA-CPA, F.I, Op.7, Arh.Ed.1371.
Ραδιοτηλεγράφημα-απάντηση του Ζαχαριάδη (4.12.1948) προς τον Ganev για τα φορτηγά.
Λάβαμε το τηλεγράφημα σας. Ήδη δώσαμε εντολή στον Κώστα για τα αυτοκίνητα. Επιθυμούμε να φορτωθεί στα καμιόνια το υλικό από την Τσεχοσλοβακία, που βρίσκεται σε μια πόλη σας. Για το ζήτημα αυτό γνωρίζει ο Κώστας.
Πηγή,CDA-CPA, F.I, Op.7,Arh.Ed.l371.
Αλλά και ένας Κομμουνιστής εκ των ηγετών του παιδομαζώματος τα είχε πει αυτά από το 1961.
Τελικά τα παιδάκια αυτά πολέμησαν στο Βίτσι και κάποια συνελήφθηκαν αιχμάλωτα.
Εικόνα
Ή σκληρή μοίρα των «νεοσύλλεκτων».
Οι στρατολογηθέντες στη Ρουμανία μαθηταί, επεβιβάσθησαν σε Ρουμανικά αυτοκίνητα και δια μέσου του Γιούργεβο πέρασαν στή Βουλγαρία. Τα πήραν άλλα αυτοκίνητα και τα οδήγησαν στο στρατόπεδο των φυγάδων του Κ.Κ.Ε. στή Βουλγαρία.
Εκεί έφεραν και άλλα παιδιά από τα άλλα μέρη τής Βουλγαρίας. Τά ξανάβαλαν σε αυτοκίνητα και διά μέσου Βουλγαρίας και Σερβίας, έφθασαν στην περιοχή του Βίτσι.
“Υπεβλήθησαν σε ασκήσεις και έλαβαν μέρος σέ μάχες. Μερικά έδειξαν δειλία στο άκουσμα του πρώτου πυροβολισμού και βόμβας αεροπλάνου.
“Ελήφθη τότε νέα άποφασις. Τα κάπως Θαρραλέα διεσκόρπισαν σέ λόχους πεπειραμένων συμμοριτών, τα δε «δειλά» τα συνεκέντρωσαν, τα έστειλαν στην Αλβανία και από εκεί πάλιν στην Βουδαπέστη στα χέρια μας, διά «μετεκπαίδευσιν».
Η στρατιωτική μονάδα που είχε συγκροτηθεί στό Φάτσανο της Βουδαπέστης, δεν πρόλαβε νά κατέλθει στην Ελλάδα, διότι δεν επέτρεπαν την διέλευσίν της οι Γιουγκοσλάβοι, δεδομένου οτι αι σχέσεις τότε της Γιουγκοσλαβίας και των χωρών του Παραπετάσματος δέν ήσαν όμαλαί. Κι’ έτσι οί νέοι αυτοί, δεν είχαν τήν «τύχην» να πολεμήσουν εναντίον της πατρίδος των, όπως οι συνάδελφοι τους της Ρουμανίας και Βουλγαρίας!
Στην Τσεχοσλοβακία είχαν επισημανθεί τα πιο μεγάλα παιδιά, άλλα περίμεναν να φύγουν από την Ουγγαρία τα άλλα και τότε να φύγουν αυτά. Συνεπώς έμειναν και αυτά, ακολουθούντα τήν Ιδίαν τύχην των άλλων της Ουγγαρίας.
Η έκθεση του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού
Σύμφωνα με έκθεση του προέδρου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού προς τη Βαλκανική Επιτροπή που ερευνούσε τις συνοριακές τριβές της Ελλάδας με τους βόρειους γείτονές της, «…η εν ευρεία κλίμακι εκτέλεσις του αδικήματος της φυλοκτονίας ήρχισεν από των τελευταίων μηνών του 1947 και καθ΄ όλον το 1948 », αφορούσε δε « μικρούς Ελληνόπαιδας από ηλικίας 5 ετών και άνω ».
Ο συνολικός αριθμός των παιδιών, σύμφωνα με στοιχεία της Ligue des Societes de la Croix Rouge, την 1η Δεκεμβρίου του 1948 ανήρχετο σε 24.696 και ήταν κατανεμημένος ως εξής: 2.000 σε στρατόπεδα της Αλβανίας, 2.650 στη Βουλγαρία, 3.000 στην Ουγγαρία, 3.801 στη Ρουμανία, 2.235 στην Τσεχοσλοβακία και 11.000 στη Γιουγκοσλαβία. Στις 27 Νοεμβρίου του 1948, κατόπιν ενεργειών της ελληνικής κυβέρνησης, η Γ΄ Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ που συνεδρίασε στο Παρίσι αποφάσισε « όπως συστήση τον επαναπατρισμόν των εκτός των εστιών αυτών ευρισκομένων Ελληνοπαίδων εφ΄ όσον ήθελον ζητήση τούτο τα παιδία ταύτα, οι γονείς των, ή τούτων μη υπαρχόντων,οι πλησιέστεροι συγγενείς των ». Η επιμέλεια για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού και της αποκαταστάσεως της επαφής μεταξύ της Ελλάδας και των «δορυφόρων κρατών της» ανετέθη από τον ΟΗΕ στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό (ΙCRC) και στην προαναφερθείσα Ένωση (Ligue) των Εθνικών Ερυθρών Σταυρών.




