Πίστευε η αρχαία Εκκλησία στην Αγία Τριάδα;

1
Πίστευε η αρχαία Εκκλησία στην Αγία Τριάδα;

Του Μανώλη Καλομοίρη
Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Ερευνητής" Οι σύγχρονοι ακόλουθοι του Άρειου, γράφουν ότι «εάν ο Ιησούς δίδαξε και αποκάλυψε τον εαυτό του ως τον αδημιούργητο Θεό Υιό… θα έπρεπε να έχει γίνει οικουμενικά αποδεκτό από τους πρώτους αδελφούς της Εκκλησίας. Τα γραπτά τους θα έπρεπε να φανερώνουν την Τριάδα ώστε να κατανοήθηκε και να αναπτύχθηκε από το ξεκίνημα της Αποστολικής Περιόδου… Ας εξετάσουμε οι μαθητές των Αποστόλων, οι φίλοι τους, οι σύντροφοί τους και οι επόμενοι μαθητές τι είχαν να πουν μεταξύ των ετών 96 μ.Χ ως 320 μ.Χ». Θα δεχτούμε την πρόκληση και θα εξετάσουμε τα γραπτά των πρώτων χριστιανών, οι οποίοι ήταν άμεσα διδαγμένοι από τους Αποστόλους ή έμμεσα από τους μαθητές των Αποστόλων. Αν κι εμείς θα περιοριστούμε ως το έτος 200-220 μ.Χ.



ΙΓΝΑΤΙΟΣ (110-120 μ.Χ.)


Προς Εφεσίους 7:2 «Ένας γιατρός υπάρχει σαρκικός και πνευματικός, γεννημένος και αγέννητος, ο οποίος έγινε Θεός σαρκωμένος, ζωή αληθινή που θανατώθηκε… ο Ιησούς Χριστός ο Κύριός μας».

Προς Εφεσίους 18:2 «Ο Θεός μας Ιησούς Χριστός…»

Προς Εφεσίους 19:3 «Η άγνοια καταργήθηκε, καταστράφηκε η παλιά βασιλεία, καθώς ο Θεός εμφανιζόταν με ανθρώπινη μορφή, για να φέρει την καινοτομία της αιώνιας ζωής».

Προς Ρωμαίους ΕΙΣΑΓΩΓΗ: «..με την αγάπη του Ιησού Χριστού του Θεού μας…»

Προς Σμυρναίους 1:1 «Δοξάζω τον Ιησού Χριστό τον Θεό..»

Προς Τραλλιανούς 7:1 «…τον Θεό Ιησού Χριστό…»

Προς Ρωμαίους 3: 3 «…ο Θεός μας Ιησούς Χριστός που βρίσκεται στον Πατέρα του…»

Προς Πολύκαρπον 8: 3 «Προσεύχομαι να είστε υγιείς πάντοτε ενωμένοι με τον Θεό μας Ιησού Χριστό..»



Επιστολή προς Διόγνητον 7:2-4 (175-200 μ.Χ.)
«Ο ίδιος ο παντοκράτωρ και παντοκτίστης και αόρατος Θεός… δεν έστειλεν εις τους ανθρώπους, όπως θα υπέθετε κανείς, κάποιον υπηρέτην ή άγγελον ή άρχοντα, κάποιον από τους επιφορτισμένους με την κυβέρνησιν των επιγείων ή από τους διαπιστευμένους με την διοίκησιν των ουρανίων, αλλά τον ίδιον τον τεχνίτην και δημιουργόν των όλων…Τον απέστειλεν… ωσάν βασιλεύς αποστέλνων τον υιόν, ως Θεόν τον απέστειλεν..».



Ιππόλυτος (180-217 μ.Χ.)


Εις αίρεσιν Νοητού 6 «Ο ων επί πάντων Θεός ευλογητός γεγένηται, και άνθρωπος γενόμενος, Θεός εστίν εις τους αιώνας».

