H δράση των παπικών στον ελλαδικό χώρο

1
Η δράση τού Παπισμού στις Ελληνικές χώρες στα 1600 - 1700 μ.Χ.





Απόστολου Βακαλόπουλου



Πηγή: Απόστολου Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Γ’ τομ., Θεσσαλονίκη 1968.

Αναδημοσίευση από: http://www.egolpio.com/PAPISMOS/drasis_ ... u_1600.htm




1. Προς τις εστίες της Ορθοδοξίας

Ο προσανατολισμός των Ελλήνων προς το ομόδοξο κράτος του βορρά επιταχύνεται ασφαλώς από την ένταση του ανταγωνισμού των Καθολικών και Διαμαρτυρομένων στην Ανατολή, ιδίως ύστερ’ από την σύνοδο του Trento. Με την άνοδο του Γρηγορίου ΙΓ’ (1572-1585) στον παπικό θρόνο οι αγώνες των Χριστιανών εναντίον των Τούρκων μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. Ο δραστήριος ποντίφηκας ενδιαφέρεται προ πάντων ν’ αναχαιτίση την εξάπλωση του λουθηρανισμού.

Η κίνηση των Καθολικών κληρικών στην Ανατολή εμπνέεται προ πάντων από τον καρδινάλιο Bellarmino (1542-1621), ευφυή και φανατικό Λατίνο συγγραφέα, γνώστη της ελληνικής, καθώς και των εκκλησιαστικών ζητημάτων της Ορθοδοξίας. Ήταν αυτός που είχε ρίξει τον Giordano Bruno στην πυρά και είχε φέρει τον Γαλιλαίο στην σκληρή ανάγκη ν’ ανακαλέση την θεωρία του. Ο ζήλος του Bellarmino φλογίζεται από την πίστη του στην ενότητα της Εκκλησίας. Γι’ αυτό θερμά πάντοτε υποστήριζε τους Καθολικούς μισσιοναρίους με τις συμβουλές και με τις αποφάσεις του στις δύσκολες περιστάσεις, που συναντούσαν στο έργο τους, και συνηγορούσε γι’ αυτούς στον πάπα. Το έργο του «Doctrine chretienne de l’Eglise catholique» μεταφράζει στην δημοτική ελληνική (Ρώμη 1616) ο μαθητής και κατόπιν καθηγητής στο ελληνικό φροντιστήριο του Αγίου Αθανασίου Αθηναίος λόγιος Λεονάρδος Φιλαράς.

Το πνεύμα ακριβώς του Bellarmino ακολουθεί ο Φιλαράς, όταν στην δεύτερη έκδοση της «Doctrine chretienne» στο Παρίσι (1633), την αφιερωμένη στον καρδινάλιο Richelieu γράφη: «Θέλει να γνωρίση όλος ο Ορθόδοξος κλήρος πόσον είναι απλός, πόσον ολάκερος, αδιαίρετος, ένας και μόνον ολούθε ο Χριστός, με του οποίου το αυτό, και ένα ζωηφόρον πνεύμα όλοι μας οδηγούμεθα, τόσον εις την ανατολικήν, όσον και εις την δυτικήν Εκκλησίαν, αν ίσως και ο δεσμός της αγάπης θέλη ευρεθή ανάμεσον εις τους Χριστιανούς, και αν εκείνος δεν διαμερισθή από τες εδικές μας διαφορές και διχόνοιες» . Η απώτερή του σκέψη ήταν «να σηκωθή από το ελεεινόν της πτώμα η ανατολική εκκλησία και να ξαναζήση το γενναίον έθνος εκείνο, οπού ήταν άλλες φορές το άλας και ο ήλιος της οικουμένης».

Η προπαγανδιστική εργασία των Ιησουιτών στην Εγγύς Ανατολή και προ πάντων στις ελληνικές χώρες, που αποτελούσαν την κύρια εστία της Ορθοδοξίας, δεν αποτελούσε παρά μέρος ενός γενικότερου σχεδίου, μέσα στο οποίο σημειωνόταν ως στόχος όλη σχεδόν η Ανατολική Ευρώπη, η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβακία κ. λ., η Ρωσία, Τρανσυλβανία, Βλαχία και Μολδαβία, καθώς και οι άλλες βαλκανικές χώρες. Σε όλες αυτές εργαζόνταν δραστήρια οι Καθολικοί για την επιτυχία των σκοπών τους, για την επιβολή δηλαδή των αποφάσεων της συνόδου της Φλωρεντίας και του πρωτείου του πάπα. Πολλοί τότε λαϊκοί και κληρικοί δέχθηκαν την Ουνία και υπέγραψαν την σχετική ομολογία πίστης .

Είναι μία ακάθεκτη εξόρμηση του Καθολικισμού προς Α., προς τις σλαβικές χώρες με πρωτοπόρους τους Μοναχούς του τάγματος του Ιγνατίου Λογιόλα. Μέσα στο γιγάντιο αυτό και αληθινά επικό πλαίσιο της εργασίας των Καθολικών, που καταρτίζεται από εμπνευσμένους Ιησουίτες, όπως ο Antonio Rossevino και ο πολύς ιδρυτής της θεωρίας του πανσλαβισμού Jurij Krizanic, έχουν θέση και τα σχέδια σημαντικών κληρικών, ιδίως του Bellarmino, στην Εγγύς Ανατολή.

Ποια όμως ήταν τότε τα ερείσματα του Καθολικισμού στην Ανατολή; Μετά την Άλωση βρίσκουμε στον Γαλατά και στην Κωνσταντινούπολη Δομηνικανούς Μοναχούς και ορισμένες εκκλησίες Καθολικών, που εξυπηρετούν τις πνευματικές ανάγκες κυρίως των Γενουατών, αλλά και των άλλων Ευρωπαίων των εγκαταστημένων εκεί κατά το δεύτερο μισό του 15 αι. Στα χρόνια λοιπόν του Μεχμέτ Β’ διαμορφώνεται η Καθολική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης. Ο Λατίνος όμως Πατριάρχης εδρεύει στην Ρώμη η και αλλού. Αυτός διόριζε ένα πατριαρχικό επίτροπο (vicario patriarcale) κοντά στα τάγματα των Φραγκισκανών και Δομηνικανών, ο οποίος είχε εκτεταμένη διοικητική δικαιοδοσία, στην Θράκη, Μ. Ασία (εκτός από το vicariato apostolico της Σμύρνης) και στην σημερινή Ελλάδα, εκεί ιδίως όπου δεν υπήρχαν πια Καθολικοί Επίσκοποι, όπως π.χ. στην Μυτιλήνη και στην Μακεδονία. Λατίνοι αρχιεπίσκοποι και Επίσκοποι υπήρχαν στην Χίο, Σμύρνη, Νάξο, Σύρο, Σαντορίνη, Μήλο, Άνδρο κ. λ..

Η ίδρυση της Sacra Congregatio de Propaganda Fide στα 1622, με την οποία ο Λατίνος Πατριάρχης έγινε πια απλός τιτουλάριος, αποτέλεσε σταθμό προς την αναζωογόνηση και εξόρμηση του Καθολικισμού.



2. Το κυνηγητό των παλαιών θεολογικών χειρογράφων

Πραγματικά η Καθολική εκκλησία, από τα τέλη του 16 αι, με την αναμόρφωση του κλήρου της, με την δημιουργία νέων μοναχικών ταγμάτων φλογισμένων από ενθουσιώδη πίστη στον Καθολικισμό και με την βαθύτερη μελέτη των θεολογικών έργων, προ πάντων της Ανατολικής Εκκλησίας, εντείνει τις προσπάθειες για ν’ αποκρούση τις αιρετικές, όπως νομίζει, απόψεις της, για ν’ ανανεώση, αναζωογονήση και εξαπλώση το Καθολικό δόγμα. Γι’ αυτούς τους λόγους αναζητεί με ζωηρό ενδιαφέρον και αγωνίζεται να γίνη κάτοχος ιδίως παλαιών ελληνικών θεολογικών κειμένων. Την δραστηριότητά της αυτή στην Εγγύς και Μέση Ανατολή την επισημαίνουν και την συναγωνίζονται οι Άγγλοι διαμαρτυρόμενοι, για να πλουτίσουν και οι ίδιοι ακόμη περισσότερο την βιβλιοθήκη της φημισμένης τους βασιλικής Ακαδημίας. Ο ανταγωνισμός αυτός γίνεται πιο έντονος όσο προχωρούν τα χρόνια, γιατί συνυφαίνεται και με τα οικονομικά ενδιαφέροντα και συμφέροντα των δύο μεγάλων θαλάσσιων δυνάμεων, της Γαλλίας και Αγγλίας. Αλλά και άλλοι ακόμη ενδιαφέρονται για χειρόγραφα και αρχαιότητες, οι Βενετοί, οι Γερμανοί κ.α.

Η εξερεύνηση κάθε γωνιάς της Ανατολής για την ανακάλυψη χειρογράφων γίνεται με προσχεδιασμένο πρόγραμμα, με την βοήθεια πρακτόρων, που επισημαίνουν τους τόπους και καθοδηγούν τους Μοναχούς να ξεχωρίζουν το γνήσιο από το πλαστό. Για να πάρη κανείς μια ιδέα του περίεργου αυτού εμπορικού πυρετού για ζην απόκτηση χειρογράφων, ιδίως των βυζαντινών αυτοκρατόρων, που φημολογούνταν ότι βρίσκονταν στην βιβλιοθήκη του σαραγιού, αρκεί να ρίξη μια ματιά στο βιβλίο του Omont, Missions archeologiques francaises en Orient au XVIIe et au XVIIIe siecles. Γάλλοι έμποροι στις σκάλες της Ανατολής χορηγούν χρήματα στους κυνηγούς των αρχαιοτήτων, ενώ οι ίδιοι πιστώνονται με τα αντίστοιχα ποσά στην Γαλλία. Δεν είναι μόνο να βρουν και ν’ αγοράσουν τα διάφορα αντικείμενα (χειρόγραφα, μετάλλια κ. λ.), αλλά και να μπορέσουν να τα εξασφαλίσουν από τους πολλούς και ποικίλους κινδύνους (ληστείες, πειρατείες, ναυάγια, αυθαιρεσίες των κατά τόπους πασάδων κ. λ.). Έπρεπε να βιαστούν γιατί πολλά απ’ αυτά τα λείψανα του πανάρχαιου πολιτισμού της Ανατολής εξαφανίζονταν με το πέρασμα των χρόνων. Ιδίως οι τόσο συχνές στην Ανατολή πυρκαγιές κατέστρεφαν κάθε μέρα —εξ ίσου με την αμάθεια και την αμέλεια των κατοίκων— πολύτιμα χειρόγραφα.

Ο πυρετός αυτός για την απόκτηση χειρογράφων ελληνικών, αραβικών, κοπτικών, αρμενικών κ.λ. κινεί ιδίως τους Γάλλους θρησκευτικούς και πολιτικούς ηγέτες να στείλουν ειδικούς απεσταλμένους όχι μόνο στις ελληνικές χώρες, αλλά και στην Συρία, Αίγυπτο, Μεσοποταμία, Αρμενία, Περσία, όπου νομίζουν ότι θα βρουν νέους θησαυρούς του πνεύματος, νέες πηγές γνώσης για την θεολογία, ιατρική, αστρονομία, μαθηματικά, φιλοσοφία, μεταφυσική κ.λ.. Οι σχετικές με τα κίνητρα των αναζητήσεων αυτών σκέψεις των μοναχών είναι ενδιαφέρουσες. Έτσι π.χ. ο Pere Besson γράφει στα 1666: «Ένα ωραίο μέσο για να πολεμήση κανείς την αίρεση και ν’ αποκαταστήση πανηγυρικά την Καθολική πίστη θα ήταν να ιδρύση μία βιβλιοθήκη που ν’ αποτελείται από αρχαία χειρόγραφα που να περιέχουν με τάξη όλον τον τόπο της Ανατολικής Εκκλησίας και ακριβέστερα των Χαλδαίων και των Συρίων, από τους οποίους οι Έλληνες δανείστηκαν το καλύτερο μέρος του τυπικού τους. Κι’ εδώ θα έβλεπε κανείς την αρχαία πίστη διατυπωμένη με όρους σαφείς και αυθεντικούς, με την καταδίκη των καινούργιων δογμάτων σημειωμένη στις αρχαίες Βίβλους αυτών των εθνών, στα βιβλία των συνόδων τους, στο κανονικό τους δίκαιο, στους άγιους πατέρες τους και στις εκκλησιαστικές τους προσευχές…».

Οι δυτικοί λοιπόν κληρικοί αναζητούν νέα στάδια δόξας όχι μόνο στις νέες και άγνωστες χώρες, δηλαδή στην Βόρεια Αμερική, Αφρική και Άπω Ανατολή, αλλά και στην Εγγύς Ανατολή, στις χώρες των «σχισματικών Ελλήνων». «Hellas! στενάζει ο μοναχός Richard, quel hydre a jamais produit tant de states? Quel champ tant de zizanies? Quel bocage tant d’espines? Comme la Grece produit encore aujourd’hui d’heresies?».

Οι Έλληνες, κατά τους Καθολικούς, είναι οι πιο αξιόλογοι αιρετικοί αντίπαλοι. Είχαν κάποιο λόγο να τους ονομάζουν «Καρά Γκιαούρ» οι Τούρκοι και οι Αρμένιοι. Είναι μισητοί απ’ όλους για την άγρια διάθεσή τους και την περηφάνεια τους, για τις πανουργίες, τις κακίες και όλα τα άλλα ελαττώματά τους. Είναι ακόμη οι πολυαριθμότεροι απ’ όλους μαζί με τους άλλους Χριστιανούς της Ανατολής. Κατοικούν κυρίως στην Ρούμελη (βαλκανική χερσόνησο), στον Μοριά, στο Αρχιπέλαγος, στην Κύπρο και στην Κρήτη και είναι περισσότεροι από τους Τούρκους. Ζουν επίσης αρκετοί στην Ανατολή, στην Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και αλλού. Εξουσίαζαν άλλοτε όλες αυτές τις χώρες και θα τις είχαν ακόμη και σήμερα, αν δεν είχαν ξεσηκωθή εναντίον της ρωμαϊκής Εκκλησίας και αν δεν είχαν περιπέσει σε φοβερά αμαρτήματα— η γνωστή ερμηνεία της παρακμής του βυζαντινού κράτους.

Τώρα λοιπόν οι Ορθόδοξοι βρίσκονται σε μια συνεχή κατάπτωση. Μέσα στα δεινά και στην ταραχή τους, με την απιστία που γεννιέται η που κυριαρχεί στις ψυχές τους, είναι εύκολα θηράματα του μουσουλμανισμού. Μήπως θα μπορούσαν να τους σώσουν οι μισσιονάριοι; Ένας λοιπόν από τους σκοπούς των θα είναι να τονώσουν την χριστιανική τους πίστη, που υποχωρεί εμπρός στην τρομακτική εξάπλωση της μουσουλμανικής θρησκείας. Χτυπητό ίσως παράδειγμα ανθρώπων που μπορούν να σωθούν είναι οι κρυπτοχριστιανοί. «Ένα άπειρο πλήθος από αυτούς υπάρχει στην Τουρκία, μια ατελείωτη σειρά ανθρώπων, που εξωτερικά μόνον είναι Τούρκοι, καθώς φορούν τον άσπρο κεφαλόδεσμο σαν τους Μωαμεθανούς, ενώ στην πραγματικότητα είναι Χριστιανοί και ακολουθούν την χριστιανική θρησκεία, μόνο που δεν μπορούν να πάνε μαζί με τους άλλους Χριστιανούς στην εκκλησία, τουλάχιστον οι άνδρες. Έτσι αναγκάζονται να προσεύχωνται στα σπίτια από φόβο μήπως τους συλλάβουν σαν αποστάτες. Ονομάζονται Ques ή Gues (;), δηλαδή μιγάδες, επειδή έχουν δυο θρησκείες και στα κρυφά ακολουθούν την μία, ενώ στα φανερά την άλλη. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είναι οι ίδιοι αποστάτες, αλλά γιοι ή εγγονοί αποστατών. Δεν δημιουργούν καθόλου δεσμούς με Τούρκους και παντρεύονται μόνο κοπέλλες της δικής τους αίρεσης σε γαμήλιο τελετή που ευλογεί ο ιερέας. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται κάτω από την καθοδήγηση των Αρμενίων, οι οποίοι βαπτίζουν τα παιδιά τους που κατόπιν τους κάνουν περιτομή για ν’ αποφύγουν την καταδίωξη. Ακολουθούν το δικό τους τυπικό λατρείας, κρατούν τις νηστείες, τις απαγορεύσεις και τηρούν όλες τους τις συνήθειες». Οι τελευταίες αυτές λεπτομέρειες με κάνουν να υποθέσω ότι μεγάλο πλήθος των κρυπτοχριστιανών βρισκόταν στο εσωτερικό της Μ. Ασίας προς την Άνω Μεσοποτάμια κοντά στην Αρμενία.

Εκεί στην Ανατολή και στον ελληνικό χώρο οι ιεραπόστολοι, βλέποντας κάθε μέρα την διαρροή των αδυνάτων προς τον μουσουλμανισμό, πολλές φορές σκεφθήκαν επάνω στα αίτια της συνεχούς προόδου του. Ορισμένοι απ’ αυτούς παρατηρούν την σχετική ευταξία που βασιλεύει στην επικράτεια του σουλτάνου και νομίζουν ότι οι μουσουλμάνοι εφαρμόζουν ίσως σκληρούς νόμους για να πατάξουν τα πταίσματα και εγκλήματα, αλλά —και εδώ ξανασυναντούμε την παλαιά αντίληψη μουσουλμάνων και Χριστιανών— και ότι είναι πιο δίκαιοι από τους Χριστιανούς: έτσι ο Θεός τους επιτρέπει να βασιλεύουν ακμαίοι επί τόσους αιώνες. Οι νίκες των τουρκικών όπλων είναι δείγμα της Θεϊκής εύνοιας.



Εικόνα







Ο Ιησουίτης Richard απορεί μάλιστα πως μπόρεσε να επιζήση ο χριστιανισμός μέσα στις τρομερά καταθλιπτικές συνθήκες της οθωμανικής αυτοκρατορίας και προ πάντων ύστερ’ από τόσους κατατρεγμούς της Εκκλησίας, που θυμίζουν τους διωγμούς των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, Νέρωνος, Δομιτιανού, Διοκλητιανού. Μολαταύτα έχει την γνώμη ότι οι Χριστιανοί (εννοεί βέβαια τους Ορθοδόξους) δείχθηκαν κατώτεροι ως προς την αντιμετώπιση των πειρασμών από τους αδελφούς των της εποχής των Ρωμαίων διωκτών. Τότε το αίμα ενός μάρτυρα, «σαν μια καλή σπορά, δημιουργούσε εκατό νέους, ενώ τώρα η πτώση του ενός συμπαρασύρει και άλλους: οι τιμές, τα πλούτη και οι ηδονές που τους παρουσιάζουν, αντί να τους εγκαρδιώνουν, τους εκθηλύνουν και τους κάνουν δειλούς». Στον εκμουσουλμανισμό συντελούν και οι αβανίες, όπως είδαμε. Οι ειδήσεις αυτές είναι ενδιαφέρουσες, γιατί μας δείχνουν πόσο ισχυρό είναι ακόμη το ρεύμα προς τον μουσουλμανισμό. Υπολογίζει ο Richard ότι οι Έλληνες κατά τα μέσα του 17 αι. είχαν κατεβή στις 1.2ΟΟ.ΟΟΟ.

Οι δυτικοί λοιπόν μοναχοί στην Εγγύς Ανατολή βρίσκονται εμπρός σε μεγάλα προβλήματα της χριστιανοσύνης. Το σπουδαιότερο όμως είναι το πρόβλημα των Ορθοδόξων, των «αιρετικών», όπως τους ονομάζουν. Οι μισσιονάριοι δεν ανέχονται την ύπαρξη διαφορετικού δόγματος από εκείνο, στο οποίο πιστεύουν οι ίδιοι, και γι’ αυτό θέλουν να συναγείρουν τους πιστούς σε μια νέου είδους σταυροφορία. Πρέπει να καταστείλουν τις αιρέσεις και να σώσουν τις ψυχές των «σχισματικών». Τα αμαρτήματά τους είναι πολλά, ανάμεσα στα οποία και η σιμωνία, η αχίλλεια φτέρνα της ορθόδοξης Εκκλησίας, φαινόμενο που παίρνει μεγάλη έκταση στα χρόνια της τουρκοκρατίας.

Πως όμως αλλιώς θα κατανικήσουν τις σφαλερές δοξασίες, τα ολισθήματα και το πείσμα των Ορθοδόξων παρά μελετώντας τα ίδια τα έργα των θεολόγων τους και μάλιστα εκείνα που γράφτηκαν μετά την έναρξη του μεγάλου σχίσματος; «Όλες οι μεγάλες αιρέσεις, έγραφε στις 16 Μαρτίου 1728 ο Don Vincent Thuillier στον αββά Bignon, γεννήθηκαν στην Ελλάδα, και όλες σχεδόν εκεί ανασκευάσθηκαν. Δεν υπάρχει όμως κανένα σχεδόν κατάλοιπο από αυτές τις αιρέσεις· πολύ λίγα πράγματα σώθηκαν από όσα λέχθηκαν για να τις κτυπήσουν. Ο Πορφύριος ήταν ο πιο φοβερός απ’ όλους τους εχθρούς του χριστιανισμού. Όλες οι εργασίες του είναι θαμμένες στα σκοτάδια. Ο Μεθόδιος, ο Ευσέβιος και οι δύο Απολλινάριοι από την Λαοδίκεια διέπρεψαν στον αγώνα τους εναντίον αυτής της ασέβειας και τα συγγράμματά τους δεν στάθηκαν πιο τυχερά. Ο Κέλσος, εναντίον του οποίου ο Ωριγένης ξεσηκώθηκε με τόσο ζήλο και δύναμη, δεν συναντάται παρά μόνο αποσπασματικά μέσα στο έργο του ανταγωνιστή του· το ίδιο παρατηρείται με όλους τους παλαιούς αιρετικούς. Έτσι συμβαίνει, ώστε όλα τα έργα που γράφτηκαν εναντίον τους να είναι σχεδόν ακατάληπτα, γιατί οι Πατέρες κάνουν συχνά υπαινιγμούς για μερικές απόψεις των αντιπάλων τους, που δεν βρίσκονται πουθενά αλλού και που, όπως είναι φυσικό, δεν μπορούμε να δούμε την σχέση που έχουν με όσα τους αντιτάσσουν. Η εκκλησιαστική ιστορία χάνει ασφαλώς εξ αιτίας της αμέλειάς μας. Δεν έχουμε πρακτικά παρά μόνο των κυριότερων συνόδων. Δεν γνωρίζουμε καθόλου η γνωρίζουμε πολύ αόριστοι την διαδοχή των επισκόπων στο μεγαλύτερο μέρος της Ανατολής όπου υπήρξαν έδρες. Δεν είναι πιθανό ότι αυτή η διαδοχή είναι άγνωστη μέσα στην ίδια τους την χώρα· σίγουρα θα μπορούσαμε να βρούμε εκεί μνημεία που έχουν διατηρήσει την ανάμνησή τους».

Αλλά μήπως η μόνη ωφέλεια από την μελέτη των χειρογράφων θα ήταν ν’ αντιμετωπίσουν τους «σχισματικούς» Έλληνες; Δεν θα είχαν ν’ αντλήσουν και νέα πλούσια και δυνατά επιχειρήματα εναντίον των ιδεών του Λουθήρου, Καλβίνου κ. λ.; Με τον σκοπό κυρίως αυτόν και με την πρωτοβουλία του ίδιου του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΕ’ (1715-1774) οργανώθηκε η πιο μεγάλη και συστηματική εξερεύνηση των βιβλιοθηκών στην Ελλάδα μεταξύ 1728-1730 με απεσταλμένους τους ευφυείς λογίους Sevin και Fourmont. Οι οδηγίες του βασιλιά ήταν να μπορέσουν να εισδύσουν στην βιβλιοθήκη του σουλτάνου, για ν’ αντιληφθούν την αξία της και να σημειώσουν ό,τι βρίσκεται εκεί από συγγραφείς, τους οποίους δεν έχουν στην Γαλλία, ό,τι λείπει από τον Πολύβιο, Τίτο Λίβιο κ. λ. «Θα προσέξουν ιδιαίτερα τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς που έχουν γράψει ύστερ’ από το σχίσμα, εξετάζοντας επίσης τα βιβλία τα γραμμένα σε γλώσσες της Ανατολής που είναι και τα λιγότερο γνωστά εδώ»

Και έτσι, με την υποστήριξη του πρεσβευτή της Γαλλίας μαρκησίου de Villeneuve, αρχίζουν οι επίμονες αναζητήσεις του Sevin και του Fourmont στην Κωνσταντινούπολη και μέσω διπλωματικών αντιπροσώπων η άλλων πρακτόρων στις επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως τις εσχατιές της, ως την Κριμαία, τον Ευφράτη, την Συρία και την Αίγυπτο, για χειρόγραφα ελληνικά, αραβικά, περσικά και αρμενικά. Όλη την δραματική ιστορία του Sevin, την προσπάθειά του δηλαδή να επισημάνη τους πιθανούς τόπους, όπου υπάρχουν χειρόγραφα, τις αγώνες και τις δύσκολες διαπραγματεύσεις του, ώσπου να φθάση στην αγορά, τις επιδιώξεις του επίσης ν’ αποκτήση μερικά χειρόγραφα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων ή του πρίγκιπα της Βλαχίας Νικολάου Μαυροκορδάτου, φανατικού επίσης συλλέκτη χειρογράφων, ή τις απόπειρές του να εισδύση στην βιβλιοθήκη του σαραγιού, όλ’ αυτά τα παρακολουθούμε στην αλληλογραφία του με τον κόμη de Maurepas, τον αββά Bignon και μ’ άλλους λογίους —κείμενα πολύ ενδιαφέροντα για τις ακριβείς πληροφορίες και τις σωστές κρίσεις που μας δίνουν.

Πραγματικά οι κύριοι στόχοι των Γάλλων απεσταλμένων είναι η βιβλιοθήκη του σουλτανικού σαραγιού και το Άγιον Όρος. Με την βοήθεια ενός αρνησίθρησκου Ιταλού, που ήταν στην υπηρεσία του Σελιχτάρ Αγά, ευνοούμενου του σουλτάνου, οι Γάλλοι κατορθώνουν να πληροφορηθούν προς μεγάλη τους απογοήτευση ότι οι 200 και περισσότεροι ελληνικοί κώδικες περιείχαν έργα που είχαν όλα σχεδόν τυπωθή.

Στο Άγιον Όρος θα ήταν περισσότερο εύκολο να εισδύσουν και ν’ αποκτήσουν χειρόγραφα, γιατί οι μοναχοί ήταν φοβερά φτωχοί, δεν θα πολυενδιαφέρονταν γι’ αυτά και θα ήταν πρόθυμοι, κατά την γνώμη του Γάλλου βασιλιά, να τους τα παραδώσουν για το τίποτε. Αρκεί οι ερευνητές να μην έδειχναν ενθουσιασμό και ενδιαφέρον να τα αγοράσουν.

Η συγκομιδή του Sevin, ιδίως η σχετική με την εκκλησιαστική φιλολογία μετά το σχίσμα, ήταν αξιόλογη. Σχετικά του έγραφε ο Bignon στις 29 Ιουλίου 1729: «Αυτά τα διάφορα συγγράμματα (τα μετά το σχίσμα), που έχετε βρη, δεν είναι τόσο ευκαταφρόνητα όσο τα θεωρείτε· θα χρησιμεύσουν για τον ιστορικό του σχίσματος, για την καλύτερη κατανόηση όσων συνέβηκαν στην σύνοδο της Φλωρεντίας και σε όλες τις άλλες συναντήσεις, κατά τις οποίες θελήσαμε να εργαστούμε για την ένωση των δύο εκκλησιών. Θα μπορούσαμε επίσης να βρούμε εκεί πολυάριθμες αποδείξεις για την συνέχιση της πίστης στην Θεία Ευχαριστία και ακόμη περισσότερο για την πίστη των Ελλήνων για την διατήρηση της τέλειας ελευθερίας του ανθρώπου με την Θεία Χάρη· κατά τα άλλα δεν έχετε παρά να συνεχίσετε με τον ίδιο τρόπο». Ο Fourmont πάλι, που ταξιδεύει από την Κωνσταντινούπολη στην Χίο και κατόπιν στην Αττική, στην Πελοπόννησο και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ενδιαφέρεται κυρίως για την αγορά νομισμάτων, σπάνιων χειρογράφων και για την ανακάλυψη και την αντιγραφή αρχαίων επιγραφών. Αν δεν είναι τυχερός στην ανεύρεση πολυτίμων χειρογράφων, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις επιγραφές. Στο πεδίο αυτό δεν προφταίνει να συγκομίζη τους καρπούς των ερευνών του. Χαίρεται υπερβολικά όταν διαπιστώνη ότι οι επιγραφές που βρίσκει έχουν διαφύγει την προσοχή του Spon και του Wheler. Γενικά, προτού ακόμη φτάση στην Πελοπόννησο, οι επιγραφές που ανακαλύπτει και αντιγράφει είναι εκατοντάδες. Είναι περήφανος που θα κάνη γνωστές στον επιστημονικό κόσμο περισσότερες από 900 επιγραφές απέναντι στις 500 των δύο παραπάνω περιηγητών. Η περιήγησή του είναι ένα πραγματικό «χτένισμα» των αρχαιολογικών τόπων. Δεν αφήνει κανένα μνημείο, αρχαίο ελληνικό ή χριστιανικό, χωρίς να το επισκεφθή και να το εξετάση. «Δεν αφήνω ούτε ένα παρεκκλήσι μέσα στους αγρούς, ένα σωρό από πέτρες, ένα όριο, το παραμικρό χωρίς να το επισκεφθώ, έτσι ώστε κανείς δεν θα είχε να κάνη τίποτε πηγαίνοντας προς τα εκεί». Το κακό όμως είναι ότι στις αναζητήσεις του αυτές ο Fourmont κατέχεται από τόσο άγρια χαρά, από τόσο μένος, ώστε δεν σταματά εμπρός σε κανένα εμπόδιο, αρκεί μόνο να βρη τις επιγραφές που τον αναφέρουν: γκρεμίζει αρχαία ερείπια, τοίχους, πύργους κ. λ. μ’ ένα λόγο ό,τι σεβάστηκαν οι βάρβαροι και ο χρόνος. Ανάμεσα στα θύματά του είναι και τα ερείπια των αρχαίων πόλεων Άργους, Ερμιόνης, Τροιζήνας και Σπάρτης. Από την τελευταία αυτή τοποθεσία γράφοντας στις 10 Απριλίου 1730 προς τον Feret εκφράζεται με τα εξής πολύ χαρακτηριστικά λόγια: «Δεν διάβασα πουθενά από την εποχή της αναγεννήσεως των γραμμάτων ότι πέρασε από το μυαλό κάποιου ν’ αναποδογυρίση έτσι ολόκληρες πόλεις, για να βρη αυτά τα μάρμαρα, μόνους και αξιόπιστους μάρτυρες της αρχαιότητας και μόνους ικανούς να ρίξουν φως στα σκοτεινά σημεία της ιστορίας της πολιτείας και της θρησκείας των αρχαίων λαών. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο ενεργώντας κανείς είναι δυνατό να φανή ωφέλιμος στην κλασσική φιλολογία. Ξέρω καλά ότι η Σπάρτη είναι η πέμπτη πόλη της Πελοποννήσου που έχω καταστρέψει. Η Ερμιόνη και η Τροιζήνα είχαν την ίδια τύχη. Δεν λυπήθηκα το Άργος, την Φλιασία και μερικές άλλες. Τώρα καταγίνομαι να καταστρέψω ως τα θεμέλια τον ναό του Απόλλωνος Αμυκλαίου. Εκεί κάθε μέρα βρίσκουμε πράγματα που θα σάς κάνουν μεγάλη ευχαρίστηση να τα δήτε. Δεν υπάρχει μέσα μου θέμα τύψεων». Και 10 μέρες αργότερα γράφοντας στον Villeneuve περηφανεύεται με την ίδια οίηση ότι δεν άφησε τίποτε από μια πόλη που είχε κτιστή από τους προγόνους αυτών των «αχρείων» (εννοεί τους σκλαβωμένους Έλληνες), ότι την γκρέμισε συθέμελα και ότι δεν έμεινε πέτρα πάνω σε πέτρα. Και σχολιάζοντας την εντύπωση που προκάλεσε στους κατοίκους γράφει τα εξής: «Το γκρέμισμα αυτό έκανε τους Τούρκους να θαυμάζουν, τους Έλληνες να τρέμουν από λύσσα και τους Εβραίους ν’ απορούν. Εγώ όμως είμαι ήσυχος...». Αξιοσημείωτη είναι η αντίδραση των Ελλήνων, που δείχνει πόσο πληγώθηκαν από την ιερόσυλη αυτή πράξη του Fourmont, για την οποία ο ίδιος κομπάζει. Παράλληλα προς τους Καθολικούς αυτούς κυνηγούς των χειρογράφων και επιγραφών δρουν μόνιμα και θετικά στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα οι ιεραπόστολοι (μισσιονάριοι), προ πάντων οι Ιησουίτες.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: Η δράση τού Παπισμού στις Ελληνικές χώρες στα 1600 - 1700 μ.

2
Β. Η ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ ΜΙΣΣΙΟΝΑΡΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ





3. Η εγκατάσταση των Ιησουιτών στο Πέραν, στην Χίο και στο Άγιον Όρος

1. Την εξόρμηση του Καθολικισμού προς την καρδιά της Ορθοδοξίας την κατευθύνει με ευστοχία ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ παίρνοντας αφορμή από παράκληση των Καθολικών κατοίκων του Γαλατά. Στέλνει λοιπόν τα 1583 στην Κωνσταντινούπολη Ιησουίτες με επικεφαλής τον Ιούλιο Mancinelli και τους συστήνει στους πρεσβευτές της Γαλλίας και Βενετίας. Πραγματικά με την υποστήριξή τους εγκαθίστανται σε μια από τις δυτικές εκκλησίες του Γαλατά, του Saint Benoit, και στο διπλανό του οίκημα, αλλά ύστερ’ από λίγα χρόνια —περιποιούμενοι πανωλοβλήτους— πεθαίνουν ο ένας ύστερ’ από τον άλλο, αν εξαιρέση κανείς τον Mancinelli που ανακλήθηκε στην Ιταλία. Από τα τέλη του 16 αι. η Γαλλία —συγκεκριμένα ο Ερρίκος Δ’— εγκαινιάζει μια πραγματική ανατολική πολιτική: τείνει να προσεγγίση την Πύλη, για να διατηρήση και διευρύνη τις διομολογήσεις. Η δραστηριότητά της αυτή δεν περιορίζεται μόνο στα καθαρώς οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, αλλά εκτείνεται και στα θρησκευτικά. Οι κληρικοί θα ήταν δυνατόν να λαμπρύνουν ακόμη περισσότερο την αίγλη της Γαλλίας. Έτσι στα 1609 έχουμε νέα άφιξη Ιησουιτών με επικεφαλής τον P. Canillac στο Πέραν. Η εγκατάστασή τους συνάντησε στην αρχή την εχθρότητα των Τούρκων, ο οποίοι ήθελαν να τους αποπέμψουν, αλλά ο Γάλλος πρεσβευτής Jean de Gontaut de Biron, Baron de Salignac (1606-1610) απέτρεψε τον κίνδυνον αυτόν. Επίσης ο τότε οικουμενικός Πατριάρχης Νεόφυτος Β’, φιλενωτικός, έδειξε φιλικά αισθήματα απέναντί τους.