http://thesecretrealtruth.blogspot.com/ ... _7046.html
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…

Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

54
ΚΚΕ, ΑΚΕΛ και Κύπρος

Ενώ το ΚΚΕ ήταν υπέρμαχο της αυτοδιάθεσης όσων μη ελληνικών πληθυσμών ζούσαν επί ελληνικού εδάφους (Αλβανοτσάμηδες, Σλαβομακεδόνες), στην περίπτωση των ελληνικών πληθυσμών που δεν κατοικούσαν στον ελλαδικό χώρο και είχαν το ίδιο ακριβώς αίτημα και με πολύ ισχυρότερα ιστορικά τεκμήρια, το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν επέδειξε την ίδια κατανόηση. Μια κατανόηση, που έστω και προσχηματικά και κάτω από τον μανδύα της κομμουνιστικής ιδεολογίας, είχε επιδείξει κατά το παρελθόν η εβραιοκίνητη Φεντερασιόν για το αίτημα της Κρήτης για Ένωση με την Ελλάδα. Όπως και στις περιπτώσεις των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Βορείου Ηπείρου, έτσι και στην περίπτωση της Κύπρου, το ΚΚΕ αντιτέθηκε πλήρως στο αίτημα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση και ένωση με την Ελλάδα. Το ΚΚΕ, χαρακτηρίζει, μέσω του «Ριζοσπάστη» (18 Νοεμβρίου 1929), τους Κύπριους που αγωνιζόταν για την Ένωση, «τσαρλατάνους» και «εκμεταλλευτές εμποροτοκογλύφους», και καλεί τους Κύπριους αγρότες ν’ αγωνιστούν εναντίον της Ένωσης, την οποία χαρακτηρίζει «ελληνικό ιμπεριαλισμό»…

[...] Ποιοι φωνάζουν σήμερα για την Ένωση; Φωνάζουν όλοι οι εκμεταλλευτές εμποροτοκογλύφοι, πλούσιοι χωριάτες, δεσποτάδες και τα τσιράκια τους ψευτοδημοσιογράφοι. Και φωνάζουν γιατί έχουν οικονομικά συμφέροντα από την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Και φωνάζουν, γιατί με τις φωνές και τον θόρυβο περί την Ένωση, κατορθώνουν ν’ αποσπούν την προσοχή των ληστευομένων απ’ αυτούς χωρικών σε άλλα ζητήματα, γιατί στον αγώνα για την Ένωση κάνουν ενιαίο μέτωπο με τους φτωχούς και μεσαίους χωριάτες, κατορθώνουν να πνίγουν τις ταξικές αντιθέσεις και την ταξική πάλη των εκμεταλλευομένων εναντίον τους. [...]

Το ελληνικό κεφάλαιο, ενωμένο μαζί με το κυπριακό κεφάλαιο, εκμεταλλεύονται από κοινού τον Κύπριο αγρότη και εργάτη. Να που βρίσκεται η μια από τις δυο αιτίες που κάνουν τους Λανίτιδες και τους άλλους ενωτικούς τσαρλατάνους να φωνάζουν.

Η φτωχή όμως εργαζόμενη αγροτιά και οι εργάτες της Κύπρου δεν έχουν κανέναν λόγο να ζητάνε την ένωση με την Ελλάδα. Δεν πρόκειται να πετύχουν τίποτε άλλο από την αντικατάσταση της αγγλικής ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσής τους από μια άλλη, την ελληνική. [...]

Αγώνας ενάντια στον αγγλικό ιμπεριαλισμό, ενάντια στους ντόπιους εκμεταλλευτές, ενάντια στην Ένωση που είναι νέος ιμπεριαλιστικός ζυγός. Να ποια θα είναι η πολιτική γραμμή που θ’ ακολουθούν η φτωχή εργατιά και οι εργάτες της Κύπρου. [...]

Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου (μετέπειτα ΑΚΕΛ [«Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού»]), βαδίζει πάνω στην ίδια πολιτική γραμμή με το «αδελφό» ΚΚΕ και κατεβαίνει στις εκλογές του 1930 με βασικό σύνθημα την «Αυτόνομη Κύπρο». Αποτυγχάνει όμως παταγωδώς και αναπροσαρμόζει το σύνθημα, χωρίς και πάλι να κάνει λόγο για Ένωση με την Ελλάδα, όταν αυτό ήταν το κοινό εθνικό αίτημα στην Κύπρο: «Για μια ελεύθερη και ανεξάρτητη Κύπρο μέσα στα πλαίσια της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας των Βαλκανίων».

Ο ομφάλιος λώρος των Κύπριων κομμουνιστών -όπως και των Ελλαδιτών «συντρόφων» τους- οδηγεί στο γνωστό σημείο: «Ο λαός μας αγαπά την Σοβιετική Ένωση σαν την μεγάλη του πατρίδα» («Θεωρητικός Δημοκράτης» [έντυπο προσκείμενο στο ΑΚΕΛ], Δεκέμβριος 1952).

