Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

37
ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΚΕ - ΓΕΡΜΑΝΩΝ Γ'


ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΚΕ- ΓΚΕΣΤΑΠΟ

Η ηγεσία του ΚΚΕ είχε συμφωνήσει με τους Γερμανούς να τους ενημερώνουν για μπλόκα, ενώ θα κάνουν σαμποτάζ εκεί που θα τους υποδεικνύουν οι Γερμανοί. Ιδού το κείμενο.

«Ύστερα από διαπραγματεύσεις με τη Γερμανική Διοίκηση καταλήξαμε μαζί της σε συμφωνίες που θα πρέπη στο μέλλον να τις εφαρμόσουμε πιστά γιατί αυτό επιβάλλουν τα κομματικά μας συμφέροντα. Σύμφωνα μ αυτές κάθε «σαμποτάζ» ή οποιαδήποτε άλλη ενέργεια μας ενάντια οπλιτών ή βαθμοφόρων του Στρατού Κατοχής θα γίνεται υστέρα από σχετικές υποδείξεις του αρχηγού της Γκεστάπο. Δόστε επομένως εντολή στις Αχτίδες να πάψουν στο εξής οι ξεκάρφωτες ενέργειες. Οπλισμός μας εξασφαλίστηκε αρκετός. Σαν υπεύθυνο για τη δουλειά αυτή ή Γερμανική Διοίκηση όρισε τον Ταγματάρχη Όττο του Β' Γραφείου. Ακόμα ανάλαβαν την υποχρέωση να μας ειδοποιούν για τα μπλόκα και τις συλλήψεις ώστε κανείς να μην υπάρχη κίνδυνος για τα μέλη της οργανώσεως μας. Παράλληλη υποχρέωση αναλάβαμε και μεις για την περίπτωση της αναχώρησης τους από την Ελλάδα. Κανένας δεν πρέπει να ενοχληθή.

ΑΘΗΝΑ 13/8/44

Ι. ΣΙΑΝΤΟΣ»

Το πρωτότυπο κείμενο:
Εικόνα



http://sfoulidis.landofheroes.org/symfo ... fonia3.htm
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…

Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

38
Ομιλία Του Γερμανού Ρ. Χάμπε Για ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΚΚΕ ΓΕΡΜΑΝΩΝ


Σε κάποιο άλλο σημείο του θέματος έβαλα τη συμφωνία μεταξύ Σιάντου και Γερμανών που αναλαμβάνουν και την υποχρέωση να ειδοποιούν το ΚΚΕ πριν γίνει μπλόκο. (Την κατηγόρησαν οι κομμουνιστές ως πλαστή ενώ ότι βάζουν αυτοί είναι γνήσιο!!!!!).Η συγκεκριμένη συμφωνία δόθηκε στην δημοσιότητα πάντως από κομμουνιστές.
Παραθέτω μια ομιλία του Γερμανού Ρόναλντ Χάμπε που έγινε στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκής Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης 25 Νοεμβρίου 1954.Ο Χάμπε με το ψευδώνυμο Βέμπερ ήταν πολιτικός σύμβουλος του τελευταίου Γερμανού στρατιωτικού διοικητή Ελλάδος Στρατηγού Χέλμουτ Φέλμυ και είχε αναλάβει τις επαφές με προσωπικότητες και κόμματα το 1944.Ειπε πολλά. Δείχνει ότι είχε επαφές με πολλούς (πληροφορικά σας αναφέρω ότι δεν λέει τίποτε για συνεργασία Γερμανών με την οργάνωση "Χ") και ειδικά με το ΚΚΕ και τον ΕΛΑΣ.
Συνεπώς πέραν των γραπτών συμφωνιών που κατά καιρούς έχουν γίνει γνωστές για συνεργασία ΚΚΕ - Γερμανών υπάρχει και η ομιλία του Χάμπε στην Χαϊδελβέργη σε πυκνότατο ακροατήριο. Δυστυχώς δεν μπορώ να δημοσιεύσω όλη αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία του να αντιληφθείτε πως έβλεπε ένας Γερμανός τη κατάσταση και τη συμπεριφορά του ΚΚΕ τότε. Και λέει πολλά! Αν η ομιλία γινότανε σε Αθηναϊκό Πανεπιστήμιο είναι σίγουρο ότι αν έλεγε για συνομιλίες με άλλους το τραμπούκικο αριστερό ακροατήριο θα χειροκροτούσε ενώ όταν αναφερόταν σε συνεργασία ΚΚΕ - Γερμανών οι αριστεροί ακροατές θα έφθαναν μέχρι χειροδικίας εναντίον του, κατηγορώντας τον ότι «Αυτά που λέει δεν είναι επιστημονικά».
Απολαύστε τον Ρόναλντ Χάμπε .



Θα μπορούσε κανείς, για παράδειγμα, να εξιστορήσει, πόσο παράξενο ήταν όταν, τις εβδομάδες εκείνες, μπροστά στα μάτια των δυνάμεων κατοχής μια κομμουνιστική μονάδα, έχοντας σχηματίσει, ακριβώς όπως συνηθίζεται στα στρατόπεδα, μεγάλη ουρά, παρελάμβανε συσσίτιο, ή όταν μέσα στην πόλη, γερμανικές μονάδες στρατού περνούσαν μπροστά από ένστολους και με σύγχρονα όπλα εξοπλισμένους φρουρούς κομμουνιστικών ομάδων, τη στιγμή πού ο ανταρτοπόλεμος μαίνονταν άμεσα μπροστά στις πύλες της πόλης. Έτσι συνέβη και το έξης παράδοξο: φάλαγγες από αυτοκίνητα με προορισμό το αεροδρόμιο Τατοΐου, περνούσαν μέσα στην πόλη ειρηνικά μπροστά από φρουρούς του ΕΛΑΣ, ενώ η Βέρμαχτ τους παρείχε από τα όρια της πόλης ως το Τατόι συνοδεία για να τις προστατεύσει από τους παρτιζάνους του ΕΛΑΣ.

Θα έπρεπε να αναρωτηθεί κανείς επιπλέον, πώς συνέβαινε, ακριβώς αυτές οι αντάρτικες ομάδες των κομμουνιστών να έχουν τέτοια δύναμη και τέτοια απήχηση σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Εδώ δεν θα αρκούσε νά υποδείξουμε ως αιτίες, την αποθαρρυντική επίδραση της συντριβής, την έλλειψη κάποιας κυβερνητικής εξουσίας, την κατάσταση μεγάλης οικονομικής ένδειας ή το λιμό του 1941-42, πού ενέσκηψε με το βρετανικό αποκλεισμό της Ελλάδας και επιδεινώθηκε με τις πολλαπλές καταστροφές της μοναδικής σιδηροδρομικής σύνδεσης με την Ευρώπη, από ομάδες δολιοφθοράς των Συμμάχων. Θα έπρεπε νά γυρίσει κανείς πίσω, στην εποχή του "Έλληνα πρωθυπουργού Μεταξά, στην απαγόρευση πού εκείνος επέβαλε στις πολιτικές οργανώσεις, απαγόρευση πού στην πραγματικότητα μόνον οι κομμουνιστές ξεπέρασαν, επειδή, ήδη πριν από τον πόλεμο, τους εξανάγκασε νά καταφύγουν σε καλοσχεδιασμένες παράνομες μεθόδους.

Ακόμα και ο ανταρτοπόλεμος ήταν από την άποψη αύτη απολύτως κατανοητός. Βεβαίως, ο πόλεμος αυτός είχε και τις σκοτεινές του όψεις. Οι αντάρτικες ομάδες, μπορεί να επιθυμούσαν νά αναγνωρισθούν ως τακτικά στρατεύματα, οι αριστεροί όμως κυρίως, αντάρτες, αγνόησαν αρκετά συχνά το διεθνές δίκαιο πολέμου.

Απαρίθμησα κάμποσες περιπτώσεις ενόπλων επιθέσεων από αντάρτες πού δεν έφεραν καν στρατιωτική περιβολή ή, ακόμα χειρότερα, φορούσαν εξαρτήματα από γερμανικές στολές. Θύμιζαν τις θηριωδίες και κυρίως τους αποτρόπαιους ακρωτηριασμούς γερμανών στρατιωτών. Αυτού του είδους τα περιστατικά οδήγησαν, δυστυχώς, σε μια γενική όξυνση, και προκάλεσαν τα γερμανικά αντίποινα, για τα οποία εγώ ο ίδιος λυπούμαι. Λυπηρότερο όμως άπ όλα είναι το γεγονός πώς αυτές οι επιθέσεις των ανταρτών, πού έσπειραν τόση δυστυχία σε ολόκληρη την Ελλάδα, δεν είχαν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα ως προς τη διάρκεια της κατοχής στη χώρα, Δεν ήταν οι επιθέσεις των ανταρτών πού υποχρέωναν τους Γερμανούς νά εγκαταλείψουν την Ελλάδα, ήταν το ρήγμα στο ρωσικό μέτωπο. Είπα επίσης, πώς εδώ και αρκετό καιρό ή προσπάθεια των ανταρτών αποσκοπούσε κυρίως στην κατάληψη τής εξουσίας μετά την αποχώρηση των Γερμανών.

Οι άνθρωποι του ΕΛΑΣ με τους όποιους ήρθα τότε σε επαφή ήταν ο ταγματάρχης Βελής, ο λοχαγός Μπαλάσκας και ο κύριος Γιάννης Δαμοράκης. Ό ταγματάρχης Βελής, αξιωματικός των στρατευμάτων του ΕΛΑΣ, καταγόταν από καλό αθηναϊκό σπίτι της Κηφισίας. Είχα την εντύπωση πώς δεν ήταν πεπεισμένος κομμουνιστής. Ό λοχαγός Μπαλάσκας ήταν ένας άκαμπτος φανατικός οπαδός της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Ό Γιάννης Δαμοράκης, πολιτικός υπεύθυνος του ΕΛΑΣ στην περιοχή Αττικής-Βοιωτίας, ήταν ένας καλόκαρδος άνθρωπος πού είχε στην ψυχή του την κομμουνιστική ιδεολογία σαν ένα αγνό ιδεώδες - ταυτόχρονα, ήταν αφοσιωμένος στην πατρίδα του.

Η πρώτη επαφή έγινε με τον ταγματάρχη Βελή. Συζητήθηκε ή δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με τον στρατηγό Σαράφη, αρχηγό των αντάρτικων ομάδων του ΕΛΑΣ. Αρχικά, έπρεπε νά γίνει ενημέρωση σχετικά με την βασική τοποθέτηση του στρατηγού Σαράφη. Ο ταγματάρχης Βελής ανέλαβε νά θέσει το ζήτημα, μέσω ασυρμάτου, στο στρατηγείο των ανταρτών στη Βόρεια Ελλάδα. Σύντομα, έφερε την απάντηση - μισή σελίδα λεπτό χαρτί γραφομηχανής, με τη σφραγίδα της δεύτερης μεραρχίας του ΕΛΑΣ και την υπογραφή "Λογοθέτης". Το μηχανογραφημένο κείμενο ήταν το ακόλουθο: "Συμφωνούμε για συνάντηση. Απαραίτητη παρουσία βρετανών αξιωματικών συνδέσμων".

Αυτό δεν είχε ενδιαφέρον για μάς. Βγάλαμε πάντως το συμπέρασμα, πώς οι Βρετανοί υπέκλεπταν την ασύρματη επικοινωνία του ΕΛΑΣ. Στη συνέχεια, στείλαμε ένα μεσάζοντα στο στρατηγό Σαράφη, ο όποιος έφερε σε λίγες μέρες την απάντηση: Ό στρατηγός Σαράφης θα έδινε εντολή στα στρατεύματα του ΕΛΑΣ, νά αποφύγουν εχθροπραξίες με το γερμανικό στρατό.

Πράγματι, λίγο αργότερα κυκλοφόρησε στην Αθήνα μια προκήρυξη με την υπογραφή του στρατηγού Σαράφη, και με την εντολή νά μην παρεμποδισθούν οι Γερμανοί κατά την αποχώρηση τους από την Ελλάδα νά σταματήσουν επίσης οι βίαιες ενέργειες εναντίον του γερμανικού στρατού Οι τοίχοι των σπιτιών στους αθηναϊκούς δρόμους ήταν, εκείνο τον καιρό, στρωμένοι κανονικά με προκηρύξεις των πιο διαφορετικών κατευθύνσεων και δεν χρειαζόταν παρά νά δρασκελίσει κανείς την πόρτα του για νά ενημερωθεί πλήρως, μέσα σε λίγα λεπτά.

Δίπλα στην προκήρυξη του στρατηγού Σαράφη, τοιχοκολλήθηκε ήδη την επόμενη μέρα μια άλλη, με την υπογραφή τής Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ, και με την καρικατούρα ενός γερμανού στρατιώτη του πεζικού πού είχε πέσει σε μια ποντικοπαγίδα την εικόνα συνόδευε ή λεζάντα: "Κανένας γερμανός στρατιώτης δεν πρέπει νά φύγει ζωντανός από την Ελλάδα.". Μια και αμφιβάλλαμε για το κατά πόσον αυτά εξέφραζαν την πραγματική θέση των κομμουνιστών ή αν επρόκειτο για προβολή προς εσωτερική κατανάλωση, στείλαμε ένα μεσάζοντα στον κομμουνιστή ηγέτη Σιάντο αυτό, εν αγνοία του Φούμη ο όποιος έφερε την έξης απάντηση: Οι κομμουνιστές θα κρατήσουν παθητική στάση απέναντι στο γερμανικό στρατό. Το αν τέτοιοι μεσάζοντες εκτελούσαν πράγματι την αποστολή τους, ή αν μας κορόιδευαν, αυτό ήταν δύσκολο νά το ελέγξει κανείς. Ή πραγματική ακολουθία των γεγονότων απέδειξε τελικό την αξιοπιστία του μάρτυρα. Τότε όμως δεν ξέραμε αν και κατά πόσον θα έπρεπε νά δώσουμε πίστη σε τέτοιες διαβεβαιώσεις.

Σε άλλες ωστόσο περιπτώσεις αποδείχθηκε ότι ή επαφή με τους κομμουνιστές ήταν άμεσα επωφελής- μας προφύλαξε μάλιστα συχνά από διάφορες κακοτοπιές.

Την μια από τις περιπτώσεις αυτές την προκάλεσε ένα τηλεγράφημα του στρατηγού Σκόμπυ από το Συμμαχικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής. Το τηλεγράφημα αυτό, το όποιο τοιχοκολλήθηκε στους αθηναϊκούς δρόμους με τη μορφή προκήρυξης, καλούσε τον ΕΛΑΣ να εκκενώσει αμέσως την Αθήνα και την Αττική. Ταυτόχρονα όριζε το στρατηγό Σπηλιωτόπουλο ως υπεύθυνο διοικητή αυτής τής περιοχής.

Η αξίωση αυτή έδειχνε πώς στο Επιτελείο των Συμμάχων δεν ήταν επαρκώς ενημερωμένοι για τον πραγματικό συσχετισμό των δυνάμεων στην περιοχή τής Αθήνας. Στην πραγματικότητα οι κομμουνιστές αισθάνονταν, και με το δίκιο τους, τόσο ισχυροί ώστε δεν σκέφτονταν καν νά ακολουθήσουν αυτή την εντολή. Αντίθετα, συμπέραναν πώς ήθελαν να τους απομακρύνουν από την ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, για νά τους εμποδίσουν νά καταλάβουν την εξουσία μετά την εκκένωση. Γι' αυτό και άρχισαν τις προετοιμασίες, έτσι ώστε νά προχωρήσουν στην κατάληψη τής εξουσίας πριν από την αποχώρηση. Σύντομα, μάθαμε για το σχέδιο και τις προετοιμασίες τους και πληροφορηθήκαμε ταυτόχρονα πώς είχαν την πρόθεση νά ανακηρύξουν το στρατάρχη Οθωναίο ως στρατιωτικό διοικητή στη θέση του στρατηγού Σπηλιωτόπουλου.

Η κατάσταση στην Αθήνα ήταν στο έπακρο απειλητική. Σύμφωνα με αξιόπιστα στοιχεία, τα όποια προέρχονταν εν μέρει από την Ειδική Ελληνική Ασφάλεια και εν μέρει από προσωπικότητες του εθνικού, αντικομουνιστικού χώρου, ή δύναμη των στρατευμάτων του ΕΛΑΣ στην περιοχή τής Αττικής αποτελούνταν τότε από 44 τάγματα με 400-600 άνδρες το καθένα. Υπήρχαν επιπλέον, ως εφεδρικοί σχηματισμοί, οι αντάρτικες ομάδες του ΕΑΜ, οι όποιες μπορούσαν νά είναι πολύ επικίνδυνες σε οδομαχίες. Το Φεβρουάριο του 1945, όταν επετεύχθη κατάπαυση των εχθροπραξιών ανάμεσα στα βρετανικά στρατεύματα και σε εκείνα των ελλήνων κομμουνιστών, κατατέθηκαν από τους τελευταίους, σύμφωνα με τους υπολογισμούς τής αρμόδιας υπηρεσίας: 41.500 όπλα, 2015 οπλοπολυβόλα, 163 οβιδοβόλα και 32 πυροβόλα. Και βεβαίως, οι πάντες ήξεραν ότι αυτά δεν ήταν όλα.

Έπρεπε κάτι νά γίνει για νά αποφευχθεί αυτή ή επικίνδυνη εξέλιξη. Ο Φούμης μεσολάβησε για μια νέα συνάντηση με τους κομμουνιστές. Τους κατέστησα σαφές, πώς στην περίπτωση ένοπλης σύρραξης, ο γερμανικός στρατός θα είναι υποχρεωμένος νά απαντήσει και αυτός με τη βία των όπλων. Παρ' όλη την πολυάριθμη δύναμη των στρατιωτικών δυνάμεων του ΕΛΑΣ, θα έπρεπε νά λάβουν υπόψη τους ότι πρόκειται για πρόχειρα συγκροτημένες ομάδες, οι όποιες δεν μπορούν νά αναμετρηθούν με έναν έμπειρο τακτικό στρατό, πόσο μάλλον πού ο γερμανικός στρατός είχε στη διάθεση του όπλα αντιαρματικά, αντιαεροπορικά, πυροβολικό, τεθωρακισμένα και αεροπλάνα.

Σε μια τέτοια αντιπαράθεση, το λιγότερο πού θα μπορούσε να συμβεί στα στρατεύματα του ΕΛΑΣ, θα ήταν νά εξασθενίσουν οι δυνάμεις τους. Επιπλέον, είπα τελικά, ένας ηλικιωμένος άρρωστος άνθρωπος, εννοούσα τον Οθωναίο δύσκολα μπορεί νά θεωρηθεί ως η κατάλληλη προσωπικότητα πού θα ήταν σε θέση νά ανταποκριθεί στα καθήκοντα ενός στρατιωτικού διοικητή, στην παρούσα κρίσιμη κατάσταση. Όταν το είπα αυτό, ο λοχαγός Μπαλάσκας-παρατήρησε άθελα του. "Και αυτό λοιπόν το ξέρετε!". Πήρε πολλή ώρα μέχρι νά πεισθούν οι εκπρόσωποι του ΕΛΑΣ, ότι στην περίπτωση πού δημιουργηθούν ταραχές, ο γερμανικός στρατός δεν μπορούσε νά κάνει τίποτε άλλο παρά νά επιτεθεί. "Άλλωστε, ήδη τότε γίνονταν συνέχεια συμπλοκές στην περιοχή της πρωτεύουσας. Αυτή ήταν η πραγματικότητα. Τις τελευταίες εβδομάδες, γινόταν στην Αθήνα, καθημερινά, μέρα και νύχτα, ανταλλαγή πυρών. Ωστόσο, οι αψιμαχίες αυτές είχαν τοπικό χαρακτήρα, ήταν τοπικά και χρονικά περιορισμένες και δεν επηρέαζαν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων.

Στη Νέα Σμύρνη, για παράδειγμα, ανταλλάσσονταν πυροβολισμοί κάθε πρωί, την ίδια ακριβώς ώρα έτσι, σαν νά γινόταν κάποιος ποδοσφαιρικός αγώνας. Πριν και μετά, η καθημερινή ζωή συνέχιζε το ρυθμό της. Εντυπωσιακό ήταν ότι, στη διάρκεια αυτών των συμπλοκών, έπεφταν τόσο πολλά κεραμίδια από τις στέγες των σπιτιών. Προφανώς, πυροβολούσαν συχνά στον αέρα. Οι ακροβολισμοί αυτοί διεξάγονταν από σχετικά μικρές ομάδες δράσης των ριζοσπαστικών οργανώσεων και κατέληγαν περιστασιακά μόνο σε σοβαρότερες μάχες. Στην περιοχή του Αστεροσκοπείου, για παράδειγμα, έγινε κάποια στιγμή, ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους εθνικόφρονες, μια μάχη πού κράτησε ένα εικοσιτετράωρο.

Σε γενικές γραμμές, οι επιθέσεις δεν στρέφονταν εναντίον του γερμανικού στρατού, Εγώ ο ίδιος χρειάστηκε κάποια φορά νά διασχίσω ένοπλος ένα δρόμο και βρέθηκα τυχαία ανάμεσα σε δύο τέτοιες ομάδες πού αντάλλασσαν πυροβολισμούς. Από τη μια μεριά δόθηκε σήμα-κάποιος φώναξε: "Γερμανός!" και οι πυροβολισμοί σταμάτησαν προσωρινά. Διέσχισα το δρόμο, και τότε μόνο ξανάρχισε ή ανταλλαγή πυρών. Από τη μεριά του πάλι ο γερμανικός στρατός, καθώς βρισκόταν μέσα σε κλίμα αποχώρησης, δεν είχε καμιά πρόθεση νά αναμιχθεί, εκτός εάν γινόταν άμεσα επίθεση εναντίον του, ή εάν γινόταν νά απειλείται ή δημόσια τάξη, πράγμα πού θα γινόταν αναμφίβολα σε περίπτωση βιαίας επίθεσης των κομμουνιστών.

Μια τέτοια επίσημη απόπειρα ανατροπής φαινόταν νά έχει ξεθυμάνει. Οι κομμουνιστές ωστόσο προσπαθούσαν παρά ταύτα νά επιτύχουν τον στόχο τους, με εμμέσους τρόπους. Συχνά έφταναν στη Γενική Διοίκηση πληροφορίες σύμφωνα με τις όποιες, περιοχές γύρω από την Αττική, όπως ή Ελευσίνα, το Λιόπεσι, το Κορωπί κλπ., είχαν καταληφθεί από τα στρατεύματα του ΕΛΑΣ. Τα τοπικά τμήματα της χωροφυλακής δεν ήταν σε θέση νά τα εμποδίσουν. Μερικοί από τους χωροφύλακες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, άλλοι πήγαν με τους κομμουνιστές. Επισκέφθηκα τότε, κατ' εντολή του στρατηγού Φέλμυ, τον αρχηγό τής Χωροφυλακής Ντάκο, ο όποιος επιβεβαίωσε τις πληροφορίες αυτές. Όλη ή κυκλοφορία προς την Αθήνα, ακόμα και τα οχήματα του γερμανικού στρατού, ήταν τώρα υπό τον έλεγχο των στρατευμάτων του ΕΛΑΣ. Όλα τα οχήματα, ιδιαίτερα τα φορτηγά, περνούσαν από εκεί, καθώς και σε όλη την περιοχή τής πόλης, κανονικά, από τον έλεγχο των κομμουνιστών. Χωρικοί υποχρεώθηκαν νά κάνουν συγκομιδή υπό την επίβλεψη φρουρών του ΕΛΑΣ, να φορτώσουν τα προϊόντα τους σε φορτηγά, για νά τα πουλήσουν εν συνεχεία στη πόλη, σε εξαιρετικά χαμηλή τιμή- στρατιώτες του ΕΛΑΣ επέβλεπαν την πώληση με το πιστόλι στο χέρι. Ο ανεφοδιασμός με τη μορφή αυτή δεν κράτησε πάντως για πολύ, μια και οι πονηροί έλληνες οδηγοί αχρήστευαν μέσα σε λίγες ώρες τα οχήματα τους, αφαιρώντας από τη μηχανή κάποια απαραίτητα για τη λειτουργία της εξαρτήματα.

Έτσι κι αλλιώς, ο ανεφοδιασμός τής πρωτεύουσας με φρέσκα φρούτα και λαχανικά από την Πελοπόννησο, διακόπηκε μετά την ολοκληρωτική εκκένωση και την ανατίναξη τής γέφυρας του Ισθμού τής Κορίνθου. Τώρα άλλωστε υπήρχε κίνδυνος νά ματαιωθεί ο τελευταίος ανεφοδιασμός.