Οι Ιησουίτες, με την αφοσίωση στα θρησκευτικά τους καθήκοντα, με τα κηρύγματά τους στην γαλλική και στην ελληνική (δημοτική) γλώσσα και προ πάντων με την οργάνωση σχολείου, όπου φοιτούν Ιερωμένοι και 50 λαϊκοί, Φράγκοι και Έλληνες, κατορθώνουν γρήγορα να δημιουργήσουν μια ζωηρή εστία Καθολικής προπαγάνδας. Το σχολείο ιδίως είναι ένα μεγάλο και δραστικό όπλο στα χέρια των Ιησουιτών. «... Έπιασαν τα παιδιά, γράφει ανήσυχος ο Πατριάρχης Λούκαρις, και με το μέσον των παιδίων κλέπτουσι τας γνώμας των πατέρων τους». Ανάμεσα στους μαθητές τους ήταν και Ορθόδοξοι Ιερωμένοι, ο κατόπιν μητροπολίτης Βεροίας Κύριλλος, ο γνωστός αργότερα για τα φιλοκαθολικά του αισθήματα οικουμενικός Πατριάρχης, ο μητροπολίτης Ρόδου Παχώμιος, ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Κύριλλος και ο λατινόφιλος ιερομόναχος Θεσσαλονίκης Νικόδημος, γνωστός και από το στιχούργημά του για την Δ’ Σταυροφορία, όπου παρουσιάζει τους σταυροφόρους ως τιμωρούς της βυζαντινής αναρχίας.

Ο πιο μεγάλος όμως σύμμαχος των Ιησουιτών στις προσπάθειές τους αυτές (1611-1613) ήταν ο Νικηφόρος Μελισσηνός, ανεψιός του Μονεμβασίας Μακαρίου Μελισσηνού. Ο Νικηφόρος, μαθητής του ελληνικού κολλεγίου της Ρώμης και αργότερα εφημέριος της ορθόδοξης Εκκλησίας της Νεάπολης, ενίσχυσε το έργο των ιεραποστόλων θετικά με τα φιλοκαθολικά του κηρύγματα και με την προσηλυτιστική του προπαγάνδα.

Η δράση των Ιησουϊτών στο Πέραν, όπως αργότερα και των Καπουκίνων, απλώνεται και ανάμεσα στις χιλιάδες των Χριστιανών σκλάβων, που βρίσκονται τις χώρες της Ανατολής και στην Κωνσταντινούπολη, ιδίως ανάμεσα στους κρατουμένους στον τουρκικό ναύσταθμο (Bagno). Πολλά έχουν να προσφέρουν στις ταλαιπωρημένες εκείνες ψυχές, ιδίως όμως την ελπίδα και την πίστη. Υποβλητικές και γεμάτες από μυστικισμό και έξαρση προς το θείο είναι οι βραδυνές ή νυχτερινές λειτουργίες (στις μόνες ώρες που είναι ελεύθεροι οι σκλάβοι) μέσα στον τόπον εκείνο της δυσωδίας και της κοινωνικής αθλιότητας. Οι ψαλμωδίες, οι εξομολογήσεις, η τέλεση του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας, δονούν τα εξουθενωμένα νεύρα των σκλάβων, συγκλονίζουν τις κουρασμένες ψυχές τους, τους φέρνουν δάκρυα στα μάτια, τους δημιουργούν θρησκευτικό παραλήρημα, παραισθήσεις και τους κάνουν να ζουν στιγμές υπερκόσμιες, όπως μας πληροφορούν οι σύγχρονες μαρτυρίες.

Οι μισσιονάριοι επίσης επισκέπτονταν τις γαλέρες που ήταν προσορμισμένες στην Κωνσταντινούπολη και εκτελούσαν τα ίδια καθήκοντα στους σκλάβους κωπηλάτες. Αλλά και σε άλλα λιμάνια έκαναν το ίδιο. Ακόμη και για τον εφοδιασμό των σκλάβων που απελευθερώνονταν ή που δραπέτευαν και ήθελαν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους οργάνωναν ολόκληρο δίκτυο διαφυγής.

Οι Καθολικοί αυτοί μοναχοί έδειχναν μεγάλη αφοσίωση στο έργο τους, υποβάλλονταν σε μόχθους, ταλαιπωρίες, κινδύνους, ιδίως κατά την περιποίηση των ασθενών, ώστε να βρίσκουν κάποτε και οι ίδιοι τον θάνατο. Πάνω από όλα επικαλούνταν την ευσπλαχνία του Θεού με γραφικές λιτανείες μεσ’ από τους στενούς δρόμους των κωμοπόλεων και πόλεων, οι οποίες θύμιζαν αντίστοιχες σκηνές της Δύσης: μπροστά οι μοναχοί ξυπόλητοι κρατώντας τον σταυρό τους και πίσω πολύς κόσμος, άνδρες, γυναίκες, παιδιά—πολλοί, κατά το παράδειγμά τους, χωρίς παπούτσια. Έτσι κατόρθωναν να συγκινούν και να κερδίζουν μερικούς Διαμαρτυρομένους ή Ορθοδόξους, που έμεναν μόνοι τους, χωρίς καμιά βοήθεια από τους δικούς των Ιερείς ή Μοναχούς.

2. Δεύτερος στόχος των Ιησουϊτών ήταν η Χίος, που ζωντανή ήταν ακόμη η φραγκική ανάμνηση με την Καθολική επισκοπή, με τα κτήματά της (τα περισσότερα τα εκποίησαν τώρα τελευταία οι αρμόδιες καθολικές εκκλησιαστικές αρχές) και με τα κτήματα των «Γενουατοχίων» αρχόντων. Ακόμη και σήμερα πλανιέται μέσα και ιδίως έξω από το Κάστρο της Χίου, στον Κάμπο (βλ. Πίν. ΧΙΧ, 1*), το όραμα της φραγκοκρατίας, με τους θυρεούς και με τις σαρκοφάγους των Giustiniani (Πίν. ΧΥΙΙ, 1 και 2*), των αρχόντων της Μαόνας και άλλων επιφανών οικογενειών, με τα απομεινάρια των φραγκικών εκκλησιών, με τα ερείπια των αρχοντικών (εντυπωσιακό παράδειγμα το αναστηλωμένο αρχοντικό των Αργέντηδων με τις μαρμάρινες δεξαμενές, τους θυρεούς και τα μαγγανοπήγαδα), με τα μεγάλα δροσερά περιβόλια γεμάτα από λεμονιές, πορτοκαλιές και μανταρινιές. Οι κοκκινωπές καστανές πέτρες των μισογκρεμισμένων ψηλών τοίχων που περιτριγυρίζουν τα περιβόλια δίνουν την χαρακτηριστική πατίνα της πολυκαιρίας, την εικόνα της παλαιότητας στο τοπίο, που θυμίζει ιταλικό χώρο.

Η Χίος λοιπόν παρουσίαζε ευνοϊκές συνθήκες για την εγκατάσταση των Ιησουϊτών. Το έδαφός της αιώνες τώρα το είχε γονιμοποιήσει η φραγκοκρατία, που μόλις πρόσφατα είχε καταλυθή (1566). Άλλωστε οι Φραγκισκανοί (είχαν έλθει στα 1360) και οι Δομινικανοί (μεταξύ 1400-1410) εξακολουθούσαν να εξυπηρετούν ακόμη τις ανάγκες ενός ποιμνίου 6.000 πιστών, παρά τα δύσκολα χρόνια που περνούσαν. Αναγκαία λοιπόν ήταν η ενίσχυση της ακρόπολης αυτής του Καθολικισμού.

Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον αποβιβάζονται στα 1592 οι Ιησουίτες, αποκτούν δική τους εκκλησία, του Αγ. Αντωνίου Αββά, στην Απλωταριά και ιδρύουν σχολείο. Θερμή η ανταπόκριση των εντοπίων: 250 περίπου οι μαθητές, από τους οποίους 12-13 καλογεροπαίδια. Μερικοί που ζητούσαν να γίνουν μέλη του ιησουϊτικού τάγματος στέλλονται στην Μεσσήνη στην Ρώμη, για να υπηρετήσουν ως δόκιμοι και να εξακολουθήσουν εκεί τις σπουδές τους. Απ’ αυτούς άλλοι μένουν στην Ιταλία και άλλοι ξαναγυρίζουν στην Χίο η στέλνονται στα άλλα νησιά του Αιγαίου ως θερμοί κήρυκες του Καθολικισμού.

Το σχολείο της Χίου φαίνεται πως ήταν σχετικά καλά οργανωμένο και τα μαθήματα που παραδίδονταν εκεί ξεπερνούσαν την χαμηλή βαθμίδα των κοινών σχολείων της εποχής. Ο κύριος λόγος, για τον οποίο οι Ιησουίτες προτιμούσαν να στρατολογήσουν νέους μέσα στην Χίο, ήταν ο εξής: οι Χιώτες μιλούσαν από μικροί τις δύο απαραίτητες γλώσσες για το έργο της προπαγάνδας στην Ανατολή, τα ελληνικά και ιταλικά.

Η κατάσταση όμως των Καθολικών της Χίου έγινε τραγική μετά την αποτυχία των γαλερών του δούκα της Τοσκάνης Φερδινάνδου Α’ των Μεδίκων, στα 1599, να την καταλάβουν. Το γεγονός αυτό έγινε αφορμή να ξεχυθή αχαλίνωτος ο βρασμός των Τούρκων εναντίον των Χριστιανών (ιδίως εναντίον των Καθολικών), να τους διώξουν από το μεσαιωνικό κάστρο, να τους κακομεταχειριστούν, να δημεύσουν περιουσίες, ν’ αρπάξουν εκκλησίες, να τις μιάνουν ή να τις μετατρέψουν σε τζαμιά. Γι’ αυτό τρομοκρατημένοι οι Χριστιανοί με έγγραφό τους προς τον πάπα Κλήμεντα Η’ (1592-1605), παρακαλούν να επέμβη στους Χριστιανούς ηγεμόνες, ώστε ν’ αποφύγουν κάθε στρατιωτική επιχείρηση εναντίον του νησιού, γιατί θα χειροτέρευε την θέση τους.

Τελικά πραΰνεται η οργή των Τούρκων και οι Χιώτες αρχίζουν να ζουν πάλι μέσα στις παλαιές συνθήκες που είναι καλύτερες από κάθε άλλου ελληνικού τόπου. Ελεύθεροι λοιπόν και ανεμπόδιστοι ασκούν και πάλι τα θρησκευτικά τους καθήκοντα οι 5.000 Καθολικοί που κατοικούσαν στο προάστειο, έξω από το Κάστρο, και οι 50.000 Ορθόδοξοι, που ήταν κυρίως σκορπισμένοι στις κωμοπόλεις, στα χωριά και γενικά στην ύπαιθρο. Μέσα στο Κάστρο έμεναν τώρα πια μόνον οι Τούρκοι και οι Εβραίοι. Μολαταύτα το προάστειο είναι 10 φορές μεγαλύτερο από το Κάστρο, πιο όμορφο, πιο κατοικημένο και πιο πλούσιο, γιατί εδώ κατοικούν οι εμπορευόμενοι και οι βιοτέχνες «Βλέποντας (τους Καθολικούς Χιώτες), γράφει σύγχρονος περιηγητής, μέσα στους τόπους των θα νόμιζε κανείς ότι βρισκόταν σε κάποια πόλη της Ιταλίας, γιατί οι περισσότερες δυτικές οικογένειες κατάγονταν από οικογένειες της Γένουας και διατηρούσαν ακόμη και τις συνήθειες και τους τρόπους ζωής τους».

Το περιβάλλον λοιπόν είναι τόσο ευνοϊκό για τον Καθολικισμό, ώστε ο Ρ. Joseph ζήτησε από την Sacra Congregatio την έγκριση της αποστολής Καπουκίνων: «mandetur ac mittatur approbatio Sacrae Congregationis, γράφει την 1 Οκτωβρίου 1627 προς τον καρδινάλιο Ingoli, pro nostra mansione in insula Chyo, ubi crecit in dies devodio ac ferventissimum stadium erga patres nostros». Πραγματικά η έγκριση δεν αργεί και έτσι ο στρατευόμενος καθολικισμός ενισχύεται στις αρχές του 1627 με την άφιξη δύο Καπουκίνων. Μολαταύτα δεν αργούν να δυσαρεστηθούν οι Ιησουίτες και να σημειωθούν μεταξύ τους φιλονικίες και έριδες.

Παράλληλα δρουν και μοναχές, Δομηνικανές, Φραγκισκανές κ. λ., που διοικούνται κατά τις οδηγίες των πατέρων των αντίστοιχων ταγμάτων.

Οι μισσιονάριοι της Χίου με τον ζήλο της πρώτης ορμής είχαν τόσο μεγάλες επιτυχίες στο νησί, ώστε να θεωρούν ότι ζήτημα χρόνου ήταν η επιβολή του Καθολικισμού εκεί, καθώς και στις άλλες ελληνικές χώρες. Ο Ορθόδοξος Επίσκοπος του νησιού, καθώς και της Σκύρου, δείχνονται ευνοϊκοί απέναντι των Λατίνων πατέρων. Φραγκισκανοί λοιπόν, Δομηνικανοί, Ιησουίτες και Καπουκίνοι, όλοι σχεδόν Χιώτες, αναπτύσσουν αξιοθαύμαστη δραστηριότητα: λειτουργούν τακτικά στις εκκλησίες τους, κάνουν κηρύγματα στα ιταλικά και στα ελληνικά (στην δημοτική), διδάσκουν κατήχηση κάθε μέρα στα σχολεία και στο κοινό τις Κυριακές που δεν κάνουν κήρυγμα κ. λ. Το εκκλησιαστικό στάδιο συγκινεί αρκετούς νέους ως την καταστροφή του νησιού στα 1822.

Ο Πατριάρχης Κύριλλος ο Λούκαρις είναι ταραγμένος από τις επιτυχίες των Ιησουϊτών που «έσυραν τους ήμισυ παπάδες και Χριστιανούς εις την γνώμην τως. . . ». Τα σχολεία τους την εποχή εκείνη είναι τρία: να στοιχειώδες με 100 μαθητές, ένα μέσο με 30 και ένα ενδιάμεσο με 30. Δεν μνημονεύω τις διάφορες αδελφότητες που διευκολύνουν πολύ το έργο των μισιοναρίων και φέρνουν σε στενή επαφή τον λαό με την Καθολική εκκλησία. Ο αριθμός των προσηλύτων συνεχώς αυξάνεται ως τα μέσα του 17 αι., ώστε από 700 οι Καθολικοί να ξεπεράσουν τις 7.000, όπως γράφει υπερβολικά βέβαια ο ιεραπόστολος Richard. Η αλήθεια είναι ότι φτάνουν τις 4.000. Έχουν πολλές εκκλησίες μέσα στην Χίο, τόσο μέσα στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο. Μέσα στην πόλη ξεχωρίζουν 5, οι πιο μεγάλες και οι πιο ωραίες, η μητρόπολη, ο Αγ. Νικόλαος, ο Αγ. Σεβαστιανός των Δομηνικανών και δύο άλλες, μία των Καπουκίνων και μία των Ιησουϊτών. Πάντως αρκεί να διαβάση κανείς όσα γράφει ο αποστολικός επισκέπτης Sebastiani για την Καθολική κοινότητα της Χίου, για να σχηματίσει μία εικόνα για την πραγματικά αξιόλογη δραστηριότητα, που είχαν αναπτύξει εκεί οι Καθολικοί μοναχοί.

Οι πρόοδοι αυτοί του Καθολικισμού στο ειδυλλιακό νησί, στην «μικρή Εδέμ, στον κήπο του Αρχιπελάγους», όπως το ονομάζει ο Ιησουίτης Carayon, είχαν κάνει τόση εντύπωση στην Αγία Έδρα ώστε ν’ απασχολή σοβαρά την Congregazione di propaganda η ίδρυση ενός παπικού κολλεγίου στην Χίο. Το έργο αυτό του Καθολικισμού ήταν πρότυπο και κίνητρο για τους Ιησουίτες των άλλων νησιών. Ήταν μια πραγματικότητα και οι Ορθόδοξοι δεν τολμούν ν’ αντιδράσουν. Οι σχέσεις των πιστών των δύο δογμάτων ήταν αρμονικές. Σπάνιες οι διαταραχές. Πάμπολλοι Ορθόδοξοι (ακόμη και Ιερείς) εμπιστεύονταν τα παιδιά τους στα σχολεία των Ιησουϊτών ή εξομολογούνταν σ’ αυτούς.

Οι Βενετοί, καχύποπτοι πάντα απέναντί τους παρακολουθούσαν με προσοχή την δράση τους. Τους έβλεπαν σαν πράκτορες της μεγάλης προστάτριάς τους, της Γαλλίας. Έτσι ο στρατηγός Morosini στα 1629 γράφει στην γερουσία: «Πηγαίνουν δυο - δυο στα νησιά εκείνα (του Αρχιπελάγους) επίβουλοι, με την πρόφαση της θρησκείας, μα πάντα με σκοπούς διάφορους από εκείνους που φαίνονται, βοηθούμενοι πολύ από τον κ. Πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη».

Η ακτινοβολία όμως το Καθολικού πνεύματος έξω από το νησί ήταν μικρή, γιατί η Σικελία που ήταν επιφορτισμένη με την «mission» της Χίου διέθετε πολύ λίγους ιερωμένους και μέσα, αλλά και γιατί η αντίδραση που έβρισκαν οι Ιησουίτες στα γύρω νησιά άρχισε να μεγαλώνη με το πέρασμα των χρόνων.

Μολαταύτα πάμπολλοι λόγιοι Χιώτες το δυτικού δόγματος ανέβηκαν σε ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα τόσο μέσα στην Χίο και στα νησιά των Κυκλάδων, όσο και στην Κωνσταντινούπολη, στην Σμύρνη, στην Ρουμανία, Αλβανία, Ρουθηνία και μέσα σ’ αυτήν ακόμη την Ιταλία. Από το δεύτερο μισό όμως του 17 αι, συγκεκριμένα από τα τέλη του 1664, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Χίου με επικεφαλής τον μητροπολίτη της Ιγνάτιο από το Νεοχώρι αντιδρά με τόση σφοδρότητα εναντίον των Καθολικών, ώστε οι κληρικοί της να παραπονούνται για «άγριες καταδιώξεις των σχισματικών». Έπειτα η θέση της Καθολικής Εκκλησίας είχε γίνει δύσκολη κατά την διάρκεια το Κρητικού πολέμου, γιατί οι μισσιονάριοι θεωρούνταν ύποπτοι.

3. Επιφανής στόχος των Ιησουϊτών είναι επίσης η ίδια η εστία της Ορθοδοξίας, το Άγιον Όρος. Τι περιμένουν από την κίνησή τους αυτή, μας το λέγει ο γραμματέας της Προπαγάνδας Francesco Ingoli στα 1628: «Είναι γνώμη όλων όσοι γνωρίζουν καλά τα πράγματα της Ανατολικής Εκκλησίας, ότι, αν κερδίσουμε τους Μοναχούς του Αγίου Όρους, θ’ ανοίξουμε ένα μεγάλο δρόμο προς την ένωση της Εκκλησίας αυτής με την δυτική· κι’ αυτό γιατί τους Μοναχούς αυτούς τους έχουν σε μεγάλη υπόληψη οι Επίσκοποι και ο πληθυσμοί της Ελλάδας. Ακόμη μερικοί βεβαιώνουν, πως αν ενωθή το Άγιον Όρος με την ρωμαϊκή εκκλησία, αμέσως η Μοσχοβία θα δεχθή την ένωση αυτή, γιατί οι Μοσχοβίτες τρέφουν μεγάλη υπόληψη στους Μοναχούς αυτούς και τους συντρέχουν με μεγάλες ελεημοσύνες, όταν πηγαίνουν στην Μοσχοβία».

Οι σχέσεις Ιησουϊτών και Αγ. Όρους υποστηρίζεται ότι χρονολογούνται από τον 16 αι, αλλά οι ιστορικές γραπτές μαρτυρίες αρχίζουν μόνον από το 1611. Τότε μνημονεύεται μοναχός του Άθω να φοιτά στο σχολείο των Ιησουϊτών στην Κωνσταντινούπολη και δεύτερος στα 1620-1622. Πολλοί επίσης Αθωνίτες επισκέπτονται κατά διάφορες εποχές την μονή των Ιησουϊτών Θεσσαλονίκης, όπου τους αποδέχονται φιλόξενα.

Τότε η Congregatio ενδιαφέρθηκε ζωηρά να επεκτείνη την δραστηριότητά της και προς το Άγιον Όρος με την μεσολάβηση Ελλήνων ενωτικών, μαθητών του κολλεγίου του Αγίου Αθανασίου. Ίσως επειγόταν μάλιστα, γιατί οι ιδέες του Λουθήρου και του Καλβίνου είχαν πιάσει εκεί κάποιες ρίζες. Προηγείται η αποστολή του Αλεξάνδρου Βασιλοπούλου στο Άγιον Όρος (28 Δεκεμβρίου 1626) με καθαρά διερευνητικό χαρακτήρα.

Αποτέλεσμα: Η Congregatio θεωρεί απαραίτητη την ανάγκη να ιδρυθή εκεί ένα σχολείο της ελληνικής και λατινικής γλώσσας. Το ζήτημα αυτό το συζητεί στα 1628 με τον πρόεδρο της Congregatio καρδινάλιο Bandini ο ηγούμενος της μονής Βατοπεδίου Ιγνάτιος, που επισκέπτεται την Ρώμη και τα θρησκευτικά της ιδρύματα. Σχέδιο όμως των επικεφαλής των Καπουκίνων Peres Joseph και Leonard ν’ αποστείλουν μερικούς μισσιοναρίους του τάγματός των στην Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος δεν πραγματοποιείται, γιατί οι μοναχοί οι προορισμένοι για την αποστολή αυτή, οι οποίοι ήταν και οι πιο προχωρημένοι στην ελληνική γλώσσα, δεν μπόρεσαν ν’ ανθέξουν στον πειρασμό να γυρίσουν πίσω στην Γαλλία, «per capricii et disgusti senza fondamento», όπως έγραφαν στις 1 Μαρτίου 1633 οι δύο αρχηγοί στον καρδινάλιο Ingoli.

Έτσι την οργάνωση του σχολείου την αναλαμβάνει ο αποστολικός μισσιονάριος και ιερέας Νικόλαος Ρώσης από το Ναύπλιο, που είχε φοιτήσει στο κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου (από τις 6 Δεκεμβρίου 1624 κε.), είχε σπουδάσει γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία και κατόπιν δυο χρόνια θεολογία. Πραγματικά ο Ρώσης από το φθινόπωρο του 1635 παραδίδει μαθήματα στο Πρωτάτο (στα 1638 οι μαθητές ανεβαίνουν στους 21) μέσα σε ανεκτική ατμόσφαιρα, στρέφεται εναντίον του Καλβινισμού, συζητεί με εξέχοντες φιλενωτικούς ηγουμένους και πρώην Πατριάρχες για διάφορα θρησκευτικά θέματα, και ιδίως για την ένωση των εκκλησιών. Μάλιστα ο πρώην Πατριάρχης Αθανάσιος Πατελλάρος, πικραμένος του πετά τα λόγια ότι θα προχωρήση στην ένωση των εκκλησιών, αν ξανανεβή στον θρόνο.

Σε λίγο όμως, στα 1641, η κατάσταση μέσα στον Άθω γίνεται πολύ δύσκολη. Οι Τούρκοι που μέσα σε μια ατμόσφαιρα τρομοκρατίας έκαναν απογραφή των μοναχών και είχαν διατάξει την αναχώρηση των ξένων, αναγκάζουν και τον Ρώση ν’ αποσυρθή στην Θεσσαλονίκη. Ίσως, εκτός από τους Τούρκους, τον στενοχωρούσαν και εκείνοι οι μοναχοί, που έκλιναν προς την Μεταρρύθμιση και οι οποίοι βρίσκονταν υπό την επίδραση ενός φιλομεταρρυθμιστή μοναχού που είχε μείνει περισσότερο από 30 χρόνια στην Αγγλία· υπήρχαν βέβαια και οι φιλενωτικοί, ιδίως ο Έλληνας ηγούμενος της μονής Παντελεήμονος. Έπειτα παρατηρούνταν ένα πνεύμα δυσμενές προς την μόρφωση των μοναχών. Η παιδεία δεν αποτελούσε αναγκαίο εφόδιο γι’ αυτούς που ακολουθούσαν τον δρόμο του Θεού.

Στην Θεσσαλονίκη ο Ρώσης διδάσκει, σε Αθωνίτες Μοναχούς και κοσμικούς, ελληνική γλώσσα, κλασσικούς συγγραφείς, λογική, καθώς και τα μυστήρια, για ν’ αντικρούση τις σχετικές ιδέες του Λουθήρου και του Καλβίνου.

Οι δημοσιευμένες 27 συνολικά επιστολές του Ρώση προς την Congregatio μας δίνουν θετικές, αξιόπιστες και ενδιαφέρουσες ειδήσεις για το Αγ. Όρος, που συμπληρώνουν εκείνες που παραθέσαμε στον προηγούμενο τόμο για την εσωτερική οργάνωση του Άθω, για τα όργανα και το έργο των αξιωματούχων του, για την συμπάθεια που δείχνουν οι μοναχοί στους καταδιωγμένους, στους σκλάβους, στους μωαμεθανούς που έγιναν Χριστιανοί, προς τους νέους που ζητούν ν’ αποφύγουν το παιδομάζωμα, για τα 8 πλούσια μοναστήρια που δεν τα κατονομάζει και τα αίτια της παρακμής του θρησκευτικού βίου στα υπόλοιπα που την αποδίδει στην αμάθεια, στις «ζητείες», στην έλλειψη συνετών και καλών πνευματικών, καθώς επίσης και στις καταπιέσεις των Τούρκων· για τις τουρκικές αρχές του Άθω, για τις φορολογίες, τις κατά καιρούς αργυρολογίες, τα πρόστιμα, τις ποικίλες άλλες καταπιέσεις και αυθαιρεσίες μιας τυραννικής εξουσίας· για τα διάφορα ιερά λείψανα και κειμήλια των μονών, για τις βιβλιοθήκες και τα χειρόγραφά τους, για την μόρφωση των μοναχών, για τις πνευματικές τους ζυμώσεις και γενικά για την κίνηση των ιδεών στην απομονωμένη εκείνη εστία της ορθοδοξίας· για τον αριθμό των μοναχών, κελλιωτών και ερημιτών (8.000 περίπου), για τον τρόπο ζωής τους, για τα μετόχια τους στην Σιθωνία, Κασσάνδρα και στην περιοχή Θεσσαλονίκης, στην Θάσο, Βλαχία και Μολδαβία, για τα προϊόντα των κτημάτων αυτών, για την γεωργική εργασία των μοναχών στα μετόχια η για την επιτηδειότητα και καλλιτεχνική πνοή των κελλιωτών σε ορισμένες τέχνες, ιδίως ξυλογλυπτική και ζωγραφική, τέλος για το πνεύμα φιλοξενίας και φιλανθρωπίας που δεν το εξαφάνισε η φτώχεια των μονών. Είναι πολύ λυπηρό ότι οι ειδήσεις μας αυτές είναι μονόπλευρες και δεν συμπληρώνονται από αγιορειτικά έγγραφα της Τουρκοκρατίας, που εξακολουθούν ακόμη να μένουν απρόσιτα στον ερευνητή.

Τα σχέδια λοιπόν για την εγκατάσταση Ιησουϊτών στο Άγιον Όρος, καθώς και νωρίτερα, στα 1633, Καπουκίνων στην Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος δεν πραγματοποιήθηκαν. Μολαταύτα η Congregatio θέλοντας να ενθαρρύνη την προσέλευση Ορθόδοξων μοναχών προς την Δύση δέχθηκε στο κολλέγιο του Αγίου Αθανασίου μεταξύ 1639 - 1641 δυο Μοναχούς το Άθω, τον Βενιαμίν και Δημήτριο, καθώς και να διάκο από την Θεσσαλονίκη, τον Μελέτιο.

Τα σχέδια όμως των Ιησουϊτών για την εγκατάστασή τους στον Άθω δεν παύουν. Χαρακτηριστικά ο Valentin Melcetti, σ’ ένα υπόμνημά του στα 1645, οραματίζεται την εξάπλωση της Καθολικής πίστης από τον Άθω όχι μόνο σε όλο τον ελληνικό χώρο, αλλά και στην Μοσχοβία μέσω των Ρουθηνών μοναχών. Φαίνεται ότι οι σχέσεις ορισμένων μοναχών από το Αγ. Όρους με τους Ιησουίτες ευνοούσαν τις ιδέες αυτές. Ήδη ένα χρόνο νωρίτερα, στα 1644, η μονή της Λαύρας χαρίζει στον πατέρα d’ Autry μια μικρή ερειπωμένη εκκλησία μέσα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, αλλά η αμέλεια του Γάλλου προξένου να του συμπαρασταθή και ο τουρκοβενετικός πόλεμος εμπόδισαν την επισκευή της.

Ο d’ Autry, θέλοντας να φανή ωφέλιμος στους Λαυριώτες, κατά την επιστροφή του στην Γαλλία στα 1650, σταμάτησε στην Μάλτα και απέσπασε από τον μεγάλο μάγιστρο των ιπποτών της έγγραφό του που έθετε την μονή υπό την προστασία του και την ασφάλιζε από τις πειρατικές ενοχλήσεις. Από το άλλο όμως μέρος ο d’ Autry προσπάθησε αξιοποιώντας τις φιλίες με τους Μοναχούς το Άθω — και προ πάντων της Λαύρας — να ιδρύση μονή Ιησουιτών εκεί, αλλά τελικά, ύστερ’ από ένα ταξίδι εκεί στα 1658, αναγκάζεται να παραιτηθή από τον σκοπό του, γιατί οι μοναχοί αντέδρασαν. Απαισιόδοξος στις προβλέψεις του είναι και ο Pere Francois Richard, που έμεινε λίγες εβδομάδες στο Αγ. Όρος και μας άφησε διεξοδική σχετική έκθεση με αξιοπρόσεκτες πληροφορίες και απόψεις για τον τρόπο ζωής, την θρησκευτικότητα και την παιδεία των μοναχών.

Τέλος αξίζουν επίσης να μνημονευθούν οι επαφές του πατρός Braconnier, ιδρυτή της Καθολικής Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης (1706), με το Αγ. Όρος, για το οποίο μας έδωσε ενδιαφέρουσα περιγραφή. Η περιγραφή αυτή συμπληρώνει την σύγχρονη σχεδόν το σοφού ιεράρχη Δρύστρας Ιεροθέου, του κατά κόσμον Ιωάννη Κομνηνού (1657 - 1719) 1, οποίος υπήρξε ο τελευταίος ίσως απόγονος της αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: Η δράση τού Παπισμού στις Ελληνικές χώρες στα 1600 - 1700 μ.

3
4. Η εγκατάσταση των Καπουκίνων στον Ελληνικό χώρο

Εκτός από τους Ιησουίτες, με την πρωτοβουλία του Pere Joseph de Paris εγκαθίστανται και Καπουκίνοι, στην Κωνσταντινούπολη (1627), στα νησιά του Αιγαίου και στα μικρασιατικά παράλια, Κύπρο (Λευκωσία, Πάφος και Λάρνακας στα 1637), στην Χίο (1627), Νάξο (1627), Σμύρνη (1628), Σύρα (1636), Άνδρο (1638), Κουσάντασι (1641), στο Ναύπλιο (1643, 1656), Αθήνα (1656), Μήλο (1661), Χανιά (1675), Πάρο (1676), Πάτμο (1684), Κίμωλο (1710) κ. λ., όπου ιδρύουν μοναστήρια (βλ. χάρτη). Οι Καπουκίνοι, που ας σημειωθή ήταν όλοι Γάλλοι, ανοίγουν σχολεία σε όλους αυτούς τους τόπους, καθώς και σε διάφορα μέρη του εσωτερικού της Μικράς Ασίας και της Συρίας, αλλά οι μαθητές σχετικά ήταν λίγοι, γιατί η φτώχεια, η έλλειψη τροφής, ρούχων και βιβλίων, εμπόδιζε τους περισσότερους να φοιτούν. Ειδικά στα νησιά Σύρα, Νάξο, Χίο και Τήνο επί δύο αιώνες, σε χωριστά σεμινάρια, Καπουκίνοι και Ιησουίτες μόρφωναν στελέχη για τον Καθολικό κλήρο του Αιγαίου, τα διδασκόμενα μαθήματα ήταν συνήθως τα στοιχειώδη, ανάγνωση, γραφή, αριθμητική, και στους προχωρημένους ξένη γλώσσα, στοιχεία φιλοσοφίας, δογματική και ηθική. Οι Καπουκίνοι είναι οι πρώτοι που εγκαινίασαν στην Ανατολή, Κωνσταντινούπολη και Χίο, την διδασκαλία θηλέων. Οι Γάλλοι, ιδίως με τους Καπουκίνους, θέτουν τα θεμέλια της πολιτικής τους αίγλης και επιρροής στην Ανατολή. «Όλη η Καθολική νεολαία, που γεννιέται σήμερα στα νησιά του Αρχιπελάγους, τονίζει ανήσυχος ο βάιλος Alv. Contarini στα 1640, ανατρέφεται και μορφώνεται από Γάλλους Καπουκίνους».

Η μόρφωση στα σχολεία αυτά απέβλεπε βέβαια να εκπληρώση σκοπούς πολιτιστικούς και πνευματικούς, αλλά προ πάντων να διαπλάση την ψυχή των νέων σύμφωνα με το πνεύμα της Καθολικής Εκκλησίας. Η κύρια ξένη γλώσσα που δίδασκαν ήταν η ιταλική, η γλώσσα όχι μόνο της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά και του εμπορίου στην Ανατολή. Και στον 17 αι. ακόμη η γλώσσα αυτή εξακολουθούσε να είναι η πιο διαδεδομένη στην Ανατολή, υπόλειμμα της εμπορικής και πολιτικής δραστηριότητας της Βενετίας, Γένουας, Πίζας, καθώς και των μικρών ιταλικών κρατιδίων, που ιδρύθηκαν στις ελληνικές χώρες μετά την τέταρτη σταυροφορία. Από τα μέσα όμως του 17 αι., με την βαθμιαία παρακμή των εμπορικών εκείνων δημοκρατιών και την παράλληλη εξάπλωση των Γάλλων και Άγγλων στην Ανατολή, αρχίζει να διαδίδεται η γαλλική γλώσσα.

