Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

10
Αυτοί πρώτοι μετά τον Περσικό πόλεμο, υποστηρίζοντας πλέον Έλληνες εναντίον Ελλήνων χάριν της ελευθερίας, πολεμώντας γενναία και ελευθερώνοντας τους συμμάχους τους, πρώτοι μπήκαν σε αυτό το μνήμα με τις τιμές της πόλης. Κατόπιν, όταν γενικεύθηκε ο πόλεμος και ήλθαν όλοι οι Έλληνες εναντίον μας και δενδροτόμησαν τη γη μας - ωραία ευγνωμοσύνη πλήρωσαν στην πόλη! - , οι δικοί μας τους νίκησαν σε ναυμαχία και αφού αιχμαλώτησαν στη Σφακτηρία τους αρχηγούς των Λακεδαιμονίων, αν και μπορούσαν να τους σκοτώσουν, τους λυπήθηκαν και τους έδωσαν πίσω. Και έκαναν ειρήνη νομίζοντας ότι εναντίον ομοφύλων τους έπρεπε να πολεμήσουν μέχρι νίκης και όχι μέχρι εξοντώσεως, όπως θα έκαναν εναντίον βαρβάρων, ώστε να μη γίνει αφορμή η οργή μιας πόλης να καταστραφεί και όλη η Ελλάδα. Αξίζει πράγματι να επαινέσει κανείς αυτούς τους άνδρες, οι οποίοι, αφού πολέμησαν αυτόν τον πόλεμο, τάφηκαν εδώ, γιατί αυτοί απέδειξαν ψευδή τα λεγόμενα μερικών, οι οποίοι αμφισβητούσαν την υπεροχή των Αθηναίων στον προηγούμενο πόλεμο, τον εναντίον των βαρβάρων. Στην προκειμένη περίσταση, νικώντας στον εμφύλιο πόλεμο και αιχμαλωτίζοντας τους αρχηγούς των άλλων Ελλήνων, απέδειξαν ότι μπορούν να νικούν σε μεμονωμένο αγώνα εκείνους, μαζί με τους οποίους τότε νικούσαν από κοινού τους βαρβάρους.




Αλλά μετά την ειρήνη αυτή έγινε τρίτος φοβερός και ανέλπιστος πόλεμος, του οποίου οι νεκροί, πολλοί και γενναίοι, κείνται κι αυτοί σε τούτο το μνήμα. Πολλοί έπεσαν στις ακτές της Σικελίας, αφού έστησαν πολλά τρόπαια αγωνιζόμενοι υπέρ της ελευθερίας των Λεοντίνων, επειδή έσπευσαν σε αυτούς τους τόπους για να βοηθήσουν αυτούς υπακούοντας στους συμμαχικούς όρκους. Αλλά επειδή εξ αιτίας της μεγάλης απόστασης η πόλη βρέθηκε σε δύσκολη θέση και δεν μπορούσε να στείλει βοήθεια, γι’ αυτό το λόγο κουράστηκαν και ατύχησαν. Όμως και οι εχθροί αυτών των ανθρώπων, οι εχθροί εναντίον των οποίων πολέμησαν, επαινούν τη σωφροσύνη και την ανδρεία τους περισσότερο απ’ όσο άλλοι επαινούν σαν φίλοι τους φίλους τους. Άλλοι έπεσαν σε ναυμαχίες που έγιναν στον Ελλήσποντο, όπου μέσα σε μια μέρα συνέλαβαν όλα τα πλοία των εχθρών και έδωσαν και άλλες πολλές ναυμαχίες νικηφόρα. Και να γιατί χαρακτήρισα φοβερό και ανέλπιστο αυτό τον πόλεμο: Σε τέτοιο σημείο ανταγωνισμού προς την πόλη μας έφθασαν οι άλλοι Έλληνες, ώστε τόλμησαν να έλθουν σε διαπραγματεύσεις με το βασιλέα (των Περσών), τον μεγαλύτερο εχθρό μας, αυτόν, τον οποίο εκδίωξαν από κοινού με μας, να τον φέρουν πίσω για ατομικό τους συμφέρον, αυτόν τον βάρβαρο εναντίον Ελλήνων και να συνασπίσουν εναντίον της πόλης μας όλους, και Έλληνες και βαρβάρους. Αλλά ακριβώς τότε έγινε ολοφάνερη η δύναμη και η γενναιότητα της πόλης. Ενώ δηλαδή νόμιζαν ότι αυτή είχε πια συντριβεί στον πόλεμο και είχε αποκλεισθεί ο στόλος μας στην Μυτιλήνη, στάλθηκε προς αυτόν βοήθεια 60 πλοίων, στα οποία επέβαιναν οι ίδιοι οι πολίτες. Και έχουν και αυτόν εδώ τον τάφο, έστω και αν είχαν την ανάξια τύχη να μην περιμαζευτούν από τη θάλασσα, φθάνει ότι έδειξαν ομολογουμένως γενναιότητα νικώντας τους εχθρούς και ελευθερώνοντας τους δικούς τους. Αυτούς οφείλουμε να μνημονεύουμε και να επαινούμε πάντοτε.



Γιατί με τη γενναιότητα εκείνων κερδίσαμε όχι μόνο την τότε ναυμαχία, αλλά και τον υπόλοιπο πόλεμο. Χάρις σ’ αυτούς η πόλη μας απέκτησε την φήμη ότι δεν θα συντριβεί ποτέ, και αν ακόμη όλοι ενωθούν εναντίον της. Και ήταν δικαιολογημένη αυτή η φήμη. Νικηθήκαμε εμείς όχι όμως από τους άλλους, αλλά από τις εσωτερικές μας διαιρέσεις. Εκείνοι ακόμα και τώρα δεν μπορούν να μας νικήσουν, αλλά μεταξύ μας χωριστήκαμε σε νικητές και νικημένους. Ακολούθησε έπειτα μια περίοδος ησυχίας και εξωτερικής ειρήνης, κατά την οποία διεξήχθη ο εσωτερικός μας πόλεμος, με τέτοιο τρόπο, ώστε ο καθένας να εύχεται έτσι να διαταραχθεί η πατρίδα του, αν οπωσδήποτε πρέπει να περιέλθει σε αυτή την κατάσταση. Με πόση πράγματι ευχαρίστηση και οικειότητα ενώθηκαν οι πολίτες που είναι από τον Πειραιά και από το Άστυ, πράγμα που δεν το περίμεναν οι άλλοι Έλληνες, και με πόση μετριοπάθεια σταμάτησαν τον πόλεμο εναντίον αυτών που κατέφυγαν στην Ελευσίνα. Αιτία βέβαια για όλα αυτά δεν είναι άλλη παρά η πραγματική συγγένεια, η οποία κάνει τους πολίτες να αγαπώνται με αγάπη διαρκή και συγγενική όχι μόνο με λόγια αλλά και με έργα. Πρέπει με την ανάμνησή μας να τιμάμε και αυτούς, όσους πέθαναν σε αυτόν τον πόλεμο μαχόμενοι εναντίον αλλήλων, και να τους συμφιλιώνουμε κατά την εορτή αυτή, όπως μπορούμε, με ευχές δηλαδή και με θυσίες, επικαλούμενοι τους θεούς που τους εξουσιάζουν, αφού και εμείς οι ζωντανοί έχουμε συμφιλιωθεί. Άλλωστε δεν σκότωσαν ο ένας τον άλλο από κακία, ούτε από έχθρα, αλλά από κακοτυχία. Και μάρτυρες τούτων είμαστε εμείς οι ζωντανοί. Οι συγγενείς των νεκρών και της μιας και της άλλης παράταξης συγχωρήσαμε ο ένας τον άλλο και για όσα κάναμε και για όσα πάθαμε.