Η ανθενωτική πολιτική του ΚΚΚ είναι σαφής και τα μέλη του την ακολουθούν κατά γράμμα: «Την στιγμή κατά την οποία εζητωκραύγαζον ενθουσιωδώς υπέρ του Έθνους και της Ενώσεως, κομμουνισταί τίνες οι οποίοι λίαν πρωί και λάθρα ύψωσαν κομμουνιστική σημαία επί του ιστού του Γυμνασίου (σ.σ.: στην Λεμεσό), ήρχισαν να φωνάζουν «Κάτω η Ελλάς, κάτω η Ένωσις»» («Ελευθερία», 18 Μαρτίου 1931).

Την ανθενωτική πολιτική του ΚΚΚ, θα ενισχύσει το Δεκέμβριο του 1934, το ΚΚΕ με ένα μανιφέστο που εκδίδει η 2η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής και έχει κοινούς αποδέκτες τους Βορειοηπειρώτες (υπό αλβανική κατοχή), τους Δωδεκανήσιους (υπό ιταλική κατοχή) και τους Κύπριους (υπό βρετανική κατοχή), βαπτίζοντας την λαχτάρα για ελευθερία «φαρμάκι του εθνικισμού»: «Βορειοηπειρώτες, Κύπριοι, Δωδεκανήσιοι! Μην σας δηλητηριάζει το φαρμάκι του εθνικισμού! Μη σας τυφλώνει ο υπερπατριωτισμός των Ελλήνων εκμεταλλευτών φίλων των ιμπεριαλιστών της Αγγλίας και της Ιταλίας. Δεν βλέπετε ότι εδώ ο Έλληνας εργάτης και αγρότης δεν περνά καλύτερα από τον εργαζόμενο στην πατρίδα σας;» («Πέντε χρόνια αγώνες 1931-1936», ΚΚΕ, 1945).

Το 1935, το ΚΚΚ θα κάνει έναν τακτικό ελιγμό και θα αναπροσαρμόσει και πάλι το κεντρικό του σύνθημα: «Ένωση της Κύπρου με την δημοκρατική Ελλάδα». Το σύνθημα αυτό, αφ’ ενός έρχεται σε σύμπνοια με το κοινό εθνικό συναίσθημα κι αφ’ ετέρου βάζει έναν αστερίσκο (δημοκρατική=κομμουνιστική) που ικανοποιεί τις αρχές του κόμματος και τους μακροπρόθεσμους στόχους, έστω κι εν μέρει (ένωση μια κομμουνιστικής Κύπρου με μια κομμουνιστική Ελλάδα και στην συνέχεια ενσωμάτωση στην Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία, πάντα υπό την επίβλεψη της «μάνας» Σοβιετικής Ένωσης).

Το 1945, το ΚΚΚ (που έχει μετονομαστεί από το 1941 σε ΑΚΕΛ), εγκαταλείπει κι αυτό το σύνθημα, καθώς στην Αθήνα, η προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας με στρατιωτικά μέσα, τα γνωστά «Δεκεμβριανά», είχε ατυχή έκβαση για το ΚΚΕ. Απομακρύνονταν έτσι το όραμα της κομμουνιστικής Ελλάδος, οπότε δεν υπήρχε λόγος ένωσης. Υιοθετεί την πρόταση των Βρετανών για «αυτοκυβέρνηση», κάτι που απορρίπτει σύσσωμος ο ελληνοκυπριακός κόσμος και η Εθναρχία. Το ΑΚΕΛ συμμετείχε μάλιστα στην «Συσκεπτική», ένα είδος ψευδοβουλής που δημιούργησαν οι Βρετανοί στα πλαίσια της ιδέας της «αυτοκυβέρνησης». Το εγχείρημα αυτό απέτυχε και τον Ιανουάριο του 1949, το ΑΚΕΛ θα αναγκαστεί να παραδεχθεί πως «Το λάθος της αυτοκυβέρνησης από μέρους της λαϊκής εθνικοαπελευθερωτικής παράταξης, προκάλεσε κάποια σύγχυση στον λαό μας και έδωσε μια ανάπαυλα στον βρετανικό ιμπεριαλισμό, που την χρησιμοποίησε κατάλληλα», κάτι που επανέλαβε κι αργότερα, τον Αύγουστο του 1953, μέσα από το έντυπό του, «Νέος Δημοκράτης»: «Το κόμμα ρίχτηκε ξανά στον δρόμο της αυτοκυβέρνησης, έναν συγχυσμένο δρόμο, που το αποξένωσε από τις λαϊκές μάζες και προκάλεσε την καθολική αντίδρασή τους». Το σύνθημα της Ένωσης επανήλθε, όχι όμως χωρίς λόγο. Στην Ελλάδα μαίνονταν ο Εμφύλιος Πόλεμος και το ΑΚΕΛ πίστευε πως θα επικρατούσε ο Δημοκρατικός Στρατός και το ΚΚΕ: «Η νίκη του Δημοκρατικού Στρατού είναι κοντά. Η νίκη αυτή, θα είναι για τον ελληνικό και τον κυπριακό λαό, μια μεγάλη νίκη» («Νέος Δημοκράτης», Ιανουάριος 1949). Με την ήττα του ΚΚΕ στον Εμφύλιο, το σύνθημα του ΑΚΕΛ για Ένωση, παίρνει και πάλι έξωση, παρ’ ότι το κόμμα συμμετείχε στο δημοψήφισμα του 1950 για την Ένωση (μια επιλογή μονόδρομος, κάτω από το βάρος της κοινής γνώμης και του λαϊκού συναισθήματος).