Οι μισσιονάριοι αυτοί, όπως και οι Ιησουίτες, προσφέρουν ακόμη τις ιατρικές τους συμβουλές και γνώσεις με ανιδιοτέλεια και αυταπάρνηση στους ταλαιπωρημένους χριστιανικούς πληθυσμούς της Εγγύς Ανατολής, όπου οι αρρώστιες και οι επιδημίες βέβαια δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο. Γενικώς δεν είναι φανατικοί, επομένως δεν είναι αντιπαθείς, όπως οι Ιησουίτες. Ορισμένοι μάλιστα πρέπει να ήταν πολύ αγαπητοί.

Γι’ αυτό ίσως η εγκατάσταση των Καπουκίνων προκαλεί την δυσφορία και δυσαρέσκεια των Ιησουιτών, με τους οποίους έρχονται και σε προστριβές και διενέξεις σε ορισμένους τόπους, εκδηλώσεις που τους εκθέτουν στα μάτια των Ελλήνων. Οι Γάλλοι βασιλείς, Ερρίκος Δ’ (1589-1610) και οι διάδοχοί του με τις Capitulations υποστηρίζουν ηθικά και υλικά τόσο τους Ιησουίτες, όσο και τους Καπουκίνους, γιατί έτσι υποβοηθούν όχι μόνον την εξάπλωση του Καθολικισμού, αλλά και την ακτινοβολία του γαλλικού ονόματος. Αποτέλεσμα να στερεώνεται συνεχώς η θέση της Γαλλίας στην Ανατολή και ν’ αποκτά τις συμπάθειες των Χριστιανών υπηκόων της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Λουδοβίκος ΙΓ’ (1610 - 1643) παραγγέλλει στον πρεσβευτή του στην Κωνσταντινούπολη και στους προξένους του στα μεγάλα κέντρα της οθωμανικής αυτοκρατορίας να τους προστατεύουν και να τους βοηθούν κάθε φορά που θ’ αντιμετώπιζαν δυσκολίες και θα είχαν την ανάγκη τους.

Ιδίως ο πρεσβευτής της Γαλλίας Philippe de Harlay, comte de Cesy, κατά το μακροχρόνιο διάστημα της παραμονής του στην Τουρκία (1619 - 1641) δείχθηκε θερμότατος υποστηρικτής των Καθολικών μισσιοναρίων, Ιησουϊτών, Καπουκίνων κ. λ. Βρισκόταν σε συνεχή επαφή με την παπική αυλή, παρακολουθούσε άγρυπνα τις κινήσεις των Προτεσταντών και τις σχέσεις τους με την Ορθόδοξη Εκκλησία και είναι αυτός κυρίως, που με τις συνεχείς μηχανορραφίες του προκάλεσε την πτώση του Πατριάρχη Κυρίλλου Λούκαρι, όπως θα έχουμε την ευκαιρία ν’ αναπτύξουμε αργότερα στο οικείο κεφάλαιο. Στην εγκατάσταση μάλιστα των Καπουκίνων, η συμπαράσταση και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του Cesy είχαν εκδηλωθή τόσο θερμά, ώστε συχνά να προκαλούν την ευγνωμοσύνη του P. Joseph.

Η ευνοϊκή αυτή μεταχείριση των Καπουκίνων από τον Γάλλο πρεσβευτή αντανακλούσε ασφαλώς και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του βασιλιά, χωρίς την βοήθεια του οποίου οι Καπουκίνοι θα ήταν να μεγάλο βάρος για την Propaganda Fide, όπως ομολογούσε ο P. Joseph. Ήταν και αυτός ακόμη ένας λόγος, για τον οποίο οι Ιησουίτες αντιδρούσαν στις ελληνικές χώρες.

Οι δυσκολίες που συναντούσαν οι Καπουκίνοι και ο ανταγωνισμός των Ιησουϊτών κούρασαν πολλούς και τους έκαναν να λιποψυχήσουν. Και εφόσον ζούσε ο P. Joseph, οι Καπουκίνοι, παρά τις αδυναμίες που παρουσίαζε το τάγμα τους, μπορούσαν ν’ αντιμετωπίζουν το μέλλον με αισιοδοξία. Με τον θάνατό του όμως χάνουν να πολύτιμο στήριγμα και οργανωτικό πνεύμα. Έτσι οι Ιησουίτες με την σιδερένια πειθαρχία τους παραμένουν οι κύριοι στρατιώτες του Καθολικισμού στην Εγγύς Ανατολή. Είναι οι πιο πολλοί και οι πιο φανατικοί.



5. Γενικές παρατηρήσεις για την δράση των μισσιοναρίων

Οι μισσιονάριοι βρήκαν θερμούς προστάτες στην Ανατολή τους πειρατές της Μάλτας, δηλαδή τους Μοναχούς ιππότες του Αγ. Ιωάννου, που εξακολουθούσαν ακόμη να εμπνέωνται από τις ιδέες για ένα ιερό πόλεμο εναντίον των απίστων και για την κραταίωση της Καθολικής πίστης. Η ευλαβική αυτή στάση των ιπποτών απέναντι των μισσιοναρίων έβρισκε μιμητές και μερικούς άλλους Καθολικούς πειρατές . Γι’ αυτούς, καθώς και για τους δυτικοευρωπαίους ναυτικούς και ταξιδιώτες, ήταν απερίγραπτα συγκινητικό να συναντούν στην μακρινή και ξένη γη δικούς των ανθρώπους και ν’ ακούουν τις γνώριμες από την τρυφερή τους ηλικία μελωδίες της θείας λειτουργίας. Ιδίως οι Γάλλοι πειρατές και στρατιωτικοί που έπαιρναν μέρος στο πλευρό των Βενετών κατά την διάρκεια των επιχειρήσεων στην Κρήτη, καταδιωκόμεναι κάποτε, έβρισκαν άσυλο μέσα στις εκκλησίες και εκεί κρύβονταν ώσπου να περάση ό κίνδυνος. Μέσα στην ειρηνική και ειδυλλιακή συνήθως γωνιά των ερημητηρίων απολάμβαναν την γλυκιά ανάπαυση ύστερ’ από την τόσο ταραγμένη ζωή τους μέσα στην θάλασσα. Σπάνια βέβαια, αλλά συνέβαινε κάποτε, κάποιος από τους τυχοδιώκτες εκείνους ν’ αλλάζη την αρματωσιά του πολεμιστή με το ράσο του μοναχού.

Από το άλλο μέρος οι ιεραπόστολοι, ιδίως οι Γάλλοι, θαύμαζαν το πληθωρικό θάρρος και τους ηρωισμούς των σκληρόκαρδων εκείνων ανθρώπων, ήταν περήφανοι γι’ αυτούς — ιδίως όταν ήταν γόνοι ευγενών —και εγκωμίαζαν τα κατορθώματά τους. Τα αισθήματα λοιπόν φιλίας και αγάπης ιεραποστόλων και ιδίως Γάλλων πειρατών ήταν αμοιβαία έτσι που οι πρώτοι είχαν το θάρρος να συμβουλεύουν τους δεύτερους, όταν πια κουράζονταν από την μακροχρόνια θαλασσινή πορεία τους, «ν’ αρχίσουν στο εξής έναν άλλο δρόμο χωρίς ν’ αναπαυθούν και χωρίς να σταθούν, ώσπου να κατακτήσουν τον αιώνιο στέφανο. . . .Sic currite, ut comprehendatis» .

Το έργο τους όμως δεν ήταν εύκολο, δεν είχε ως το τέλος επιτυχίες. Μάλιστα επειδή ο προσηλυτισμός στην Τουρκία απαγορευόταν, συχνά εργάζονταν και στα κρυφά. Πολλές φορές πάλι ήταν αναγκασμένοι να το ξαναρχίσουν από την αρχή, γιατί στο δρόμο τους βρισκόταν ένας αγράμματος, αλλά φλογερός μοναχός από το Αγ. Όρος ή από την Ιερουσαλήμ που σκόρπιζε γαλήνη στις ψυχές των νησιωτών που κλονίζονταν ή τις αναστάτωνε και παρακινούσε σε αναβαπτισμό εκείνους που είχαν προσέλθει στον Καθολικισμό. Ένας σιωπηλός ανταγωνισμός συνεχιζόταν επί αιώνες.

Αν εξαιρέσουμε τους Μοναχούς αυτούς, ο εντόπιοι Ορθόδοξοι κληρικοί ήταν ανεκτικοί και οι σχέσεις τους με τους μισσιοναρίους μάλλον αγαθές: τους επέτρεπαν να λειτουργούν στις εκκλησίες τους και έρχονταν ελεύθερα να τους ακούσουν η τους άφηναν, αλλά συχνά τους καλούσαν να κηρύττουν τον θείο λόγο κατά την μέθοδο του ιδρυτή του τάγματος Ιγνατίου Loyola (1495 - 1556) (τα κηρύγματά τους τα παρακολουθούσαν και οι ίδιοι ακόμη οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι) και να εξομολογούν. Έτσι μέσα στους ορθόδοξους ναούς υπήρχαν και Ιερά βήματα κατά τον λατινικό λειτουργικό τύπο, τα οποία σώζονταν ως τις αρχές ακόμη του 19 αι. Η ελευθερία των μισσιοναρίων έφθανε κάποτε ως την πρόκληση. «Όταν θαρρετά κηρύσσουμε τον λόγο του Θεού, ομολογεί ο Pere Richard, μέσα στις εκκλησίες των Ελλήνων, καταδικάζουμε τα σφάλματά τους με ελευθερία και προσπαθούμε με όλα τα δυνατά μέσα να τους επαναφέρουμε στην υποταγή της Αγίας Έδρας». Θα ανέχονταν άραγε οι δυτικοί παρόμοια κηρύγματα Ορθοδόξων στην Δύση: Γενικά οι Ιεραπόστολοι βρίσκουν θρησκευτική ανοχή στα νησιά, εκτός αν θίξουν τους κατοίκους σε ορισμένα ευαίσθητα σημεία που αφορούν το δόγμα η τους αγίους των, όπως π. χ. τα επεισόδια και η αναταραχή που προκάλεσε κατά τα μέσα του 17 αι. στις Κυκλάδες ο P. Franccois Rossiers της Σαντορίνης με τις επιθέσεις του εναντίον του Γρηγορίου του Παλαμά.

Οι Ιεραπόστολοι ενόμιζαν ότι, αν διέθεταν χρήματα, θα μπορούσαν, επωφελούμενοι και από την ανέχεια των νησιωτών, να προσελκύσουν πολλούς στο δυτικό δόγμα. Θα κατόρθωναν να εξαγοράσουν τις συνειδήσεις των επισκόπων, ώστε να τους δώσουν «κάθε άδεια να δράσουν μαζί με τους κατώτερους κληρικούς, να τους εξομολογούν, να τους κάνουν κηρύγματα και να τους διδάσκουν ό,τι θα ήθελαν».

Η φτώχεια των νησιωτών είναι πραγματικά ολοφάνερη, όπως άλλωστε έχουμε δει. Μόνο μέσα στην Σαντορίνη ζούσαν 500 άτομα, που περνούσαν δυο και τρεις μήνες, χωρίς να βάλουν ψωμί στο στόμα τους και τρέφονταν σαν τους ερημίτες με άγρια χόρτα, που φύτρωναν στους αγρούς ύστερ’ από τα πρωτοβρόχια (ραφανίδες, κάρδαμο, αγριοσέλινο κ. λ.). Και οι ιεραπόστολοι, ήταν αδύνατο να κάνουν κάτι, για να τους βοηθήσουν. Η φτώχεια έσπρωχνε και τις γυναίκες στην εκπόρνευση. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι οι κλοπές και οι απάτες ήταν σχεδόν άγνωστες. Έκλυση ηθών από φτώχεια, αλλά και εγκληματικότητα παρατηρούμε μόνο στα πειρατοκρατούμενα νησιά.

Μολαταύτα η θρησκευτικότητα των νησιωτών κάνει εντύπωση. Οι ιεραπόστολοι θαυμάζουν την ευλάβειά τους, υπογραμμίζουν την ιδιαίτερη λατρεία που τρέφουν προς την Παναγία, την οποία εκδηλώνουν με τις εικόνες, με τα λόγια, με τις πράξεις τους, με τα ποικίλα γνωστά ως σήμερα ακόμη επίθετά της και γραπτά εγκώμια. Εντύπωση τους κάνουν επίσης οι νηστείες τους, οι γιορτές, τα πανηγύρια, οι πολλές εκκλησίες (οι περισσότερες στο όνομα της Παναγίας) και τα παρεκκλήσια τους (μόνο στην Σαντορίνη πάνω από 50, που στις ημέρες των γιορτών μοίραζαν μερίδες φαγητού στους πολλούς φτωχούς η τουλάχιστον ψωμί και κρασί), οι δωρεές κτημάτων στις εκκλησίες κ. λ..

Οι Κυκλαδίτες, επηρεασμένοι από το μακροχρόνιο φραγκικό περιβάλλον, που είχε συνυφάνει Καθολικούς και Ορθοδόξους μέσα στην ίδια θρησκευτική και πολιτική ατμόσφαιρα, ζουν μέσα σε ειρηνική συμβίωση τις θρησκευτικές ιδέες και τα λειτουργικά ήθη και έθιμα της Καθολικής Εκκλησίας, δεν αντιδρούν η δείχνουν μικρές αντιδράσεις σε ορισμένα ζητήματα διαφορών με την Ορθόδοξη Εκκλησία η και δεν συνειδητοποιούν τις διαφορές αυτές. Έτσι π. χ. Έλληνες της Χίου και των Κυκλάδων παρακολουθούν με μεγάλο ενδιαφέρον, συμμετέχουν ψυχικά, θα έλεγε κανείς, στην γιορτή της Αγίας Δωρεάς (S. Sacrement), όταν η υποβλητική λιτανεία περνά μέσα από τους δρόμους. Κανείς Ορθόδοξος δεν εργάζεται η δεν τολμά να εργαστή την ημέρα εκείνη. Πολλοί ξαπλώνονται κατά γης για να περάση το αρτοφόριο από πάνω τους οι άρρωστοι πιάνουν θέσεις στους δρόμους, απ’ που θα περάση η πομπή και παρακαλούν μεγαλόφωνα τον Χριστό να τους θεραπεύση. Όλοι φιλούν με σεβασμό το σκεύος και το εγγίζουν με λουλούδια και κλαδιά μυρτιάς, που τα φέρνουν έπειτα στα σπίτια τους και τα σκορπίζουν στα κτήματά τους. Επίσης σε στιγμές κρίσιμες δεν παραλείπουν οι Ορθόδοξοι και οι Καθολικοί Ιερείς να ενώσουν τις δεήσεις τους στον Θεό, για να πετύχουν το ποθούμενο, όπως π. χ. με κοινή λιτανεία στην Σαντορίνη για να παρακαλέσουν τον Θεό να βρέξη. Η συστηματική διερεύνηση των αμοιβαίων σχέσεων αποτελεί ενδιαφέρον θέμα της ιστορίας του νέου ελληνισμού.

Εκτός από τις επιδράσεις της δυτικής Εκκλησίας στον αιγαιοπελαγιτικό χώρο, πρέπει να σημειωθή και η επιρροή των μεγάλων Καθολικών δυνάμεων της εποχής, της Βενετίας και ιδίως της Γαλλίας. Επειδή οι περισσότεροι μισσιονάριοι είναι γαλλικής καταγωγής, προβάλλουν μαζί με την παρεχόμενη παιδεία και το όνομα της Γαλλίας, καλλιεργούν τις συμπάθειες των Αιγαιοπελαγιτών, ιδίως των Κυκλαδιτών, προς την δύναμη αυτή και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την επέκταση της επιρροής της. Το γεγονός αυτό δεν μένει απαρατήρητο από τους Βενετούς που ενδιαφέρονται άμεσα για τον ζωτικόν αυτό χώρο. Έτσι ο βάιλος Giovanni Morosini στα 1680 εφιστούσε την προσοχή της βενετικής γερουσίας στο σημείο αυτό σημειώνοντας ότι οι Ιησουίτες και οι Καπουκίνοι «όλοι Γάλλοι. . . συναγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλον στο καίριο σημείο της παιδείας κάνουν προσφιλές το όνομα της Γαλλίας στις ψυχές εκείνων των κατοίκων».

Παρά την δραστηριότητα και τον ζήλο που ανέπτυξαν οι Καθολικοί ιεραπόστολοι ως Ιερείς, ως διδάσκαλοι, γιατροί, κήρυκες, ως παρηγορητές των σκλάβων και παρά την ηθική και υλική ενίσχυσή τους από την Αγία Έδρα και από τους Φράγκους άρχοντες και από τους Γάλλους πειρατές, δεν εσημείωσαν μεγάλες επιτυχίες στην αποστολή τους· όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να προσηλυτίσουν, να μεγαλώσουν τα ποίμνια των πιστών, αλλά ούτε καν να συγκρατήσουν την διαρροή τους προς την Ορθοδοξία. Η κατάλυση μάλιστα της φραγκικής κυριαρχίας είχε επιδράσει αισθητά στην μείωση του αριθμού των Καθολικών. Όπου μάλιστα υπήρχαν λίγοι, όπως π. χ. στην Κέα, αυτοί αποσύρονται στα άλλα νησιά, όπου υπήρχε πυκνός πληθυσμός ομοδόξων. Ακόμη και μέσα στην Τήνο, που μόνη από τα νησιά το Αιγαίου έμεινε υπό την βενετική κυριαρχία, πολλοί Καθολικοί ασπάζονται το ορθόδοξο δόγμα και γίνονται πολλά συνοικέσια χωρίς την νόμιμη άδεια. Το σπουδαίο μάλιστα είναι, όπως ομολογεί ο ίδιος ο Καθολικός Επίσκοπος Περπινιάν γύρω στα 1614, ότι ανάμεσα στους Καθολικούς είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι η μετάβασή τους στο ορθόδοξο δόγμα δεν ήταν ατόπημα.

Ενώ η νέα κατάσταση μετά την τουρκική κατάκτηση δεν ευνοεί την επιβολή της φραγκικής μειονότητας, από το άλλο η φανατική αντίδραση της ορθόδοξης πλειοψηφίας και η κατά παράδοση διατήρηση του Ιουλιανού ημερολογίου από τους Καθολικούς για λόγους εμπορικούς (αν εξαιρέση κανείς τους δυτικούς της Νάξου, Σύρας και Τήνου) δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την βαθμιαία θρησκευτική αφομοίωση των Φράγκων η Ελλήνων Καθολικών. Στην περίπτωση αυτή οι μεικτοί γάμοι έπαιξαν τον σπουδαιότερο ρόλο. Εξακολουθεί λοιπόν και μετά την επιβολή των Τούρκων η βαθμιαία προσέλευση των δυτικών στην Ορθοδοξία, γεγονός που διαπιστώσαμε και κατά τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου.

Μια σιωπηλή πάλη διεξάγεται ανάμεσα στα δύο δόγματα, στο ανατολικό και στο δυτικό. Οι Ορθόδοξοι μπορεί να παρακολουθούν τις κοινές λειτουργίες, ν’ ακούουν τα κηρύγματα των μισσιοναρίων, να εξομολογούνται σ’ αυτούς, να θαυμάζουν την πολυμερή μόρφωσή τους και να τους εμπιστεύωνται τα παιδιά τους, αλλά δεν μετατοπίζονται εύκολα από το πάτριο έδαφος. Δεν τους συγκρατεί μόνο το ευαίσθητο θρησκευτικό συναίσθημα και η υποβλητική φωνή της παράδοσης, που την εκφράζουν οι αγράμματοι, αλλά θερμοί Ορθόδοξοι Ιερείς και μοναχοί. Είναι και οι παράλληλα εξελισσόμενοι πολιτικοί και οικονομικοί όροι, που ευνοούν την άνοδο και επικράτηση των Ορθοδόξων, που άλλωστε είναι και οι περισσότεροι. Οι πολλοί λοιπόν θ’ απορροφήσουν τους λίγους με τους μεικτούς γάμους, που μάταια αποδοκιμάζονται και αποκηρύσσονται και από τις δύο πλευρές. Έτσι συνεχίζονται ακατάπαυτα οι προσελεύσεις των δυτικών προς το ορθόδοξο δόγμα. Επομένως οι μισσιονάριοι είναι σαν ν’ αγωνίζωνται αντίθετα προς το ρεύμα και την εξέλιξη των πραγμάτων. Όλες λοιπόν οι προσπάθειές τους και όλα τα μέτρα τους είναι φυσικό να ναυαγήσουν εμπρός στην νέα πραγματικότητα που προβάλλει.

Μολαταύτα δεν μπορεί κανείς να μη βυθιστή σε σκέψεις εμπρός στον ζήλο, στην καρτερικότητα και στην επιμονή των ιεραποστόλων αυτών, που άφησαν τα εγκόσμια, το Παρίσι τις άλλες πόλεις της Γαλλίας και Ιταλίας, και κατοίκησαν στα απομονωμένα νησιά του Αιγαίου για την πραγμάτωση ενός ιδανικού.



6. Οι μισσιονάριοι στις ελληνικές ακτές της Ευρώπης και της Ασίας

Η δραστηριότητα των μισσιοναρίων δεν περιορίζεται μόνο στα νησιά του Αιγαίου, αλλά εκτείνεται στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, στην Μονή Σινά, που συντηρεί στενές σχέσεις με τον πάπα, στην Αλεξάνδρεια κ. λ., καθώς και στο εσωτερικό της Βαλκανικής. Έτσι π.χ. στα 1581 ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ στέλνει στον Λίβανο και στην Κύπρο δυο Μοναχούς που έχουν επιτυχίες. Επίσης από τις αρχές του 17 αι. Ιησουίτες μοναχοί επισκέπτονται, κατά καιρούς, διάφορες χώρες της Εγγύς Ανατολής, την Μιγγρελία στα 1614, την Κύπρο, την Σόφια και Φιλιππούπολη και σκέπτονται πολύ την εγκατάστασή τους στην Μ. Ασία . Πραγματικά στα 1624 εγκαθίστανται στην Σμύρνη. Εκεί βρίσκουν έδαφος ευνοϊκό και ανάμεσα στους ξένους εμπόρους, αλλά κυρίως ανάμεσα στους εντόπιους Έλληνες και εποίκους από τα νησιά του Αιγαίου, Χίο, Νάξο, Τήνο, Σαντορίνη, Πάρο κ. λ. Όλοι αυτοί, δυτικοί και Ορθόδοξοι, που είχαν εγκατασταθή στο μεγάλο αυτό λιμάνι της Μ. Ασίας (τα διάφορα άρθρα των διομολογήσεων εγγυόταν την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων), εμπιστεύονταν τα παιδιά τους στους μισσιοναρίους. Ακόμη και ο Ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος Σμύρνης Ιάκωβος συνηγορεί στον βασιλιά της Γαλλίας να τους δοθούν καταλύματα και μέσα διατροφής.

Γενικά κατά τα μέσα του 17 αι. η Σμύρνη θεωρείται η μόνη πόλη της Τουρκίας, που η άσκηση της λατρείας των Χριστιανών, Ορθοδόξων και Καθολικών, γίνεται με την μεγαλύτερη ελευθερία, ώστε οι θρησκευτικές πομπές των Καθολικών να περνούν ήσυχα μέσα από τους δρόμους. Η ελευθερία έφθανε σε τέτοιο σημείο, ώστε μερικοί Ορθόδοξοι την Μεγάλη Πέμπτη κατά την περιφορά του Επιταφίου ν’ αυτομαστιγώνωνται ή να ξεσχίζουν τις σάρκες τους από τους ώμους ως την μέση τους τόσο άγρια, ώστε να τους πλημμυρίζουν τα αίματα. Η μεγάλη αυτή πόρτα της απέραντης και άγνωστης Ανατολής, προσφέρει στους μισσιοναρίους «ένα ευρύχωρο πεδίο, όπου έχει κανείς πολλές σοδειές», όπως γράφει αργότερα (αρχές 18 αι) παραστατικά ανώνυμος μισσιονάριος προς τον Pere Fleuriau.

Στα 1627 εγκαθίστανται και Καπουκίνοι στην Σμύρνη, οι οποίοι εξομολογούν τους Ορθοδόξους και ελεύθερα κηρύττουν τον θείο λόγο στις εκκλησίες τους. Ορισμένοι μάλιστα, εφοδιασμένοι με ειδικές άδειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εισδύουν στο εσωτερικό και διατρέχουν ολόκληρη την Μ. Ασία. Ιησουίτες αποπειράθηκαν να εγκατασταθούν το 1627 και στην Κύπρο με την συμπαράσταση του ευγενούς Κυπρίου Ματθαίου Κιγάλα, αλλ’ απέτυχαν, γιατί κατηγορήθηκαν ως Ισπανοί κατάσκοποι. Παραλίγο μάλιστα να βρουν τον θάνατο επάνω στην φωτιά.

Με τόλμη και θερμό ζήλο οι μισσιονάριοι αναλαμβάνουν επικίνδυνες ιεραποστολές μέσα από την Τραπεζούντα ως τα βάθη της Μ. Ασίας, της Αρμενίας, Περσίας, της Μεσοποταμίας ή και σ’ αυτήν ακόμη την Αιθιοπία. Έτσι Ιησουίτες μοναχοί έχουν εγκατασταθή στην Μογγολία, στο Θιβέτ, στο Χαλέπι, στην Δαμασκό, μια αλυσίδα ζηλωτών του τάγματος αυτού, που δεν παραλείπουν να βρίσκωνται σε επαφή ο ένας με τον άλλο.

Κατά τα μέσα του 17 αι. παρατηρείται ζωηρή κίνηση για την ίδρυση, αποκατάσταση ή ενίσχυση των Ιησουϊτικών αποστολών και ιδίως για την ίδρυση σχολείων στις διάφορες μεγάλες πόλεις, Ρόδο, Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Ναύπλιο.

Στο Ναύπλιο εγκαθίστανται στα 1640-2. Ο Γάλλος πρεσβευτής στην Ανατολή de la Haye στέλνει εκεί τον Ιησουίτη Francois Blaiseau και τον Rene de la Saint-Cosme, για να εξυπηρετούν κυρίως τις ανάγκες 500 Καθολικών σκλάβων, Γάλλων, Ιταλών, Ισπανών, Γερμανών, Πολωνών, που δούλευαν στην γαλέρα του μπέη του Ναυπλίου και είχαν 20 - 30 χρόνια ν’ ακούσουν θεία λειτουργία ή να εξομολογηθούν. Εκεί μερικοί επίσης Καθολικοί κάτοικοι, που είχαν δεχθή την Ορθοδοξία, υπόσχονταν να ξαναγυρίσουν στους κόλπους του Καθολικισμού, αν είχαν μόνιμο Καθολικό ιερέα. Οι Ιησουίτες φιλοδοξούν να ιδρύσουν σταθμούς και σε ορισμένα άλλα σημεία της Πελοποννήσου. Στα 1642 βρίσκουμε επίσης στο Ναύπλιο εγκαταστημένους και Καπουκίνους, που περιέρχονται διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου και κηρύττουν σ’ αυτές τον θείο λόγο. Ιδιαίτερα επισκέπτονται την Πάτρα, όπου έμεναν λίγοι Καθολικοί.

Τον Δεκέμβριο του 1641 ο Francois Blaiseau εμφανίζεται στην Αθήνα, στην πόλη εκείνη που το όνομα και τα αρχαία λείψανά της, συνυφασμένα με τόσες αναμνήσεις κλασσικού μεγαλείου, δεν είχαν πάψει ν’ ασκούν γοητεία στην φαντασία όχι μόνον των λογίων, αλλά και του απλού λαού. Εκεί γίνεται δεκτός με πολλήν εκτίμηση από Έλληνες και Τούρκους, που θέλουν να τον κρατήσουν και του διευκολύνουν την εγκατάσταση. Οι νέοι ενδιαφέρονται κυρίως για τα μαθηματικά που διδάσκει.

Οι Ιησουίτες δεν έμειναν πολύν καιρό στην Αθήνα. Διάφοροι λόγοι, όπως η έλλειψη μοναχών και μέσων για μόνιμη εγκατάσταση, ή απουσία πολλών Καθολικών και τα εμπόδια των τουρκικών αρχών τους αναγκάσαν να φύγουν. Ύστερα όμως από αρκετά χρόνια, στα 1658, ήλθαν στην Αθήνα οι Καπουκίνοι, οι οποίοι στα 1669 αγόρασαν ένα σπίτι κοντά στο μνημείο του Λυσικράτη, στο Φανάρι το Διογένη, όπως ονομαζόταν τότε. Αυτή ήταν η αρχή της ιστορίας της μονής των Καπουκίνων, «των Φραγκοπατέρων», που έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στην ζωή του τόπου ως την επανάσταση του 1821. Είναι η μονή, όπου φιλοξενήθηκε ο λόρδος Βύρων κατά την διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του στην Ελλάδα (1810-1811). Ο Francois Blaiseau λίγες μέρες μετά την άφιξή του στην Αθήνα επισκέπτεται την Χαλκίδα. Εκεί οι Ιησουίτες έχουν να κάνουν πολλά για τους Έλληνες και Αλβανούς, και ιδίως για τους Ευρωπαίους σκλάβους των γαλερών, Γάλλους, Ιταλούς, Μαλτέζους, Πολωνούς κ. λ. «Quelle musique ce m’ est que le leurs fers» γράφει ο εκεί Ιησουίτης Francois Lucas.

Μολαταύτα οι αλλεπάλληλοι θάνατοι, πολλών Ιησουιτών λόγω του ανθυγιεινού κλίματος της εποχής εκείνης, όπως αναφέρεται, ανάγκασαν τους μισσιοναρίους αυτούς ν’ αναστείλουν το έργο τους και να το ασκούν μόνο σε υγιεινότερες εποχές του έτους. Στα μέσα του 17 αι. εκτελεί ολομόναχος τα ιερατικά του καθήκοντα μέσα στο μεγάλο νησί ο Pere Francois Lucas με επιτυχία και ζητεί την συνδρομή και άλλων για ν’ ανταποκριθή στο παρηγορητικό του έργο. Σ’ αυτόν εξομολογούνται και Έλληνες ακόμη.

Αργότερα, στα 1650 και 1653, οι Ιησουίτες ανεβαίνουν στην Θεσσαλονίκη. Οριστικά εγκαθίστανται εκεί στα 1706. Ψυχή της τελευταίας αυτής αποστολής είναι ο Pere Bracconier από την Champagne, ο οποίος είχε το δώρο να μαθαίνη γρήγορα ξένες γλώσσες και γενικά έγινε ο supereur όλων των αποστολών στις ελληνικές χώρες. Ο Bracconier· επισκέπτεται το Αγ. Όρος, την Καβάλα, την Θάσο, την Σκόπελο και την Εύβοια. Στην Θεσσαλονίκη οι Ιησουίτες νοικιάζουν ένα σπίτι στην συνοικία του Αγ. Αθανασίου, στήνουν να βήμα και μέσα στο θρησκευτικόν αυτό περιβάλλον διδάσκουν τα ελληνόπουλα, που πρόθυμα έτρεχαν να ικανοποιήσουν την δίψα της φιλομάθειάς τους. Τον Bracconier διαδέχθηκε ο Pere Francois Tarillon.

Άρρηκτα συνδεδεμένες με το θρησκευτικό και εκπαιδευτικό έργο των Καθολικών ιεραποστολών είναι οι υπηρεσίες τους και στον τομέα των ανθρωπιστικών σπουδών. Οι δογματικές διαφωνίες τους με τους προτεστάντες, με το Port - Royal η με τους Ζανσενιστές, θα τους κάνουν ν’ αναζητήσουν και να μελετήσουν τα έργα των θεολόγων της Ορθοδοξίας, να διευρύνουν τις θεολογικές και φιλοσοφικές τους γνώσεις και έτσι να διαποτίσουν το πετρωμένο πεδίο της θεολογικής επιστήμης και να γνωρίσουν καλύτερα την Ελλάδα. Μέσα στην χώρα των κλασσικών αναμνήσεων είτε μόνοι τους είτε και με την παρακίνηση επίσημων προσώπων της πατρίδας τους ή και εταιρειών αναζητούν χειρόγραφα όχι μόνο των πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και των αρχαίων συγγραφέων, μελετούν αντικείμενα του αρχαίου ή του μεσαιωνικού ελληνικού πολιτισμού και έτσι συμβάλλουν και αυτοί κατά το μέρος τους όχι μόνο στην αναζωπύρωση της αρχαιολατρείας, αλλά και στην γένεση της βυζαντινολογίας. Έτσι οι πιο καλοί εργάτες του νέου αυτού φιλολογικού κλάδου θα γίνουν οι Δομηνικανοί και Ιησουίτες, που θα ετοιμάσουν ένα λαμπρό πεδίο με νέους πνευματικούς ορίζοντες.

Ακόμη η ανάγκη να μάθουν την γλώσσα των κατοίκων των ελληνικών χωρών, όπου πήγαιναν να διδάξουν, και μάλιστα την γλώσσα του λαού, τους έκανε να εγκύψουν στην μελέτη της δημοτικής και της γραμματικής. Οι Ιησουίτες προ πάντων μοναχοί, ακολουθώντας πιστά τις υποδείξεις της συνόδου του Trento, που παραγγέλλει την χρήση της γλώσσας του λαού, όταν έρχονται στις ελληνικές χώρες, για να μπορέσουν να γνωρίσουν καλά τον τόπο και τους ανθρώπους, για να μιλήσουν μαζί τους, να τους διδάξουν και να τους κάνουν το θρησκευτικό κήρυγμα στις εκκλησίες τους, ρίχνονται με ζήλο στην σπουδή της και μερικοί σημειώνουν εκπληκτικές προόδους μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Άλλοι πάλι μελετούν συστηματικά την γραμματική και το λεξιλόγιό της με την επιθυμία να διευκολύνουν τους σπουδαστές της, πρώτα πρώτα βέβαια τους ομοϊδεάτες τους Μοναχούς. Μέσ’ απ’ αυτές τις ανάγκες είδε το φως το πιο παλαιό ιταλοελληνικό λεξικό και η στοιχειώδης γραμματική το Ιησουίτη μοναχού Gerolamo Germano. Το βιβλίο του, παρά τις ατέλειές του, πρόσφερε υπηρεσίες στους Καθολικούς Μοναχούς που έφταναν στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου. Ακολουθούν έπειτα και άλλες γραμματικές της δημοτικής, Ελλήνων και ξένων, που είτε δημοσιεύθηκαν είτε έμειναν ανέκδοτες. Αξίζει να μνημονευθή η γραμματική του Έλληνα Σίμωνος Πορτίου, που είναι Ουνίτης, αλλά δεν παύει να είναι ένας μεγάλος πατριώτης. Την γραμματική του αυτή την εκδίδει στα 1638 και την αφιερώνει στον πανίσχυρο καρδινάλιο Richelieu. Στην αφιέρωσή του (όπου του παρουσιάζει την αγνώριστη πια νέα Ελλάδα, πεσμένη ικετευτικά στα πόδια του) του εξομολογείται ανάμεσα στα άλλα και τον μεγάλο καϋμό των σκλαβωμένων: «Συμπάθησε, παρακαλώ σε, εξοχώτατε άρχοντα, την πολλά ζεστήν δούλεψιν και προσκύνησιν της Ελλάδας σου· κάμε μόνον ότι, ως καθώς εκείνη με την λάμψιν σου δοξασμένη απολαύει το κοινόν φως του ηλίου με τον τύπον, έτσι παραδοσμένη στα χέρια σου, κάμε να μεταστρέψη στην παλαιά της λαμπρότητα και ελευθερίαν».

