[22] Ανδρέας Θεοδώρου, Η επίδρασις της ελληνικής σκέψεως επί των θεολογικών σχολών της Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Αθηνών, 1983, σελ. 35.
[23] «Basilides was active as the leader of a school in Alexandria in the time of the emperors Hadrian (r. 117–138) and Antoninus Pius (r. 138–161). He seems to have been one of those many liberal Jews who had left behind the concept of a personal lord for belief in the Unknown God. Yet he was never excommunicated and remained a respected member of the church of Alexandria until his death».—Gilles Quispel, «Gnosticism», Encyclopedia of Religion, Thomson Gale, τόμ. 5, σελ. 3512.
[24] David T. Runia, Philo in Early Christian Literature, Fortress Press, 1993, σελ. 123-130.
[25] Robert M. Grant, «Early Alexandrian Christianity», Church History, Cambridge University Press, τόμ. 40, τεύχ. 2 (Ιούν. 1971), σελ. 136-138.
[26] J. Arendzen, «Gnosticism», The Catholic Encyclopedia, Robert Appleton Company, 1909.
[27] Charles Freeman, A New History of Early Christianity, Yale University Press, 2009, σελ. 134· Βασίλειος Στεφανίδης, Εκκλησιαστική ιστορία, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, 1998, c1958 (2η έκδ.), σελ. 153.
[28] «Πυθαγορικῶς τε τοῖς προσιοῦσιν αὐτῷ πενταέτη σιωπὴν παρακελεύεσθαι».—Εκκλησιαστική ιστορία IV,7.
[29] Για παράδειγμα, ο Ειρηναίος πίστευε ότι οι ψυχές των δικαίων συνεχίζουν να υπάρχουν μέχρι να ενωθούν με τα σώματα στη χιλιετή βασιλεία του Χριστού.—Nicholas Constas, «“To Sleep, Perchance to Dream”: The Middle State of Souls in Patristic and Byzantine Literature», Dumbarton Oaks Papers, Dumbarton Oaks, τόμ. 55 (2001), σελ. 94, 95.
[30] «Ἀθάνατος ἡ ψυχὴ ἐν θνητῷ σκηνώματι κατοικεῖ». (Προς Διόγνητον 6:8) Αξίζει να σημειωθεί ότι σε σχέση με τη συγγραφή της εν λόγω επιστολής, αν και συγκαταλέγεται τυπικά στους Αποστολικούς Πατέρες, οι προτεινόμενες χρονολογίες φτάνουν μέχρι τις αρχές του 4ου αιώνα. Ο Holmes, ωστόσο, υποστηρίζει ότι η πιο πιθανή χρονολογία συγγραφής βρίσκεται ανάμεσα στο 150 και στο 225.—Michael W. Holmes, The Apostolic Fathers, Baker Academic, 2007, σελ. 689.
[31] «Εἰ γὰρ πᾶσα κοινῶς ἡ τῶν ἀνθρώπων φύσις ἐκ ψυχῆς ἀθανάτου καὶ τοῦ κατὰ τὴν γένεσιν αὐτῇ συναρμοσθέντος σώματος ἔχει τὴν σύστασιν».—Περί αναστάσεως νεκρών 15,2.