Εις αίρεσιν Νοητού 8 «Ανάγκην ουν έχει και μη θέλων ομολογείν Πατέρα Θεόν παντοκράτορα, και Χριστόν Ιησούν Υιόν Θεού, Θεόν άνθρωπον γενόμενον, ώ πάντα Πατήρ υπέταξε παρεκτός εαυτού, και Πνεύματος Αγίου, και τούτους είναι ούτως τρία. Ει δε βούλεται μαθείν, πως εις Θεός αποδεικνύεται…Και όσον μεν κατά την δύναμιν, εις εστί Θεός. όσον δε κατά την οικονομίαν, τριχής η επίδειξις»

Εις αίρεσιν Νοητού 9 «Όσα τοίνυν κηρύσσουσιν αι Θείαι Γραφαί, ίδωμεν, και όσα διδάσκουσιν, επιγνώμεν, και ως θέλει Πατήρ πιστεύεσθαι, πιστεύσωμεν, και ως θέλει Υιόν δοξάζεσθαι, δοξάσωμεν, και ως θέλει Πνεύμα άγιον δωρείσθαι, λάβωμεν»

Εις αίρεσιν Νοητού 10 «Θεός μόνος υπάρχων… ουδέν πλην αυτός ην. αυτός δε μόνος ων, πολύς ην» (Ο Θεός είναι μόνος, αλλά πληθυντικός αριθμός).

Εις αίρεσιν Νοητού 12 «Ουκούν ένσαρκον Λόγον θεωρούμεν, Πατέρα δι’ αυτού νοούμεν, Υιώ δε πιστεύομεν, Πνεύματι αγίω προσκυνούμεν»

Εις αίρεσιν Νοητού 14 «Εις γαρ εστίν ο Θεός. ο γαρ κελεύων Πατήρ, ο δε υπακούων Υιός, το δε συνετίζον άγιον Πνεύμα. Ο ων Πατήρ επί πάντων, ο δε Υιός δια πάντων, το δε άγιον Πνεύμα εν πάσιν….[Ο Ιησούς] αναστάς παρέδωκεν τοίς μαθηταίς λέγων: ‘Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος’ και δεικνύων ότι πας ος αν εν τι τούτων εκλίπη, τελείως Θεόν ουκ εδόξασεν. Δια γαρ της Τριάδος ταύτης Πατήρ δοξάζεται. Πατήρ γαρ ηθέλησεν, Υιός εποίησεν, Πνεύμα εφανέρωσεν. Πάσαι τοίνυν αι Γραφαί, περί τούτου κυρύσσουσι».



Ιουστίνος ο Μάρτυρας και Απολογητής (100-165 μ.Χ.)


Απολογία Α’ 6:2 « Σεβόμεθα και προσκυνούμεν Εκείνον [τον Θεό και Πατέρα] και τον εξ αυτού προελθόντα Υιόν και τον διδάξαντα ημάς ταύτα… και το προφητικόν Πνεύμα, τιμώντες αυτούς με λόγον και αλήθειαν και διδάσκοντες περί αυτών δαψιλώς εις πάντα επιθυμούντα, όπως εδιδάχθημεν»

Απολογία Α’ 13:1-4 «…Σεβόμεθα τον Δημιουργόν του Σύμπαντος, λέγοντες αυτόν ανενδεή αιματηρών θυσιών και σπονδών και θυμιαμάτων, όπως εδιδάχθημεν… Θα αποδείξωμεν επίσης ότι τιμώμεν ελλόγως τον γενόμενον εις ημάς διδάσκαλον τούτων και προς τούτο γεννηθέντα Ιησούν Χριστόν,… διδαχθέντες ότι είναι Υιός αυτού του όντως Θεού και τοποθετούντες αυτόν εις δευτέραν θέσιν, και το προφητικόν Πνεύμα εις τρίτην τάξιν» Βλέπουμε πως ο Πατέρας είναι το πρώτο πρόσωπο της Τριάδος, ο Υιός το δεύτερο και το Πνεύμα το τρίτο πρόσωπο.

Διάλογος προς Τρύφωνα 34:2 «Ο Χριστός είναι εκείνος ο οποίος έχει κηρυχθεί βασιλεύς και ιερεύς και Θεός και Κύριος».

Διάλογος προς Τρύφωνα 36:2 «Και Θεός και Κύριος των Δυνάμεων είναι ο Χριστός».