Ο πληθυσμός γνώριζε και υπολόγιζε τις επερχόμενες ταραχές των κομμουνιστών. Τα μαγαζιά έκλεισαν και οι φούρνοι σταμάτησαν νά δουλεύουν. Αυτή ή τεταμένη κατάσταση ως προς τη διακίνηση τροφίμων εγκυμονούσε βέβαια και μια δριμεία κρίση πείνας. Έπρεπε και πάλι νά έρθω σε επαφή με τους κομμουνιστές. Τους επέστησα την προσοχή ως προς τον ερασιτεχνισμό τής προσπάθειας τους νά συγκρατήσουν τον πληθωρισμό, πού βρισκόταν ήδη σε ανυπολόγιστα υψηλά επίπεδα, με τέτοιου είδους καταναγκαστικά μέτρα. Πράγματι, με τα μέτρα αυτά, οι πληθωριστικές τιμές όχι μόνο δεν έπεσαν, αλλά αντιθέτως εκτινάχθηκαν στα ύψη. Επίσης, έπρεπε νά τους διαβιβάσω τη σοβαρή προειδοποίηση πώς ο γερμανικός στρατός θα ήταν και σε αυτήν την περίπτωση υποχρεωμένος νά επέμβει εναντίον των κομμουνιστών, εάν δεν έλυαν τον αποκλεισμό της Αθήνας. Εκείνο πού έγινε φανερό στη διάρκεια της συζήτησης αυτής ήταν πώς οι εκπρόσωποι του ΕΛΑΣ, οι όποιοι δεν είχαν ποτέ υπηρετήσει σε υπεύθυνες δημόσιες θέσεις, δεν είχαν ιδέα του τι σήμαινε ο ανεφοδιασμός μιας πόλης εκατομμυρίων με αγαθά πρώτης ανάγκης.

Το ότι οι κομμουνιστές τελικά υπαναχώρησαν, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην καλή θέληση και στη φρόνηση του Γιάννη Δαμοράκη.



http://sfoulidis.landofheroes.org/symfonia/habe.htm
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…

Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

39
Η ευχαριστήρια επιστολή προς τον Χίτλερ, του επίσκοπου Πατάρων, Μελέτιου

Εικόνα
Προς την Αυτού Εξοχότητα τον Φύρερ του Γερμανικού Ράιχ
Κύριον Κον Αδόλφον Χίτλερ



Διά
της εν Αλεξανδρουπόλει Στρατιωτικής Διοικήσεως



Λαός Αλεξανδρουπόλεως, τελούσης από τριημέρου υπό κατοχήν ενδόξων Γερμανικών Στρατευμάτων, συνελθών όλως αυθορμήτως σήμερον εις πάνδημον Συνέλευσιν, ησθάνθη επιτακτικήν την υποχρεώσιν όπως διαδηλώση προς Υμάς τον Ύπατον Αρχηγόν του ευκλεούς Γερμανικού Στρατού, τας ολοψύχους αυτού ευχαριστίας και την εις το διηνεκές αναλλοίωτον ευγνωμοσύνην του, διά την άκραν ευγένειαν και τον αληθή ιπποτισμόν τον οποίον επεδείξαντο απέναντί του τα ηρωικά Στρατεύματα της κατοχής, όχι μόνο σεβασθέντα απολύτως την εθνικήν και ατομικήν ζωήν, τιμήν και περιουσίαν, τα ήθη και τα παραδόσεις αυτού, αλλά και εμπράκτως επιδειξάμενα ειλικρινές ενδιαφέρον υπέρ της ευρύθμου ατομικής και κοινωνικής ζωής.



Εν Αλεξανδρουπόλει τη 10η Απριλίου 1941



Η Κεντρική Επιτροπή Λαού Αλεξανδρουπόλεως



Ο Επίτιμος Πρόεδρος
(Υπογραφή)
Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Πατάρων
Μελέτιος



(Ακολουθούν και οι υπόλοιπες υπογραφές)

Η επιστολή, σε φωτοτυπία, με τις υπογραφές του Μελέτιου και των λοιπών…ευχαριστούντων…
Εικόνα
Η Εκκλησία, για την «πατριωτική» δράση του, δεν τον άφησε χωρίς ανταμοιβή: Το 1961, ο Μελέτιος προήχθη σε τιτουλάριο μητροπολίτη.





http://www.pare-dose.net/?p=4679
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…

Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

40
Η ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΣΠΟ

Η παράδοξη αλήθεια για την ΕΣΠΟ,
τη γνωστότερη οργάνωση γερμανοφίλων
που είχε δράσει επί Κατοχής
ΠΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΠΟΙΟΥΣ ΙΔΡΥΘΗΚΕ ΤΟ 1941
Εικόνα
Μια σπάνια φωτογραφία της εικόνας που είχε η πρόσοψη των γραφείων της ΕΣΠΟ στη γωνία των οδών Πατησίων 8 και Γλάδστωνος, αμέσως μετά την έκρηξη που τα κατέστρεψε.

Του Δημοσθένη Κούκουνα*

Μια περίεργη δικαστική απόφαση του 1948 που αθωώνει τους ιδρυτές της, αλλά δεν καταδικάζει τα στελέχη της • Ποιοι και γιατί δημιούργησαν την ΕΣΠΟ • Η αναλογικά μαζικότερη οργάνωση γερμανοφίλων συνεργατών επί Κατοχής • Αξιωματικοί, γιατροί, δικηγόροι ανάμεσα στα μέλη της (μεταξύ των οποίων και μερικά γνωστά ονόματα) • Η προκλητική δράση τους προκαλεί την απόφαση στην αντιστασιακή ΠΕΑΝ να ανατινάξει τα γραφεία τους • Είχαν σχηματίσει τμήμα νεολαίας, ακόμα και οργάνωση ...λογοτεχνών • Τι πληροφορίες είχαν συλλεγεί τότε από τις συμμαχικές υπηρεσίες στη Μέση Ανατολή

Δεν υπάρχει Έλληνας που να μην γνωρίζει μετά τόσες δεκαετίες ότι επί Κατοχής δημιουργήθηκε και έδρασε στο πλευρό των Γερμανών μια οργάνωση, που λεγόταν ΕΣΠΟ. Και είναι κυρίως γνωστή από την ανατίναξη του κτιρίου όπου στεγαζόταν (γωνία Πατησίων και Γλάδστωνος), που την πραγματοποίησε η ΠΕΑΝ του Κώστα Περρίκου. Ποιος Έλληνας όμως έχει υπ’ όψη του ότι υπάρχει βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που την θεωρεί «πατριωτική»; Και όμως. Με την υπ’ αριθ. 504 απόφασή του (Απρίλιος 1948) το Συμβούλιο Εφετών, που απάρτιζαν οι Π. Τζαννετάκης, Μαρ. Παντελής και Ηρ. Καμούτσης, αναφέρει επί λέξει, μεταξύ άλλων:
«...Κατά μήνα Μάιον έτους 1941, πλείστοι ανώτατοι και ανώτεροι Αξιωματικοί του Στρατού ημών, διακεκριμένοι Νομομαθείς, ιατροί, και πολιτευόμενοι των εθνικών κομμάτων, συνταξιούχοι ανώτατοι και ανώτεροι υπάλληλοι, εν ενεργεία τοιούτοι ως και άλλων ιδιοτήτων, τα μάλλα όντες συγκεκινημένοι το μεν εξ της κατοχής της πατρίδος ημών εκ μέρους των κατακτητών, το δε λόγω των θλιβερών αποτελεσμάτων της τοιαύτης κατοχής εις βάρος της Ελληνικής Κοινωνίας, απεφάσισαν όπως ιδρύσωσιν οργάνωσιν τινά, ήτις τη βοηθεία της τότε Κυβερνήσεως της χώρας ημών, των πάσης αρμοδιότητος κρατικών υπηρεσιών και εν γένει Ιδρυμάτων και Οργανισμών, ως και διά προσφυγής αξιοπρεπούς και εθνοπρεπούς προς την εν Γερμανία διοίκησιν αυτής μεριμνά, πρώτον, διά την εξασφάλισιν της ακεραιότητος της πατρίδος μας, δεύτερον διά την συγκέντρωσιν εν νοσοκομείοις και περίθαλψιν απάντων των τραυματιών και ασθενών του τελευταίου ημών πολέμου, τρίτον διά την διατήρησιν και τόνωσιν του εθνικού φρονήματος της δεινώς δοκιμαζομένης Κοινωνίας μας, τέταρτον διά την ηθικήν και υλικήν προστασίαν παντός δεινοπαθούντος και δεομένου τοιαύτης Έλληνος ως και των δεομένων τοιαύτης εκ των μελών αυτής και, πέμπτον διά την σωτηρίαν της τε Πατρίδος και Κοινωνίας ημών εκ του κινδύνου μείζονος τοιούτου του εκ της κατοχής, του κομμουνισμού. Και πράγματι συσταθείσης της τοιαύτης οργανώσεως κατά μήνα Μάιον έτους 1941, υπό την επωνυμίαν «Ελληνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωσις» και με πρώτον αρχηγόν αυτής τον ιατρόν και υφηγητήν Πανεπιστημίου Γ. Βλαβιανόν, μέλη δε κατά το πλείστον εκ των άνω αναφερομένων προσωπικοτήτων, λίαν αξιολόγους κατέβαλον προσπαθείας πάντες ούτοι, όπως επιτελέσωσι τους ανωτέρω αποφασισθέντας ιερούς σκοπούς.
Ατυχώς όμως, πλην ελαχίστων εθνικού περιεχομένου ενεργειών, δεν ηδυνήθησαν οι ανωτέρω επίλεκτοι ιδρυταί της εν λόγω οργανώσεως να προαγάγωσι το έργον αυτής, το μεν διότι αι υπηρεσίαι κατοχής αντέδρων εις πάσαν τοιαύτην αυτών ενέργειαν ως εκ των απολύτως ελληνοπρεπών και υπέρ των συμμάχων μας αισθημάτων αυτών, το δε διότι οι αρχικώς λίαν ελάχιστοι φιλικώς διακείμενοι προς τας αρχάς κατοχής εκ των μελών της επεδίωξαν κατά τας αρχάς του έτους 1942, διά μη ηθικού τρόπου και μέσων, την κατασυκοφάντησιν των ανωτέρω πράγματι αρίστων πατριωτών μελών, την απομάκρυνσιν αυτών εκ της εν λόγω οργανώσεως και συνάμα την ανάληψιν της αρχηγίας και διοικήσεως αυτής υπ’ αυτών. Και όντως απομακρυνθέντος του πρώτου ως άνω αρχηγού, η διοίκησις της ειρημένης οργανώσεως, κατά τους πρώτους μήνας του 1942 περιήλθεν εις την ελαχίστην μειοψηφίαν των μελών αυτής, των φιλικώς προσκειμένων προς τον κατακτητήν, με αρχηγόν τον Σ. Στεροδήμαν, μη καλόν Έλληνα, ήδη αποβιώσαντα, μικρόν δε κατά μικρόν έκτοτε η εν λόγω οργάνωσις ου μόνον απεμακρύνθη και εγκατέλειψε τους ανωτέρω ιερούς σκοπούς αυτής, αλλ’ επί πλέον η νέα διοίκησις αυτής επεδίωξεν επαφήν και συνεργασίαν μετά του κατακτητού, κυρίως προς απόκτησιν ατομικών ωφελειών των ελαχίστων ως άνω είρηται τοιούτων μελών αυτής και των προστατευομένων της. Δι’ ο από της δευτέρας ταύτης περιόδου της δράσεώς της μέγας αριθμός εκ των ανωτέρω εξαιρέτων πρώτων ιδρυτικών μελών αυτής, απεχώρησαν χωρίς παντάπασιν εφεξής να επανέλθωσιν ή οπωσδήποτε να αναμιχθώσιν εις το ουχί εθνικόν αυτής έργον.
Επίσης δε λόγω της τοιαύτης σοβαράς παρεκκλίσεως εκ των ηθικών και εθνικών αρχών αυτής, επεδιώχθη και εξετελέσθη η κατά μήνα Αύγουστον ή Σεπτέμβριον 1942 ανατίναξις του οικήματος της εν λόγω οργανώσεως και η συνεπεία ταύτης θανάτωσις ικανού αριθμού εκ των συνεδριαζόντων, αντιθέτων αντιλήψεων των αρχικών τοιούτων μελών της, εν οις και ο δεύτερος αρχηγός αυτής Σ. Στεροδήμας...».
Αυτά είπε το Συμβούλιο Εφετών, αποδίδοντας εύσημα στην «πρώτη περίοδο» της ΕΣΠΟ. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ή κατατεμαχίστηκε η ενιαία ιστορική παρουσία της ΕΣΠΟ κατά τη διάρκεια της Κατοχής για να μην δικαστούν ορισμένα μόνο από τα μέλη της;
Γεγονός πάντως είναι ότι ο Γεώργιος Βλαβιανός, που πρώτος είχε την έμπνευση να ιδρύσει αυτή την οργάνωση, της οποίας αμέσως ανέλαβε την αρχηγία, ώστε με τη βοήθεια «της τότε Κυβερνήσεως της χώρας ημών» (Τσολάκογλου), καθώς και με την προσφυγή «προς την ανωτάτην εν Γερμανία διοίκησιν» (=Χίτλερ) να αποτελεί τον ουσιαστικό μεσολαβητή μεταξύ Τσολάκογλου και Γερμανών, υπήρξε ένας γερμανόφιλος αναμφισβήτητα. Τον Βλαβιανό έσπευσε η πρώτη κατοχική κυβέρνηση να τον χρίσει πρόεδρο της κοινότητας Κηφισιάς, ενώ η γερμανική πρεσβεία τον είχε επισκέπτη της σχεδόν καθημερινά. Και όταν ιδρύθηκε η ελληνογερμανική προπαγανδιστική εταιρία «Ελεύθερον Βήμα», ο Βλαβιανός τοποθετήθηκε αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της εταιρίας, με αναπληρωτή του τον υπάλληλο της γερμανικής πρεσβείας Φερδ. Φοράουερ.
Αλλά ας δούμε πώς η Ελληνική Δικαιοσύνη, υποκαθιστώντας προς στιγμήν την Ελληνική Ιστορία, έκρινε τον Γεώργιο Βλαβιανό, με την υπ’ αριθ. 31/20.1.1947 απόφαση του Συμβουλίου του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων, που υιοθέτησε αθωωτική πρόταση του Επιτρόπου Σπ. Φραγκούλη:
«...Αληθές είναι ότι ο κατηγορούμενος ούτος υπήρξεν εκ των πρωτεργατών της συστάσεως της οργανώσεως ΕΣΠΟ και επί τινας μήνας από της συστάσεώς της αρχηγός της, δεν πιθανολογείται όμως εκ της προανακρίσεως, αντιθέτως δ’ αποκρούεται εξ αυτής και δη εκ των συνδυαζόντων αλλήλαις ως προς τα λοιπά της δικογραφίας έγγραφα και συνεκτιμωμένων καταθέσεων των Γ. Αναφιώτη, Γ. Μπότση, Ηλ. Ξηρού, Γ. Μονοπούλου, Νικ. Παπαδημητρίου, Πόπης Κουνδούρου, Παν. Σιγαλού, Στ. Παπανδρέου, Β. Μοίρα, Τηλ. Πατεράκη, Στ. Δημητρακάκη, Δημ. Διακοπούλου, Γ. Πατρονικόλα κλπ. ότι οι σκοποί της ως είχεν αύτη κατά την αρχικήν της σύνθεσιν, υπήρξαν προδοτικοί διά το αγωνιζόμενον Έθνος, υποστηρίζεται δε μάλλον υπό τινων των ως είρηται μαρτύρων ότι οι σκοποί της έτεινον εις εξυπηρέτησιν των Ελλήνων διά της εκμεταλλεύσεως υπέρ αυτών των στενών σχέσεων, ας είχον οι ιδρυταί της μετά των Γερμανών. Βραδύτερον η εν λόγω οργάνωσις εκτραπείσα του ως είρηται αρχικού σκοπού της κατέστη οργάνωσις δουλική, εξάρουσα, προπαγανδίζουσα και συντρέχουσα ποικιλοτρόπως το έργον των κατακτητών το εγκληματικόν διά την όλην ανθρωπότητα και ιδιαζόντως διά την ατυχή ταύτην χώραν και μετετράπη εις οργάνωσιν μη διαφέρουσαν, ίσως δε και υπερακοντίσασα εις βαναυσότητα και ατιμίας, οιανδήποτε γερμανικήν τοιαύτην, αλλ’ εκ της όλης προανακρίσεως απεδείχθη ότι ο κατηγορούμενος ευθύς ως αντελήφθη τας αντεθνικάς τάσεις αυτής διέκοψε πάσαν μετ’ αυτής επικοινωνίαν, αποβαλών και την αρχικήν ιδιότητα και κατά τινας μάρτυρας ετάχθη αντιμέτωπος αυτής, ούτω δε εμφανίζεται ήδη, κατά την γνώμην μου, εξιλεασθείς διά την δημιουργίαν αυτής της τόσον ζημιωσάσης τον εθνικόν αγώνα...».
Στο σκεπτικό της αποφάσεως, που προαναφέρθηκε, γίνεται μνεία για τις κατηγορίες που βάρυναν τον ιδρυτή της ΕΣΠΟ Γεώργιο Βλαβιανό. Συγκεκριμένα:
«...Λαβήν εις την άσκησιν ποινικής αγωγής κατά του κατηγορουμένου έδωκαν κυρίως: 1) η από 16.11.48 εν Καΐρω έκθεσις του μέλους της συμμαχικής οργανώσεως «Μήδας» Σωτ. Ταγκλή, εμπόρου, καθ’ ην «φιλοαξονική οργάνωσις εν Ελλάδι, εκτός άλλων, ήτο και η ΕΣΠΟ», αρχηγός της οποίας ήτο ο κατηγορούμενος, βραδύτερον δε ο Στεροδήμας, 2) η από 26.8.44 κατάθεσις εν Καΐρω του Πλωτάρχου Π.Ν. Ν. Γιγάντε, καθ’ ην ωσαύτως η ΕΣΠΟ εθεωρείτο ως φιλοαξονική οργάνωσις, ης διευθυντής ήτο ο κατηγορούμενος, και 3) η πληροφορία ατόμου τινός ονομαζομένου Παύλου Μέγα προς τον υποδιευθυντήν της ΔΕΥΠ Ιω. Πανόπουλον, καθ’ ην ο κατηγορούμενος ήτο αναμφισβητήτως πράκτωρ των Γερμανών, ιδρύσας την ΕΣΠΟ εξ ης όμως απεχώρησε διαφωνήσας προς τα άλλα γερμανόφιλα μέλη, αλλ’ ότι ούτος δεν έπαυσε να είναι πράκτωρ, συχνάζων εις την Γερμανικήν Πρεσβείαν, περιερχόμενος τα διάφορα Υπουργεία προς διεκπεραίωσιν υποθέσεων ιδιωτών επ’ αμοιβή κλπ. Εκ της ενεργηθείσης προανακρίσεως προέκυψε το αναμφισβήτητον γεγονός ότι πράγματι ο κατηγορούμενος μετ’ άλλων ιδιωτών συνέπηξαν κατά το τέλος Ιουνίου 1941 την ως άνω οργάνωσιν, ης σκοπός εφέρετο ότι ήτο η απάλυνσις της σκληρότητος του Γερμανού κατακτητού έναντι των καταπιεζομένων υπό της δουλείας Ελλήνων, ήτις θα επήρχετο διά της επιφανειακής φιλικής πολιτείας της οργανώσεως προς τον κατακτητήν. Επίσης προέκυψεν ότι πρώτος πρόεδρος της οργανώσεως ανέλαβεν ο κατηγορούμενος, ως εκ της γερμανομαθείας του, δεδομένου ότι είχε φοιτήσει εις διάφορα γερμανικά πανεπιστήμια, του εκ του γάμου του μετά Γερμανίδος, λαβόντος χώραν αρκετά έτη προ του πολέμου, συνδέσμου του κλπ. ...».
Τα ανωτέρω αναφέρονται όχι για να κριθεί ο Γεώργ. Βλαβιανός, αλλά για να δοθεί μια εικόνα της ΕΣΠΟ, για την οποία η Ελληνική Δικαιοσύνη διατύπωσε μια δική της εκδοχή στο ερώτημα αν είχε συνεργασθεί με τον κατακτητή ή όχι. Με βάση τα προαναφερθέντα και σειρά άλλων στοιχείων, προκύπτει το ιστορικό της ΕΣΠΟ:
Η οργάνωση αυτή ιδρύθηκε αμέσως μετά την έναρξη της Κατοχής από τον Γεώργιο Βλαβιανό και άλλους γερμανόφιλους, που είχαν ως συνισταμένη την επιθυμία τους να πολιτευθούν στο πλευρό των Γερμανών. Όπως και αλλού αναφέραμε, μετά την είσοδο των τελευταίων στην Ελλάδα, δημιουργήθηκαν διάφορες πρόθυμες για συνεργασία οργανώσεις και κόμματα, με διάχυτο τον στόχο να ικανοποιήσουν φίλαρχες φιλοδοξίες. Ο μεν Αλ. Γιάνναρος με τον Περ. Κάβδα και άλλους συνεργάτες του δραστηριοποιήθηκαν (ανεπιτυχώς τελικά) για να σχηματίσουν κατοχική κυβέρνηση, ο δε Γεώργ. Μερκούρης εμφανίστηκε και αυτός με τον ίδιο στόχο. Στα ίδια πλαίσια κινήθηκε και ο Γ. Βλαβιανός, επιδιώκοντας προφανώς όχι υλικά ωφελήματα, αλλά υπουργικό αξίωμα. Έτσι και ίδρυσε την ΕΣΠΟ, της οποίας οι προθέσεις είναι διαφανείς.
Τα στελέχη που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη δημιουργία της αδιαμφισβήτητα γερμανόφιλης αυτής οργάνωσης, ήταν σαφώς συμφωνούντα με τη θεωρία της «συνεργασίας» με τον κατακτητή. Άλλωστε πολλοί απ’ αυτούς είχαν και προπολεμικά διακριθεί για φασιστική δραστηριότητα, ενώ και κατά τη διάρκεια της Κατοχής επέδειξαν ανάλογη δράση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του ιατροφιλόσοφου Αριστείδη Ανδρόνικου, ιδρυτικού μέλους της ΕΣΠΟ μαζί με τον Γ. Βλαβιανό, ο οποίος απηλλάγη και αυτός με το ίδιο αιτιολογικό. Αλλά ο Ανδρόνικος, γνωστός συγγραφέας πολλών αντισιωνιστικών και αντικομμουνιστικών βιβλίων, ήταν όχι μόνο μέλος και στις υπόλοιπες περιόδους της ΕΣΠΟ, αλλά όταν έφευγαν οι Γερμανοί από την Ελλάδα, τους ακολούθησε με την οικογένειά του και παρέμεινε στη Βιέννη, όπου ο Ε. Τσιρονίκος είχε σχηματίσει αυτοεξόριστη κυβέρνηση, περιμένοντας την εφεύρεση του «νέου όπλου» των Γερμανών. Ο Ανδρόνικος, όπως και δύο χιλιάδες άλλοι Έλληνες που βρέθηκαν τότε στην Αυστρία, παρέμειναν εκεί μέχρι τον Απρίλιο του 1945 ελπίζοντας στη χίμαιρα της θριαμβευτικής επανόδου τους στην Ελλάδα.
Άλλη χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη του Σταύρου Βελλόπουλου, επίσης ιδρυτικού μέλους της ΕΣΠΟ, ο οποίος απηλλάγη με την ίδια δικαστική απόφαση. Ο Βελλόπουλος, φίλος και αυτός του Βλαβιανού, ανήκε στη φιλόδοξη ομάδα του Ανδρέα Κονδάκη (παρ’ ολίγο κατοχικού υπουργού Εργασίας), είχε δε υπογράψει στις 25 Απριλίου 1941, ως εκπρόσωπος παλαιοπολεμιστικής οργάνωσης, έγγραφο στο οποίο μεταξύ άλλων αναφερόταν:
«...Οι συμμορίται της βλεδυράς 4ης Αυγούστου, εν γνώσει του αναποφεύκτου της εθνικής συμφοράς, έθεσαν εν κινδύνω αυτήν την ύπαρξιν της Ελληνικής φυλής, δολίως παρασύραντες εκ νέου την πτωχήν Ελλάδα με το μέρος των πλουτοκρατών και του Διεθνούς Εβραιομασσωνισμού... Ο δε ξένος προς την Ελληνικήν ψυχήν πρώην Βασιλεύς Γεώργιος Β’, τον οποίον δι’ εξαπατήσεως του λαού εγκατέστησεν εν Ελλάδι η διεθνής πλουτοκρατία, όστις ήθελε να παριστάνη τον Λεωνίδαν των Θερμοπυλών, αυτός εδραπέτευσε διά νυκτός εξ Αθηνών πριν ακόμη ο κίνδυνος εμφανισθή καν εις Θερμοπύλας...».
Και μια παρόμοια περίπτωση: του δικηγόρου Δημ. Μπάφαλη (επίσης απαλλαγέντος με την ίδια απόφαση, ιδρυτικού μέλους και αυτού της ΕΣΠΟ), ο οποίος υπέγραψε μαζί με τον τότε δήμαρχο Καλλιθέας Ιω. Αραπάκη την ακόλουθη δήλωση, όταν οι Γλέζος και Σάντας κατέβασαν από την Ακρόπολη τη γερμανική σημαία:
«Ο λαός της Καλλιθέας εξ αφορμής των εις βάρος της Γερμανικής Κατοχής διαπραχθέντων βανδαλισμών, αποδοκιμάζει τους δράστας τοιούτων πράξεων ανάνδρων. Αι αισχραί αύται πράξεις ουδεμίαν αισθηματικήν συνείδησιν ερμηνεύουν, ει μη μόνον τον κακώς εννοούμενον ατομισμόν εις βάρος του συνόλου του Ελληνικού Λαού. Ο πάντοτε φιλόνομος λαός της Καλλιθέας μαζί με τον σεβασμόν και την αγάπην του προς τα εν Ελλάδι Γερμανικά στρατεύματα, διαδηλοί πίστιν και νομιμοφροσύνην».
Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε με περισσότερες λεπτομέρειες στους ιδρυτές της ΕΣΠΟ, οι οποίοι εμφανίστηκαν μεταπολεμικά σαν αθώες περιστερές. Πλην των προαναφερθέντων και του Γ. Βλαβιανού, ο οποίος παρουσιαζόταν πολυπράγμων επί Κατοχής και κατά κανόνα ως «μεσάζων» στους Γερμανούς για διάφορες μικροϋποθέσεις ιδιωτών, ιδρυτικά στελέχη της ΕΣΠΟ ήταν ακόμη οι:
Σπύρος Στεροδήμας, γιατρός, διάδοχος του Βλαβιανού στην ηγεσία της οργάνωσης.
Γεώργιος Σουλιώτης, απόστρατος αξιωματικός.
Δημοσθένης Κακίδης, απόστρατος αξιωματικός.
Σπυρίδων Τσάκωνας, απόστρατος αξιωματικός του Ναυτικού.
Αχιλλεύς Κονταράτος, αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού.
Νικόλαος Βελισσαρόπουλος, δημοσιογράφος και εκδότης προ της 4ης Αυγούστου της ημερήσιας εφημερίδας «Κράτος», άλλοτε στέλεχος της Οργάνωσης Εθνικού Κυριάρχου Κράτους, λίγο αργότερα συνεργάτης του Ν. Ματούση στο θέμα του «πριγκιπάτου» της Πίνδου.
Γεώργιος Τριαντόπουλος, δικηγόρος και δημοσιογράφος, ο τρίτος αρχηγός της ΕΣΠΟ μετά την ανατίναξη των γραφείων της.
Δημήτριος Αναστασίου, δημόσιος υπάλληλος, αρχηγός των μαχητικών ταγμάτων της ΕΣΠΟ.
Νικόλαος Ματθαίου, δημοσιογράφος, επικεφαλής του τμήματος νέων λογοτεχνών της οργάνωσης.
Γεράσιμος Μονόπολης, επιχειρηματίας.
Κωνσταντίνος Κουτουμάνος, υπάλληλος του ΙΚΑ.
Ανδρέας Καλογεράς κ.ά.