Έπειτα, αφού παγιώθηκε η εσωτερική ειρήνη, η πόλη απέφυγε να αναμιχθεί σε εξωτερικό πόλεμο. Εναντίων των βαρβάρων δεν μνησικακούσε, γιατί έπαθαν από αυτή αρκετά σαν εκδίκηση. Αλλά εναντίον των Ελλήνων είχε μεγάλη αγανάκτηση, ενθυμούμενη, ότι όσα καλά ευεργετήθηκαν από αυτήν τα πλήρωσαν - με ποια αγνωμοσύνη! - συμπράττοντας με τους βαρβάρους και αιχμαλωτίζοντας τον στόλο, που κάποτε τους έσωσε και γκρεμίζοντας τα τείχη τα οποία εμείς θυσιάσαμε για να μην πέσουν τα δικά τους.


Πάντως η πόλη αποφασισμένη να μην βοηθήσει πια τους Έλληνες, των οποίων η ελευθερία κινδύνευε είτε από βαρβάρους είτε από άλλους Έλληνες, πολιτευόταν ανάλογα. Ενώ λοιπόν εφαρμόζαμε αυτή την πολιτική, οι Λακεδαιμόνιοι νομίζοντας πως είχαμε πια πέσει εμείς οι προστάτες της ελευθερίας και ότι ήταν έργο τους πια να κυριαρχήσουν αυτοί πάνω στους άλλους, έβαλαν σε πράξη αυτό το πρόγραμμα.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