Τον Νοέμβριο του 1951, το ΚΚΕ, μέσα από το έντυπό του «Νέος Κόσμος», εκφράζει τη θέση πως οι κομμουνιστές της Κύπρου δεν θα πρέπει να ζητούν ένωση με την Ελλάδα γιατί είναι «μοναρχοφασιστική» και βρίσκεται κι αυτή κάτω από τον «αμερικανοαγγλικό ζυγό». Έτσι, το ΑΚΕΛ, ακολουθώντας την γραμμή αυτή, προσαρμόζει για μία ακόμη φορά το σύνθημά του: «Λεύτερη Κύπρος σε λεύτερη Ελλάδα».

Τον Αύγουστο του 1954, κατατίθεται ταυτόχρονα από Ελλάδα και Κύπρο, αίτημα στον ΟΗΕ, για την αναγνώριση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού. Για την υποστήριξη του αιτήματος, πραγματοποιούνται συλλαλητήρια και απεργιακές κινητοποιήσεις. Το ΚΚΕ θα τοποθετηθεί απέναντι σ’ αυτή την προσφυγή στον ΟΗΕ, καθώς και στις απεργιακές κινητοποιήσεις, και μέσα από εκπομπές του ραδιοφωνικού σταθμού του καλεί τους εργάτες να μην απεργήσουν για τον λόγο αυτό, γιατί «η ανακίνηση του Κυπριακού, γίνεται από την μοναρχοφασιστική κυβέρνηση της Αθήνας, με υπόδειξη των Αμερικάνων, που επιδιώκουν να μειώσουν την αγγλική επιρροή στη Μεσόγειο και γιατί το Κυπριακό θα βρει τη λύση του, μόνο όταν η Ελλάδα απαλλαγεί από την αμερικανοκρατία». Ακολουθώντας κατά πόδας, το ΑΚΕΛ θα συνταχθεί με το ΚΚΕ και θα θέσει ως όρους για την Ένωση, την αποχώρηση της Ελλάδος από το Βαλκανικό Σύμφωνο και το ΝΑΤΟ, και την νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Στην Κύπρο θα σημειωθούν θλιβερά περιστατικά, όπως αυτό με τον Κώστα Παρτασίδη, δήμαρχο Λεμεσού του ΑΚΕΛ, που καλούσε μέσα από τα αγγλικά αστυνομικά αυτοκίνητα, τους διαδηλωτές υπέρ της ένωσης, «να διαλυθούν». Το ίδιο συνέβαινε και στην Λευκωσία, όπου μέλη του ΑΚΕΛ, φορώντας περιβραχιόνια των βρετανικών αρχών, καλούσαν με μεγάφωνα τους διαδηλωτές να διαλυθούν και να πάνε στα σπίτια τους.

Την 1η Απριλίου του 1955, ξεσπά η ένοπλη εξέγερση της ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών), η οποία είχε ιδρυθεί στην Αθήνα με την σύμφωνη γνώμη του ηγέτη των Ελληνοκυπρίων Μακάριο και με αρχηγό τον Κύπριο στρατηγό Γεώργιο Γρίβα «Διγενή», με σκοπό την αποτίναξη της βρετανικής κυριαρχίας και την Ένωση με την Ελλάδα. Η ΕΟΚΑ είχε την υποστήριξη (ηθική και υλική) τόσο της Ελλάδος, όσο και της Κύπρου, εκτός του ΚΚΕ (και της ΕΔΑ, που ουσιαστικά το εκπροσωπούσε στην ελληνική βουλή) και του ΑΚΕΛ. Την επόμενη ημέρα, το ΑΚΕΛ θα εκδώσει ανακοίνωση μέσω του «Νέου Δημοκράτη»: «Οι δυναμιστικές εκρήξεις, δεν έχουν καμμία σχέση με τον αγώνα του κυπριακού λαού. Είναι ένα ύποπτο παιχνίδι εμπνευσμένο από εχθρούς του λαού, που μόνο ζημιά μπορεί να προκαλέσει στον κυπριακό λαό. Ο λαός να δυναμώση την επαγρύπνησή του στον υπέρτατο βαθμό και να συνεχίση τους αγώνες του κάτω από τη σημαία του ενιαίου πατριωτικού μετώπου, για ν’ απομονώσει πέρα για πέρα τους διασπαστές».

