Η ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ ΑΛΚΑΘΑΡ: Λησμονημένοι Ήρωες

1
Η ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ ΑΛΚΑΘΑΡ: Λησμονημένοι Ήρωες

Δημοσιεύθηκε από xryshaygh στο Απριλίου 7, 2010

Κάθε έθνος, κάθε Λαός. άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, όλοι έχουν να δείξουν κάποιες ηρωικές σελίδες στις Ιστορίες τους. Σελίδες όμως με το επικό μεγαλείο του «Αλκαζάρ του Τολέδου», μόνο στην Ελληνική Ιστορία μπορούμε να συναντήσουμε. Οι ψυχρά λογικοί, οι υλιστές, οι υπολογιστές και μικρόψυχοι, τέτοιες εθνικές εξάρσεις σαν του Αλκαζάρ, τις χαρακτηρίζουν τρελές. Εμείς όμως οι Έλληνες, που μας δέρνει η ίδια ηρωική τρέλα, μπορούμε απόλυτα να νοιώσουμε τους Ισπανούς του Αλκαζάρ.

Ο ΤΟΠΟΣ – Η ΙΣΤΟΡΙΑ: Στην καρδιά της Ισπανίας, καμιά εβδομηνταριά χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Μαδρίτης, βρίσκεται το Τολέδο, η «Αυτοκρατορική πόλη», παλιά πρωτεύουσα της Ισπανίας, με 90 εκκλησίες και 18 μοναστήρια, με βαριά μεγαλοπρεπή μεσαιωνικά παλάτια, με στενούς δρόμους και με κεντρικό κορμό του το Αλκαζάρ (ή όπως το λένε οι Καστιλλιάνοι, «Αλκάθαρ»). Το Αλκαζάρ είναι ένα κάστρο που έκανε το Γάλλο συγγραφέα Μωρίς Μπαρρές, που το είχε επισκεφθεί κάμποσα χρόνια πριν, να γράψει ότι «είναι κατασκευασμένο μ’ ένα ρυθμό βαρύ, σαν να διακηρύττω: δεν νοιάζομαι να φαίνομαι όμορφο. Μου φτάνει (να νοιώθω) ότι οι κακοί τρέμουν και οι καλοί νοιώθουν ασφάλεια». Αυτό το κτίριο είχε κριθεί κατάλληλο για να στεγάσει τη Στρατιωτική Ακαδημία Πεζικού της Ισπανίας. Άλλες στρατιωτικές μονάδες δεν υπήρχαν στο Τολέδο, εκτός από τις εγκαταστάσεις της βιομηχανίας όπλων και πυρομαχικών.

Υπήρχαν όμως αρκετά διαλεχτά στελέχη και, πάνω απ’ όλους, ο Συνταγματάρχης Μοσκαρντό, Διοικητής της Κεντρικής Σχολής Ασκήσεων της Ακαδημίας. Στις 18 Ιουλίου 1936 ο Συνταγματάρχης Μοσκαρντό, μαθαίνοντας ότι ο Στρατός της Αφρικής έχει επαναστατήσει, καλεί τους αξιωματικούς του και τους ανακοινώνει: «Κύριοι, η επαρχία του Τολέδου ενώνεται από σήμερα με την Εθνική Εξέγερση»!

Κάπως υπερβολική η έκφραση γιατί στην πραγματικότητα ο Μοσκαρντό δεν θα μπορούσε να στηρίζεται παρά μόνο στους ενόπλους άνδρες που διέθετε, δηλαδή κάπου 400 αξιωματικούς, λίγους ευέλπιδες και στρατιώτες, 625 περίπου αστυνομικούς και καμιά εκατοστή εθνικιστές του Τολέδου (από τους όποιους 60 ήταν φαλαγγίτες) που έτρεξαν να πιάσουν τα όπλα μέσα στο Αλκάθαρ. Αυτούς είχε, κάπου 1150 οπλισμένους.

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Μετά την έκρηξη της επαναστάσεως από τον Φράνκο στην Αφρική, όλη η περιοχή της επαρχίας Τολέδου, με μοναδική εξαίρεση το Αλκάθαρ, βρέθηκε γρήγορα στα χέρια των Ερυθρών. Άλλωστε κι ο Μοσκαρντό δεν είχε βιαστεί να κηρύξει το Στρατιωτικό νόμο, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να συγκεντρώσει τα αποθέματα πυρομαχικών. Η Κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, όμως, επείγεται να πατήσει πόδι στο Αλκάθαρ. Υπάρχει ακόμα τις πρώτες μέρες τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ Μαδρίτης και Τολέδου. Στην αρχή ο υφυπουργός Ενόπλων Δυνάμεων του ζητάει να στείλει αμέσως στη Μαδρίτη τα αποθέματα πυρομαχικών. Ο Συνταγματάρχης για να κερδίσει χρόνο, ζητάει έγγραφο διαταγή. Νέες κυβερνητικές κλήσεις μένουν χωρίς αποτέλεσμα. Επεμβαίνει ο Κυβερνητικός στρατηγός Ρικέλμ:

- Θέλω να ξέρω αν μπορούμε να βασιστούμε σε σας. Απαντήστε μου καθαρά.

- Για να υπερασπισθώ την Ισπανία, ναι. Για να την προδώσω, όχι.

- Καλώς. Παραδώστε τα πυρομαχικά και τα όπλα που βρίσκονται στα εργοστάσια.

- Δεν μπορώ να τα παραδώσω στην Ερυθρά μιλίτσια.

- Πολύ καλά. Θα έρθω εγώ να τα παραλάβω.

- Σύμφωνοι, Στρατηγέ μου!

Αλλά ένας πολίτης, ο υπουργός Λαϊκής Μορφώσεως, διαδέχεται τους στρατιωτικούς. Το ύφος του είναι μειλίχιο μέχρις εγκαρδιότητας:

- Εκπληρώσατε αυτό που υπαγορεύει η συνείδησή σας. Η καλή χειρονομία έγινε. Αλλά γιατί εξακολουθείτε, αφού δεν έχετε την παραμικρή ελπίδα να κρατηθείτε; Θα ήταν μια αφέλεια, μια παιδαριώδης συμπαθητική αφέλεια, συνταγματάρχα μου, και ίσως, υπό άλλας συνθήκας, αξία θαυμασμού. Αλλά υπό τας παρούσας όχι. Νομίζω ότι πρέπει να υποχωρήσετε.

Σε λίγο ο Στρατηγός Ρικέλμ ξανακούγεται στο ακουστικό δριμύτερος:

- Θα είσθε υπεύθυνος για την καταστροφή του Αλκαζάρ.

- Εκπληρώ το καθήκον μου ως Ισπανού, στρατηγέ μου.

- Έχω τάξει το πυροβολικό και τα τμήματα είναι έτοιμα. Έχω τα μέσα να σας συντρίψω. Είναι η τελευταία φορά που σας δίνω την ευκαιρία ν’ αποφύγετε την αιματοχυσία. Αν δεν υποχωρήσετε, θα διατάξω αμέσως επίθεση.

- Ε! λοιπόν, θα το δούμε! Μπορείτε να επιτεθείτε όποτε θελήσετε.

Αυτά ελέχθησαν στις 19 Ιουλίου. Σε λίγες μέρες θ’ αρχίσει η μάχη και, ταυτόχρονα, μια από τις μεγαλύτερες εποποιίες της Ιστορίας.



