Το μυστήριο του Βαπτίσματος και οι Παναγείς αρχαίες Ελληνίδες

1
Ὅλα τὰ ἱερατικὰ ἀξιώματα ἦσαν τιμητικὰ καὶ κυρίως ἄμισθα στὴν Ἀθήνα.
Στὸν Ὅρκον τῶν Ἀθηναίων ὁπλιτῶν παρίσταντο οἱ ἱέρειες τοῦ ναοῦ τῆς Ἀγραύλου, τῆς κόρης τοῦ Κέκροπος, ἱδρυτοῦ καὶ σημαντικώτατου βασιλέως τῶν Ἀθηνῶν.

Τὸ βάπτισμα ἦταν πανάρχαιος θεσμὸς τῶν Ἑλλήνων καὶ τὸ μυστήριο τελοῦσε ἡ ὑδρανός, δηλαδὴ ἡ ἱέρεια - βαπτίστρια. Ἡ βαπτίστρια ἦτο παράλληλα καὶ ἡ ἐξομολόγος. Ἐπίσης ὑπῆρχε καὶ ἡ ἀρχιέρεια, ἡ ὀνομαζομένη ἱεραπόλος.

Τὸ ἀξίωμα τῆς ὑδρανοῦ (βαπτίστριας), ἰσότιμον μὲ αὐτὸ τῆς ἱεροφάντιδος, ἀνῆκε ἀποκλειστικῶς στὰ παλαιὰ ἱερατικὰ γένη τῶν Εὐμολπιδῶν καὶ τῶν Κηρύκων.
Ἡ ἱέρεια - ὑδρανὸς ἔπρεπε νὰ εἶναι παναγής, «ἥτις οὐ μίσγεται ἀνδρί».
Οἱ παναγεῖς ἔπρεπε νὰ εἶναι πάναγνες, ἄμωμες, ἀσίνηοι, (ἀμόλυντες), ἀειπάρθενες καὶ διὰ βίου ἀφιερωμένες ἱέρειες.
Μόνον σὲ αὐτὲς ἐπιτρεπόταν τὸ ἄγγιγμα τῶν «κιστῶν κιβωτίων», ὅπου φυλάσσονταν τὰ ἄρρητα. Μὲ τὸν ὅρκο της ἡ «παναγής» κατὰ τὴν ἀνάληψιν τῶν καθηκόντων της ἐδήλωνε: «Οὒτ’ ἐμίγην οὐδὲ μιγήσομαι ἀνδρί» (αὐτοκράτωρ Ἰουλιανὸς ρ V 173:
«Παρ’ Ἀθηναίοις οἱ τῶν ἀρρήτων ἁπτόμενοι παναγεῖς εἰσί», Ἡσύχιος
στὴν λέξη Παναγίς: «Ἀθήνησιν ἱέρεια» καὶ στὴν λέξη Παναγία: «Ἱέρεια ἥτις οὐ μίσγεται ἀνδρί»: βλέπε καὶ λεξικὸν Liddell-Skott.


