Μιας και τό φέρε η κουβέντα,
το Έλλην σημαίνει: Θεός είναι;
εμένα εκεί πάει το μυαλό μου.
Re: Ετυμολογία του όρου: Έλλην
2Πιθανόν.
Ελ = Θεός
Ην = α' και γ' πρόσωπο ενικού οριστικής παρατατικού του ρήματος εἰμί
Ελ = Θεός
Ην = α' και γ' πρόσωπο ενικού οριστικής παρατατικού του ρήματος εἰμί
Re: Ετυμολογία του όρου: Έλλην
3Ευτυχώς, γιατί νόμιζα πως μόνο εγώ το βλέπω έτσι.
Σίγουρα και η ηλιθιότητα από την ίδια πηγή βγαίνει.
Σίγουρα και η ηλιθιότητα από την ίδια πηγή βγαίνει.
Re: Ετυμολογία του όρου: Έλλην
4Εννοείς από την ίδια ρίζα Ηλ.. και το Ἴθι ; άρα αυτός που νομίζει ότι βλέπει τον Θεό
Re: Ετυμολογία του όρου: Έλλην
6για καλό μας δε μας τα μάθανε. Για να αποκτήσουμε την αρετή της αυτοδιδαχής.
Re: Ετυμολογία του όρου: Έλλην
7Μάλλον ξεχάστηκαν αυτές οι έννοιες. Όπως πολλά έχουν ξεχαστεί από τα μεγαλεία της αρχαιότητας.
Re: Ετυμολογία του όρου: Έλλην
8Έλλην, στα εβραϊκά = עִברִית
πολύ θα με ενδιέφερε να μάθω την ετυμολογία.
πολύ θα με ενδιέφερε να μάθω την ετυμολογία.