Ορθολογική αναίρεση τού βιβλίου: "Ο Θεός στον εγκέφαλο"
Σχετικά πρόσφατα κυκλοφόρησε η μελέτη του κ. Μάθιου Άλπερ Ο Θεός στον εγκέφαλο, που προσέλκυσε το ενδιαφέρον μερίδας του αναγνωστικού κοινού, προκαλώντας ποικίλες αντιδράσεις. Ο συγγραφέας στη μελέτη του αυτή, βασιζόμενος σε επιστημονικές έρευνες και βασικά με δαρβινικές φιλοσοφικές προϋποθέσεις, προβάλλει την άποψη ότι η θρησκευτικότητα στον άνθρωπο οφείλεται σε ειδικό γονίδιο (που δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη), με το οποίο «μας προίκισε η φύση» για να κατευνάσει το σοκ που προκλήθηκε στους πανάρχαιους προγόνους μας από τη συνειδητοποίηση της θνητότητάς τους. Το γονίδιο αυτό, κατά τον κ. Άλπερ (στο εξής: Α.), προκαλεί στον άνθρωπο την πλάνη της μεταθανάτιας ζωής και του πνευματικού κόσμου γενικότερα, ώστε να αντέχει τη σκληρή πραγματικότητα, που είναι, πάντα κατά τον κ. Α. ότι τίποτε απ’ όλα αυτά δεν υπάρχει.
Παίρνω το θάρρος να σας καταθέσω μερικές παρατηρήσεις, από τη σκοπιά του ορθόδοξου χριστιανισμού, που ίσως συμβάλουν στην καλύτερη κατανόηση των προϋποθέσεων και των συμπερασμάτων του συγγραφέα.
1. Για τις προϋποθέσεις της έρευνας του κ. Άλπερ
1. Ο κ. Α. κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ψυχή, επειδή κινδύνευσε η ζωή του λόγω κατάχρησης ναρκωτικών ουσιών. Θεώρησε ότι, αν υπήρχε ψυχή, θα έπρεπε να είναι απρόσβλητη από οτιδήποτε συμβαίνει στο σώμα (σελ. 22-23 [της ελληνικής έκδοσης, εκδ. Αβγό]).
Η άποψη αυτή είναι συνεπής με τον καρτεσιανό δυαλισμό ψυχής και σώματος (ύλης και πνεύματος), στον οποίο θεμελιώνεται η νεώτερη δυτική σκέψη, καθώς και με τον ινδικό μυστικισμό, με τον οποίο ασχολήθηκε ο κ. Α. κατά το παρελθόν. Από ορθόδοξη σκοπιά όμως είναι ακατανόητη.
Στον αρχαίο και στον ορθόδοξο χριστιανισμό δεν υπάρχει δυαλισμός ύλης ή σώματος και πνεύματος, αλλά μόνο κτιστού και ακτίστου. Άκτιστος είναι μόνον ο Τριαδικός Θεός και κτιστά όλα τα άλλα όντα. Όλα τα κτιστά είναι συγγενή και είναι φυσικό να αλληλεπιδρούν. Η αλληλεπίδραση ψυχής και σώματος είναι για μας αυτονόητη – κάθε πάθος που πάσχει το ένα μεταφέρεται, αντανακλά ή οπωσδήποτε έχει συνέπειες και στο άλλο.
Ο δυαλισμός αυτός όμως –οφείλω να αναφέρω– υπερβαίνεται με την ένωση κτιστού και ακτίστου στο πρόσωπο του Χριστού και στη συνέχεια στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου που τείνει προς ένωση με Αυτόν, δηλαδή (μέσω του Χριστού) με το Θεό.
Ο συλλογισμός επομένως, με τον οποίο ο κ. Α. καταλήγει στο συμπέρασμά του περί ψυχής, είναι φιλοσοφικά ορθός για τη δυτική σκέψη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Σύμφωνα με τους αρχαίους χριστιανούς διδασκάλους (που δε βλέπω το λόγο να τους αποδοθεί μικρότερο κύρος από το αντίστοιχο των Ινδών μυστικιστών ή των δυτικών σχολαστικών και φιλοσόφων), ο συλλογισμός του είναι εσφαλμένος, πράγμα που καθιστά εσφαλμένη όλη την πορεία της σκέψης του.