Η οργάνωση αμέσως μετά την ίδρυσή της φιλοδόξησε να ενσαρκώσει τον εθνικοσοσιαλισμό στην Ελλάδα και να αποτελέσει φυτώριο για την τοποθέτηση των μελών της σε κυβερνητικές θέσεις. Θα πρέπει να αναφερθεί όμως ότι η όλη κίνηση ενόχλησε τον κατοχικό πρωθυπουργό Τσολάκογλου, ο οποίος προσπάθησε να μειώσει την επιρροή της στους ανάλογους κύκλους, μάλλον χωρίς επιτυχία.
Τον Φεβρουάριο 1942 ανέκυψαν μέσα στους κόλπους της οργάνωσης διαφωνίες, κυρίως μεταξύ γερμανοφίλων και ιταλοφίλων και στη συνέχεια παραιτήθηκε από την αρχηγία της ο γιατρός Γεώργιος Βλαβιανός για να αντικατασταθεί από τον επίσης γιατρό Στεροδήμα. Ο τελευταίος, φανατικός γερμανόφιλος και αυτός, είχε ρητορικές ικανότητες, που τις επεδείκνυε σε συχνές συγκεντρώσεις των μελών της ΕΣΠΟ, διακηρύσσοντας λαϊκιστικές αντιλήψεις.
Οι Γερμανοί, εξυπηρετούμενοι ποικιλοτρόπως από το πνεύμα συνεργασίας με τις Αρχές Κατοχής που καλλιεργούσε η οργάνωση, παρείχαν αφειδώς οικονομικά μέσα για τη λειτουργία της, ενώ πολλά μέλη της τα απασχολούσαν σε διάφορες γερμανικές υπηρεσίες. Από τα γραφεία της, που βρίσκονταν στη γωνία των οδών Πατησίων και Γλάδστωνος, γινόταν η διανομή διαφόρων προπαγανδιστικών εκδόσεων, που κυρίως τυπώνονταν στη Γερμανία στην ελληνική γλώσσα. Παράλληλα όμως, η ίδια η οργάνωση διέθετε δικό της τυπογραφείο, όπου τύπωνε μια σειρά από δικά της φυλλάδια και προκηρύξεις.
Αξιοσημείωτο είναι ότι μια ομάδα νεολαίων της οργάνωσης είχε ιδρύσει την «Ανεξάρτητη Ομάδα Νέων Λογοτεχνών», που εξέδιδε και λογοτεχνικό περιοδικό με τον τίτλο «Κοραής». Επικεφαλής αυτής της ομάδας ήταν οι Νίκος Ματθαίου (εξελίχθηκε σε ηθοποιό με κύρια παρουσία στο ραδιόφωνο) και Τάσος Σγάντζος (συνεργάτης του γνωστού θεατρικού συγγραφέα Ασημάκη Γιαλαμά πριν ο τελευταίος μεταπηδήσει στο ΕΑΜ).
Η ΕΣΠΟ διέθετε επίσης τμήμα νεολαίας (το ονόμαζε Τμήμα Πρωτοπόρων Νέων), στο οποίο είχαν δραστηριοποιηθεί πολύ νεαροί αντικομμουνιστές, μερικοί των οποίων μετά από την Απελευθέρωση συνελήφθησαν για να δικασθούν. Έτσι, στην Ελλάδα ήταν υπόδικοι ανήλικοι δοσίλογοι τα μέλη της νεολαίας της ΕΣΠΟ και το υπουργείο Δικαιοσύνης, λίγο πριν από τα Δεκεμβριανά, πήρε την απόφαση να δημιουργήσει Ειδική Αναμορφωτική Φυλακή Νέων στην Κηφισιά. Στα Δεκεμβριανά, ενήμεροι όντες οι μαχητές του ΕΛΑΣ, συνέλαβαν μερικούς από τους νεολαίους της ΕΣΠΟ, οι οποίοι και εντάχθηκαν στους κηφισιώτες ομήρους και υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν τη δραματική πορεία εκείνων των ομήρων του ΕΛΑΣ. Σε κάποια ανάπαυλα της πορείας, κάπου κοντά στον Ωρωπό, έξι από τους νεολαίους (ανάμεσά τους τα δύο αδέλφια του αργότερα γνωστού θεατρικού επιχειρηματία Βαγγέλη Λιβαδά) εκτελέστηκαν, χωρίς προηγούμενη δίκη φυσικά.
Η όλη δραστηριότητα της ΕΣΠΟ, από την αρχή της ίδρυσής της, είχε προκαλέσει όπως ήταν ευνόητο την αντίδραση των αντιστασιακών οργανώσεων και η ΠΕΑΝ (αρχηγός της ο Κώστας Περρίκος, που ανήκε στο περιβάλλον του Π. Κανελλόπουλου) πήρε την απόφαση να την πλήξει μέσα στην έδρα της.
Έτσι, στις 26 Σεπτεμβρίου 1942 πραγματοποιήθηκε η δυναμιτιστική ανατίναξη των γραφείων της ΕΣΠΟ, που είχε ως αποτέλεσμα τον φόνο ορισμένων μελών της (ο αριθμός δεν έχει αποσαφηνισθεί, αλλά σύμφωνα με πληροφορίες επρόκειτο περί 26), τον τραυματισμό πολλών, ενώ μεταξύ των θυμάτων ήταν και κάποιοι Γερμανοί που υπηρετούσαν σε στεγαζόμενη στο ίδιο κτίριο στρατιωτική υπηρεσία. Από την τόσο ισχυρή έκρηξη, προς στιγμήν γλύτωσε ο Σπ. Στεροδήμας, ο οποίος θέλησε στη συνέχεια να πλησιάσει στο γραφείο του για να περισυλλέξει έγγραφα και χρήματα που είχε εκεί. Ήδη όμως είχε απλωθεί πυρκαγιά μετά την έκρηξη και ο Στεροδήμας υπέστη σοβαρά εγκαύματα, με αποτέλεσμα τον θάνατό του ύστερα από μερικές μέρες στον «Ευαγγελισμό», όπου είχε μεταφερθεί.
Ακολούθησαν πρωτοφανώς αυστηρές ανακρίσεις των Γερμανών, από τις οποίες ελάχιστοι μόνον από τους οργανωτές και εκτελεστές της ανατίναξης μπόρεσαν να διαφύγουν και να επιζήσουν (ο τελευταίος εξ αυτών, ο Αντώνης Μυτιληναίος, πέθανε προ δεκαετίας).
Η ΕΣΠΟ σύντομα ανασυστήθηκε και την αρχηγία της ανέλαβε ο Γεώργιος Τριαντόπουλος, στεγάστηκε δε αρχικά στο κτίριο Γουτάκη της οδού Σταδίου και αργότερα στο επιταχθέν κτίριο του Οικονομικού Γυμνασίου (γωνία Ακαδημίας και Χαρ. Τρικούπη).
Τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής διαλύθηκε όμως, ενώ ο υπαρχηγός της Γεώργ. Παντέλογλου (που μετακατοχικά εκτελέστηκε) είχε ιδρύσει μαζί με άλλα στελέχη την ΟΕΔΕ. Η τελευταία αυτή λειτούργησε μέχρι την τελευταία ημέρα που έφυγαν οι Γερμανοί και μερικοί από τους ιθύνοντες κατευθύνθηκαν στη Βιέννη, όπου παρέμειναν μέχρι την τελική πτώση του Τρίτου Ράιχ.
Ενδιαφέρον, τέλος, είναι να παρακολουθήσουμε τις πληροφορίες που είχαν συγκεντρώσει οι αρμόδιες ελληνοσυμμαχικές στρατιωτικές υπηρεσίες της Μέσης Ανατολής για την ΕΣΠΟ. Σε σχετικά έγγραφα αναφέρονται και τα ακόλουθα για τη συγκεκριμένη οργάνωση, αλλά θα πρέπει να επισημανθεί ότι μερικά στοιχεία από τα όσα περιέχονται δεν είναι εξακριβωμένα, καθώς η συλλογή τους λόγω των περιστάσεων γινόταν με κάποια προχειρότητα:

«Ιδρύθη τον Οκτώβριο 1941, πρωτοστατούντος του ιατρού Βλαβιανού (όστις υπήρξε ο πρώτος Διευθυντής) εν συνεργασία μετά των Λούβαρη, Αλ. Γιάνναρου, Γ. Μερκούρη, Πατρονικόλα (ιατρού), Μπίνου κ.ά. Ανέλαβε την αρχηγίαν ο ιατρός Στεροδήμας μετά τον θάνατον του οποίου διευθύνεται από επιτροπήν εκ των Κονδάκη, Νικολαρεΐζη (δημοσιογράφου εκ Δωδεκανήσου), δικηγόρου Παπατάσου, Ζαρπαλά (υπαλλήλου υπουργείου Τύπου), Τσόλκα ιατρού. Μετέχουν οι: στρατηγός Οικονομάκος, Π. Σακελλαρόπουλος, Στ. Καστέλης και ο νεαρός Πομόνης. Ο εκ των σημαινόντων μελών της απόστρατος πλοίαρχος Π.Ν. Τσάκωνας (αντιπρόεδρος) παρητήθη αποδοκιμάσας την τροπήν της οργανώσεως εις αντεθνικήν δράσιν.
Τα μέλη της ανήλθον εις 2500 πολλά των οποίων διέρρευσαν, αποτελούντο δε κυρίως από νεαρούς και νεαράς μέλη της Ε.Ο.Ν. Εις τα γραφεία της συνεκεντρούντο νέοι και νεάνιδες και ήρχοντο εις επαφήν με γερμανούς αξκούς και κατόπιν εξαπελύοντο προς συλλογήν πληροφοριών. Ησχολείτο με την παρακολούθησιν πατριωτών τους οποίους κατέδιδε εις την Γκεστάπο μετά της οποίας συνειργάζετο. Είχε σκοπόν την δημιουργίαν ταγμάτων τα οποία να εκπαιδευθούν και πολεμήσουν παρά το πλευρόν των γερμανών.
Την μεσημβρίαν της 20.9.42 ανετινάχθησαν διά δυναμίτιδος τα επί της οδού Πατησίων γραφεία της, εφονεύθησαν αρκετοί και ετραυματίσθησαν 40, μεταξύ των οποίων και ο τότε αρχηγός Στεροδήμας αποθανών μετ’ όλίγας ημέρας συνεπεία των τραυμάτων του.
Τα γραφεία της εγκατεστάθησαν έκτοτε εις την γωνίαν των οδών Αχαρνών και Σουρμελή. Διαθέτει τυπογραφεία επί της οδού Παπαρηγοπούλου 2-4, εις τα οποία εκτυπούνται προπαγανδιστικά φυλλάδια και εικόνες. Μεταξύ των μελών της περιλαμβάνονται και μέλη άλλων φιλοαξονικών οργανώσεων δεδομένου ότι όλαι σχεδόν έχουν τα αυτά μέλη και διαφόρους τίτλους ίνα παρουσιάζουν όγκον.
Παρουσιάζει σοβαράν δράσιν. Αρκετός αριθμός μελών της κατετάγη ως άνευ θητείας χωροφύλακες εις την ειδικήν ασφάλειαν. Μεταξύ των μελών είναι ο Γ. Στιλόπουλος. Ονομαστικόν κατάλογον των μελών της ΕΣΠΟ παρέδωσε εις τον εν Σμύρνη κ. Μπουγιώταν ο ιατρός Καβουνίδης Βασ. ως ο ίδιος αναφέρει».

«Είναι οργάνωσις φασιστική. Εστρατολόγησε τους αισχροτέρους και επικινδυνωδεστέρους χαφιέδες προς αντιμετώπισιν των λαϊκών εξεγέρσεων. Ασχολούνται με την προδοσίαν κομμουνιστών κυρίως. Επίσης, ανέλαβον αντιεβραϊκόν αγώνα. Κατά τον Σεπτέμβριον ομάς εκ τριάκοντα οπλισμένων με γκλόπς επετέθησαν εις την συναγωγήν των Αθηνών ζητούντες οικονομικήν ενίσχυσιν της οργανώσεως, άμα δε έλαβον αρνητικήν απάντησιν επέπεσαν και κατεκερμάτισαν τα πάντα. Τελεί υπό την αρχηγίαν του Σπύρου Στεροδήμα, εκ μέρους δε της Γερμανικής Πρεσβείας ο κ. Καββαδίας, ανταποκριτής Αιγυπτιακής εφημερίδος. Η οργάνωσις χρηματοδοτείται από τον Γκοτζαμάνην και την Γκεσταπό. Έλαβε ως πρώτην δόσιν 2 εκατομμύρια.
Βασική αρχή και ιδανικός σκοπός στο καταχθόνιο πρόγραμμά της Νέας Τάξεως είναι η ψυχική και πνευματική κατάκτησις των υποδούλων λαών. Ευρίσκεται καμουφλαρισμένη από αθώα προσχήματα και εξωραϊσμένη με δελεαστικά θέλγητρα που παρασύρουν τους αφελείς νέους. Διακηρύττουν ότι: Σκοπός είναι η μεθοδική αληθινή εξύψωσις της ιδέας της πατρίδος, θρησκείας και οικογενείας μέσα εις το πλαίσιον του Σοσιαλισμού και της Νέας Τάξεως. Πιστεύουν συνειδητά εις την εθνικοσοσιαλιστικήν ιδέαν. Η «ΕΣΠΟ» προς ολοκλήρωσιν της δράσεώς της προέβη εις την ίδρυσιν «Διευθύνσεως Πρωτοπόρων Νέων». Ευρίσκεται υπό την προστατευτικήν σκέπην του Υπουργείου Παιδείας με σκοπούς και επιδιώξεις να μυηθούν εις τα νεώτερα ιδανικά οι νέοι και νέες μέσα στα πλαίσια του Σοσιαλισμού και του Πατριωτισμού. Το «νέο κράτος», εξουσία και αστυνομία έρχονται εις ενίσχυσιν του «Εθνοσωτηρίου» αυτού έργου.
Είς την οδόν Δήμητρος αριθ. 11 ευρίσκεται το Παράρτημα της οργανώσεως Καλλιθέας. Ιδιαίτερος Γραμματεύς της οργανώσεως είναι ο δικηγόρος Θεοδωρόπουλος, τμηματάρχης του οργανωτικού ο Μηχανικός Αρνάκης και του οκονομικού ο υπάλληλος της Τραπέζης Ελλάδος Άννινος.
Οι Γερμανοί κατακτηταί θα δώσουν στολάς και παπούτσια. Κάθε νέο μέλος πρέπει να έχη πιστοποιητικό της Ασφαλείας, προσπαθούν δε να κάμουν και Τάγματα εφόδου. Η εισδοχή εις ταύτην γίνεται βάσει αιτήσεως ήτις αποστέλλεται εις Γκεσταπό και αφού ελεγχθή ότι το προς πρόσληψιν μέλος είναι Γερμανόφιλον αποστέλλεται η αίτησις, εις τα γραφεία της ΕΣΠΟ και διά καταβολής 180 δρχ. γίνεταί τις μέλος αφού προηγουμένως παρακολουθήσει ωρισμένας διαλέξεις. Η εκδιδομένη ταυτότης είναι γεγραμμένη εις την Ελληνικήν και Ιταλικήν και θεωρείται από Έλληνα και Γερμανόν αξ/κόν. Διά της ταυτότητος ταύτης παρέχεται πλήρης ελευθερία κινήσεως εις τράμ, σιδηροδρόμους δωρεάν.
Είς την ΕΣΠΟ καταλέγονται ο Στρατηγός Οικονομάκος του Πεζικού, ο αντ/ρχης Κουρκουλάκος, αι θυγατέρες του Στρατηγού Μπάκου, ο Γ. Μερκούρης και μέλη εκ των παλαιών οργανώσεων του Γιάνναρου. Τα γραφεία ευρίσκονται επί της οδού Πατησίων και ανετινάχθησαν κατά Σεπτέμβριον 1942. Η σφραγίς της έχει Ελληνικήν σημαίαν και αγκυλωτόν σταυρόν».


* Απόσπασμα από το υπό έκδοση νέο βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα "Κατοχή - Πολιτικοί και Οικονομικοί Δοσίλογοι", που θα κυκλοφορήσει σύντομα.





http://aera2012.blogspot.gr/2012/08/blog-post.html
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…

Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

41
ΒΟΥΛΠΙΩΤΗΣ ΚΑΙ ΖΗΜΕΝΣ
Εικόνα
ΒΟΥΛΠΙΩΤΗΣ,
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΛΕΦΩΝΙΑ

Του Δημοσθένη Κούκουνα


Ισχυρός παράγοντας, ίσως ο ισχυρότερος σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής, απέβη ο επιχειρηματίας Ιωάννης Βουλπιώτης. Με τη βασική ιδιότητα του πληρεξούσιου αντιπροσώπου της εταιρίας «Σήμενς»[1] και της θυγατρικής «Τελεφούνκεν» και ως «ο Έλληνας γαμπρός του Σήμενς», ο Βουλπιώτης είχε επανέλθει από ετών για μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα, εκπροσωπώντας το γνωστό γερμανικό συγκρότημα. Διέθετε ισχυρές διασυνδέσεις, ακόμη και με τον περίεργο ιερωμένο της εκκλησίας του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», τον πατέρα Δημήτριο Μπάλφουρ, αλλά ο πρωθυπουργός Μεταξάς ήταν συχνά επιφυλακτικός μαζί του. Ανάμεσα στους στενούς φίλους του περιλαμβανόταν ο Γερμανός ναύαρχος Βίλελμ Κανάρις, γεγονός που αυτόματα τον καθιστούσε ύποπτο για κατασκοπευτική δράση στην Ελλάδα.
Στη δεκαετία 1930 ο Ιωάννης Βουλπιώτης χειρίστηκε μεταξύ άλλων, ως αντιπρόσωπος του οίκου Σήμενς στην Ελλάδα, τις προμήθειες των νέων τηλεφωνικών κέντρων και των νέων ραδιοφωνικών εγκαταστάσεων. Θεωρούσε ότι είχε επιτύχει να πείσει τον πρώην πεθερό του, τον Γερμανό μεγαλοβιομήχανο Σήμενς, να κάνει πολλές παραχωρήσεις στο ελληνικό κράτος, αλλά ότι τελικά ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε αδικήσει την εταιρία του με το να καρπωθεί όλες τις θετικές παραχωρήσεις μέχρι την τελευταία στιγμή χωρίς όμως να ολοκληρώσει τις συμφωνίες. Η ελληνική υπαναχώρηση υπήρξε αιφνιδιαστική ιδίως ως προς τη νεοσύστατη ραδιοφωνία. Ο Ιω. Μεταξάς ήρε τις υποσχέσεις του προς τον Βουλπιώτη και αντί να συσταθεί μια μικτή εταιρία, αγνοήθηκε το γερμανικό συγκρότημα και ιδρύθηκε μια αμιγώς κρατική υπηρεσία. Κάτι παρόμοιο είχε συμβεί με την ελληνική τηλεφωνία και τηλεγραφία.
Ο Βουλπιώτης βρέθηκε στο επίκεντρο των παρασκηνίων λίγες εβδομάδες πριν από την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, όταν του ζητήθηκε να χρησιμοποιήσει τις γνωριμίες του στο Βερολίνο για να αποτραπεί η ιταλική επίθεση. Η προσπάθεια αυτή, στην οποία πλην Βουλπιώτη είχαν αναμιχθεί επίσης ο διπλωμάτης Αλέξης Κύρου και ο προσωπικός γλύπτης του Χίτλερ Άρνο Μπρέκερ με την Ελληνίδα γυναίκα του, δεν είχε αποτέλεσμα. Ο Βουλπιώτης παρέμεινε στην Αθήνα, με κάπως διακριτική παρουσία και κύρια επαγγελματική απασχόληση την Α.Ε. «Τελεπόλ» (αποκλειστική εισαγωγέα των ραδιοφωνικών συσκευών «Τελεφούνκεν» και άλλων προϊόντων του συγκροτήματος) μέχρι τη γερμανική εισβολή και από την επομένη κινήθηκε δραστήρια για να επιβάλει τα «εκκρεμούντα» κατά την άποψή του δικαιώματα του οίκου Σήμενς.
Έτσι ο Βουλπιώτης χωρίς δυσκολία επέβαλε τις τυπικές διαδικασίες για να ανατρέψει την κατάσταση εις όφελός του. Αρχικά κυρώθηκε και επαναφέρθηκε σε ισχύ η σύμβαση του ελληνικού δημοσίου με την «Τελεφούνκεν», που είχε υπογραφεί τον Ιανουάριο 1938 από τον τότε υφυπουργό Συγκοινωνίας Κων. Νικολόπουλο και τον Ιω. Βουλπιώτη[2]. Η επαναφορά της σύμβασης συνοδεύθηκε από προσθήκη νέων όρων, που την προσάρμοζαν στη νέα πραγματικότητα και μεταξύ άλλων αναστελλόταν η υποχρέωση λειτουργίας ραδιοφωνικών σταθμών στη Θεσσαλονίκη και την Κέρκυρα, ενώ η μέχρι τότε κρατική υπηρεσία ραδιοφωνίας μετατρεπόταν σε ανώνυμη εταιρία[3]. Λίγες μόλις μέρες αργότερα παραχωρήθηκε στην «Τελεφούνκεν» και η ασύρματη τηλεγραφία, το προνόμιο της οποίας εκμεταλλευόταν μέχρι τότε η βρετανική «Cable and Wireless Limited». Εδώ χρειάστηκε η σύναψη νέας σύμβασης, την οποία υπέγραψαν στις 5 Ιουνίου 1941 οι υπουργοί Οικονομικών και Συγκοινωνίας Σωτ. Γκοτζαμάνης και Σωτ. Μουτούσης με τον Ιω. Βουλπιώτη ως πληρεξούσιο εκπρόσωπο της «Τελεφούνκεν»[4].
Ακολούθησαν δημόσιες διθυραμβικές ανακοινώσεις για τη μεταβολή, προβάλλοντας το αναπτυξιακό πρόγραμμα που επρόκειτο να εκτελεσθεί για την επέκταση της ραδιοφωνίας.
Ο Βουλπιώτης ανέλαβε αμέσως και τυπικά τη γενική διεύθυνση της ελληνικής ραδιοφωνίας που την κράτησε μέχρι το τέλος της Κατοχής. Θεσμικά ιδρύθηκε τον Σεπτέμβριο 1941 η νέα εταιρία, γνωστή ως ΑΕΡΕ. Στο διοικητικό συμβούλιο της Ανωνύμου Ελληνικής Ραδιοφωνικής Εταιρίας έλαβαν μέρος, πλην του Βουλπιώτη, ο αφιχθείς εκπρόσωπος του συγκροτήματος Σήμενς Βίλελμ Λάντσμπεργκ ως πρόεδρος, ο διάδοχος του Μποδοσάκη (και θεματοφύλακάς του στην Αθήνα) Βάλτερ Ντέτερ, οι δικηγόροι Νικ. Ταζεδάκης και Κωνστ. Παπακυριακού, καθώς και ο Γεώργ. Καλούτσης[5]. Οι δικαιοδοσίες του Βουλπιώτη στη ραδιοφωνία ήταν απεριόριστες, ακόμη και για την άσκηση της ραδιοφωνικής προπαγάνδας. Ούτε και οι ίδιοι οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να διανοηθούν να τον ελέγξουν, γνωρίζοντας τις ισχυρές γνωριμίες του στο Βερολίνο σε ανώτατο επίπεδο. Αναδιοργάνωσε πλήρως τη λειτουργία και τη στελέχωση του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, χρησιμοποιώντας πολλούς γνωστούς δημοσιογράφους και καλλιτέχνες[6], ενώ από οικονομικής πλευράς χρησιμοποίησε εντελώς επιχειρηματικά κριτήρια, μακριά από τη νοοτροπία που επικρατούσε στις κρατικές επιχειρήσεις. Άλλωστε είχε ιδιαίτερο συμφέρον για την οικονομική ευρωστία της ΑΕΡΕ.
Παλιοί εργαζόμενοι στην κατοχική ΑΕΡΕ, που μετά την Απελευθέρωση παρέμειναν στο ΕΙΡ, θυμούνταν ότι ο Βουλπιώτης ενεργούσε σαν μοντέρνος για τα δεδομένα της εποχής επιχειρηματίας και κάθε άλλο παρά απρόσιτος ήταν. Ήταν επινοητικός και ευέλικτος στα διοικητικά θέματα, ώστε οι υπάλληλοί του να τυγχάνουν ειδικής μεταχειρίσεως στις κατοχικές δυσκολίες. Προνοούσε και φορτικά (έως σκανδαλωδώς[7]) ζητούσε από τις κατοχικές κυβερνήσεις να εκδίδουν αποφάσεις για την ιδιαίτερα ευνοϊκή αντιμετώπιση των υπαλλήλων, τόσο της ΑΕΡΕ όσο και της ΑΕΤΕ, με συνεχείς αυξήσεις μισθών και παροχών σε τρόφιμα.
Η Ανώνυμος Ελληνική Τηλεφωνική Εταιρεία (ΑΕΤΕ), πρόδρομος του σημερινού ΟΤΕ, μέχρι την έναρξη της Κατοχής βρισκόταν υπό τον πλήρη κρατικό έλεγχο, ενώ διατηρούσε συμμετοχή η γερμανική Τελεφούνκεν. Στα προπολεμικά χρόνια αποτελούσε άντρο Γερμανών κατασκόπων και μόνο κατά τη διάρκεια του ελληνογερμανικού πολέμου είχαν απομονωθεί τα διευθυντικά στελέχη της ΑΕΤΕ που ήταν Γερμανοί. Φυσικά αμέσως επανήλθαν στις θέσεις τους. Ο πρόεδρος της εταιρίας Αλέξανδρος Διομήδης, άλλοτε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και παλαιότερα υπουργός Εξωτερικών επί Ελευθ. Βενιζέλου, παρέμεινε για μεγάλο διάστημα στη θέση του, εκπροσωπώντας βασικά την Εθνική Τράπεζα Ελλάδος, τον κυριότερο δανειστή της ΑΕΤΕ. Ο Αλ. Διομήδης δεν δίστασε να διαθέσει το ευρύτατο κύρος του στην εταιρία, ενώ από τον Σεπτέμβριο 1941 μέχρι τον Ιούλιο 1943, εκπροσωπώντας την, υπέγραψε συμβάσεις με τον εκάστοτε κατοχικό υπουργό Συγκοινωνίας, με κύριο αντικείμενο την ανανέωση του τηλεφωνικού τιμολογίου[8]. Αργότερα όμως θα αποστασιοποιηθεί από την ΑΕΤΕ, ενώ στο σύνολό του το διοικητικό συμβούλιο θα υποκατασταθεί από τη δυάδα των τεχνικών εκπροσώπων της Τελεφούνκεν Ούγκο Φρομ και Έρνεστ Τζιόμπεκ, για τους οποίους υπήρχε η εικόνα ότι επιδίδονταν προπολεμικά σε κατασκοπεία σε βάρος της Ελλάδος. Ο Ελληνογερμανός Έγκον Κοντουμάς επανήλθε με την έναρξη της Κατοχής στην ΑΕΤΕ, όχι όμως για πολύ, αφού αργότερα θα περιπέσει σε δυσμένεια. Εξέχουσα πάντα ήταν η θέση του Ιω. Βουλπιώτη στην εταιρία (για ένα διάστημα ως γενικός διευθυντής, αλλά αργότερα χωρίς θεσμικό ρόλο), λόγω της ιδιαίτερης σχέσης του με τη μητρική εταιρία στο Βερολίνο. Οι δύο Γερμανοί τεχνικοί διευθυντές, στα χέρια των οποίων είχε περιέλθει η διοίκηση της εταιρίας, παρέμειναν στις θέσεις τους μέχρι την παραμονή της γερμανικής αποχώρησης τον Οκτώβριο 1944[9].