11
Και τι χρειάζεται να μακρολογώ; Αν ανέφερα όσα επακολούθησαν θα έλεγα γεγονότα όχι παλαιά ούτε καν αναγόμενα σε προηγούμενη γενεά. Από προσωπική μας εμπειρία πράγματι γνωρίζουμε πόσο τρομαγμένοι ήλθαν να ζητήσουν την βοήθεια της πόλης τόσο οι πρώτοι των Ελλήνων Αργείοι και Βοιωτοί και Κορίνθιοι όσο και ο βασιλιάς - το πιο εκπληκτικό όλης αυτής της μεταβολής - βρέθηκε σε τόσο άσχημη θέση, ώστε να μην έχει από πουθενά αλλού δυνατότητα σωτηρίας παρά μόνο από αυτήν εδώ την πόλη, την οποία άλλοτε προσπαθούσε να καταστρέψει. Όμως βέβαια, αν ήθελε κανείς να προσάψει μια δίκαιη κατηγορία στην πόλη μας, αυτό μόνο θα είχε να πει στ’ αλήθεια, ότι πάντα είναι πολύ ευσπλαχνική και πρόθυμη να υπηρετήσει τον ασθενέστερο. Ακριβώς και σε εκείνη την περίσταση δεν στάθηκε ικανή να επιμείνει και να διαφυλάξει όσα είχε αποφασίσει, να μη συντρέξει δηλαδή κανέναν από όσους την αδίκησαν, έστω κι αν αυτός διέτρεχε τον κίνδυνο να υποδουλωθεί, αλλά συγκινήθηκε και έδωσε βοήθεια. Και τους μεν Έλληνες με τη δική της συνδρομή έσωσε από τη δουλεία, ώστε έμειναν ελεύθεροι, μέχρις ότου αυτοί πάλι οι ίδιοι προκάλεσαν την υποδούλωσή τους. Τον βασιλιά όμως δεν τόλμησε επίσημα να βοηθήσει σεβόμενη τα τρόπαια του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας και των Πλαταιών, αλλά και μόνο και μόνο που του έστειλε εξόριστους και εθελοντές να τον βοηθήσουν, αναμφισβήτητα τον έσωσε. Αφού δε ανοικοδόμησε τα τείχη της και ναυπήγησε στόλο, έλαβε επίσημα μέρος στον πόλεμο, εφόσον αναγκάσθηκε να πολεμήσει, και αγωνιζόταν εναντίον των Λακεδαιμονίων στο πλευρό των Παρίων.
Αλλά ο βασιλιάς φοβήθηκε την πόλη επειδή έβλεπε, ότι οι Λακεδαιμόνιοι εξαντλούνταν στον κατά θάλασσα πόλεμο και, θέλοντας να ξεκοπεί από τη συμμαχία, απαιτούσε να περιέλθουν στην υπηκοότητά του οι Έλληνες που βρίσκονταν σε εκείνη την ήπειρο, τους οποίους πριν είχαν παραδώσει οι Λακεδαιμόνιοι στην εξουσία του. Το έθεσε δε αυτό σαν όρο της συμμαχίας σε μας και με τους άλλους συμμάχους, πιστεύοντας ότι δεν θα θελήσουμε τέτοιο πράγμα, ώστε να έχει πρόφαση για την αποστασία του. Και ως προς τους άλλους μεν πλανήθηκε, γιατί συμφώνησαν στην παράδοση και έκαναν συνθήκες και ορκίσθηκαν οι Κορίνθιοι και οι Αργείοι και οι Βοιωτοί και οι άλλοι σύμμαχοι, ότι θα παραδώσουν τους Έλληνες που βρίσκονταν σε εκείνη την ήπειρο, εφόσον ο βασιλιάς επρόκειτο να τους δίνει χρήματα. Και μόνοι εμείς δεν τολμήσαμε ούτε να παραδώσουμε Έλληνες, ούτε να κάνουμε όρκους μαζί του.
Τόσο σταθερή και αμόλυντη και από τη φύση της μισοβάρβαρη είναι η γενναιότητα και η ελευθερία της πόλης, γιατί είμαστε γνήσιοι Έλληνες και ανόθευτοι από βαρβαρικό αίμα. Γιατί δεν ζουν στην κοινωνία μας Πέλοπες ή Κάδμοι ή Αίγυπτοι και Δαναοί και άλλοι πολλοί, οι οποίοι συμβατικά είναι Έλληνες, ενώ από καταγωγή είναι βάρβαροι. Εμείς μένουμε αυτούσιοι Έλληνες όχι βαρβαρόμεικτοι και γι’ αυτό έχει εγχαρακτεί στην πόλη έντονο το μίσος κατά των ξένων φυλών. Το γεγονός όμως είναι ότι και πάλι βρεθήκαμε απομονωμένοι, γιατί δεν θέλαμε να κάνουμε το αισχρό και ανόσιο έργο να παραδώσουμε Έλληνες σε βάρβαρους. Φθάσαμε λοιπόν στην ίδια περίπτωση, η οποία και πριν έγινε αιτία να ηττηθούμε στον πόλεμο, αλλά με τη βοήθεια του θεού αυτή τη φορά σταματήσαμε τον πόλεμο με τις πιο καλές συνθήκες από ποτέ πριν. Γιατί σταματήσαμε τις εχθροπραξίες διατηρώντας τον στόλο και τα τείχη και τις αποικίες μας έτσι ώστε ικανοποιημένοι τις έπαυσαν και οι εχθροί. Χάσαμε όμως και στον πόλεμο αυτό γενναίους άνδρες. Αυτούς που σκοτώθηκαν στην Κόρινθο λόγω εδαφικής δυσχέρειας και όσους από προδοσία έπεσαν στο Λέχαιο. Γενναίοι υπήρξαν και όσοι ελευθέρωσαν τον βασιλιά και όσοι εκδίωξαν τους Λακεδαιμόνιους από τη θάλασσα. Αυτούς επαναφέρω στην ανάμνησή σας και σεις πρέπει να επαινείτε μαζί μου και να τιμάτε αυτούς τους άνδρες.
Και όσα μεν έργα των ανδρών αυτών ανέφερα, που τάφηκαν εδώ, καθώς και των άλλων, όσοι έπεσαν υπέρ της πόλης μας, είναι βέβαια έργα πολλά και υπέροχα, αλλά ακόμη περισσότερα και θαυμαστότερα είναι όσα έχω παραλείψει.. Γιατί δεν θα αρκούσαν πολλές μέρες και νύχτες σ’ αυτόν, που θα ήθελε να τα διηγηθεί όλα. Κάθε ένας λοιπόν οφείλει με την ανάμνηση των έργων τους να παρακινεί τους απογόνους των νεκρών αυτών να μην εγκαταλείπουν την τάξη των προγόνων, όπως έχουν καθήκον να μην εγκαταλείπουν την τάξη τους στον πόλεμο και να μην οπισθοχωρούν νικημένοι από δειλία. Εγώ βέβαια και τώρα παρακινώ σε αυτό εσάς, τα παιδιά γενναίων ανδρών, και στο μέλλον, όπου συναντώ κανένα από εσάς, θα σας υπενθυμίζω και με επιμονή θα σας συμβουλεύω να είσθε πρόθυμοι για τις γενναιότατες πράξεις. Στην δε παρούσα περίσταση είναι δίκαιο να σας πω όσα οι πατέρες σας, όταν βρέθηκαν μπροστά στο θάνατο, μας παράγγειλαν να λέμε εμείς στους ζωντανούς, λόγια που είπαν, όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο. Θα σας πω και όσα άκουσα από το στόμα τους και, συμπεραίνοντας από τα λόγια τους, θα πω εξ ονόματός τους όσα περίπου θα έλεγαν τώρα αυτοί, αν επανέρχονταν στη ζωή. Εσείς θα υποθέσετε ότι ακούτε από εκείνους τους ίδιους όσα σας λέω. Έλεγαν λοιπόν τα εξής:
Παιδιά, αυτή καθ’ αυτήν τη παρούσα στιγμή αποδεικνύεται ότι είσθε γεννημένοι από ανδρείους πατέρες. Εμείς έχουμε την δυνατότητα να σώσουμε όπως όπως τη ζωή μας, αλλά εν τούτοις προτιμάμε πιο καλά να πεθάνουμε ένδοξα παρά να ρίξουμε στο όνειδος εσάς τους απογόνους μας και να ντροπιάσουμε τους πατέρες και τους προγόνους μας όλους, πεισμένοι, ότι δεν αξίζει να ζει εκείνος που ντροπιάζει τους δικούς του και ότι αυτόν τον άνθρωπο δεν τον αγαπά ούτε άνθρωπος κανείς ούτε θεός, ούτε στη γη ούτε κάτω από τη γη μετά από το θάνατό του. Πρέπει λοιπόν ενθυμούμενοι τα λόγια μας, να εκτελείτε με ανδρεία το έργο σας, έστω και αν επιδίδεσθε σε άλλη παρά σε πολεμική ασχολία, και να ξέρετε, ότι ο πλούτος που αποκτήθηκε με ανανδρία δεν φέρνει ευτυχία σ’ αυτόν που τον κατέχει. Γιατί αυτός πλουτίζει για άλλον και όχι για τον εαυτό του. Ούτε το σωματικό κάλλος και η δύναμη φαίνονται να έχουν την αξία που τους αρμόζει, όταν είναι προσόντα ενός δειλού, αλλά απεναντίας κάνουν παραφωνία και αποκαλύπτουν περισσότερο το ελάττωμα και ξεσκεπάζουν τη δειλία. Και κάθε πνευματική επίδοση, όταν χωρίζεται από τη δικαιοσύνη και την άλλη αρετή, φαίνεται πανουργία και όχι σοφία. Γι’ αυτό να προσπαθείτε και στα πρώτα και στα τελευταία και σε όλη σας τη ζωή να στρέφετε όλη την προθυμία με όλους τους τρόπους σε αυτό: πώς να ξεπεράσετε και εμάς και τους προγόνους στην δόξα. Αλλιώς, να ξέρετε ότι, αν εμείς σας ξεπερνάμε στην αρετή, αυτή η υπεροχή μας μας δίνει ντροπή, ενώ αν είμαστε κατώτεροί σας, αυτό μας κάνει ευτυχισμένους. Θα γίνουμε εμείς οι νικημένοι και σεις οι νικητές αν εσείς βάλετε σαν σκοπό της ζωής σας, να μην καταχρασθείτε τη δόξα των προγόνων σας και να μην την ξοδέψετε, συναισθανόμενοι ότι για έναν άνδρα ο οποίος δίνει κάποια αξία στον εαυτό του, δεν υπάρχει άλλο αισχρότερο πράγμα παρά να εμφανίζεται τιμώμενος, όχι για τα προσωπικά του έργα αλλά για δόξα προγόνων.