2. Βασισμένος στον προηγούμενο συλλογισμό, ο κ. Α. σχηματίζει την εντύπωση ότι μπορεί να ερευνήσει την ύπαρξη του Θεού με τα εργαλεία της δυτικής επιστήμης, τα οποία αυτονόητα θεωρεί κατάλληλα για την έρευνα παντός υπαρκτού (σελ. 25, 37, 62 κ.α.). Ό,τι δεν ανακαλύπτεται με αυτά τα εργαλεία, προφανώς «δεν υπάρχει».
Το λάθος αυτό είναι γνωστό και παλαιό. Είναι το λάθος όλων των αιρέσεων φιλοσοφικού τύπου, με τελευταία το σύγχρονο «ορθολογιστικό» αθεϊσμό. Όμως ο Θεός, αν υπάρχει, είναι ο «όντως Άλλος» και δεν ερευνάται με τα εργαλεία που προορίζονται για την έρευνα και γνώση του κτιστού κόσμου. Ακόμη και μέσα στον κτιστό κόσμο, δεν είναι κατάλληλα όλα τα ερευνητικά εργαλεία για όλους τους τομείς του επιστητού. Πόσο μάλλον για τον άκτιστο κόσμο. Ο κ. Α. φυσικά αγνοεί παντελώς τον προβληματισμό αυτό, δέσμιος των δικών του (φιλοσοφικών, όχι επιστημονικών) προϋποθέσεων.
Έχει περάσει βέβαια, καθώς αναφέρει, και από τον άλλο αδιέξοδο δρόμο, την αναζήτηση του Θεού μέσω της εφαρμογής τεχνικών μεθόδων, όπως ο υπερβατικός διαλογισμός, ενίοτε και με «υποστηρικτικά μέσα» (ναρκωτικά). Οι τρόποι αυτοί «επαφής με το θείο» έχουν μελετηθεί στην πράξη και αξιολογηθεί από τους διδασκάλους του χριστιανισμού ήδη από την αρχαιότητα (π.χ. στη συζήτηση με τους μεσαλιανούς) αλλά υπάρχουν και σύγχρονες υπεύθυνες τοποθετήσεις (π.χ. Σωφρόνιος του Έσσεξ για τον υπερβατικό διαλογισμό, Σεραφείμ Ρόουζ για τα ναρκωτικά και το διαλογισμό κάθε τύπου).
Υποθέτω ότι ο κ. Α. νομίζει ότι ο συλλογισμός του είναι σύμφωνος με το χριστιανισμό, και έχει δίκιο όσον αφορά στο δυτικό σχολαστικισμό, που είναι μια νοησιαρχική φιλοσοφία περί Θεού. Όμως ο σχολαστικισμός συνιστά ριζική διαφοροποίηση από τον αρχαίο χριστιανισμό, που συνέβη επειδή οι δυτικοί χριστιανοί διδάσκαλοι, μετά το Σχίσμα του 1054 (με το οποίο καθιερώθηκαν επίσημα στη δυτική Ευρώπη οι διαφοροποιήσεις που είχαν επιφέρει στο χριστιανισμό, για πολιτικούς λόγους, οι Φράγκοι του Καρλομάγνου από τον 8ο αι.), απώλεσαν τη μέθοδο θεογνωσίας του αρχαίου χριστιανισμού, η οποία όμως παρέμεινε στην ανατολή και η εφαρμογή της συνεχίστηκε από τους ορθόδοξους (όχι φυσικά από όλους, αφού οι δυτικές επιρροές αυξήθηκαν προοδευτικά, αλλά από κείνους τους ερευνητές που είχαν γνώση της αρχαίας παράδοσης, π.χ. άγιοι Γρηγόριος ο Παλαμάς, Παΐσιος Βελιτσκόφκσι και χιλιάδες ησυχαστές, μοναχοί και λαϊκοί). Αυτή η μέθοδος θεογνωσίας είναι η «κάθαρση της καρδιάς» και σκοπός της δεν είναι η γνώση «για το Θεό», αλλά η γνώση «του Θεού», δηλαδή η προσωπική επαφή και ένωση με Αυτόν (το «πάσχειν τα θεία»).
Η ένωση με το Θεό, κατά τον κ. Α. (και άλλους), είναι μια ψευδαίσθηση που προκαλείται από πάθη εγκεφαλικών κέντρων. Θα σχολιάσω το συμπέρασμα αυτό αργότερα.