Ορισμένοι Καθολικοί μοναχοί γράφουν μερικά έργα τους με λατινικούς χαρακτήρες, δηλαδή με τα λεγόμενα φραγκοχιώτικα, για να ευκολύνουν την ανάγνωση και την διάδοση των γραπτών τους. Πραγματικά το φραγκοχιώτικο αλφάβητο με την εύκολη ορθογραφία του προσείλκυσε τους Καθολικούς, ιδίως τους ξένους τους εγκαταστημένους στην Εγγύς Ανατολή, τους κοινώς ονομαζομένους φραγκολεβαντίνους, τους παρακίνησε στην σπουδή της ελληνικής και συνέβαλε στην διατήρηση και εξάπλωσή της ανάμεσά τους.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

"Ὁ ἀνθελληνισμὸς τοῦ Βατικανοῦ εἶναι μόνιμος, ὅσο ὁ Ἑλληνισμὸς μένει ἑνωμένος μὲ τὴν Ὀρθοδοξία"

4
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ


Μοῦ ζητήθηκε νὰ δώσω κάποια στοιχεῖα, πού νὰ τεκμηριώνουν την καθιερωμένη ἀνθελληνική στάση τοῦ Βατικανοῦ καὶ τῶν Λατίνων τοῦ Ἑλλαδικοῦ Χώρου. Διότι πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι, πού μὴ γνωρίζοντας τὰ κείμενα, ρωτοῦν μὲ ἀπορία: Ὑπάρχουν ἀποδείξεις; Ἡ ἀπάντηση, δυστυχῶς, εἶναι: Ναί, ὑπάρχουν! Μακάρι νὰ μὴ ὑπῆρχαν καὶ νὰ μὴ ἤμασθε ἀναγκασμένοι νὰ ἀσχολούμεθα μὲ αὐτὸ τὸ θέμα. Δυστυχῶς ὅμως τὰ πράγματα ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ ἀνθελληνισμὸς τοῦ Βατικανοῦ εἶναι μόνιμος, ὅσο ὁ Ἑλληνισμὸς μένει ἑνωμένος μὲ τὴν Ὀρθοδοξία τῶν Ἁγίων, πού συνιστᾶ ριζικὴ ἀνατροπὴ τοῦ παπικοῦ οἰκοδομήματος.


Μένουμε ἐνδεικτικὰ σὲ κάποιες χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις:


Ὁ ἐκλεκτὸς συνάδελφος κ. Ἀντ.Παπαδόπουλος (Καθηγ. Παν/μίου Θεσσαλονίκης) στὴ μελέτη του «Ἡ στάση τῶν Ἑλλήνων Καθολικῶν ἔναντι τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 (1971)» τεκμηριώνει τὴν ἀντίθεση, ἀπὸ τὴν ἀρχή, τῶν Λατίνων τῆς Ἑλλάδος στοὺς στόχους τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, ὁ δὲ συνάδελφός μας στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν, Ἐπίκ. Καθηγητής κ. Κων. Μανίκας στὴν διδακτορική του διατριβή προσάγει πλῆθος ἀρχειακῶν μαρτυριῶν γιὰ τὸ θέμα. Οἱ ρωμαιοκαθολικοί τῆς Ἑλλάδος κατευθυνόμενοι ἀπὸ τὴ Ρώμη, ἀρνήθηκαν νὰ στηρίζουν τὸν Ἀγώνα, δείχνοντας παντελῆ ἀνυποταξία καὶ προσφεύγοντας στὴν προστασία τῶν....

δυτικῶν (καθολικῶν) δυνάμεων (Βλ. Κ. Μεταξᾶ, Ἱστορικὰ Ἀπομνημονεύματα..., Ἀθῆναι 1956, σ. 48 ἑ.ἑ.). «Προετίμων τὸν τουρκισμὸν ἀντὶ τοῦ ἑλληνισμοῦ», σημειώνει καὶ ὁ Ἰ. Φιλήμων (Δοκίμιον Ἱστορικὸν περὶ τῆς Ἑλλην. Ἐπαναστ., τ. Γ', Ἀθ. 1861, σ. 116 ἑ.). Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί της Ἑλλάδος τελοῦσαν μόνιμα ὑπὸ τὴν καθοδήγηση τῆς Propaganda (Ρώμη), δηλαδὴ ὑπὸ ξένη ἐξάρτηση, κάτι πού συνιστᾶ κατ᾽ οὐσίαν τὸ πρόβλημα τῶν αἱρέσεων στὴν Ἑλλάδα μέχρι σήμερα (ἐξάρτηση ἀπὸ ξένα κέντρα). Παρὰ τὶς προτροπὲς τοῦ ναυάρχου Δεριγνὺ οἱ Λατίνοι ἠρνοῦντο νὰ με- τάσχουν στὰ ἑλληνικὰ πράγματα, προτιμώντας, κατὰ τὸν ἴδιο, νὰ δοῦν τὸν τουρκικὸ θρίαμβο (Ph. Argenti, The Expedition of the Colonel Fabvier…, 1953, σ. 72).
Αὐτὸ τὸ πνεῦμα δείχνει ἀνάγλυφα ἔγγραφο τοῦ Γενικοῦ Προξένου τῆς Γαλλίας στὴ Σμύρνη Pierre Etienne David (1η Ἰουνίου 1828), στὸ ὁποῖο σημειώνεται: «... Γνωστοποιοῦμεν ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος καὶ ὁ Καθολικὸς Κλῆρος τῆς Ναξίας καὶ ὅλη ἡ Καθολικὴ Κοινότης τῆς ἰδίας ταύτης Νήσου, ὡς καὶ αἱ Ἐκκλησίαι, τὰ Παρεκκλήσια, Φιλανθρωπικὰ Ἱδρύματα καὶ ἄλλα Θρησκευτικὰ Ἱδρύματα εἶναι ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Βασιλέως τῆς Γαλλίας, καὶ ὅτι ἡ ἐλαχίστη ὕβρις κατ' αὐτῶν, κατὰ τὰς παρούσας ταραχάς (sic) διὰ τὰς ὁποίας εἶναι ξένοι (sic), θὰ ἐθεωρεῖτο προσβολὴ διὰ τὸν Κραταιὸν Μονάρχην...» (τὴν μαρτυρία ὀφείλω στὸν κ. Κ. Μανίκα). «Παροῦσαι ταραχαὶ» εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση! Οἱ Λατίνοι «Ἕλληνες» μένουν «ξένοι» καὶ πιστοὶ στὸν «Κραταιὸν Μονάρχην», δηλαδὴ τὸν Σουλτάνο!
Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι οἱ συμποσούμενοι τότε σὲ 20-25.000 Ρωμαιοκαθολικοί τῆς Ἑλλάδος τὸ ἔκαναν αὐτό, διότι ἀντιμετώπιζαν ἐχθρότητα ἀπό τους Ὀρθοδόξους καὶ αἰσθάνονταν ἀνετώτερα σὲ ὀθωμανικὸ περιβάλλον.
Δὲν εἶναι ὅμως αὐτὴ ἡ ἀλήθεια, διότι οἱ Ἕλληνες πολιτικοί, ὅπως π.χ. ὁ Θ. Νέγρης, ὄχι μόνο ἦσαν ἰδιαίτερα φιλικοὶ ἀπέναντί τους, προβαίνοντας σὲ ἕνα σωρὸ γιὰ χάρη τους παραχωρήσεις, ἀλλά κατοχύρωναν συνταγματικὰ τὴν προστασία τους (ἦσαν οἱ μόνοι ἑτερόδοξοι στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο τότε), κάτι πού ἰσχύει ὥς σήμερα ἀμετακίνητα. Γιὰ νὰ μὴ δυσαρεστηθοῦν, μάλιστα, οἱ δυτικοὶ προστάτες τους, σημειώθηκε στὸ Σύνταγμα ἤδη τὸ 1822: «Ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς Ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν, εἰσίν Ἕλληνες...», ὥστε νὰ συμπεριληφθοῦν καὶ οἱ ἀντιτιθέμενοι στὴν Ἐπανάσταση Λατίνοι, καὶ ὄχι: «οἱ ὀρθόδοξοι». Καὶ αὐτὰ μὲν γιὰ τὴν Ἐπανάσταση. Ὑπάρχει ὅμως καὶ συνέχεια.
Ἡ γαλλικὴ ἐφημερίδα «Univers», ὄργανο τοῦ Βατικανοῦ, χαρακτηρίζει τὸ 1868 ἀτύχημα τὴ Ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος, γράφοντας: «Τότε μόνο θὰ ἔχουμε ἀφορμὴ νὰ εὐχόμασθε τὴν πτώση τῆς Τουρκίας, ἐὰν ἀντ' αὐτῆς ἱδρυόταν στὴν ἀνατολὴ ἕνα καθολικὸ κράτος» (Σ. Βουτυρᾶ, Ἡ παπικὴ μοναρχία καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, Ἀθ. 1902, σ. 52 ἑ.). Ὅταν δὲ κατὰ τὸν Α' παγκόσμιο πόλεμο φάνηκε ἡ δυνατότητα νὰ ξαναπάρει τὸ Οἰκουμ. Πατριαρχεῖο τὴν Ἁγία Σοφία, τὸ Βατικανὸ δήλωνε, ὅτι προτιμοῦσε «νὰ βλέπει τὴν ἡμισέληνον ἐπὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας παρὰ τὸν Ἑλληνικὸν (sic) Σταυρόν»! Καὶ κατὰ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφὴ τὸ Βατικανὸ ἔστελνε συγχαρητήρια τηλεγραφήματα στὸν Κεμὰλ Ἀττατούρκ (Σεπτέμβριος 1922) (Βλ. Χρυσοστ. Παπαδοπούλου, ἀρχιεπ., Φύσις καὶ χαρακτήρ τῆς Οὐνίας, Ἀθ. 1928, σ.45).
Ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα! Ἡ ἔρευνα τῶν διαφόρων Κρατικῶν Ἀρχείων θὰ φανερώσει καὶ πολλὰ ἄλλα ἀνάλογα στοιχεῖα γιὰ τὴν ἐποχή μας. Ἡ στάση, ἄλλωστε, τοῦ Βατικανοῦ στὸ «σκοπιανὸ» πρόβλημα, στὸ ὄνομα «Μακεδονία» καὶ στὰ ἑλληνοτουρκικὰ βεβαιώνει, δυστυχῶς, συνέχεια τῆς πολιτικῆς τοῦ Βατικανοῦ. Δὲν ἀπορρίπτουμε, φυσικά, ὅλον τὸν Ρωμαιοκαθολικὸ κόσμο, διότι ὑπάρχουν σ᾽ αὐτὸν κάποια ἐλεύθερα πνεύματα, πού διαφωνοῦν μὲ τὸ παπικὸ κέντρο (κράτος). Τὸ Βατικανὸ δὲν θέλει νὰ δεχθεῖ Ἑλληνισμὸ ὀρθόδοξο, παρὰ μόνο Ἕλληνες-Οὐνίτες, ὑπηρέτες τῶν πολιτικοοικονομικῶν σχεδίων του. Γι᾽ αὐτὸ ἔμεινε πλέον στὴν ἱστορία τὸ ρητορικὸ ἐρώτημα τοῦ Μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου μας κ. Σεραφείμ, ἂν «τὸ Βατικανὸ εἶναι Ἐκκλησία». Διότι, δυστυχῶς, δὲν εἶναι.


http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/201 ... st_12.html

Re: "Ὁ ἀνθελληνισμὸς τοῦ Βατικανοῦ εἶναι μόνιμος, ὅσο ὁ Ἑλληνισμὸς μένει ἑνωμένος μὲ τὴν Ὀρθοδοξία"

5
Ἡ γαλλικὴ ἐφημερίδα «Univers», ὄργανο τοῦ Βατικανοῦ, χαρακτηρίζει τὸ 1868 ἀτύχημα τὴ Ναυμαχία τοῦ Ναυαρίνου καὶ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος, γράφοντας: «Τότε μόνο θὰ ἔχουμε ἀφορμὴ νὰ εὐχόμασθε τὴν πτώση τῆς Τουρκίας, ἐὰν ἀντ' αὐτῆς ἱδρυόταν στὴν ἀνατολὴ ἕνα καθολικὸ κράτος» (Σ. Βουτυρᾶ, Ἡ παπικὴ μοναρχία καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, Ἀθ. 1902, σ. 52 ἑ.). Ὅταν δὲ κατὰ τὸν Α' παγκόσμιο πόλεμο φάνηκε ἡ δυνατότητα νὰ ξαναπάρει τὸ Οἰκουμ. Πατριαρχεῖο τὴν Ἁγία Σοφία, τὸ Βατικανὸ δήλωνε, ὅτι προτιμοῦσε «νὰ βλέπει τὴν ἡμισέληνον ἐπὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας παρὰ τὸν Ἑλληνικὸν (sic) Σταυρόν»!
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: "Ὁ ἀνθελληνισμὸς τοῦ Βατικανοῦ εἶναι μόνιμος, ὅσο ὁ Ἑλληνισμὸς μένει ἑνωμένος μὲ τὴν Ὀρθοδοξία"

6
Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ
ΚΑΤΑ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 17ου ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 18ου ΑΙ.

ΤΑ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΑ ΚΕΝΤΡΑ ΤΗΣ

Το έθνος εξακολουθεί ν’ αντιπαλαίη προς τις επίμονες απόπειρες του καθολικισμού (πού προστατεύεται κυρίως από την Γαλλία) να προσελκύση στους κόλπους του το χειμαζόμενο ορθόδοξο ποίμνιο. Κατά τις αρχές του 18ου αι. τα σπουδαιότερα ερείσματα των μισσιοναρίων στις ελληνικές χώρες ήταν η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Θεσσαλονίκη, η Χίος, η Νάξος και η Θήρα.

Οι καθολικοί στην Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Θεσσαλονίκη.
1. Στην Κωνσταντινούπολη έχει περάσει βέβαια η εποχή των έντονων ανταγωνισμών των αντιπροσώπων των μεγάλων χριστιανικών δυνάμεων και των εκκλησιών τους για την προσέλκυση πιστών και των ορθοδόξων πατριαρχών προς το πλευρό τους, αλλά δεν παύουν οι προσπάθειες. Σημαντική από την άποψη αυτή, εκτός από την ανασύνδεση των γαλλοτουρκικών σχέσεων, υπήρξε η πρεσβεία του μαρκησίου Charles de Nointel στην Κωνσταντινούπολη στα 1670 (συνοδευόταν από τον νεαρό ανατολιστή Antoine Galland, ό οποίος μας άφησε ενδιαφέρουσες εντυπώσεις από την παραμονή του στην Τουρκία), καθώς και το δήθεν περιηγητικό του ταξίδι στα νησιά του Αιγαίου. Απώτερος σκοπός του ήταν να πείσουν τούς νησιώτες να παραδώσουν ομολογίες πίστεως και να προπαρασκευάσουν, αν ήταν δυνατόν, την ένωση των Εκκλησιών.

Η Γαλλία παρουσιάζεται γενικά ως πρόμαχος των τελευταίων λειψάνων του καθολικισμού στην Εγγύς Ανατολή και, επειδή φοβάται την αφομοίωσή τους, είναι κηρυγμένη—από το 1660 ως την γαλλική επανάσταση του 1789— κατά των μεικτών γάμων.
Η γαλλική κυβέρνηση ενισχύει κυρίως και προβάλλει το δικό της μοναχικό τάγμα, τούς καπουκίνους. «Για να πω την αλήθεια, γράφει Γάλλος συγγραφέας, γνώστης των πραγμάτων τής Ανατολής, δεν βρίσκω πρόσωπα πιο κατάλληλα από τούς καπουκίνους για τον προσηλυτισμό των απίστων: η ωραία εξωτερική τους εμφάνιση, η αυστηρή και θρησκευτική ζωή, η περιφρόνησή τους για τα πλούτη, η μόρφωση και ό ζωηρός αποστολικός τους ζήλος κερδίζουν τις ψυχές των απίστων, όπως πολλές φορές το έχουν δείξει. Επίσης ό Θεός τούς έχει επιλέξει εδώ και 50 περίπου χρόνια, για ν’ αναλάβουν την ευγενική αυτή αποστολή του προσηλυτισμού των ψυχών στις ξένες χώρες: έτσι τώρα έχουν αποστολές σε πολλές πόλεις και επαρχίες τής Τουρκίας, Περσίας, Γεωργίας, Κογκό, Ανατολικών και Δυτικών Ινδιών, όπου τούς εκτιμούν υπερβολικά όλοι οι λαοί είτε είναι Τούρκοι, είτε ειδωλολάτρες, είτε σχισματικοί.
Εκεί ακόμη οι καπουκίνοι διατηρούν σχολεία για την μόρφωση των νέων, εννοώ τα παιδιά των αιρετικών. Στις εκκλησίες τους κάνουν κήρυγμα σε αραβική, τουρκική, αρμενική και ελληνική γλώσσα, σύμφωνα με εντολές πού έχουν επιτύχει από την Υψηλή Πύλη με την μεσολάβηση των πρέσβεων του βασιλιά τής Γαλλίας. Το ίδιο κάνουν ακόμη και στις εκκλησίες του τάματός τους, όταν τούς επιτρέπεται να έχουν δημόσιες εκκλησίες, πράγμα πού όμως δεν ισχύει για όλες τις χώρες. Σε κάθε αποστολή ό ένας από τούς δύο εκτελεί χρέη γιατρού, ακολουθώντας το παράδειγμα του Αγίου Λουκά, για να πετύχη μ’ αυτόν τον τρόπο να τούς ανοίξουν τις πόρτες τους οι ισχυροί του τόπου, ώστε να τούς προστατεύουν από τις προσβολές και τον κατατρεγμό των σχισματικών ιερωμένων και για να μπορούν ακόμη να βαπτίζουν περισσότερα ετοιμοθάνατα παιδιά Τούρκων και Αράβων με την πρόφαση ότι τούς δίνουν κοινά φάρμακα.
Αυτοί οι ίδιοι έσωσαν πλήθος φτωχών σκλάβων και αποστατών πού βρίσκονταν σε πλοία χριστιανών, πού επέστρεφαν στην Ευρώπη. Επίσης εκεί προσηλυτίζουν πάρα πολλούς σχισματικούς Έλληνες, Αρμενίους, Συρίους, Νεστοριανούς και Κόπτες. Αναλαμβάνουν αποστολή στις γαλέρες τού σουλτάνου, κυρίως στην Κύπρο και το Κάιρο και δίνουν την Θεία μετάληψη στους καταδίκους, πού είναι σχεδόν όλοι χριστιανοί.
Με τις προτροπές τους εμποδίζουν πολλούς ανθρώπους (πού κακοποιούνται και καταδιώκονται από τούς απίστους) ν’ απαρνηθούν την πίστη τους, και τούς συγκρατούν, όταν τούς βλέπουν έτοιμους να λυγίσουν. Τέλος προσπαθούν ν’ αλλάξουν την κακή εντύπωση πού έχουν οι Τούρκοι για την θρησκεία μας και μ’ επιδεξιότητα, γλυκύτατα τούς κάνουν ν’ αναγνωρίσουν, χωρίς να προσβληθούν, τις πλάνες τους, τις δεισιδαιμονίες και τις καταχρήσεις τους. Κι’ έτσι σιγά σιγά τούς προετοιμάζουν να δεχτούν την πίστη, την οποία θα δέχονταν πιο εύκολα, αν οι μισσιονάριοι μπορούσαν ελεύθερα να τούς κάνουν κήρυγμα και αν αυτοί πάλι μπορούσαν να την ομολογήσουν δημοσία.

Οι τελευταίες μηχανορραφίες των καθολικών ανάγονται στα 1671. Τότε— εποχή κατά την οποία ό σουλτάνος Μεχμέτ Δ’ (1648-1687) απαγόρευσε στον Πατριάρχη Μεθόδιο Γ’ (1668-1671), καθώς και σ’ όλους τούς κληρικούς, να φορούν τον συνηθισμένο πίλο τους, το σκιάδιο — με την συμπαράσταση ορισμένων ορθοδόξων μητροπολιτών γίνονται ζυμώσεις για την εκλογή ενός ενωτικού πατριάρχη. Σχετικά γράφει ό βάιλος Gi. Guarini προς την βενετική γερουσία τον Αύγουστο του 1671: «Βεβαίως ουδέποτε παρουσιάσθη ομοία περίστασις προς ένωσιν των Εκκλησιών. Ο Θεός έβαλε το χέρι του αυτήν την φοράν, ίνα τελειώση. Δι’ αυτό γίνεται έκκλησις προς τον Άγιον Πατέρα και το Ιερόν Σωματείον τής Προπαγάνδας, ίνα εγκολπωθή το σοβαρόν τούτο ζήτημα, τόσον ωφέλιμον διά την Αγίαν Ρωμαϊκήν Εκκλησίαν και διά το δυστυχές εκείνο Έθνος, το οποίον εξ αιτίας τής κακής διοικήσεως των Πατριαρχών, των Μητροπολιτών και των άλλων Εκκλησιαστικών αναπαύεται υπό τον βαθύν και δηλητηριώδη ύπνον του σχίσματος και τής αιρέσεως. Εν τούτοις τώρα τίθεται υπό την αλάνθαστον κρίσιν τής Αυτού Αγιότητος και του Ιερού Σωματείου τής Προπαγάνδας». Τα πράγματα όμως δεν ακολουθούν την προβλεπόμενη πορεία. Πολλά χρόνια περνούν και η κατάσταση εξελίσσεται ηρεμώτερα. Έτσι στις 16 Σεπτεμβρίου 1702 άλλος βάιλος μπορεί να σημειώση: «Ο Καλλίνικος είναι ό μόνος πατριάρχης των τελευταίων 108 ετών πού αποθνήσκει επί του θρόνου».

Μολαταύτα, θερμές εξακολουθούν να είναι οι συστάσεις πού δίδονται στους διαδόχους του Nointel, στον Gabriel de Guilleragues στα 1679, Pierre Girardin στα 1685 και Charles de Ferriol στα 1699, καθώς και στους μεταγενέστερους , τόσο για την υποστήριξη των ιεραποστόλων, όσο και για την κατοχή ορισμένων ιερών τόπων.

Οι μισσιονάριοι όμως, παρά τον ζήλο και τις προσπάθειές τους, δεν έχουν επιτυχίες ανάμεσα στις 200.000 Έλληνες τής Κωνσταντινουπόλεως και κυρίως ανάμεσα στις εξέχουσες οικογένειες του Φαναρίου, τούς εκκλησιαστικούς και κοσμικούς κύκλους του. Έτσι οι σχέσεις τους με αυτούς είναι τυπικά ευγενείς. Κύριο εμπόδιο ή έμμονή των Κωνσταντινουπολιτών στην παράδοση και στα «περασμένα μεγαλεία». Αποκαλυπτικά πραγματικά για την νοοτροπία τους είναι όσα γράφει ό Pere Tarillon: «Η όψη των υπολειμμάτων του αρχαίου τους μεγαλείου, αν και θλιβερή και ταπεινωτική, τούς γεμίζει το κεφάλι με δεν ξέρω ποιες υπεροπτικές ιδέες, πού τούς κάνουν απείθαρχους και ματαιόδοξους. Θα έλεγε κανείς ότι όλη αυτή η μεγάλη πόλη και όλη η δύναμη πού κρύβει είναι ακόμη δική τους».
Η δραστηριότητα λοιπόν των μισσιοναρίων περιορίζεται στην εξυπηρέτηση των πνευματικών αναγκών των 12.000 καθολικών και των σκλάβων το Μεγάλου και Μικρού Μπάνιου.
Πιο άνετα και καλύτερα αισθάνονται οι μισσιονάριοι έξω από την πρωτεύουσα την γεμάτη από τις αναμνήσεις τής ορθοδοξίας και από τα φαντάσματα του παλαιού βυζαντινού κόσμου, πού εξακολουθούσαν να τριγυρίζουν μέσα στα ερείπια. Έτσι π.χ. στην Σμύρνη, στο μεγάλο διεθνές εμπορικό κέντρο, με ζην πολυμελή καθολική κοινότητα, η ελευθερία κινήσεων και προπαγάνδας ανάμεσα στους 20.000 Έλληνες είναι μεγαλύτερη. Πολλά παιδιά φοιτούν στα σχολεία των ιησουιτών και πολλοί παρακολουθούν την θεία λειτουργία στην εκκλησία τους. Τα καθήκοντα των μισσιονάριων εκτείνονται και στα πληρώματα των καθολικών σκλάβων των 4 τουρκικών γαλερών, πού είναι προσορμισμένες στο λιμάνι.

2. Επίσης και στην Θεσσαλονίκη υπάρχουν κάποια καλά στηρίγματα για την εξάπλωση του καθολικού δόγματος: είναι οι ευρωπαίοι έμποροι, οι οποίοι ως τις αρχές του 18ου αι. δεν είχαν δική τους εκκλησία και αναγκάζονταν να εκκλησιάζωνται στο σπίτι του προξένου με ιησουίτες λειτουργούς. Λίγο αργότερα οι Ιησουίτες, για να εξαπλώσουν την δραστηριότητά τους ανάμεσα στους ορθοδόξους, κτίζουν ένα παρεκκλήσι, ανοίγουν σχολείο μέσα στην κατοικία τους, στην συνοικία του Αγίου Αθανασίου, και διδάσκουν δωρεάν τα ελληνόπουλα, πού προσέρχονται πρόθυμα για να φωτιστούν. Επίσης κατορθώνουν να κτίσουν νέο παρεκκλήσιο στο όνομα του Αγίου Λουδοβίκου (1706), πού γίνεται ό πυρήνας τής καθολικής εκκλησίας στον φραγκομαχαλά.
Ο ιησουίτες τής Θεσσαλονίκης ενδιαφέρονταν πολύ και για την εξαγορά σκλάβων (είχαν μάλιστα ιδρύσει για τον σκοπό αυτό και ιδιαίτερο ταμείο), καθώς και για την περίθαλψη των Βενετών στρατιωτών, πού διαρκώς λιποτακτούσαν. Γι’ αυτό τον λόγο εισέπρατταν 5 πιάστρα από κάθε βενετικό καράβι. Μέσα στην πόλη συχνά γίνονται συζητήσεις μεταξύ ορθοδόξων και ιησουιτών, κάποτε οξείες, πού αντικείμενο έχουν τις διαφορές των δύο δογμάτων, και ό ιδρυτής της καθολικής εκκλησίας Θεσσαλονίκης (1706) Ιησουίτης Braconnier (ό οποίος και αργότερα ως επικεφαλής των αποστολών της Ανατολής είχε την θερμή υποστήριξη των εμπόρων της Μασσαλίας). Παρά την δραστηριότητά του, δεν κατορθώνει να δημιουργήση ούτε εκεί ούτε και στα περίχωρα αξιόλογες εστίες καθολικής λατρείας.
Μολαταύτα ορισμένοι ιησουίτες αποτολμούν περιοδείες και προς απρόσιτες περιοχές. Έτσι π.χ. ό πατήρ Ματθαίος Piperi (Πιπέρης;) επισκέπτεται τούς ελληνικούς οικισμούς του Ολύμπου, καθώς και των περιοχών του Πηλίου και τής Όσσας, και διαπιστώνει ότι οι άνθρωποι των τόπων εκείνων είχαν τρόπους γλυκείς, αλλά ως προς την θρησκεία ήταν αληθινοί αγριάνθρωποι.
Πάντως ό σουλτάνος, ύστερ’ από καταγγελίες των ορθοδόξων, με το φερμάνι τής 25 Ιουλίου 1702 καλεί τούς ιεροδίκες «τής αριστεράς πλευράς τής Ρούμελης», δηλαδή των ελληνικών χωρών, να εμποδίσουν την προπαγάνδα με απειλή φυλακίσεως. Σ’ αυτό αναφέρει ότι οι ιησουίτες είχαν κατορθώσει να προσηλυτίσουν πολλούς Έλληνες, Αρμενίους, Χαλδαίους και παραγγέλλει να διατάξουν αυτούς πού παραπλανήθηκαν να ξαναγυρίσουν στο παλαιό τους δόγμα.
Ο αμέσως επόμενος σταθμός ιησουιτών προς Ν. είναι η Χαλκίδα, όπου 2 μοναχοί διδάσκουν τούς νέους στο οίκημα, όπου στεγάζονται. Οι αναμνήσεις της βενετοκρατίας είναι ακόμη διάχυτες μέσα στην πόλη, στους στενούς και σκοτεινούς δρόμους και στα πολλά «ζοφερά» σπίτια. Επάνω από την πόρτα των πιο σημαντικών διακρίνονταν τα οικόσημα των παλαιών ιδιοκτητών - μιά εικόνα πού έμεινε ως τις παραμονές της Επαναστάσεως του 1821.

Οι καθολικοί στην Χίο.

Πολύ πιο κατάλληλο για την προπαγανδιστική κίνηση τής καθολικής εκκλησίας είναι το έδαφος στα νησιά του Αιγαίου και ιδίως στις Κυκλάδες. Μολαταύτα ό χρόνος πού περνά ευνοεί την ορθόδοξη εκκλησία, γιατί ό ελληνισμός συνεχώς αφυπνίζεται και επωφελείται από ορισμένα πολιτικά γεγονότα της τουρκοκρατίας, δυσμενή για τούς καθολικούς.
Την βαθμιαία παρακμή της καθολικής εκκλησίας διαπιστώνουμε ακόμη και στο πρώτο σημαντικό έρεισμά της, στην Χίο, πού είχε περισσότερο όψη δυτικής πόλεως παρά ανατολικής, γιατί οι κάτοικοι του νησιού είχαν διδαχθή από τούς Γενουάτες τον τρόπο της οικοδομικής τους τέχνης. Η Χίος λοιπόν ξεχώριζε ως προς αυτό από τα άλλα νησιά του Αιγαίου.
Η κατάληψή της από τούς Βενετούς τον Σεπτέμβριο του 1694 φάνηκε ότι θα ενίσχυε σημαντικά τον καθολικισμό, γιατί οι Βενετοί εκδικούμενοι την εχθρική στάση των Ελλήνων (είχαν μεταβιβάσει στον Τούρκο στόλαρχο την είδηση για την σχεδιαζόμενη απόβασή τους) τούς είχαν κακοποιήσει, κλείσει τις εκκλησίες και δημεύσει τις περιουσίες πολλών. Κατά το εξάμηνο εκείνο διάστημα τής βενετικής κατοχής «οι ιερείς οι παπισταί, όπως γράφει ό Υψηλάντης, εβάπτιζον τα ορθόδοξα νήπια και εξωμολόγουν τούς ορθοδόξους μόνον εν τω ψυχορραγείν. Δακρυρροούντες και δωροδοκούντες οι ορθόδοξοι εδεήθησαν να επιστραφούν αυτοίς αι εκκλησίαι των, αλλ’ ούκ εισηκούσθησαν, και εβιάζοντο λειτουργείσθαι εις τας παπικάς εκκλησίας, και τούς αντιλέγοντας επαίδευον ως αποστάτας τής αριστοκρατίας, και παντί τρόπω εβίαζον τούς ορθοδόξους αναδέξασθαι τον παπισμόν».
Η κατοχή αυτή τερματίστηκε με την αποχώρηση των Βενετών στις 21 Φεβρουαρίου 1695. Μαζί τους τότε έφυγαν στην Πελοπόννησο ό επίσκοπος Ludovico Balsarini, 20 κληρικοί και 60 καθολικές οικογένειες. Εξαγριωμένα οι Τούρκοι προβαίνουν σε θανατώσεις επιφανών πολιτών, σε διώξεις και άλλες πράξεις βίας, ιδίως εναντίον των καθολικών, δημεύουν τα κτήματα τους, καταστρέφουν τις εκκλησίες τους ή τις μεταβάλουν σε τζαμιά. Οι ευγενείς και γενικά οι χριστιανοί διώκονται από το κάστρο.
«Οι διωγμοί εκείνοι», γράφει ό καθολικός εκκλησιαστικός ιστορικός Clemente da Terzorio, «θα μπορούσε κανείς να πη, ότι μοιάζουν μ’ εκείνες τις καταδιώξεις της Εκκλησίας στα πρώτα της χρόνια. Οι Τούρκοι ιθύνοντες πούλησαν με ασήμι είκοσι τέσσερες από τις εκκλησίες μας, πού με τρόπο ιερόσυλο τις είχαν βεβηλώσει• κατέστρεψαν τούς βωμούς έσπασαν και ποδοπάτησαν τις ιερές πέτρες, τράβηξαν από τις θέσεις τους τούς εσταυρωμένους και τούς χλεύασαν, κρέμασαν ανάποδα τα αγάλματα της Παναγίας, κομμάτιασαν τα αγάλματα των Αγίων με χειρονομίες και βρισιές βδελυρές. Οι σχισματικοί (οι ορθόδοξοι) πέτυχαν με το ίδιο μέσο (με το χρήμα) διατάξεις ε υ ν ο ϊ κ έ ς, οι οποίες σε πέντε ή έξι άρθρα υποδουλώνουν την επισκοπική μας αξιοπρέπεια: ό κλήρος μας και όλοι οι καθολικοί ανήκουν στην δικαιοδοσία του σιμωνιακού και αιρετικού αρχιεπισκόπου των, ό οποίος μας υποχρεώνει να παίρνουμε απ’ αυτόν ή να αγοράζουμε την άδεια και τον τύπο τής λειτουργίας στις ενορίες μας, με τούς περιορισμούς εκείνους πού αρέσουν σ’ αυτόν, να επαναφέρουμε στην παλιά του μορφή το ρωμαϊκό (γρηγοριανό) ημερολόγιο• μπορούν εξάλλου, όσοι θέλουν από τούς σχισματικούς (ορθοδόξους) υπηκόους του, να διαλύουν τούς γάμους, πού έχουν γίνει ανάμεσα σ’ αυτούς και στους δικούς μας τούς καθολικούς• μας αναγκάζει ακόμη να διορθώσουμε τις καταχρήσεις πού θέλει αυτός και πού λέγουν ότι γίνονται στην καθολική εκκλησία».
Πραγματικά στον κατατρεγμό αυτόν των καθολικών φαίνεται ότι δεν έμειναν αμέτοχοι και ορισμένοι ορθόδοξοι τής Χίου, κυρίως οι πρόκριτοι. Μολαταύτα οι ιησουίτες δεν εγκατέλειψαν το νησί: ντυμένοι με άλλα ρούχα πήγαιναν στα σπίτια των καθολικών, από το ένα στο άλλο, λειτουργούσαν, τελούσαν τα ιερά μυστήρια και παρακινούσαν τούς πιστούς σε εγκαρτέρηση. Το παλαιό αρχείο τής καθολικής επισκοπής, πού θα μπορούσε να μας δώση πολύτιμες πληροφορίες, κάηκε κατά την ελληνική επανάσταση του 1822. Σώθηκαν δύο μόνο βιβλία των γάμων, βαπτίσεων και θανάτων, πού βρίσκονταν στο σπίτι του τότε εφημερίου - άγνωστο ποιού. Χαρακτηριστική είναι η επιγραφή «Matrimonia contracta in domibus a diversis sacerdotibus propter persecutionem ritus nostril post adventum Venetorum», γραμμένη τον Οκτώβριο του 1694 στην σ. 126, με αύξ. αριθ. καταγραφής 1547.
Η παρακμή τής καθολικής κοινότητας της Χίου — παρά το ενδιαφέρον της γαλλικής αυλής και των Γάλλων διπλωματικών αντιπροσώπων — συνεχίζεται και στα μετέπειτα χρόνια, γιατί εξακολουθεί η δυσπιστία των Τούρκων απέναντι των μισσιοναρίων με όλα τα συνακόλουθά της, με τις φυλακίσεις, υπερβολικές φορολογικές επιβαρύνσεις, κατηγορίες, συκοφαντίες, κλήσεις στον καδή κ.λπ. Μολαταύτα οι ιησουίτες εμμένουν με ζήλο και αυταπάρνηση στην αποστολή τους και ύστερ’ από λίγα χρόνια, στα 1714, όπως αναφέρει ό αποστολικός επισκέπτης Tarillon, κατορθώνουν να δημιουργήσουν ανεκτικό περιβάλλον και να προσφέρουν τις πνευματικές τους υπηρεσίες και σ’ αυτούς ακόμη τούς 1.200 καθολικούς σκλάβους των 4 γαλερών του νησιού, Γερμανούς, Ισπανούς, Ιταλούς και Γάλλους.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στα 1729, ό Fourmont αναφέρει ότι η καθολική εκκλησία τής Χίου είχε 60 ιερείς, χωρίς να λογαριαστούν οι ιησουίτες και οι καπουκίνοι.
Από την Χίο ήταν εύκολο να κινηθή η φιλοδοξία των μισσιοναρίων και προς την Μυτιλήνη με τις 3 πόλεις και τα 80 χωριά της, προς τα Μοσχονήσια και την Σάμο με τις 12-15.000 κατοίκους και τα 18 χωριά της, από τα οποία 3 έμοιαζαν με πόλεις. Μολαταύτα δεν έγινε εκεί καμμιά μόνιμη εγκατάσταση.
Ο Tarillon αναφέρει ότι ό αριθμός των καθολικών τής Χίου, παρά τούς διωγμούς, αυξήθηκε από 3.000 (έναντι 10.000 Τούρκων και 100.000 ορθοδόξων) σε παραπάνω από 7.000, αλλά η είδηση δεν είναι ακριβής. Πάντως γεγονός είναι ότι κατά τα μέσα του 18ου αι. οι καθολικοί κατόρθωσαν να προσηλυτίσουν έναν αριθμό ορθοδόξων, πράγμα πού προκάλεσε νέα ένταση στις σχέσεις των δύο στοιχείων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός ομαδικού προσηλυτισμού 80 ορθοδόξων του χωριού Δαφνώνας, οι οποίοι στην αλληλογραφία των καθολικών αναφέρονται ως neofotisti και neofiti. Τέλος η αρμονική συμβίωση αποκαθίσταται και πάλιν, πολλές μάλιστα εκκλησίες μέσα στην πόλη και στην ύπαιθρο εξυπηρετούν τις κοινές πνευματικές ανάγκες των κατοίκων των δύο δογμάτων (το δεξιό κλίτος για τούς ορθοδόξους και το αριστερό για τούς καθολικούς) και τελούνται μεικτοί γάμοι, οι οποίοι όμως απορροφούν βαθμιαία την μειοψηφία.
Η κατάπτωση τής καθολικής εκκλησίας είναι περισσότερο έκδηλη κατά το δεύτερο μισό του 18ου αι.: στα 1757 οι καθολικοί είναι περίπου 1.600 και στα 1791 μόνο 1.101. Κάπου κάπου παραπονούνται για καταδρομές των ορθοδόξων εκκλησιαστικών κύκλων. Το τελειωτικό κτύπημα το έδωσε η καταστροφή τής Χίου στα 1821.
Σήμερα την καθολική κοινότητα της Χίου την αντιπροσωπεύουν 20 περίπου ελληνικές οικογένειες με τον μοναδικό τους ιερέα.
Η ίδια τροχιά προς την παρακμή των καθολικών κοινοτήτων διαγράφεται και στα άλλα νησιά του Αιγαίου, στην Νάξο, Σύρα, Πάρο, Άνδρο κ.α.