Παρ’ ότι στον ΕΟΚΑ προσχώρησαν και Κύπριοι κομμουνιστές, ο Γρίβας με την σύμφωνη γνώμη και του Μακαρίου, είχε αποκλείσει την συμμετοχή του ΑΚΕΛ στην οργάνωση. Ο ίδιος ο Γρίβας άλλωστε είχε ηγηθεί στην Ελλάδα της αντικομμουνιστικής οργάνωσης «Χ» και είχε έναν λόγο παραπάνω να μην βλέπει με καλό μάτι την συμμετοχή των κομμουνιστών στην ΕΟΚΑ, που είχαν επιδείξει μια ανθενωτική πολιτική. Η αντικομμουνιστική δράση του Γρίβα, πρόσφερε έναν καλό λόγο στον αρχηγό του ΚΚΕ, Νίκο Ζαχαριάδη, ο οποίος με άρθρο του που εκφωνείται μέσα από το ραδιόφωνο του ΚΚΕ, «Ελεύθερη Ελλάδα», που εξέπεμπε απ’ την Βουλγαρία, στις 26 Απριλίου 1955, αφού καταδικάζει την δράση της ΕΟΚΑ, προδίδει και το, μυστικό έως τότε, όνομα του αρχηγού της οργάνωσης, του Γεώργιου Γρίβα:

H κυπροκαπηλεία, μη έχοντας άλλη διέξοδο, το ρίχνει στον τυχοδιωκτισμό, με τα γνωστά πασχαλιάτικα βαρελότα και τις τρακατρούκες. Και λέμε με όλη τη συναίσθηση της ευθύνης, ότι η τελευταία ξιφούλκηση της κυπροκαπηλείας με τις ψευτοένοπλες περιπέτειες, δεν αποτελεί παρά ένα έγκλημα προσχεδιασμένο. Πρέπει να ξεσκεπάσουμε τους εθνοπροδότες, κάτω από όποια μάσκα κι αν παρουσιάζονται, κι έτσι να τους απομονώνουμε. Σήμερα πια που τα πασχαλιάτικα βαρελότα σκάσαν και ο ψευτοδιγενής του Γρίβα ξεσκεπάστηκε, μπορούμε να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Πρόκειται λοιπόν για τα παρακάτω. Τη δουλειά αυτή τη διευθύνει ο γνωστός αρχηχίτης Γρίβας…

Ανάλογα ήταν και τα δημοσιεύματα της κομμουνιστικής εφημερίδος «Αυγή», η οποία ήταν όργανο της ΕΔΑ, με τα οποία τα μέλη της ΕΟΚΑ αποκαλούνταν «νταήδες», «προβοκάτορες», «τυχοδιώκτες», «ψευτοδιγενήδες» κ.ά., που έριξαν «τον κυπριακό λαό στην περιπέτεια των ανατινάξεων και των βομβών» («Αυγή», 14 Απριλίου 1955).

Το όργανο του ΑΚΕΛ, «Νέος Δημοκράτης», σπεύδει αμέσως να αναδημοσιεύσει την ομιλία του Ζαχαριάδη, και το όνομα του Γρίβα ως αρχηγού της ΕΟΚΑ, γίνεται γνωστό σε όλη την Κύπρο και φυσικά και στους Βρετανούς (που ίσως να είχαν ήδη υπόνοιες και ενδείξεις για την ταυτότητα του «Διγενή»), οι οποίοι εκτίμησαν δεόντως τις υπηρεσίες του ΑΚΕΛ, σε σημείο που το να το επαινεί και το βρετανικό δίκτυο BBC: «Με φυλλάδια του, αντιτίθεται εις την ΕΟΚΑ και ζητεί συνέχισιν της εκεχειρίας και την ειρήνευσιν [...] πράγμα που δεικνύει ότι το ΑΚΕΛ έχει συναίσθησιν των επιθυμιών του λαού» (εκπομπή 29ης Αυγούστου 1956).