Διάλογος προς Τρύφωνα 48:2 «…ούτος Χριστός του Θεού… προϋπήρχεν ως Υιός του ποιητού των όλων, Θεός ών, και εγεννήθη ως άνθρωπος εκ παρθένου».

Διάλογος προς Τρύφωνα 126:1-2 «..έχει κληθεί και άγγελος μεγάλης βουλής κάποτε δια του Ησαίου και Χριστός και προσκυνητός Θεός δια του Δαβίδ… Επειδή εάν είχετε κατανοήσει τα λεχθέντα υπό των προφητών, δεν θα ηρνείσθε ότι αυτός είναι Θεός, υιός του μόνου αγέννητου και αρρήτου Θεού».

Διάλογος προς Τρύφωνα 128:1,3-4: «Ότι ο Χριστός Κύριος ων και Θεός, Θεού Υιός υπάρχων…. έχει αποδειχθή από τα λεχθέντα δια μακρών. Είναι δε άτμητος και αχώριστος από τον Πατέρα… καθ’ ον τρόπον λέγουν επί της γης είναι άτμητον και αχώριστον το φως του ηλίου… Εγεννήθη από τον Πατέρα, δια της δυνάμεως και βουλής αυτού, αλλ’ ουχί κατά αποκοπήν, ως να αποχωρίζεται η ουσία του Πατρός…».



ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ (177 μ.Χ.)

Πρεσβεία περί Χριστιανών 10 «…Όλα έγιναν υπ αυτού [του Υιού του Θεού] και δι’ αυτού, καθώς ο Πατήρ και ο Υιός είναι εν. Αφού δε ο Υιός είναι εις τον Πατέρα και ο Πατήρ εις τον Υιόν δια της ενότητος και δυνάμεως του Πνεύματος, ο Υιός του Θεού είναι νους και λόγος του Πατρός… Είναι το πρώτον γέννημα του Πατρός, όχι ως δημιουργούμενον (διότι ο Θεός, ων εξ αρχής νους αίδιος, είχεν αυτός εντός εαυτού τον Λόγον, ων αιδίως λογικός)… Εξάλλου λέγομεν ότι και αυτό το ενεργούν δια των εξαγγελλόντων προφητικώς άγιον Πνεύμα είναι απόρροια του Θεού, ότι απορρέει και επαναφέρεται ως ακτίς ηλίου. Ποίος λοιπόν δεν θα ηπόρει ακούων να καλούνται άθεοι εκείνοι οι οποίοι δέχονται Θεόν Πατέρα και Υιόν Θεόν και Πνεύμα Άγιον, δεικνύουν δε και την εν ενώσει δύναμιν αυτών και την εν τη τάξει διαίρεσιν;»

Πρεσβεία περί Χριστιανών 12 «Άλλοι δε άνθρωποι, ημείς,… οδηγούμεθα δε υπό του πόθου να γνωρίσωμεν τον όντως Θεόν και τον Λόγον αυτού, ποία είναι η ενότης του Παιδός προς τον Πατέρα, ποία η κοινωνία του Πατρός προς τον Υιόν, τι είναι το Πνεύμα, ποία η ένωσις των τριών τούτων και διάκρισις εν τη ενώσει, του Πνεύματος, του Παιδός, του Πατρός».

Πρεσβεία περί Χριστιανών 24 «Διότι καθώς λέγομεν Θεόν και Υιόν τον Λόγον αυτού και Πνεύμα Άγιον, ενούμενα κατά την δύναμιν, τον Πατέρα, τον Υιόν, το Πνεύμα, διότι ο Υιός του Πατρός είναι νους, λόγος, σοφία και το Πνεύμα απόρροια ως φως από πυρ».



Ειρηναίος (180 μ.Χ.)

