Από τη Σοβιετική Ένωση στη σημερινή Ρωσία

1
Χρήστος Ιακώβου
Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών (ΚΥΚΕΜ)


Η σημαντική σε διπλωματικό συμβολισμό και σε πολιτικό περιεχόμενο επίσκεψη στην Κύπρο του προέδρου της Ρωσίας, Ντ. Μεντβέντεφ, αυτή την εβδομάδα, προσφέρεται, μεταξύ άλλων, και για ιστορική επανεκτίμηση της μετάβασης από τη Σοβιετική Ένωση, της τελευταίας δηλαδή μεγάλης Ευρωπαϊκής υπερδύναμης στη νεώτερη ιστορία, στη σύγχρονη Ρωσία.

Το παγωμένο απόγευμα της 31ης Δεκεμβρίου του 1991 υπεστάλη, για τελευταία φορά, η σημαία ενός κράτους που απετέλεσε μία από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες στην παγκόσμια ιστορία. Ήταν η τελική πράξη που συμβολικά επεσφράγιζε το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την έναρξη της Νέας Τάξης Πραγμάτων. Σήμερα, 19 χρόνια μετά, σε όσους μεγάλωσαν μαθαίνοντας να μισούν ή να λατρεύουν τη Σοβιετική Ένωση και τα όσα αντιπροσώπευε, φαίνεται πραγματικά περίεργο πως μια νέα γενιά μεγαλώνει ακούγοντας συχνά το όνομα ενός κράτους που κυριάρχησε στην παγκόσμια ιστορία, περισσότερα από 60 χρόνια, και το οποίο δεν υπάρχει πια.



Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου κυριάρχησε στο διεθνές σύστημα η διπολική αμερικανο-σοβιετική διαμάχη για παγκόσμια ηγεμονία, η οποία κράτησε για τα επόμενα πενήντα χρόνια. Από μία άποψη, η διαμάχη μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης αντιπροσώπευε την εκπλήρωση των δημοφηλεστέρων γεωπολιτικών θεωριών: αντιπαρέθετε την παγκόσμια ηγετική ναυτική δύναμη, που κυριαρχούσε τόσο στον Ατλαντικό όσο και στον Ειρηνικό ωκεανό, στην παγκόσμια ηγετική χερσαία δύναμη, που υπερτερούσε στην ευρασιατική ενδοχώρα (με τον σινοσοβιετικό συνασπισμό να αγκαλιάζει εδάφη που επέτρεπαν μακροπρόθεσμα τον στρατηγικό έλεγχο της περιοχής).

Η γεωπολιτική διάσταση δεν θα μπορούσε να είναι σαφέστερη: η Βόρεια Αμερική έναντι της Ευρασίας με διακυβευόμενο τον κόσμο. Ο νικητής θα κυριαρχούσε πραγματικά στον κόσμο. Δεν θα υπήρχε κανείς άλλος στο δρόμο του, από τη στιγμή που θα πετύχαινε τελικά την νίκη.

Ο κάθε αντίπαλος πρόβαλε στον κόσμιο μία ιδεολογική έκκληση στην οποία ενστάλαζε ιστορική αισιοδοξία, που δικαιολογούσε και για τους δύο την αναγκαία χρήση βίας, ενώ ταυτοχρόνως ενίσχυε την πεποίθηση τους για σίγουρη νίκη. Ο κάθε αντίπαλος ήταν σαφώς κυρίαρχος στο δικό του χώρο, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές αυτοκρατορίες διεκδικήτριες της παγκόσμιας ηγεμονίας, που καμιά τους δεν κατάφερε ποτέ να επιβεβαιώσει την αποφασιστική υπεροχή της στην ίδια την Ευρώπη. Ο κάθε αντίπαλος χρησιμοποιούσε την ιδεολογία του για να ενισχύσει τον έλεγχο τον οποίο ασκούσε στους αντίστοιχους υποτελείς του, κατά τρόπο που υπενθύμιζε την εποχή των θρησκευτικών πολέμων.

Ο συνδυασμός του γεωπολιτικού πεδίου παγκόσμιας έκτασης και της διακεκηρυγμένης οικουμενικότητας των ανταγωνιζομένων δογμάτων έδωσε στη διαμάχη πρωτοφανή ένταση. Όμως, ένας πρόσθετος παράγοντας – που είχε επίσης παγκόσμιες επιπτώσεις- έκανε τη διαμάχη πραγματικά μοναδική. Η εμφάνιση των πυρηνικών όπλων σήμαινε ότι ένας κατά μέτωπον πόλεμος κλασικού τύπου μεταξύ των δυο κυρίων αντιμαχομένων δυνάμεων δεν θα σήμαινε μόνον την αμοιβαία καταστροφή τους, αλλά θα είχε καταστροφικές συνέπειες για σημαντικό τμήμα της ανθρωπότητας. Έτσι, η ένταση της σύγκρουσης υπόκειτο ταυτοχρόνως σε εξαιρετικό αυτοπεριορισμό εκ μέρους και των δύο αντιπάλων.