Η ΕΠΟΠΟΙΙΑ ΤΟΥ ΑΛΚΑΘΑΡ

Εκεί μέσα βρίσκονται κλεισμένοι, εκτός από τους 1.150 πολεμιστές που προαναφέραμε, 520 γυναίκες και 50 παιδιά. Έχουν καταφύγει προτιμώντας τους κινδύνους της πολιορκίας, από τα κομμουνιστικά μαχαίρια. Ο διατιθέμενος οπλισμός δεν είναι πολύ πλούσιος: 13 πολυβόλα, άλλα τόσα οπλοπολυβόλα, δύο μικρά πυροβόλα με ελάχιστα πυρομαχικά και 500 τουφέκια. Τέλος, ένα εκατομμύριο φυσίγγια, που μετεφέρθησαν με καμιόνια από τα εργοστάσια. Αυτά είναι όλα. Όσο για τα τρόφιμα… Αλλά ας αφήσουμε να μας τα πει καλύτερα ένας αυτόπτης μάρτυς. Ένας από τους ήρωες της εποποιίας, ο δημοδιδάσκαλος Μιγκουέλ Γκόμεθ Κασκαχάρες, που, σ’ ένα απλό ημερολόγιο (που το χρωστάμε στον Καζαντζάκη*) αποτύπωσε τις καθημερινές αναμνήσεις του από τον αγώνα του ανάμεσα στους ελεύθερους πολιορκημένους του Αλκαζάρ:

22 Ιουλίου: Μπήκαμε μέσα, κλείσαμε τις πόρτες. Ο Συνταγματάρχης Μοσκαρντό έβγαλε διαταγή: «Παιδιά κουράγιο! Η τιμή της Ισπανίας είναι στα χέρια μας. Να μην παραδοθούμε! Θα ‘ρθουν οι δικοί μας να μας ελευθερώσουν. Φανείτε παλικάρια. Ζήτω η Ισπανία!». Μετρηθήκαμε: 1.150 άντρες, 520 γυναίκες, 50 παιδιά, 97 άλογα, 27 μουλάρια. Η γυναίκα μου δεν πρόφτασε να έρθει. Καλύτερα! Καταγράψαμε τι έχουμε και τι δεν έχουμε: τουφέκια, κανόνια, πολεμοφόδια, τροφές, νερό… Βάλαμε τάξη. Κανονίσαμε που να κοιμούνται οι γυναίκες, που οι άντρες, που τ’ άλογα και που τα μουλάρια. Ο Διοικητής κήρυξε το στρατιωτικό νόμο. Κατάσταση πολιορκίας. Πιάσαμε τις θέσεις μας.

24 Ιουλίου: Σπάσαμε μερικά μαγαζιά και πήραμε ό,τι φαγώσιμα βρήκαμε: ρύζι, μακαρόνια, όσπρια, λάδι, ελιές. Καφέ, ζάχαρη. Δόξα σοι ο Θεός! Πείνα δεν φοβόμαστε! Πόσες μέρες θα βαστάξει ή πολιορκία; Δέκα; Δεκαπέντε; Θα ‘ρθουν οι δικοί μας να μας ελευθερώσουν. Το κανονίδι άρχισε. Οι κόκκινοι ταμπουρώθηκαν στ’ αντικρινά σπίτια, έπιασαν την πλατεία, άρχισε το πανηγύρι! Ο Διοικητής μάς μοίρασε σε τάγματα. Το «τάγμα του Σεμπλόν» να σκάβει κάτω από τη γη λαγούμια, να ανατινάζει τις μίνες που θα μας βάζουν οι κόκκινοι. Το «τάγμα θανάτου» να κάνει εξόδους και να χυμάει να ανοίξει δρόμο… Εγώ γράφτηκα στο τάγμα αυτό. Λυπούμαι τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Μα τι να κάνω; Ο Θεός βοηθός!

27 Ιουλίου: Σήμερα σκότωσαν το γιο του Συνταγματάρχη Μοσκαρντό.

(*) Ο Καζαντζάκης ουδέποτε υπήρξε κομμουνιστής. Απλά σε κάποια φάση της ζωής του συγκρούστηκε με την εκκλησία και η αριστερά τον ηρωοποίησε. Στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο ήταν ανταποκριτής της Καθημερινής στην Ισπανία και έγραψε άρθρα όπου υμνούσε τον Φράνκο!

ΟΙ ΚΟΚΚΙΝΟΙ ΦΟΝΙΑΔΕΣ

Στις 23 Ιουλίου 1936, πρωί – πρωί, η ηρεμία βασιλεύει στο Αλκαζάρ. Περιμένουν όλοι τις πρώτες κανονιές, που δεν θα πρέπει ν’ αργήσουν. Ένας αξιωματικός ειδοποιεί τον Συνταγματάρχη Μοσκαρντό, ότι τον ζητούν στο τηλέφωνο.

- Τι συμβαίνει;

- Νομίζω ότι πρόκειται για το γιο σας, το Λουδοβίκο.

Ο Συνταγματάρχης Μοσκαρντό είχε τρεις γιους. Ο ένας βρισκόταν στη Βαρκελώνη, οι δύο άλλοι βρισκόντουσαν στο Αλκαζάρ δύο μέρες πρωτύτερα μαζί με τη μητέρα τους. Ο Συνταγματάρχης προτίμησε να διώξει τη γυναίκα του και τα παιδιά του από το κάστρο απ’ όπου περίμενε το βέβαιο θάνατο, νομίζοντας ότι θα έβρισκαν τη σωτηρία τους στο Τολέδο. Δεν φανταζόταν ότι μια γυναίκα με δύο ανήλικα παιδιά θα μπορούσαν μέσα στην πόλη να βρίσκονται σε κίνδυνο. Δεν μπορούσε να φανταστεί ως που μπορούσε να φτάσει η κομμουνιστική κτηνωδία. Η γυναίκα και τα παιδιά του Μοσκαρντό πιάστηκαν απ’ τους αριστερούς. Κι αρχίζει ο περίφημος τηλεφωνικός διάλογος, που βρίσκεται σήμερα γραμμένος με χρυσά γράμματα στους τοίχους Μοσκαρντό μέσα στο Αλκαζάρ και που θα μείνει χαραγμένος παντοτινά στην Ιστορία για να διαιωνίζει τα αισθήματα της τιμής και του καθήκοντος εκείνων που ξέρουν πάντα να βάζουν πάνω απ’ όλα την πατρίδα τους, καθώς επίσης και την απανθρωπιά των κομμουνιστών σε όλη της την έκταση:

- Εμπρός, εμπρός, εδώ ο αρχηγός της μιλίτσιας (Λαϊκής πολιτοφυλακής).

- Είσθε υπεύθυνος για όλα τα εγκλήματα που γίνονται. Σας δίνω διορία 10 λεπτά για να παραδοθείτε. Αν δεν το κάνετε, θα τουφεκίσουμε το γιο σας το Λουδοβίκο που τον έχουμε κρατούμενο.

- Το πιστεύω.

- Για να ξέρετε ότι σας λέω την αλήθεια, ο γιος σας, ο Λουδοβίκος, παίρνει το ακουστικό.

- Μπαμπά…

- Τι κάνεις, παιδί μου;

- Λένε πως θα με τουφεκίσουν, αν δεν παραδοθείς.

- Ε, λοιπόν, σύστησε την ψυχή σου στον Θεό και πέθανε σαν Πατριώτης.

- Σε φιλώ πολύ, μπαμπά!

- Σε φιλώ πολύ, παιδί μου!

Ο Αρχηγός της Μιλίτσιας ξαναπαίρνει το ακουστικό. Και ο Μοσκαρντό, με φωνή που διατηρείται σταθερή, του λέει:

- Μπορείτε να συντομέψετε τη διορία σας γιατί το Αλκαζάρ δεν θα παραδοθεί ποτέ!

Τα κομμουνιστικά τέρατα πραγματοποίησαν την απειλή τους. Ένα παιδί 17 ετών, ο Λουδοβίκος Μοσκαρντό, έπεφτε για την τιμή της Ισπανίας αισχρά δολοφονημένο. Σήμερα, βρίσκεται θαμμένο σε μια γωνία του Αλκαζάρ, δίπλα στον πατέρα του και τον άλλο αδελφό του που βρισκόταν στη Βαρκελώνη, όπου εκτελέστηκε κι αυτός από τα ερυθρά κτήνη. Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο ημερολόγιο.



ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

29 Ιουλίου: Τρώμε καλά. Σφάζουμε τέσσερα άλογα κάθε μέρα. Και το κανονίδι το συνηθίσαμε. Μα έχουμε ένα μεγάλο καημό: Δεν ξέρουμε τι γίνονται οι δικοί μας. Που να βρίσκονται; Πότε θα φανούν; Έλεγαν πως θα πάρουν τη Μαδρίτη σε τέσσερις μέρες. Οι τέσσερις μέρες πέρασαν. Γιατί δεν την πήραν; Και ο Μιγκουέλ συμπληρώνει το ημερολόγιο του με προφορικές αφηγήσεις προς τον Καζαντζάκη που τον συνόδευσε λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση του Αλκάθαρ στα ερείπια: «αυτό ήταν το μεγαλύτερο μας μαρτύριο. Μας είχαν κόψει κάθε συγκοινωνία κι είχαν αφήσει μόνο το τηλέφωνο με τον κόκκινο διοικητή του Τολέδο, τον κακούργο Ταγματάρχη Μπαρθέλλο. Αυτός κάθε μέρα δώσ’ του και τηλεφωνούσε: «Παραδοθείτε! Παραδοθείτε!». Και μας έλεγε ένα σωρό ψευτιές για να μας τρομάξει. Πως τάχα οι δικοί μας σκόρπισαν, πως σκοτώθηκε ο Φράνκο και πως πνίγηκε η επανάσταση στο αίμα. Μα ο Μοσκαρντό φώναζε: «Δεν παραδίνομαι»! Κι έκλεινε το τηλέφωνο.

Λύσσαξαν οι κόκκινοι. Έφεραν από τη Μαδρίτη στρατό, τάνκς, αεροπλάνα. Έπεφτε βροχή το σίδερο. Ταμπουρώθηκαν σε όλα τα σπίτια γύρω μας, στοίβαξαν τσουβάλια, χώματα στα παράθυρα, στα μπαλκόνια, στις στέγες, κι άρχισαν να μας πυροβολούν. Είχαν ένα μεγάφωνο και φώναζαν: «Θα σας βγάλουμε τα μάτια, θα σας σουβλίσουμε στη φωτιά, θα ατιμάσουμε τις γυναίκες σας αν δεν παραδοθείτε!». Εμείς σωπαίναμε. «Υπομονή, λέγαμε, υπομονή… Σήμερα, αύριο θα προβάλλουν οι δικοί μας…». Μα οι μέρες περνούσαν κι οι δικοί μας δεν φαίνονταν… Κι έτσι μερικοί κιότεψαν. Μια μέρα, σε μιαν έφοδο που έκαμε το «τάγμα θανάτου», καμιά δεκαριά σύντροφοι το έσκασαν. Πήγαν με τους κόκκινους. Μας ντρόπιασαν…».

phpBB [video]


5 Αυγούστου: Όλο και μαζευόμαστε πιο μέσα. Παρατήσαμε τα κτίρια έξω από τα μουράγια και στριμωχθήκαμε πια όλοι στο κάστρο. Κατεβάσαμε στα υπόγεια τα γυναικόπαιδα. Είναι υγρασία, σκοτάδι κι οι τρύπες γιομάτες ποντικούς. Μα είναι ασφάλεια. Μας έκοψαν το ηλεκτρικό! Καίμε σε καντήλια το ξίγκι από τ’ άλογα και τα μουλάρια, κι έτσι έχουμε λίγο φως. Δόξα σοι ο Θεός, η Βιβλιοθήκη ήταν γιομάτη χοντρά βιβλία μεγάλα, δεμένα, κι έτσι μπορέσαμε και φράζαμε τα παράθυρα. Όλα βολεύονται. Και χτες είχαμε μια μεγάλη επιτυχία. Ο Διοικητής φώναξε το «Τάγμα του Θανάτου»: «Παιδιά, μας είπε, ο άνθρωπος πρέπει να έχει το χειρότερο στο νου του και να είναι πάντα έτοιμος. Λοιπόν, μπορεί να βαστάξει, ακόμα πολλές μέρες η πολιορκία. Ας πάρουμε τα μέτρα μας. Έμαθα πως εδώ κοντά υπάρχει μια αποθήκη σταριού. Εμπρός, κάνετε το σταυρό σας. Επιχειρήσατε έξοδο απόψε. Θα σας δώσω έναν άνθρωπο να σας οδηγήσει. Και φέρτε, παιδιά, όσο στάρι μπορείτε!».



Ξεκινήσαμε μεσάνυχτα, σιγά – σιγά, μη μας πάρουν μυρωδιά οι κόκκινοι. Βρήκαμε την αποθήκη, μπήκαμε από μια τρύπα που είχαν ανοίξει τα κανόνια. Η αποθήκη ήταν γεμάτη από μεγάλα σακιά στάρι. Τα πήραμε στον ώμο. Κουβαλούσαμε ως τα ξημερώματα. Κι έχει ακόμα. Θα την αδειάσουμε όλη. Από ένα ξεροκόμματο ψωμί κρέμεται καμιά φορά κι η τιμή του ανθρώπου. Έχουμε στάρι μπόλικο. Στερεώθηκε η τιμή μας. Ζήτω η Ισπανία! Το πρόβλημα της τροφής απ’ την πρώτη στιγμή ορθώθηκε πολύ σοβαρό. Έπρεπε να κρατηθούν στη ζωή 2.000 ψυχές. Και ο αρχικός εφοδιασμός ήταν περιορισμένος, 800 κιλά πατάτες, 1.200 κιλά φασόλια, 200 κιλά ρύζι, 100 κιλά σοκολάτα, 140 κουτιά συμπυκνωμένο γάλα, που διατέθηκε μόνο για τα μικρά παιδιά, και διάφορα άλλα τρόφιμα σε ανεπαρκείς ποσότητες, Για πόσον καιρό θα κρατούσαν όλα αυτά;

Στις 24 Ιουλίου, μια πρώτη έξοδος στην πόλη είχε σαν αποτέλεσμα τον εφοδιασμό των πολιορκημένων με δύο σακιά ρύζι ακόμα, άλλα τόσα φασόλια, ζάχαρη και αλάτι. Τίποτε άλλο. Πραγματικά η αποθήκη του σταριού ήταν θείο δώρο. Και προσθέτει ο Μιγκουέλ: «Είχαμε και τις χαρές μας. Δεν είναι αλήθεια αυτά που γράφουν οι εφημερίδες, πώς μέρα-νύκτα είμαστε κατσουφιασμένοι και δεν ακούστηκε ποτέ το γέλιο και ότι οι γυναίκες μας δεν έπαψαν ποτέ να θρηνούν. Είχαμε βέβαια και τέτοια, άνθρωποι είμαστε, ζόρι βλέπαμε, σύντροφοι μας σκοτώνονταν. Μα είχαμε και τις χαρές μας. Λέγαμε αστεία για να περάσει η ώρα, νοιώθαμε μεγάλη χαρά σαν ψηνόταν το φαΐ και τρώγαμε, κι ύστερα, όταν ανάβαμε το τσιγάρο μας και καπνίζαμε. Στην αρχή είχαμε κάμποσο καπνό. Μα σώθηκε ο αφιλότιμος και μια μέρα δεν είχαμε ούτε μια πρέζα. Μας έπιασε λύσσα. Και μια νύχτα επιχειρήσαμε έξοδο για να μπορέσουμε να σπάσουμε κανένα καπνοπωλείο να το αδειάσουμε. Κινδυνεύαμε το πετσί μας για ένα τσιγάρο. Έτσι είναι ο άνθρωπος.

15 Αυγούστου: Ο Μιγκουέλ έχει ζωγραφίσει στο ημερολόγιο του με κόκκινο μολύβι ένα ήλιο με μεγάλες αχτίδες και στην άκρη κάθε αχτίδας έχει σημειώσει κι από μια πόλη: Λισσαβόνα. Μαδρίτη, Σεβίλλη, Μπούργκος, Βαρκελώνη. Και συμπληρώνει: «Τούτη ήταν μια μεγάλη χαρά. Θαρρώ η μεγαλύτερη. Ο ήλιος είναι το ραδιόφωνο. Μας είχαν κόψει κάθε επικοινωνία με τον κόσμο. Μήτε τηλέγραφο, μήτε ραδιόφωνο. Είμαστε λοιπόν απομονωμένοι από όλο τον κόσμο. Δεν ξέραμε τι γινόντουσαν οι δικοί μας. Σκάγαμε. Αυτή ήταν η πιο φοβερή πολιορκία.

Και ξαφνικά, μια μέρα, στις 15 Αυγούστου, με κάτι ηλεκτρικές στήλες που βρέθηκαν στη σχολή στο εργαστήρι της φυσικής, οι δυο μηχανικοί μας κατάφεραν να βάλουν σ’ ενέργεια το ραδιόφωνο. Σμίξαμε πάλι μονομιάς με όλο τον κόσμο. Λύθηκε η πολιορκία. Ζήτω η Ισπανία! Μα ήταν μεγάλη η στενοχώρια μας που δεν μπορούσαμε να πάρουμε παρά μονάχα το σταθμό της Μαδρίτης.