Έλεγχος κατά Ψευδωνύμου Γνώσεως 10:1 «Η μεν γαρ Εκκλησία, καίπερ καθ’ όλης της οικουμένης έως περάτων της γης διεσπαρμένη, παρά δε των Αποστόλων και των εκείνων μαθητών παραλαβούσα την εις ένα Θεόν, Πατέρα παντοκράτορα «τον πεποιηκότα τον ουρανόν και την γην και τας θάλασσας και πάντα τα εν αυτοίς», πίστιν. Και εις ένα Χριστόν Ιησούν, τον Υιόν του Θεού, τον σαρκωθέντα υπέρ της ημετέρας σωτηρίας. Και εις Πνεύμα Άγιον, το δια των προφητών κεκηρυχός τας οικονομίας και τας ελεύσεις, και την εκ Παρθένου γέννησιν, και το πάθος, και την έγερσιν εκ νεκρών, και την ένσαρκον εις τους ουρανούς ανάληψιν του ηγαπημένου Χριστού Ιησού του Κυρίου ημών, και την εκ των ουρανών εν τη δόξη του Πατρός παρουσίαν αυτού, επί το «ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα» και αναστήσαι πάσαν σάρκα πάσης ανθρωπότητος, ίνα Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών και Θεώ και Σωτήρι και βασιλεί, κατά την ευδοκίαν του Πατρός του αοράτου, «παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται αυτώ» και κρίσιν δικαίαν εν τοις πάσι ποιήσηται, «ταν μεν πνευματικά της πονηρίας» και αγγέλους παραβεβηκότας, και εν αποστασία γεγονότας, και τους ασεβείς και αδίκους και ανόμους και βλασφήμους των ανθρώπων εις το αιώνιον πυρ πέμψη. τοις δε δικαίοις και οσίοις και τας εντολάς αυτού τετηρηκόσι, και εν τη αγάπη αυτού διαμεμηνηκόσι, τοις απ’ αρχής, τοις δε εκ μετανοίας, ζωήν χαρισάμενος, αφθαρσίαν δωρήσηται, και δόξαν αιώνιαν περιποίηση». Προσέξτε ότι η φρασεολογία του Ειρηναίου είναι ταυτόσημη με το δύο αιώνες μεταγενέστερο Σύμβολο της Πϊστεως. Συνεπώς το ‘Πιστεύω’ βασίστηκε στην προϋπάρχουσα διδασκαλία και θεολογία της Εκκλησίας, και δεν ήταν μια εφεύρεση του 4ου αιώνα για πολιτικές σκοπιμότητες, όπως κατηγορούν οι πολέμιοι της Τριάδας.

Έλεγχος κατά Ψευδωνύμου Γνώσεως -Βιβλίον Γ’ ΧΧΙ, 1 «Ο Θεός ουν άνθρωπος εγένετο και αυτός Κύριος έσωσεν ημάς».



Τερτυλλιανός (206 μ.Χ.)

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ Γ 4-8 «Δεν μπορείς να απαντήσεις ότι [ο Ιησούς ] φοβόταν μήπως και με τη γέννηση ως και την πρόσληψη της αληθινής ανθρώπινης φύσεως, έπαυε να είναι Θεός, χάνοντας αυτό που ήταν προκειμένου να γίνει αυτό που δεν ήταν. Πράγματι, δεν υπάρχει για τον Θεό ο κίνδυνος να εκπέσει από την κατάστασή του. Αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, αποκρίνεσαι ‘αρνούμαι πως ο Θεός έγινε πραγματικά άνθρωπος μέχρι του σημείου να γεννηθεί και να σχηματισθεί σε σώμα με τη σάρκα, επειδή εκείνος που είναι αιώνιος πρέπει να μείνει και αμετάβλητος’…Γνωρίζω ασφαλώς, ότι η φύση των όντων που υφίστανται αλλαγές υπόκεινται σε τούτο το νόμο: να μη συνεχίζουν να υφίστανται σ’ εκείνο που άλλαξε σ’ αυτά. Έτσι, εφόσον δεν εξακολουθούν να υπάρχουν, χάνονται, επειδή μεταβαλλόμενα χάνουν αυτό που ήσαν. Αλλά τίποτε δεν προσομοιάζει με τον Θεό. Η φύση του διαφέρει από την υπόσταση των κοινών όντων… Ο Θεός μπορεί να μεταβάλλεται σε οτιδήποτε και ταυτόχρονα να παραμένει αυτός που ήταν.