Ερευνώντας το Θεό σα να ερευνά ένα αντικείμενο του κτιστού κόσμου, είναι φυσικό να μην Τον ανακαλύψει. Οδηγήθηκε έτσι στη βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει Θεός (παρά μόνον ως «λέξη», σελ. 72) και μάλιστα το ανακάλυψε «μέσω της επιστήμης». Δεν του έμεινε λοιπόν παρά να ανιχνεύσει, με συλλογισμούς, το λόγο που η πίστη στον «ανύπαρκτο» Θεό είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στους ανθρώπους. Κάθε ορθόδοξος που έχει κάποια γνώση της παράδοσής του μπορεί να αντιληφθεί ότι απλώς, στην πραγματικότητα, έψαξε σε λάθος χώρο και με λάθος τρόπο.
Η «κάθαρση της καρδιάς» είναι η κατάσταση, που επιτρέπει στον άνθρωπο να αγαπά όλο τον κόσμο, ακόμη και τους εχθρούς του. «Αγαπά» σημαίνει να χαίρεται όταν χαίρονται ή προοδεύουν και να λυπάται όταν πονούν ή παρακμάζουν. Η αγάπη αυτή δεν είναι συναισθηματική αντίδραση, αλλά συνειδητά αποφασισμένη δεξίωση του άλλου ως αδελφού στο πνευματικό κέντρο του ανθρώπου (το οποίο αγνοεί η δυτική ψυχολογία), που οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν «καρδία» και ακριβέστερα «βαθεία» ή «νοερά» καρδία. Ολόκληρη η εκκλησιαστική ζωή και η ασκητική προσπάθεια των χριστιανών, λαϊκών και κληρικών ή μοναχών, όπως τη διδάσκει η αρχαία και η ορθόδοξη παράδοση (νηπτική παράδοση), δεν αποσκοπεί σε μια αυτόματη ηθικιστική σωτηρία ως εύνοια του Θεού, στα πρότυπα της εύνοιας των μεσαιωνικών βασιλέων, αλλά στην προσέλκυση της θείας χάριτος, που θα προσφέρει στον άνθρωπο, ανάλογα με την πρόθεσή του (όχι με την πίστη του), τη δυνατότητα αυτής της «υπερφυσικής» σχέσης με τους άλλους. Αυτή είναι και μία ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο «μυστικισμό» του αρχαίου και του ορθόδοξου χριστιανισμού και στο μυστικισμό των διαφόρων θρησκειών ή αιρέσεων.
Η «καθαρά καρδία» είναι κατάλληλη να αναγνωρίσει τη διαρκή προσωπική αποκάλυψη του Θεού σε κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από τη θρησκεία του, στο βαθμό που κάθε θρησκεία επιτρέπει στους πιστούς της να προχωρήσουν σ’ αυτό. Έτσι ανακαλύπτεται ο Θεός κατά το χριστιανισμό, τον προ-σχολαστικό και προ-λουθηρανικό. Εξυπακούεται ότι ο τρόπος αυτός μπορεί να ασκηθεί και πειραματικά. Θεωρείται όμως απαραίτητη η μαθητεία σε έναν δάσκαλο, που θα διδάξει στον ενδιαφερόμενο τον τρόπο για την κάθαρση της καρδιάς, που είναι επίσης προσωπικός, γι’ αυτό και δεν διδάσκεται επαρκώς από βιβλία (αν και, κάτω από έκτακτες περιστάσεις, μπορεί να επιχειρηθεί και αυτό).
Επειδή είμαι σχεδόν βέβαιος ότι αυτά τα ακούτε για πρώτη φορά, σας παραπέμπω στην πολύτομη μελέτη του επισκόπου Ναυπάκτου Ιερόθεου Βλάχου Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, εκδ. ιεράς μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβαδιά, 82004.