Οι καθολικοί στην Νάξο.
Η πιο σπουδαία έδρα του καθολικισμού στις Κυκλάδες εξακολουθεί να είναι η Νάξος, της οποίας, όπως είδαμε, επίσκοπος, μετά την υποταγή τής Ρόδου στα 1522, έλαβε την πρώτη θέση στην ιεραρχία τής καθολικής εκκλησίας μέσα στο Αιγαίο. Η λατινική αρχιεπισκοπή Νάξου περιελάμβανε, όπως και σήμερα, την Νάξο, Πάρο και Αντίπαρο. Η αίγλη τής νέας αρχιεπισκοπής είχε ενισχυθή με την εγκατάσταση των φραγκισκανών (εκκλησία έχουν την Annuziata, πού κτίζουν στα 1535) και των ιησουιτών στα 1627, όπως έχουμε ιδεί στον προηγούμενο τόμο.
Ακολουθούν όμως τα δυσμενή για τούς καθολικούς γεγονότα, η υποτέλεια (1537) και τέλος εξαφάνιση (1566) του δουκάτου του Αιγαίου, καθώς και οι ποικίλες καταπιέσεις σε βάρος των αρχιεπισκόπων dalla Cavele, Pisani καί Domenico della Grammatica, πού έχουν καταστρεπτικές συνέπειες. Έτσι, όταν στις αρχές του 17ου αι. έρχεται ό τέταρτος αρχιεπίσκοπος Rendi, δεν υπάρχει κτηματική περιουσία τής δυτικής εκκλησίας στο νησί. Έχει πουληθή και βρίσκεται στα χέρια των δυνατών του τόπου, όπως μας πληροφορεί ό ίδιος ό αρχιεπίσκοπος στην έκθεσή του του 1601, όπου μας δίνει ποικίλες και ενδιαφέρουσες άλλες πληροφορίες για τις επιτυχείς προσπάθειές του ν’ αποκτήση διάφορα προνόμια για την καθολική εκκλησία των Κυκλάδων.
Επλήρωνε για την Εκκλησία του στην Νάξο και Πάρο 24 τσεκίνια τον χρόνο, στον καπουδάν πασά 8 τσεκίνια, για την εκκλησία του Αγ. Αντωνίου 4 τσεκίνια και πολλά άλλα ακόμη μικρά και μεγάλα ποσά για διαφόρους λόγους στον σουλτάνο, καπουδάν πασά και στον μπέη των γαλερών τής Νάξου. Μολαταύτα, από τον φόβο των αβανιών και από την φτώχεια του δεν τολμούσε να συγκεντρώση τούς επισκόπους και ιερείς τής δικαιοδοσίας του, Νάξου, Πάρου, Σύρας, Άνδρου, Μήλου και Σαντορίνης. Το κοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο ζούσαν οι καθολικοί του νησιού στα 1700, ήταν το εξής: Οι απόγονοι των φεουδαρχών ζούσαν στον κόσμο τους με κύρια απασχόληση το κυνήγι ή έμεναν κλεισμένοι και απομονωμένοι συνήθως μέσα στους τετράγωνους πύργους τής έξοχής ή στο Κάστρο, αιχμάλωτοι των απαρχαιωμένων ιδεών και συνηθειών τους, φροντίζοντας να μη έλθουν σε επιγαμίες με τις επίσημες ορθόδοξες οικογένειες, πού κατοικούσαν έξω απ’ αυτό και οι οποίες δεν υστερούσαν και αυτές σε ματαιοδοξία: και οι μεν και οι δε δεν μιλούσαν για τίποτε άλλο παρά για τα περασμένα μεγαλεία τους, για τα γενεαλογικά τους δένδρα, των Justiniani, των Grimaldi, των Sommaripa των Παλαιολόγων ή Κομνηνών. Και όμως οι περήφανοι αυτοί ευγενείς, όταν έφθανε στο νησί ό πιο ασήμαντος μπέης γαλιότας, έσπευδαν ν’ αλλάξουν τον βελούδινο σκούφο τους με τον κόκκινο πού φορούσαν οι καταδικασμένοι να κωπηλατούν στις γαλέρες και έτρεμαν εμπρός στον πιο μικρό αξιωματικό του καραβιού. Γελοία επίσης για τούς ξένους, αλλά γραφική και εκφραστική του κλίματος των ιδεών, ήταν και η επιστροφή των οικοδεσποινών, μετά τον τρυγητό, από την έξοχή στο Κάστρο: 30-40 γυναίκες του σπιτιού στην σειρά, άλλες πεζή και άλλες επάνω σε γαϊδούρια κρατώντας επιδεικτικά διάφορα φορέματα ή σκεύη, ακολουθούσαν την κυρία πού ανεβασμένη σ’ ένα ψωροάλογο έμπαινε και περνούσε θριαμβευτικά μέσ’ από τους στενούς, λοξούς και λιθόστρωτους δρόμους του κάστρου.
Παρ’ όλες όμως τις δυσκολίες τους οι καθολικοί τής Νάξου, συσπειρωμένοι γύρω από τον αρχιεπίσκοπό τους, τελούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Αξίζει να μνημονευθή ιδιαίτερα η δράση ενός θρησκευτικού σωματείου, τής «Αδελφότητος του Αγιωτάτου σώματος του Χριστού» (έτος ιδρύσεως 1226), τής «Confraternita del sanrissimo Corpo di Cristo». Από την έκθεση του αποστολικού επισκέπτη Tarillon αντλούμε αρκετά ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την αδελφότητα αυτή, πού ονομαζόταν τότε «η αδελφότης των μετανοούντων ή του Εσταυρωμένου» και είχε την έδρα στο δουκικό παρεκκλήσι, στην «Κυρά μας Καπέλλα». Η αδελφότητα δρούσε σύμφωνα με τούς κανονισμούς τής Ρώμης και πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στους κατοίκους του νησιού. Μέλη της ήταν πια όχι μόνο λατίνοι, αλλά και ορθόδοξοι. Τελούσαν δημόσια λειτουργία την Σαρακοστή και τις μεγάλες γιορτές του χρόνου, περιέθαλπαν φτωχές οικογένειες και φρόντιζαν να φέρνουν την Θεία Κοινωνία στους ασθενείς.
Το σχολείο που είχαν ανοίξει οι ιησουίτες στα 1627 δεν είχε αποδώσει, επί πολλά χρόνια, καλούς καρπούς. Σ’ αυτό διδάσκονταν τα στοιχειώδη γράμματα. Άλλοι μάθαιναν να διαβάζουν και να γράφουν ιταλικά ή ελληνικά, άλλοι μελετούσαν πιο συστηματικά, για να καταλαβαίνουν και να μιλούν καλά τα ιταλικά, άλλοι, οι πιο προχωρημένοι, σπούδαζαν την λατινική γραμματική και γλώσσα και άλλοι επιδίδονταν στην λογοτεχνία. Όσοι απ’ αυτούς ήθελαν ν’ ακολουθήσουν το ιερατικό στάδιο, έπρεπε απαραίτητα να κάνουν λατινικά. Ο αρχιεπίσκοπος μάλιστα τούς επίεζε προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί δεν υπήρχε έφεση και σχεδόν όλοι ήταν ικανοποιημένοι με το να εξηγούν το ευαγγέλιο και το προσευχητάριο. Ο ανώνυμος καθολικός ιερωμένος, πού μας τα αφηγείται αυτά, είναι απογοητευμένος από την επίδοση των μαθητών και τα αισθήματά του τα συμμερίζονται, φαίνεται, και οι άλλοι μοναχοί: «όταν τα παιδιά, γράφει, γίνωνται 15 ή 20 ετών, δεν έχουν πια διάθεση για γράμματα• είναι φυγόπονοι και ζητούν να επωφεληθούν περισσότερο από την σχολή του Βάκχου παρά του Απόλλωνα». Είναι όμως ικανοποιημένοι οι ιησουίτες, όταν οι μαθητές τους βγαίνουν από το σχολείο καταρτισμένοι τουλάχιστο στις αρχές τής πίστεως.
Με το πέρασμα του χρόνου βελτιώνεται η εργασία του σχολείου αυτού, το οποίο — αν εξαιρέση κανείς δύο μικρές διακοπές, μεταξύ 1773-1782 και 1887-1891 — λειτούργησε ως τα 1927, δηλαδή 300 περίπου χρόνια. Ύστερα από την Μεγάλη του Γένους Σχολή, είναι το μόνο εκπαιδευτικό ίδρυμα πού έχει να παρουσιάση τόσο μακροχρόνιο βίο. Η πλούσια βιβλιοθήκη του, τα Αρχεία και τα ωραία του έπιπλα λεηλατήθηκαν από τούς Ιταλούς κατά την Κατοχή 1941-1943, ενώ το κτίριο κατερειπώθηκε ύστερ’ από τον βομβαρδισμό τής στρατωνισμένης εκεί μέσα γερμανικής φρουράς από την συμμαχική αεροπορία. Αυτό ήταν και το τέλος του εκπαιδευτικού ιδρύματος.
Οι ιησουίτες με την μειλίχια και ευγενική στάση τους προσπαθούν και κατορθώνουν να κερδίσουν την αγάπη και την εύνοια των ορθοδόξων ιερέων και επισκόπων, ώστε να τους επιτρέπουν να κάνουν κηρύγματα και κατήχηση μέσα στις εκκλησίες τους. «Οι συνηθισμένες μας απασχολήσεις, γράφει στα 1714 ό αποστολικός επισκέπτης Tarillon, στο Κάστρο είναι τα κηρύγματα της Σαρακοστής και του Σαρανταήμερου στην μητρόπολη και στην εκκλησία μας, όπου το ακροατήριο αποτελείται από Λατίνους και Έλληνες, οι διδαχές στις συναθροίσεις του Σαββάτου και οι κατηχήσεις των αγοριών την Κυριακή και των κοριτσιών την Δευτέρα. Εκτός απ’ αυτά έχουμε μιά μεγάλη τάξη παιδιών των Λατίνων και των Ελλήνων, όπου οι νέοι κληρικοί ανατρέφονται ξεχωριστά. Κάθε Παρασκευή, μετά το γεύμα, ένας από τούς πατέρες μιλεί στην μητρόπολη για διάφορα θέματα συνειδήσεως και ό αρχιεπίσκοπος είναι παρών πάντοτε με τον κλήρο του. Ο πατήρ εξηγεί πρώτα τα ζητήματα, έπειτα ό καθένας προβάλλει τα προβλήματά του».
2. Στην Νάξο, εκτός από τούς ιησουίτες, είχαν έλθει στα 1627, όπως είδαμε, ως μισσιονάριοι και οι καπουκίνοι, στους οποίους είχε παραχωρηθή ένα καλό κτήμα. Οι καπουκίνοι ίδρυσαν το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου του Παταβίνου και σύγχρονα άνοιξαν και σχολείο, όπου εδίδασκαν ανάγνωση, γραφή, λίγη γραμματική και αριθμητική. Στα 1678 επισκέπτεται το σχολείο (αριθμούσε τότε 55 μαθητές), ό αποστολικός επισκέπτης Venier, ό οποίος λέγει στους μοναχούς να φροντίσουν για την συντήρησή του, γιατί ήταν η «πεμπτουσία των ιεραποστολών, και ότι ή Ιερή Προπαγάνδα δεν τούς συνιστούσε τίποτε άλλο» . Ο ανταγωνιστικός όμως ζήλος μεταξύ ιησουιτών και καπουκίνων τούς έφερνε κάποτε σε οξείες διενέξεις και ρήξεις. Αν κοντά σ’ αυτές ό αναγνώστης προσθέση και τις ιδεολογικές ζυμώσεις και προστριβές ορθοδόξων και λατίνων, θα σχηματίση μιά σωστή ιδέα για μερικά μαύρα σύννεφα, πού σκοτείνιαζαν κάπου κάπου την θρησκευτική ατμόσφαιρα του μικρού νησιού.
Γενικά, αν εξαιρέση κανείς την μονή των φραγκισκανών, την αρχαιότερη μέσα στο νησί, τής οποίας οι μοναχοί κάθε άλλο παρά λειτουργοί τού Θεού ήταν, εσωτερική οργάνωση τής εκκλησίας και η ζωή των καθολικών ιερωμένων τής Νάξου ήταν καλή. Η φιλάνθρωπή τους μάλιστα συμπεριφορά απέναντι των φτωχών και ασθενών, σε οποιοδήποτε θρησκευτικό δόγμα και αν ανήκαν, ήταν χτυπητή, ιδίως σε καιρούς επιδημιών και πολιτικών ανωμαλιών. Γι’ αυτό η παρουσία τους δεν ήταν δυσάρεστη στους ορθοδόξους. Στις θρησκευτικές τους γιορτές ήταν παρών και ό ίδιος ορθόδοξος κλήρος ή και συχνά έπαιρνε ενεργό μέρος. Πολύ γραφική μάλιστα εικόνα παρουσίαζε η πομπή των ορθοδόξων, όταν με τον σταυρό, τα λάβαρα, τα εξαπτέρυγα και με τις ψαλμωδίες προϋπαντούσαν έξω από το χωριό τους τον αποστολικό επισκέπτη ή άλλον καθολικό επίσημο.
Οι μητροπολίτες και οι παπάδες τής Νάξου είναι φιλελεύθεροι στις σχέσεις τους με τούς καθολικούς: τούς αφήνουν να κηρύσσουν στις εκκλησίες, κάποτε μάλιστα τούς παρακαλούν, αλλά είναι αφοσιωμένοι στην ορθοδοξία και δεν δέχονται καμία αλλαγή στο δόγμα τους ή καμιά αυθαιρεσία σε βάρος τής εκκλησιαστικής τους περιουσίας. Η αντίδρασή τους μάλιστα είναι ισχυρότερη, όσο εξασθενεί η δύναμη των τοπικών αρχόντων. Έτσι π.χ. οι κάτοικοι του χωριού Φιλώτι στα 1714 υπερασπίζουν με πείσμα την εκκλησία τους, πού ό φεουδάρχης τους Χρύσανθος Μπαρότσης μηχανεύεται να την κάνη κτήμα των δυτικών, «την γονικήν μας ενοριακήν εκκλησίαν κυρίαν Θεοτόκον, η οποία ανηγέρθη και ανεκαινίσθη από τον καιρόν του αειμνήστου Κομνηνού του βασιλέως και την είχαν και οι προπάτορές μας και ημείς έως την σήμερον», όπως γράφουν στον πατριάρχη Κοσμά τον από Αλεξανδρείας.
Στο νησί ζουν επίσης και μερικές δομινικανές μοναχές, αλλά χωρίς αυστηρούς κανόνες. Αυτές, κατά τα τέλη του 18ου αι. σύμφωνα με έκθεση (της 5 Απριλίου 1792) του αρχιεπισκόπου Crispi, ζούσαν έξω από το μοναστήρι, μέσα στα σπίτια τους. Επειδή όμως ό τρόπος τής ζωής τους δεν ήταν κόσμιος, ό λατίνος ιεράρχης έγραφε ότι δεν επρόκειτο να ντύση άλλες με το μοναχικό ένδυμα, αλλά θα τις άφηνε (τις 9 πού είχαν απομείνει από τις 14) να εξακολουθήσουν την ζωή τους, ωσότου σβήσουν η μιά ύστερ’ απ’ την άλλη. Οι διάδοχοί του κατόπιν ας έκαναν ό,τι θα τούς υπαγόρευε η φρόνηση και ό ζήλος τους.
Πάντως αισθητή ήταν η ανάγκη για την ίδρυση ενός γυναικείου μοναστηριού με αυστηρούς μοναχικούς κανονισμούς. Στα 1714 κιόλας είχε προτείνει ό Tarillon να ιδρυθή μοναστήρι ουρσουλινών υποστηρίζοντας ότι το ζήτημα δεν θα παρουσίαζε δυσκολίες, αρκεί 2-3 Γαλλίδες μοναχές ν’ αναλάμβαναν μέσα σε 4-5 χρόνια να εκπονήσουν τον κανονισμό και να γίνουν κατόπιν πρότυπα μοναστικής αρετής και ζωής. Η σκέψη αυτή είχε κιόλας προχωρήσει, αφού μάλιστα ό αρχιεπίσκοπος από την παλιά οικογένεια των Ιουστινιανών είχε παραχωρήσει —για το μελλοντικό αυτό ίδρυμα— μεγάλο οικόπεδο στο ωραιότερο μέρος του Κάστρου. Τρόφιμες του μοναστηριού αυτού θα ήταν τόσο οι νέες χήρες, πού συνήθιζαν να μην ξαναπαντρεύωνται στα νησιά του Αιγαίου, όσο και πολλές νέες κοπέλλες πού δεν παντρεύονταν, γιατί δεν είχαν την περιουσία την ανάλογη με την κοινωνική τους θέση ή και δεν είχαν καθόλου περιουσία, εφόσον την κληρονομούσε, κατά το φεουδαλικό δίκαιο, ό πρωτότοκος γιος ή η πρωτότοκη κόρη. Οι υστερότοκοι ακολουθούσαν συνήθως το εκκλησιαστικό στάδιο και οι κόρες έμεναν στο σπίτι με το ένδυμα τής δομινικανής, ενώ στην πραγματικότητα έκαναν υπηρετική εργασία. Εκτός όμως από τις απόκληρες αυτές, υπήρχαν και άλλες, τόσο καθολικές όσο και ορθόδοξες, πού επιθυμούσαν ν’ ακολουθήσουν το μοναχικό στάδιο.
Πραγματικά αργότερα, του αρχιεπισκόπου Antonio Maturi (1733- 1749), ιδρύεται επιτέλους το μοναστήρι των ουρσουλινών , πού σώζεται ως σήμερα. Το μοναστήρι αυτό, καθώς και το αντίστοιχο των δομινικανών τής Σαντορίνης, ήταν τα μόνα γυναικεία καθολικά μοναστήρια στην Ανατολή.
Οι ουρσουλίνες, αντίθετα προς τις δομινικανές, αποτελούσαν πρότυπα μοναχικού βίου και αρετής και ασκούσαν ευεργετικές επιδράσεις στην μικρή κοινωνία τής Νάξου. Διατηρούσαν σχολείο για τα κορίτσια των καθολικών και τα δίδασκαν όχι μόνο εργόχειρα, αλλ’ ανάγνωση, γραφή και προ πάντων την κατήχηση. Και όλ’ αυτά μέσα σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες, γιατί είχαν χάσει το μεγαλύτερο μέρος του μικρού τους κεφαλαίου, πού το είχαν καταθέσει σε μερικούς Γάλλους εμπόρους της Κωνσταντινουπόλεως, Σμύρνης και Θεσσαλονίκης, οι οποίοι είχαν πτωχεύσει.
Οι αντικειμενικές όμως συνθήκες γενικά στην Ανατολή είναι δυσμενείς για τον καθολικισμό. Όπως παρατηρήσαμε και στα άλλα κέντρα του, έτσι και στην Νάξο κατά τα τέλη του 18ου αι. φανερή είναι η παρακμή τής καθολικής κοινότητας και των θρησκευτικών της ιδρυμάτων. Κύρια αίτια: οι βενετοτουρκικοί πόλεμοι, οι αυθαιρεσίες Βενετών και Τούρκων σε βάρος των νησιωτών και η βαθμιαία πνευματική και εθνική αφύπνιση των Ελλήνων. Τι θα μπορούσε να κάνη ό ζήλος των ιεραποστόλων εμπρός στην ακατανίκητη φορά των πραγμάτων;
Μολαταύτα οι ιησουίτες τής Νάξου αγωνίζονται ν’ αποδώσουν όσο το δυνατόν περισσότερα. Με κέντρο το νησί τους περιοδεύουν κατά καιρούς, κάνουν διδαχές και σημειώνουν, φαίνεται, ορισμένες επιτυχίες στα νησιά, Σίφνο, Σέριφο, Τζιά (Κέα), Θερμιά (Κύθνο), Άνδρο, Πάρο, Αντίπαρο, Τήνο, Μύκονο, Ικαρία και Κίμωλο, δηλαδή ανάμεσα σε περισσότερους από 40.000 κατοίκους. Υπερβολικά όμως, αν όχι ασύστατα, είναι όσα γράφει ό αποστολικός επισκέπτης Tarillon στα 1714, ότι οι επιτυχίες τους είχαν ξεπεράσει τις προσδοκίες τους. Φαίνεται ότι δεν επρόκειτο τόσο για την εξάπλωση του δυτικού δόγματος, όσο τής επιρροής τους, κυρίως στην Πάρο, όπως θα ιδούμε λίγο παρακάτω.
Κατά τα τέλη του 18ου αι., συγκεκριμένα μετά την άφιξη και κατά την μακριά παραμονή του ρωσικού στόλου στο Αιγαίο, η θέση των καθολικών γίνεται δύσκολη, γιατί αναζωπυρούνται οι θρησκευτικές αντιθέσεις. Στην έδρα του δουκάτου, στην Νάξο, εξακολουθούν βέβαια να επιζούν μερικές από τις παλιές φεουδαρχικές οικογένειες, πού είχαν κάποιους συγγενικούς δεσμούς με τον δουκικό οίκο των Crispi, όπως π.χ. οι Sommaripa, Grimaldi, Barozzi, Sforza-Castri, Cocco, Baseggio, Della Rocca και Coronello (υπήρχαν και δυό άλλες οικογένειες, πού είχαν εγκατασταθή τον 17ο αι. στο νησί, του Raymond de Modena και του Lastique de Vigouroux), η δύναμη όμως όλων αυτών των οικογενειών είχε μειωθή σημαντικά. Ό,τι είχε απομείνει από την αίγλη του αρχαίου δουκάτου ήταν το παλάτι, πού κατέρρεε κι’ αυτό σε ερείπια, ένας τετράγωνος πύργος στην κορυφή του Κάστρου, από το κιγκλιδωτό μπαλκόνι του οποίου η θέα προς την απέραντη θάλασσα ήταν γοητευτική. Μόνον η θρησκευτική εξουσία αντιπροσωπευόταν με τον καθεδρικό πεντάκλιτο ναό (έργο του πρώτου δούκα), στο δάπεδο του οποίου σώζονται ακόμη ως σήμερα πολλές επιτάφιες πλάκες με τα ονόματα των παλιών φραγκικών οικογενειών. Ο λατίνος αρχιεπίσκοπος είχε μικρά εισοδήματα, κατ’ αντίθεση προς τον ορθόδοξο.
Στα 1773 οι ιησουίτες αποχωρούν από την Νάξο, καθώς και από τις άλλες θέσεις τους στην Ανατολή, γιατί το τάγμα τους καταργείται επί Κλήμεντος ΙΔ’ (1769-1774). Στα καθήκοντά τους και στα κτήματα τούς υποκαθιστούν οι λαζαριστές στα 1782 ή 1783, σύμφωνα με διάταγμα του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ και με την έγκριση του πάπα Πίου ΣΤ’ (1775-1799).
Η υποκατάσταση των ιησουιτών είναι γενική σε όλες τις έδρες των αποστολών τους στην Εγγύς Ανατολή, και σε όλα τα έργα τους τόσο τα θρησκευτικά όσο και τα διδακτικά. Οι λαζαριστές έχουν το κέντρο τους στο Παρίσι και προστάτη τους άγιο τον Vincent de Paul. Δεν διέπονται από τις αυστηρές διατάξεις των άλλων μοναχικών ταγμάτων και είναι πιο κοινωνικοί και ευχάριστοι στον λαό. Αυτοί με το διδακτικό τους έργο συντελούν, ώστε η γαλλική να εξακολουθή να μιλιέται πάρα πολύ στο νησί.
Μολαταύτα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 18ου αι. οι νέες αναταραχές και οι πολεμικές επιχειρήσεις στο Αιγαίο, η έκρηξη της γαλλικής επαναστάσεως, η βαθμιαία κοινωνική και εθνική αφύπνιση των ορθοδόξων χωρικών, ό φανατικός ζήλος του επισκόπου τους, αλλά και η αντίδραση των δυνατών καθολικών φεουδαρχών, οξύνουν πάλι τις σχέσεις των δύο στοιχείων και προκαλούν νέες προστριβές μεταξύ τους
Ο επίσκοπος Ιωάννης Βαπτιστής Crispi στην έκθεσή του της 25 Απριλίου 1792 καταγγέλει με τα εξής την εχθρική στάση το συναδέλφου του ορθόδοξου επισκόπου: «Οι Έλληνες σχισματικοί (ορθόδοξοι) υπερβαίνουν τον αριθμό των 10.000 ψυχών• οι παπάδες και οι καλόγεροί τους είναι πάνω από 100. Τρέφουν πάντα μίσος αδυσώπητο εναντίον των καθολικών, το οποίο αυξάνει από τις ευκαιρίες και το θάρρος, πού τούς δίνει η προπετής εξουσία του κακόβουλου και κακόπιστου αρχιεπισκόπου τους. Αυτός ασκεί τόση επιρροή στο πνεύμα όλων με το να είναι ό απόλυτος κύριος και ό μοναδικός δεσποτικός άρχοντας του τόπου. Γι’ αυτό και οι δικοί του τολμούν κάθε λίγο να χλευάζουν, ν’ αδικούν και να ταπεινώνουν όχι μόνο τα πρόσωπα των πολλών δικών μας καθολικών, αλλ’ ακόμη και τις ίδιες τις εκκλησίες μας, όχι τόσο ακόμη αυτές πού βρίσκονται μέσα στο φρούριο, γιατί είναι καλά ασφαλισμένες και προφυλαγμένες, αλλ’ αυτές πού έχουμε έξω από το φρούριο, στο προάστειο (borgo), και τις άλλες εκκλησούλες τής υπαίθρου. Σπάζουν τις πόρτες, ρίχνουν μέσα ακαθαρσίες και καταστρέφουν τα ομοιώματα, καθώς και κάθετι άλλο ιερό πού βρίσκεται εκεί. Και όταν σε τέτοιες περιπτώσεις εκφράζω τα δίκαια παράπονά μου ζητώντας ικανοποίηση, υποκρίνεται (ό Έλληνας αρχιεπίσκοπος) ότι λυπάται, απειλεί με τιμωρίες αυτούς πού εγκλημάτησαν και υπόσχεται ότι θα προβή σε επισκευές. Όλα όμως τελειώνουν με ωραία λόγια και αρχίζουμε πάλι από την αρχή. Αυτό σημαίνει καθαρά ότι η αυτός είναι εκείνος πού τα προκαλεί όλα αυτά ή τουλάχιστο έχει γνώση ότι διαπράττονται παρόμοιες απρέπειας».
Ποια όμως είναι ή αλήθεια; Ποιος έχει την ευθύνη για την κατάσταση αυτή; Ο περιηγητής Olivier, αφού δίνει πληροφορίες για τον κλήρο και των δύο δογμάτων, για τα θρησκευτικά ιδρύματα και τις λαμπρές τελετές, καθώς και για τις διενέξεις του, κακίζει τούς ιερείς, γιατί κυβερνούν τον τόπο με μιά σιδερένια βέργα και κάνουν, χωρίς να το θέλουν, τούς κατοίκους περισσότερο κακούς παρά ευσεβείς, πιο φιλόδικους, πιο ταραξίες παρά δίκαιους και φιλάνθρωπους».
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: "Ὁ ἀνθελληνισμὸς τοῦ Βατικανοῦ εἶναι μόνιμος, ὅσο ὁ Ἑλληνισμὸς μένει ἑνωμένος μὲ τὴν Ὀρθοδοξία"

7
Οι καθολικοί στην Σύρα και Πάρο.