Διαφορετικά, θα είναι απλώς όμοιος προς τα όντα εκείνα τα οποία, μεταβαλλόμενα, χάνουν αυτό που ήσαν. αλλ’ ο Θεός, επειδή ασφαλώς δεν είναι όμοιος προς αυτά, κάτω από οποιαδήποτε άλλη άποψη, δεν είναι λοιπόν όμοιος ούτε και ως προς το αποτέλεσμα της μεταβολής… Έτσι οι άγγελοι που είναι κατώτεροι από τον Θεό μπόρεσαν, μεταβαλλόμενοι δια της προσλήψεως της πραγματικότητας της ανθρώπινης σάρκας, να μη παύσουν να παραμένουν άγγελοι, κι εσύ θα αρνηθείς τη δύναμη αυτή σε ένα Θεό πολύ πιο ισχυρό, ωσάν ο Χριστός Του να μην είχε τη δυνατότητα να παραμένει Θεός προσλαμβάνοντας αληθινά την ανθρώπινη φύση;

…Το Ευαγγέλιον του Ιωάννου θα σου προκαλούσε κατάπληξη στο θέμα αυτό, αφού διακηρύττει ότι το Πνεύμα κατήλθε στο σώμα μιας περιστεράς και επικάθησε επάνω στον Κύριο. Τώρα, το Πνεύμα, υπ’ αυτή τη μορφή, ήταν εξίσου περιστερά όσο και Πνεύμα: προσλαμβάνοντας μια εξωτερική ουσία δεν απέβαλε την δική του ουσία».

Ε 7 « Η προέλευση των δύο αυτών φύσεων απέδειξαν ότι [ο Ιησούς] ήταν ταυτόχρονα άνθρωπος και Θεός: από την μια γεννήθηκε, από την άλλη δεν γεννήθηκε. Από την μια είχε σάρκα, από την άλλη ήταν άυλος. Από την μια ήταν αδύναμος, από την άλλη παντοδύναμος. Από την μια έθνησκε, από την άλλη εξακολουθούσε να υπάρχει. Οι ιδιότητες των δύο αυτών καταστάσεων, της ανθρώπινης και της θείας, παρέμειναν ασύγχυτες χάρη στην αντίστοιχη πραγματικότητα και των δύο φύσεων, χάρη στην υποστατική αλήθεια του πνεύματός του και της σάρκας του: με τα θαύματα που τελούνταν με τη δύναμη του Πνεύματος του Θεού απεδείκνυε ότι ήταν Θεός. με το πάθος του απεδείκνυε ότι η σάρκα του καταγόταν από τον άνθρωπο».

ΣΤ 2 «Εάν κάθε λόγος του Θεού στηρίζεται σε τρεις μάρτυρες (Δευτ. 19:15, Β’ Κορ. 13:1) τόσο περισσότερα θα στηρίζονται σ’ αυτούς τα δώρα του. Δυνάμει της βαπτισματικής ευλογίας θα έχουμε λοιπόν ως κριτές της πίστεως τα ίδια εκείνα πρόσωπα που μας εγγυώνται τη σωτηρία. τα θεία πρόσωπα που είναι τρία, υπερεπαρκούν ώστε να βεβαιώσουν την ελπίδα μας. Επειδή δε τόσο η ομολογία της πίστεως όσο η εγγύηση της σωτηρίας τελούν υπό την εγγύηση των τριών θείων προσώπων, είναι προφανής ο λόγος για τον οποίον γίνεται κατ’ ανάγκην μνεία της Εκκλησίας× τούτο γίνεται επειδή όπου είναι τα τρία θεία πρόσωπα, δηλ. ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, εκεί είναι και η Εκκλησία, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από την εκ τριών τουλάχιστον προσώπων συναθροισμένη ομήγηρη (Ματθ. 18:20)».

ΙΓ 3 «Τώρα λοιπόν προστέθηκε η νέα εντολή που προβλέπει το βάπτισμα, του οποίου η δομή περιγράφεται στο ευαγγελικό κείμενο που λέγει: ‘Πηγαίνετε, μαθητεύσετε τους λαούς, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος’(Ματθ.28:19)».