[1]. Η ελληνική εταιρία χρησιμοποιούσε την απόδοση Σήμενς και όχι Ζήμενς, όπως είναι καθιερωμένη στα ελληνικά (Siemens).
[2]. Βλ. ΦΕΚ Α 184/4-6-1941. Το κείμενο της αρχικής σύμβασης του Ιαν. 1938 και του κυρωτικού Ν.Δ. 126/41 αναδημοσιεύθηκε, συνοδευόμενο και από γερμανική μετάφραση στο ΦΕΚ Α 153/17-6-1942. Στη συνέχεια με νεώτερο Ν.Δ. κυρώθηκε νέα σύμβαση του Ιω. Βουλπιώτη με την ελληνική κατοχική κυβέρνηση, που συνήφθη τον Ιαν. 1942 και αναφερόταν σε οικονομικά και διαδικαστικά θέματα (ΦΕΚ Α 154/18-6-1942).
[3]. Εφημερίδα Οικονομικός Ταχυδρόμος 17.6.1941. Δημοσιεύεται εκτενής περίληψη, εν είδει εξαγγελιών, για τις προθέσεις της νέας διοίκησης της ραδιοφωνίας να εκτελέσει αναπτυξιακό πρόγραμμα. Ωστόσο, ελάχιστα απ’ όσα αναγγέλθηκαν έγιναν πράξη.
[4]. ΦΕΚ Α 187/6-4-1941.
[5]. Εφημερίδα Οικονομολόγος 27.9.1941.
[6]. Πολλές λεπτομέρειες για τη δράση του Βουλπιώτη ως επικεφαλής της κατοχικής ραδιοφωνίας αναφέρονται στο βιβλίο του Δ. Κούκουνα, Η γερμανική και η ιταλική προπαγάνδα πριν και κατά την Κατοχή 1941-1944, Πάτρα 1981. Περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων και τα ονόματα των στελεχών που χρησιμοποιήθηκαν εκείνη την εποχή.
[7]. Πράγματι, αν ανατρέξει κανείς στα φύλλα της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως της κατοχικής περιόδου, θα διαπιστώσει πόσο συχνά εκδίδονταν κυβερνητικά διατάγματα ευνοϊκής μεταχείρισης των εργαζομένων στις δύο εταιρίες του συγκροτήματος Σήμενς στην Ελλάδα, με συνεχείς παροχές σε είδος και σε χρήμα.
[8]. ΦΕΚ Α 323/30-9-1941.
[9]. Οι δύο αυτοί Γερμανοί δεν επανήλθαν στις θέσεις τους στην ελληνική τηλεφωνία μετά το τέλος του πολέμου, ούτε άλλωστε θα ήταν δυνατόν. Ωστόσο ο Ούγκο Φρομ επανήλθε στη μητρική Τελεφούνκεν μέχρι το τέλος της σταδιοδρομίας του (προφορική πληροφόρηση από τον Ιω. Βουλπιώτη προς τον γράφοντα). Αντίθετα, ο Έρνεστ Τζιόμπεκ, για τον οποίο υπήρχαν πολλές μαρτυρίες ως προς τον κατασκοπευτικό ρόλο του, εξαφανίστηκε από την Ελλάδα οριστικά.
Εικόνα
Το διοικητικό συμβούλιο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής το 1944. Μία από τις ελάχιστες γνωστές φωτογραφίες, όπου εικονίζεται ο Ιωάννης Βουλπιώτης επί Κατοχής (τέταρτος από αριστερά, ανάμεσα στον Μανώλη Καλομοίρη και τον Ιωάννη Αθανασιάδη, πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου Αθηναίων τότε). Ανάμεσα στους άλλους εικονιζόμενους, στο κέντρο ο κατοχικός πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης, πρώτος αριστερά ο Οδυσσεύς Λάππας, από δεξιά ο Τίμος Μωραϊτίνης, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Νικόλαος Λάσκαρης και ο Θεόδωρος Συναδινός.




http://aera2012.blogspot.gr/2012/04/blog-post_1063.html
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…

Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

42
Συμπληρωματική πέρι Κουτσόβλαχων (15-10-2012)

ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ -ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ α'
Εικόνα
Ο Νικόλαος Ματούσης, ο "πρωθυπουργός" του υπό εκκόλαψη κρατιδίου της Πίνδου, στο Βουκουρέστι, όπου κατέφυγε για να διασωθεί προς το τέλος της Κατοχής.

Tου Δημοσθένη Κούκουνα


Σε πολλά κείμενά του ο γράφων έχει ασχοληθεί με τη δράση ανθρώπων που έχουν χαρακτηρισθεί ως δοσίλογοι και που έχουν συνεργασθεί με τους ξένους κατακτητές κατά την περίοδο της Κατοχής. Κατά κανόνα είναι επιφυλακτικός στο να ρίχνει τον λίθο του αναθέματος γενικά και αόριστα, επιχειρώντας να δει καθαρότερα την αλήθεια πίσω από μια καταδικαστική απόφαση. Την κάθε περίπτωση, με την οποία ασχολήθηκε, επιχειρεί να την εντάσσει αποκλειστικά στο ιστορικό της πλαίσιο. Έχει επισημάνει δοσιλόγους που ποτέ δεν καταδικάσθηκαν και άλλους που, ενώ ήταν αντίθετη και εθνωφελής η πολιτεία τους, πήραν γενναίες καταδίκες. Όπως κάνει η νομική επιστήμη, έτσι και η ιστορία πρέπει να βλέπει τα κίνητρα των πράξεων. Όμως, αντίθετα προς τη δικαστική κρίση, η ιστορική δίνει πρωταρχική σημασία στο αποτέλεσμα, αρνητικό ή θετικό αντίστοιχα.

Αν έχουμε λοιπόν να κρίνουμε ιστορικά τον Αλκιβιάδη Διαμάντη, τον Νικόλαο Ματούση και τους συνεργάτες τους από τη μια μεριά και από την άλλη την ίδια την αυτονομιστική κίνηση των Κουτσοβλάχων κατά την Κατοχή, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τα κίνητρά τους. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν τα συγκεκριμένα πρόσωπα που έδρασαν, το έπραξαν από ιδεοληψία ή είχαν άλλες σκοπιμότητες.
Σε ό,τι αφορά τον Νικόλαο Ματούση, δεν τίθεται ζήτημα αγνής προαίρεσης, διότι απλούστατα ο ίδιος έχει παραδεχθεί ότι ήταν θέμα προσωπικής ματαιοδοξίας. Ακόμη και να μην είχε να κάνει με πλουτισμό, το να θέλει κανείς να αναδειχθεί σε ύπατα πολιτικά αξιώματα μέσα από τη δημιουργία μιας αυτονομιστικής κίνησης και την αφαίρεση εθνικού εδάφους, αυτομάτως είναι μια επαίσχυντη πράξη εσχάτης προδοσίας.
Οι Βλάχοι στην Ελλάδα δεν είναι μειονότητα, πολύ περισσότερο δε δεν είναι εθνική μειονότητα. Αισθάνονται πραγματικοί Έλληνες, όπως και είναι, και ουδέποτε είχαν τάσεις να δημιουργήσουν ένα δικό τους κρατίδιο μέσα στο ελληνικό κράτος. Αντίθετα, είναι συνειδητοποιημένοι Έλληνες και επανειλημμένα έχουν αποδείξει τον εθνικό παλμό τους. Ως σύνολο οι Βλάχοι ή Κουτσόβλαχοι κατά την Κατοχή ούτε σκέφθηκαν ούτε επεδίωξαν να αυτονομηθούν από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά συμμετείχαν ισότιμα και αντιπροσωπευτικά στην όλη εθνική περιπέτεια που υποστήκαμε.
Η ιδέα της δημιουργίας κρατιδίου υπήρχε στο μυαλό ενός ανθρώπου μόνον, του Αλκιβιάδη Διαμάντη, ο οποίος ήδη από την εποχή του πρώτου παγκοσμίου πολέμου την είχε αποκρυσταλλώσει. Στα επόμενα χρόνια του Μεσοπολέμου, έτρεφε το εξωπραγματικό του όνειρο και αναζητούσε μεθοδεύσεις και ευκαιρίες. Πίστευε ότι μέσα στις εδαφικές ανακατατάξεις που θα μπορούσαν να συντελεσθούν στη διάρκεια ενός μεγάλου πολέμου, όπως ο δεύτερος παγκόσμιος, είχε την ευκαιρία να αποκτήσει εν μέσω εικοστώ αιώνι το προσωπικό του φέουδο, το «πριγκιπάτο» του.
Αδιαφορώντας για συσχετισμούς και επιπτώσεις, ο Διαμάντης είχε «χτίσει» μέσα στο μυαλό του την ιδέα ενός κουτσοβλαχικού κρατιδίου, χωρίς να αποκλείει περαιτέρω υπέρμετρες φιλοδοξίες πέραν των ελληνικών γεωγραφικών ορίων. Άλλωστε η καταστατική διακήρυξή του τον εμφανίζει να υπογράφει για λογαριασμό των «Βλάχων της Βαλκανικής». Παρ’ όλα αυτά, είχε την πεποίθηση ότι έπρεπε να ξεκινήσει σε πρώτη φάση από την Ελλάδα. Επέλεξε λοιπόν τη Λάρισα ως βάση για την εξόρμησή του και το μόνο αξιόλογο πρόσωπο που βρήκε για να συνεργασθεί, διαρκούσης της Κατοχής, ήταν ένας τριταγωνιστής στην πολιτική ζωή, ο οποίος δεν είχε κατορθώσει ούτε βουλευτής να εκλεγεί στο παρελθόν: ο Νικόλαος Ματούσης[1].

ΤΑ ΠΕΡΙ ΕΒΡΑΪΚΟΥ ΔΑΚΤΥΛΟΥ

Αν και οι Κουτσόβλαχοι δεν σχετίζονται ιστορικά με Εβραίους, ούτε αναφέρεται κάποια αντίστοιχη επιμιξία ή συνάφεια, θα πρέπει να επισημανθούν δύο συγκεκριμένα γεγονότα. Το πρώτο αναφέρεται στην αρχική ανακήρυξη του «πριγκιπάτου», το 1917, και το άλλο στη σκοτεινή περίοδο της Κατοχής, το 1943, όταν ετέθη στο αρχείο το «πριγκιπάτο».
Τον Αύγουστο 1917 η Ιταλία, που μέχρι τότε είχε καταλάβει ένα μεγάλο τμήμα του εθνικού μας εδάφους, τη μόλις λίγα χρόνια πριν απελευθερωθείσα Ήπειρο, υποχρεώθηκε να αποσυρθεί από την περιοχή και να παραδώσει τη διοίκησή της στην υπεύθυνη ελληνική κυβέρνηση. Είχαν απαιτηθεί πολλαπλές και επίμονες πιέσεις της Ελλάδος προς τις Δυνάμεις της Αντάντ, προκειμένου να εξαναγκασθεί η Ιταλία να αποχωρήσει από το τμήμα εκείνο της ελληνικής επικράτειας, που παράνομα και αναιτιολόγητα είχε καταλάβει.
Από την εποχή που είχε σχηματισθεί η κυβέρνηση της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη, ένα χρόνο νωρίτερα, υπήρχε ένα περίεργο παιχνίδι των Ιταλών και των Γάλλων στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία. Οι Σύμμαχοι είχαν ανεχθεί, αν δεν είχαν δημιουργήσει, ανθελληνικά γεγονότα μέσα στον ίδιο τον τόπο μας. Καταργούσαν τις νόμιμες τοπικές αρχές, έδιωχναν τις δικαστικές αρχές, ακόμη και τους μητροπολίτες, ενώ τις εκκλησίες τις παρέδιδαν σε ρουμανίζοντες, όπου υπήρχαν τέτοιοι. Τον Ιανουάριο 1917 όλοι οι Έλληνες βουλευτές της Κοζάνης είχαν υποβάλει προς την κυβέρνηση των Αθηνών ένα κοινό υπόμνημα γι’ αυτές τις αυθαιρεσίες που σημειώνονταν στη λεγόμενη «ουδέτερη ζώνη». Με αντίστοιχη έντονη ανησυχία άλλοι παράγοντες είχαν αντιδράσει και προς την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, αφού την εποχή εκείνη ο Εθνικός Διχασμός ήταν στο ζενίθ και υπήρχαν δύο ελληνικά κράτη. Παρ’ όλα αυτά, κοινή ήταν η βούληση να μείνει αλώβητη η εθνική συνείδηση, αν όχι και η ακεραιότητα της χώρας.
Τον Αύγουστο του 1917 στην Αθήνα υπήρχε πλέον μία μοναδική κυβέρνηση στην Ελλάδα, η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Και εκείνη ήταν που χειρίσθηκε το θέμα, ώστε να υποχρεωθεί η Ιταλία να αποχωρήσει από το ελληνικό έδαφος που είχε καταλάβει. Μόλις αυτό έγινε γνωστό, όσοι από τους Κουτσοβλάχους είχαν εκτεθεί μέχρι τότε σε ανθελληνικές ενέργειες πανικοβλήθηκαν. Και με επικεφαλής τον νεαρό αμυνίτη Αλκιβιάδη Διαμάντη έσπευσαν να ανακηρύξουν το «πριγκιπάτο» στη Σαμαρίνα τις μέρες ακριβώς που παρέδιδαν οι Ιταλοί στον γενικό διοικητή Ηπείρου. Ίσως να είναι μια ακόμη ιστορική σύμπτωση, αλλά τη θέση αυτή κατείχε τότε ο ...Αριστείδης Στεργιάδης!
Στις 28 Αυγούστου 1917 ο Αλκ. Διαμάντης και η παρέα του γιόρτασαν την ίδρυση του «πριγκιπάτου», μια ιδέα που οι Ιταλοί είχαν πιστέψει ότι θα εξυπηρετούσε τα ύποπτα σχέδιά τους για να αφαιρέσουν ελληνικό έδαφος και να το έχουν υπό την επιρροή τους. Ακριβώς στο σημείο αυτό υπεισέρχεται ο «εβραϊκός δάκτυλος».
Η επίσημη ιταλική κυβέρνηση έτρεξε να στείλει δίκην πολιτικού καθοδηγητή στη Σαμαρίνα, με την ιδιότητα του «διπλωματικού αντιπροσώπου», τον εκ Θεσσαλονίκης Πέπο Μοδιάνο, μέχρι τότε προξενικό υπάλληλό της στη Θεσσαλονίκη και στα Ιωάννινα. Φυσικά ήταν ο μόνος «διαπιστευμένος» στο υπό εκκόλαψη κρατίδιο και η διπλωματική του ιδιότητα δεν ήταν παρά μία κάλυψη για να κατευθύνει την ολιγομελή ηγεσία του «πριγκιπάτου της Πίνδου», η οποία σημειωτέον είχε υιοθετήσει για σημαία ένα σύμπλεγμα με τη λύκαινα της Ρώμης.
Η κίνηση αυτή δεν κράτησε παρά ένα ελάχιστο διάστημα. Σύμφωνα με τηλεγράφημα του Στεργιάδη προς την κυβέρνηση στην Αθήνα, στις 9 Σεπτεμβρίου 1917 «οι Ιταλοί παρέδωσαν εις Ελληνικόν στρατιωτικόν απόσπασμα την κωμόπολιν Σαμαρίνα» με την αξιοσημείωτη προσθήκη: «Οι κάτοικοί της πανηγυρίζουν». Ουσιαστικά οι ίδιοι οι Κουτσόβλαχοι ήταν εκείνοι που έδιωξαν τον Διαμάντη και τους λίγους συνεργάτες του.
Ο Διαμάντης ακολούθησε τους Ιταλούς, ανήμπορος να υλοποιήσει το δικό του όνειρο να γίνει ένας «πρίγκιπας» και ταυτόχρονα να εξυπηρετήσει τους εντολείς του. Φυσικά, μαζί με τον Διαμάντη, εγκατέλειψε την πρωτεύουσα του «πριγκιπάτου» και ο Ιταλός υποπρόξενος Μοδιάνο.
Πέρασε ακριβώς ένα τέταρτο αιώνος και τον Ιούνιο του 1942 ο Αλκιβιάδης Διαμάντης, αφού μάταια είχε ξαναεπιχειρήσει να εγκαθιδρύσει το «πριγκιπάτο» του, απογοητευμένος εγκατέλειπε την περιοχή για τελευταία φορά.
Ο γνωστός δημοσιογράφος Μάριο Μοδιάνο, που υπήρξε για πολλές δεκαετίες ανταποκριτής του Ρώυτερ και των «Τάιμς» του Λονδίνου στην Αθήνα, ανιψιός του προαναφερθέντος Πέπο Μοδιάνο, ασχολήθηκε επισταμένως αφότου συνταξιοδοτήθηκε με τη «μοδιανολογία» και συνέταξε μια ενδιαφέρουσα ηλεκτρονική μονογραφία για την ομώνυμη οικογένεια. Μάλλον από άγνοια ή ελλιπή ενημέρωση, παρά από πρόθεση, παραλείπει να αναφέρει τον Ιταλοεβραίο λοχαγό Βίτο Μοντιάνο που επέδειξε σφοδρή ανθελληνική δράση επί Κατοχής στα Γρεβενά, αν και επανειλημμένα κάνει λόγο ότι όλοι οι Μοντιάνο της Ιταλίας, που προέρχονται από το Λιβόρνο, ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τη γνωστή εβραϊκή οικογένεια των Μοδιάνο της Θεσσαλονίκης.
Ο εν λόγω λοχαγός Μοντιάνο είχε σπεύσει τον Αύγουστο του 1941 από τα Γρεβενά, επικεφαλής των ανδρών του λόχου του, να παράσχει βοήθεια και προστασία στον Αλκιβιάδη Διαμάντη, ο οποίος τότε βρισκόταν στη Σαμαρίνα και οργάνωνε την εκδήλωση της αυτονομιστικής κίνησής του. Η αποστολή του Ιταλοεβραίου λοχαγού ήταν να σώσει τη ζωή του Κουτσοβλάχου «πρίγκιπα» από τα μέλη της πρώτης αντιστασιακής οργάνωσης, που είχε αρχηγό τον Άγγλο ταγματάρχη Πρέστον και είχε σχεδιάσει ως πρώτη ενέργειά της τη σύλληψη και απαγωγή του Διαμάντη. Το σχέδιο και η οργάνωση προδόθηκε, με αποτέλεσμα να επωμισθεί ο Βίτο Μοντιάνο καθήκοντα «προστάτη» του Διαμάντη, όπως 24 χρόνια νωρίτερα είχε πράξει ο συνεπώνυμος διπλωματικός Μοδιάνο. Πόσο τυχαίος είναι άραγε αυτός ο συσχετισμός και ώς πού εκτεινόταν;
Σημειωτέον ότι η αποκάλυψη της πρώτης αγγλοελληνικής αντιστασιακής οργάνωσης είχε πανικοβάλει όχι μόνο τους αυτονομιστές του «πριγκιπάτου» και τον πελιδνό πλέον «πρίγκιπα», αλλά και τις ιταλικές κατοχικές αρχές, οι οποίες έκαναν εκτεταμένες ανακρίσεις και έρευνες για να βρουν ποια ήταν τα μέλη της και ποιοι είχαν συνεργασθεί μαζί τους. Χρησιμοποιήθηκαν σκληρότατα και απάνθρωπα βασανιστήρια για όσους είχαν ή ήταν ύποπτοι για ανάμιξη, ενώ ύστερα από ασυνήθιστα μακρόχρονες ανακρίσεις στις 11 Απριλίου 1942 έγινε στο ιταλικό στρατοδικείο Αγρινίου η δίκη τους, στην οποία πρώτος μάρτυς κατηγορίας προσήλθε να καταθέσει ο λοχαγός Βίτο Μοντιάνο. Έτσι κατορθώθηκε να καταδικασθούν σε βαριές ποινές καταναγκαστικών έργων οι Ζήσης Νίκζας, Αναστ. Γεωργίτσης, Ιωάν. Τζίνας, Λεων. Τσιώμης, Αθαν. Τσουπινάκης, Σουλτάνα Τσουπινάκη, Κων. Μπαϊρακτάρης και Ελένη Παπαζήση, οι οποίοι λίγο αργότερα μεταφέρθηκαν ως όμηροι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ιταλίας. Για την ιστορία αναφέρουμε ότι ο ατυχής Άγγλος ταγματάρχης Τζακ Πρέστον, που είχε καταφέρει να αποφύγει τη σύλληψη, κατέφυγε με πολλές περιπέτειες μέσω Κατερίνης στην Αθήνα, όπου τον Οκτώβριο 1941 τραυματίσθηκε θανάσιμα καθώς προσπαθούσε να διαφύγει τη σύλληψή του από Ιταλούς καραμπινιέρους.
Παρά λοιπόν την αποτελεσματική προστασία που του είχε παράσχει ο Ιταλοεβραίος λοχαγός, ο Αλκιβιάδης Διαμάντης καταπτοημένος τον Ιούνιο του 1942 εγκατέλειπε οριστικά τις αυτονομιστικές προσπάθειές του. Και το 1943 βρισκόταν πλέον στην αγαπημένη του Ρουμανία με γκρεμισμένα τα όνειρά του. Στη φάση αυτή, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στην Ιταλία ή ενδεχομένως στην Κροατία, παραχώρησε τον τίτλο του «πριγκιπάτου» σ’ έναν τριαντάχρονο τότε Ουγγροεβραίο, τον βαρώνο Γκιούλα Μιλβάνι Τσεσνέγκι, που πήρε το όνομα «Ιούλιος Α΄». Τον είχε γνωρίσει στην Ιταλία και ήταν φανατικός φασίστας.
Ο Τσεσνέγκι ήταν συνεργάτης και στενός φίλος (πάντως ήταν από το καλοκαίρι του 1941 διοικητής της Βασιλικής Λεγεώνας της Κροατίας και ουσιαστικά αυλάρχης) του τιτουλάριου βασιλιά της Κροατίας υπό το όνομα Τόμισλαβ Β΄, δηλαδή του δούκα του Σπολέτο Αϊμόνε.
Ο Αϊμόνε, που ήταν και αυτός φανατικός φασίστας, υποχρεώθηκε μετά το τέλος του πολέμου να αυτοεξορισθεί στην Αργεντινή, σε αντίθεση με τη σύζυγό του (επρόκειτο για την πριγκίπισσα της Ελλάδος Ειρήνη, αδελφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄) που παρέμεινε στην Ιταλία, όπου και είχε φυλακισθεί επί κυβερνήσεως Μπαντόλιο. Στην Αργεντινή ακολούθησε τον Αϊμόνε και ο φέρων τον ανύπαρκτο τίτλο του «πρίγκιπα της Πίνδου» Τσεσνέγκι, ο οποίος φέρεται να κληροδότησε τον «τίτλο» στον ανιψιό του. Ο τελευταίος, που έχει επεκτείνει το «Πίνδου» σε «Πίνδου και Μακεδονίας», εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια σε ευρωπαϊκούς κύκλους ως ...διεκδικητής της «χώρας» του! Έφθασε μάλιστα στο σημείο να απευθυνθεί και στις Βρυξέλλες για να εδραιώσει την απαίτησή του, γεγονός που χωρίς αμφιβολία θα έχει οδηγήσει σε πονηρές σκέψεις «κάποιους»... Σημειωτέον ότι παρόμοια κίνηση έχει κάνει και ένας ανιψιός του Διαμάντη με το όνομα Νικόλαος που ζει μεταξύ Ιταλίας και Αμερικής!

ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΙ ΜΑΤΟΥΣΗΣ

Ας δούμε, όμως, ποιος ήταν ο αρχικός «πρίγκιπας της Πίνδου»:
Αλκιβιάδης Διαμάντης, του Κωνσταντίνου. Γόνος εύπορης οικογένειας, γεννήθηκε στη Σαμαρίνα το 1894, σπούδασε στο Γυμνάσιο Σιάτιστας και συνέχισε τις σπουδές του στο Βουκουρέστι, όπου συνδέθηκε με «αρρομουνικούς» κύκλους. Αναφέρεται ότι υπηρέτησε ως υπαξιωματικός στον ελληνικό στρατό κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ενώ το 1917 εμφανίστηκε επικεφαλής ένοπλης ομάδας σε χωριά της Πίνδου και με την ανοχή των Ιταλών ανακοίνωσε σε επίσημη τελετή την ίδρυση του «πριγκιπάτου της Πίνδου» με έδρα τη Σαμαρίνα και αυτοχρίσθηκε σε «πρίγκιπα». Μετά από επίσημη διαμαρτυρία του ελληνικού κράτους στους Συμμάχους, τα ιταλικά στρατεύματα αποχώρησαν από την Ήπειρο και μαζί τους ο Διαμάντης. Για την πράξη του εκείνη καταδικάσθηκε από την ελληνική δικαιοσύνη, αλλά το 1927 αμνηστεύθηκε από την τότε ελληνική κυβέρνηση.
Εν τω μεταξύ ο Διαμάντης επέστρεψε στη Ρουμανία μετά τον πόλεμο, εισήλθε στη διπλωματική υπηρεσία της χώρας αυτής και στις αρχές της δεκαετίας 1920 διορίσθηκε πρόξενος στους Αγίους Σαράντα, προκειμένου να ασκήσει προπαγάνδα στους Αρβανιτόβλαχους της περιοχής. Πιστεύεται ότι κατά τη θητεία του εκεί, μέχρι το 1925, συνδέθηκε με ιταλικές μυστικές υπηρεσίες. Αναμίχθηκε σε οικονομικές ατασθαλίες και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Αλβανία και τη ρουμανική διπλωματική υπηρεσία.
Επανήλθε στην Ελλάδα και ως αντιπρόσωπος ρουμανικών οίκων εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, συνεχίζοντας να προσφέρει υπηρεσίες στη ρουμανική προπαγάνδα. Με την ιδιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου έκανε περιοδείες στην επαρχία, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου κατοικούσαν βλαχόφωνοι, δημιουργώντας πυρήνες φίλων του. Στην Αθήνα διατηρούσε πολυτελή γραφεία στο νεόδμητο μέγαρο του ΜΤΣ, ασχολούμενος κυρίως με την εκπροσώπηση πετρελαίου και ξυλείας από τη Ρουμανία. Διατηρούσε πάντα τις επαφές του τόσο με τη Ρουμανία όσο και με την Ιταλία, όπου έκανε συχνά ταξίδια και είχε συνδεθεί με στελέχη της Σιδηράς Φρουράς και του φασιστικού κόμματος αντίστοιχα. Το 1940, όταν πλέον είχε αποφασισθεί η εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα, εξαφανίσθηκε από την Αθήνα, αφού ήδη από ετών είχε προσελκύσει την προσοχή της ελληνικής αντικατασκοπίας που τον παρακολουθούσε.
Όταν έγινε η ιταλική επίθεση, ο Διαμάντης, στον οποίον είχε απονεμηθεί ιταλικό παράσημο (εξ ου και του άρεσε να τον αποκαλούν κομεντατόρε) βρισκόταν στην Αλβανία για να βοηθήσει. Ήταν σύμβουλος και διερμηνέας του στρατηγού Αλφρέντο Γκουτσόνι. Άνθρωποί του χρησιμοποιήθηκαν ως οδηγοί στην αρχική προέλαση των Ιταλών, ενώ άλλοι από τους πυρήνες που είχε δημιουργήσει εντοπίσθηκαν αμέσως από τις ελληνικές αρχές και κατέληξαν σιωπηρά σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως (τουλάχιστον 200 στην Κόρινθο) ή σε εξορίες στα απομακρυσμένα νησιά του Αιγαίου. Όταν τελικά τον Απρίλιο του 1941 ο ιταλικός στρατός, ακολουθώντας τον γερμανικό, κατέλαβε την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, ο Διαμάντης επανεμφανίσθηκε.
Το σχέδιό του ήταν να δημιουργήσει το κρατίδιο που είχε ονειρευθεί ήδη προ 25ετίας και έσπευσε να αναζητήσει συνεργάτες, που είχε προσηλυτίσει στα ταξίδια του κατά τα προπολεμικά χρόνια. Με τη συνδρομή του Νικολάου Ματούση ίδρυσε τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» και τον Σεπτέμβριο 1941 έκανε την πρώτη επίσημη εμφάνισή του, ζητώντας ως «εκπρόσωπος των Βλάχων της Κάτω Βαλκανικής» από τον κατοχικό πρωθυπουργό Γεώργιο Τσολάκογλου προνόμια. Στηριζόμενος πάντα στους Ιταλούς και με την άμεση ενίσχυση των Ρουμάνων, υποχρεώθηκαν τον Φεβρουάριο του 1942 οι θεσσαλικές εφημερίδες να δημοσιεύσουν το «μανιφέστο» του, που το συνυπέγραφαν ελάχιστοι από τους επιφανείς επιστήμονες Κουτσόβλαχους που δέχθηκαν.
Απογοητευμένος για τη μη θετική εξέλιξη του «ονείρου» του, τον Ιούνιο 1942 έφυγε από την Ελλάδα και γύρισε στη Ρουμανία, όπου παρέμεινε ανάμεσα στους ελληνικής καταγωγής σιδηροφρουρίτες του Χόρια Σίμα και μετά την πτώση του καθεστώτος Αντωνέσκου συνελήφθη και εκτελέσθηκε το 1948.
Ο «αντ’ αυτού» άμεσος συνεργάτης του Διαμάντη, ο Ματούσης, ήταν ομοίως τυχοδιώκτης και καιροσκόπος:
• Νικόλαος Ματούσης, του Ματθαίου. Γεννήθηκε το 1899 στη Σαμαρίνα και τέλειωσε το Γυμνάσιο Τρικάλων και στη συνέχεια σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δικηγόρησε στη Λάρισα. Υπήρξε από τα πρώτα μέλη του ΚΚΕ και το 1925 έγινε μέλος της Κ.Ε. του, αλλά σύντομα διαγράφηκε. Στη συνέχεια υπήρξε συνεργάτης του Ιω. Σοφιανόπουλου και του Απ. Παγκούτσου με το Αγροτικό Κόμμα. Τον Αλκιβιάδη Διαμάντη γνώρισε στα μέσα της δεκαετίας 1920 στη Λάρισα και από τότε συνδέθηκαν. Με την έναρξη της Κατοχής, ξαναβρέθηκε με τον Διαμάντη και αποφάσισαν να προωθήσουν την ιδέα του «πριγκιπάτου της Πίνδου», που θα εκτεινόταν σε όσες περιοχές ζούσαν Κουτσόβλαχοι, στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Με βασικούς συνεργάτες τους Δημοσθ. Τσούτρα και Κων. Τάχα ίδρυσε στη Λάρισα τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» για την υλοποίηση των σχεδίων αυτών, σύμφωνα με τα οποία ο ίδιος θα γινόταν ο πρωθυπουργός του κρατιδίου, ο Βασίλειος Ραποτίκας θα γινόταν αρχηγός του στρατού και θα υπήρχε κοινοβούλιο στα Τρίκαλα, ενώ η έδρα της κυβέρνησης θα ήταν στη Λάρισα. Επίσημη γλώσσα θα ήταν η κουτσοβλαχική, με απαγόρευση χρήσης της ελληνικής και με επαναφορά των παλαιών βλάχικων ονομασιών στα τοπωνύμια (π.χ. Σάντα Μαρία η Σαμαρίνα, Αμίντσιου το Μέτσοβο, Νέβεσκα το Νυμφαίο κ.ο.κ.). Τον Μάρτιο 1942 υπογράφηκε το περίφημο μανιφέστο, αλλά τρεις μήνες αργότερα το σχέδιο άρχισε να καταρρέει, με την εξαφάνιση του Διαμάντη και αρκετά αργότερα του ίδιου του Ματούση, που κατέφυγε στην Αθήνα. Ο Ματούσης είχε επιδιώξει με την εύνοια των Ιταλών, όχι όμως και των Γερμανών που προέβαλαν βέτο, να γίνει κατοχικός πρωθυπουργός ή έστω υπουργός. Για να ενισχύσει την επιδίωξή του αυτή, αφού πλέον είχε εγκαταλειφθεί πλήρως η ιδέα του κουτσοβλαχικού κρατιδίου, ίδρυσε με τους Σπύρο Χατζηκυριάκο, Φιλήμονα Πατίτσα και Εμμανουήλ Κορωναίο τη γερμανόφιλη οργάνωση Οργάνωση Πρωτοπόρων Νέας Ευρώπης. Όταν απέτυχε κι αυτό, αποφάσισε στα τέλη 1943 ή αρχές 1944 να ταξιδέψει στη Ρουμανία. Όταν πήραν την εξουσία οι κομμουνιστές και άρχισαν οι διώξεις του καθεστώτος Αντωνέσκου, ο Ματούσης συνελήφθη για τις σχέσεις του μ’ αυτό και φυλακίσθηκε για αρκετά χρόνια. Το 1964 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατόρθωσε να άρει τις καταδικαστικές σε βάρος αποφάσεις σε θάνατο. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ύστερα στο Λουτράκι και από το 1966 στη Λάρισα, όπου και πέθανε το 1991.


http://aera2012.blogspot.gr/2012/05/2_11.html
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…

Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

43
ΚΟΥΤΣΟΒΛΑΧΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ -ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ β'