Απ’ όλα τα νησιά του Αιγαίου η Σύρα (βλ. εκ. 10), το άγονο και φτωχικό νησί με την μιά μόνο κωμόπολη , εξακολουθεί να έχη τον συμπαγέστερο πληθυσμό καθολικών. Η συντριπτική τους πλειονότητα είχε κάνει πολλές ξένες φραγκικές οικογένειες (μετά την κατάλυση των φραγκικών ηγεμονιών στην ηπειρωτική Ελλάδα, στα νησιά του Β. Αιγαίου και ιδίως στο δουκάτο του Αιγαίου, 1566) ν’ αναζητήσουν καταφύγιο στο νησί, το γνωστό για την αφοσίωσή του στον πάπα.
Στην Σύρα λοιπόν είχε δημιουργηθή ένας δυναμικός πυρήνας καθολικών, οι Φ ρ α γ κ ο σ υ ρ ι α ν ο ί, οι οποίοι αφομοιώνουν και τις επήλυδες ορθόδοξες οικογένειες, πού έρχονται και αυτές εκεί κατά διάφορες εποχές μετά την τουρκική κατάκτηση, από διάφορα μέρη του ελληνισμού, από την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα κλπ. Αν οι οικογένειες αυτές προσήλθαν στον καθολικισμό, οφείλεται, νομίζω, στο ότι ήταν εύπορες και παλιές αρχοντικές και θέλησαν να συγγενέψουν και να συνδεθούν με τις όμοιές τους καθολικές. Μολαταύτα μιά μικρή και συνεκτική ομάδα ορθοδόξων έμενε πάντα σταθερή στις πεποιθήσεις της.
Στο νησί δρουν όχι μόνο μοναχοί, αλλά και μοναχές φραγκισκανές και δομινικανές και αργότερα, δεύτερο μισό του 17ου αι. οι ουρσουλίνες. Όλες αυτές, εκτός από εξαιρέσεις, δεν μένουν σε μονές, αλλά στα σπίτια τους. Επικεφαλής έχουν ηγούμενο και η πνευματική τους μόρφωση οφείλεται στους αντίστοιχους μοναχούς.
Η συμπαγής αυτή καθολική κοινότητα τής Σύρας δέχεται, όπως είδαμε, ισχυρό πλήγμα με την επιδρομή και λεηλασία του Κάστρου στις 18 Νοεμβρίου 1617 από τούς Τούρκους. Μετά το γεγονός αυτό παρατηρείται συνεχής αύξηση του αριθμού των ορθοδόξων.
Οι καθολικοί όχι μόνο λιγοστεύουν, αλλά φτωχαίνουν και αδυνατούν να συντηρήσουν την μητρόπολή τους. Έτσι οι επίσκοποι Σύρου κατά τα μέσα του 18ου αι. αντιμετωπίζουν μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες, ακόμη και στο ζήτημα τής αγοράς τής ιερατικής στολής και τής διατροφής τους. Ζητούν λοιπόν και παίρνουν επιχορηγήσεις από την Αγία Έδρα και από την Γαλλία. Προσπάθεια για την τόνωση του σημαντικού αυτού κέντρου του καθολικισμού παρατηρούμε μεταξύ 1744-1773, οπότε εγκαθίστανται και δρουν στο νησί οι ιησουίτες. Έτσι κατά την διάρκεια του 18ου αι., και ως τα τέλη του σχεδόν, οι αναλογίες ορθοδόξων και καθολικών δεν παρουσιάζουν σημαντικές αλλαγές. Ίσως η στάσιμη αυτή αντιστοιχία οφείλεται στην παράλληλη εγκατάσταση και καθολικών στο νησί, πού προέρχονταν από την Δυτική Ευρώπη. Όπως παρατηρούσε ό Della Rocca στα 1790, από τα οικογενειακά ονόματα του νησιού τα 3/4 ήταν ευρωπαϊκά: Damiraglia, Rousseaux, Rossi, Capello, Damolfi, Della Rocca, Dapola, De la Croix, La Pierre, Marinelli, Bridesi, Dalegio, Durazzo, Privilegio, Vacondio κ.λ.π. . «Η κατά δόσεις εγκατάστασις Φράγκων μετοίκων, παρατηρεί ό ιστορικός του νησιού Δρακάκης, διηυκόλυνε μεγάλως τον εξελληνισμόν των, ως επίσης και το γεγονός, ότι οι εγκατασταθέντες Φράγκοι κατήγοντο εκ διαφόρων μερών τής Ευρώπης και ως εκ τούτου δεν είχον τας αυτάς παραδόσεις, συνηθείας, γλώσσαν και έθιμα, πράγμα όπερ αν συνέβαινεν, θα συνετέλει εις την δημιουργίαν συμπαγούς πυρήνος με αλλοδαπήν σύνθεσιν».
Έτσι κατά τα τέλη του 18ου αι. η Σύρα εξακολουθούσε να είναι το προπύργιο του καθολικισμού μέσα στις Κυκλάδες και είχε πολλούς κληρικούς, 40-50, μερικοί από τούς οποίους είχαν κάνει τις σπουδές τους στην Ρώμη ή σε άλλα μέρη τής Δυτικής Ευρώπης. Πολλοί απ’ αυτούς δίδασκαν στους νέους ανάγνωση, γραφή και τα πρώτα στοιχεία τής θρησκείας και είχαν κάνει το νησί φυτώριο των ιερωμένων τής Ανατολής: σε όλα σχεδόν τα λιμάνια της, όπου υπήρχε πρόξενος τής Γαλλίας, συναντούσε κανείς και ένα καθολικό ιερέα από την Σύρα. Σύγχρονα οι 25 μοναχοί του τάγματος των καπουκίνων και άλλες τόσες του Αγίου Ιακώβου (Jecobines) συμπλήρωναν την εικόνα της καθολικής εκείνης εστίας. Εκτός απ’ αυτές, δύο ουρσουλίνες πού περνούσαν μιά μεμπτή ζωή στα σπίτια των γονέων τους, φρόντιζαν για την αγωγή των κοριτσιών. Την θέση του νησιού αυτού μέσα στο Αιγαίο την χαρακτηρίζει με τα εξής ό Della Rocca: «Αν και βρίσκεται στην μέση ενός χάους από πλάνες (θρησκευτικές) η Σύρα, δεν υστερεί σε ό,τι αφορά την θρησκεία από τις χώρες πού βρίσκονται στο κέντρο του χριστιανισμού. Για όσους δεν γνωρίζουν καλά την Ανατολή είναι μια ευχάριστη έκπληξη να βλέπουν, όταν αγκυροβολούν στην Σύρα, την ελευθερία με την οποία εκδηλώνεται δημοσία η καθολική λατρεία και κυρίως κατά την λιτανεία της Αγίας Δωρεάς. Την ημέρα αυτής της σεμνής τελετής, όσα πλοία των χριστιανικών δυνάμεων βρίσκονται στο λιμάνι της σημαιοστολίζονται και χαιρετούν την πομπή με πολλές κανονιές. Αυτή η γλυκιά ελευθερία πού χαίρεται η Σύρα είναι ό καρπός της προστασίας του βασιλιά τής Γαλλίας». Από τις εκκλησίες και τα ιδιωτικά παρεκκλήσια αντηχούσε συχνά το μελωδικό πολυχρόνιο: «Domine salvum fac regem nostrum Ludovicum». Ο βασιλιάς τής Γαλλίας ήταν «le roi tres-chretiem».
Από τα τέλη όμως του 18ου αι. η αναχώρηση πολλών καθολικών προς τα αστικά κέντρα τής αυτοκρατορίας, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη και Θεσσαλονίκη, για να εξασφαλίσουν τα οικονομικά μέσα για τις οικογένειές τους, καθώς και η άφιξη άλλων ορθοδόξων από τα γειτονικά νησιά, ή παντρειά μερικών απ’ αυτούς με καθολικές και η οριστική εγκατάστασή τους εδώ αλλοιώνουν βαθμιαία, αλλ’ αποφασιστικά την παλιά σύνθεση του πληθυσμού.
Ευνοϊκούς όρους για την εξάπλωση του δυτικού δόγματος μέσα στα νησιά και ιδίως σε εκείνα πού είχαν επίκαιρη θέση και κάποιους οικονομικούς πόρους είχαν δημιουργήσει κατά τον 17ο αι. μέσα στο Αιγαίο οι βενετοτουρκικοί πόλεμοι και ιδίως η δράση των καθολικών πειρατών. Το σπουδαιότερο από τα νησιά αυτά ήταν η Πάρος. Το νησί αυτό (με τις τρεις κωμοπόλεις, την Νάουσα ή Άγουσα, την Παροικία με τα σπίτια και την εκκλησία της τα καμωμένα από λείψανα και θραύσματα από αρχαία οικοδομήματα , την Κέφαλο και τα 5-6 χωριά), φημισμένο για την γονιμότητά του, για τα σιτηρά, για το κρασί και το βαμβάκι, καθώς και για τις πηγές του, είχε καλά και απάνεμα λιμάνια, πράγμα πού έκανε τις μοίρες του βενετικού στόλου ή τούς πειρατές να τα επισκέπτωνται συχνά (βλ. χάρτη 4). Επόμενο ήταν οι κάτοικοι να υποφέρουν πολύ από τις ποικίλες καταπιέσεις και αυθαιρεσίες τους και ν’ αποβλέπουν προς την ανακούφισή τους από τα δεινά αυτά. Δύο ήταν οι δρόμοι σωτηρίας τους: 1) να τούς μετοικίση η Πύλη σε άλλους τόπους, πράγμα δυσκατόρθωτο• ή 2) να εγκατασταθούν στο νησί τους ιησουίτες και καπουκίνοι, οι οποίοι —εκτός από τις άλλες ποικίλες υπηρεσίες πού θα μπορούσαν να προσφέρουν (πνευματικές, εκπαιδευτικές και ιατρικές) — με τις φιλικές τους σχέσεις με τούς πειρατές θ’ απέτρεπαν τις καταδυναστεύσεις σε βάρος των νησιωτών.
Εδοκίμασαν και τούς δύο τρόπους, αλλά στα σοβαρά ενδιαφέρθηκαν μόνο για την εγκατάσταση των καθολικών μοναχών. Ίσως γιατί προς αυτήν την λύση τούς ωθούσαν και οι λίγοι καθολικοί του νησιού. Πράγματι, στα 1765, ύστερ’ από αλλεπάλληλες γραπτές αιτήσεις των Παριανών, έρχονται από την Νάξο στην Νάουσα δύο καπουκίνοι, ό Σεραφείμ de Riom και ό Ιλαρίων de Vitelle, πού μαζί με τον ηγούμενο Φραγκίσκο d’ Aras αγόρασαν τον ορθόδοξο ναό του Αγίου Αθανασίου και αμέσως άνοιξαν σχολείο στο σπίτι, όπου κατοίκησαν.
Ο Ζερλέντης, στηριζόμενος σε ειδήσεις του βιβλίου των καπουκίνων της Νάξου, λέγει ότι η «ενοικίασίς» των στην Νάουσα έγινε δυνατή χάρη στα χρήματα πού πήραν από έναν Τούρκο σκλάβο (τούς τον χάρισε ό πειρατής Auger), πού τον πούλησαν στην Σμύρνη. Χαρακτηριστικό είναι ότι, όταν οι καπουκίνοι εγκαταστάθηκαν στην Πάρο, ό ηγούμενός τους Πολύκαρπος ό Σοσαναίος είπε, ανάμεσα σε άλλα, και τα εξής στους κατοίκους τής Παροικίας: «σάς τάζουμε να εμποδίσωμεν να μην σάς πειράζη κανείς ωσάν εμπορέσωμεν και να σάς βοηθήσωμεν εις κάθε πράγμα».
Μολαταύτα οι συνθήκες μέσα στο Αιγαίο και ιδιαίτερα στην περιοχή τής Πάρου ήταν τέτοιες, ώστε να είναι αδύνατο οι μοναχοί αυτοί να τηρούν πάντοτε τις υποσχέσεις τους• δεν μπορούσαν κάποτε να προστατέψουν ούτε και τούς λίγους ομοδόξους των. Έτσι στα 1710 ό καθολικός ιερέας και οι προύχοντες των καθολικών τής Νάουσας παρακαλούν τον αποστολικό επισκέπτη Monsignor Castelli να εξιστορήση στην Sacra Congregazione και στην Αγία Έδρα τις αδικίες και ζημίες, πού τούς κάνουν κυρίως οι χριστιανοί πειρατές, και ζητούν «με πικρότατα δάκρυα την βοήθεια και την προστασία τής Αγίας Έδρας»: ν’ απαγορεύση ό πάπας στους καθολικούς πειρατές, με απειλή τον κεραυνό του αφορισμού και άλλες εκκλησιαστικές ποινές, να καταπιέζουν και να ληστεύουν τούς καθολικούς κατοίκους.
Οι χριστιανοί και των δύο δογμάτων ζουν ειρηνικά και συχνές είναι οι επιγαμίες μεταξύ τους, οι οποίες συντελούν στην αρμονική αυτή συμβίωση. Είναι περίεργο ότι οι ιησουίτες δεν παρουσιάζονται —στα φανερά τουλάχιστο— να εμποδίζουν την φιλική αυτή αναστροφή, πού, όπως είναι πρόδηλο, απειλεί την καθολική μειονότητα. «Οι μισσιονάριοι, γράφει ό Tarillon, προσπαθούν και αυτοί να συντηρούν την καλή αυτή επικοινωνία και να εργάζωνται για την σωτηρία όλων».
Δηλωτικό του ανεκτικού πνεύματος πού επικρατούσε στο νησί ήταν ότι ως τα τέλη του 18ου αι. ό καθολικός ιερέας λειτουργούσε και τελούσε όλες τις ενοριακές ακολουθίες, χωρίς κανείς ορθόδοξος να τον εμποδίζη. Κοινή μάλιστα λειτουργία γινόταν το Μεγάλο Σάββατο και στις 16 Αυγούστου μέσα στον αρχαιότερο και πολυτελέστερο ναό των ορθοδόξων, στο γνωστό μοναστήρι τής Εκατονταπυλιανής (βλ. εικ. 11), όπου κατά παλαιότατη παραχώρηση είχαν ιδρύσει οι καθολικοί ιερό βήμα προς τιμή του αγίου Αντωνίου του Παταβίνου. Πηγαίνοντας προς το μοναστήρι, δεξιά, υπήρχε μονή των καπουκίνων με καλοκτισμένη εκκλησία και ωραίο κήπο. Οι δυό μοναχοί του στα 1700 αποζούσαν από τις ελεημοσύνες και δίδασκαν ελληνικά και Ιταλικά.
Σχετικά με την αλληλοανοχή ορθοδόξων και καθολικών μην εποχή αυτή ενδιαφέροντα είναι όσα ήταν γραμμένα σε παλιό σημείωμα: «Συνήθεια παλαιά ήτον ότι την ημέρα της Αγίας Δωρεάς να πηγαίνουσι όλοι οι ιερείς των Ρωμαίων εις την λειτουργίαν ακολουθόντας εις την λιτήν όπου γίνεται εις την Χώραν• ομοίως οι κληρικοί να παραστέκουνται εις την λειτουργίαν του Αγίου Αντωνίου όπου είναι ό τιτουλάριος του ιδίου βήματος• και διά ανταπόκρισιν τής αρχοντίας επήγαινεν πάλιν ό βικάριος με όσους ιερείς ήθελεν ευρεθούσι Λατίνους εις την λιτήν ήγουν εις τον επιτάφιον του μεγάλου σαββάτου και του επιταφίου τής Παναγίας δεκαπενταυγούστου με όλους του τούς εφημερίτας, δίδοντας ακόμη άδειαν των εφημερίτων του να ακολουθούσιν εις όλαις τις άλλαις λίταις του χρόνου των Ρωμαίων».
Οι ορθόδοξοι, εκτός από την Εκατονταπυλιανή, είχαν πολλές εκκλησίες όχι μόνον μέσα στις κωμοπόλεις, αλλά και στην ύπαιθρο. Οι αγροτικές αυτές εκκλησίες ήταν πάμπολλες, αλλά οι περισσότερες αφρόντιστες και, όπως έλεγε περιφρονητικά ό αποστολικός επισκέπτης Castelli στα 1710, ήταν «μάλλον καλύβες ή σπηλιές και καταφύγιο των ζώων, παρά οίκοι αφιερωμένοι στον Θεό».
Ο αριθμός των καθολικών της Πάρου μειώνεται αργά αλλά σταθερά κατά την διάρκεια του 18ου αι. Κατά τα μέσα μάλιστα του αιώνα, με την απήχηση των διαφόρων πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων, με την εξάπλωση της παιδείας και την βαθμιαία αφύπνιση των εθνικών συνειδήσεων οι άλλοτε αρμονικές σχέσεις των κατοίκων των δύο δογμάτων άρχισαν να διαταράσσωνται. Η κατάσταση επιδεινώνεται με τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-1774, οπότε η Πάρος με τούς ασφαλείς της όρμους γίνεται ό κύριος σταθμός της ρωσικής μοίρας. Εκεί συγκεντρώνονταν, εκτός από τούς Ρώσους, και οι άτακτοι Έλληνες ναυτικοί, ιδίως οι φανατικοί ορθόδοξοι αλβανόφωνοι τής Ύδρας, Σπετσών και του Σουλίου, οι οποίοι απαγόρευσαν την είσοδο των δυτικών στην Εκατονταπυλιανή, όπου είχαν παρεκκλήσι και βωμό, και κατέστρεψαν την μονή και εκκλησία των καπουκίνων στην Παροικία• ακόμη βεβήλωσαν και τάφους. Τότε οι περισσότεροι από τούς 40 περίπου καθολικούς (έναντι των 6.000 ορθοδόξων) σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη. Μετά την λήξη του πολέμου επέστρεψαν μερικοί, ώστε κατά τα τέλη του 18ου αι. έφθαναν μόλις τα 23 άτομα. Οι περισσότεροι ήταν φτωχοί και κατοικούσαν μόνο στην Παροικία. Μάταια ό πιο πλούσιος ανάμεσά τους ό Λεονάρδος Κονδύλης, θερμός καθολικός και προύχοντας του τόπου, προσπαθούσε ν’ αναζωογονήση τον καθολικισμό πού έσβηνε μοιράζοντας ελεημοσύνες στους φτωχούς ομοδόξους του και προστατεύοντάς τους όσο μπορούσε. Έτσι ό καθολικός αρχιεπίσκοπος Παροναξίας Ιωάννης Βαπτιστής Crispi, ό οποίος καταγγέλλει τις κακοήθειες μερικών ορθοδόξων σε βάρος των καθολικών και των θρησκευτικών ιδρυμάτων τους, διαπίστωνε μελαγχολικά στην έκθεσή του προς την Sacra Congregazione ότι από τούς τρεις άλλοτε ιερείς, πού εξυπηρετούσαν τις πνευματικές ανάγκες του ποιμνίου τους ως εφημέριοι ή ως εξωτερικοί επίτροποι στην Παροικία, Νάουσα και Αντίπαρο, τώρα μόνον ένας λειτουργούσε με τον τίτλο του βικαρίου και με μόνιμη έδρα την Παροικία, γιατί πουθενά αλλού δεν υπήρχαν πια καθολικοί.

Οι καθολικοί στην Άνδρο, Σαντορίνη και Τήνο.


Και στην όμορφη Άνδρο με τα ψηλά βουνά και τις ειδυλλιακές κοιλάδες της, με τα εξοχικά σπίτια της, τούς ωραίους κήπους και την ποικιλία των οπωροφόρων της, ό αριθμός των οπαδών του δυτικού δόγματος (300 περίπου έναντι 9.000 ορθοδόξων) ελαττώνεται συνεχώς, γιατί η τουρκοκρατία δημιούργησε και εδώ, όπως παντού, όρους ευνοϊκούς για την αφύπνιση και αναθάρρηση των ορθοδόξων, καθώς και για την προσέλευση των καθολικών στην ορθοδοξία.
Από τις αρχές κιόλας του 17ου αι. το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται με επιταχυνόμενο ρυθμό: οι ορθόδοξοι κινούνται θαρραλέα τόσο στον θρησκευτικό, όσο και στον πολιτικό και κοινωνικό τομέα. Τις απόψεις μου ενισχύει και η πλήρωση έπειτα, στα 1610, της ορθόδοξης επισκοπικής έδρας της Άνδρου. Η νέα επισκοπή επεδίωξε και πέτυχε —όπως έγινε και στα άλλα νησιά— να ξαναπάρη στην εξουσία της ένα μέρος από τα εκκλησιαστικά κτήματα, πού είχαν καταλάβει οι Φράγκοι στις αρχές του 13ου αι. Έτσι τώρα υπάρχουν και εκεί δύο επίσκοποι, ό λατίνος και ό ορθόδοξος. Με αυτόν τον τρόπο οι ορθόδοξοι Ανδριώτες απαλλάσσονται από την υποτέλειά τους στον πάπα και από την βίαια ένωσή τους με την καθολική εκκλησία. Το πνεύμα της θρησκευτικότητας είναι ιδιαίτερα έντονο την εποχή αυτή. Χαρακτηριστική είναι η αθρόα ίδρυση εκκλησιών και μοναστηριών κατά τον 16ο, 17ο και 18ο αι. Πολλά απ’ αυτά έπειτα κατερειπώθηκαν για διάφορους λόγους, κυρίως γιατί οι μοναχοί ή οι μοναχές ήταν λίγοι και δεν έβρισκαν διαδόχους.
Σύγχρονα ένα άλλο γεγονός συνέβαλε στην επικράτηση της ορθοδοξίας: η αποχώρηση των καπουκίνων από το νησί κατά τα τελευταία έτη του κρητικού πολέμου εξ αιτίας των αυθαιρεσιών των πληρωμάτων του τουρκικού στόλου έδωσε την ευκαιρία στον ορθόδοξο επίσκοπο να εντείνη την δραστηριότητά του. Έτσι προσελκύει στο ποίμνιό του τους περισσοτέρους από τούς καθολικούς του νησιού, οι οποίοι μάλιστα είχαν και παράπονα εναντίον του τελευταίου λατίνου επισκόπου Ιγνατίου Ρόζα (1670-1710). Άλλωστε ό αριθμός των καθολικών είχε μειωθή σημαντικά κατά την διάρκεια του 17ου αι. εξ αιτίας των μεικτών γάμων, γιατί συνήθως τα παιδιά των οικογενειών αυτών βαπτίζονταν και ανατρέφονταν σύμφωνα με τα νόμιμα τής ορθόδοξης εκκλησίας. Ομαδική μετάσταση καθολικών στην ορθοδοξία έγινε πιθανόν την Μεγάλη Εβδομάδα του 1693, οπότε ό Ιγνάτιος Ρόζα είχε κληθή στην Ρώμη να δώση εξηγήσεις για την αναταραχή, πού είχε προκαλέσει στην καθολική κοινότητα. Ίσως στα γεγονότα αυτά οφείλεται και η επάνοδος των καπουκίνων στο νησί στα 1700, δηλαδή ένα χρόνο μετά την παγίωση τής ειρήνης στην ΝΑ Ευρώπη με την συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699). Τότε με την βοήθεια των κατοίκων, ορθοδόξων και καθολικών, κατορθώνουν να ξανακτίσουν το μοναστήρι και την ωραία εκκλησία τους, του Αγίου Βερναρδίνου, πού είχε εν τω μεταξύ ερειπωθή.
Για το έργο των καπουκίνων και των άλλων καθολικών ιερέων μιλούν με ενθουσιασμό οι περιηγητές από το δεύτερο μισό του 17ου αι. ως τις αρχές του 18ου (από τον Thevenot ως τον Ρ. Lukas), παρασυρόμενοι ίσως από αυτοεπαίνους των ίδιων των μισσιοναρίων. Ο αρχιεπίσκοπος όμως Ιουστινιάνης όχι μόνον δεν είναι ευχαριστημένος στα 1700, αλλά λυπάται βαθιά παρατηρώντας την βαθμιαία αποσκίρτηση των δυτικών προς την ορθοδοξία. Τα αίτια τ’ αποδίδει στην μακροχρόνια απουσία των ιεραρχών τους από το νησί, στην έλλειψη ζήλου και στην ανικανότητα και αμάθεια των ιερέων. Και καταλήγει με θλίψη: ενώ πρώτα οι δυτικοί ήταν 2-3.000, τώρα παρεπίδημοι και μόνιμοι κάτοικοι μόλις ανεβαίνουν στους 50• οι υπόλοιποι 6.000 είναι ορθόδοξοι, σκορπισμένοι σε διάφορα χωριά και μεγάλους πύργους.
Ο Pere J. X. Portier τον επόμενο χρόνο, στα 1701, σημειώνει ότι άλλοτε οι οικογένειες των δυτικών ανέβαιναν ως τις 800 περίπου, ότι οι περισσότερες (και αυτό είναι μάλλον ανακριβές) έπεσαν θύματα μιας επιδημίας, πού ερήμωσε το νησί, και ότι οι υπόλοιπες αυτοεξορίστηκαν, για ν’ αποφύγουν τις καταδιώξεις των ορθοδόξων (εννοεί άραγε τις βίαιες αντιδράσεις των Ελλήνων μετά την κατάλυση του δουκάτου;), ή προσήλθαν στην ορθοδοξία. Στα 1701 οι υπολειπόμενοι δυτικοί κυρίως ήταν τα μέλη της μεγάλης φραγκικής οικογένειας των Della Grammatica, των αδελφών Νικολάου και Αντωνίου, με επικεφαλής τον πρώτο, πρόξενο τής Γαλλίας, πού είχε μεγάλη δύναμη και κύρος μέσα στο νησί. Από τα 7 παιδιά του Νικολάου — ό δεύτερος ήταν άτεκνος— δύο ή τρεις μόνον ακολούθησαν το δόγμα του πατέρα τους. Οι άλλοι προσήλθαν στην ορθοδοξία.
Μολαταύτα, οι μισσιονάριοι αγωνίζονται σκληρά. Συγκεκριμένα οι ιησουίτες —παρά τις πρόσκαιρες επισκέψεις τους στο νησί— με τις θερμές διδασκαλίες και τα κηρύγματά τους αφήνουν βαθιές εντυπώσεις στον λαό και στους άρχοντες, στους ά ρ χ ο υ ς, όπως τούς ονομάζουν. Οι ιεραπόστολοι εντυπωσιάζονται μάλιστα τόσο από την ευγένεια, την καλοσύνη, την φιλοξενία και την θρησκευτική ανοχή των νησιωτικών αυτών πληθυσμών, ώστε ένας από αυτούς αναφωνεί• «Queln bien ne ferait-on pas dans ces vastes contrees, si nous etions sevourus d’un plus grand nombre d’ouvriers evageliques!».
Και φαίνεται κατορθώνουν να προσηλυτίσουν ή να κλονίσουν πολλούς, ώστε να διαφημιστή το γεγονός και ό πατριάρχης Γαβριήλ Γ’, πού είχε ανησυχήσει, να συμβουλεύση στα 1706 τούς Ανδριώτες ν’ απομακρυνθούν από την ετερόδοξη διδασκαλία και να μείνουν πιστοί στα δόγματα τής ορθοδοξίας. Αυστηρά επιτιμά γενικά τους νησιώτες: «. . .με τι εύλογον στοχασμόν μόνοι εσείς οπού κατοικείτε εις τας νήσους ταύτας παρά τούς άλλους απανταχού χριστιανούς ελάχατε να είσθε έτσι ολιγόψυχοι εις την πίστιν, οπού αρνήθητε τόσον εύκολα τον ζήλον των γονέων και προπατόρων σας;. . . . Αποστρέψατε τα πρόσωπά σας από τούς πλάνους αυτούς και πονηρούς υποκριτάς, τους Φραγγοπατέρας. Κλείσατε τα ώτα σας και μην ακούετε πλέον τας διδαχάς τους . . ., εάν θέλετε να είσθε συμμέτοχοι των θείων επαγγελιών». Εδώ, φαίνεται, σταμάτησε ό προσηλυτισμός και οι κλονισμένοι ξανακέρδισαν την παλιά τους γαλήνη.
Κατά τα μέσα του 18ου αι. ό αριθμός των δυτικών τής Άνδρου μειώνεται ακόμη περισσότερο. Από την εποχή αυτή αρχίζει η πνευματική αναγέννηση των Ανδριωτών και η ανάδειξη φωτεινών ιερωμένων. Λειτουργούν μεγάλα και λαμπρά ορθόδοξα μοναστήρια, όπως του Άγρα σε μικρή απόσταση από το λιμάνι Γάβρειο και τής Παναχράντου έξω από την πόλη, και δρουν επιφανείς λόγιοι κληρικοί, μερικοί από τούς οποίους ανεβαίνουν και στους πατριαρχικούς θρόνους Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας . Τελικά η έλλειψη πιστών αναγκάζει τούς καπουκίνους να φύγουν από το νησί. Στα 1770 η έδρα του επισκόπου είναι κενή και μόνον ένας ιερέας πού στέλνεται από την Ρώμη με τον τίτλο του βικαρίου τον αντιπροσωπεύει εκεί.
Στα 1784 οι καπουκίνοι πουλούν για 1.510 γρόσια και το μοναστήρι του Αγίου Βερναρδίνου, πού εξακολουθούσαν να κατέχουν, στον βικάριο Ιάκωβο Μπαρότση. Οι τελευταίοι καθολικοί τής Άνδρου εξακολουθούν να είναι μερικά μέλη του οίκου Della Gammatica (του κλάδου Μπούζαλη), εγκατεστημένα στο χωριό Απατούρια. Οι απόγονοί τους όμως τελικά προσέρχονται στην ορθοδοξία.
Αλλά και τα μνημεία τής λατρείας των δυτικών εξαφανίζονται με το πέρασμα των χρόνων. Εκτός από τον Αγ. Ανδρέα και τον δισυπόστατο ναό του Αγ. Βερναρδίνου—Αγ. Νικολάου στην πρωτεύουσα, υπήρχαν και πολλοί άλλοι φραγκικοί ναοί, οι περισσότεροι παρεκκλήσια, πού σήμερα ή έχουν χαθή από το πρόσωπο τής γης ή είναι ερειπωμένα. Μόνον τα ξενικά βαπτιστικά ονόματα, πού έχουν σήμερα ορθόδοξοι Ανδριώτες, πως Αυγουστής, Γάσπαρης, Ζάννες, Λινάρδος, Λουρέντζος, Φραντζέσκος κ.λ.π. ή Ανέζα, Διασέτα, Όρσα, Φλωρέζα κ.λ.π., θυμίζουν την μακρινή φραγκοκρατία.
Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η ιστορία τής καθολικής κοινότητας της Σαντορίνης, πού είναι ασφαλώς το πιο εντυπωσιακό νησί του Αιγαίου. Οι πανύψηλοι — σχεδόν απότομα αναδυόμενοι από τα βαθύτατα νερά της — βράχοι, πού προκαλούν τον ίλιγγο, το ηφαίστειο με την δραματική ιστορία των εκρήξεών του, οι υποβλητικές ηφαιστειώδεις χαραδρώσεις της, οι πολλές και βαθιές σπηλιές της, η έλλειψη πηγών, το κατάξερο και σχεδόν καψαλισμένο έδαφος, επάνω στο οποίο όμως ευδοκιμούν τα πολλά αμπέλια της, πού βγάζουν το ξακουστό σαντορινιώτικο κρασί, τα χωράφια της, πού είναι εύφορα, αν και ποτέ δεν ποτίζωνται και δεν λιπαίνωνται, δημιουργούν εντυπώσεις πού μένουν βαθιά χαραγμένες στην ψυχή του επισκέπτη. Όσο η φύση με την βιβλική της όψη φαινόταν ν’ αποδιώχνη τούς ανθρώπους από την Σαντορίνη, τόσο περισσότερο αυτοί προσκολλούνταν επάνω της με αγάπη.
Το νησί είναι φτωχό, γιατί —εκτός από το κρασί— περιορισμένα είναι τα προϊόντα του: κριθάρι, φασόλια, αρακάς, κεχρί, σησάμι, πεπόνια κ.λ.π. σε μικρές ποσότητες. Λίγο επίσης είναι και το χόρτο για τα ζώα. Το πόσιμο νερό είναι βρόχινο και το μαζεύουν επάνω στα δώματα. Το κυνήγι των αποδημητικών πουλιών, πού περνούν από το νησί το φθινόπωρο, καθώς και το ψάρεμα δίνουν το κρέας στους Σαντορινιούς.
Οι ορθόδοξοι μέσα στο νησί ήταν δεκαπλάσιοι από τούς δυτικούς, όπως και στην Νάξο: στους 7.000 κατοίκους μόνο 700 ήταν οι καθολικοί. Στους ορθοδόξους επίσης ανήκαν και οι περισσότερες απ’ τις 300 εκκλησίες και παρεκκλήσια τής Σαντορίνης με πλήθος ονομάτων. Ποικιλώνυμες επίσης και γραφικές ήταν και οι εκκλησίες των καθολικών, οι οποίοι ήταν συγκεντρωμένοι κυρίως στον Σκάρο. Αξίζει να μνημονευθή ιδιαίτερα η γυναικεία μονή των δομινικανών, η S. Catarina di Siena, η μοναδική μέσα στην οθωμανική αυτοκρατορία, πού την είχε ιδρύσει στα 1595 ό καθολικός επίσκοπος Antonio de Marchis (1588-1611). Εκεί κοντά υψωνόταν στα 1651 και μιά ορθόδοξη γυναικεία μονή, του Αγ. Νικολάου, όπου ασκούνταν 30 μοναχές, οι οποίες έτρεφαν φιλικά αισθήματα προς τούς ιησουίτες, τον πάπα και γενικά προς την δυτική εκκλησία.
Κατά τα τέλη του 17ου αι. «κατ’ εξαίρεσιν ίσως των άλλων νήσων», όπως λέγει ό Sauger, καθολικοί και ορθόδοξοι ζουν αρμονικά, μέσα σε μιά ατμόσφαιρα θρησκευτικών δοξασιών με έντονο χρώμα, ποικίλων άλλων λαϊκών παραδόσεων, ηθών και εθίμων, δεισιδαιμονιών κ.λ.π. . Στα 1704 όμως σημειώνονται ορισμένες προστριβές, αλλά είναι πρόσκαιρες και η γαλήνη βασιλεύει και πάλιν ανάμεσα στους οπαδούς των δύο δογμάτων. Οι ιησουίτες διατηρούν σχολείο και ταξιδεύουν στα γύρω νησιά Ίο, Αμοργό, Φολέγανδρο, Σίκινο και Ανάφη και κάνουν κηρύγματα και διδαχές.
Οι καθολικοί όμως, όπως παντού, χάνουν συνεχώς έδαφος. Ολόκληρες οικογένειες, κατά το τέλος του 17ου αι. και τις αρχές του 18ου αι., ασπάζονται την ορθοδοξία. Στα 1757, ακόμη και στα χωριά Πύργος και Εμπορειό, όπου άλλοτε κατοικούσαν πολυάριθμες καθολικές οικογένειες, είχαν πια μείνει δυό-τρεις ψυχές. Κι’ όμως γι’ αυτές, πριν από έναν ακριβώς αιώνα, έγραφε συγκινημένος ό Pere Richard ότι συμμετείχαν με κατάνυξη στις, πομπές και στα κηρύγματα και σέβονταν βαθύτατα τον πάπα: «η ευχή του μετά μας» έλεγαν φωναχτά.
Τα κύρια αίτια της αραιώσεως του καθολικού ποιμνίου ήταν πολλά, κατά τον Hofmann: η έλλειψη ιερέων, κακή συμπεριφορά ορισμένων, οι μεικτοί γάμοι και η απομόνωση μικρών ομάδων μέσα στα ορθόδοξα χωριά, πράγμα πού τούς ανάγκαζε να εκκλησιάζωνται μέσα στις ορθόδοξες εκκλησίες. Έπειτα, τα ταξίδια των κατοίκων, πού τούς μορφώνουν και τους πλουτίζουν, ευνοούν την ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων και διευκολύνουν την διάχυση των δύο στοιχείων. Τέλος η ελληνική επανάσταση του 1821 ξυπνά τούς ορθοδόξους και τούς κάνει να σηκώνουν κεφάλι και να μην αναγνωρίζουν τις παλιές φεουδαλικές συνήθειες των καθολικών προυχόντων. Στα 1830 οι καθολικοί της Σαντορίνης κατεβαίνουν στους 612. Οι μισοί σχεδόν, 50 οικογένειες, κατοικούν στην μικρή πρωτεύουσα του νησιού Φηρά (αφότου εγκαταλείφθηκε ό Σκάρος) και αποτελούν μιά συμπαγή κοινότητα, σταθερά αφοσιωμένη στην δυτική εκκλησία: είναι οι άρχοντες και οι κτηματίες του νησιού. Οι υπόλοιποι καθολικοί είναι σκορπισμένοι στα άλλα 4 κάστρα και ανακατεμένοι με τους ορθοδόξους. Συνεχώς παρατηρούνται προσελεύσεις προς την ορθοδοξία. Την εποχή αυτή ό φανατισμός των «Ελλήνων», όπως γράφει στην έκθεσή του τής 29 Ιανουαρίου / 9 Φεβρουαρίου 1830 ό καθολικός επίσκοπος Luka de Cigalla, είναι αξιοσημείωτος. Το πράγμα δείχνει πολύ καθαρά ότι η ζωηρή αφύπνιση τής ελληνικής εθνικής συνειδήσεως, η ταύτισή της με την ορθοδοξία και κατόπιν οι αγώνες τής ανεξαρτησίας έφερναν την ορθόδοξη κοινότητα αντιμέτωπη προς την καθολική. Η θέση της τελευταίας γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη, γιατί αποτελούσε θρησκευτική μειονότητα, απομονωμένη κάπως από την γενική ολότητα, εφόσον οι Σαντορινιοί, όπως και οι άλλοι νησιώτες πού είχαν μεικτές θρησκευτικές ομάδες, χωρίζονταν από τούς δυτικούς ιερωμένους σε «καθολικούς» και «Έλληνες». Η μόνη λύση για τούς καθολικούς να βγουν από το πλέγμα αυτό του απομονωτισμού —και αυτό αποτελούσε ένα ισχυρό ψυχολογικό κίνητρο— ήταν να προσέλθουν στην ορθοδοξία.
Στην βενετοκρατούμενη Τήνο η καθολική προπαγάνδα δεν μπόρεσε ν’ αναπτύξη μεγάλη δράση. Μολονότι οι Βενετοί δεν ανέχονταν την παρουσία των ιησουιτών, κατόρθωσαν αυτοί στα 1679 —επί του προτελευταίου λατίνου επισκόπου Angelus Venerius— να εγκατασταθούν στο Εξωβούργο του νησιού και να κτίσουν μονή. Ο συνάδελφός τους Carayon υποστηρίζει ότι οι μισσιονάριοι ανέπτυξαν αξιοσημείωτη εκπολιτιστική δράση και εργάστηκαν πολύ για την εξημέρωση των ηθών των κατοίκων Οξωμεριάς Τήνου. Εκτός από τις καθολικές εκκλησίες τής Τήνου, αξίζει να μνημονευθή η παλαιά μονή των ουρσουλινών στην κωμόπολη Λουτρά, η οποία συντηρείται, όπως και σήμερα, μόνο με τα εργόχειρά τους.
Οι ορθόδοξοι είχαν 200 παπάδες υπό τον πρωτοπαπά, αλλά υπάγονταν στον λατίνο επίσκοπο του τόπου. Αυτός αποφαινόταν και για την ικανότητα των υποψηφίων παπάδων, αφού εδήλωναν προηγουμένως ότι αναγνωρίζουν το πρωτείο του πάπα και τής δυτικής εκκλησίας.
Αξιοσημείωτη ήταν και σ’ αυτό το νησί η ειρηνική συμβίωση ορθοδόξων και καθολικών. Σε όλες τις ορθόδοξες εκκλησίες του υπήρχε βήμα για τούς δυτικούς ιερείς, από το οποίο ελεύθερα ανέπτυσσαν τις ιδέες τους για τα αμφισβητούμενα σημεία των δύο δογμάτων. «Κατά τας επισήμους εορτάς και παρατάξεις, έγραφε ό ιστορικός του τόπου Δρόσος, συνεκκλησιάζετο αμφοτέρων των δογμάτων ό κλήρος, εν δε τω εισέρχεσθαι εν τω ναώ, οι του ανατολικού ιερείς προπορευομένου του αρχιπρεσβυτέρου απεκάλυπτον την κεφαλήν των παρά τα νενομισμένα τής θρησκείας των• τελουμένης δε τής λειτουργίας ό υποδιάκονος Λατίνος έψαλλε την πράξιν του Αποστόλου, την οποίαν επανελάμβανεν έπειτα ό Ανατολικός διάκονος• το ίδιον και εις την απαγγελίαν του Ευαγγελίου». Η αλληλοανοχή αυτή των οπαδών των δύο τον δογμάτων ήταν ό κύριος λόγος που έφερνε τον ένα κοντά στον άλλο και ευνοούσε τα μεικτά συνοικέσια. Οι προσελεύσεις στην ορθοδοξία σημειώνουν αισθητή αύξηση επί Τουρκοκρατίας. Ακόμη όμως ως την επανάσταση του 1770 οι καθολικοί αποτελούν ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού του νησιού.
Μετά την απελευθέρωση τής Ελλάδας ό Γάλλος πρόξενος της Σύρας Ernest Ledhuy σ’ ένα υπόμνημά του προς την κυβέρνησή του παρατηρεί, τον Ιούνιο του 1835, ότι στην Τήνο κυρίως η επίδραση των καθολικών είναι περισσότερο αισθητή παρά σε οποιοδήποτε άλλο νησί και ότι η επιθυμία τους να κρατήσουν τα ιδιαίτερα προνόμια, πού είχαν επί τουρκοκρατίας, τούς κάνει να κρατούν σε απόσταση τούς ορθόδοξους συμπατριώτες τους.
Η μακραίωνη βενετοκρατία στο νησί είχε αποτυπώσει τις επιδράσεις της στην ομιλία του τόπου (οι κάτοικοι τής πρωτεύουσας μιλούσαν βενετικά), στην ενδυμασία και στα πολυώροφα κωδωνοστάσια, όπως και στα Επτάνησα.