Οἱ βαπτίστριες ἐβάπτιζον μόνον ἐνήλικες ἄνδρες καὶ γυναῖκες ἐντελῶς γυμνούς, ἀφοῦ προηγουμένως ἔκαναν ἐλευθέρως «ὁμολογίαν πίστεως», ἔδιναν «λόγον περὶ παντὸς τοῦ βίου» των καὶ ὅρκον «μὴ ἀπειπεῖν τὰ μυστήρια», δηλαδὴ νὰ τηρήσουν ἀπόλυτη μυστικότητα σχετικὰ μὲ τὰ μυστήρια διὰ βίου.
Ἡ βάπτισις (ἐξαγνισμός) γινόταν στὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια μὲ ἡγιασμένον ὕδωρ καὶ διὰ ραντίσματος (βλέπε λεξικὸν Ἡσυχίου: Ὑδρανός, ὁ ἁγιστής, δηλαδὴ ὁ ἁγνιστής).
Ἡ βαπτίστρια - ὑδρανὸς μετὰ τὸ ἱερὸ βάπτισμα προέβαινε καὶ σὲ ἐκφώνηση τῆς
θρησκευτικῆς ἐντολῆς, ποὺ εἶχε ὡς ἑξῆς:
«Ὅστις ἁγνὸς καὶ παντὸς μύσους (μυσαρός - μιάσματος σωματικοῦ ἢ ψυχικοῦ), ὄτῳ ἡ ψυχὴ οὐδὲν σύνοιδε κακόν, ὄτω εὖ καὶ δικαίως βεβίωται ἴτω..
Ἑκὰς οἱ βέβηλοι. Μή τις τῶν οὐ μυηθέντων.»
Ἀπόδοση:
«Ὅποιος ἐξαγνίσθηκε (διὰ τοῦ μυητικοῦ βαπτίσματος) καὶ εἶναι καθαρὸς ἀπὸ κάθε μίασμα, αὐτὸς ποὺ ἡ ψυχή του δὲν βαρύνεται ἀπὸ κανένα ἁμάρτημα καὶ ἡ καρδιά του εἶναι καθαρή, αὐτὸς ποὺ ἔχει ζήσει μέχρι τώρα βίο ἐνάρετο καὶ δίκαιον, ἂς προχωρήσῃ, γιὰ νὰ συμμετάσχῃ στὶς ἅγιες τελετές. Μακρυὰ νὰ μείνουν οἱ μὴ ἁγιασμένοι, οἱ μὴ μεμυημένοι καὶ οἱ μιασμένοι. Κανεὶς νὰ μὴν εἰσέλθῃ ἀμύητος.»

Ὑπῆρχαν αἱ ἱεραπόλοι (οἱ γυναῖκες ἀρχιερεῖς). Ἡ ἱεραπόλος ἐπιθεωροῦσε καὶ ἐπιστατοῦσε σ’ ὅλα τὰ ἱερά, καθὼς καὶ τοὺς ἱερεῖς, ἄνδρες ἢ γυναῖκες τῆς πόλεως (βλέπε «Συλλογὴ Ἐπιγραφῶν», «ἱεραπόλος» 1169, 1793 a, «ἀρχιέρεια» 2223).
Ἐκτὸς τῶν ἀνωτάτων ἀξιωμάτων τῆς ὑδρανοῦ, τῆς ἱεροφάντιδος καὶ τῆς πρωθιέρειας τῆς
Ἀθηνᾶς, ὅλα τὰ ἄλλα ἱερατικὰ ἀξιώματα καταλαμβάνονταν μὲ ἐκλογὲς ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν «φυλῶν», δηλαδὴ τῶν μελῶν κάθε φυλῆς.

Ἡ ὀνοματοθεσία γινόταν κατὰ τὰ Ἀμφιδρόμια, μία οἰκογενειακὴ ἑορτή, ὅπου ὁ πατέρας τοῦ νεογέννητου ἐνώπιον φίλων, συγγενῶν καὶ τοῦ ἱερέως τοῦ Τελείου Διὸς περιέφερε τὸ βρέφος γύρω ἀπὸ τὸν βωμὸ τῆς Ἑστίας, γιὰ νὰ συνδεθῇ ἔτσι μὲ τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον τοῦ οἴκου, ἐξ οὗ καὶ ἡ λέξη Ἀμφιδρόμια.
Χρησιμοποιοῦσαν ἁγνὸν ὕδωρ, ἔλαιον καὶ εὔχονταν μακροζωία καὶ εὐτυχία. Τὸ ὄνομα ἦταν ἐπιλογὴ τῶν γονέων, ἀλλὰ ἡ δεινότης τῶν ὀνοματοθετῶν στὴν εὑρεσιονομασία τῶν Ἑλλήνων ἦταν ἐκπληκτική. Ὑπάρχει πληθώρα, περίπου 18.000 ὀνομάτων στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἀντίθετα μὲ τὴν σημερινὴ φτώχεια των (συναντᾶμε μόνον 50 καὶ 10 εἶναι περίπου τὰ πιὸ συνηθισμένα Γιῶργος, Θανάσης, Γιάννης, Παναγιώτης κ.λ.π.).