Και τι δεν έλεγε: Ψευτιές! Ψευτιές! Πως οι επαναστάτες ξεπάστρεψαν χιλιάδες αθώους, πως άφηναν τους Μαροκινούς να κλέβουν, να ληστεύουν, να καίνε τα χωριά. Και πως το Αλκάθαρ παραδόθηκε και ιστορούσαν μάλιστα την παράδοση με όλες τις λεπτομέρειες: τώρα παραδόθηκε, πως βγήκαν έξω οι πολιορκημένοι πέντε – πέντε, χωρίς όπλα. Άλλοι από μας γελούσαν ακούγοντας τις ψευτιές, άλλοι βλαστημούσαν. «Σωπάστε βρε παιδιά! φώναξε κάποιος, δε παν να λεν ό,τι θέλουν: «Εμείς είμαστε εδώ και δεν θα παραδοθούμε! Εμπρός! Σήμερα είναι μεγάλη γιορτή της Παναγίας. Ας την γιορτάσουμε!». Στήσαμε χορό, αρχίσαμε το τραγούδι. Άλλοι θυμήθηκαν τα τροπάρια της Παναγίας κι άρχισαν να ψέλνουν. Πέρασαν δύο – τρεις μέρες, οι μηχανικοί μας δούλευαν.

Παιδιά της Ισπανίας, ας πολεμήσουμε με αντρεία

Για να σωθεί η Πατρίδα!

Προδότες και κακούργοι, που αρνιέστε τη θρησκεία.

Οι μπόμπες σας κι οι σφαίρες ποτέ δεν θα γκρεμίσουν στα χώματα Αλκάθαρ

17 Αυγούστου: Βράδυ. Όταν πια είχε ησυχάσει το κανονίδι, βγήκαμε το σταθμό της Λισσαβόνας. Φίλοι! φίλοι! Μάθαμε τότε τα πάντα. Καταλάβαμε τι είχε γίνει: Είχαμε πάρει τη Σεβίλλη, ανέβαινε ο Φράνκο απ’ το Νότο, κατέβαινε ο Στρατηγός Μόλα από το Βορρά. Προχωρούσαν νικηφόροι. Πήραν το Μπανταχόθ, έσμιξαν οι δύο στρατοί και σε λίγο θα έκλειναν την άτιμη τη Μαδρίτη στην τανάλια! «Αρίμπα Εσπάνια»!. αντιλάλησαν τα υπόγεια του Αλκάθαρ. «Αρίμπα Κρίστο ελ Ρέυ»! («Ζήτω η Ισπανία, ζήτω ο Βασιλιάς Χριστός). Κι αγκαλιαζόμαστε όλοι και κλαίγαμε από τη χαρά μας. Και οι γυναίκες άκουσαν, έτρεξαν από τα μαγειρεία, από τα πλυσταριά και στήσαμε τότε ένα χορό τρικούβερτο κι αρχίσαμε όλοι να τραγουδάμε τον «Ύμνο του Αλκάθαρ»: Παιδιά της Ισπανίας, ας πολεμήσουμε με αντρεία Για να σωθεί η Πατρίδα! Προδότες και κακούργοι, που αρνιέστε τη θρησκεία. Οι μπόμπες σας κι οι σφαίρες ποτέ δεν θα γκρεμίσουν στα χώματα Αλκάθαρ. Γιατί είχαμε και τον ύμνο μας. Ένας σύντροφος μας είχε κάνει τα λόγια, ο Αλφρέδο Μαρτίνεθ Λεάλ. Κι ένας άλλος, ο Μαρτίν Χιλ, είχε βάλει τη μουσική.

ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΕΙΧΑΝ ΞΕΧΑΣΕΙ

Κι είχαμε κι άλλες χαρές, κι άλλες. Στις 22 Αυγούστου σηκώσαμε τα μάτια στον ουρανό και τι να δούμε: Σαν ένας άγγελος μας φάνηκε. Ένα δικό μας αεροπλάνο κατέβηκε σαν αστραπή από πάνω μας, μας έριξε ένα φάκελο κι έφυγε, πριν να προλάβουν να το ρίξουν οι κόκκινοι. Ο Στρατηγός Φράνκο έστελνε ένα γράμμα στο διοικητή μας, το Συνταγματάρχη Μοσκαρντό. Τι του έλεγε δεν ξέραμε. Μα την ημέρα εκείνη ο Μοσκαρντό, για πρώτη φορά ύστερα από το φόνο του γιου του, χαμογέλασε: «Παιδιά, μας είπε, ο θεός είναι μαζί μας! Ο Θεός είναι με την Ισπανία! Κουράγιο!».

Πήραμε κουράγιο. Τέτοιες ενθαρρυντικές επισκέψεις ξανάγιναν στις 27 Αυγούστου και στις 6 Σεπτεμβρίου. Εκτός από το μήνυμα του Φράνκο, η κάθε ρίψη είχε τρόφιμα και φάρμακα. Και συνεχίζει ο Μιγκουέλ: «Αρχίσαμε να εκδίδουμε και εφημερίδα στον πολύγραφο. Τη λέγαμε: «Το Αλκάθαρ». Το ραδιόφωνο που είχαμε ήταν πολύ αδύνατο. Που να τ’ ακούσουν όλοι! Δημοσιεύαμε λοιπόν στην εφημεριδούλα μας όλα τα νέα. Δημοσιεύαμε διαγράμματα και χάρτες, που βρίσκεται ο Στρατός, πώς προχωρούσε. Η τελευταία σελίδα της εφημερίδας ήταν διασκεδαστική: γρίφοι, λογοπαίγνια, παιχνίδια, αστεία για να περνάει η ώρα.

27 Αυγούστου: Η μια στέρνα έσπασε από τις μπόμπες, χύθηκε το νερό. Την κάναμε νεκροταφείο. Σήμερα έθαψα το φίλο μου Αουρέγιο Μεντόθα. Ήταν βάρδια στον πύργο, μια οβίδα των 15,5 έπεσε κι ο φίλος μου, μαζί με δύο άλλους συντρόφους, έγινε κομμάτια. Τον μάζεψα σ’ ένα χειραμάξι με το φτυάρι. Σηκώνουμε τους σκοτωμένους και τους σκεπάζουμε με χώμα. Άρχισαν πια και σαπίζουν και βρωμάνε. Μια γυναίκα χτες λιγοθύμησε. Και ο Μιγκουέλ συμπληρώνει: «Δεν είχαμε αρκετό χώμα να τους παραχώσουμε βαθιά. Έπειτα ήταν και πολλοί. Οι κόκκινοι είχαν φέρει τώρα μεγάλα κανόνια και μας έριχναν ακατάπαυστα. Το είχαν βάλει πείσμα να πατήσουν το Αλκάθαρ. Μας έριξαν χιλιάδες οβίδες. Ξέρω κι εγώ πόσες; Χιλιάδες. Και εμείς τι είχαμε για πυροβολικό; Ένα μικρό κανονάκι που το είχαμε στη βιβλιοθήκη. Μ’ αυτό πολεμούσαμε. Κι’ όταν έπαυε ο βομβαρδισμός και μας έκαναν έφοδο, πέφταμε απάνω τους με τα τουφέκια μας και μερικά μυδράλια…».

Ποιο ήταν ακριβώς το πυροβολικό που χτυπούσε το Αλκαζάρ; Απ’ την αρχή της πολιορκίας, οι κόκκινοι είχαν τάξει δύο πλήρεις πυροβολαρχίες. Στις 23 Ιουλίου οκτώ πυροβόλα (τέσσερα των 75 και τέσσερα των 105) άρχισαν να βάλλουν από απόσταση τριών χιλιομέτρων χωρίς σπουδαία αποτελέσματα. Στις 25 Ιουλίου απ’ τα ξημερώματα δύο νέα πυροβόλα των 155 άρχισαν να σωριάζουν σε ερείπια τα εξωτερικά τείχη και τις πύλες. Το αποτέλεσμα ήταν μέσα από χαλάσματα να δημιουργηθεί καινούργιο οχύρωμα από τους σωρούς των ερειπίων. Ο βομβαρδισμός θα συνεχιστεί καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας. Οκτώ νέα κανόνια (πέντε των 155 και τρία των 75) ετάχθησαν σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων. Εν συνόλω κάπου 100.000 βλήματα ρίχτηκαν πάνω στο Αλκαζάρ μέσα στις 68 μέρες που κράτησε η πολιορκία. Επί πλέον κάπου 2.000 βλήματα όλμων και 1.500 οπλοβομβίδες.