Βέβαια είναι για τους μεταγενέστερους καλός και μεγαλοπρεπής θησαυρός και υπάρχουν προγονικές τιμές. Αλλά είναι άνανδρο και αισχρό να χρησιμοποιεί κανείς έναν θησαυρό, είτε χρημάτων είτε τιμών, επειδή ο ίδιος δεν έχει δικά του αποκτήματα και ένδοξα έργα, και να μην τον παραδίνει στους απογόνους του. Και αν μεν επιδιώξετε αυτά στη ζωή σας, θα έλθετε κοντά μας αγαπημένοι προς αγαπημένους, όταν σας φέρει η κοινή μας μοίρα. Αν όμως αμελήσετε και φανείτε δειλοί, κανείς δεν θα σας υποδεχθεί με προθυμία. Για τα παιδιά ας τελειώσει με αυτά ο λόγος μου.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

12
Όσοι δε έχουμε πατέρες και μητέρες, οφείλουμε πάντα να τους παρηγορούμε, ώστε να υπομένουν όσο το δυνατόν πιο γαλήνια την συμφορά, αν τυχόν συμβεί να έλθει το κακό, και να μην παρασυρόμαστε σε θρήνους μαζί τους. Γιατί δεν θα έχουν ανάγκη από άλλον για να νοιώσουν την λύπη τους. Θα είναι αρκετή η δυστυχία που τους ήρθε, για να το κάνει από μόνη της αυτό. Απεναντίας σαν γιατροί και παρήγοροι του πόνου τους να τους θυμίζουμε ότι οι θεοί έχουν εισακούσει τις μεγαλύτερες προσευχές τους. Δεν εύχονταν βέβαια να αποκτήσουν αθάνατα παιδιά, αλλά ενάρετα και δοξασμένα. Και τα πέτυχαν αυτά, τα οποία είναι και τα μεγαλύτερα αγαθά. Εξ άλλου δεν είναι εύκολο σε θνητό άνθρωπο να του πηγαίνουν όλα στη ζωή κατά τη δική του απόφαση. Και αν μεν υπομένουν με θάρρος τις συμφορές, θα φανούν ότι πράγματι είναι πατέρες ανδρείων παιδιών και αυτοί επίσης ανδρείοι. Αν όμως αφήσουν να τους νικήσει η λύπη, θα προκαλέσουν υποψία, ή ότι δεν είναι γονείς μας ή ότι ψεύδονται όσοι μας επαινούν. Αλλά ούτε το ένα ούτε το άλλο πρέπει να τίθεται σε αμφισβήτηση, αλλά εκείνοι πιο πολύ να γίνονται οι δικοί μας επαινέτες με τη διαγωγή τους, αποδεικνύοντας με ολοφάνερο τρόπο ότι πράγματι είναι πατέρες άνδρες ανδρών.
Πράγματι το απόφθεγμα “Μηδέν άγαν” που λέγεται τόσους αιώνες θεωρείται σωστή φράση. Και αλήθεια εκφράζει μια λαμπρή σκέψη. Γιατί ο άνθρωπος, ο οποίος έχει εξαρτήσει από τον εαυτό του όλους τους συντελεστές, που οδηγούν στην ευτυχία ή κοντά στην ευτυχία, και δεν αφήνει να ταλαντεύονται σε άλλους ανθρώπους, των οποίων η ατυχία ή η δυστυχία αναγκαστικά επηρεάζει και τη δική του διάθεση, αυτός είναι ο σώφρων και αυτός ο ανδρείος και ο φρόνιμος. Αυτός, και όταν αποκτά χρήματα και παιδιά, και όταν τα χάνει, θα πείθετε εντελώς σε αυτό το παράγγελμα.



Τέτοιοι άνθρωποι του μέτρου να είναι και οι δικοί μας γονείς. Το απαιτούμε αυτό και το θέλουμε και το τονίζουμε. Τέτοιοι αναδεικνυόμαστε κι εμείς τώρα. Δεν αγανακτούμε ούτε κυριευόμαστε από φόβο εξ αιτίας του γεγονότος ότι όταν χρειαστεί πρέπει να θυσιάσουμε τη ζωή μας. Παρακαλούμε λοιπόν τους πατέρες και τις μητέρες μας να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους εφαρμόζοντας την ίδια ακριβώς αρχή και να ξέρουν ότι δεν θα μας ευχαριστήσουν καθόλου με τους θρήνους και με τους οδυρμούς τους. Τουναντίον, αν έχουν οι νεκροί κάπως την αίσθηση των ζωντανών, θα μας δυσαρεστήσουν πολύ, αν βασανίζουν τον εαυτό τους και αν κάμπτονται από τις συμφορές. Ενώ, αν πενθούν με υπομονή και με μέτρο, θα μας δίνουν τη μεγαλύτερη ευχαρίστηση. Γιατί η δική μας ζωή, ναι μεν θα τελειώσει, αλλά θα τελειώσει με το τέλος που είναι το ωραιότερο για ανθρώπινη ζωή, ώστε μάλλον να τιμάτε παρά να θρηνείτε τον θάνατο αυτής. Εάν δε οι γονείς μας αφιερώσουν την φροντίδα τους στο να προστατεύουν και να τρέφουν τις γυναίκες και τα παιδιά μας, θα ξεχνούν και θα ζουν καλύτερα και λογικότερα και αγαπητότερα σε μας. Αρκούν αυτά σαν μηνύματα εκ μέρους μας προς τους δικούς μας. Προς δε τους συμπολίτες μας θα είχαμε να απευθύνουμε την παράκληση να μας φροντίζουν τους πατέρες και τους γιούς μας, αυτούς μεν εκπαιδεύοντας στην κοσμιότητα, εκείνους δε τρέφοντας αξιοπρεπώς στα γηρατειά τους. Αλλά τώρα ξέρουμε ότι, και αν δεν τους παρακαλέσουμε, αυτοί θα πάρουν την φροντίδα που τους αξίζει.