[32] «Οὐδὲν ἐμοί͵ ἔφη͵ μέλει Πλάτωνος οὐδὲ Πυθαγόρου οὐδὲ ἁπλῶς οὐδενὸς ὅλως τοιαῦτα δοξάζοντος. τὸ γὰρ ἀληθὲς οὕτως ἔχει· μάθοις δ΄ ἂν ἐντεῦθεν. ἡ ψυχὴ ἤτοι ζωή ἐστιν ἢ ζωὴν ἔχει. εἰ μὲν οὖν ζωή ἐστιν͵ ἄλλο τι ἂν ποιήσειε ζῆν͵ οὐχ ἑαυτήν͵ ὡς καὶ κίνησις ἄλλο τι κινήσεις μᾶλλον ἢ ἑαυτήν. ὅτι δὲ ζῇ ψυχή͵ οὐδεὶς ἀντείποι. εἰ δὲ ζῇ͵ οὐ ζωὴ οὖσα ζῇ͵ ἀλλὰ μεταλαμβάνουσα τῆς ζωῆς· ἕτερον δέ τι τὸ μετέχον τινὸς ἐκείνου οὗ μετέχει. ζωῆς δὲ ψυχὴ μετέχει͵ ἐπεὶ ζῆν αὐτὴν ὁ θεὸς βούλεται. οὕτως ἄρα καὶ οὐ μεθέξει ποτέ͵ ὅταν αὐτὴν μὴ θέλοι ζῆν. οὐ γὰρ ἴδιον αὐτῆς ἐστι τὸ ζῆν ὡς τοῦ θεοῦ· ἀλλὰ ὥσπερ ἄνθρωπος οὐ διὰ παντός ἐστιν οὐδὲ σύνεστιν ἀεὶ τῇ ψυχῇ τὸ σῶμα͵ ἀλλ΄͵ ὅταν δέῃ λυθῆναι τὴν ἁρμονίαν ταύτην͵ καταλείπει ἡ ψυχὴ τὸ σῶμα καὶ ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστιν͵ οὕτως καί͵ ὅταν δέῃ τὴν ψυχὴν μηκέτι εἶναι͵ ἀπέστη ἀπ΄ αὐτῆς τὸ ζωτικὸν πνεῦμα καὶ οὐκ ἔστιν ἡ ψυχὴ ἔτι͵ ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ὅθεν ἐλήφθη ἐκεῖσε χωρεῖ πάλιν. […] Εἰ γὰρ καὶ συνεβάλετε ὑμεῖς τισι λεγομένοις Χριστιανοῖς͵ […] οἳ καὶ λέγουσι μὴ εἶναι νεκρῶν ἀνάστασιν͵ ἀλλὰ ἅμα τῷ ἀποθνήσκειν τὰς ψυχὰς αὐτῶν ἀναλαμβάνεσθαι εἰς τὸν οὐρανόν͵ μὴ ὑπολάβητε αὐτοὺς Χριστιανούς».—Προς Τρύφωνα 6,1-2· 80,4.
[33] «Οὐκ ἔστιν ἀθάνατος͵ ἄνδρες Ἕλληνες͵ ἡ ψυχὴ καθ΄ ἑαυτήν͵ θνητὴ δέ· ἀλλὰ δυνατὸς ἡ αὐτὴ καὶ μὴ ἀποθνήσκειν. θνήσκει μὲν γὰρ καὶ λύεται μετὰ τοῦ σώματος μὴ γινώσκουσα τὴν ἀλήθειαν͵ ἀνίσταται δὲ εἰς ὕστερον ἐπὶ συντελείᾳ τοῦ κόσμου σὺν τῷ σώματι θάνατον διὰ τιμωρίας ἐν ἀθανασίᾳ λαμβάνουσα· πάλιν τε οὐ θνήσκει͵ κἂν πρὸς καιρὸν λυθῇ͵ τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ θεοῦ πεποιημένη».—Προς Έλληνας 13,1.
[34] «Οὔτε οὖν φύσει θνητὸς ἐγένετο οὔτε ἀθάνατος. εἰ γὰρ ἀθάνατον αὐτὸν ἀπ΄ ἀρχῆς πεποιήκει͵ θεὸν αὐτὸν πεποιήκει· πάλιν εἰ θνητὸν αὐτὸν πεποιήκει͵ ἐδόκει ἂν ὁ θεὸς αἴτιος εἶναι τοῦ θανάτου αὐτοῦ. οὔτε οὖν ἀθάνατον αὐτὸν ἐποίησεν οὔτε μὴν θνητόν͵ ἀλλά͵ καθὼς ἐπάνω προειρήκαμεν͵ δεκτι κὸν ἀμφοτέρων͵ ἵνα εἰ ῥέψῃ ἐπὶ τὰ τῆς ἀθανασίας τηρήσας τὴν ἐντολὴν τοῦ θεοῦ͵ μισθὸν κομίσηται παρ΄ αὐτοῦ τὴν ἀθανασίαν καὶ γένηται θεός͵ εἰ δ΄ αὖ τραπῇ ἐπὶ τὰ τοῦ θανάτου πράγματα παρακούσας τοῦ θεοῦ͵ αὐτὸς ἑαυτῷ αἴτιος ᾖ τοῦ θανάτου».—Προς Αυτόλυκον Β΄ 27.