Αλλά το χειρότερο κακό έγινε από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς: 500 αεροπορικά βλήματα εξερράγησαν κατά τη διάρκεια 30 αεροπορικών επιθέσεων. Ας αφήσουμε όμως τον Μιγκουέλ να μας διηγηθεί εν συνεχεία: «Όπως είπαμε, όταν η νύχτα ήταν σκοτεινή, βγαίναμε κρυφά έξω και παίρναμε στάρι, καπνό, ό,τι βρίσκαμε. Μα οι κόκκινοι το πήραν μυρωδιά και έβαλαν δυνατούς προβολείς κι όλη νύχτα έριχναν στο Αλκάθαρ εκτυφλωτική λάμψη. Έλαμπε το Αλκάθαρ όλη νύχτα κατάφωτο. Που να ξεμυτίσουμε πια! Μα ας είναι καλά. Δεν είχαμε πια ξίγκι από τ’ άλογα κι απ’ τα μουλάρια και τα καντήλια μας έσβηναν. Με τους προβολείς αυτούς φωτιζόμαστε, επί τέλους, κι εμείς τη νύχτα. Με το φως αυτό οι γυναίκες μας κοπάνιζαν, σε μεγάλα γουδιά με κομμάτια οβίδες το στάρι.

Ώσπου ένας επιτήδειος εργάτης που ήταν μαζί μας κατάφερε μ’ ένα μοτεράκι αυτοκινήτου να φτιάσει ηλεκτρικό μύλο. Και έτσι οι κακομοίρες, οι γυναίκες αλάφρωσαν λίγο. Και μήπως αναπαύτηκαν μια στιγμή οι φουκαριάρες; Αυτές μαγείρευαν, ζύμωναν, φούρνιζαν. Αυτές έπλεναν τα πιάτα, τα ρούχα. Σκούπιζαν, μας μπάλωναν, έκαναν τις νοσοκόμες. Υπέφεραν κι αυτές σαν άντρες. Τέτοιες είναι οι Σπανιόλες. Έρωτας λέει, τραγούδια, ξεγνοιασιά, καστανιέτες! Ποιος το λέει αυτό, που να τον πάρει ο διάολος; Η Σπανιόλα είναι μητέρα, θεριό και συντρόφισσα του άντρας της, σοβαρή, πιστή και κάθεται και φυλάει στο κατώι σα σκύλα.

29 Αυγούστου: Το ραδιόφωνο μάς έφερε σήμερα μια μεγάλη είδηση. Το σύνταγμα τον στρατηγού Γιαγκούε προχωράει προς το Τολέδο. Οι κόκκινοι νικήθηκαν κατά κράτος. Στην τελευταία μάχη 200 κόκκινοι σκοτώθηκαν, 1.000 πληγώθηκαν, έπεσαν στα χέρια μας πέντε κανόνια, τρία μυδραλιοβόλα, ένα τανκ. Ο Γιαγκούε προχωρά ακάθεκτος. Σε λίγο το Τολέδο θα είναι δικό μας! Κλαίγαμε από τη χαρά. Φωνάζαμε σαν τρελοί: «Ζήτω ή Ισπανία! Ζήτω ο Χριστός!». Δεν κοιμηθήκαμε όλη τη νύκτα από τη χαρά μας. Το πρωί κοιτάζαμε προς τη Δύση να φανεί ο Γιαγκούε με το στρατό του πέρα προς το Νότο. Τίποτα!

ΟΙ ΕΛΠΙΔΕΣ ΔΙΑΨΕΥΔΟΝΤΑΙ

Τίποτα εκείνη την ήμερα. Μήτε την άλλη, μήτε την παρ’ άλλη. Ύστερα από την ελπίδα άρχισε η καρδιά να κουράζεται. Είχαμε κιόλας αδυνατίσει από την κακοπέραση, τις αγρυπνίες, τους τρόμους. Τρεις σύντροφοι μας τρελάθηκαν. Πολλοί πάθαιναν ξαφνικά νευρική κρίση κι έμπηγαν τα γέλια χωρίς λόγο. Κι όμως κρατούσαμε κι ας μας είχαν ζώσει από παντού. Κι ας γκρεμιζόταν κάθε μέρα από ένα κομμάτι του Αλκάθαρ. Οι κόκκινοι περίμεναν κάθε στιγμή πως θα παραδοθούμε. Μας περικύκλωναν σα λυσσασμένα σκυλιά. Ερχόταν ο Αθάνια να μας δει να πεθάνουμε… Ερχόταν ο Λάργκο Καμπαλλέρο. Ερχόταν η Μαργαρίτα Νέλκεν κι η Πασιονάρια .Μα που να πέσουμε! Βαστούσαμε την ψυχή μας με τα δόντια. «Κρατάτε καλά! Έρχονται οι δικοί μας να μας ελευθερώσουν».

Στις 8 Σεπτεμβρίου ένας δημοκρατικός αξιωματικός ζήτησε με το μεγάφωνο μια συνέντευξη με το συνταγματάρχη Μοσκαρντό για να του κοινοποιήσει μια ενδιαφέρουσα ανακοίνωση. Ο συνταγματάρχης δέχτηκε και του όρισε την επομένη. Ήταν ο ταγματάρχης πεζικού Βικέντιος Ρόχο (Ρόχο ισπανικά σημαίνει κόκκινος). Παρά το όνομα του, δεν επρόκειτο περί κομμουνιστή. Υπήρξε καθηγητής τακτικής στην Ακαδημία Πεζικού και απολάμβανε μεγάλης εκτιμήσεως στο Στράτευμα. Αργότερα εξελίχθη σε Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου του Κυβερνητικού Στρατού. Είχε όμως μπλεχτεί μέσα στη δημοκρατοκομμουνιστική παράταξη και δεν ήταν εύκολο να ξεφύγει. Τον οδήγησαν με μαντήλι στα μάτια στο γραφείο του συνταγματάρχου, κι όταν βρέθηκε μόνος κατά πρόσωπο με τον τελευταίο, δεν μπόρεσε να κυριαρχήσει στο φόβο του.

- Ησυχάστε, τον λέει ο Μοσκαρντό, βρισκόσαστε ανάμεσα σε «καμπαλλέρος» (Ιππότες). Άντρες με τιμή. Τίποτα δεν πρόκειται να σας συμβεί. Τι νέα μας φέρνετε;

O Ρόχο πρότεινε ένα χαρτί. Ο Μοσκαρντό διάβασε το ακόλουθο κείμενο:

1) Πλήρης εγγύηση για όσους βρίσκονται στο Αλκαζάρ.

2) Άμεσος απελευθέρωση όλων των γυναικών των παιδιών και των ανδρών ηλικίας κάτω των 16 ετών.

3) Όλοι οι άλλοι θα παραδοθούν στο δικαστήριο, για να κρίνει το βαθμό της ενοχής τους.

Ο συνταγματάρχης, χωρίς να διστάσει. υπαγόρευσε την ακόλουθη απάντηση. «Πληροφορηθείς τους όρους τους οποίους προτείνει η Επιτροπή Αμύνης του Τολέδου δια την παράδοση του Αλκαζάρ, έχω την υπέρτατη ευχαρίστηση να σας γνωστοποιήσω, ότι από τον τελευταίο στρατιώτη ως τον Αρχηγό που υπογράφει, όλοι απορρίπτουν αυτούς τους όρους και ότι η Υπεράσπιση του Αλκαζάρ καθώς και της Ισπανικής Αξιοπρέπειας θα κρατήσει μέχρις εσχάτων». Οι δυο άντρες σηκώθηκαν. Ο Μοσκαρντό τότε προσθέτει ακόμα μια φράση, που έμελλε να χαρακτηριστεί ως ιστορική:

- Για να καταλάβετε το Αλκάθαρ πρέπει να ‘ρθείτε να το πάρετε. Δεν θα υποταχθεί παρά μόνο στην Δύναμη. Όλοι μας εδώ είμαστε αποφασισμένοι να προτιμήσουμε να γίνει αυτός ο τόπος νεκροταφείο παρά να μεταβληθεί σε κοπροστάσιο.