Λοιπόν, παιδιά και γονείς των πεσόντων, αυτά μας ανέθεσαν εκείνοι να πούμε και εγώ όσο μπορώ πιο πρόθυμα σας τα διαβιβάζω. Και σας παρακαλώ εκ μέρους τους, εσείς οι γιοί να μιμηθείτε τους πατέρες σας. Εσείς οι γονείς να μην αποθαρρύνεσθε, γιατί εμείς και σαν ιδιώτες και σαν κράτος θα φροντίσουμε για τα γηρατειά σας και θα παρέχουμε την προστασία μας στον καθένα, οποιονδήποτε συγγενή εκείνων, όπου κάθε ένας μας τον συναντά. Ως προς την πόλη ξέρετε και σεις οι ίδιοι με ποιον τρόπο φροντίζει για τους συγγενείς αυτών που σκοτώθηκαν σε πόλεμο, ότι δηλαδή με ειδικούς νόμους προστατεύει τα παιδιά και τους γονείς τους και έχει αναθέσει σε έναν από τους πιο σπουδαίους άρχοντες να προσέχει περισσότερο, απ’ ό,τι κάνει για τους άλλους πολίτες, μήπως αδικηθούν οι πατέρες και οι μητέρες αυτών. Συνεισφέρει δε και αυτή στη συντήρηση των παιδιών τους, πρόθυμη να τα κάνει να ξεχάσουν όσο το δυνατό περισσότερο την ορφάνια τους. Η πόλη παίρνει απέναντί τους θέση πατέρα, εφ’ όσον είναι ακόμη παιδιά, και, όταν φθάσουν στο όριο της ανδρικής ηλικίας, τα αποδίδει στην οικογένειά τους, αφού τα εφοδιάσει με πλήρη οπλισμό. Με αυτό προσπαθεί να τους δείξει και να τους υπενθυμίσει τα έργα του πατέρα τους, δίνοντας σε αυτά τις αξίες της πατρικής αρετής, ενώ εξάλλου γίνεται καλός οιωνός να εγκαινιάζει ο νέος στολισμένος με όπλα την είσοδό του στην πατρική εστία, την οποία αναλαμβάνει με σθένος να κυβερνήσει. Τους ίδιους τους πεσόντες δεν σταματά να τιμά ποτέ. Κάθε χρόνο τελεί γι’ αυτούς, όλους μαζί, όσα καθιερωμένα γίνονται για τον καθένα εκ μέρους της οικογένειάς του, και εκτός από αυτά, οργανώνει αγώνες γυμναστικούς και ιππικούς και μουσικής κάθε είδους. Και εν γένει απέναντι μεν στους αποθανώντες έχει λάβει θέση υιού και κληρονόμου, απέναντι δε στους γιους θέση πατέρα, απέναντι στους γονείς και τους άλλους συγγενείς θέση κηδεμόνα, προστατεύοντας πάντα αυτούς με κάθε τρόπο. Με αυτές τις σκέψεις πρέπει να υπομένετε καρτερικότατα την συμφορά. Γιατί έτσι θα είσθε αγαπητότεροι και στους πεθαμένους και στους ζωντανούς και σεις οι ίδιοι ευκολότερα θα μπορέσετε και την πόλη να υπηρετείτε και την προστασία της να δέχεσθε. Και τώρα πια, αφού σύμφωνα με το έθιμο θρηνήσετε τους νεκρούς εσείς και όλοι οι άλλοι, να διαλυθείτε.
- Ορίστε, Μενέξενε, αυτός είναι ο λόγος της Ασπασίας της Μιλήσιας.


ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ
Μα τον Δία, Σωκράτη, πράγματι καλότυχη παρουσιάζεις την Ασπασία, αν αυτή, μια γυναίκα, κατορθώνει να συνθέτει τέτοιους λόγους.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Αν δεν πιστεύεις, έλα μαζί μου και θα ακούσεις την ίδια να μιλάει.

ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ
Έχω συναντήσει εγώ πολλές φορές την Ασπασία και ξέρω ποια είναι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Λοιπόν; Δεν την θαυμάζεις και δεν της είσαι ευγνώμων τώρα γι’ αυτόν τον λόγο που άκουσες;

ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ
Βεβαίως, Σωκράτη, γι’ αυτόν τον λόγο είμαι καταϋποχρεωμένος σε εκείνη ή σε εκείνον, όποιος και αν είναι αυτός που σου τον είπε. Αλλά προπάντων οφείλω πολύ ευγνωμοσύνη σε αυτόν που μου τον απήγγειλε.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Ωραία! Πρόσεχε μόνο μη με προδώσεις, ώστε και πάλι να σου λέω πολλούς και ωραίους της λόγους πολιτικούς.

ΜΕΝΕΞΕΝΟΣ
Μη σε νοιάζει, δεν θα σε προδώσω. Μόνο να μου τους λες.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Φυσικά θα στους λέ
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

13
ΠΛΑΤΩΝΑΣ - ΦΑΙΔΡΟΣ




ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Έχω να πω όσα άκουσα από τους παλιούς, και αν αυτά είναι αληθινά, οι ίδιοι το ξέρουν. Αλλά, αν βρίσκαμε την αλήθεια μόνοι μας, θα μας ενδιέφεραν, από εκεί και πέρα, οι γνώμες των ανθρώπων;

ΦΑΙΔΡΟΣ: Αστείο πράγμα αυτό που ρώτησες. Όμως πες μου αυτά που ισχυρίζεσαι ότι έχεις ακούσει.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Λοιπόν άκουσα πως κάπου στη Ναύκρατη της Αιγύπτου υπάρχει ένας από τους αρχαίους τοπικούς θεούς. Το όνομά του είναι Θεύθ. Αυτός είναι που βρήκε πρώτος τους αριθμούς και τον μαθηματικό συλλογισμό και τη γεωμετρία και την αστρονομία, και ακόμα τα παιχνίδια με τους πεσσούς και τους κύβους, και τέλος τους χαρακτήρες των γραμμάτων. Και εκείνη την εποχή βασιλιάς όλης της Αιγύπτου ήταν ο Θαμούς, που έμενε στη μεγάλη πόλη της επάνω περιοχής, την οποία οι Έλληνες την ονομάζουν Αιγυπτιακές Θήβες. Και τον θεό της τον ονομάζουν Άμμωνα. Ήρθε σ' αυτόν ο Θεύθ και του έδειξε τις τέχνες του, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να διαδοθούν και στους άλλους Αιγυπτίους. Και ο Θαμούς ρώτησε ποια είναι η χρησιμότητα της καθεμιάς.

Καθώς ο Θεύθ τις εξηγούσε μία προς μία, ο βασιλιάς επαινούσε ό,τι έκρινε πως λεγόταν καλά και κατηγορούσε ό,τι έκρινε πως δεν ήταν καλό. Λέγεται πως ο Θαμούς είπε στον Θεύθ πολλά και υπέρ και κατά κάθε τέχνης, που αν τα εξετάσουμε αναλυτικά, θα μακρηγορούσαμε. Πάντως όταν έφθασαν στα γράμματα, ο Θεύθ είπε: "Βασιλιά μου, η γνώση αυτών των πραγμάτων θα κάνει τους Αιγυπτίους πιο σοφούς και δυνατότερους στη μνήμη, γιατί βρέθηκε το φάρμακο της σοφίας και της μνήμης".