[35] Ο Ειρηναίος γράφει κατά των Γνωστικών, που πίστευαν στην αθανασία της ψυχής και απέρριπταν την ανάσταση. Επανειλημμένα τονίζει ότι η αθανασία είναι δώρο Θεού που δίνεται στους πιστούς. Μεταξύ των πολλών που λέει γράφει: «Anyone who thinks thus respecting souls and spirits, and, in fact, respecting all created things, will not by any means go far astray, inasmuch as all things that have been made had a beginning when they were formed, but endure as long as God wills that they should have an existence and continuance. […] For life does not arise from us, nor from our own nature; but it is bestowed according to the grace of God. And therefore he who shall preserve the life bestowed upon him, and give thanks to Him who imparted it, shall receive also length of days for ever and ever. But he who shall reject it, and prove himself ungrateful to his Maker, inasmuch as he has been created, and has not recognised Him who bestowed [the gift upon him], deprives himself of [the privilege of] continuance for ever and ever. But as the animal body is certainly not itself the soul, yet has fellowship with the soul as long as God pleases; so the soul herself is not life, but partakes in that life bestowed upon her by God. Wherefore also the prophetic word declares of the first-formed man, “He became a living soul,” teaching us that by the participation of life the soul became alive; so that the soul, and the life which it possesses, must be understood as being separate existences. When God therefore bestows life and perpetual duration, it comes to pass that even souls which did not previously exist should henceforth endure, since God has both willed that they should exist, and should continue in existence». (Κατά Αιρέσεων Β΄34,2-4) «Revealing God to men through many dispensations, lest man, falling away from God altogether, should cease to exist. For the glory of God is a living man; and the life of man consists in beholding God. For if the manifestation of God which is made by means of the creation, affords life to all living in the earth, much more does that revelation of the Father which comes through the Word, give life to those who see God».—Κατά Αιρέσεων Δ΄ 20,7.
[36] Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου θεολογίας, Άρτος Ζωής, 1989, σελ. 91.
[37] John H. Roller, The Doctrine of the Immortality in the Early Church, σελ. 81-2. (αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή) Μερικά συμπεράσματά της υπάρχουν εδώ:
http://www.blogster.com/drjohn/doctrine ... lity-early.
[38] «Μπορούμε να δούμε την προσπάθεια να εξηγηθεί η καθυστέρηση της παρουσίας (της άφιξης του Ιησού) σε δύο βασικά είδη της γραμματείας: τους Πατέρες της Εκκλησίας και τα Απόκρυφα. Όπως ο John Greger έχει τεκμηριωμένα επισημάνει, ο χριστιανισμός έπρεπε να αντιμετωπίσει μια μεγάλη αλλαγή στη θρησκευτική του ζωή. Τον πρώτο αιώνα, οι χριστιανοί προσεύχονταν για την άφιξη της αποκάλυψης: “Ελθέτω η βασιλεία σου” (Ματ 6:10). Κατά τα τέλη του δεύτερου αιώνα, ο Τερτυλλιανός μάς λέει ότι οι χριστιανοί προσεύχονταν “για τους αυτοκράτορες, για τους εκπροσώπους τους, για την ευημερία του κόσμου και για την καθυστέρηση της συντέλειας”. Οι χιλιαστικές πτυχές της χριστιανοσύνης έπρεπε να εγκαταλειφθούν και ταυτόχρονα να μείνουν ανέπαφα τα κίνητρα και η ενεργητικότητα της προσηλυτιστικής αποστολής της χριστιανοσύνης. Παρόμοιο πρόβλημα υπήρξε στον ιουδαϊσμό, καθώς η καταστροφή του Δεύτερου Ναού γέννησε τεράστιες αποκαλυπτικές προσδοκίες, οι οποίες πρώτα εκφράστηκαν, ύστερα διαψεύστηκαν και ύστερα υπέστησαν επιπλέον ερμηνεία. Λίγοι όμως Ιουδαίοι ήταν χιλιαστές, ενώ οι περισσότεροι ήθελαν να είναι καλοί πολίτες υπό το ρωμαϊκό καθεστώς. Και ο ιουδαϊσμός και ο χριστιανισμός χρειάζονταν να κατανοήσουν γιατί ο Θεός δεν είχε ακόμη επέμβει ώστε να σώσει τους δικαίους και να τιμωρήσει τους αμαρτωλούς. Σε αμφότερες τις παραδόσεις, η καθυστέρηση της αποκάλυψης σήμανε στροφή προς την αθανασία της ψυχής και προς μια μεταβατική “περίοδο αναμονής” στην οποία οι ψυχές τιμωρούνταν ή ανταμείβονταν προ του τέλους».—Alan F. Segal, Life after Death: A History of the Afterlife in Western Religion, Doubleday, 2004, σελ. 486-7.