Στο γεωπολιτικό πεδίο, η σύγκρουση διεξήχθη σε μεγάλο βαθμό στις περιφέρειες του ευρασιατικού χώρου. Ο σινο-σοβιετικός συνασπισμός κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρασίας, αλλά δεν έλεγχε τις περιφέρειές της. Η Βόρεια Αμερική κατάφερε να περιχαρακωθεί τόσο στις ακραίες δυτικές όσο και στις ακραίες ανατολικές ακτές της μεγάλης ευρασιατικής ηπείρου. Η υπεράσπιση αυτών των ηπειρωτικών προγεφυρωμάτων (την οποία συνόψιζε στο μεν δυτικό «μέτωπο» ο αποκλεισμός του Βερολίνου, σε δε ανατολικό ο πόλεμος της Κορέας) ήταν η πρώτη στρατηγική δοκιμή αυτού που έγινε γνωστό ως Ψυχρός Πόλεμος.

Στην τελική φάση του Ψυχρού Πολέμου, ένα τρίτο αμυντικό «μέτωπο» -το νότιο- εμφανίστηκε στο χάρτη της Ευρασίας. Η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν προκάλεσε μία αμερικανική απάντηση με δυο σκέλη: Την άμεση βοήθεια των ΗΠΑ στην τοπική αντίσταση στο Αφγανιστάν, ώστε να αποδυναμωθεί ο σοβιετικός στρατός, και την ευρείας κλίμακας οικοδόμησης της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στον Κόλπο ως προληπτικό μέτρο εναντίον οποιασδήποτε περαιτέρω νότιας προβολής της σοβιετικής πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος.

Η επιτυχής ανάσχεση εκ μέρους των ΗΠΑ των προσπαθειών του ευρασιατικού συνασπισμού να κυριαρχήσει αποτελεσματικά σε όλη την Ευρασία – καθώς ο φόβος πυρηνικού πολέμου απέτρεπε μέχρι τέλους και τις δύο πλευρές να συγκρουστούν στρατιωτικά με άμεσο τρόπο – σήμαινε ότι η έκβαση της διαμάχης καθορίστηκε τελικά από μη στρατιωτικά μέσα. Η πολιτική ζωτικότητα, η ιδεολογική ευκαμψία, ο οικονομικός δυναμισμός και η πολιτισμική έλξη έγιναν τα αποφασιστικά πεδία.

Ο συνασπισμός υπό την ηγεσία των ΗΠΑ διετήρησε την ενότητά του, ενώ ο σινο-σοβιετικός συνασπισμός διεσπάσθη σε διάστημα μικρότερο από δύο δεκαετίες. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στη μεγαλύτερη ευκαμψία του δυτικού συνασπισμού, σε αντίθεση με τον ιεραρχικό και δογματικό- αλλά και εύθραυστο- χαρακτήρα του κομμουνιστικού στρατοπέδου. Οι κύριοι υποτελείς των ΗΠΑ ήταν σημαντικά πιο αδύναμοι από την Αμερική, ενώ η Σοβιετική Ένωση δεν μπορούσε να αντιμετωπίζει συνεχώς την Κίνα ως υποτελή. Η έκβαση αυτή οφειλόταν επίσης στο γεγονός ότι η αμερικανική πλευρά απεδείχθη πολύ πιο δυναμική από οικονομική και τεχνολογική άποψη, ενώ η Σοβιετική Ένωση περιέπεσε βαθμιαία σε στασιμότητα και δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί αποτελεσματικά ούτε στο πεδίο της οικονομικής μεγέθυνσης ούτε στην στρατιωτική τεχνολογία. Η οικονομική παρακμή υπέθαλψε, με τη σειρά της, την ιδεολογική ηττοπάθεια.

Έτσι στην ουσία, η μετάβαση από τη Σοβιετική Ένωση στη σημερινή Ρωσία συνιστά, με πλανητικούς όρους, το μετασχηματισμό μιας υπερδύναμης σε μεσαία δύναμη του διεθνούς συστήματος.

www.geopolitics-gr.blogspot.com
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
Απάντηση

Επιστροφή στο “Διαφορες συζητήσεις και θέματα.”