ΤΑ ΑΛΛΑ ΗΓΕΤΙΚΑ ΣΤΕΛΕΧΗ

Για να γνωρίσουμε τους ανθρώπους που είχαν συνεργασθεί με τον Διαμάντη στα ανθελληνικά και αυτονομιστικά του σχέδια, παραθέτουμε σύντομες αναφορές για τα κυριότερα πρόσωπα που έδρασαν στην περίοδο 1941-42 στο πλευρό του[2]:
• Δημοσθένης Τσούτρας, του Νικολάου. Γεννήθηκε στον Βρυότοπο Τυρνάβου το 1894 και αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική και τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ για ένα διάστημα είχε εργασθεί ως υπάλληλος των ΤΤΤ. Διορίσθηκε ως καθηγητής φιλολογίας στο Γυμνάσιο Λάρισας, ενώ εμφανιζόταν πολιτικά ως αριστερός, με αποτέλεσμα επί δικτατορίας Μεταξά να κατηγορηθεί ότι προπαγάνδιζε στους μαθητές κομμουνιστικές ιδέες. Απολύθηκε από τη θέση του και άρχισε να ασκεί τη δικηγορία στη Λάρισα. Βρισκόταν σε επαφή με τον Αλκιβιάδη Διαμάντη, γεγονός που δεν είχε διαφύγει από την ελληνική αντικατασκοπία. Κατά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, συνελήφθη και στάλθηκε εξόριστος στη Χίο ως εθνικά ύποπτος. Αφέθηκε ελεύθερος μόνον όταν κατελήφθη η Ελλάδα, οπότε και επέστρεψε στη Λάρισα, όπου τον Μάιο 1941 μαζί με τους Ν. Ματούση και Κ. Τάχα, πρώην κομμουνιστές και οι τρεις, υποδέχθηκαν τον Αλκ. Διαμάντη. Πήρε μέρος ως ηγετικό μέλος στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» και βεβαίως συνυπέγραψε το Μανιφέστο του Διαμάντη. Μετά την Κατοχή καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο και δύο φορές σε ισόβια, αλλά κατόρθωσε να κρυφτεί στο αχανές κτήμα του στον Βρυότοπο, όπου ζούσε σε σπηλιές και κρυψώνες μέχρι το 1961 που πέθανε.
• Κωνσταντίνος Τάχας. Είχε γεννηθεί στη Λάρισα και ήταν γιατρός. Την εποχή των σπουδών του είχε εκδηλωθεί ως κομμουνιστής και διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Νικόλαο Ματούση και τον Δημοσθένη Τσούτρα, μαζί με τους οποίους υποδέχθηκαν τον Μάιο 1941 στη Λάρισα τον Διαμάντη και στη συνέχεια σχημάτισαν την πρώτη διοικούσα επιτροπή της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Είχε συνυπογράψει το μανιφέστο του Διαμάντη και ο ίδιος υπήρξε ο κεντρικός ταμίας της οργάνωσης στη Λάρισα. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 15 ετών.
• Βασίλειος Ραποτίκας, του Χρήστου. Γεννήθηκε το 1888 στη Γράμμουστα Πίνδου και ήταν αρβανιτόβλαχος. Πήρε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα και μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου εγκαταστάθηκε στο χωριό Ροδιά Τυρνάβου, όπου συν τω χρόνω έγινε μεγαλοτσέλιγκας. Με την Κατοχή ήρθε σε επαφή με τον Νικόλαο Ματούση και εντάχθηκε από τους πρώτους στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα», αναλαμβάνοντας να συγκροτήσει το ένοπλο τμήμα της. Έχοντας πολλές γνωριμίες σε διάφορα χωριά που υπήρχαν Κουτσόβλαχοι και κυρίως Αρβανιτόβλαχοι, έπεισε πολλούς για να πάρουν μέρος στην ένοπλη ομάδα, της οποίας ήταν αρχηγός. Επικεφαλής των ανδρών αυτών, που διακρίνονταν ιδίως για την αγριότητά τους, γύριζε στις πόλεις και τα χωριά της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, συνοδευόμενος από Ιταλούς. Ανάμεσα σε ανθελληνικές δραστηριότητες, η πρώτη του φροντίδα ήταν ο ίδιος και οι άνδρες του να τρομοκρατούν και να λεηλατούν τους χωρικούς, αρπάζοντας ζώα και τρόφιμα. Φιλόδοξος, καθώς ήταν, πίστευε ότι θα μπορούσε να γίνει αρχηγός της στρατιωτικής δύναμης που θα σχημάτιζε με τους λεγεωνάριους το «πριγκιπάτο της Πίνδου». Το καλοκαίρι του 1943 με τέχνασμα τον συνέλαβαν στη Λάρισα ένοπλοι αντάρτες του ΕΛΑΣ, οι οποίοι τον βασάνισαν σκληρά και σκοτώθηκε κάπου στα χωριά Γριζάνο και Τσιότι, δεμένος πίσω από ένα άλογο που έτρεχε.
• Θωμάς Πισπιρίγκος, του Δημητρίου. Καταγόταν από τη Σαμαρίνα και ήταν δικηγόρος. Αν και ήταν επηρεασμένος από τη ρουμανική και την ιταλική προπαγάνδα, είχε κατορθώσει να γίνει έφεδρος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύθηκε, αλλά επέδειξε ηττοπάθεια με αποτέλεσμα να παραπεμφθεί στο στρατοδικείο και να καθαιρεθεί. Υπήρξε από τους πρώτους και τους στενότερους συνεργάτες του Διαμάντη και συνεπέγραψε το μανιφέστο του. Ανέπτυξε με φανατισμό πλούσια αντεθνική δράση, τόσο στην αυτονομιστική κίνηση των Κουτσοβλάχων, όσο και στο πλευρό των Ιταλών κατακτητών, ενώ αναφέρεται ότι είχε τον βαθμό του ταγματάρχη του ιταλικού στρατού. Μετά την αποτυχία της κίνησης Διαμάντη και την εξαφάνιση των λεγεωναρίων, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί κατόρθωσε να διορισθεί νομικός σύμβουλος στην Υπηρεσία Κτημάτων της Γενικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης, ενώ έγινε πρόεδρος της Ρουμανικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης. Ήταν ευθέως υπέρ της προσάρτησης της Πίνδου στην Ιταλία, καθώς και υπέρ της συνεργασίας με τους Βουλγάρους. Το 1944, πριν φύγουν οι Γερμανοί, κατέφυγε στη Ρουμανία όπου και πέθανε.
• Νικόλαος Μητσιμπούνας. Γιατρός από τα Γρεβενά. Έμπιστος και στενός συνεργάτης του Διαμάντη, υπήρξε πληρεξούσιός του για τη διαχείριση περιουσιακών ζητημάτων στη Ροδιά Τυρνάβου. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στις περιφέρειες όπου εμφανίσθηκε η κίνηση Διαμάντη και ιδιαίτερα στον νομό Λάρισας. Είχε συνυπογράψει το περίφημο μανιφέστο. Μετά την αναχώρηση του Διαμάντη, ανέλαβε την αρχηγία της κίνησης στην περιοχή Γρεβενών και τον Μάρτιο 1943, όταν οι Ιταλοί εκκένωσαν τα Γρεβενά τους ακολούθησε και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Γεώργιος Μητσιμπούνας. Γεννήθηκε στη Σαμαρίνα και ήταν κτηνοτρόφος. Εξάδελφος του προηγουμένου και αδελφός του Νικολάου Μητσιμπούνα, καθηγητή της Ρουμανικής Εμπορικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Ήταν φανατικός ανθέλληνας και αυτονομιστής και αρχικά υπήρξε ο οργανωτής της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» στα Γρεβενά. Αναδείχθηκε σ’ έναν από τους κυνικότερους πλιατσικολόγους σε βάρος των ίδιων των Κουτσοβλάχων, με αποτέλεσμα ο Διαμάντης να υποχρεωθεί να τον διαπομπεύσει, κρεμώντας τον ζωντανό επί ώρες στην πλατεία του χωριού Βλαχόγιαννι. Αυτό συνέβη τον Δεκέμβριο 1941 και στη συνέχεια ο Γ. Μητσιμπούνας, όπως και άλλα μέλη της οικογένειάς του, εγκατέλειψε τον Διαμάντη, χωρίς να παραιτηθεί από τις ύποπτες σχέσεις του με τους Ιταλούς. Αντίθετα, τις συνέχισε και συγκρότησε μια ισχυρή αντιανταρτική ομάδα ενόπλων Κουτσοβλάχων. Τον Φεβρουάριο 1943 για να ενισχύσει την ομάδα του, που συνεργαζόταν με τους Ιταλούς στην ύπαιθρο, στρατολόγησε, μεταξύ άλλων, μαθητές από τις μεγαλύτερες τάξεις του Ρουμανικού Γυμνασίου Βέροιας και της Ρουμανικής Εμπορικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις με Έλληνες αντάρτες που δρούσαν κατά των λεγεωναρίων. Η ομάδα του Γ. Μητσιμπούνα πήρε μέρος στην ιταλική επιδρομή κατά της Τσαρίτσανης τον Μάρτιο 1943 και συμμετείχε στους εμπρησμούς, λεηλασίες και φόνους που ακολούθησαν. Μετά την κατάρρευση των Ιταλών, συνεργάσθηκε με τους Γερμανούς και πριν αποχωρήσουν οι τελευταίοι το 1944 κατέφυγε στη Ρουμανία. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε κάθειρξη 20 ετών.
• Στέφανος Κώτσιος. Απόστρατος αξιωματικός της Χωροφυλακής, όταν εμφανίστηκε η κίνηση Διαμάντη, δραστηριοποιήθηκε και μαζί με τον Νικ. Φράγκο οργάνωσαν τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα» στην περιοχή Ελασσόνας. Παρά την αντίθεση της κυβέρνησης Αθηνών, κατόρθωσε να διορισθεί από τους κατακτητές νομάρχης Λάρισας στις αρχές του 1943, ώστε να ευνοήσει την κίνηση των αυτονομιστών. Ως νομάρχης εκτελούσε τις εντολές του Ματούση για τον διορισμό αυτονομιστών σε θέσεις των τοπικών κοινοτικών αρχών και φυσικά τη διευκόλυνση της αυτονομιστικής προπαγάνδας. Στη θέση αυτή παρέμεινε και μετά την κατάρρευση της Ιταλίας, ως όργανο πλέον των Γερμανών. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Νικόλαος Φράγκος. Είχε γεννηθεί στην Ελασσόνα, όπου και άσκησε την ιατρική. Κατά την Κατοχή, ως ιταλομαθής που ήταν, είχε γίνει διερμηνέας των εκεί ιταλικών αρχών. Προσχώρησε αμέσως στην κίνηση του Διαμάντη και συνυπέγραψε από τους πρώτους το μανιφέστο του, ενώ υπήρξε αρχηγός των λεγεωναρίων της Ελασσόνας. Ταυτόχρονα με την επαίσχυντη ανθελληνική στάση του, είχε την πρόνοια από τις αρχές του 1943, όταν πλέον διαφαινόταν η έκβαση του πολέμου, να διατηρεί σχέσεις με το τοπικό ΕΑΜ, που το ενίσχυε κρυφά «για παν ενδεχόμενον». Παρ’ όλα αυτά, μετά το τέλος του πολέμου, δικάσθηκε μαζί με τους άλλους πρωτεργάτες της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» σε πρόσκαιρη κάθειρξη 15 ετών.
• Ζήκος Αράιας. Γεννήθηκε στα Γρεβενά και καταγόταν από τη Σαμαρίνα. Ήταν φανατικό όργανο της ρουμανικής και ιταλικής προπαγάνδας και εκδήλωσε τον ανθελληνισμό του ήδη από το 1917, όταν ο Διαμάντης είχε πρωταγωνιστήσει μαζί του στην πρώτη ανακήρυξη του «πριγκιπάτου της Πίνδου». Στα ενδιάμεσα ήταν καθηγητής και διευθυντής του Ρουμανικού Γυμνασίου Γρεβενών. Έσπευσε από τους πρώτους να συνεργασθεί με τον Διαμάντη, με τον οποίο διατηρούσε όλα τα χρόνια στενή επικοινωνία, όταν επανεμφανίσθηκε το 1941, και διορίσθηκε πρόεδρος της Ρουμανικής Κοινότητας Γρεβενών. Το περίφημο Μανιφέστο του Διαμάντη το συνυπέγραψε ως εκπρόσωπος των Βλάχων της Βουλγαρίας. Μετά την αποτυχία της αυτονομιστικής κίνησης και την εκκένωση των Γρεβενών από τους Ιταλούς, κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 15 ετών.
• Σωτήρης Αράιας, του Ζήκου. Γιος του προηγουμένου. Ήταν κι αυτός καθηγητής στο Ρουμανικό Γυμνάσιο Γρεβενών και πήρε μέρος στην κίνηση των αυτονομιστών του Διαμάντη, ενώ παράλληλα υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών στα Γρεβενά. Σε κάθε ευκαιρία προπαγάνδιζε τον ανθελληνισμό του με φανατισμό. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τριών ετών.
• Γεώργιος Βασιλάκης. Γεννήθηκε στα Γρεβενά και ήταν δικηγόρος. Τον Δεκέμβριο του 1916, όταν οι Γάλλοι έθεσαν υπό κατοχή τα Γρεβενά, αν και η πόλη ανήκε στη λεγόμενη «ουδέτερη ζώνη», ο Βασιλάκης που εμφανιζόταν ως φανατικός βενιζελικός διορίσθηκε δήμαρχος και άρχισε διώξεις όχι μόνο των αντιβενιζελικών, αλλά και όσων είχαν εκδηλωθεί εναντίον των ρουμανιζόντων. Είχε πάρει μέρος στην πρώτη αυτονομιστική κίνηση του Διαμάντη το 1917 και μόλις άρχισε το 1940 ο ελληνοϊταλικός πόλεμος συνελήφθη ως εθνικά ύποπτος και εκτοπίσθηκε. Είχε συνυπογράψει το μανιφέστο του Διαμάντη και συνεργάσθηκε με τους Ιταλούς. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε φυλάκιση τριών ετών.
• Γεώργιος Καζάνας. Ήταν δικηγόρος που ζούσε στα Γρεβενά και ως συγγενής του Διαμάντη είχε αναλάβει να διευθύνει το επιχειρηματικό γραφείο του στην πόλη, καθώς και τα γραφεία της Ένωσης Ρουμανικών Κοινοτήτων που είχε ιδρύσει. Πήρε μέρος σε διάφορες ενέργειες της ρουμανικής προπαγάνδας και είχε στενές σχέσεις με τις ιταλικές αρχές. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Περικλής Πιτένης, του Δημητρίου. Κτηνοτρόφος και επιχειρηματίας, πρώτος εξάδελφος και έμπιστος συνεργάτης του Αλκιβιάδη Διαμάντη. Συνυπέγραψε από τους πρώτους το αυτονομιστικό μανιφέστο του Διαμάντη. Διορισμένοι από τους Ιταλούς, με τον Νικόλαο Φουρκιώτη και τον Γεώργιο Γκιουλέκα, είχαν σχηματίσει την επιτροπή Λάρισας για τη «διαχείριση» της γαλακτοπαραγωγής που είχαν δεσμεύσει οι ιταλικές αρχές, συγκεντρώνοντας και τυροκομώντας το γάλα και σε άλλες επαρχιακές πόλεις. Μετά την κατάρρευση της Ιταλίας, κατέφυγε στο Κάτω Νευροκόπι Δράμας και τελικά καταδικάσθηκε μεταπολεμικά σε πρόσκαιρα δεσμά 15 ετών.
• Ιωάννης Μέρτζιος, του Νικολάου. Γεννήθηκε στο Νυμφαίο Φλώρινας, όπου ζούσε μέχρι την Κατοχή. Φέρεται ότι συνυπέγραψε το μανιφέστο του Διαμάντη και το 1942 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου υπηρέτησε ως διερμηνέας των Γερμανών. Εκεί του παραχωρήθηκε από τους Γερμανούς το κέντρο «Περοκέ», που το μετέτρεψε σε καζίνο, παρά την αντίθεση των ελληνικών αρχών. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 11 ετών ως οικονομικός δοσίλογος.
• Βασίλειος Αγορογιάννης. Είχε γεννηθεί στη Σαμαρίνα, της οποίας διορίσθηκε αυθαίρετα πρόεδρος τον Αύγουστο 1941 από τον Διαμάντη. Το σπίτι του χρησιμοποιούσε ο Διαμάντης με τους ανθρώπους του για να φιλοξενείται όταν έφθανε εκεί επί Κατοχής.
• Στέργιος ή Γιούλης Αναγνώστης, του Χρήστου. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και υπήρξε από τους φανατικούς υποστηρικτές της αυτονομιστικής κίνησης του Διαμάντη. Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών, συνέβαλε στη στρατολόγηση βλαχοφώνων της Βέροιας για λογαριασμό των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη. Πριν αποχωρήσει ο γερμανικός στρατός τον Οκτώβριο 1944, ο Αναγνώστης εξαφανίσθηκε και εικάζεται ότι τον ακολούθησε, ενώ υπάρχει η πληροφορία ότι εκπαιδεύθηκε στη Βιέννη ως κατάσκοπος και γύρισε στην Ελλάδα στις αρχές του 1945 για ανάλογη δράση σε βάρος της χώρας. Το 1946 καταδικάσθηκε στην ποινή των ισοβίων δεσμών.
• Βασίλειος Βαρδούλης. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Νικόλαος Γαλάνης, του Ευθυμίου. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και ήταν φανατικός ρουμανίζων από προπολεμικά. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου προσέφερε υπηρεσίες στα πρώτα ιταλικά στρατεύματα που προς στιγμήν είχαν εισβάλει στην Ελλάδα, υποδεικνύοντάς τους άγνωστα μονοπάτια πώς να αποφύγουν την αιχμαλωσία από τον Ελληνικό Στρατό. Προδοτική δράση, όπως ήταν επόμενο, επέδειξε και κατά την Κατοχή, οπότε είχε ντυθεί ως Ιταλός στρατιωτικός και οπλοφορούσε, διενεργώντας προπαγάνδα τόσο υπέρ των Ιταλών κατακτητών, όσο και της αυτονομιστικής κίνησης του «πριγκιπάτου». Το 1946 καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο.
• Γεώργιος Γκιουλέκας. Καταγόταν από τη Σαμαρίνα και ζούσε στο Πραιτώρι Ελασσόνας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση. Μετά την αποτυχία της, στις αρχές του 1943 εγκατέλειψε τους λεγεωναρίους και ήρθε στην Αθήνα, όπου ζούσε προπολεμικά. Από τον Απρίλιο 1944 εξαφανίσθηκε και εικάζεται ότι τον σκότωσαν οι αντάρτες.
• Ε. Γκοτζαμάνης. Μηχανικός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Γρηγόριος Γκούντας, του Αδάμου. Ήταν από την Ελασσόνα και μόλις εκδηλώθηκε η αυτονομιστική κίνηση, συνεργάσθηκε με τους Ν. Φράγκο και Στ. Κώτσιο για τους ανθελληνικούς αυτούς σκοπούς στην Ελασσόνα. Η «Ρωμαϊκή Λεγεώνα», της οποίας ήταν μέλος φυσικά, τον διόρισε πρόεδρο της Κοινότητας Ελασσόνας.
• Στέφανος Δελήμπασης. Καταγόταν από το Μέτσοβο και υπηρετούσε ως ρουμανοδιδάσκαλος στην Κλεισούρα. Προπαγάνδιζε φανατικά υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας», ενώ συνεργάσθηκε με τις τοπικές ιταλικές αρχές κατοχής και ιδιαίτερα με τον Ιταλό φρούραρχο Καστοριάς.
• Δημήτριος Δημαρέλης. Από το Δίστρατο. Πήρε μέρος στην αυτονομιστική κίνηση Διαμάντη, του οποίου ήταν σωματοφύλακας και τον συνόδευε στις περιοδείες του. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε ερήμην σε ισόβια δεσμά, ενώ είναι άγνωστο τι απέγινε. Ενδεχομένως να ακολούθησε τον Διαμάντη στη Ρουμανία.
• Αν. Καλομέτρος. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Κ. Καλογεράς. Γιατρός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Τάκης Καπρίνης, του Αδάμου. Γεννήθηκε στη Βέροια, όπου ασκούσε εμπορία μαλλιών. Όταν τον Απρίλιο 1941 οι Γερμανοί εισήλθαν στη Βέροια, τους υποδέχθηκε με γερμανικές και ρουμανικές σημαίες και υπήρξε από τους στενότερους συνεργάτες του Διαμάντη στην αυτονομιστική κίνηση του «πριγκιπάτου». Συστηματικά ασχολήθηκε, μεταξύ άλλων ανθελληνικών ενεργειών, με τη στρατολόγηση νέων Κουτσοβλάχων πότε στους λεγεωνάριους και πότε στους Ιταλούς, αργότερα στο πλευρό των Γερμανών. Το 1946 καταδικάσθηκε σε πρόσκαιρα δεσμά 12 ετών.
• Ιωάννης Καραμούζης (ή Καραμπούζης). Είχε σπουδάσει στη Ρουμανική Εμπορική Σχολή Θεσσαλονίκης και στην προπολεμική περίοδο ήταν γνωστός ως πράκτορας της ρουμανικής προπαγάνδας, εξ ου και μόλις άρχισε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος συνελήφθη και εκτοπίσθηκε. Μόλις άρχισε η Κατοχή και απελευθερώθηκε, δραστηριοποιήθηκε φανατικά υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης του Διαμάντη και υπέρ του ίδιου προσωπικά. Συγκρότησε τη Ρουμανική Λέσχη Θεσσαλονίκης (κατά το πρότυπο της αντίστοιχης Βουλγαρικής) και υπήρξε πρόεδρός της, με άμεσο συνεργάτη στον ανθελληνισμό τους τον Θωμά Πισπιρίγκο. Μετά την αποτυχία των αυτονομιστικών σχεδίων και την κατάρρευση της Ιταλίας, διέφυγε το καλοκαίρι του 1944 στη Ρουμανία. Το 1947 καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Γεώργιος Καρμάνης, του Ευαγγέλου. Ζούσε στον Αλμυρό Βόλου και ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν να γίνουν όργανα της αυτονομιστικής κίνησης του Διαμάντη και ταυτόχρονα των Ιταλών κατακτητών. Υπηρέτησε ως Ιταλός καραμπινιέρος, διώκοντας και καταδίδοντας συμπατριώτες του. Το 1946 καταδικάσθηκε ερήμην σε ισόβια δεσμά.
• Γεώργιος Κοντογιάννης. Υπήρξε από τους φανατικότερους αυτονομιστές του Τυρνάβου και έδρασε από την αρχή της Κατοχής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν επίσημα η αυτονομιστική κίνηση, ενώ επωφελήθηκε οικονομικά από τις καταπιέσεις των άλλων Κουτσοβλάχων της περιοχής που δεν ήθελαν να γίνουν προδότες. Πήρε μέρος σε επιδρομές της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» και τελικά, μετά την αποτυχία της, σκοτώθηκε από αντάρτες.
• Κωνσταντίνος Κοντογιάννης. Γιος του προηγουμένου. Έδρασε κι αυτός στο πλευρό των αυτονομιστών. Το 1946 καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 4 ετών.
• Λεωνίδας Κοντογιάννης. Γιος του Γεωργίου και αδελφός του προηγουμένου. Ως δραστήριο μέλος της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» διορίσθηκε το 1942 πρόεδρος της Κοινότητας Τυρνάβου.
• Ιωάννης Κόπανος. Επιχειρηματίας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Δημήτριος Κουρδίστας. Καταγόταν από τον Αλμυρό Βόλου, όπου οργάνωσε το πρώτο ένοπλο τμήμα της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» εκεί. Συνεργάσθηκε με τους Ιταλούς και εντάχθηκε στο σώμα του Ραποτίκα. Εκτελέσθηκε πριν από το τέλος της Κατοχής από τους αντάρτες.
• Αδάμος Μαργαρίτης. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου προσφέρθηκε να βοηθήσει τους Ιταλούς σε μια φάση που είχαν εισβάλει στο ελληνικό έδαφος, αλλά είχαν εγκλωβισθεί, και τους υπέδειξε άγνωστα μονοπάτια στα βουνά της Πίνδου για να αποφύγουν την αιχμαλωσία τους από τον Ελληνικό Στρατό. Υπήρξε από τους φανατικούς υποστηρικτές της αυτονομιστικής κίνησης και παράλληλα έδρασε αντεθνικά κατά την Κατοχή. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο.
• Γεώργιος Μίχης. Στην Κατοχή ζούσε στη Λάρισα, όπου ήταν διευθυντής του μονοπωλίου άλατος εκεί. Προσχώρησε νωρίς στην αυτονομιστική κίνηση του «πριγκιπάτου της Πίνδου» και προπαγάνδιζε υπέρ της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Έγινε ταμίας της κεντρικής οργάνωσης της τελευταίας, στη θέση του Κ. Τάχα, διαχειριζόμενος όλα τα ποσά που συγκέντρωναν παράνομα, ενώ τελικά ορισμένα απ’ αυτά οικειοποιήθηκε. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε οκταετή κάθειρξη.
• Βιργίλιος Μπαλαμάτσης. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Γεώργιος Μπαλαμάτσης. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Αθανάσιος Μπαλοδήμος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Νικόλαος Μπαλοδήμος. Ήταν από την Αβδέλλα και με δική του πρωτοβουλία και με τη βοήθεια Ιταλών καραμπινιέρων τον Ιούλιο 1942 πήγε στο Σπήλαιο, όπου προέβη σε λεηλασίες και συλλήψεις προκρίτων και άλλων ατόμων. Οδηγήθηκαν όλοι στην Αβδέλλα, όπου βασανίσθηκαν σκληρά.
• Δημ. Μπάρδας. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Μιχαήλ Μπάρδας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Ιωάννης Μπαρτζούμας, του Κωνσταντίνου. Ήταν εκπαιδευτικός και διευθυντής του Ρουμανικού Δημοτικού Σχολείου Κρανιάς. Κατά την Κατοχή υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών, ενώ μόλις εμφανίσθηκε ο Αλκ. Διαμάντης τον ακολούθησε με φανατισμό και υπήρξε επικεφαλής της προπαγάνδας των αυτονομιστών και στη συνέχεια αρχηγός της νεολαίας και σύμβουλος στην Ένωση Ρουμανικών Κοινοτήτων που ίδρυσε ο Διαμάντης ταυτόχρονα με τη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα». Ο ανθελληνισμός του είχε εκδηλωθεί επανειλημμένα και με χυδαιότητα, ενώ είχε υποβάλει στις ιταλικές αρχές υπόμνημα καταγγέλλοντας την ελληνική κυβέρνηση και ζητώντας την προσάρτηση της περιοχής στην Ιταλία. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 6 και 2 ετών από τα δικαστήρια Κοζάνης και Λάρισας αντίστοιχα.
• Τόλης Μπάστας. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Α. Μπέκας. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Αδάμος Μπίλιας ή Μπίλης. Από τους πρώτους οπαδούς της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» και προσωπικά του Νικολάου Ματούσης, του οποίου ήταν σε όλο το διάστημα της Κατοχής στη Λάρισα σωματοφύλακάς του. Πήρε μέρος σε διάφορες επιχειρήσεις των λεγεωναρίων και σε άλλες κοινές με τους Ιταλούς. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε τριετή φυλάκιση και πέθανε το 1993.
• Αργύρης Μποχώρης ή Μπάσδος. Ήταν Αρβανιτόβλαχος και από τους πρώτους ένοπλους που στρατολόγησε ο Ραποτίκας για να συγκροτήσει το στρατιωτικό σώμα της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Πήρε μέρος σε διάφορες επιδρομές και μετά την κατάρρευση της Ιταλίας εγκατέλειψε τους αυτονομιστές και εντάχθηκε σε αντικομμουνιστικές ομάδες της Κατερίνης.
• Κωνσταντίνος Νάκας, του Στεργίου. Καταγόταν από το Δίστρατο και υπήρξε από την ομάδα των ανθελλήνων Κουτσοβλάχων που είχαν βοηθήσει τα ιταλικά στρατεύματα κατά τις πρώτες ημέρες που εισέβαλαν στην Ελλάδα το 1940 να αποφύγουν την αιχμαλωσία από τον Ελληνικό Στρατό, χρησιμεύοντας ως οδηγός τους και υποδεικνύοντας άγνωστα μονοπάτια. Κατά την Κατοχή υπήρξε προκλητική η συμπεριφορά του υπέρ των Ιταλών κατακτητών, ενώ πήρε μέρος σε καταπιέσεις και ξυλοδαρμούς βλαχοφώνων που αρνούνταν να πάρουν μέρος στην αυτονομιστική κίνηση του Αλκιβ. Διαμάντη. Το 1946 καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο, αφού προηγουμένως είχε κατορθώσει να εξαφανισθεί από την Ελλάδα.
• Κωνσταντίνος Νικολάου ή Παπαδάμ, του Τριαντάφυλλου. Γεννήθηκε στο Μέτσοβο το 1918 και φοίτησε στο Ρουμανικό Γυμνάσιο Γρεβενών. Ο πατέρας του ήταν συνταξιούχος ρουμανοδιδάσκαλος, ενώ οικογενειακά ενίσχυαν τη ρουμανική και ιταλική προπαγάνδα. Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου συνελήφθη για προπαγάνδα υπέρ των Ιταλών και εξορίσθηκε στην Κρήτη. Με την έναρξη της Κατοχής, επέστρεψε και έγινε διερμηνέας των Ιταλών στο Μέτσοβο. Ταυτόχρονα με την υπηρεσία του αυτή, εργάσθηκε με φανατισμό υπέρ των αυτονομιστών. Ακολουθούσε τον Αλκιβιάδη Διαμάντη στις περιοδείες του σε διάφορες πόλεις και χωριά, εμφανιζόμενος ως ιδιαίτερος γραμματέας του. Μετά την αποτυχία της κίνησης και την απομάκρυνση του αρχηγού του, ο ίδιος εξαφανίσθηκε από το Μέτσοβο και μετά τον πόλεμο επανήλθε στις περιοχές Φαρσάλων και Τρικάλων. Καταδικάσθηκε σε ειρκτή 5 1/2 ετών.
• Κωνσταντίνος Νικολέσκος. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Φερδινάνδος Νιμπής. Ήταν από την Κρανιά και κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου είχε προληπτικά συλληφθεί και εκτοπισθεί στην Κόρινθο για λόγους εθνικής ασφαλείας. Κατά την Κατοχή οπαδός του Αλκιβ. Διαμάντη, ο οποίος τον διόρισε ρουμανοδιδάσκαλο στην Κρανιά Μετσόβου.
• Γεώργιος Νουλίκας, του Νικολάου. Ζούσε στη Βέροια, όπου ασκούσε το επάγγελμα του εμποροράπτη. Υπήρξε συνεργάτης του Καπρίνη και του Διαμάντη στη Βέροια και πήρε μέρος στην αυτονομιστική κίνηση ως σύμβουλος της Ρουμανικής Κοινότητας Βέροιας. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε φυλάκιση δύο ετών.
• Απόστολος Ντόκος. Ήταν από τα Γρεβενά, όπου διατηρούσε παντοπωλείο. Ένα από τα πρώτα μέλη της κίνησης που ίδρυσε ο Διαμάντης κατά την πρώτη επίσκεψή του στα Γρεβενά. Συνεργαζόταν στενά με τον γιατρό Νικόλαο Μητσιμπούνα και για προπαγανδιστικούς λόγους περιόδευε σε διάφορα μέρη της Θεσσαλίας. Λόγω επαγγέλματος, του είχε ανατεθεί να μοιράζει τρόφιμα και φάρμακα στους ρουμανίζοντες της περιοχής, γεγονός που το εκμεταλλεύθηκε για να πλουτίσει περισσότερο.
• Αθανάσιος Παπαθανασίου. Εκπαιδευτικός, διευθυντής του Ρουμανικού Δημοτικού Σχολείου Γρεβενών. Υπήρξε αφανής ιθύνων νους της ιταλικής και ρουμανικής προπαγάνδας στην περιοχή Γρεβενών και είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την είσοδο των Γερμανών στην πόλη το 1941, αρνήθηκε να αναρτήσει την ελληνική σημαία στο σχολείο, δίπλα στη γερμανική και τη ρουμανική, όπως ήταν η γερμανική διαταγή. Είναι άγνωστο τι απέγινε μεταπολεμικά.
• Σωτήριος Παπαθανασίου, του Ιωάννου. Εκπαιδευτικός, διευθυντής του Ρουμανικού Δημοτικού Σχολείου Βέροιας. Φανατικός υποστηρικτής της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη, συνεργαζόταν με το ρουμανικό προξενείο Θεσσαλονίκης και τις ιταλικές αρχές των Γρεβενών. Συνέβαλε στη στράτευση νέων της περιοχής Βέροιας στα σώματα που συγκροτήθηκαν για να βοηθήσουν τους Ιταλούς επί Κατοχής. Μετά τον πόλεμο καταδικάσθηκε σε ειρκτή 6 ετών.
• Απόστολος Παπάς. Ζούσε στα Γρεβενά και καταγόταν από την Αβδέλλα. Στην Κατοχή ήταν ηλικίας 37 ετών και υπηρετούσε ως διευθυντής του Ρουμανικού Γυμνασίου Γρεβενών. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης στα Γρεβενά και είχε συνυπογράψει το γνωστό μανιφέστο του Διαμάντη. Δεν είναι γνωστό τι έγινε μετά τον πόλεμο.
• Ιωάννης Πατσιαβούρας ή Πατσαούρας. Ήταν από την Αβδέλλα και ζούσε στα Γρεβενά, όπου διατηρούσε παντοπωλείο. Φανατικός οπαδός του Διαμάντη και συνεργάτης των Ιταλών, από τους οποίους είχε διορισθεί επόπτης για τη διάθεση των σφαγίων και της συγκέντρωση του παρακρατήματος, γεγονός που του απέφερε μεγάλα κέρδη.
• Σ. Πελέκης. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Κωνσταντίνος Πέμας. Καταγόταν από το Μοναστήρι Σερβίας και στην Ελλάδα υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος. Όταν άρχισε η Κατοχή, ενώ υπηρετούσε ως διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου Γρεβενών, εκδήλωσε με φανατισμό τα ανθελληνικά του φρονήματα και υποστήριξε εκθύμως την κίνηση Διαμάντη. Όταν από την Αθήνα του κοινοποιήθηκε η μετάθεσή του για την Αίγινα, αρνήθηκε να υπακούσει με βαρείς χαρακτηρισμούς για την Ελλάδα. Με τη μεσολάβηση των Ιταλών, ματαιώθηκε η μετάθεσή του και τελικά μετατέθηκε στη Λάρισα, ύστερα από παρέμβαση της λεγεώνας. Συμμετείχε σε ενέργειες υπέρ των Ιταλών, μετά την κατάρρευση των οποίων και τον εν συνεχεία εκτοπισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στην Πολωνία, φέρεται ότι καρπώθηκε ισραηλινή περιουσία στη Θεσσαλονίκη. Είναι άγνωστο τι απέγινε μετά τον πόλεμο.
• Λάζαρος Περδίκης. Καταγόταν από το Περιβόλι και ήταν επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων. Προπαγάνδιζε υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη και έκανε συχνές περιοδείες, φροντίζοντας για την ίδρυση ρουμανικών σχολείων στα βλαχόφωνα χωριά και το κλείσιμο αντιστοίχως των ελληνικών.
• Κωνσταντίνος Πιάνας. Καταγόταν από τον Αμπελώνα Λάρισας και επί Κατοχής υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών στον Τύρναβο, παίρνοντας μέρος μαζί τους σε επιδρομές και λεηλασίες σε διάφορα χωριά. Εκτός από την αυτονομιστική του δράση, στην ίδια περίοδο πλούτισε εκβιάζοντας και καταπιέζοντας τους ομοφύλους του κυρίως.
• Στέργιος Πίκης. Είχε γεννηθεί στο Δίστρατο και κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, στρατευμένος ων, αυτομόλησε στους Ιταλούς. Κατά την Κατοχή υπηρέτησε ως διερμηνέας τους, ενώ υπήρξε από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης. Το 1946 καταδικάσθηκε σε θάνατο.
• Περιστέρω Πίσπα. Γεννήθηκε στο Δίστρατο και στα τέλη του 1941 διορίσθηκε, με ενέργειες του Διαμάντη, ως ρουμανοδασκάλα στο εκεί δημοτικό σχολείο, πρωταγωνιστώντας σε πολλά ανθελληνικά επεισόδια με απύθμενο φανατισμό. Το 1946 καταδικάσθηκε σε ποινή προσκαίρων δεσμών 12 ετών.
• Κ. Πιτούλης. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Δημήτριος Πολυπραίος. Εργάσθηκε ως ρουμανοδιδάσκαλος στο Πραιτώρι Ελασσόνας, όπου υπήρξε πρωτεργάτης της κίνησης Διαμάντη. Πήρε ενεργό μέρος σε διάφορες ενέργειες των λεγεωναρίων και των Ιταλών στην ευρύτερη περιοχή Ελασσόνας, αλλά αναφέρεται ότι την άνοιξη του 1942 ήρθε σε ρήξη με τον Αλκιβιάδη Διαμάντη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε τριετή φυλάκιση.
• Βιργίλιος Πούπης, του Λεωνίδα. Ρουμανοδιδάσκαλος από την Αβδέλλα. Όταν το 1940 σημειώθηκε η ιταλική επίθεση, συνελήφθη και εκτοπίσθηκε στην Κόρινθο για λόγους εθνικής ασφαλείας, λόγω του υπόπτου παρελθόντος του. Υπήρξε από τους πρώτους οπαδούς του Διαμάντη στην αυτονομιστική του κίνηση και πήρε ενεργό μέρος στη ρουμανική προπαγάνδα επί Κατοχής. Πρωτοστάτησε στη βίαιη αρπαγή του ελληνικού σχολείου στη Φούρκα Κόνιτσας τον Σεπτέμβριο 1941, όπου διορίσθηκε δασκάλα η αδελφή του Ελένη Πούπη. Μεταξύ άλλων ανθελληνικών ενεργειών του, έγραψε ένα ποίημα εναντίον της Ελλάδος, το οποίο τότε απαγγελλόταν υποχρεωτικά σε όλα τα ρουμανικά σχολεία της χώρας, ενώ ακόμη και τώρα το χρησιμοποιούν αμετανόητοι αυτονομιστές, θεωρώντας πως έτσι κάνουν προπαγάνδα. Με το τέλος της Κατοχής, ο Πούπης εξαφανίσθηκε και είναι άγνωστο τι απέγινε.
• Γεώργιος Προφέντζας. Ρουμανοδιδάσκαλος από την Αβδέλλα. Υπηρετούσε στο Δημοτικό Σχολείο Δαμασίου Τυρνάβου και ήταν από τους πιο φανατικούς οπαδούς του Διαμάντη και της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας». Τον Σεπτέμβριο 1941 κατέλαβε βιαίως το Δημοτικό Σχολείο Διστράτου Κόνιτσας και στέγασε σ’ αυτό το ρουμανικό, όπως και στα χωριά Παπάδες και Φούρκα Κόνιτσας. Υπηρέτησε ως διερμηνέας των Ιταλών επί Κατοχής, ενώ μετά την κατάρρευση της Ιταλίας κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη και συνεργάσθηκε με τους Γερμανούς, υπέρ των οποίων οργάνωσε με τους Βιργίλιο Πούπη και Μαργ. Μαργαρίτη ένοπλη ομάδα βλαχόφωνων.
• Παναγιώτης Σίμος. Υπήρξε από τους φανατικότερους οπαδούς του Διαμάντη στη Βέροια και ακολούθησε με ζήλο τις ενέργειες της αυτονομιστικής κίνησης, αλλά και συνεργάσθηκε τόσο με τους Ιταλούς αρχικά, όσο και με τους Γερμανούς αργότερα. Το καλοκαίρι του 1944 σχημάτισε ομάδα ενόπλων νέων της Βέροιας για να την εντάξει στο τάγμα των ρουμανιζόντων που είχε σχηματισθεί στη Θεσσαλονίκη, στο πλευρό των Γερμανών. Όταν αποχώρησαν από την Ελλάδα οι Γερμανοί, τους ακολούθησε στη Βιέννη. Είναι γνωστό τι απέγινε μεταπολεμικά.
• Δημ. Τάχας. Επιχειρηματίας. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Μιχαήλ Τεγογιάννης. Ήταν καθηγητής στο Ρουμανικό Γυμνάσιο Γρεβενών και από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης για το «πριγκιπάτο της Πίνδου». Είχε συνυπογράψει το μανιφέστο του Αλκιβ. Διαμάντη, μάλιστα ως εκπρόσωπος των Βλάχων της Σερβίας. Τον Φεβρουάριο 1943 είχε συνοδεύσει Ιταλό συνταγματάρχη στη Βέροια για να πεισθούν να στρατολογηθούν νέοι Κουτσόβλαχοι της Βέροιας να ενταχθούν σε αντιανταρτικό στρατιωτικό σώμα των Ιταλών. Δεν είναι γνωστό τι απέγινε μεταπολεμικά.
• Νικόλαος Τελειώνης. Αξιωματικός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Βασίλειος Τζιότζιος. Αξιωματικός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση. Αργότερα προσχώρησε στον ΕΛΑΣ, όπου ανέλαβε τη διοίκηση μεγάλων ανταρτικών μονάδων.
• Σέργιος Τριανταφύλλης. Γιατρός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Γεώργιος Τσανανάς, του Νικολάου. Γεννήθηκε στο Νυμφαίο Φλώρινας και κατά την Κατοχή ήταν ηλικίας 60 ετών και συνταξιούχος ρουμανοδιδάσκαλος. Υπήρξε από τους πρωτεργάτες της αυτονομιστικής κίνησης στην περιοχή του για τη δημιουργία του «πριγκιπάτου» και επί Κατοχής συνεργάσθηκε με τους Ιταλούς και κυρίως με τους Γερμανούς. Το 1948 καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Αχιλλέας Φουρκιώτης. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Νικόλαος Φουρκιώτης. Γεννήθηκε στον Βρυότοπο Τυρνάβου το 1897, καταγόμενος από τη Σαμαρίνα. Ήταν από τους μεγαλύτερους γεωργούς και τυροκόμους της περιοχής, αλλά δεν δίστασε από την αρχή να υποστηρίξει την αυτονομιστική κίνηση του Αλκιβ. Διαμάντη και να συμμετάσχει δραστήρια στη «Ρωμαϊκή Λεγεώνα». Έφερε στολή Ιταλού μελανοχίτωνα και πήρε μέρος σε πολλές επιδρομές οργανωμένες από τους Ιταλούς και τους λεγεωνάριους. Στις αρχές του 1942 διορίσθηκε πρόεδρος της Κοινότητας Βρυοτόπου και οι Ιταλοί τον είχαν ορίσει επικεφαλής της επιτροπής που σχημάτισαν για τη διαχείριση της δεσμευμένης από τους ίδιους γαλακτοπαραγωγής στις περιοχές Λάρισας, Αλμυρού και Λαμίας. Καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά. Πέθανε το 1967.
• Γεώργιος Φράγκος. Γιατρός. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Χρήστος Φρασσερίτης. Ιερέας στη ρουμανική εκκλησία Κεδρών Πέλλας. Ήταν από πολλά χρόνια φανατικό όργανο της ρουμανικής προπαγάνδας και μόλις κατακτήθηκε η Ελλάδα αναθάρρησε και εκδηλώθηκε ανοιχτά υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη, προκαλώντας την αντίδραση των κατοίκων των Κεδρών που τον έδιωξαν κακήν κακώς. Κατέφυγε στην Έδεσσα, όπου συνεργάσθηκε με τις εκεί βουλγαρικές αρχές και επεδίωξε ανεπιτυχώς να του παραχωρηθεί ελληνική εκκλησία για να χρησιμοποιείται από τους ελάχιστους ρουμανίζοντες που υπήρχαν εκεί. Στη συνέχεια συνεργάσθηκε με τον Θ. Πισπιρίγκο και έκανε μακρές περιοδείες από τα Γρεβενά μέχρι τη Λάρισα για να προσηλυτίσει βλαχόφωνους στα αυτονομιστικά σχέδια. Πριν αποχωρήσουν οι Γερμανοί είχε εξαφανισθεί και είναι άγνωστο τι απέγινε μεταπολεμικά.
• Αθανάσιος Χατζάρας. Υπήρξε ένα από τα φανατικότερα πρωτοπαλίκαρα του Ραποτίκα. Κατατάχθηκε από τους πρώτους στο σώμα των λεγεωναρίων και πήρε μέρος σε επιδρομές και λεηλασίες, όπου επέδειξε σκληρή συμπεριφορά και βασάνισε χωρικούς. Το 1947 καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά.
• Δημοσθένης Χατζηγώγος, του Αποστόλου. Κτηνοτρόφος και επιχειρηματίας της Βέροιας, όπου είχε γεννηθεί. Προπολεμικά είχε αναμιχθεί σε δραστηριότητες υπέρ της ρουμανικής προπαγάνδας, ώστε όταν έγινε η ιταλική επίθεση το 1940 συνελήφθη και εκτοπίσθηκε με άλλους επικίνδυνους Κουτσοβλάχους στη Χίο. Απελευθερώθηκε τον Ιούνιο του 1941 και επέστρεψε στη Βέροια, όπου άρχισε ανοικτά να κινείται υπέρ της αυτονομιστικής κίνησης Διαμάντη, το μανιφέστο του οποίου είχε συνυπογράψει από τους πρώτους. Μετά την πτώση του Μουσολίνι και τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, συνεργάσθηκε με τον συνταγματάρχη Αθαν. Χρυσοχόου, επιθεωρητή Νομαρχιών Μακεδονίας τότε, για να αντιμετωπισθεί η προπαγάνδα των φανατικών ρουμανιζόντων που είχαν αρχίσει τώρα να συνεργάζονται με τους Γερμανούς. Η ενέργειά του αυτή του χρησίμευσε για να καταδικασθεί ελαφρότερα από άλλους και το 1946 καταδικάσθηκε σε ειρκτή 6 ετών.
• Ζήσης Χατζημπίρος. Καθηγητής. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Οκταβιανός Χατζημπίρος, του Γεωργίου. Από το Πραιτώρι Ελασσόνος. Πριν από τον πόλεμο εκφραζόταν υπέρ της ρουμανικής προπαγάνδας και μόλις σημειώθηκε η ιταλική επίθεση το 1940 συνελήφθη και εκτοπίσθηκε για λόγους εθνικής ασφαλείας. Κατά την Κατοχή πήρε μέρος στην αυτονομιστική κίνηση του Αλκιβ. Διαμάντη, ενώ είχε ντυθεί με ιταλική στολή και έφερε τον βαθμό του επιλοχία. Ήταν μέλος της «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» και πήρε μέρος στην καταστροφή του Δομένικού και στην επιδρομή στην Τσαρίτσανη. Λίγο πριν από την κατάρρευση της Ιταλίας, κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Μεταπολεμικά καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 6 ετών.
• Απόστολος Χατζής. Δικηγόρος. Συνυπέγραψε το περίφημο Μανιφέστο του Αλκιβιάδη Διαμάντη, με το οποίο εγκαινιαζόταν η αυτονομιστική κίνηση.
• Νικόλαος Χώτος. Καταγόταν από τη Σαμαρίνα και ζούσε στο Δομένικο, όπου μόλις άρχισε η Κατοχή τον όρισαν οι Ιταλοί πρόεδρο της εκεί κοινότητας. Ενώ ήταν άνθρωπος των Ιταλών, που πρόθυμα τους εξυπηρετούσε σε ό,τι ζητούσαν, ταυτόχρονα έπραττε το ίδιο και για τους αντάρτες. Τον Φεβρουάριο 1943, μόλις έγιναν οι ομαδικές εκτελέσεις στο Δομένικο και τη Μυλόγουστα από Ιταλούς και λεγεωνάριους, εγκατέλειψε την περιοχή και κατέφυγε αρχικά στην Ελασσόνα και στο τέλος στη Θεσσαλονίκη, όπου ενώθηκε με τους άλλους αυτονομιστές πρόσφυγες που είχαν έρθει από τα Γρεβενά.
Φυσικά, δεν ήταν μόνον όσοι προαναφέρθηκαν οι θλιβεροί πρωταγωνιστές της αυτονομιστικής κίνησης που είχε τη φαεινή ιδέα να δημιουργήσει ο «πρίγκιπας» της Πίνδου. Υπάρχουν πολλοί άλλοι ακόμη που αποδεδειγμένα συνεργάσθηκαν μαζί του, είτε ως ένοπλοι λεγεωνάριοι και συνεργάτες των Ιταλών και των Γερμανών κατακτητών, είτε ως ανηλεείς φοροεισπράχτορες, καταδότες και προπαγανδιστές. Πολλοί απ’ αυτούς καταδικάσθηκαν μεταπολεμικά από την ελληνική δικαιοσύνη, άλλοι διέφυγαν και κρύφτηκαν. Η ελληνική κοινή γνώμη στο σύνολό της, αλλά ειδικά οι Έλληνες Κουτσόβλαχοι, που ουσιαστικά υπήρξαν τα πρώτα θύματά τους, τους κατέταξαν στην κατηγορία των ασυνείδητων προδοτών, ένα στίγμα που τους ακολούθησε σε όλη τους τη ζωή και συνεχίζει να υπάρχει και τώρα αν ζουν.