Οἱ γονεῖς- ὀνοματοθέτες δὲν ὑποχρεοῦνταν ἀπὸ κανένα ἱερατικὸ δόγμα στὴν ἐπιλογή τους
οὔτε ἀπὸ κανένα νόμο τῆς πολιτείας. Ἀπὸ φυλετικὴ ὅμως ὑπερηφάνεια ποτὲ δὲν
ἔδιναν στὰ παιδιά τους ὀνόματα ξενικά, βαρβαρικά. Μερικὲς φορὲς ἔδιναν τὸ ὄνομα τοῦ παπποῦ, ἀλλὰ συνηθέστατα ἔδιναν ὀνόματα πρωτότυπα, «ἀτομικά» θὰ λέγαμε, ξεχωριστά, γιατὶ τιμοῦσαν τὸν ἄνθρωπο ὡς διακριτὴ προσωπικότητα.
Μὲ τὸ ὄνομα οἱ Ἕλληνες ἐξέφραζαν τὴν εὐχή, ἐλπίδα καὶ πεποίθησή τους γιὰ ἐκεῖνο ποὺ θὰ γινόταν ὁ φέρων τὸ ὄνομα. Τὸ ἐπίσης ἐκπληκτικὸ εἶναι, ὅτι πολλὰ ἀπὸ τὰ ὀνόματα ἐδικαίωσαν αὐτὴ τὴν εὐχή.
Π.χ. Ἀγαμέμνων, ὁ ὑπερβολικὰ ἐμμένων, ὁ ἀκατανίκητος, δηλ. ὁ ἡγέτης,
Δημοσθένης = τὸ σθένος τοῦ δήμου,
Ἐπαμεινώνδας = Ὁ ἐπ’ ἀμείνω τὴν δᾷδα, ἐκεῖνος ποὺ φωτίζει γιὰ τὰ καλύτερα,
Λεωνίδας = ὁ υἱὸς τοῦ λεονταριοῦ,
Θεμιστοκλῆς = τὸ κλέος τῶν θεμίστων, δηλαδὴ τῆς δικαιοσύνης,
Ἀλέξανδρος = ἀπὸ τὸ ρῆμα ἀλέξω =ἀπομακρύνω (ἀλεξικέραυνον), δηλ. ὁ ἀπομακρύνων τοὺς ἄνδρας, τοὺς ἐχθρούς.
Τὰ παιδιὰ εἶχαν τὸ δικαίωμα, νὰ ἀλλάξουν τὸ ὄνομα ποὺ ἔλαβον ἀπὸ τοὺς γονεῖς των κατὰ τὴν ἐνηλικίωσή τους, ὅπως καὶ οἱ ἱέρειες κατὰ τὴν ὁρκωμοσία τους.