3. Προβλήματα εγείρει και η ιδέα του «οικουμενικού Θεού», που θέτει ο κ. Α. ως αντικείμενο της έρευνάς του. Για ποιο λόγο ο Θεός θα πρέπει να είναι το ον που προκύπτει από τη συνισταμένη των ετερόκλητων θεοτήτων όλων των θρησκειών; Το πιο παράδοξο: ο «οικουμενικός Θεός» του κ. Α. δεν είναι απλώς μια αυθαίρετη σύλληψη, αλλά στην ουσία δεν είναι παρά ο Θεός μιας συγκεκριμένης θρησκείας: του ιουδαϊσμού (και του Ισλάμ, που όμως, στη θεολογία του, ακολουθεί τον ιουδαϊσμό). Έτσι τίθεται εκτός του ερευνητικού του πεδίου τόσο ο Τριαδικός Θεός του χριστιανισμού (ο πάσχων Θεός) όσο και οι μεγάλοι θεοί του ινδουισμού, από τους οποίους απορρέει και το καλό και το κακό (κι έτσι υπερβαίνεται η θεοδικία), καθώς και το Ταό, το Μπράχμαν κ.τ.λ. Αν, αντί για το φανταστικό «οικουμενικό Θεό» του κ. Α., υπάρχει κάποιος ή κάτι από τα υπόλοιπα, πάλι δεν θα ανακαλυφθεί.
4. Είναι απορίας άξιο που ο κ. Α. προβάλλει ως motto την εγελειανή ρήση «οτιδήποτε υπάρχει είναι ορθολογικό» (σελ. 118). Κατά τη γνώμη μου, αυτό που θεωρούσε ορθολογικό η δυτική διανόηση την εποχή του Έγελου έχει αναιρεθεί πλήρως από την κβαντική φυσική. Το σύμπαν στις θεμελιώδεις λειτουργίες του δεν είναι «ορθολογικό», όπως ασφαλώς γνωρίζετε. Έτσι τα όρια του «λογικού», του «πιθανού», καθώς και του «εφικτού» διευρύνονται ίσως και επ’ άπειρον.
Το κβαντικό σύμπαν «χωράει» (ως δυνατότητες) τα πάντα. Το μόνο που «δε χωράει» είναι η πιθανότητα της ύπαρξης του Θεού, και μάλιστα του χριστιανικού Θεού. Και τούτο, όχι γιατί «όσο διευρύνονται τα όρια της επιστήμης περιορίζονται τα όρια του Θεού», όπως αφελώς εξακολουθούν να νομίζουν κάποιοι, αλλά διότι η πλειοψηφία των επιστημόνων είναι δέσμια των ιδεολογικών τοποθετήσεων του Διαφωτισμού, που γεννήθηκαν από τα απωθημένα της ψυχοπαθολογίας του δυτικού μεσαίωνα (που δεν ήταν αληθινά χριστιανικός). Γι’ αυτό έχει αναπτύξει αυτόματους μηχανισμούς άμυνας ενάντια σε κάθε υποψία αναφοράς στην πιθανότητα ύπαρξης του Θεού.
Ο κ. Α. αναφέρει ότι απορρίπτει τη θεωρία του «ευφυούς σχεδίου» για τη δημιουργία του σύμπαντός (σελ. 80, υποσ.), επειδή «βασίζεται στη θρησκευτική πίστη» και συνεπώς τη θεωρεί «μη επιστημονική». Η θεωρία του ευφυούς σχεδίου ελέγχεται και από ορθόδοξη άποψη, το παράδοξο όμως είναι ότι ο συγγραφέας μας δεν καταλαβαίνει πως το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τη δική του τοποθέτηση, αν και φαίνεται να το υποψιάζεται αμυδρά (σελ. 25).
Ειλικρινά εκπλήσσομαι που σύγχρονοι επιστήμονες είναι τόσο σφιχτά δεμένοι στις αθεϊστικές ή «αγνωστικιστικές» τους προκαταλήψεις, που δε βλέπουν ότι οι προτάσεις ή ανακαλύψεις τους –τόσο στο θέμα της δημιουργίας του σύμπαντος όσο και στο θέμα της εξέλιξης των ειδών– επιβεβαιώνουν τη Βίβλο αντί να την αναιρούν, όπως ισχυρίζονταν οι πνευματικοί προπάτορές τους. Αν απορείτε γι’ αυτό που γράφω, σας παραπέμπω σε σχετικά άρθρα του παρόντος ιστότοπου.