Το ΑΚΕΛ, καταγγέλθηκε από την ΕΟΚΑ, ως συνεργάτης των Βρετανών (μέλη του ΑΚΕΛ, συνόδευαν τους Άγγλους σε ελέγχους που πραγματοποιούσαν, και σύμφωνα με μαρτυρίες, κατέδιδαν και ονόματα αγωνιστών της ΕΟΚΑ, ενώ στην καλύτερη περίπτωση «εξέφραζαν την λύπη τους» για τις αγγλικές απώλειες από τις επιχειρήσεις της ΕΟΚΑ), καλλιεργώντας παράλληλα κλίμα ηττοπάθειας και σύμπνοιας με τις θέσεις των Βρετανών. Στελέχη του ΑΚΕΛ, περιόδευαν στο νησί και καλούσαν τον πληθυσμό να ρίξει τα όπλα. Το ΑΚΕΛ καταγγέλθηκε από την ΕΟΚΑ, ότι έφτασε στο σημείο να ζητήσει όπλα απ’ τους Άγγλους για να αντιμετωπίσει ενόπλως την οργάνωση (κάτι που αρνήθηκαν να πράξουν οι Άγγλοι). Σημειώθηκαν φόνοι μελών του ΑΚΕΛ από την ΕΟΚΑ, που παραδέχθηκε μερικούς εξ αυτών, όχι όμως εξ αιτίας των πολιτικών φρονημάτων όπως υποστήριξε το ΑΚΕΛ, αλλά λόγω της προδοτικής στάσης τους. Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να καταδειχθεί και μια αντιφατική θέση του ΑΚΕΛ: Ενώ έθετε ως όρο -μεταξύ άλλων- για την Ένωση, την αποχώρηση της Ελλάδας απ’ το ΝΑΤΟ, το ίδιο κρατούσε μια στάση, που δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί αρνητική (οι όποιες «διαμαρτυρίες» ήταν κυρίως για εσωτερική κατανάλωση), για την ύπαρξη των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο που εξυπηρετούσαν -μερικές εξ αυτών- κι αυτές το ΝΑΤΟ. Ο λόγος ήταν πως στις βάσεις των Βρετανών (που το ΑΚΕΛ αποκαλούσε και «δυνάμεις ασφαλείας») απασχολούνταν ως υπάλληλοι χιλιάδες Ακελικοί, σε συνάρτηση και με το γεγονός των καλών σχέσεων Βρετανών και Ακελικών, οι οποίοι απολάμβαναν μια προνομιακή μεταχείριση (παρ’ ότι τέθηκε κι αυτό εκτός νόμου) στα πλαίσια των διάφορων απαγορεύσεων που είχαν επιβάλλει οι Άγγλοι για να ελέγξουν την κατάσταση και να περιορίσουν την δράση της ΕΟΚΑ. Π.χ. ο αρχηγός του ΑΚΕΛ Εζεκίας Παπαϊωάννου, συνελήφθη, αλλά «δραπέτευσε» και δρούσε εναντίον της ΕΟΚΑ, ενώ λίγο αργότερα κυκλοφορούσε κι έκανε δηλώσεις, ανενόχλητος, στο Λονδίνο· το έντυπο του κόμματος, «Νέος Δημοκράτης» έκλεισε και άνοιξε ξανά μετά από λίγες ημέρες, με άλλο όνομα («Χαραυγή»), αλλά με την ίδια συντακτική ομάδα και τον ίδιο αρχισυντάκτη, τον Τεύκρο Ανθιά, που αποφυλακίστηκε για «λόγους υγείας». Ουσιαστικά, το ΑΚΕΛ χρησιμοποιούνταν απ’ τους Βρετανούς ως αντίβαρο της ΕΟΚΑ και τα όποια εναντίον του μέτρα και «διώξεις», είχαν μάλλον προσχηματικό χαρακτήρα. Εξ άλλου δεν φαινόταν να υπήρχε «γραμμή» κι από την «μάνα» Σοβιετική Ένωση για μια αντιβρετανική στάση.

Τον Μάιο του 1956, το ΑΚΕΛ χρησιμοποιώντας σχεδόν τα ίδια επιχειρήματα των Βρετανών (π.χ. αποκαλεί την ΕΟΚΑ τρομοκρατική οργάνωση, που καταστρέφει τον τόπο), ζητά συνθηκολόγηση και συμβιβασμό, γιατί «ο λαός ζητά ψωμί κι όχι χαβιάρι» (Ιούνιος 1956) και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, με εξαίρεση δευτερεύουσες ενστάσεις, αποδέχεται το «Σύνταγμα Ράντκλιφ» που έβαλαν στο τραπέζι η Βρετανοί. Το σχέδιο αυτό (που απορρίφθηκε ασυζητητί από Ελλάδα και Μακάριο), παρ’ ότι προβλέπονταν ελληνική αιρετή πλειοψηφία στην Βουλή, ουσιαστικά νομιμοποιούσε την βρετανική κυριαρχία (ο κυβερνήτης θα εξακολουθούσε να είναι Βρετανός, ενώ θα μπορούσε να διορίζει και να παύει τον πρωθυπουργό, καθώς και να διαλύει την Βουλή) και έθετε τις βάσεις για την διχοτόμηση (δίνονταν υπερβολικά προνόμια στην τουρκική μειονότητα, με κυριότερο, αυτό της αυτοδιάθεσης).

Άλλωστε, το ΑΚΕΛ, είχε ήδη ρίξει στο τραπέζι την ιδέα της διχοτόμησης, όταν σε άρθρο του «Νέου Δημοκράτη» (1 Μαΐου 1955), αναφέρονταν χαρακτηριστικά:

Η απελευθέρωση του λαού της Κύπρου δεν μπορεί να είναι πραγματική παρά σαν απελευθέρωση και των Τούρκων. Διεκδικώντας τα δικαίωμα αυτοδιάθεσης μέχρι αποχωρισμού για τους Έλληνες, δεν μπορούν να αρνηθούμε το ίδιο δικαίωμα στην τουρκική μειονότητα. Και η ενότητα στον αγώνα μπορεί να πραγματοποιηθή, μόνον σαν αναγνωρισθή στους Τούρκους το δικαίωμα της εθνικής αυτονομίας τους, ή πολιτικής αυτοδιοίκησής τους…

Η ΕΟΚΑ συνεχίζει τις επιχειρήσεις της, που η εφημερίδα του ΑΚΕΛ, «Χαραυγή», εξακολουθεί να σχολιάζει αρνητικά, γιατί «Καλλιεργείται το έγκλημα εις τα παιδιά και η τάση προς το κακό. Να σώσουμε τη νεολαία από τη διαφθορά και τις αναρχικές τάσεις».