Όμως ο Άμμωνας απάντησε: "Θεύθ, που κατέχεις τόσες τέχνες, να ξέρεις πως άλλος έχει την ικανότητα να δημιουργεί τις τέχνες, και άλλος εκείνη την ικανότητα που θα του επιτρέπει να κρίνει πόσο πρόκειται να ωφελήσουν και πόσο να βλάψουν όποιους πρόκειται να τις χρησιμοποιήσουν. Και τώρα εσύ, σαν πατέρας της τέχνης των γραμμάτων, από ευμενή διάθεση προς το έργο σου, απέδωσες τα αντίθετα από αυτά που μπορεί πραγματικά τούτη η τέχνη να κάνει. Γιατί τα γράμματα θα προκαλέσουν λήθη στις ψυχές όσων θα τα μάθουν, εφόσον οι ίδιοι δε θα φροντίζουν για την άσκηση της μνήμης τους, μια και, αποκτώντας εμπιστοσύνη στη γραφή, θα φέρνουν τα πράγματα στo μυαλό τους όχι από μόνοι τους, από μέσα τους, αλλά από έξω, διαμέσου ξένων σημείων.
Δε βρήκες, λοιπόν, το φάρμακο της μνήμης, αλλά της υπενθύμισης. Και έτσι παρέχεις στους μαθητές σου μια φαινομενική σοφία, όχι όμως και την αλήθεια. Γιατί, με την τέχνη που προσφέρεις, θα ακούσουν πολλά χωρίς να τα διδαχθούν, και, επομένως, θα πιστέψουν ότι ξέρουν πολλά, ενώ στην πραγματικότητα, στις περισσότερες περιπτώσεις θα στερούνται της γνώσης και θα είναι δύσκολο να τους συναναστρέφεται κανείς, αφού, αντί σοφοί, θα έχουν γίνει δοκησίσοφοι".

ΦΑΙΔΡΟΣ: Σωκράτη, εσύ εύκολα δημιουργείς ιστορίες σχετικά με την Αίγυπτο και με όποια άλλη χώρα θέλεις.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Φίλε μου, εκείνοι που βρίσκονταν μέσα στο ιερό του Δία στη Δωδώνη, είπαν πως οι πρώτοι μαντικοί λόγοι εμφανίστηκαν μέσα από μια βαλανιδιά, που ήταν εκεί. Έτσι, στους ανθρώπους εκείνης της εποχής, που, όπως κι εσείς οι νέοι, δεν ήταν σοφοί, αρκούσε να ακούν, ωθούμενοι και από την απλοϊκότητά τους, μια βαλανιδιά ή ένα βράχο, με την προϋπόθεση βέβαια, ότι έλεγαν την αλήθεια. Όμως εσένα ίσως σε ενδιαφέρει ποιος είναι αυτός που τη λέει και από ποιο μέρος είναι, γιατί δεν εξετάζεις μόνο το αν λέει την αλήθεια ή όχι.

ΦΑΙΔΡΟΣ: Καλά έκανες και με μάλωσες. Και η δική μου γνώμη σχετικά με τα γράμματα είναι ίδια με εκείνη του Θηβαίου.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Όποιος λοιπόν πιστεύει ότι μέσα στους χαρακτήρες των γραμμάτων άφησε κάποια τέχνη για τους μετά από αυτόν, και, επίσης, όποιος δέχεται ότι από τα γράμματα θα προκύψει κάτι σαφές και βέβαιο, πρέπει να διακατέχεται από μεγάλη απλοϊκότητα και, στην πραγματικότητα, να αγνοεί το χρησμό του Άμμωνα, αφού νομίζει ότι οι γραμμένοι λόγοι κάνουν κάτι παραπάνω από το να υπενθυμίζουν, σ' εκείνον που τα ξέρει, τα θέματα στα οποία αναφέρονται τα γραπτά.

ΦΑΙΔΡΟΣ: Πάρα πολύ σωστά.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Λοιπόν, Φαίδρε, η γραφή έχει αυτό το φοβερό χαρακτηριστικό, και εκεί, στ' αλήθεια, μοιάζει με τη ζωγραφική. Και τούτης εδώ τα δημιουργήματα στέκονται μπροστά μας σα να είναι ζωντανά, όμως αν τα ρωτήσεις κάτι, σιωπούν με σοβαρότητα. Το ίδιο κάνουν και οι γραπτοί λόγοι. Τείνεις δηλαδή να πιστέψεις ότι αυτοί σκέφτονται κάτι και μιλούν, αν όμως τους ρωτήσεις για κάτι απ' όσα λένε, το οποίο θέλεις να μάθεις, πάντοτε σου εκφράζουν ένα και το ίδιο πράγμα. Και κάθε λόγος, από τη στιγμή που γραφτεί, κυλάει παντού με τον ίδιο τρόπο, και σ' εκείνους που τον γνωρίζουν καλά, και σ' εκείνους που δεν έχουν καθόλου σχέση με το περιεχόμενό του, και δεν ξέρει από μόνος του σε ποιους πρέπει να απευθύνεται και σε ποιους όχι. Και όταν τον κακομεταχειρίζονται και άδικα μιλούν άσχημα γι' αυτόν, έχει πάντα ανάγκη από τον πατέρα του, για να τον βοηθήσει, αφού ο ίδιος δεν μπορεί ούτε να αμυνθεί, ούτε να βοηθήσει τον εαυτό του.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

14
ΦΑΙΔΡΟΣ: Και πάλι μίλησες πολύ σωστά.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Λοιπόν, τι; Βλέπουμε άλλο λόγο, που να είναι γνήσιος αδελφός τούτου εδώ, του γραπτού, και με ποιον τρόπο δημιουργείται, και πόσο είναι, από τη φύση του, καλύτερος και δυνατότερος από αυτόν εδώ;

ΦΑΙΔΡΟΣ: Ποιος είναι αυτός, και πως πιστεύεις ότι δημιουργείται;

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Αυτός που γράφεται με γνώση μέσα στην ψυχή εκείνου που μαθαίνει, ο λόγος που μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του και που ξέρει σε ποιους πρέπει να μιλάει και σε ποιους να σωπαίνει.