Ἡ σύλληψη, ἡ κατασκευὴ καὶ ἡ λειτουργικότητα τῶν ἀρχαίων οἰκιῶν ἦταν ἐμπνευσμένες ἀπ’ τὸ οὐράνιο στερέωμα. Οἱ οἰκίες ἀποτελοῦσαν μία συμβολικὴ μικρογραφία τοῦ σύμπαντος ἢ τὸν ναὸ τῆς κάθε οἰκογενείας. Ὁ βωμὸς τοῦ πυρὸς ἦταν ἡ ἑστία, τὸ τζάκι καὶ βρισκόταν γιὰ συμβολικοὺς ἀλλὰ καὶ λειτουργικοὺς λόγους στὸ κέντρο τῆς οἰκίας
(ὅπως ὁ ἥλιος στὸ κέντρο τοῦ ἡλιακοῦ συστήματος). Ἡ Ἑστία ἦταν κατὰ τὴν ἀρχαία παράδοση ἡ θεὰ τῆς φωτιᾶς, ποὺ γύρω της συγκεντρώνονταν ὅλοι οἱ ἄλλοι θεοὶ καὶ ὅλα τὰ οὐράνια σώματα τοῦ ἡλιακοῦ συστήματος. Τὰ μέλη τῶν οἰκογενειῶν μαζεύονταν γύρω ἀπὸ τὴν ἑστία - πῦρ (ὅπως οἱ πλανῆτες γύρω ἀπ’ τὸν ἥλιο), γιὰ νὰ μαγειρέψουν, νὰ ζεσταθοῦν καὶ νὰ συνομιλήσουν μεταξύ τους. Γύρω ἀπ’ τὴν ἑστία τῆς οἰκίας γίνονταν ὅλες οἱ οἰκογενειακὲς ἑορτὲς καὶ τὰ συμπόσια, ὅπως καὶ τὰ Ἀμφιδρόμια.
Ἡ ἑορτὴ τῶν Ἀμφιδρομίων ἦταν χωρισμένη σὲ δύο μέρη. Πρῶτα γινόταν ἡ τελετὴ καθαρμοῦ τοῦ βρέφους, διότι θεωροῦσαν ὅτι ἡ γέννηση καὶ ὁ θάνατος συνδέονταν μὲ ἐνεργειακὲς μιασματικὲς καταστάσεις. Ἀκολουθοῦσε ἡ τελετὴ τῆς ὀνοματοδοσίας καὶ τέλος τὸ συμπόσιο. Οἱ γονεῖς κρεμοῦσαν στὶς ἐξώπορτες τῶν οἰκιῶν τους στεφάνι ἀπὸ κλαδιὰ ἐλιᾶς (σύμβολο ἀνδρείας), ἂν τὸ βρέφος ἦταν ἀρσενικὸ καὶ ἐσάρπα ἀπὸ μαλλὶ (σύμβολο προκοπῆς καὶ ὡριμότητος), ἂν ἦταν θηλυκό.
Μετὰ ἀπ’ τὴν καθάρσια τελετὴ ἀκολουθοῦσε ἡ ἑορτὴ τῆς ὀνοματοδοσίας, ποὺ εἶχε σκοπὸ τὴν ἀναγνώριση τοῦ βρέφους ἀπ’ τὸν πατέρα ὡς γνήσιου τέκνου του καὶ τὸ καλωσόρισμά του στὴν οἰκογένεια. Ἡ ἑορτὴ γινόταν παρουσίᾳ τῶν ἀγαπημένων φίλων καὶ συγγενῶν τῆς οἰκογενείας καὶ ξεκινοῦσε μὲ θυσία ζῴου πρὸς τιμὴν τῆς θεᾶς τοῦ τοκετοῦ Εἰλειθυίας.

Κατὰ τὴν ἀρχὴ τῆς ἑορτῆς ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, ἢ κάποια φίλη ἔπαιρνε τὸ παιδὶ στὰ χέρια καὶ τὸ περιέφερε γύρω ἀπ’ τὴν φωτιά, γιὰ νὰ τὸ ἐντάξῃ στὴν προγονικὴ ἑστία.
Ἐκείνη τὴν στιγμὴ δινόταν καὶ τὸ ὄνομα, ἐνῷ οἱ φίλοι καὶ οἱ συγγενεῖς ἔδιδαν τὰ «γενέθλια δῶρα», ποὺ εἶχαν φέρει γιὰ τὸ βρέφος.

Ὁ πλοῦτος τῶν ἀρχαιοελληνικῶν ὀνομάτων
Κατὰ τὴν παράδοση τὰ ὀνόματα τῶν νεογέννητων δίνονταν ἀπ’ τοὺς παπποῦδες καὶ τὶς γιαγιάδες σὲ ἀγόρια καὶ κορίτσια ἀντιστοίχως.
«Ἔχει τὴν ἀξίωση σὰν μεγαλύτερος υἱὸς νὰ φέρῃ τὸ ὄνομα τοῦ παπποῦ του ἀπὸ πατέρα.» (Δημοσθένης, «Πρὸς Βοιωτόν, περὶ τοῦ ὀνόματος», στ.27.)