Οι καθολικοί στα άλλα νησιά του Αιγαίου.


Αν οι μισσιονάριοι δεν εσημείωσαν επιτυχίες στα μεγάλα κάπως νησιά των Κυκλάδων, όπου άλλωστε υπήρχαν αξιόλογοι πυρήνες καθολικών, ήταν επόμενο ν’ αποτύχουν στα μικρά, όπου ό αριθμός των μελών του καθολικού ποιμνίου είχε μειωθή στο ελάχιστο με το πέρασμα των αιώνων. Έτσι π.χ. στην Σίφνο στα 1700 δεν ζούσαν περισσότεροι από 20. Και αυτοί δεν ήταν εντόπιοι, αλλά Φράγκοι (παλιοί πειρατές, φαίνεται, και τυχοδιώκτες, έμποροι λειών), πού ανέτρεφαν πια τα παιδιά τους με το ορθόδοξο δόγμα. Ουσιαστικά το καθολικό δόγμα είχε πάψει να υφίσταται μετά τον θάνατο του τελευταίου καθολικού επισκόπου Della Rocca. Ο ιησουίτης J. Χ. Portier, πού επισκέφθηκε το νησί στα 1701, αναπολεί γεμάτος θλίψη και νοσταλγία το παρελθόν με τούς δυνάστες Gozzadini και τις άλλες επίσημες δυτικές οικογένειες οι απόγονοί τους μετά την τουρκική κατάκτηση είχαν σιγά σιγά «εκφυλιστή», όπως γράφει, και είχαν προσέλθει όλοι στην ορθοδοξία.
Την εποχή εκείνη το νησί το κατοικούσαν 6.000 ορθόδοξοι σκορπισμένοι στα έξι χωριά και στο Κάστρο κοντά στην θάλασσα. Εκεί έδρευε ό επίσκοπος, ό οποίος είχε υπό την δικαιοδοσία του τα νησιά Ίο, Φολέγανδρο, Σίκινο, Αμοργό, Αστυπάλαια, Ανάφη, Μύκονο και Σέριφο. Μέσα στην Σίφνο υπήρχαν 50 ιερείς, πού λειτουργούσαν στις ισάριθμες ενορίες. Επομένως ό ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος ήταν πολύ πιο πλούσιος από τον καθολικό. Οι κάτοικοι διψούσαν για πραγματικά ψυχωφελή διδασκαλία, την οποία όμως δεν μπορούσαν να την δώσουν οι άπλοί και αγράμματοι ορθόδοξοι ιερείς, όσο και αν τούς θέρμαινε η πίστη και η ευλάβεια. Γι’ αυτό και οι μορφωμένοι ιησουίτες ιεραπόστολοι, πού περνούσαν από καιρό σε καιρό, έβρισκαν τις ψυχές των νησιωτών πρόθυμες ν’ ακούσουν την λειτουργία, να δεχθούν το κήρυγμα και γενικά τις νουθεσίες είτε μέσα στις εκκλησίες είτε και στα σπίτια τους.
Στα 1770 στην Σίφνο δεν είχαν απομείνει παρά 3 ή 4 καθολικοί με ένα βικάριο.
Στην Σέριφο ή Σέρφο δεν υπήρχαν πια καθολικοί ούτε και η ανάμνηση ότι έζησαν ποτέ σ’ αυτήν. Μέσα στο απόκρημνο Κάστρο της με την θλιβερή του όψη ζούσαν στις αρχές του 18ου αι., σύμφωνα με την έκθεση του καθολικού επισκόπου Αντ. Ιουστινιάνη, 800 φτωχοί και αγράμματοι κάτοικοι, πού τρέφονταν κυρίως με λίγο τυρί και χοιρινό κρέας πού αφθονούσε.
Στην Τζιά την ίδια εποχή ζούσαν 10 περίπου καθολικοί με επικεφαλής τον μισσιονάριο δον Ιωάννη Σκορδίλη. Είχαν ένα βήμα (αλτάριο) στο όνομα της Αγ. Αικατερίνης μέσα στην ορθόδοξη εκκλησία τής Αγ. Τριάδος. Μήπως η εκκλησία αυτή ήταν η ίδια με τής Αγ. Αικατερίνης των καθολικών, πού την ιδιοποιήθηκαν τελικά οι ορθόδοξοι; Πάντως και όσοι απέμειναν προσήλθαν τελικά στην ορθοδοξία και αφομοιώθηκαν. Ως μόνο ίχνος της φραγκικής καταγωγής και της αλλοτινής παρουσίας τους άφησαν τα επώνυμά τους:
Δεστουνιάνος, Φραγγούς, Καμπαρούτσος, Μπελαβίλας, Καβαλλιέρος, Κοζαδίνος, Δεπάστας, Βιτσέντσος, Δαλαρέτος κ.λ.π..
Η Κύθνος (Θερμιά) με τα δύο της χωριά, την Μεσαριά και τον Σύλικα, αριθμούσε 3.000 κατοίκους, από τούς οποίους 20 μόνον ήταν καθολικοί και αυτοί σχεδόν ξένοι, Γάλλοι πειρατές. Ήταν παντρεμένοι με Ελληνίδες και δεν έμεναν για πολύ χρόνο στο νησί, επειδή φοβούνταν τούς Τούρκους. Οι παλιοί ντόπιοι καθολικοί με το πέρασμα των χρόνων είχαν πια γίνει ορθόδοξοι. Ο καθολικός ιερέας δον Φραγκίσκος Ρώσης ήταν αδύνατο να συντηρηθή με τον ετήσιο μισθό των 15 σκούδων, όταν έλειπαν οι ελεημοσύνες των πειρατών. Ούτε και οι missions volantes, πού έκαναν από καιρό σε καιρό στο απόμερο εκείνο νησί ενθουσιώδεις ιησουίτες, ήταν δυνατόν —παρά την φιλική στάση των νησιωτών, των απογοητευμένων από την αγραμματωσύνη και φιλοχρηματία των ορθόδοξων ιερέων— να ξανακερδίσουν τις ψυχές πού είχαν χαθή. Ύστερ’ από μισό αιώνα, στα 1752, είχε ερειπωθή και η εκκλησία του πειρατή Cardi και δεν υπήρχε πια κανείς καθολικός μέσα στο νησί.
Η Κίμωλος στις αρχές του 18ου αι. μέσα στους 700-800 κατοίκους με τα 150 περίπου σπίτια αριθμούσε μερικές μόνο οικογένειες Γάλλων πού εμπορεύονταν. Στην πραγματικότητα φαίνεται ότι ήταν πειρατές ή κλεπταποδόχοι και μεταπράτες των πειρατικών λειών. Μόλις κατέπλεαν Γάλλοι, ζητούσαν να μάθουν νέα από την πατρίδα τους, πράγμα πού έδειχνε ότι η συνείδηση τής καταγωγής τους ήταν ακόμη ζωηρή. Εκεί ήταν διορισμένοι ένας Γάλλος και ένας Άγγλος πρόξενος, γηγενείς, από τις σημαντικές οικογένειες του τόπου. Παντρεύονταν Ελληνίδες και τα παιδιά τους ακολουθούσαν το δόγμα της μητέρας τους. Η εκκλησία τους, η Παναγία του Ροζαρίου, είχε κτιστή με ελεημοσύνες των πειρατών στα χρόνια του επισκόπου της Μήλου Σέρον. Οι κάτοικοι διατηρούσαν ευχάριστες αναμνήσεις από την ευεργετική δράση του Pere Jacques-Xavier Portier και ενός συντρόφου του—πριν από πολλά χρόνια— στην μικρή, αλλά και απολίτιστη κοινωνία του νησιού. Στα 1771 οι καθολικοί ήταν πολύ λίγοι, με ένα βικάριο, και είχαν μιά εκκλησίτσα έξω από το Κάστρο, η οποία ανήκε άλλοτε στους καπουκίνους. Κατά τα τέλη του 18ου αι. οι μόνες καθολικές οικογένειες ήταν ενός πλοηγού των γαλλικών πλοίων και η οικογένεια Βρέστ, πού αργότερα εγκαταστάθηκε στην Μήλο. Είχαν φύγει και οι καπουκίνοι από το νησί και στο ερειπωμένο τους οίκημα έμενε πια ένας γέρος Χιώτης ιερέας ονομαζόμενος Μαρκόπολις, πού τιτλοφορούσε τον εαυτό του «μέγαν βικάριον» (!) και λειτουργούσε στην καθολική εκκλησία. Ανάμνηση τής παλιάς αυτής φραγκικής παροικίας ήταν τα πολλά, ακόμη ως τις αρχές του αιώνα μας επώνυμα, όπως π.χ. Βαρβαρίγος, Βενιέρης, Βεντούρης, Βίλλας, Γαλιάτης, Πρεζάνης, Ραβιόλης, Σαραμάσκος, Σάρδης κ.λ.π., Καθώς και τα βαφτιστικά Αγγελέττος, Ντομίνικος, Φραντζέσκος, Βιντζέντζος, Μπενεδέττος, Πέρος, Ζέππος κ.λ.π. Το περίεργο είναι ότι σε μερικές από τις παραπάνω οικογένειες δίνονταν κατά παράδοση —όχι συνειδητή— ορισμένα μόνο βαπτιστικά.
Στην Μύκονο κατά τις αρχές του 18ου αι. ζούσαν αρκετές οικογένειες καθολικών με δικό τους ιερέα, σταλμένο από την Propaganda Fide. Όπως και οι ορθόδοξοι, μιλούσαν τα ελληνικά και άσχημα τα ιταλικά. Στα 1771 οι καθολικοί ήταν ελάχιστοι με ένα ιερέα, πού είχε τον τίτλο του βικαρίου και ό οποίος λειτουργούσε σε μιά μικρή εκκλησιά.
Η Αντίπαρος στα 1700 είχε 60-70 οικογένειες, κλεισμένες μέσα σε ένα παλιοχώρι, 1 μίλι μακριά από την θάλασσα. Οι περισσότεροι όμως κάτοικοι ήταν Γάλλοι ή Μαλτέζοι πειρατές, πού δεν είχαν καμιά πίστη. Το ίδιο και στην Σίκινο.
Επίσης στην Ίο εξαφανίζονται σιγά σιγά οι καθολικοί. Έτσι στις αρχές του 18ου αι. υπήρχαν στο νησί 12 καθολικές οικογένειες, σχεδόν όλες γαλλικές, με την πνευματική καθοδήγηση ενός βικαρίου. Στα 1771 υπήρχε μιά μόνο οικογένεια καθολικών μ’ ένα βικάριο. Είναι ασφαλώς η ίδια, πού στα 1794 αντιπροσωπεύεται με πέντε ψυχές. Στα 1830 δεν υπήρχε πια ούτε ένας καθολικός. Το νησί ανήκε στην δικαιοδοσία του επισκόπου τής Σαντορίνης και είχε μιά μόνο εκκλησία στο όνομα τής Μαντόνας Del Carmine με το παρακείμενο σπίτι, όπου κατοικούσε άλλοτε ό βικάριος.
Τον ίδιο χρόνο στην Ανάφη δεν βρισκόταν ούτε ίχνος πια καθολικής εκκλησίας.
Στην Ρόδο οι καπουκίνοι είχαν ένα μικρό μοναστήρι.

Γενικές παρατηρήσεις και συμπεράσματα.


Ανασκοπώντας την τύχη των καθολικών οικογενειών του Αιγαίου και την δράση των μισσιοναρίων θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στις παρακάτω γενικές διαπιστώσεις, για να ερμηνεύσουμε την μείωση του αριθμού των πιστών.
Αίτια πού υποβοηθούν την εξάπλωση τής ορθοδοξίας είναι οι νέες συνθήκες, πού διαμορφώνονται στο Αιγαίο μετά την οριστική προσάρτηση των νησιών στην οθωμανική αυτοκρατορία (1566), η αποκατάσταση των επισκοπών του οικουμενικού πατριαρχείου, η εθνική αφύπνιση των ορθοδόξων, η παρουσία του ρωσικού στόλου και τα εθνικά κινήματα των Ελλήνων.
Την αύξηση των ορθοδόξων την ευνοεί βέβαια η αριθμητική υπεροχή τους, αλλά και η φιλική συμπεριφορά καθώς και η θρησκευτική τους ανοχή. Σε δύσκολες μάλιστα στιγμές, όταν πρόκειται για κοινά συμφέροντα ή για κοινούς κινδύνους, οι νησιώτες γίνονται μιά ενιαία και συνεκτική μάζα, όπως π.χ. κατά την επιδημία του 1676, οπότε, φοβισμένοι και συντετριμμένοι, παρακολουθούν κοινές λειτουργίες μέσα στην ίδια εκκλησία ή ακούουν τις θρησκευτικές διδαχές των ιησουιτών ή των καπουκίνων. Μόνο κάπου κάπου μερικά απρόοπτα εναύσματα ταράζουν πρόσκαιρα την ειρηνική αυτή συμβίωση.
Μολονότι οι απεσταλμένοι τής δυτικής εκκλησίας αγωνίζονται προς αντίθετο ρεύμα, δεν απελπίζονται από την δυσμενή γι’ αυτούς εξέλιξη των πραγμάτων. Από τις αρχές κιόλας του 18ου αι. προσπαθούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες και στην ψυχολογία των Ελλήνων. Αλλάζουν τακτική. Πηγαίνουν και οι ίδιοι στις εκκλησίες των ορθοδόξων, για να έχουν την ευκαιρία να τούς καθοδηγούν καλύτερα, και δεν τούς αποκλείουν από τις δικές τους, κάθε φορά πού εκείνοι αισθάνονται την ανάγκη. Καταλαβαίνουν ότι, αφού οι ιεροτελεστίες των ορθοδόξων δεν έχουν τίποτε το αξιοκατάκριτο, είναι συνετό να μην απαιτούν από κανένα να τις εγκαταλείπη για ν’ ακολουθή τις λατινικές. Αλλά και στο δογματικό πεδίο, όταν υπάρχουν αμφισβητήσεις ή διαφορές, δέχονται ότι αυτές μπορούν να λυθούν σύμφωνα με τούς κανόνες τής Αγίας Έδρας. Εκείνοι πού δεν συμμορφώνονται είναι ασυγχώρητοι. Αποκαλυπτικός είναι ό απώτερος σκοπός όλων αυτών των υποχωρήσεών τους. «Αυτή η συγκατάβαση», γράφει ό Tarillon στα 1714, «κερδίζει τα πνεύματα και η πείρα μας δείχνει ότι είναι ό πιο αποτελεσματικός δρόμος για να τούς εισαγάγουμε στην ένωση των εκκλησιών». Και πραγματικά κατά τις αρχές του 18ου αι. έχουν, φαίνεται, ορισμένες επιτυχίες σε μερικά νησιά, αλλά πρόσκαιρες. Ωστόσο στα 1706, ό τότε πατριάρχης, όπως είδαμε, ταραγμένος, στέλνει επιστολές στα νησιά του Αιγαίου με την εντολή να μη δέχωνται τούς ιησουίτες, πού τούς ονομάζει ψεύτες. Η απαγόρευση όμως αυτή ήταν πρόσκαιρη ή τουλάχιστο δεν αφορούσε τούς καπουκίνους.
Το ρεύμα προς την ορθοδοξία, ευνοημένο από την σύγχρονη πραγματικότητα, είναι ορμητικό. (Κατά τα τέλη του 17ου αι. οι καθολικοί των Κυκλάδων υπολογίζονταν σε 5.000-6.000 ψυχές). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι ό αριθμός των καθολικών ιερέων τής Παροναξίας, από τούς 26 στα 1563, κατεβαίνει στους 12 στα 1667. Το κάθε νησί έχει και από ένα ιερέα, πού συντηρείται από τον πάπα, ενώ η Νάξος, Μήλος, Άνδρος, Σύρα, Τήνος, Σίφνος έχουν και από ένα επίσκοπο. Επί κεφαλής είναι ό μητροπολίτης Νάξου με το παλιό εκκλησιαστικό συμβούλιο. Εκτός από τούς καθολικούς, υπάρχουν και λίγοι ενωτικοί, δηλαδή ορθόδοξοι, οι οποίοι ακολουθούν τούς κατά παράδοση τύπους τής εκκλησίας τους, αλλ’ αναγνωρίζουν τον πάπα.
Γενικά οι ορθόδοξοι των νησιών εμμένουν με φανατισμό στην πίστη τους και είναι αφοσιωμένοι στον οικουμενικό πατριάρχη, γεγονός πού το συνειδητοποιούν πολύ καλά οι δυτικοί. Συγκεκριμένα ό Angelo Emo γράφει στις 19 Ιανουαρίου 1708 ότι ό ανατολικός κόσμος «si fece un’idolio nel patriarca di Costadinopoli, quale tuttavia viene adorato dale provincie et esole oltremare, come suo capo indipendente e assoluto». Οι ορθόδοξοι — περισσότερο από τούς καθολικούς— αποστρέφονται τούς διαμαρτυρομένους και ιδίως τούς καλβινιστές.
Η συνύπαρξη ορθοδοξίας και καθολικισμού στις Κυκλάδες επί αιώνες είχε επηρεάσει αμοιβαία τούς οπαδούς των δύο δογμάτων σε πολλά επί μέρους θέματα. Και αυτό ακριβώς αποτελούσε θέμα συζητήσεων και ανησυχιών για τούς αρχηγούς και των δύο εκκλησιών. Οι ορθόδοξοι ιδίως διέβλεπαν κινδύνους από την εξάπλωση και δραστηριότητα των μισσιοναρίων, τον συνεκκλησιασμό των πιστών των δύο δογμάτων κλπ. Γι’ αυτό και εκδηλώνεται πότε πότε η αντίδραση του πατριαρχείου προς την πνευματική επικοινωνία (π.χ. μετάληψη των αχράντων μυστηρίων, βάπτισμα κ.λ.π.) με τούς καθολικούς, σε οποιοδήποτε μέρος του ελληνικού χώρου και αν συμβαίνη αυτό. Έτσι π.χ. στα 1749 με αυστηρά γράμματα επιτιμά ό πατριάρχης τούς ορθοδόξους της Μυκόνου νουθετώντας τους ν’ αποφεύγουν την αναστροφή τους «με τούς φράτορας και φραγκοπατέρας». Στο τέλος του γράμματος ό πατριάρχης απειλεί: «Εάν δε μετά την πατριαρχικήν και συνοδικήν ημών επιτίμησιν, πατρικήν και πνευματικήν παραίνεσιν και νουθεσίαν ταύτην, τολμήση τις από λόγου σας να φανή απειθής και εναντίος, και είτε τις εκ των αυτόθι ιερέων τολμήση να φωραθή συνευχόμενος τοις λατίνοις, ή προσφοράς δεχόμενος εκείνων, ή μνήμας άγων υπέρ αυτών, ή συνοικέσια ευλογών, ή βαπτίζων μετά πολλών αναδόχων ορθοδόξων τε και λατίνων (το οποίον και αυτό είναι προφανούς παρανομίας τόλμημα, και έξω τής κανονικής διατάξεως και ιεράς νομοθεσίας της Ανατολικής Εκκλησίας, αντί ενός αναδόχου καθιστάναι πολλούς, και τούτους μεμιγμένους) ό τοιούτος ιερεύς θέλει καθυποβληθή τελεία καθαιρέσει τής ιερωσύνης αυτού, διά πατριαρχικού και συνοδικού ημών γράμματος κ.λ.π.».
Η απειλή του αφορισμού ήταν το ύστατο, αλλά και το πιο φοβερό όπλο, πού διέθετε η ορθόδοξη εκκλησία και με το οποίο προσπαθούσε να συγκρατήση μερικούς επισκόπους ή τούς πολλούς αδυνάτους του ποιμνίου της από την αποστασία προς τούς μουσουλμάνους ή τούς δυτικούς. Έτσι το έτος 1736 ό αρχιεπίσκοπος Σαντορίνης Ζαχαρίας, πού κατηγορήθηκε για λατινοφροσύνη, αφορίστηκε από τον πατριάρχη και εκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, για να παραδώση ομολογία πίστεως.
Αλλά και οι καθολικοί φοβούνται το «κακό παράδειγμα» των Ελλήνων παρατηρώντας τα μέλη του ποιμνίου τους να ζουν, όπως και οι Έλληνες, και την χαλάρωση της εκκλησιαστικής πειθαρχίας.
Θα ήταν ευπρόσδεκτη μιά μελέτη πού θα διερευνούσε τις αμοιβαίες επιδράσεις ορθοδόξων και καθολικών μέσα στον κλειστό νησιωτικό κόσμο. Για να διαπιστωθούν όμως οι αποκλίσεις προς την ορθοδοξία ή προς τον καθολικισμό, θα πρέπει να μελετηθούν οι περιγραφές των θρησκευτικών εθίμων και τελετών των δύο δογμάτων στα νησιά και οι σχετικές αντιλήψεις των κληρικών και των κατοίκων επάνω στα διάφορα αυτά θέματα.
Γενικά πρέπει να ομολογηθή ότι η δράση των μοναχών των διαφόρων ταγμάτων είχε αναμφίβολα ευεργετική επίδραση στην πνευματική κατάσταση των νησιών και έφερε κάποια αντανάκλαση και στα άλλα μικρά και φτωχά νησιά. Την επίδραση των μοναχών αυτών την αναγνωρίζουν όχι μόνο οι εντόπιοι ορθόδοξοι, αλλά και οι ξένοι, όπως π.χ. ο Ρώσοι κατά την διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου 1768-1774.

Η τύχη των καθολικών στα Επτάνησα και στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Παράλληλη μείωση του αριθμού των καθολικών παρατηρείται και στα Επτάνησα, μολονότι αυτά βρίσκονταν πιο κοντά προς την Αγία Έδρα. Αιτίες ήταν ό μικρός αριθμός των πιστών, η πενία τής λατινικής εκκλησίας —τα εισοδήματά της ήταν μικρά— και ιδίως οι μεικτοί γάμοι, οι οποίοι ήταν επόμενο ν’ απολήξουν στην απορρόφηση τής καθολικής μειονότητας. Ήδη στα 1602 έγραφε ό βάιλος Κερκύρας Leonardo Zulian σε έκθεσή του προς τον δόγη: «άλλοτε στο αστικό συμβούλιο των ευπατριδών Κερκύρας πολλές ήταν οι οικογένειες, πού ζούσαν με το δόγμα τής Αγίας των Ρωμαίων Εκκλησίας, αλλά εξ αιτίας των επιγαμιών πού ακολούθησαν, ελάχιστες τώρα απέμειναν». Κατά το τέλος του 16ου αι., σύμφωνα με τις πληροφορίες καθολικών κληρικών, ό αριθμός των ομοδόξων τους, εκτός από τούς στρατιώτες, ανέβαινε σε 2.000 άτομα (ενώ των ορθοδόξων σε 16.000), στα 1611 σε 1.500 και στα 1636 σε 1.400. Ο αριθμός αυτός παραμένει ως τα 1671. Κατά τον 18ο αι. η μείωση εξακολουθεί με γοργότερο ρυθμό.
Στις αρχές του 19ου αι., δηλαδή μετά την λήξη τής βενετικής κυριαρχίας, παρουσιάζονται 1.600 καθολικοί μόνιμα εγκατεστημένοι στην Κέρκυρα. Θα είναι ασφαλώς μαζί με τούς εντόπιους καθολικούς πολλοί άνδρες της φρουράς. Επομένως δεν πρόκειται για αναζωογόνηση τής καθολικής κοινότητας. Αντίθετα η κατάλυση της βενετικής κυριαρχίας υπήρξε ένα νέο πλήγμα.
Οι καθολικοί εξυπηρετούνται από αρκετούς κληρικούς, λαϊκούς και μοναχούς, οι οποίοι λειτουργούν όχι μόνο σε διάφορες δικές τους εκκλησίες, αλλά και σε βήματα (altaria), πού υπάρχουν μέσα στις ορθόδοξες εκκλησίες. Ανάμεσα στα κοινωφελή ιδρύματα των καθολικών πρέπει να μνημονευθούν τα τρία νοσοκομεία (το ένα μέσα στο Παλαιό Φρούριο για τούς στρατιώτες). Υστερούσε όμως η οργάνωση των σχολείων τους. Η ομαλή λειτουργία τους άρχισε από τον 19ο αι. .
Για τούς καθολικούς και τα ιδρύματα της Ζακύνθου και Κεφαλληνίας κατά το 1667 έχουμε ήδη μιλήσει στον προηγούμενο τόμο. Στις αρχές του 17ου αι. ζούσαν 300 καθολικοί στην Κεφαλληνία και 200 στην Ζάκυνθο. Και σ’ αυτά τα νησιά, όπως και στην Κέρκυρα, διαπιστώνουμε μιά συνεχή μείωση του αριθμού τους, η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο στους μεικτούς γάμους και κατόπιν στην κατάλυση τής βενετικής εξουσίας στα Επτάνησα. Αντίστοιχα μειώνεται και ό αριθμός των εφημερίων και των άλλων κληρικών, καθώς και των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων.
Στην Λευκάδα ό αριθμός των καθολικών στα 1710 ανέβαινε σε 500 άτομα, στα 1723 σε 220, από τα οποία όμως οι 70 ήταν στρατιώτες και οι 150 Χιώτες (πού είχαν καταφύγει εκεί, όπως είδαμε, μετά την κατάκτηση τής Πελοποννήσου) και στα 1820 σε 48, μέλη 22 οικογενειών.
Στα Κύθηρα από τις δύο καθολικές εκκλησίες του 1723 δεν είχε απομείνει καμιά και από τούς καθολικούς κατοίκους μόνο δύο οικογένειες και οι στρατιώτες της φρουράς.
Στα απέναντι από τα Επτάνησα ηπειρωτικά κάστρα υπό βενετική κυριαρχία, στην Πάργα, Πρέβεζα και Βόνιτσα, τούς πιστούς της καθολικής εκκλησίας τούς αποτελούν κυρίως οι στρατιωτικοί των φρουρών με τις οικογένειές τους. Τόσον οι εκκλησίες, όσο και οι λειτουργοί με τα ποίμνιά τους εξαφανίζονται μετά την κατάλυση τής βενετικής δημοκρατίας.
Μετά την ανάκτηση της Πελοποννήσου από τούς Τούρκους (1715), το καθολικό δόγμα επέζησε, όπως είδαμε , στα παρεκκλήσια των γαλλικών προξενείων της Πάτρας, Κορώνης, Μεθώνης, Ναβαρίνου και Ναυπλίου, αλλά η επανάσταση του 1770, πού αναστατώνει την Πελοπόννησο, εξαφανίζει σχεδόν τα λείψανα του καθολικισμού.
Ο διάδοχος του Ρεμονδίνη (+ 1777) επίσκοπος Βερνάρδος Βοκκίνης με επιστολή του προς τον πάπα (1781) μας πληροφορεί ότι καμιά καθολική μονή δεν υπήρχε πια στην Πελοπόννησο και ότι ό μόνος ιερέας ήταν ό Συριανός Νικόλαος Βρίντιζης στο Ναύπλιο, ό οποίος διατρεφόταν από τον Γάλλο πρόξενο (είχε μισθό 100 πιάστρα τον χρόνο) και δίδασκε τούς νέους. Ο Βοκκίνης, αγνοώντας την μεταβολή των συνθηκών την εποχή εκείνη, γράφει προς την Βενετία επιζητώντας να την συγκινήση: «Η αναλγησία τής κυβερνήσεως επί τής θρησκευτικής καταστάσεως τής επαρχίας ημών ήνοιξεν οδόν εις την εγκατάλειψιν του λατινικού δόγματος. Ηλαττώθησαν αι καθολικαί οικογένειαι κατά πολύ. Ολίγισται δε αριθμούνται αι ευσεβέστατα πράττουσαι και ζώσαι. Τοιαύτην αταξίαν ό μεν επίσκοπος θρηνεί, η δε πολιτική κυβέρνησις πρέπει να φοβήται, δ ι ό τ ι τ ό έ θ ν ο ς τ ώ ν Ε λ λ ή ν ω ν π ο β λ έ π ο ν ε ι ς τ ή ν α ν ά κ τ η σ ι ν τ ή ς α π ο λ ε σ θ ε ί σ η ς α υ τ ο κ ρ α τ ο ρ ί α ς τ ο υ κ α ί ν ο μ ί ζ ο ν ό τ ι ή δ η τ ή ν β λ έ π ε ι α ν α τ έ λ λ ο υ σ α ν έ κ Ρ ω σ ί α ς, α φ ο σ ι ο ύ τ α ι π ρ ό ς τα ή ν Ρ ω σ ί α ν. Εσχάτως εθεάθησαν Ρώσοι πράκτορες, οίτινες υπεκίνησαν ταραχάς εν Πελοποννήσω και Αιγαίω, κατά τον τελευταίον πόλεμον μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας. Διό ας προσέξωσιν οι πολιτικοί τής Βενετίας, διότι μετά τής μειώσεως του ομοθρήσκου δόγματος εν τη Ανατολή ελαττούται και η πολιτική επίδρασις επί τούς Έλληνας υπηκόους».
Πάντως στα 1781 οι καθολικοί τής Κορώνης, Πάτρας, Ναυπλίου και Αθήνας δεν έφθαναν ούτε τούς 100. Λείψανα των καθολικών διασώθηκαν στο Ναύπλιο (περίπου 300) και στην Αθήνα, όπου σωζόταν το μοναστήρι των καπουκίνων ως την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου. Στην Κρήτη, παρά την προσέλευση των καθολικών στην ορθοδοξία, εξακολουθούσε ν’ αντιπροσωπεύεται το καθολικό δόγμα με πολλές εκκλησίες και κληρικούς, ιδίως μέσα στις πόλεις. Ο αρχιεπίσκοπος έδρευε στον Χάνδακα (Ηράκλειο), οι επίσκοποι στις τρεις κύριες πόλεις, Χανιά, Ρέθυμνο, Σητεία και οι τέσσερες υπόλοιποι στην Ιεράπετρα, Χερρόνησο, Μυλοπόταμο και Κίσσαμο. Στα χωριά καθολικοί ήταν μόνον ό φεουδάρχης και η οικογένειά του. Αντιπροσωπεύονταν ακόμη και 4 μοναχικά τάγματα, των αυγουστινιανών, των δομινικανών, των φραγκισκανών και των ιησουιτών. Κατά το 1592 οι καθολικοί υπολογίζονταν σε 4.000.
Η ταχεία παρακμή του καθολικισμού άρχισε με την απόβαση των Τούρκων στο νησί στα 1645, η οποία προκάλεσε την μετανάστευση των κατοίκων του δυτικού δόγματος. Τελικά, με την αποχώρηση τής φρουράς του Ηρακλείου, οι καθολικοί περιορίστηκαν στις μόνες βενετικές κτήσεις τής Κρήτης μετά το 1669, στην Σούδα, Σπιναλόγγα και Γραμπούσα. Ακολουθεί η κατάληψη και των τελευταίων αυτών ερεισμάτων και οι καθολικοί κληρικοί, οι διάδοχοι των Ιταλών καπουκίνων, συνεχίζουν το έργο τους στα παρεκκλήσια του γαλλικού προξενείου των Χανίων και του υποπροξενείου του Ηρακλείου.
Αυτός υπήρξε ό θλιβερός απολογισμός μιας μεγάλης θρησκευτικής παραδόσεως, η οποία διατηρήθηκε επί αιώνες στην μεγαλόνησο και άφησε λαμπρά μνημεία σ’ αυτήν.

Πηγή: Ο αξεπέραστος Απόστολος Βακαλόπουλος, στην Ιστορία του Νέο Ελληνισμού –Δ’ τόμος, Θεσσαλονίκη 1973.



http://www.e-istoria.com/323.html
''...δεν είναι η πάλη ημών εναντίον εις αίμα και σάρκα, αλλ' εναντίον εις τας αρχάς, εναντίον εις τας εξουσίας, εναντίον εις τους κοσμοκράτορας του σκότους του αιώνος τούτου, εναντίον εις τα πνεύματα της πονηρίας εν τοις επουρανίοις''\n[/align]

Re: H δράση των παπικών στον ελλαδικό χώρο

8
Η δράση των παπικών στην Κέρκυρα.