[1] Ξαφνικά στις αρχές του 1984 με ζήτησε στο τηλέφωνο ένας ηλικιωμένος κύριος από τη Λάρισα, που μου συστήθηκε: «Νικόλαος Ματούσης»!
Πραγματικά εξεπλάγην για το αναπάντεχο τηλεφώνημα, ο σκοπός του οποίου φάνηκε αμέσως από τις πρώτες φράσεις του. Ήθελε να διαμαρτυρηθεί διότι σε κάποια δημοσιεύματά μου τον είχα χαρακτηρίσει ως προδότη. Η άποψή μου δεν ήταν μια επιπόλαιη αντίληψη, αλλά στηριζόταν στα γεγονότα. Ωστόσο, με μεγάλη προθυμία τον άκουσα να μου εξηγεί τηλεφωνικά τις δικές του θέσεις και τα δικά του επιχειρήματα. Όχι μόνο σ’ εκείνο το παρατεταμένο τηλεφώνημα, αλλά και σε μια σειρά άλλων που ακολούθησαν.
Είχε μια χαρακτηριστική άνεση να ανατρέπει όλα τα γεγονότα που μπορούσαν να θεωρούνται ως δεδομένα: Δεν υπήρξε συνεργάτης του Διαμάντη, αλλά επειδή ήθελε να προσφέρει εθνικές υπηρεσίες βρέθηκε κοντά του για να τον αποτρέψει να κάνει κακό στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να καταφέρει στο τέλος να τον συκοφαντήσει στους Ιταλούς και έτσι να εξαναγκασθεί να εγκαταλείψει άπραγος την Ελλάδα. Για τη Ρωμαϊκή Λεγεώνα, όλα ήταν συκοφαντίες που τα είχαν εφεύρει οι κομμουνιστές του ΕΑΜ. Σε άλλη φάση, ισχυριζόταν ότι ο ίδιος ήταν ανέκαθεν αριστερός και μάλιστα ότι υπήρξε υπαρχηγός του Ιω. Σοφιανόπουλος στο προπολεμικό Αγροτικό Κόμμα. Εμφάνιζε ως μάρτυρες για να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενά του ανθρώπους που δεν ζούσαν, όπως τους κατοχικούς πρωθυπουργούς Τσολάκογλου και Ιω. Ράλλη, για να υποστηρίξει ότι εκείνοι του είχαν αναθέσει εθνικές αποστολές στο Κουτσοβλαχικό ζήτημα. Συγκεκριμένα, ο πρώτος του είχε αναθέσει να εμφανίζεται ως δεύτερος τη τάξει στην κίνηση Διαμάντη, προκειμένου να την βραχυκυκλώσει και να την εξουδετερώσει. Αργότερα, ο Ιω. Ράλλης, σε συνεργασία με τον «αρχηγό του ΕΔΕΣ», του εξέδωσε διπλωματικό διαβατήριο και του ανέθεσε να μεταβεί στη Ρουμανία για να συναντήσει τον στρατάρχη Αντωνέσκου «για εθνικούς λόγους».
Εμφανιζόταν δηλαδή ως θύμα των περιστάσεων και των αγνών εθνικών φρονημάτων του και όχι ως θύτης. Αλλά αυτή ήταν η δική του εκδοχή, την οποία συχνά την διόρθωνε και την βελτίωνε, όταν κατά την πορεία της συζήτησης διαπίστωνε ότι δεν ήταν πειστικός. Και βεβαίως ήταν μια εκδοχή όχι απλώς υποκειμενική, αλλά στηριζόταν σε γεγονότα ανύπαρκτα ή διαστρεβλωμένα, τα οποία όταν του τα επεσήμαινα τον υποχρέωναν να αλλάξει τακτική.
Αίφνης, ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου εκφράζεται στα απομνημονεύματά του με βαρειά λόγια για τον Ματούση. Δεν έδειχνε να τον ενόχλησε η παρατήρησή μου και έσπευσε να «τα γυρίσει», λέγοντας πως στην πραγματικότητα την αποστολή εκείνη του την είχε αναθέσει ο Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, ο οποίος μάλιστα όταν έγινε πρωθυπουργός ζήτησε από τον Ματούση να γίνει υπουργός και δήθεν εκείνος δεν δέχθηκε. Η αλήθεια είναι πως όποια μνεία γίνεται σε πρωτογενείς ιστορικές πηγές, όπως σε απομνημονεύματα πρωταγωνιστών ή σε αυθεντικά έγγραφα της εποχής, η αναφορά στον Νικ. Ματούση μόνο καταφρονετικά γίνεται.
Από την άλλη μεριά, ο Ιωάννης Ράλλης δεν θα ανέθετε καμιά εθνική αποστολή το 1944 στη Ρουμανία. Η πραγματικότητα ήταν ότι ο Ματούσης ήθελε να καταφύγει, πριν τον βρει η Απελευθέρωση στην Ελλάδα, σε φιλικό για εκείνον έδαφος, όπως ήταν η Ρουμανία. Ζήτησε από τον τότε κατοχικό πρωθυπουργό ένα προσωρινό διαβατήριο, ίσως με τη μεσολάβηση του «αρχηγού του ΕΔΕΣ», και το έλαβε.
Ο αναγνώστης ας μην φαντασθεί ότι ο στρατηγός Ναπολέων Ζέρβας μεσολάβησε στον Ράλλη γι’ αυτή την υπόθεση. Τον Οκτώβριο 1943 είχε μεσολαβήσει η διάσπαση του ΕΔΕΣ, που αποκήρυξε την αντιστασιακή δράση του Ζέρβα στα βουνά, οπότε ο τελευταίος άλλαξε την ονομασία του αγωνιστικού ΕΔΕΣ σε «Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών» (ΕΟΕΑ). Στον «ΕΔΕΣ Αθηνών», αρχηγός είχε εκλεγεί σε μια συνέλευση των μελών της Κεντρικής Διοικούσας Επιτροπής, που είχε συνέλθει στο κατάστημα Καραβίτη της πλατείας Βικτωρίας, ο συνταγματάρχης Απόστολος Παπαγεωργίου-Φιλώτας. Αυτός ήταν λοιπόν ο «αρχηγός του ΕΔΕΣ», για τον οποίο έκανε λόγο ο Ν. Ματούσης, θέλοντας να εμφανισθεί – ούτε λίγο, ούτε πολύ – ότι είχε συμμετάσχει στην Εθνική Αντίσταση.
Υπάρχουν όμως σοβαρότατες ενστάσεις αν ο ίδιος ο Απ. Παπαγεωργίου-Φιλώτας είχε πράγματι συμμετάσχει στην Εθνική Αντίσταση, ανεξάρτητα από την ιδιότητά του ως αρχηγού του ΕΔΕΣ Αθηνών. Ο εν λόγω συνταγματάρχης, που σημειωτέον υπήρξε μακεδονομάχος, προερχόταν από τη βενιζελική παράταξη και είχε συμμετάσχει σε πολλά από τα κινήματα του Μεσοπολέμου, κατά την Κατοχή είχε διορισθεί ως αρχηγός του Πυροσβεστικού Σώματος και υπήρξε από τους ενισχυτές για την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας. Υπήρξε πράγματι συνιδρυτικό μέλος του ΕΔΕΣ και από την αρχή μέλος της Κεντρικής Διοικούσας Επιτροπής του, αλλά ο ίδιος ο Ζέρβας τον είχε αποκηρύξει επανειλημμένα, ιδιαίτερα δε στη σύσκεψη Μυροφύλλου Πλάκας.
Στις αλλεπάλληλες εκείνες τηλεφωνικές συνομιλίες μας του 1984, ο Νικόλαος Ματούσης θα επιμένει για τις εθνικές του προθέσεις και θα καυτηριάζει τις αυτονομιστικές προθέσεις του Αλκιβιάδη Διαμάντη, που δήλωνε ότι ούτως ή άλλως τον είχε υπονομεύσει για να τον εξουδετερώσει. Δεν δίσταζε ο Ματούσης να δηλώνει κατηγορηματικά ότι ήταν ιταλόφιλος και γνήσιος αριστερός, γεγονός που προκαλούσε την εχθρότητα των Γερμανών. Όταν όμως του θύμισα ότι μαζί με τον Σπύρο Χατζηκυριάκο (στην τελευταία περίοδο της Κατοχής υποδιοικητή και ύστερα διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος) είχαν ιδρύσει την «Οργάνωση Πρωτοπόρων Νέων Ευρώπης», που ήταν οπωσδήποτε γερμανόφιλη, αφού πλέον οι Ιταλοί είχαν συνθηκολογήσει, οι δικαιολογίες του ήταν κάτι περισσότερο από πρόχειρες, για να καταλήξει ότι πίστευε και στη νίκη των Γερμανών.
Μου είπε, «θα σου κάνω μια αποκάλυψη μεγάλης αξίας, γιατί τα πράγματα είναι αντίστροφα από ό,τι νομίζεις». Και συνέχισε:
«Ναι, πράγματι εμείς δεν είμαστε και τόσο ιταλόφιλοι, όταν έγινε η κίνηση με τον Αλκιβιάδη Διαμάντη. Τότε ιταλόφιλοι ήταν οι αντίπαλοί μας, όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος έστειλε υπόμνημα στον Ιταλό στρατηγό της Λάρισας Ρουτζέρο και του εξέφραζε τον θαυμασμό του».
Οποιοσδήποτε τον άκουγε, το πρώτο που θα αναρωτιόταν ήταν: και πώς βρέθηκε φυλακισμένος από τους Ιταλούς ο Αβέρωφ; Και σ’ αυτό, ο Ματούσης είχε μια απάντηση να δώσει, ήσσονος βέβαια αξίας.
Παρά τα τηλεφωνήματα εκείνα, όμως, ο υπογράφων δεν πειθόταν και δεν ήταν διατεθειμένος να υπαναχωρήσει στην άποψή του για την προδοσία του Ματούση. Ο τελευταίος προθυμοποιήθηκε να μου στείλει έγγραφα που θα επεβεβαίωναν τους ισχυρισμούς του, προκειμένου – όπως έλεγε – να με αποτρέψει να επωμισθώ καταδίκη για συκοφαντική δυσφήμιση αν συνέχιζα να τον αποκαλώ προδότη.
Δεν θέλησα να επηρεασθώ από τις έμμεσες απειλές του. Ούτως ή άλλως τα στοιχεία που θα έστελνε, εφ’ όσον ήταν πράγματι αυθεντικά, ήταν ευπρόσδεκτα για την ιστορική έρευνα και θα ήμουν πρόθυμος να αναθεωρήσω τις απόψεις μου, αν πράγματι έπρεπε.
Όντως, λοιπόν, μου έστειλε μια σειρά φωτοτυπιών, που αφορούσαν δελτία τροφίμων, ένα ανυπόγραφο αντίγραφο του υπομνήματος Ευαγγ. Αβέρωφ (το οποίο όμως ο ίδιος ο Αβέρωφ το έχει συμπεριλάβει στο βιβλίο του για το Κουτσοβλαχικό Ζήτημα ήδη από το 1948) και μια σειρά εγγράφων της περιόδου 1964-65 που αφορούσαν την αθώωσή του. Διότι πράγματι η ελληνική πολιτεία θεώρησε σκόπιμο το 1964 να τον ξαναδικάσει με συνοπτικές διαδικασίες προκειμένου να τον αθωώσει. Ο επανειλημμένα καταδικασμένος σε θάνατο για εσχάτη προδοσία Νικόλαος Ματούσης αθωωνόταν! Σαν να μην είχε μεσολαβήσει στην Κατοχή η αυτονομιστική κίνηση Διαμάντη, στην οποία ο ίδιος ήταν συμπρωταγωνιστής, σαν να μην ήταν αρχηγός της διαβόητης «Ρωμαϊκής Λεγεώνας» κ.ο.κ.
Η αποστολή της τελευταίας σειράς εγγράφων είχε οπωσδήποτε και την έννοια να πεισθώ να μην αποτολμήσω να ξαναχαρακτηρίσω ως προδότη έναν αθωωμένο πολίτη. Δεν είχα λόγο να αρνηθώ την αυθεντικότητα των εγγράφων, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πείσθηκα ότι ο Ματούσης δεν ήταν προδότης, αλλά εθνικός ήρωας όπως τον εμφάνιζε το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων, που ανασυστήθηκε το 1964 ειδικά για να τον ξαναδικάσει, προκειμένου να τον αθωώσει με πολιτική παρέμβαση.
Στα έγγραφα εκείνα περιλαμβάνονταν μια επιστολή από τη Ρουμανική Εθνοσυνέλευση προς τον Έλληνα υπουργό των Εξωτερικών, το αποφυλακιστήριό του από τις φυλακές Αβέρωφ (και όχι η δικαστική απόφαση για την αθώωση) το 1964, ύστερα από τη δίκη-παρωδία, και ένα αντίγραφο της ένορκης κατάθεσης του Απ. Παπαγεωργίου.
Το δικαστήριο, που ουσιαστικά συνεδρίασε εν κρυπτώ, αφού καμιά δημοσιότητα δεν δόθηκε, στηρίχθηκε σε μια ευνοϊκή μαρτυρική κατάθεση του συνταγματάρχη Απ. Παπαγεωργίου-Φιλώτα, του «αρχηγού του ΕΔΕΣ», που ήταν εξόφθαλμα ψευδής και όποιος έχει γνώση των γεγονότων μόνο με γέλια θα την αντιμετώπιζε. Αν δεν είχα υπ’ όψιν τις αρές του Ζέρβα κατά του εν λόγω συνταγματάρχη, θα έλεγα πως ένας παλαιός μακεδονομάχος είναι υπεράνω υποψίας και δεν μπορεί να λέει ψέματα. Αλλά όντως ο Απόστολος Παπαγεωργίου-Φιλώτας, που ήταν κουτσοβλαχικής καταγωγής σημειωτέον και ο ίδιος, πρόσφερε απλόχερα το συγχωροχάρτι του στον Ματούση, συμμετέχοντας σε μια στημένη διαδικασία που είχε στηθεί από τον αναρμόδιο μεν, αλλά ζωηρώς ενδιαφερόμενο τότε υπουργό Εξωτερικών Σταύρο Κωστόπουλο.
Όπως εκ των υστέρων πληροφορήθηκα καλύτερα, η κόρη του κεντρώου πολιτικού Δάφνη είχε μια ιδιαίτερη προσωπική φιλία με την κόρη του Ματούση Ξένη. Και οι δύο ήταν ζωγράφοι, είχαν σπουδάσει μαζί και είχαν στενότατη φιλία, ώστε η κόρη του Κωστόπουλου να τον παρακαλέσει, όταν θα πήγαινε για επίσημο ταξίδι στη Ρουμανία, να διευκολύνει την επιστροφή του πατέρα της φίλης της στην Ελλάδα, όπως και έγινε. Ο Έλληνας υπουργός ανταποκρίθηκε και με το παραπάνω, αφού ανέλαβε και το ζήτημα της νομικής αποκατάστασης του Ματούση. Σημειωτέον, ότι μια εκκρεμότητα που παρέμεινε, το θέμα της ισόβιας στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του, που μέσα στη βιασύνη για την άμεση απαλλαγή του δεν είχε τακτοποιηθεί, το ρύθμισε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος το 1976, υπογράφοντας ένα προεδρικό διάταγμα ειδικά για την περίπτωση.
Η Ξένη Ματούση, που είχε για χρόνια την ανθρώπινη επιθυμία να ξαναβρεθεί με τον πατέρα της, όποιος κι αν ήταν, το πέτυχε μέσω της στενής φίλης της. Ήθελε να ξανακάνει μια αρχή και να συγκατοικήσει και πάλι με τον πατέρα της, αλλά υπάρχουν πολλά δραματικά στοιχεία γύρω απ’ αυτή τη νέα συγκατοίκηση, που τελικά οδήγησαν απρόσμενα στον θάνατο πρώτη την κόρη. Απροσάρμοστος στη νέα πραγματικότητα ο Ν. Ματούσης κυκλοφορούσε με ένα όπλο στην τσέπη για τον φόβο να βρεθεί μπροστά σε ανθρώπους που είχε καταστρέψει στο παρελθόν και που τον μισούσαν. Το ίδιο όπλο όμως το χρησιμοποιούσε για να απειλεί ακόμη και την πενηντάχρονη πλέον κόρη του, όταν δεν την ξυλοκοπούσε, μέχρι που η τελευταία έφθασε στο σημείο να τον καταγγείλει στις αρχές! Για το δράμα της κόρης Ματούση γίνεται λόγος στο ομώνυμο βιβλίο («Ξένη») της Βασιλικής Παπαγιάννη, που κυκλοφόρησε το 1999, δέκα χρόνια μετά τον θάνατό της.
Ο Νικόλαος Ματούσης το 1984 είχε περάσει τα 85 του, αλλά διατηρούσε πλήρη διαύγεια. Μετά την επιστροφή του από τη Ρουμανία, όπου πρέπει να υπέστη κάποιες διώξεις από το καθεστώς πολλά χρόνια μετά το 1944, εγκαταστάθηκε με την κόρη του στη Λάρισα. Ουσιαστικά ήταν απομονωμένος εκεί, ενώ οι ελάχιστες επαφές του ήταν με πρόσωπα που τον θεωρούσαν ...ήρωα των Κουτσοβλάχων, όπως ένας Παπαθανασίου και ένας Έξαρχος. Πρόκειται για υπολείμματα των λίγων εκείνων που είχαν θαυμάσει τον Αλκιβιάδη Διαμάντη και τον ίδιο για την απόπειρά τους να ιδρύσουν ένα πριγκιπάτο στην Πίνδο! Πριν πεθάνει το 1991 ο Ματούσης, τους παραχώρησε τα ίδια έγγραφα που μου είχε στείλει και τους έκανε μακροσκελείς αφηγήσεις για να τους κατηχήσει ότι το Κουτσοβλαχικό έχει μέλλον...
Η Ιστορία πάντως δεν ανατρέπεται με μια αθώωση λόγω παραγραφής ή σκοπιμότητος, ή τέλος πάντων από μια δίκη-ρουσφέτι. Και το ερώτημα αν ήταν ή όχι προδότης ο Νικόλαος Ματούσης δεν προσφέρεται για συζήτηση σε οποιονδήποτε σημερινό Παπαθανασίου ή Έξαρχο, οι οποίοι εμφανίζονται ως τυφλωμένοι θαυμαστές και εμπαθείς απολογητές του.
[2] Τα στοιχεία προέρχονται από το αρχείο του συγγραφέα και τα βιβλία των Ν. Χρυσοχόου «Η κατοχή εν Μακεδονία – Η δράσις της ιταλορουμανικής προπαγάνδας», Στ. Παπαγιάννη «Τα παιδιά της Λύκαινας» και Χρ. Βήττου «Τα Γρεβενά στην Κατοχή και στο Αντάρτικο».