Κάποιοι γονεῖς προτιμοῦσαν τὰ δικά τους ὀνόματα ἢ ὀνόματα συγγενῶν τους. Ἄλλοι γονεῖς ἔδιναν ὀνόματα στὰ παιδιά τους σύμφωνα μὲ τὴν ἰδιοσυγκρασία τοῦ νηπίου, τὴν ἐργασία ἢ τὴν σπουδὴ ποὺ τὰ προώριζαν.
Ὁ πατέρας τοῦ τυράννου τῆς Κορίνθου Περιάνδρου ὠνομάστηκε Κύψελος, διότι ἡ μητέρα του τὸν ἔκρυψε σὲ μία κυψέλη, γιὰ νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ βέβαιο θάνατο λόγῳ δυσοίωνου χρησμοῦ. Ὁ Ἀριστοφάνης στὶς «Νεφέλες» (60-65) μᾶς λέει γιὰ τὴν περίπτωση ἑνὸς παιδιοῦ, ποὺ τοῦ δόθηκε τὸ ὄνομα καὶ τῶν δύο γονιῶν μαζί:
«Ὅταν γεννήθηκε ἐτοῦτος, διαφωνούσαμε ἡ μητέρα σου κι ἐγώ, πῶς νὰ τὸν ὀνομάσουμε.
Ἐκείνη ἤθελε κάποιο ὄνομα, ποὺ εἶχε μέσα τὸ “ἵππος”: Ὅπως Ξάνθιππο, Καλλιππίδη, Χάριππο· ἐγὼ ὅμως ἤθελα τὸ ὄνομα τοῦ παπποῦ μου Φειδωνίδη. Τελικὰ συμφωνήσαμε καὶ ἑνώσαμε τὰ δύο ὀνόματα καὶ βγάλαμε τὸν υἱό μας Φειδιππίδη.»

Κατὰ τὴν Ὁμηρικὴ περίοδο οἱ παπποῦδες ἀποφάσιζαν, ποιὸ ὄνομα θὰ ἔδιναν στὸ παιδί, ὅπως ὁ Αὐτόλυκος, ὁ πεθερὸς τοῦ Λαέρτη, ἔδωσε τὸ ὄνομα στὸν Ὀδυσσέα

Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δὲν εἶχαν ἐπώνυμα, δηλαδὴ οἰκογενειακὰ ὀνόματα, ἁπλῶς κρατοῦσαν τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα τους ὡς δεύτερο. Π.χ. Σωκράτης Σωφρονίσκου, Ἀλέξανδρος Φιλίππου. Σὲ μεγαλύτερη ἡλικία ἀρκετοὶ ἔπαιρναν κι ἄλλο ὄνομα, ποὺ βασιζόταν στὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ἔφερε ὁ κάθε ἄνθρωπος, καὶ πολλὲς φορὲς ἐπικρατοῦσε τοῦ ἀρχικοῦ. Π.χ ὁ Πλάτων, ἂν καὶ ὠνομαζόταν Ἀριστοκλῆς, πῆρε τὸ ὄνομα Πλάτων ἀπ’ τὸν γυμναστή του Ἀρίστωνα, ποὺ τὸν ὠνόμασε ἔτσι, διότι εἶχε πλατὺ στέρνο καὶ ρωμαλέα ἐμφάνιση.

Re: Το μυστήριο του Βαπτίσματος και οι Παναγείς αρχαίες Ελληνίδες

2
Τὸ ἀξίωμα τῆς ὑδρανοῦ (βαπτίστριας), ἰσότιμον μὲ αὐτὸ τῆς ἱεροφάντιδος, ἀνῆκε ἀποκλειστικῶς στὰ παλαιὰ ἱερατικὰ γένη τῶν Εὐμολπιδῶν καὶ τῶν Κηρύκων. Ἡ ἱέρεια - ὑδρανὸς ἔπρεπε νὰ εἶναι παναγής, «ἥτις οὐ μίσγεται ἀνδρί».
Οἱ παναγεῖς ἔπρεπε νὰ εἶναι πάναγνες, ἄμωμες, ἀσίνηοι, (ἀμόλυντες), ἀειπάρθενες καὶ διὰ βίου ἀφιερωμένες ἱέρειες.
 
 
 
Χμ. Πολύ ενδιαφέρον.

<παναιΐα>
ἱέρεια, ἥτις οὐ μίσγεται ἀνδρί
https://el.wikisource.org/wiki/%CE%93%C ... %B9/%CE%A0

προκύπτει από το "Λεξικό του Ησύχιου" 
https://books.google.nl/books?id=5oFUAA ... BB&f=false
1.Σοφία πάντων κάλλιστον, η δε αμάθεια πάντων κάκιστον
2. ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν
Απάντηση

Επιστροφή στο “Eλληνισμός-Χριστιανισμός”

cron