Η συνέντευξη τελείωσε. Ο Μοσκαρντό καλεί τότε τους αξιωματικούς του στο γραφείο του. Και σε λίγη ώρα δεν υπήρχαν παρά μόνο φίλοι και συνάδελφοι που μιλούσαν σαν να μην τους χώριζε ο εμφύλιος πόλεμος. Συζήτησαν με εγκαρδιότητα. Ο ταγματάρχης Ρόχο μοίρασε τα τσιγάρα του. Μέσα σε αυτή τη σχεδόν αδελφική ατμόσφαιρα κάποιος άφησε να του ξεφύγει η φράση:

- «Μείνετε μαζί μας, κύριε ταγματάρχα!».

Και, καθώς γράφει ο Μοσκαρντό, ο Ρόχο απήντησε:

- Ναι, θα έμενα. Αλλά δεν έχω αρκετό θάρρος για να θυσιάσω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Αν μείνω, απόψε κιόλας θα βρίσκονται δολοφονημένοι στη Μαδρίτη. Έφυγε κάτω απ’ τις κραυγές «Ζήτω η Ισπανία». Πριν φύγει ο Ρόχο, ο Μοσκαρντό επωφελήθηκε της ευκαιρίας να του ζητήσει μια χάρη. Οι πολιορκημένοι ήσαν χωρίς ιερέα και για τους Καθολικούς Ισπανούς η εκπλήρωση των θρησκευτικών καθηκόντων είναι θέμα ζωτικής σημασίας. Ζήτησε λοιπόν να του στείλουν έναν παπά κι όπως θα δούμε οι Δημοκρατικοί δεν έχασαν την ευκαιρία να επωφεληθούν από την αίτηση του Μοσκαρντό για να επεκτείνουν τις ψυχολογικές τους πιέσεις. Ο Μιγκουέλ τις επόμενες ήμερες γράφει στο ημερολόγιο του:

13 Σεπτεμβρίου: Τρόμος.

14 Σεπτεμβρίου: Τρόμος.

15 Σεπτεμβρίου: Τρόμος.

16 Σεπτεμβρίου: Τρόμος.

17 Σεπτεμβρίου: Τρόμος.

Η ΑΝΑΤΙΝΑΞΗ

Ακούγαμε πια μέρα-νύκτα γκρίτς! γκρίτς! γκρίτς! Το θάνατο να τρυπάει το γρανίτη από κάτω μας και να ξηλώνει: Είχαν έρθει μιναδόροι από την Αστουρία και άρχισαν να τρυπούν το βράχο, να κάνουν λαγούμια και να ξηλώνουν. Μέρα-νύκτα ακούγαμε τις μηχανές που τρυπούσαν να γρατζουνίζουν το βράχο, να κάνουν λαγούμι και να ξηλώνουν. Όταν πια θα ‘φταναν κάτω απ’ τα πόδια μας θα σώριαζαν δυναμίτη, θα του έβαζαν φωτιά και θ’ ανατίναζαν στον αέρα το κάστρο κι εμάς όλους μαζί! Νοιώθαμε ότι έφτασε πια η τελευταία μας ώρα.

18 Σεπτεμβρίου: Τη νύκτα ακούστηκαν σάλπιγγες στο Τολέδο. Το μεγάφωνο άρχισε να φωνάζει: «Όλος ο πληθυσμός του Τολέδο να φύγει αμέσως! Να βγει έξω από τα τείχη! Κίνδυνος – Θάνατος!». Οι κάτοικοι τρέχουν έξω στον κάμπο. Πιάνουν τον αντικρινό λόφο. Έκανε κρύο όλη νύχτα, φυσούσε αγέρας, και όλοι, γυναίκες κι άντρες, έτρεχαν μακριά απ’ το Τολέδο. Ήξεραν πώς σε λίγες ώρες θα ανατιναχθεί στον αέρα. Τα μεσάνυχτα οι κόκκινοι τηλεφωνούν στο Συνταγματάρχη: «Η μίνα τελείωσε, σωριάσαμε εφτά τόνους εκρηκτικές ύλες. Ένα κουμπί να πατήσουμε, θ’ ανατιναχτείτε στον αγέρα. Παραδοθείτε.». Καμιά απάντηση. O Μοσκαρντό έκλεισε το τηλέφωνο. Όλοι όρθιοι, χλωμοί, με σηκωμένες τις τρίχες, ακούγαμε από κάτω μας τις μηχανές να τρυπούν ακόμα και περιμέναμε. Κανένας δε μιλούσε, κανένας δεν έκλαιγε. Όλοι αμίλητοι, ακίνητοι, κίτρινοι σαν πεθαμένοι, στεκόμαστε και περιμέναμε. Στις εφτά το πρωί, ένας εργάτης πάτησε το ηλεκτρικό κουμπί, πήρε φωτιά το φυτίλι! Τρομαχτικός σεισμός ακούστηκε, άνοιξε η γη, όλο το Τολέδο κουνήθηκε, μια κολώνα φωτιά και καπνός τινάχτηκε στον ουρανό.

Τεράστια κομμάτια φρούριο κατρακύλησαν ως την πόλη, ο Νοτιοδυτικός, μεγάλος πύργος σκορπίστηκε κομμάτια. Όλο το Αλκάθαρ πλάνταξε μες στους καπνούς. Πέρασε ένα τέταρτο, πέρασε μισή ώρα. Μια ώρα. Τι απόγιναν οι πολιορκούμενοι; Κανένας δε φαινόταν πίσω απ’ τους καπνούς. Οι κόκκινοι, με εφ’ όπλου λόγχη, με χειροβομβίδες πήραν επιτέλους την απόφαση και όρμισαν στο κάστρο. Ήταν σίγουροι πως όλοι μας είχαμε πια θαφτεί κάτω από τα ερείπια. Ακόμη κανένας δεν είχε προβάλει από τη γη… Οι κόκκινοι πηδούν τα χαντάκια, που είχαν ανοιχτεί, καβαλούν τα κοτρόνια, φτάνουν στη μεγάλη αυλή. Σταματούν. Νομίζεις πώς ξαφνικά τους είχε κυριέψει μυστηριώδης φόβος. Κοίταζαν προς τα υπόγεια με γουρλωμένα μάτια και δεν προχωρούσαν. «Εμπρός σύντροφοι! φωνάζει κάποιος γελώντας. Τώρα θα προβάλουν τα φαντάσματα!». Δεν είχε ακόμα τελειώσει το λόγο του και μια χειροβομβίδα σκάζει. Κι άλλη μία, κι άλλη, βροχή απάνω στους κόκκινους.

Τα φαντάσματα είχαν ξεπεταχτεί από τη γη. «Ζήτω η Ισπανία! φωνάζαμε. Ζήτω ο Χριστός!». Πιαστήκαμε σώμα με σώμα. Εμείς είχαμε πια φρενιάσει. Χαρά που σωθήκαμε, λύσσα να εξοντώσουμε τους άτιμους, κάναμε σαν τρελοί… Οι κόκκινοι δεν μπόρεσαν να βαστάξουν. Άρχισαν να κατρακυλούν απ’ το κάστρο. Είχαν καρφώσει το κόκκινο κουρέλι τους στο πύργο μας, το ρίξαμε κάτω. Όλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά φωνάζαμε κι βγάζαμε αφρούς από τα στόματα μας. Εσπάνια! Εσπάνια! Εσπάνια!! Αρχίσαμε να χορεύουμε και να τραγουδάμε. Είμαστε τρελοί! Αγκαλιαζόμαστε, πιάναμε ο ένας τον άλλο, δεν πιστεύαμε πως ήμαστε ζωντανοί.
Εικόνα
Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣ

Τις μέρες εκείνες έφτασε από τη Μαδρίτη ο παπάς, ο Καμαράσα. Τον έστειλαν οι κόκκινοι. Έκαμε τη λειτουργία, κρατούσε το Σταυρωμένο στο χέρι και φώναζε: «Παραδοθείτε! Ανάθεμα σε όποιον αντιστέκεται στο νόμο!». Στράφηκε στις γυναίκες που έτρεμαν: «Όλες θα πάτε στην Κόλαση αν δεν παραδοθείτε! Λυπηθείτε τις ψυχές σας!». Οι γυναίκες έκλαιγαν. Δύο παιδιά που είχαν γεννηθεί τα βάφτισε, δύο γέροι που είχαν πεθάνει τους έψαλε, το νεκρώσιμο. Κι υστέρα τον διώξαμε. «Θα πάτε στην Κόλαση!» φώναξε ο καταραμένος φεύγοντας. «Θα πάτε στην Κόλαση!». Αρίμπα Εσπάνια! του φωνάζαμε εμείς από πάνω.