5. Το ίδιο έχω να πω και για το συλλογισμό του κ. Α. ότι τα πάντα λειτουργούν με δαρβινικούς νόμους. Κατ’ αρχάς αυτό θα μπορούσε να ισχύει μόνο για το φαινόμενο της ζωής και όχι για «τα πάντα». Αλλά και για το φαινόμενο της ζωής, μόνο στον πλανήτη μας. Για να επεκτείνει τον ισχυρισμό αυτό στο Θεό, πρέπει να έχει καταλήξει εκ των προτέρων στη βεβαιότητα ότι Θεός δεν υπάρχει. Μετά από αυτή τη βεβαιότητα (στην οποία κατέληξε από λάθος) ο κ. Α. ερμηνεύει την υπόθεση του Θεού γενετικά.
Σημειωτέον ότι όσα γράφει ο κ. Α. στο βιβλίο Ι, κεφ. 3, για την προέλευση του σύμπαντος και της γήινης ζωής καθόλου δεν αντιτίθενται στο χριστιανισμό και, ως εκ τούτου, κανείς καταρτισμένος ορθόδοξος χριστιανός δε θα «φοβόταν» να τα ρωτήσει – αντίθετα, θα τα ρωτούσε (και τα ρωτά) με χαρά, όπως ήδη από τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο μέγας Βασίλειος ερμήνευσε τη Γένεση επιστρατεύοντας τις επιστήμες της εποχής του (Ομιλίες εις την Εξαήμερον), σε πείσμα μάλιστα μερικών φοβισμένων φανατικών της εποχής του. Η μόνη αντίθεση είναι ότι οι επιστήμονες, για τους δικούς τους φιλοσοφικούς λόγους, πιστεύουν ότι όλα αυτά συνέβησαν «τυχαία», ενώ εγώ, ως χριστιανός, πιστεύω ότι συνέβησαν κατά τη θέληση του Θεού. Το πιστεύω «πατώντας στους ώμους γιγάντων» (για να οικειοποιηθώ τη γνωστή ρήση του Στ. Χώκιν), δηλαδή των χριστιανών διδασκάλων, που έχω τους ίδιους λόγους να τους εμπιστεύομαι, που έχει και ο μέσος καθηγητής Φυσικής για να εμπιστεύεται τους αστροφυσικούς και τους κβαντικούς.
6. Κατά τους αρχαίους και τους ορθόδοξους Πατέρες της Εκκλησίας, ο άνθρωπος, από την αρχή της δημιουργίας του, έχει εγγενή προδιάθεση στροφής προς το Θεό και τάσης για ένωση με Αυτόν. Εκτροπή αυτής της τάσης σε επιθυμία «αυτοθέωσης» (θέωσης διά των δικών του δυνάμεων, αντί για την κάθαρση της καρδιάς) αποτέλεσε και το προπατορικό αμάρτημα, που επαναλαμβάνεται σε κάθε γενιά (η σεξουαλική ερμηνεία είναι άγνωστη στην αρχαία Εκκλησία –τουλάχιστον της ανατολής– καθώς και στην ορθόδοξη). Οι παλαιοί Πατέρες φυσικά δεν είχαν τις δικές μας γνώσεις γενετικής, αλλά τοποθετούσαν αυτή την προδιάθεση στο καθαρά πνευματικό τμήμα του ανθρώπου. Γνώριζαν όμως την αλληλεξάρτηση ψυχής και σώματος και δε θα τους προκαλούσε έκπληξη η υπόθεση του «θρησκευτικού γονιδίου». Με μια διαφορά: θα την εκλάμβαναν ως μέγιστη απόδειξη της ύπαρξης του Θεού και όχι ως το «μεγάλο ψεύτη», που μας παρηγορεί με μιαν απατηλή πίστη.
Εδώ πρέπει να πω ότι παρατηρώ μια αντίφαση στη σκέψη του συγγραφέα, αν και δευτερεύουσα: σπεύδει να εξαλείψει την έντονη εντύπωση ότι προσωποποιεί τη φύση (σελ. 79, υποσ.), όμως το ψέμα που της χρεώνει φαίνεται να προϋποθέτει ελεύθερη βούληση. Πώς οι «νόμοι της θερμοδυναμικής», που επικαλείται, μπορεί να υπέβαλαν στον άνθρωπο την πίστη σε ένα πλήρως συγκροτημένο ανύπαρκτο σύμπαν, επειδή αυτό θα τον απάλλασσε από το συγκλονισμό του μπροστά στο θάνατο;
Ορθολογική αναίρεση τού βιβλίου: "Ο Θεός στον εγκέφαλο"
1«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»