Απόσπασμα απο άρθρο http://apolitrosis.gr/Content.php?PageId=91


Από το έτος 1284 που οι Ανδηγαβοί κατέλαβαν την Κέρκυρα και μέχρι το έτος 1799 που οι Βενετσιάνοι εγκατέλειψαν το νησί. 43 Λατίνοι Αρχιεπίσκοποι εταλαιπώρισαν, κατεπώνησαν και εταπείνωσαν τον Ορθόδοξο Ιερό Κλήρο και τον ευσεβή Ορθόδοξο Κερκυραϊκό λαό.

Ο Κάρολος ο Ανδηγαβός, Γαλλικής προελεύσεως και πρώτος κατακτητής του Νησιού ήταν άνθρωπος που μισούσε θανάσιμα την Ορθοδοξία και λάτρης φανατικός του Ρωμαιοκαθολικισμού. Υπήρξε πειθήνιο όργανο του Πάπα Κλήμεντος κι αυτό γιατί ο Ποντήφικας της Ρώμης τον ανεγνώρισε ως Βασιλέα της Νεαπόλεως και Απουλίας. Για να δείξει λοιπόν την αφοσίωση του και το σεβασμό του στο πρόσωπό του πρώτο του μέλημα σαν κατέλαβε την Κέρκυρα ήταν η κατάργηση της Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Κερκύρας και η απομάκρυνση από το Νησί του Ορθοδόξου Ποιμενάρχη. Ταυτόχρονα σε συνεργασία με το Βατικανό τοποθετήθηκε στην Πρώτη των Ιονίων Λατίνος Αρχιεπίσκοπος σε αντικατάσταση του διωχθέντος νομίμου και κανονικού Ορθόδοξου Ιεράρχη. Οι Κερκυραίοι αγανακτισμένοι από την απαράδεκτη αυτή ενέργεια του Καρόλου διαμαρτυρήθηκαν έντονα αλλά εκείνος τους καθησύχασε ότι «η Κέρκυρα έχει Επίσκοπο» εννοώντας τον απεσταλμένο του Κλήμεντα.

Με απόφαση του Πάπα και προκειμένου να τερματιστούν οι διαμαρτυρίες του Ορθοδόξου λαού επέτρεψε να έχουν οι Ορθόδοξοι ένα πνευματικό προϊστάμενο που ονομάστηκε Μέγας Πρωτοπαπάς των Κορυφών.

Μετά το πραξικόπημα εκείνο του Καρόλου ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος κατέλαβε τους Ιερούς Ναούς των Ορθοδόξων, αφήρεσε τα Ιερά Λείψανα αυτών [Αγίου Αρσενίου Μητροπολίτου Κερκύρας, και των Χριστοκηρύκων Αποστόλων Ιάσωνος και Σωσιπάτρου] καθώς και τον πλούτο τους και εδήμευσε την περιουσία τους προς όφελος της νεοσύστατης Καθολικής Αρχιεπισκοπής.
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !

Re: H δράση των παπικών στον ελλαδικό χώρο

9
Θρησκευτικὲς προπαγάνδες στὸν ὑπόδουλο Ἑλληνισμὸ


Τοῦ π. Γεώργιου Μεταλληνοῦ


Ὁμότιμου Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ μένοντας πιστή, παρὰ τὶς ἱστορικὲς περιπέτειές της (ἀραβοκρατία, λατινοκρατία, τουρκοκρατία) στὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἔγινε μετὰ τὸ σχίσμα ὁ κύριος κατακτητικὸς στόχος τῆς Δύσεως, καὶ κυρίως τῆς Παλαιᾶς Ρώμης.
Ἡ ὑποταγὴ τῆς Ἀνατολῆς, κυρίως μετὰ τὸ σχίσμα, ἐντάχθηκε στὶς βασικὲς προτεραιότητες τοῦ Παπισμοῦ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀφομοίωση τοῦ τμήματος ἐκείνου τῆς Χριστιανοσύνης, ποὺ μὲ τὸν τρόπο ὑπάρξεώς του ἀναιροῦσε (καὶ ἀναιρεῖ), τὴ δυτικὴ ἀλλοτρίωση. Στὴν ἀσυγκράτητη παπικὴ (ἀργότερα καὶ προτεσταντικὴ) ἐπιβουλὴ ἡ Ἑλληνικὴ Ἀνατολὴ θὰ συνειδητοποιήσει ὅτι τὸ «δυτικὸ ἀπέναντι», μὲ τὸ ὁποῖο ἐπὶ αἰῶνες θὰ ἀντιπαλεύει, εἶναι περισσότερο δυσπολέμητο ἀπὸ τὸ «ἀνατολικό», ἀφοῦ ἀπειλοῦσε ὄχι τὰ σώματα, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴν...
ψυχή, κατὰ τὸν Πατροκοσμᾶτὸν Αἰτωλό. Ἀνάλογα μὲ τὴ στάση τους ἀπέναντι στὴν Ὀρθοδοξία οἱ Ἕλληνες θὰ διαιρεθοῦν, ἀμέσως μετὰ τὸ τελικὸ σχίσμα (1054), σὲ «ἑνωτικοὺς» (φιλοδυτικοὺς) καὶ «ἀνθενωτικοὺς» (ἀντιδυτικούς).

Ἑνωτικοὶ ἦσαν κυρίως οἱ διανοούμενοι καὶ οἱ πολιτικοί. Οἱ πρῶτοι ταυτίζονταν στὶς θεωρητικές τους ἀναζητήσεις μὲ τοὺς δυτικοὺς ὁμοτέχνους τους, ἐνῷ οἱ δεύτεροι ὑπέκυπταν στὴν πολιτικὴ σκοπιμότητα (προσδοκία βοήθειας). Οἱ φιλενωτικοί, δεμένοι ἰδεολογικὰ μὲ τὴ Δύση καὶ πιστεύοντας στὶς ὑποσχέσεις της, ἦσαν πάντα πρόθυμοι νὰ μειοδοτήσουν στὰ θέματα πίστεως. Ἡ δουλικὴ ὅμως στροφὴ πρὸς τὴ Δύση, ὡς μανία ἐκδυτικισμοῦ –ἐξευρωπαϊσμοῦ, συντηρούμενη στὸν χῶρο τῶν διανοουμένων, θὰ κορυφωθεῖ τὸν 18/19ο αἰῶνα μὲ τὸ κῦμα τοῦ ἑλληνικοῦ διαφωτισμοῦ.

Παράλληλα ὅμως μὲ τὴ «μετακενωτικὴ» προσπάθεια τῶν ἑνωτικῶν – εὐρωπαϊστῶν κινήθηκε καὶ ἡ ἴδια ἡ «Δύση» πρὸς τὴν Ἀνατολή, ὄχι μόνο ἀνταποκρινόμενη στὶς προσκλήσεις, ἀλλὰ καὶ σπεύδοντας νὰ καλύψει τὰ ὑπαρκτὰ ἢ καὶ κατασκευαζόμενα κενά. Σ΄ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς δουλείας (Λατινοκρατίας / Ἐνετοκρατίας καὶ Τουρκοκρατίας) πρῶτα οἱ παπικοὶ καὶ μετὰ οἱ προτεσταντικοὶ ἐπεκτατικοὶ μηχανισμοὶ ἀναπτύσσονται στὸν ἱστορικὸ ἑλληνικὸ χῶρο, δημιουργῶντας σφύζουσες δυτικὲς ἑστίες, ἄψογα ὀργανωμένες, ποὺ θὰ λειτουργοῦν ὡς κοινωνικοὶ πνευματικοὶ καταλύτες στὴν ἐμπερίστατη ἑλληνικὴ πραγματικότητα, κατεργαζόμενοι μεθοδευμένα τὸ δυτικότροπο κοινωνικοϊδεολογικὸ μετασχηματισμό της. Ὄχημα τῆς παπικῆς καὶ προτεσταντικῆς προπαγάνδας θὰ εἶναι ἡ ἱεραποστολὴ (mission). Οἱ δυτικοὶ Μισσιονάριοι νόθευσαν τὴν ἔννοια τῆς Χριστιανικῆς «Ἱεραποστολῆς», κάτι κοινὸ στὸ δυτικὸ κόσμο, στὸν ὁποῖο ὁ θρησκευτικὸς χῶρος θὰ συμμετέχει πρόθυμα στὴν ἀποικιοκρατικὴ πολιτική, ὑπηρετῶντας τὰ συμφέροντα τῶν δυτικῶν πολιτικῶν δυνάμεων, στὶς ὁποῖες ἀνήκει καὶ σήμερα ὁ Παπισμὸς (Κράτος Βατικανοῦ).

Η ΠΑΠΙΚΗ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ

Ἤδη ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς Φραγκοκρατίας (1204) τὸ παπικὸ στοιχεῖο εἶχε ἁπλωθεῖ στὶς ἑλληνόφωνες περιοχὲς φθάνοντας σὲ πολλὰ σημεῖα νὰ εἶναι τὸ συμπαγέστερο πληθυσμιακὸ στοιχεῖο (Χίος, Κυκλάδες, Ἑπτάνησα, Κρήτη). Τὴν λατινικὴ ὑπονόμευση στὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα εὐνοοῦσε ἡ προνομιακὴ θέση τῆς λατινικῆς Ἐκκλησίας στὶς φραγκοκρατούμενες ἢ ἐνετοκρατούμενες περιοχές. Ἡ ὅλη προσπάθεια ἐκινεῖτο στὸ πλαίσιο, ποὺ καθόριζαν οἱ ἀκόλουθες ἱστορικὲς σταθερές:

ἡ καθολικὴ διαφοροποίηση ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ Ἀνατολή, ἡ ἔντονη προκατάληψη γιὰ τὸ ρωμαίϊκο (ὀρθόδοξο κόσμο), θεμελιωμένη στὴν πολιτικὴ τοῦ Καρλομάγνου καὶ τῶν διαδόχων του, καὶ ὁ ἄσβεστος πόθος γιὰ ὑποταγὴ καὶ ἀπορρόφηση τῆς «βυζαντινῆς» αὐτοκρατορίας (ὁριακοὶ σταθμοὶ: 1204 καὶ 1439). Ἡ στάση τῶν Λατίνων ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων προσδιορίστηκε ἀπὸ τὴ Δ΄ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ (1215: ἰδεολογικὴ θεμελίωση τῆς Οὐνίας) καὶ τὶς (οὐνιστικὲς) ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας (1439). Ἡ στρατηγικὴ τακτική τῆς Ρώμης συνοψιζόταν στὸ δίπολο: προσηλυτισμὸς (ὑποταγὴ) ἢ διώξεις κάθε εἴδους. Χαρακτηριστικότερη ἐφαρμογή, ἡ περίπτωση τοῦ μαρτυρικοῦ Πατριάρχη Κυρίλλου Λούκαρη.

Στὰ 1622 ἱδρύεται ἡ Sacra Congregatio de Propaganda fide, ὁ πρῶτος στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία μηχανισμὸς ἰδεολογικῆς προπαγάνδας καὶ μεθοδικῆς «πλύσεως ἐγκεφάλου» τῶν μαζῶν (Χρ. Γιανναρᾶς).
Ἡ μεγάλη ἐξόρμηση τῆς Ρώμης ἔγινε τὸ 16ο αἰῶνα. Ἐμπνευστὴς ὁ καρδινάλιος Bellarmino (1542-1621), γνωστὸς διότι ἔριξε τὸν Giordano Bruno στὴ πυρὰ καὶ πρωτοστάτησε στὴν καταδίκη τοῦ Γαλιλαίου. Αὐτὸς ὑποστήριξε ἀνοικτὰ καὶ εὐρύτατα τοὺς μισσιοναρίους τῆς Ρώμης.

Πρωτοστατοῦν τὰ μοναχικὰ τάγματα, ποὺ ἀναδεικνύονται σὲ ἀκαταμάχητες μισσιοναριστικὲς δυνάμεις. Ὁ δυτικὸς μηχανισμὸς ἀπὸ τὰ τέλη τῆς πρώτης χιλιετίας ἔχει πιὰ ἀλλοτριωθεῖ χάνοντας τὸν ἀρχαῖο ἀσκητικὸ χαρακτῆρα του. Οἱ μονὲς γίνονται «τάγματα», δυνάμεις δηλαδὴ κρούσεως στὴ διάθεση τοῦ Πάπα. Στὴν Ἀνατολὴ δροῦν Δομινικανοί, Καπουτσίνοι, Φραγκισκανοί, Ἰησουίτες. Πέρα ἀπὸ τὴν προπαγανδιστική τους δράση θὰ ἐπιδοθοῦν καὶ σὲ κυνήγι ἑλληνικῶν χειρογράφων, λεηλατῶντας τὶς ὀρθόδοξες μονές. Βέβαια, τὸ πρόσχημα ἦταν ἡ σωτηρία τῶν Χριστιανῶν τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὸν ἐξισλαμισμό, ἀλλὰ ὁ στόχος αὐτὸς συνδυαζόταν μὲ τὴ μεταστροφὴ στὸ λατινισμὸ καὶ στὸ δικό τους τελικὰ ὄφελος.

Ὁπλισμένοι μὲ τὴν πεῖρα τῶν κοινωνιῶν τους, γνώριζαν καλὰ ὅτι ὁ ἀποτελεσματικότερος τρόπος πραγμάτωσης τῶν σκοπῶν τους ἦταν ὁ δρόμος τῆς παιδείας, καὶ μάλιστα στὸν φυσικό της χῶρο, τὸ σχολεῖο. Γι΄ αὐτό, πέρα ἀπὸ τὴν κηρυκτικὴ δράση, ἀνέπτυξαν ἕνα τεράστιο ἐκπαιδευτικὸ ἔργο. Στὸν τομέα αὐτὸ δραστηριοποιήθηκαν ἰδιαίτερα οἱ Καπουτσίνοι, ἐγκαινιάζοντας μάλιστα πρῶτοι τὴ διδασκαλία τῶν Θηλέων (Κωνσταντινούπολη –Χίος).

Οἱ μισσιονάριοι (λατίνοι καὶ προτεστάντες) ἔδωσαν μεγάλη σημασία στὴν εὐαισθησία τῆς γυναικείας καρδιᾶς στὴν ἀφομοίωση καὶ διάδοση τῆς θρησκείας (Βλ. Β΄ Τιμ.3: 6-7). Ἐξ ἴσου ὅμως ἐκμεταλλεύτηκαν τὸν ρόλο τοῦ γιατροῦ, μόνιμο μέσο ὅλων τῶν προπαγανδῶν σὲ ἀναξιοπαθοῦσες κοινωνίες.

Tὸ 1544 ἱδρύεται τὸ τάγμα τῶν Ἰησουητῶν, ποὺ θὰ ἀναπτύξουν τὴ φοβερότερη προπαγάνδα, ὄχι μόνο στὸν χῶρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ σ΄ ὅλη τὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Τὸν ἀντίκτυπο τῆς ἐδῶ παρουσίας ἐνσαρκώνει ἡ φόρτιση τοῦ ὅρκου «Ἰησουΐτης» στὴ συνείδηση καὶ γλῶσσα τοῦ λαοῦ μας, ἀνάλογη μὲ ἐκείνη τοῦ (ἄλλου δυτικοῦ) ὅρου «μασσόνος»! Τὸ τάγμα αὐτὸ ἀνέλαβε, μάλιστα, τὴν ὑποστήριξη τῆς Οὐνίας (= δούρειος ἵππος τοῦ Παπισμοῦ στὶς ὀρθόδοξες χῶρες).

Ἰησουῖτες μισσιονάριοι ἀνέπτυξαν σημαντικὴ διπλωματικὴ δράση στὴν Κωνσταντινούπολη, καλλίνικο θῦμα τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ὁ πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις (1638). Στὰ μέσα τῆς προπαγάνδας τους περιλαμβανόταν στὸ κήρυγμα (στὴ λαϊκὴ γλῶσσα), τὰ σχολεῖα, οἱ ἐντυπωσιακὲς λιτανεῖες. Ὁ Λούκαρις σημειώνει: «…ἔπιασαν τὰ παιδιὰ καὶ μὲ τὸ μέσον τῶν παιδίων κλέπτουσι τὰς γνώμας τῶν πατέρων τους». Ἦταν ἡ κοινὴ μέθοδος ὅλων τῶν μισσιοναρίων: μέσῳ τῶν σχολείων νὰ ἐπιδροῦν στὶς οἰκογένειες τῶν μαθητῶν.

Τὴ θρασύτητά τους δείχνει ἡ ἵδρυση τῆς 1635 παπικῆς σχολῆς στὸ Ἅγιο Ὄρος (Καρυές). Ἦταν, βέβαια αἴτημα τοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς Βατοπεδίου Ἰγνατίου (1628). Οἱ ἀντιδράσεις τῶν ἁγιορειτῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ καχυποψία τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν συντέλεσαν στὴ μεταφορὰ τῆς σχολῆς τὸ 1651 στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐνδιαφέρει ἰδιαίτερα ὁ στόχος τῶν Ἰησουϊτῶν στὸ Ἅγιο Ὄρος: «Ἄν κερδίσουμε τοὺς μοναχούς τοῦ Ἁγίου Ὄρους»- ἔγραφε ὁ Γραμματέας τῆς προπαγάνδας Incoli τὸ 1628 – «θ’ ἀνοίξουμε ἕνα μεγάλο δρόμο πρὸς τὴν ἕνωση τῆς ἐκκλησίας αὐτῆς (=τῆς Ὀρθόδοξης) μὲ τὴ δυτικὴ καὶ αὐτό, γιατί τοὺς μοναχοὺς αὐτοὺς τοὺς ἔχουν σὲ μεγάλη ὑπόληψη οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ πληθυσμοὶ τῆς Ἑλλάδος. Ἀκόμη μερικοὶ βεβαιώνουν, πὼς ἂν ἑνωθεῖ τὸ Ἅγιον Ὄρος μὲ τὴν ρωμαϊκὴ ἐκκλησία, ἀμέσως ἡ Μοσχοβία θὰ δεχθεῖ τὴν ἕνωση αὐτή, γιατί οἱ μοσχοβίτες τρέφουν μεγάλη ὑπόληψη στοὺς μοναχοὺς αὐτούς…».

Τὰ σχέδια αὐτὰ ἐνίσχυσε σημαντικὰ ἡ ἵδρυση (1577) τοῦ «Ἑλληνικοῦ Κολλεγίου» τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στὴ Ρώμη. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἀποφοίτους του (οὐνίτες) ἄσκησαν φιλοπαπικὴ προπαγάνδα. Ἐπισημότεροι ὑπῆρξαν ὁ Πέτρος Ἀρκούδιος (ὀνομάστηκε «ἑλληνομάστηξ») καὶ ὁ Λέων Ἀλλάτιος. Τὸ ἔργο τῆς παιδείας προωθοῦσαν οἱ ἐκδόσεις. Στὴν κατεύθυνση αὐτὴ συνέβαλλαν ἐπιφανεῖς Ἕλληνες Οὐνίτες, ὅπως ὁ Νικαίας Βησσαρίων, καρδινάλλιος καὶ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως» ἀπὸ τὸ Μάιο τοῦ 1462. Ἡγήθηκε τῆς οὐνιτικῆς προπαγάνδας, καθιερώνοντας ὑποτροφία γιὰ δεκαέξι Ἕλληνες κληρικοὺς- Οὐνῖτες ποὺ θὰ προωθοῦσαν τὸν ἐνωτισμὸ ἀπὸ θέσεις πρωτοπαπάδων, ἐκκλησιαστικῶν δηλαδὴ ἡγετῶν.

Οἱ παπικοὶ μισσιονάριοι κινοῦνταν ἐλεύθερα, ἔχοντας τὴν προστασία καὶ ὑποστήριξη τῶν πολιτικῶν δυνάμεων τῆς ἐποχῆς. Πρῶτα τῆς Βενετίας. Ἡ Γαλλία εἶχε ὑπὸ τὴν προστασία της τὶς παπικὲς δυνάμεις τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἐνίσχυε μέσῳ τῶν διπλωματικῶν συμφωνιῶν καὶ ἐκπροσώπων της ἀπὸ τὸ 16ο αἰῶνα.

Θὰ ρωτοῦσε, βέβαια, κανείς: τί ἐπεδίωκε ἡ Λατινικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴ δράση τῆς προπαγάνδας της στὴν Ἑλληνικὴ Ἀνατολή; Ὁ κύριος στόχος της ἦταν ἡ ὑποταγὴ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ μέσῳ αὐτῆς τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου στὸν Πάπα. Ὁ ἐκλατινισμὸς (ἐκδυτικισμὸς) τῆς Ἀνατολικῆς Χριστιανοσύνης παραμένει ἀπὸ τὸ σχίσμα ὁ μόνιμος σκοπὸς τῆς Ρώμης. Ὁ ἐξουνιτισμὸς δηλαδὴ τῆς Ἀνατολῆς μὲ τὴν παραδοχὴ τοῦ πρωτείου ἐξουσίας τοῦ Πάπα, καὶ τῆς πολιτικῆς τοῦ ἰδιότητας.

Ἡ ἐπιβολὴ ἔτσι, τῶν προτάσεων τῆς οὐνιτικῆς συνόδου τῆς Φλωρεντίας (1439) ἦταν μόνιμη ἐπιδίωξη τῶν παπικῶν προπαγανδῶν σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς δουλείας. Ὁ Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄(1572- 1585), ὁ εἰσηγητὴς τοῦ νέου ἡμερολογίου (1582), καλοῦσε τοὺς Ἕλληνες σὲ ὑποταγὴ στὴ Ρώμη. Τὸ «θεολογικὸ» ἐπιχείρημά του: ἡ δουλεία ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἀπόσχισης ἀπὸ τὸν Πάπα!

Στὶς φραγκοκρατούμενες περιοχὲς ἀσκοῦσαν βία μὲ ποικίλα μέσα: διαρπαγὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, ἱερῶν λειψάνων, ἀπαίτηση τῆς χειροτονίας τῶν ὀρθοδόξων κληρικῶν (ἀνεκπλήρωτη), προσπάθεια εἰσαγωγῆς τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως καὶ τοῦ γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου, χορήγηση ἀδείας γιὰ τὸ κύρηγμα, συνεχεῖς ταπεινώσεις τοῦ ὀρθόδοξου κλήρου, ἀναγκαστικὴ συμμετοχὴ στὶς ἑορτὲς τῶν Λατίνων (communication in sacris). Οἱ διαθρυλλούμενες ἀπὸ λατίνους καὶ φιλενωτικοὺς δῆθεν φιλικὲς σχέσεις Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν στὰ χρόνια της δουλείας ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα πίεσης καὶ ἀνάγκης. Ἡ ἐπανάσταση τοῦ 1821 βρῆκε τὸ παπικὸ στοιχεῖο καλὰ ὀργανωμένο σ’ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς κοινωνικῆς ζωῆς.



Η ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ

Ἡ προσπάθεια τῆς Μεταρρύθμισης στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ (16ος αἰῶνας) ἐπιδιώχθηκε μὲ τὴ σύναψη φιλικῶν σχέσεων στὴν κορυφὴ (διάλογος μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ποὺ ἦταν καὶ Ἐθναρχικὸ Κέντρο) γιὰ τὴν ἀπόκρουση τῆς Ρώμης (Πάπα). Δὲν ἔλειψε ὅμως καὶ ἡ προσπάθεια ἐκπροτεσταντισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς ἐκ μέρους τῶν Καλβινιστῶν, τόσο στὴν κορυφή, ὅσο καὶ στὴ λαϊκὴ βάση. Τὰ μέσα: ἵδρυση σχολείων ὑπὸ τὴ διεύθυνσή τους, ἀπόσπαση Ὁμολογίας πίστεως καλβινικῆς (τραγικὴ ὑπόθεση Κυρίλλου Λούκαρη) καὶ μετάφραση τῆς Ἁγίας Γραφῆς μὲ τὴν ἔγκριση τοῦ Πατριάρχη.

Ἡ Κωνσταντινούπολη ἔγινε τὸν 17ο αἰώνα πεδίο σφοδρῆς σύγκρουσης Παπισμοῦ καὶ Προτεσταντισμοῦ στὸν χῶρο τῆς διπλωματίας, γιὰ νὰ κερδιθεῖ τὸ ρωμαίϊκο (ὀρθόδοξο) στοιχεῖο. Οἱ συνέπειες γιὰ τὴν Ἐθναρχία καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν καταστροφικές, διότι αὐτὴ ἐκπλήρωνε τὶς δυτικὲς δολοπλοκίες καὶ τὶς ἐκρήξεις τῆς Πύλης. Ἐκτελέσεις πατριαρχῶν, ἀλλοξοπατριαρχίες, διωγμοὶ ἐπισήμων Ρωμηῶν, ἀνασφάλεια λόγῳ τῆς μόνιμης καχυποψίας τῆς Πύλης.

Ἡ τραγικότερη ὅμως συνέπεια γιὰ τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο ἦταν ἀναμφίβολα ἡ διάσπαση τῆς ἑνότητάς του, ποὺ ἐπιδείνωνε ἀκόμη περισσότερο τὴν πάντοτε σοβοῦσα ἀντίθεση ἑνωτικῶν –ἀνθενωτικῶν. Σ’ ὅλους τούς χώρους καὶ τὰ ἐπίπεδα τοῦ ἑλληνικοῦ βίου ὑπεισέρχεται καὶ ἡ διαίρεση σὲ φιλοπαπικοὺς καὶ φιλοπροτεστάντες. Ἡ προσπάθεια ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς μιᾶς πλευρᾶς ὁδηγοῦσε νομοτελειακὰ στὴν προσχώρηση στὴν ἄλλη. Ἡ διαπάλη αὐτὴ δὲν ὁδήγησε μόνο στὴ σύγχυση τῶν συνειδήσεων, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐνίσχυση τοῦ διχασμοῦ, ποὺ θὰ ἀποτελεῖ ἔκτοτε μόνιμο σκόλοπα στὸ σῶμα τοῦ Γένους.

Ἡ δράση ὅμως τῶν Προτεσταντῶν στὴν «καθ΄ ἡμᾶς Ἀνατολὴ» θὰ κορυφωθεῖ οὐσιαστικὰ τὸ 19ο αἰῶνα, μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν δυτικῶν δυνάμεων καὶ μάλιστα τῆς Ἀγγλίας. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνα (τέλος ναπολεόντειων πολέμων – ἀποκατάσταση τῆς τάξης στὴ Μεσόγειο) σημειώθηκε μεγάλη κίνηση προτεσταντικοῦ στοιχείου (μισσιοναρίων), μὲ σκοπὸ τὸν ἐκπροτεσταντισμὸ τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς. Αὐτὸ ὅμως σήμαινε ταυτόχρονα πρόσδεσή της στὸ δυτικὸ πολιτικὸ ἅρμα, κυρίως τῆς τότε κοσμοκράτειρας Βρετανίας. Ὁ ἐκδυτικισμὸς τῆς Ἀνατολῆς ἦταν ὁ στόχος, ἐπιδιωκόμενος καὶ μὲ τὸ μέσο τῆς ἱεραποστολῆς (δημιουργία φιλικοῦ κλίματος καὶ δεσμῶν κάθε εἴδους, κυρίως δὲ δουλικότητα ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴν προσφερόμενη βοήθεια καὶ προστασία).

ΤΕΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ


Ἀναφερόμενος ὁ Κύριλλος Λούκαρις στὶς ἐπιτυχίες τῶν Ἰησουϊτῶν, ἐπισημαίνει ὅτι «ἔσυραν τοὺς ἥμισυ παπάδες καὶ χριστιανοὺς εἰς τὴν γνώμην των». Ἡ ἀλλοίωση τῶν κριτηρίων καὶ ἡ ἀδρανοποίηση τῶν ἀντανακλαστικῶν ἦταν ἐνίοτε ἐξουθενωτική. Περιστασιακὴ μυστηριακὴ διακοινωνία (Intercommunio), ἀλλαξοπιστίες (ὄχι μαζικές), ἀποδοχὴ καὶ ἐνίσχυση τῶν δυτικῶν στόχων. Οἱ μισσιονάριοι στηρίχθηκαν πάντα στοὺς φίλους τους Ρωμηοὺς καὶ στὶς ἐνδορθόδοξες διενέξεις.

Ἡ ἐπιτυχία τῆς δράσης ὅμως τῶν μισσιονάριων ἦταν ἐνίοτε καρπὸς τῆς ἀνεκτικότητας ἢ καὶ ἀβελτηρίας τῆς ἑλληνικῆς πνευματικῆς ἡγεσίας (κλήρου). Ἐπίσκοποι, μειωμένων ἠθικῶν ἀντιστάσεων καὶ προσόντων, ἐπέτρεπαν σὲ μισσιονάριους νὰ λειτουργοῦν σὲ ὀρθόδοξους ναούς, νὰ κηρύττουν καὶ νὰ ἐξομολογοῦν.
Τὰ ἐσωτερικὰ πάθη – ἀκόμη – λαοῦ καὶ ἡγεσίας (ἀμάθεια, πλεονεξία, δεισιδαιμονίες, ἠθικὲς ἐκτροπὲς, ἀμέλεια καὶ ἀδιαφορία κ.ἄ.) ἢ καὶ τὰ ὑπάρχοντα κενὰ (π.χ. στὴν παιδεία) εὐνοοῦσαν τὴ μισσιοναριστικὴ δράση.

Δὲν ἔλειψε ὅμως καὶ ἡ ἀντίδραση, στὸ βαθμὸ φυσικὰ ποὺ ἦταν δυνατὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ λόγῳ τῆς ξένης κυριαρχίας. Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἀμύνθηκε μὲ ἐξάρχους, ἱεροκήρυκες καὶ κληρικοὺς ἢ μοναχοὺς στὴ διείσδυση τῶν ξένων. Ἡ ἀπόφαση μάλιστα, γιὰ τὴ χρήση λαϊκῆς γλώσσας στὸ κήρυγμα ἦταν τὸ τολμηρότερο, ἀλλὰ καὶ δραστικότερο, μέτρο στὴν ἀντιμετώπιση τῆς δυτικῆς προπαγάνδας, ποὺ μετέδιδε τὰ μηνύματά της μὲ τὴ λαϊκὴ (προφορικὴ καὶ γραπτὴ) γλώσσα. «Σὲ μία ἐποχή, ὅπου στὴ Δύση ὁ Γαλιλαῖος διώκεται, καταδικάζεται καὶ φυλακίζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Πόλης συσταίνει σχολεῖα, τυπογραφεῖο, εὐνοεῖ τὴ μετάφραση τῶν Γραφῶν, χρησιμοποιεῖ τὴ λαϊκὴ γλῶσσα, γιὰ νὰ φωτίσει τὸ ποίμνιο» (Κ. Δημαρᾶς).

Οἱ θεολόγοι, ἐξ ἄλλου, λαϊκοί, μοναχοὶ καὶ κληρικοί, μὲ τὴ συγγραφική τους δράση ἐνίσχυσαν τὴν ἄμυνα τῆς Ἐθναρχίας. Συμπαγέστερη ὅμως καὶ δυναμικότερη ἦταν ἡ ἀντίδραση τῶν λαϊκῶν στρωμάτων. Ἐδῶ πρέπει νὰ ἐξαρθεῖ καὶ ἡ ἀφομοιωτικὴ δύναμη τῶν Ἑλληνίδων στὶς περιπτώσεις μεικτῶν γάμων. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα οἱ Τυπάλδοι τῆς Κεφαλλονιᾶς (14ος αἰῶνας κ.ἑ.) ποὺ ἀπὸ τὶς ἑλληνίδες συζύγους τους ἔγιναν ὀρθόδοξοι παπικοὶ καὶ μέσῳ τῆς Ὀρθοδοξίας Ἕλληνες. Στὴν παράδοση τοῦ Γένους μας πάντα ἡ γυναῖκα σώζει τὴν πίστη. Μεγάλη, τέλος, βοήθεια στὴν Ἑλληνικότητα καὶ Ὀρθοδοξία προσέφεραν οἱ συγκρούσεις Παπικῶν καὶ Προτεσταντῶν στὸ ἔδαφός μας, κάτι ὅμως ποὺ παύει νὰ ἰσχύει μὲ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπὸ τὸν 19ο αἰῶνα.

Ἀπὸ τὰ παραπάνω γίνεται ἀντιληπτό, γιατί ἡ ἐπιβίωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὴ δουλεία δὲν ἐκπλήσσει τόσο, ὅσο ἡ διάσωση τῆς πνευματικῆς συνέχειάς του. Μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ θαῦμα, ποὺ μὲ τὴ χάρη τοῦ θεοῦ πραγματοποίησε τὸ Γένος. Τὰ ἀνεξάντλητα ψυχικὰ ἀποθέματά του φάνηκαν στὴν Ἐπανάσταση τοῦ ΄21 καὶ τὴν ἐθνικὴ παλιγγενεσία. Ἡ ἀπογοήτευση ὅμως ἦλθε μὲ τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος (μετὰ τὸ 1833!), στὸ ὁποῖο ἡ ἐπιβουλευόμενη τὸ Γένος Δύση θὰ ἀποβεῖ «καθολική του μητρόπολη» (Κ. Μοσκὼφ). Αὐτὸ θὰ ἐκφράζει τὸ παράπονο τοῦ Μακρυγιάννη: «Ἂν μᾶς ἔλεγε κανένας αὐτήνη τὴ λευτεριὰ, ὅπου γευόμαστε, θὰ περικαλούσαμε τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἀφήσει εἰς τοὺς Τούρκους ἄλλα τόσα χρόνια…..»

Καὶ αὐτό, γιατί; Διότι ὅλοι οἱ κυβερνῶντες τὴν Ἑλλάδφα, πλὴν τοῦ Καποδίστρια, ἐλάχιστη ἢ μηδενικὴ σχέση εἶχαν (ἔχουν) μὲ τὴν ἑλληνορθόδοξή μας παράδοση. Ἀρχικά μᾶς κυβέρνησαν οἱ τοποτηρητὲς τῶν ξένων, ὥσπου νὰ καταντήσουν καὶ αὐτοὶ ξένοι. Γι’ αὐτὸ δὲν θὰ παύσω νὰ ἐπαναλαμβάνω:

θέλω νὰ εἶμαι Ἕλληνας – Ὀρθόδοξος στὴν Εὐρώπη καὶ ὄχι Εὐρωπαῖος στὴν Ἑλλάδα!


ΕΡΩ


http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/201 ... st_13.html
Caer está permitido, levantarse es obligatorio....."Επιτρέπεται να πέσεις, επιβάλλεται να σηκωθείς"
Xαμένη μάχη,είναι αυτή που φοβήθηκες να δώσεις
Πριν γράψεις σκέψου! Πριν κατακρίνεις περίμενε! Πριν προσευχηθείς συγχώρα! Πριν παραιτηθείς προσπάθησε!
Καλό είναι το να υπάρχεις …μα το να ζεις εν Χριστώ είναι άλλο πράγμα !
Απάντηση

Επιστροφή στο “Παπισμός”