[39] John Bowden, Encyclopedia of Christianity, Oxford University Press, 2005, σελ. 1273· Alexander Alexakis, «Was There Life Beyond the Life Beyond? Byzantine Ideas on Reincarnation and Final Restoration, Dumbarton Oaks Papers, Dumbarton Oaks, τόμ. 55 (2001), σελ. 163. Ο David Runia, ανασκοπώντας εν τάχει τον αλεξανδρινό χριστιανισμό αυτής της περιόδου και τη σχέση μεταξύ του Φίλωνος, του γνωστικισμού και του χριστιανισμού, επισημαίνει ότι τα όρια μεταξύ Γνωστικών Χριστιανών και Πλατωνιστών Χριστιανών είναι ασαφή. Και λέει: «Πρέπει να σημειώσουμε, τελικά, ότι αμφότερες οι ομάδες έχουν από κοινού ένα ισχυρό στοιχείο, δηλαδή το ότι οικειοποιούνται σε μεγάλο βαθμό δόγματα του τότε Μέσου Πλατωνισμού».—David T. Runia, Philo in Early Christian Literature, Fortress Press, 1993, σελ. 124.
[40] David T. Runia, Philo in Early Christian Literature, Fortress Press, 1993, σελ. 132-156.
[41] Jaroslav Pelikan, The Christian Tradition: A History of the Development of Doctrine, Chicago University Press, 1971, σελ. 33, 34.
[42] Αφού ο Θεωδώρου τονίζει ότι ο Κλήμης αντιτίθεται στη γνωστική ιδέα ότι η ύλη δεν πλάσθηκε από τον Υπέρτατο Θεό, λέει: «Εν τούτοις δεν δύναται ούτως να απαλλαγεί εντελώς των περί του σώματος γενικοτέρων αντιλήψεων του εθνικού περιβάλλοντος. Ούτως δεν διστάζει να χαρακτηρίση το σώμα ως δεσμωτήριον της ψυχής (“των προς το σώμα της ψυχής δεσμών”), ενώ αλλαχού λέγει, ότι η εν αυτώ ζωή της ψυχής είναι ξένη (“ψυχή, οίον επιξενουμένη τω σώματι”), χρησιμοποιεί μάλιστα και το περίφημον λογοπαίγχνιον: σώμα-σήμα (= τάφος). Ότι οι τελευταίοι ούτοι χαρακτηρισμοί αποτελούν ιδέας προερχομένας εκ της πλατωνικής παραδόσεως και του ασκητικού περιβάλλοντος της εποχής, μόλις είναι ανάγκη και να σημειωθή».—Ανδρέας Θεοδώρου, Η επίδρασις της ελληνικής σκέψεως επί των θεολογικών σχολών της Αλεξανδρείας και Αντιοχείας, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Αθηνών, 1983, σελ. 117-8.
[43] J.W. Hanson, «Clement of Alexandria and the Apokatastasis»· Nicholas Constas, «“To Sleep, Perchance to Dream”: The Middle State of Souls in Patristic and Byzantine Literature», Dumbarton Oaks Papers, Dumbarton Oaks, τόμ. 55 (2001), σελ. 95.
[44] Καὶ ἔν τισι μὲν αὐτῶν ὀρθῶς δοκεῖ λέγειν͵ ἔν τισι δὲ παντελῶς εἰς ἀσεβεῖς καὶ μυθώδεις λόγους ἐκ φέρεται. Ὕλην τε γὰρ ἄχρονον καὶ ἰδέας ὡς ἀπό τινων ῥητῶν εἰσαγομένας δοξάζει͵ καὶ τὸν Υἱὸν εἰς κτίσμα κατάγει. Ἔτι δὲ μετεμψυχώσεις καὶ πολλοὺς πρὸ τοῦ Ἀδὰμ κόσμους τερατεύεται· [...] Λέγεται μὲν καὶ ὁ Υἱὸς λόγος͵ ὁμωνύμως τῷ πατρικῷ λόγῳ͵ ἀλλ΄ οὔ νυν οὗτός ἐστιν ὁ σὰρξ γενόμενος· οὐδὲ μὴν ὁ πατρῷος λόγος͵ ἀλλὰ δύναμίς τις τοῦ Θεοῦ οἷον ἀπόρροια τοῦ λόγου αὐτοῦ͵ νοῦς γενόμενος τὰς τῶν ἀνθρώπων καρδίας διαπεφοίτηκε. Καὶ ταῦτα πάντα πειρᾶται ἀπὸῥητῶν τινῶν κατασκευάζειν τῆς γραφῆς͵ καὶ ἄλλα δὲ μυρία φλυαρεῖ καὶ βλασφημεῖ͵ εἴτε αὐτός͵ εἴτε τις ἕτερος τὸ αὐτοῦ πρόσωπον ὑποκριθείς. Ἐποιήθησαν δὲ αὐτῷ αἱ βλάσφημοι αὗται τερατολογίαι ἐν τόμοις ὀκτώ.—Βιβλιοθήκη 108,89α.