O Δον Ενρίκε Βαζκέθ Καμαράσα του Μητροπολιτικού Ναού της Μαδρίτης ήταν γνωστός σ’ όλη την Ισπανία για τη μόρφωση του, τους λεπτούς του τρόπους και τη ρητορική του δεινότητα. Κι όμως κατόρθωσε να τη γλιτώσει τη στιγμή που 12 Επίσκοποι, 383 καλόγριες, 5.255 ιερείς και 2.492 καλόγεροι είχαν κατακρεουργηθεί από τους κόκκινους φονιάδες. Τη γλίτωσε γιατί δέχτηκε να παίξει το παιχνίδι τους και να γίνει το πιστό όργανο των άθεων κομμουνιστών. Πριν αρχίσει τα καθήκοντα του ανάμεσα στους πολιορκημένους, είχε ιδιαίτερη συζήτηση με το Μοσκαρντό και εις μάτην προσπάθησε να τον πείσει να παραδώσει το Αλκαζάρ. Σαν τελευταίο επιχείρημα ανέφερε τις γυναίκες και τα παιδιά του Aλκάθαρ. Τότε ο Μοσκαρντό κάλεσε ένα στρατιώτη και του είπε:

- Πήγαινε φέρε μου μια γυναίκα. Την πρώτη που θα βρεις.

Σε λίγο μια από τις πολιορκημένες μπαίνει στο γραφείο και ο Συνταγματάρχης παρακαλεί τον Καμαράσα ν’ απευθυνθεί σ’ αυτήν. Ο παπάς επιστρατεύοντας όλη του την ευφράδεια της δηλώνει ότι «Η Κυβέρνηση της Μαδρίτης εγγυάται για τη ζωή όλων των πολιτών που θα βγούνε σήμερα από το Αλκάθαρ. Αν αρνηθούν όμως, όλοι οι πολιορκημένοι θα εκτελεσθούν, εφ’ όσον, άλλωστε, δεν θαφτούν κάτω από τα ερείπια». H γυναίκα αφού τον άκουσε χωρίς να τον διακόψει, στο τέλος του απαντά: «Αν είναι θέλημα Θεού θα σωθούμε. Οι γυναίκες τον Aλκάθαρ δε θα εγκαταλείψουν το φρούριο. Κι αν όλοι οι άντρες σκοτωθούν αυτές θα πάρουν τα όπλα»! Δύο μέρες αργότερα έγινε καινούργια προσπάθεια των Δημοκρατικών για να μεταπείσουν τους πολιορκημένους. Αυτή τη φορά επιστράτευσαν το διπλωματικό σώμα. Ο πρεσβευτής της Χιλής ζητούσε να παρουσιαστεί στον συνταγματάρχη. Ο Μοσκαρντό αρνήθηκε να τον δεχτεί και του παρήγγειλε τα εξής: «Ο διπλωματικός αντιπρόσωπος μπορεί να κοινοποιήσει τις προθέσεις του στην Κυβέρνηση του Μπούργκος, γιατί αυτό το φρούριο δεν δέχεται διαταγές από πουθενά αλλού».

Η ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΓΚΟΥΕΛ

Και συνεχίζει ο Μιγκουέλ: Οι κόκκινοι είχαν πια λυσσάξει: «Να τους κάψετε ζωντανούς! Να χύσετε βενζίνη στους τοίχους και να τους δώσετε φωτιά. Το Αλκάθαρ είναι ανάγκη να πέσει αμέσως!» τηλεφωνούν από τη Μαδρίτη στον κόκκινο διοικητή του Τολέδο. Έρχεται από τη Μαδρίτη ο κόκκινος στρατηγός Ασένιο, δίνει διαταγές. Φορτώνουν οι πυροσβέστες τα καμιόνια τους βενζίνα, αραδιάζονται στην πλατεία Θανκόβερ.

19 Σεπτεμβρίου: Πρωί-πρωί σκυμμένοι από το κάστρο βλέπουμε τους πυροσβέστες να τρέχουν κρατώντας τους σωλήνες για να εκσφενδονίσουν τη βενζίνα. «Θα μας κάψουν οι κακούργοι!» μουρμουρίσαμε με τρόμο. Άρχισε κι όλας η βενζίνη να περιχύνει το κάστρο. Ήμαστε χαμένοι. Και τότε, από ένα παράθυρο πήδησε ένας νέος. Δε θα ‘ταν πάνω από είκοσι χρονών. Κρατούσε μονάχα ένα περίστροφο στο χέρι. Χύθηκε, άρπαξε τους σωλήνες, τους γύρισε προς το Σάντα Κρούθ όπου ήταν οχυρωμένοι οι κόκκινοι. Ο νέος πέφτει κάτω, χιλιοτρύπητος από τις σφαίρες.

20 Σεπτεμβρίου: Ξανάρχισε το κανονίδι και το τουφεκίδι. Οι κόκκινοι όρμησαν με χειροβομβίδες με τενεκέδες βενζίνα, μας βάζουν ολούθε φωτιά. Εμείς τη σβήσαμε αμέσως. Καρφώνουν την αιματηρή σημαία τους στα μουράγια μας, εμείς τη ρίχνουμε κάτω. Αυτό συνεχίζεται και τη νύχτα. Όσοι κόκκινοι μπήκαν στο Αλκαζάρ, δεν ξαναβγήκαν ζωντανοί. Το μακελειό συνεχίστηκε και τη νύχτα. Τι λύσσα που έχουν οι άτιμοι!

21 Σεπτεμβρίου: Τρία αεροπλάνα πέρασαν από κάνω μας. Δικά μας! Μας έριξαν τρόφιμα κι ένα γράμμα: «Κουράγιο παιδιά! Ο Στρατηγός Βαρέλα ζυγώνει. Κρατάτε καλά!». Από τους τέσσερις πύργους τον Αλκάθαρ ένας μονάχα είχε απομείνει ακόμα όρθιος. Πέφτει σήμερα κι αυτός. Όλα γκρεμίστηκαν γύρω μας. Μαζευτήκαμε στα υπόγεια. Η πείνα είχε αρχίσει τώρα εδώ και μέρες. Δε σφάζουμε πια τέσσερα άλογα την ήμερα. Μονάχα ένα. Έχουμε μείνει χίλιοι οχτακόσιοι άνθρωποι. Παίρνει καθένας ένα κομμάτι λασπόψωμο την ημέρα και μισό λίτρο βρώμικο νερό. Και δεν φτάνουν αυτά. Άρχισαν και πάλι κάτω από τα πόδια μας… γκρίτς! γκρίτς!. Οι μηχανές να τρυπούν το βράχο! Μας βάζουν καινούργια μίνα. «Μη φοβάστε»! μας λέει ο Συνταγματάρχης Μοσκαρντό. «Μη φοβάστε ο Θεός είναι μαζί μας!».