Σε απάντηση των θέσεων και των δημοσιευμάτων του ΑΚΕΛ, η ΕΟΚΑ θα εκδώσει μια προκήρυξη-προειδοποίηση, με τίτλο «Προδότες – Λιποτάκτες – Καιροσκόποι», στην οποία, μεταξύ άλλων, τονίζει:

Πολλές φορές διεκηρύξαμεν ότι δεν κάνουμε ούτε κομματικόν, ούτε ταξικόν αγώνα, αλλά εθνικοαπελευθερωτικόν. Δεν μας ενδιαφέρει η κομματική ιδεολογία του καθενός. Μας ενδιαφέρει μόνο να είναι όλοι πατριώτες και να συνενώσουν μαζί μας τις δυνάμεις τους για να διώξουμε τον δυνάστη πολεμώντας τον με όλα τα όπλα που έχουμε εις την διάθεσίν μας…

Γι’ αυτό κάναμε εθνικό προσκλητήριο όλων ανεξαιρέτως των Κυπρίων Ελλήνων και τότε ακούσαμε το «παρών» από όλους τους αγνούς πατριώτες των πόλεων και των χωριών και ιδία από την αγνή αγροτιά και εργατιά. Έλειπαν μόνο η ηγεσία του ΑΚΕΛ με μερικούς φανατικούς της Αριστεράς, οι οποίοι μόλις βάλαμε την πρώτη δυναμίτιδα στα στρατιωτικά έργα των Άγγλων μας βρίσανε μαζί με τους Άγγλους, ως «βαρελότους και ψευτοδιγενήδες»…

Είναι ανάγκη να γνωρίση ο Ελληνισμός ποιος προδίδει τον αγώνα του κυπριακού λαού. Συνεργαζόμεθα με κάθε έντιμον άτομον ή παράταξιν, αλλά και δεν θα επιτρέψουμε σε κανένα δεξιόν ή άριστερόν να μας προδίδη, γιατί θα τον κτυπήσουμε.

Σε ανταπάντηση το ΑΚΕΛ, κάτω κι από την πίεση της κοινής γνώμης και της υποστήριξης που παρείχε ο κόσμος στην ΕΟΚΑ, θα κάνει έναν πολιτικό ελιγμό, εκδίδοντας μια απόφαση που αποκήρυσσε τις προηγούμενες, εναντίον της ΕΟΚΑ:

[...] Η Κεντρική Επιτροπή υπογραμμίζει ανοικτά ότι στη στάση μας έναντι της ΕΟΚΑ διεπράξαμε μια σειρά λάθη, μερικά από τα οποία αρκετά σοβαρά.

Πρώτα πρώτα από την αρχή υποτιμήσαμε σοβαρά το κίνημα της ΕΟΚΑ, θεωρώντας το σαν κίνημα μερικών δεκάδων φανατικών της δεξιάς, προορισμένο να σβήση σε μερικούς μήνες και δεν μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε τις προετοιμασίες που γίνουνταν πάνω από τρία χρόνια.

Δεύτερον, η ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου του Απρίλη του 1955 ήταν μια πολύ βιαστική και αψυχολόγητη ενέργεια που πρόδιδε σύγχυση και έλλειψη ψυχραιμίας και με τον τρόπο που έπιανε το ζήτημα θεωρητικολογώντας για ατομική τρομοκρατία με αποσπάσματα από τον Λένιν, δεν βοηθούσε καθόλου τες μάζες να δουν σωστά για ποιους λόγους το κόμμα μας διαφωνούσε με την τακτική του ένοπλου αγώνα.

Τρίτον, οι χαρακτηρισμοί που σε ανακοινώσεις και σε άρθρα μας δώσαμε στην ΕΟΚΑ και τους αγωνιστές της, αποκαλώντας τους «ψευτοδιγενήδες», «τραμπούκους», «βαρελόττους», «τρακατρούκες» κ.λπ. ήσαν προκλητικοί και σεχταριστικοί και ενώ δεν εξυπηρετούσαν καθόλου την εθνική μας υπόθεση και την ενότητα του λαού, οπλίζαμε την ΕΟΚΑ και τον μοναρχοφασισμό στην επίθεση τους ενάντια στο κόμμα και το Λαϊκό κίνημα και έριχναν νερό στον μύλο της διάσπασης και του κινδύνου εμφυλίου σπαραγμού…

Θα υπάρξει όμως μια ανακολουθία, ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις, αφού οι καταδόσεις μελών της ΕΟΚΑ από το ΑΚΕΛ, δεν σταμάτησαν, καθώς ίσχυε η εντολή να «αποκαλύπτουν τους μασκοφόρους», που επέφερε αντίποινα από την ΕΟΚΑ.