http://aera2012.blogspot.gr/2012/05/2_11.html
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…

Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

44
Σεβαστιανός Φουλίδης
Εικόνα
Με τους Ελληνοπόντιους του ΡΟΑ είχε σχέση και ένα ικανότατο στέλεχος των γερμανικών Ειδικών Δυνάμεων (Μεραρχία Bradenbourg), ο συμπατριώτης μας Σεβαστιανός Φουλίδης, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε από το γερμανικό επιτελείο στις πιο δύσκολες αποστολές.



Ο Φουλίδης καταγόταν από τον Πόντο και ήταν φανατικός αντικομουνιστής. Στη γερμανική αντικατασκοπία είχε ενταχθεί το 1938, με μοναδικό σκοπό να πλήξει τους Μπολσεβίκους με οποιονδήποτέ τρόπο. Αφού φοίτησε σε μια σχολή πρακτόρων και εκπαιδεύτηκε στο Quenz, εντάχθηκε στο τμήμα της Brandenburg που είχε την ευθύνη των βαλκανικών χωρών.



Ο Κανάρης, που συνδεόταν φιλικά με τον Φουλίδη, ζήτησε από τον Έλληνα πράκτορα να του μεταφέρει πληροφορίες για την κατάσταση που επικρατούσε στη νότια Ρωσία και στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Επειδή όμως η τουρκική αστυνομία τον καταζητούσε από την εποχή του Μικρασιατικού Πολέμου (1919-1922), ο Φουλίδης μετέφερε την έδρα του στην Αθήνα. Στη συμφωνία που έκανε με τον Κανάρη τόνισε πως η δράση του και οι πληροφορίες που θα συγκέντρωνε θα αφορούσαν αποκλειστικά τη Σοβιετική Ένωση και σε καμία περίπτωση την Ελλάδα, την οποία θεωρούσε πατρίδα του και υπεραγαπούσε. Άλλωστε σε προσωπικές του συζητήσεις με τον αρχηγό της Abwehr ανέφερε πως ότι έκανε το έκανε για να δει τον Πόντο ενωμένο με τη μητροπολιτική Ελλάδα, μετά τον νικηφόρο αγώνα του Άξονα εναντίον των Σοβιετικών.



Επί δύο ολόκληρα χρόνια ο Φουλίδης συνεργαζόταν στενά, εκτός από τη γερμανική Αbwehr και με τον αστυνόμο Σπύρο Παξινό της Υπηρεσίας Αλλοδαπών. Είχε συμφωνήσει με τον Παξινό, με την έγκριση του Κανάρη, να παραχωρεί στις ελληνικές αρχές όλα τα έγγραφα και τα δελτία των πρακτόρων του, τα οποία, αφού θα φωτογραφίζονταν, θα του επιστρέφονταν για να σταλούν στο Βερολίνο. Με τη βοήθεια του Παξινού ο Φουλίδης οργάνωσε το δίκτυό του, που το αποτελούσαν κυρίως ρωσομαθείς Έλληνες. Κατόρθωσε να τους ναυτολογήσει σε τουρκικά καράβια που επισκέπτονταν τα ρωσικά λιμάνια του Ευξείνου Πόντου. Παράλληλα αποκατέστησε επαφή με τους πράκτορες του οι οποίοι κατοικούσαν στη νότια Ρωσία.



Για τη συνεργασία Φουλίδη - Παξινού έγραψε στα απομνημονεύματα του ο Άρθουρ Ζάιτς, ένας άλλος σημαντικός Γερμανός πράκτορας στην Ελλάδα: "Με αυτόν τον τρόπο η εναντίον της Ρωσίας κατασκοπευτική εργασία του Φουλίδη κατέληγε να γίνεται τη και να επωφελούνται συγχρόνως η ελληνική η αγγλική και η γερμανική υπηρεσία πληροφοριών. Τούτο το γνώριζε βέβαια η γερμανική κατασκοπία, η οποία κατά κανόνα δεν επέτρεπε στους πράκτορες της παρόμοιες συνεργασίες. Και αυτό επετράπη μόνο στον Φουλίδη, επειδή αυτός είχε δηλώσει ότι ως Έλληνας στην καταγωγή, δεν δεχόταν να εργασθεί στην Ελλάδα ως κατάσκοπος της Γερμανίας, χωρίς τη συγκατάθεση των ελληνικών αρχών. Και ο ίδιος πρότεινε αυτού του είδους τη συνεργασία, την οποία τόσο ο Ναύαρχος Κανάρης, όσο και ο άμεσος προϊστάμενος του Φουλίδη στο Βερολίνο, συνταγματάρχης Μούντσιγκερ, υιοθέτησαν απολύτως, διότι αφενός είχαν απόλυτη εμπιστοσύνη και εκτίμηση στον χαρακτήρα του Φουλίδη και αφετέρου οι πληροφορίες αφορούσαν τη Ρωσία, εναντίον της οποίας στρέφονταν τότε όλοι. Αυτά βέβαια ίσχυαν ως την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, οπότε οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν ανάγκασαν τη γερμανική κατασκοπεία να τροποποιήσει το πρόγραμμα της. Η επίθεση στη Σοβιετική Ένωση ήταν θέμα χρόνου. Ο Φουλίδης ήταν ενημερωμένος από τους προϊσταμένους του στο Βερολίνο. Οργάνωσε λοιπόν ένα σώμα από αποφασισμένους Λευκορώσους μετανάστες ρου ζούσαν από καιρό στην Ελλάδα και τους έστειλε λίγους μήνες αργότερα πίσω από τις ρωσικές γραμμές για διενέργεια δολιοφθορών, συλλογή πληροφοριών και διασπορά ψευδών ειδήσεων.



Ο ίδιος ο Φουλίδης έφυγε από την Ελλάδα τον Αύγουστο του 1941 και παρουσιάστηκε στον συνταγματάρχη φον Κλάουζεβιτς, αρχηγό της Υπηρεσίας Κατασκοπείας της Ομάδας Στρατιών του Νότου. Αποστολή του ήταν η συλλογή πληροφοριών για την κατάσταση που επικρατούσε στα ρωσικά μετόπισθεν και ο κλονισμός του ηθικού των Ουκρανών οι οποίοι υπηρετούσαν στον Κόκκινο Στρατό. Ο Σ. Φουλίδης και η ομάδα του εφοδιάστηκαν με το και κατάλληλο προπαγανδιστικό υλικό και μεταφέρθηκαν ένα βράδυ με γερμανικό αεροπλάνο πίσω από τις ρωσικές γραμμές.



Ο τολμηρός Έλληνας κατάφερε πολύ περισσότερα από όσα περίμενε το γερμανικό στρατηγείο. Πρώτα από όλα ενημέρωσε με τον ασύρματο του τον Κλάουζεβιτς για την ακριβή θέση των αεροδρομίων τα οποία χρησιμοποιούσαν οι Σοβιετικοί, καθώς και για τον αριθμό και τη θέση των αρμάτων μάχης που υπεράσπιζαν το Κίεβο. Όταν άρχισε η γερμανική επίθεση ο Φουλίδης και οι σύντροφοι του πέρασαν πάλι μέσα από τις ρωσικές γραμμές. Με κίνδυνο της ζωής τους ενημέρωσαν τον επιτελάρχη του γερμανικού στρατεύματος για τις κινήσεις των ρωσικών τεθωρακισμένων, τα οποία τελικά εξουδετερώθηκαν.



Δύο μέρες μετά την κατάληψη του Κιέβου στο πολεμικό ανακοινωθέν της Wehrmacht έγινε μνεία του ηρωισμού και της αυτοθυσίας της ομάδας Φουλίδη. Ο ίδιος από ανθυπολοχαγός προήχθη στον βαθμό του υπολοχαγού έπ’ ανδραγαθία. Στη συνέχεια οι επιτυχίες του Φουλίδη, ιδιαίτερα στον Καύκασο, ξεπέρασαν και την πιο τολμηρή φαντασία, "αφού υπερέβη σε κατορθώματα και τη δράση του θρυλικού Άγγλου πράκτορα Λόρενς της Αραβίας", όπως έγραψε ο Ζάιτς. Με τα κηρύγματα και την προπαγάνδα του δαιμόνιου Έλληνα εξεγέρθηκαν χιλιάδες Πόντιοι, Γεωργιανοί και Αρμένιοι εναντίον των Σοβιετικών. Ήταν τόσο μεγάλη η ταραχή της ρωσικής κυβέρνησης ώστε και μετά το τέλος του πολέμου οι λαοί αυτοί θεωρήθηκε ότι δεν μπόρεσαν να αποβάλουν το "σπέρμα της προδοσίας" με το οποίο "διαβρώθηκαν" από τους Γερμανούς. Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής ήταν να εκτοπισθούν 500.000 περίπου Καυκάσιοι, μεταξύ των ετών 1944 και 1947 στη Σιβηρία.



Το τέλος του Φουλίδη ήταν λίγο-πολύ αναμενόμενο. Τον Δεκέμβριο του 1943 ο Κλαούζεβιτς του ανέθεσε να εισχωρήσει εκ νέου στις ρωσικές γραμμές για να εξακριβώσει τον αριθμό των Σοβιετικών και τη διάταξη των εχθρικών τεθωρακισμένων. Ο Φουλίδης έγινε όμως αντιληπτός από μια ρωσική περίπολο και άφησε την τελευταία του πνοή σε απόσταση μόλις 200 μέτρων από τις γερμανικές γραμμές.



Από το βιβλίο του ΙΑΚΩΒΟΥ ΧΟΝΔΡΟΜΑΤΙΔΗ: Η ΜΑΥΡΗ ΣΚΙΑ ΣΤΉΝ ΕΛΛΑΔΑ



http://www.nazi-lauck-nsdapao.com/griec ... las013.htm



Στοιχεία για τον φον Κανάρη εδώ:
http://www.sa-snd.gr/docs-pdfs-xm/xm-wi ... anaris.pdf
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…

Re: Με λυπεί ιδιαιτέρως....

45
Η Κυανόλευκη Μεραρχία

Το πρώτο καλοκαίρι της Κατοχής, το 1941, προέκυψε ένα σοβαρό πολιτικοστρατιωτικό θέμα που ταλάνισε την τότε κυβέρνηση Τσολάκογλου. Αυτό είχε να κάνει με την συγκρότηση μίας ελληνικής λεγεώνας εθελοντών που θα πολεμούσε στο πλευρό των Γερμανών στο ανατολικό μέτωπο κατά των σοβιετικών.
Αυτό ήταν ιδέα του υποστράτηγου Γεώργιου Μπάκου, που ήταν υπουργός Εθνικής Αμύνης στην κυβέρνηση Τσολάκογλου. Ο Μπάκος ήταν σίγουρος για την γερμανική νίκη και θεωρούσε ότι η συγκρότηση του ελληνικού εθελοντικού σχηματισμού θα ήταν ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο για την Ελλάδα μεταπολεμικά, όταν πλέον θα είχε επικράτησει η Γερμανία. Επίσης πίστευε ότι θα βοηθούσε στο να γίνει ηπιότερη η γερμανική κατοχή.
Ο πρωθυπουργός Τσολάκογλου δεν ήταν καθόλου θετικός σε αυτό το ενδεχόμενο και ήταν εξαρχής αντίθετος. Αντίθετα, άλλοι υπουργοί όπως π.χ. ο μετέπειτα πρωθυπουργός Λογοθετόπουλος, ή στρατιωτικοί όπως ο συνταγματάρχης Κουρκουλάκος ήταν υποστηρικτές της συγκρότησης της Κυανόλευκης Μεραρχίας.
Η ιδέα της ελληνικής μεραρχίας ενθουσίασε τους Γερμανούς, οι οποίοι με καταχωρήσεις στον κατοχικό Τύπο άφηναν να εννοηθεί πως η λεγεώνα μετά τη “σίγουρη γερμανική νίκη” θα ήταν ένα σοβαρότατο επιχείρημα υπέρ της Ελλάδας. Προς αυτή την κατεύθυνση εργάζονταν και φιλογερμανικές οργανώσεις της Αθήνας και της συμπρωτεύουσας, τα κατοχικά Τρία Έψιλον και η ΕΣΠΟ. Συνήγορος στην προσπάθεια αυτή ήταν και ο ελληνομαθής Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος φον Κλεμ, ο οποίος είχε αγαστή συνεργασία με τον Μπάκο.

Έτσι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις και τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει ο Τσολάκογλου τουλάχιστον 2.000 άνδρες είχαν εγγραφεί εθελοντές στη Θεσσαλονίκη για το Ανατολικό Μέτωπο, ενώ στην Αθήνα είχαν ετοιμασθεί 200 αιτήσεις για τη συγκρότηση της λεγεώνας.
Τα περισσότερα ξενοδοχεία της περιοχής Ομονοίας στην Αθήνα ήταν τότε κατειλημμένα από εθελοντές που περίμεναν να εγγραφούν στους καταλόγους της ελληνικής λεγεώνας, ενώ υπήρχε ένα συγκροτημένο σώμα από φοιτητές και νεολαίους της Κρήτης που ανέμενε να αποσταλεί στο Ανατολικό Μέτωπο. Τα γραφεία ”εθελοντών ρωσικού Μετώπου” βρίσκονταν στο Σύνταγμα, στην οδό Φιλελλήνων.
Η ανταπόκριση λοιπόν, δεδομένων των συνθηκών, δεν ήταν καθόλου κακή και η προσπάθεια έδειχνε να καρποφορεί, αλλά η δεδομένη αντίθεση του Τσολάκογλου ήταν καταλυτική. Ήταν αποφασισμένος να ματαιώσει με οποιοδήποτε τίμημα την δημιουργία και την αποστολή της ελληνικής λεγεώνας. Γενικότερα, ο Τσολάκογλου δεν επιθυμούσε να μπλέξει την Ελλάδα σε περαιτέρω στρατιωτικές περιπέτειες. Παράλληλα είχε αρνηθεί να κυρήξει , έστω και για καθαρά τυπικούς λόγους, τον πόλεμο κατά της ΕΣΣΔ μετά την γερμανική εισβολή.
Έτσι, έβαλε ανθρώπους του και διοχέτευσαν στους Ιταλούς την "πληροφορία" ότι "οι προθυμοποιούμενοι δια να ενδυθούν και να εξοπλισθούν (σ.σ. της λεγεώνας) προτίθενται να λιποτακτήσουν εις τα βουνά δια να κτυπούν εκείθεν τους Ιταλούς κυρίως και δευτερευόντως τους Γερμανούς".
Ο Ιταλός πρεσβευτής έντρομος έσπευσε να μεταβεί στη γερμανική πρεσβεία για να συζητήσει την αναβολή της αποστολής.
Στις 12 Αυγούστου 1941 ο Αλτενμπουργκ τηλεγράφησε στο Βερολίνο για να πάρει τις τελικές οδηγίες σχετικά με τη συγκρότηση της Ελληνικής Λεγεώνας. Ανέφερε στους προϊσταμένους του στο Υπουργείο Εξωτερικών ότι “η Ελληνική Κυβέρνησις είχε προχωρήσει στις προετοιμασίες της τόσο, που μένει πλέον να κάνει την πρέπουσα διαφήμισιν μέσω του Τύπου για την δημιουργίαν της Λεγεώνας”.

Την ίδια ημέρα που το τηλεγράφημα έφθανε στη γερμανική πρωτεύουσα ο εκεί Ιταλός επιτετραμμένος Κοσμέλι επέδιδε διάβημα εκ μέρους της Ρώμης στον Ρίμπεντροπ ζητώντας να μην επιτραπεί η αποστολή Ελλήνων εθελοντών στο Ανατολικό Μέτωπο, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν.
Ο Ρίμπεντροπ θέλοντας να ικανοποιήσει -κατά την σύνηθη τακτική του- την ιταλική πλευρά ενημέρωσε τον Άλτενμπουργκ στην Αθήνα ότι η οριστική απόφαση του Βερολίνου στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι να μην επιτραπεί η συγκρότηση της Ελληνικής Λεγεώνας.

Δυο μέρες αργότερα ο πληρεξούσιος του Ράιχ στην Ελλάδα, κόμης Άλτενμπουργκ, απάντησε στον στρατηγό Τσολάκογλου πως “επειδή συγκεντρώθηκαν πολλές λεγεώνες στη Ρωσία, δημιουργήθηκε θέμα ανεφοδιασμού και προς το παρόν δεν τίθεται θέμα”. Η επίσημη ανακοίνωση των Αρχών Κατοχής έλεγε πως για “λόγους τεχνικούς δεν είναι δυνατόν να σταλεί η Λεγεών εις την Ρωσίαν”.

Κάπως έτσι έληξε άδοξα η υπόθεση της Κυανόλευκης Μεραρχίας. Η αρνητική θέση του Τσολάκογλου ήταν σίγουρα κομβική, όπως εξίσου μεγάλο ρόλο έπαιξε και η δεδομένη ανασφάλεια των Ιταλών απέναντι στο ενδεχόμενο του εξοπλισμού Ελλήνων (μία αντίστοιχη αρνητικότητα επέδειξαν οι Ιταλοί και δύο χρόνια αργότερα για τα Τάγματα Ασφαλείας που ήταν βέβαια τελείως διαφορετική περίπτωση απ'την κυανόλευκη μεραρχία). Είναι προφανές ότι οι Ιταλοί δεν ήθελαν με τίποτα να διακινδυνεύσουν την πιθανότητα ελληνικών στρατιωτικών επιτυχιών στο ανατολικό μέτωπο, διότι αυτό θα ενίσχυε την θέση της Ελλάδας.
Το εντυπωσιακό στοιχείο της υπόθεσης είναι πως αν και εφόσον υλοποιείτο αυτή η ιδέα και αποστελλόταν η Κυανόλευκη Μεραρχία στο ανατολικό μέτωπο, τότε θα ήταν η δεύτερη -χρονολογικά- εθελοντική μονάδα στο πλευρό του Γ’ Ράιχ. Οι πρώτοι εθελοντές ήταν οι της 5ης Μεραρχίας SS Viking που προέρχονταν από στην Σκανδιναβία και τις Κάτω Χώρες. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων εθελοντών στον γερμανικό στρατό προσήλθε απ’ το 1943 και μετά.




Τα κυριότερα στοιχεία για την ανάρτηση είναι από την μονογραφία του Ιάκωβου Χονδροματίδη "Η μαύρη σκιά στην Ελλάδα".





http://istoriakatoxis.blogspot.gr/2011/ ... st_27.html
ΙΔΙΑ ΦΥΛΛΑΤΤΕ-ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ-ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ\n\n-Δάσκαλε γιατί με διδάσκεις πολεμικές τέχνες και παράλληλα μου μιλάς για ειρήνη; \n-Γιατί καλύτερα να είσαι μαχητής σε κήπο παρά κηπουρός σε μάχη…
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ιστορικά θέματα”