25 Σεπτεμβρίου: Σήμερα σείστηκε πάλι η γη. Έβαλαν καινούργια μίνα. Όσοι τοίχοι απόμειναν ακόμα όρθιοι, γκρεμίστηκαν. Ο λάκκος που άνοιξε η έκρηξη είχε εκατό μέτρα διάμετρο κι εβδομήντα μέτρα βάθος. Ορμούν ευθύς τα τάνκς να κάνουν κατοχή στο κάστρο. Έφταναν πια, έμπαιναν μέσα στο Αλκάθαρ, όταν ξαφνικά κάτω από τη γη τινάχτηκαν πάλι τα φαντάσματα. Εμείς! Εμείς ολοζώντανοι! «Ακόμα ζουν!» φώναξαν οι κόκκινοι με τρόμο. Πιαστήκαμε πάλι, τους γκρεμίσαμε πάλι, βάλαμε βάρδιες και περιμέναμε γονατιστοί με τα τουφέκια. Η υπόλοιπη μέρα πέρασε σιωπηλή. Μήτε μια τουφεκιά. Τι τρέχει; «Κάτι καινούργιο μας σκαρώνουν οι κακούργοι!» συλλογιζόμαστε, μα δε μιλούσαμε. Περιμέναμε.

Τη νύχτα ξέσπασε φοβερή μπόρα. Μέσα στο σκοτάδι και στη βροχή κατεβήκαμε καμιά δεκαριά στην πόλη να βρούμε κάτι φαγώσιμο, ένα κουτί σαρδέλες, τσιγάρα. Ανοίξαμε δύο μαγαζιά, φορτωθήκαμε. Γυρίσαμε πίσω. Κανένας κόκκινος. Οι δρόμοι έρημοι, τα σπίτια σφαλιστά, χωρίς φως! «Κάτι τρέχει, παιδιά, είπαμε στους συντρόφους μας. Κανένας να μην κοιμηθεί!». Η αποτυχία των αποτελεσμάτων των εκρήξεων δεν πρέπει ν’ αποδοθεί σε κανένα θαύμα. Ο συνταγματάρχης Μοσκαρντό είχε αναθέσει στον υπολοχαγό του μηχανικού Μπαρμπέρ να βρίσκεται σε συνεχή επιτήρηση της προόδου της υπονόμου και να εντοπίζει τα σημεία που έφτανε. Έτσι οι ύποπτες περιοχές άδειαζαν από τους πολιορκημένους, που φρόντιζαν να βρίσκονται ασφαλισμένοι σε άλλα σημεία του φρουρίου τις ώρες των εκρήξεων. Λίγα δε λεπτά μετά από τις εκρήξεις των υπονόμων, αντηχούσε η διαταγή: «Όλοι όρθιοι κι ο καθένας να πιάσει τη θέση του».

Η ΣΩΤΗΡΙΑ

26 Σεπτεμβρίου: Το πρωί είδαμε στο λόφο Αλιχάρες τα μεγάλα κανόνια να μη έχουν πια τα στόματα τους γυρισμένα καταπάνω μας. Τα είχαν γυρίσει κατά τη Δύση. «Φτάνουν οι δικοί μας!» φώναξε ένας αξιωματικός «Κοιτάτε! Γύρισαν τα κανόνια τους δυτικά! Έρχονται οι δικοί μας, παιδιά!». Κατά το δειλινό, έτσι που στεκόμαστε, όρθιοι αμίλητοι, με τα μάτια στυλωμένα προς τη Δύση, είδαμε να ξεπροβαίνει ο στρατός μας. Η εθνική σημαία μας, τ’ αδέρφια μας! Η σωτηρία! Κάναμε σινιάλα, μας έκαναν. Μπαίνει ο στρατός μας στο Τολέδο, ο ίδιος ο στρατηγός Βαρέλα τον οδηγεί.

27 Σεπτεμβρίου: Οι κόκκινοι έχουν φύγει από’ το Τολέδο αλλά οι πιο φανατικοί έμειναν. Παραμονεύουν πίσω απ’ τα παράθυρα, σηκώνουν οδοφράγματα στους δρόμους. Σε λίγο ο πόλεμος άναψε από σπίτι σε σπίτι, από δρόμο σε δρόμο. Χίλιοι κόκκινοι σκοτώθηκαν. Οι άλλοι έφυγαν τρέχοντας για τη Μαδρίτη. Στις 9 το βράδυ ο εθνικός στρατός μας ανέβηκε στο Αλκάθαρ. Πηδούν τα χαλάσματα, σκαρφαλώνουν στους γκρεμισμένους τοίχους, φθάνουν στη μεγάλη αυλή. Και τότε προβάλαμε εμείς από τα υπόγεια. Ανεβήκαμε όλοι: χωροφύλακες, στρατιώτες, ευέλπιδες, μαθητές της Γυμναστικής Σχολής, εργάτες, παιδιά, γυναίκες, πέντε μουλάρια που είχαν ακόμα απομείνει κι ένα άλογο, το τελευταίο. Όλοι οι πολιορκημένοι του Αλκάθαρ.

Ο Συνταγματάρχης Μοσκαρντό, μέσα στη μεγάλη αυλή προχώρησε στο στρατηγό Βαρέλα. Στάθηκε μπροστά του σε στάση προσοχής και ανέφερε: «Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω, Στρατηγέ μου: Ουδέν το αξιοσημείωτον». Όσοι βρέθηκαν εκεί και μας είδαν, διηγούνται πώς τέτοιο πράγμα δεν είδαν ποτέ στη ζωή τους. Κι ούτε θα δουν. Φαίνεται πως δεν ήμασταν πια άνθρωποι. Ήμασταν φαντάσματα. Είχαμε γίνει σκελετοί, μ’ ένα ταγαριασμένο κίτρινο πετσί γύρω από τα κόκαλα! Τα μάτια μας είχαν μεγαλώσει και σχισμένοι, έτρεμαν τα γόνατα μας. Δεν μπορούσαμε να φωνάξουμε, να πηδήξουμε, τόση ήταν η εξάντληση μας. Ως την ώρα εκείνη κρατούσαμε καλά, όσο μας έσφιγγε ο κίνδυνος. Μα μονομιάς, μόλις έφτασε η σωτηρία, παραλύσαμε. Δεν μπορούσαμε πια να σταθούμε όρθιοι.

Εδώ τελειώνει το ημερολόγιο, καθώς και η αφήγηση του Μιγκουέλ Γκόμεθ Κασκαχάρες. Δεν έχω τίποτε να προσθέσω. Θα αρκεσθώ μονάχα στα λόγια του Φράνκο, που δύο μέρες αργότερα, στις 29 Σεπτεμβρίου. ανέβηκε στο Αλκάθαρ για να συγχαρεί αυτοπροσώπως τους «γενναίους» και τον ηρωικό αρχηγό τους: «Ήρωες του Αλκάθαρ! Είσαστε η τιμή της Ισπανίας. Το γέρικο Αλκάθαρ που έβγαλε γενιές αξιωματικών είναι κατεστραμμένο, αλλά εμείς θα το ξαναφτιάξουμε. Και ‘σεις θα είσθε τα υποδείγματα της Ισπανίας που θα ξαναδημιουργήσει μόνη της μιαν Αυτοκρατορία. Το παράδειγμα σας θα μείνει αθάνατο δια μέσου των γενεών. Η πατρίδα σας οφείλει μιαν αιωνία ευγνωμοσύνη. Η Ιστορία είναι πολύ μικρή για το μεγαλείο των πολεμικών κατορθωμάτων σας. Αναζωογονήσατε την φυλή. Εξυψώσατε την Ισπανία και της εξασφαλίσατε μιαν άφθαρτη δόξα. Σας ασπάζομαι εν ονόματι της Πατρίδος και σας φέρω τον σεβασμό της ευγνωμοσύνης της. Ως ανταμοιβή των θυσιών σας, σας απονέμω εν ονόματι τον Έθνους, τον δαφνοστεφή σταυρόν, προσωπικά για το Συνταγματάρχη Μοσκαρντό και συλλογικά για όλους σας. Ζήτω η Ισπανία!». Αυτό ήταν το Αλκάθαρ!
Η γνώμη είναι σαν την κ*λ*τρυπίδα...Όλοι έχουν από μία! Κι οι εξουσιαστές...αυτοί που διαμορφώνουν τις απόψεις της μάζας...έχουν προωθήσει την ιδέα ότι "κάθε άποψη είναι σεβαστή"...Κι έπεισαν τον κάθε ηλίθιο στον πλανήτη, να ταμπουρωθεί πεισματικά και με φανατισμό...πίσω από την υποβολιμιαία..."προσωπική" του άποψη ! 
Απάντηση

Επιστροφή στο “Διαφορες συζητήσεις και θέματα.”

cron