Συμπέρασμα

Τα κείμενα που παραθέσαμε μιλάνε από μόνα τους. Αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η πρώτη Εκκλησία πίστευε για τον Χριστό πως δεν είναι κτίσμα αλλά Θεός, ενώ αποδέχονταν την Τριάδα: Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα. Και αυτά τα λένε οι μαθητές των αποστόλων, και αυτοί που διδάχτηκαν από αυτούς έπειτα. Η αποδοχή της μαρτυρίας της αρχαίας Εκκλησίας στηρίζεται στην Αγία Γραφή. Διότι διαβάζουμε στην Β Τιμόθεον 2:2 «Και όσα άκουσες από μένα διαμέσου πολλών μαρτύρων, αυτά παρέδωσέ τα σε πιστούς ανθρώπους, που θα είναι ικανοί και άλλους να διδάξουν». Το εδάφιο αυτό αναφέρει τρεις γενιές: τον συνεργάτη του Παύλου Τιμόθεο, τους χριστιανούς που διδάσκει ο Τιμόθεος και τους χριστιανούς που διδάσκονται από όσους είχαν δάσκαλο τον Τιμόθεο. Η τήρηση αυτής της παρακαταθήκης και του υποδείγματος των υγιαινόντων λόγων είναι εντολή των αποστόλων (Β Θεσσαλονικείς 2:15, Β’ Τιμόθεον 1:13-14).

Η μαρτυρία της αρχαίας Εκκλησίας είναι ομόφωνη υπέρ της Θεότητας του Χριστού και της Τριαδικότητας του Θεού. Η θεολογία του Άρειου ήταν σε αντίθεση με την διδασκαλία που παρέλαβε η Εκκλησία από τους αποστόλους και από αυτούς που δίδαξαν οι απόστολοι. Η άρνηση της θεότητας του Χριστού και η θεώρησή του ως ένα κτίσμα ήταν ξένη διδασκαλία μέσα στην Εκκλησία του Θεού και γι’ αυτό έπρεπε να απορριφθεί. Ο Αρειανισμός ήταν ένας αιρετικός νεωτερισμός. Οι πρώτοι χριστιανοί κρατούσαν την διδασκαλία που παρέλαβαν: πως ο Ιησούς είναι Θεός κι ο Θεός είναι ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα.

Συνεπώς η Τριάδα δεν είναι μια επινόηση του 4ου αιώνα, αλλά η ομόφωνη πίστη της πρώτης Εκκλησίας.



Μανώλης Καλομοίρης
http://www.oodegr.com/oode/theos/triada1.htm
<<ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΔΕΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΟΥΔΕΝ ΑΠΟ ΣΟΥ ΚΑΙ Η ΝΥΞ ΛΑΜΠΕΙ ΩΣ Η ΗΜΕΡΑ ΕΙΣ ΣΕ ΤΟ ΣΚΟΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΩΣ ΤΟ ΦΩΣ>>

Re: Πίστευε η αρχαία Εκκλησία στην Αγία Τριάδα;

2
<<ΕΙΠΕΝ ΑΥΤΟΙΣ Ο ΙΗΣΟΥΣ:
ΠΡΟΤΟΥ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ ΕΙΝΑΙ,
ΕΓΩ ΗΜΗΝ ΠΑΡΑ ΣΟΙ( ΤΩ ΠΑΤΡΙ).>>
καὶ ἀλλαχοῦ.
<< ΣΥ ΤΙΣ ΕΙ;
ΚΑΙ ΕΙΠΕΝ ΑΥΤΟΙΣ, ΤΗΝ ΑΡΧΗΝ.>>
καὶ ἀλλαχοῦ.
<<Ο ΠΑΤΗΡ ΜΟΥ ΚΑ'ΓΩ ΕΝ ΕΣΜΕΝ .>>
καὶ ἀλλαχοῦ.
<< ο ΩΝ ΕΝ ΤΩ ΟΥΡΑΝΩ>>
καὶ ἀλλαχοῦ.
<< Ο ΕΜΕ ΘΕΩΡΩΝ ΕΩΡΑΚΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ >>
καὶ ἀλλαχοῦ.
ΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ (ὄχι τὰ ὀνόματα)
ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ.(ἕν Ὄνομα τρία τα πρόσωπα)
Απάντηση

Επιστροφή στο “Ιστορικά θέματα για την Εκκλησία”