Σε σχέση, τέλος, με την υποτιθέμενη αντιφασιστική στάση του ΑΚΕΛ, σε σχέση με το πραξικόπημα του 1974 στην Κύπρο, ο Λάζαρος Σκαλιστής, που διατέλεσε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ, είναι αρκετά γλαφυρός, αναφερόμενος στο θέμα αυτό:

H χούντα απειλούσε τον Μακάριο ότι θα εφαρμόσει πικρά μέτρα εναντίον του εάν δεν δεχτεί τις προτάσεις της σε ζητήματα που είχαν σχέση με την ύπαρξη του κράτους μας, και την λύση που επεδίωκε. Επειδή η κυβέρνησή μας δεν εγίνετο πειθήνιο όργανο της χούντας, με την ενεργό καθοδήγησή της η παρανομία ενέτεινε τη δραστηριότητά της και όλα έδειχναν ότι, μετά τις αποτυχημένες δολοφονικές επιθέσεις εναντίον του Μακαρίου θα έφταναν μέχρι του σημείο να τον ανατρέψουν και ένοπλα με πραξικόπημα.

Tο AKEΛ κατάγγελλε και προειδοποιούσε για το επερχόμενο πραξικόπημα, και ότι ήτο έτοιμο ν’ αγωνιστεί με τον λαό για την αποτροπή του. Αυτό το έκανε για το θεαθήναι, για τα μάτια του κόσμου. στην πραγματικότητα δεν πίστευε ότι θα γίνει πραξικόπημα, εξ ου και δεν πήρε τα ανάλογα μέτρα, ούτε αγωνίστηκε ενάντια στο πραξικόπημα· πιάστηκε στον ύπνο και δεν ήξερε τι έκανε. Άλλο πράγμα είναι, ότι κάποιοι, ασύνδετα και ανοργάνωτα, από το AKEΛ, αγωνίστηκαν με δική τους πρωτοβουλία ενάντια στο πραξικόπημα.

Σε συνεδρίες, τότε, της Κεντρικής Επιτροπής του AKEΛ ο Γ.Γ. του AKEΛ, Παπαϊωάννου, μας διαβεβαίωνε ότι ο Μακάριος ίδρυσε το «Εφεδρικό» για να πολεμήσει την παρανομία, και να προστατέψει το κράτος και ότι και εμείς σαν AKEΛ του δώσαμε κατάλογο από 2.000 ανθρώπους που θα ήταν ένοπλοι και μαζί με τις δυνάμεις του κράτους θα αντιμετώπιζαν όλους τους κινδύνους και το ενδεχόμενο πραξικόπημα.

Καλούσε τότε ο Μακάριος το AKEΛ να δώσει άνδρες, παιδιά, που θα κατατάσσονταν στο «Εφεδρικό» για να υπερασπίσουν τη Δημοκρατία, όπως μας είπε ο Γ.Γ. του AKEΛ, Παπαϊωάννου. Στις συνεδρίες των οργάνων του AKEΛ τονίστηκε ότι πρέπει να δώσουμε το παράδειγμα πρώτοι εμείς, τα στελέχη, στέλνοντας τα παιδιά μας στο «Εφεδρικό». Πρέπει να λεχθεί ότι κανένα από τα μέλη της κεντρικής επιτροπής του AKEΛ, εκτός ενός, δεν έστειλε το γιο του στο «Εφεδρικό». Πιστεύω ότι είναι ζήτημα ηθικής τάξης, και όχι για τίποτε άλλο, εάν πω ότι το μέλος της Κεντρικής του AKEΛ, που έστειλε τον γιο του στο «Εφεδρικό», ήμουν εγώ.

Επανειλημμένα ρωτούσαμε πού είναι ο γιος των Kατσουρίδη, Πέτα, Xρίστου, του Mιχαηλίδη και άλλων στελεχών, που είναι μέλη του πολιτικού γραφείου; Δεν τους έστειλαν στο «Εφεδρικό». Ούτε απαντούσαν. Ενώ σήμερα αυτοί, εννοούμε τα παιδιά τους, βρίσκονται στην καθοδήγηση του AKEΛ και μάλιστα φαίνονται ότι είναι μεγάλοι καθοδηγητές και πατριώτες. Κατηγορούν άλλους, και πραξικοπηματολογούν, ενώ δεν έδειξαν την παραμικρή γενναιότητα ν’ αντισταθούν την ώρα που τους καλούσε η πατρίδα.

O Oυμπέρτο Έκο, ένας από τους μεγάλους Ιταλούς συγγραφείς, είπε, και ταιριάζουν σ’ αυτούς και στην ηγεσία του AKEΛ, λόγια προφητικά που παραμένουν στην ιστορία: «Eκνευρίζομαι να παίρνω μαθήματα πατριωτισμού από ανθρώπους, που οι ίδιοι δεν έχουν εκτελέσει τις υποχρεώσεις τους προς την πατρίδα».







http://greg61.gr/blog/%CE%B1%CF%86%CE%B ... %BA%CE%BA/
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ιστορικά θέματα”