ΦΑΙΔΡΟΣ: Εννοείς τον έμψυχο και ζωντανό λόγο εκείνου που έχει την κατάλληλη γνώση, το λόγο, δηλαδή, του οποίου ομοίωμα δίκαια θα αποκαλούσαμε το γραπτό λόγο.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Έτσι ακριβώς. Πες μου τώρα τούτο. Ο νοήμων γεωργός, για όποιους σπόρους του φροντίζει και θέλει να του δώσουν καρπούς, τι από τα δύο κάνει, τους σπέρνει, έχοντας την επιθυμία να χαίρεται το καλοκαίρι στους κήπους του Άδωνη βλέποντας πως έγιναν όμορφα φυτά, ή μήπως, όταν τα κάνει αυτά, τα κάνει για παιχνίδι και για να γιορτάσει; Μήπως, για τους σπόρους που τον ενδιαφέρουν σοβαρά, κάνει χρήση της γεωργικής τέχνης και, σπέρνοντάς τους στο κατάλληλο έδαφος, είναι ευχαριστημένος αν τον όγδοο μήνα ωριμάσουν πλήρως όσοι έσπειρε;

ΦΑΙΔΡΟΣ: Έτσι είναι Σωκράτη. Αυτά κάνει στις περιπτώσεις που ενεργεί σοβαρά, ενώ κάνει άλλα στις περιπτώσεις που ενεργεί αλλιώς, δηλαδή όπως ανέφερες.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Και θα πούμε πως, όποιος κατέχει τη γνώση των δικαίων και των όμορφων και των καλών πραγμάτων έχει λιγότερη κρίση από το γεωργό, σε ό,τι αφορά τους δικούς του σπόρους;

ΦΑΙΔΡΟΣ: Καθόλου δεν θα το πούμε αυτό.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Επομένως, όταν ενεργεί σοβαρά, δεν θα τους γράψει στο νερό με μελάνι, σπέρνοντάς τους με την πέννα του, και με λόγους που δεν μπορούν ούτε να εκφραστούν προκειμένου να βοηθήσουν τον εαυτό τους, ούτε να διδάξουν ικανοποιητικά την αλήθεια.

ΦΑΙΔΡΟΣ: Φαίνεται πως όχι.

ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Φυσικά όχι. Όπως δείχνουν τα πράγματα, τους κήπους με τους χαρακτήρες των γραμμάτων, θα τους σπείρει και θα τους γράψει για παιχνίδι. Κι όταν συγγράφει, θα το κάνει σαν να μαζεύει θησαυρούς για την βοήθεια της μνήμης του, για να τους έχει ενεργούς αν φθάσει στο σημείο να γεράσει και να ξεχνάει, και αυτός και ο καθένας που θα ακολουθήσει την ίδια πορεία. Και θα ευχαριστηθεί όταν θα τους βλέπει να φυτρώνουν απαλοί.


Νομίζω ότι η σοβαρή ενασχόληση με αυτά γίνεται πολύ ομορφότερη όταν κανείς, κάνοντας χρήση της διαλεκτικής τέχνης, παραλάβει μια πρόσφορη ψυχή και φυτέψει και σπείρει μέσα της λόγους που να συνοδεύονται από την ανάλογη γνώση, που να μπορούν να βοηθούν και τον εαυτό τους κι εκείνoν που τους φύτεψε, και να μην είναι άκαρποι, αλλά να έχουν σπόρο, και από εκεί πάλι να φυτρώνουν άλλοι λόγοι σε άλλες ψυχές, οι οποίοι να μπορούν να διατηρούν για πάντα αθάνατη τη σπορά, και να κάνουν ευτυχισμένο αυτόν που τους έχει, στο μεγαλύτερο βαθμό που αυτό είναι δυνατό στον άνθρωπο.









ΠΛΑΤΩΝΑΣ - ΦΑΙΔΡΟΣ
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

15
ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ(Ή ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ ΗΘΙΚΟΣ’)




1. ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Αισθάνομαι, ότι δεν είμαι απροετοίμαστος σε όσα μ' ερωτάτε. Πράγματι έτυχε προ ημερών ν' ανεβαίνω προς την πόλη από το σπίτι μου από το Φάληρο. Ένας γνωστός μου τότε με αντιλήφθηκε και μου φώναξε από μακριά αστειευόμενος συγχρόνως με τον τρόπο της προσφώνησης :
"Ε, συ" φώναξε "δημότη του Φαλήρου Απολλόδωρε, δεν με περιμένεις;"
Εγώ σταμάτησα και τον περίμενα. Εκείνος τότε μου είπε:
"Αλήθεια, Απολλόδωρε. Ζητούσα τελευταία να σε βρω. Ήθελα να μάθω λεπτομέρειες για τη συγκέντρωση του Αγάθωνα και του Σωκράτη και του Αλκιβιάδη και των άλλων, που έλαβαν μέρος στο δείπνο τότε, για τις ομιλίες περί έρωτος, τι έλεγαν. Κάποιος άλλος μου έκαμε λόγο γι' αυτά, ο οποίος τα είχε ακούσει από τον Φοίνικα του Φιλίππου, μου πρόσθεσε δε ότι εσύ τα γνώριζες. Αλλά δεν είχε να μου πεί τίποτε συγκεκριμένο. Διηγήσου μου λοιπόν εσύ περί αυτών. Είσαι άλλωστε εσύ ο αρμοδιώτερος να ανακοινώνεις τις ομιλίες του φίλου σου. Πρώτ' απ' όλα όμως" προσέθεσε "πες μου: παρευρέθηκες προσωπικά σε αυτή την συγκέντρωση ή όχι;"
Εγώ τότε απάντησα:
"Ειν' ολοφάνερο, πως τίποτε το θετικό δεν σ' επληροφόρησε ο πληροφορητής σου, αφού πιστεύεις πως η συγκέντρωση αυτή, που μ' ερωτάς, έλαβε χώρα τώρα τελευταίως, ώστε να είμαι παρών και εγώ".
"Και βέβαια".
"Από πού και ως που" είπα "Γλαύκωνα; Δεν ξέρεις πως είναι χρόνια πολλά που ο Αγάθωνας απουσιάζει απ' εδώ, και ότι από τον καιρό που εγώ συναναστρέφομαι τον Σωκράτη και έχω βάλει σαν καθημερινό μου έργο να γνωρίζω ό,τι λέγει και ό,τι κάνει, δεν είναι καν ούτε τρία χρόνια; Σαν τότε γύριζα άσκοπα όπου τύχει και πίστευα πως κάτι κάνω, ενώ ήμουν δυστυχισμένος όσο κανένας όχι λιγότερο παρ' όσο είσαι τώρα εσύ, που νομίζεις ότι κάθε άλλη ασχολία είναι προτιμότερη παρά να φιλοσοφείς".
Και εκείνος
"Μη με υβρίζεις" είπε "μόνο πές μου: πότε έγινε η συγκέντρωση αυτή;"
Εγώ τότε του είπα:
"Παιδιά είμαστε τότε εμείς ακόμη. Τότε που ο Αγάθων πέτυχε το βραβείο με την πρώτη τραγωδία του, την επομένη της ημέρας που είχε προσφέρει την επινίκια θυσία αυτός και τα μέλη του χορού του".
"Ώστε είναι, καθώς βλέπω, πολύς καιρός από τότε" είπε. "Και ποιος σου την διηγήθηκε; Ο Σωκράτης μήπως ατομικά;"
"Α όχι προς Θεού εκείνος" απάντησα "αλλ' αυτός που την είπε του Φοίνικος. Ήταν ένας κάποιος Αριστόδημος από το Κυδαθήναιον, μικροκαμωμένος, διαρκώς ανυπόδητος. Είχε παρευρεθεί στην συγκέντρωση σαν θαυμαστής του Σωκράτη από τους ενθουσιωδεστέρους, καθώς φαίνεται, της εποχής εκείνης. Εγώ όμως και από τον Σωκράτη επίσης ζήτησα ήδη μερικές πληροφορίες για όσα άκουσα απ' εκείνον, και μου το βεβαίωσεν, όπως εκείνος μου τα είχε διηγηθεί".
"Τότε πως δεν μου τα διηγείσαι;" είπε. "Ο δρόμος εξ άλλου προς την πόλη είναι από πάσης απόψεως κατάλληλος, ώστε περπατώντας κανείς και να λέγει και ν' ακούει".
Έτσι λοιπόν πεζοπορούντες συνομιλούσαμε συγχρόνως περί του θέματος, ώστε, όπως σας έλεγα και στην αρχή, απροετοίμαστος δεν είμαι. Αν λοιπόν είναι ανάγκη να τα διηγηθώ και σε σας, οφείλω να το κάμω. Άλλωστ' εγώ και γενικά, από τις φιλοσοφικές συζητήσεις, είτ' εγώ τις διεξάγω είτ' από άλλους τις ακούω, ανεξαρτήτως της ωφέλειας που πιστεύω πως έχω, ασύγκριτη είναι η ευχαρίστηση που δοκιμάζω Ενώ από άλλες ομιλίες, ιδιαίτερα μάλιστα απ' αυτές που έχετε μεταξύ σας εσείς οι πλούσιοι και οι άνθρωποι των υποθέσεων, και ο ίδιος στενοχωρούμαι, και σας τους φίλους μου σας ελεεινολογώ, που νομίζετε πως κάτι κάνετε, ενώ δεν κάνετε παρά ένα μηδέν. Ενδεχόμενο τώρα και σεις πάλι να με θεωρείτε αξιολύπητο, και νομίζω πως είναι αληθινό αυτό που νομίζετε. Εγώ όμως για σας δεν το νομίζω απλά. Είμαι βέβαιος.
ΕΤΑΙΡΟΣ. Ο ίδιος είσαι πάντα, καημένε Απολλόδωρε. Πάντα κακολογείς και τον εαυτό σου και τους άλλους και μου παρέχεις την εντύπωση, πως θεωρείς αξιολύπητο κυριολεκτικά όλον τον κόσμο εκτός από τον Σωκράτη - τον εαυτό σου πρώτα πρώτα. Από πού τάχα να σου κόλλησε αυτή η επονομασία, που σε φωνάζουν μανικόν, δεν το ξέρω. Πάντως στα λόγια σου είσαι πάντοτε έτσι αγριεύεις και με τον εαυτόν σου και με τους άλλους, με εξαίρεση τον Σωκράτη.
ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Ε, βέβαια, αγαπητέ μου. Είναι ολοφάνερο δα: μ' αυτές τις αντιλήψεις που έχω για τον εαυτό μου και για σας, είμ' ένας τρελλός και ένας ανισόροπος.
ΕΤΑΙΡΟΣ. Δεν αξίζει., Απολλόδωρε, να φιλονικούμε τώρα γι' αυτό. Μόνο, όπως σε παρακαλέσαμε, αυτό να κάμεις μόνο: διηγήσου, τι ήταν οι ομιλίες.
ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. Λοιπόν το περιεχόμενό τους ήταν περίπου το εξής - ή καλύτερα θα δοκιμάσω από την αρχή, όπως εκείνος μου τα διηγήθηκε, να σας τα διηγηθώ και εγώ.
2. Έλεγε λοιπόν, ότι συνάντησε τον Σωκράτη λουσμένο και με σανδάλια στα πόδια (κάτι που σπανίως εκείνος έκανε), και τον ρώτησε που πηγαίνει και έγινε τόσο κομψός.
"Στου Αγάθωνος", απάντησε εκείνος "σε δείπνο. Χθες στα επινίκια του ξέφυγα. Τρόμαξα την πολυκοσμία. Υποσχέθηκα όμως να παρευρεθώ σήμερα. Αυτός είναι ο λόγος που εξωραϊσθηκα, ώστε ωραίος στου ωραίου να εμφανισθώ. Αλλά συ" είπε "τι θα έλεγες; Θα δεχόσουν απρόσκλητος να έλθεις στο δείπνο;"
Εγώ τότε, είπε, του απάντησα: "Όπως ορίζεις".
"Έλα λοιπόν μαζί" είπε. "Έτσι θα χαλάσουμε και την παροιμία θα την τροποποιήσουμε, ότι και στων γενναίων τα τραπέζια ακάλεστοι πηγαίνουν οι γενναίοι. Ο Όμηρος άλλωστε καταντά όχι μόνο να έχει χαλάσει, αλλά και να έχει κατεξευτελίσει την παροιμία αυτή. Ενώ περιγράφει τον Αγαμέμνονα σαν έναν άνθρωπο εξαιρετικά ικανό στον πόλεμο και τον Μενέλαο σαν έναν απόλεμο λογχοφόρο, εντούτοις στην θυσία που προσφέρει και το τραπέζι που παραθέτει ο Αγαμέμνων παριστάνει τον Μενέλαο να έρχεται απρόσκλητος στο συμπόσιο, κατώτερος αυτός στου ανωτέρου του". Σ' αυτό απάντησε εκείνος: "Πιθανόν όμως και εγώ να διατρέχω τον κίνδυνο, όχι όπως λες εσύ, Σωκράτη, αλλ' όπως ο Όμηρος: ανάξιος εγώ να προσέλθω απρόσκλητος στο συμπόσιο ενός διανοουμένου. Κοίταξε λοιπόν, πως θα δικαιολογηθείς που με πήρες μαζί σου. Πάντως εγώ θ' αναφέρω, ότι έρχομαι όχι ακάλεστος αλλά καλεσμένος από σένα". "Μαζί και οι δύο πηγαίνοντας", απάντησε "θα βρούμε στο δρόμο τι θ' απαντήσουμε. Ας πηγαίνουμε".
Αυτά τα λόγια πάνω κάτω αντάλλαξαν, είπε, και ύστερα προχώρησαν. Στο δρόμο ο Σωκράτης σαν να είχε συγκεντρωθεί στις σκέψεις του, και έτσι έμενε πίσω εκεί που βάδιζε. Αυτός τον περίμενε, αλλ' εκείνος του συνιστούσε να προχωρεί προς τα εμπρός. Όταν έφθασε στο σπίτι του Αγάθωνα βρήκε την πόρτα ανοικτή και τότε του συνέβη, λέγει, κάτι κωμικό. Από μέσα ένας δούλος έσπευσε αμέσως να τον υποδεχθεί και τον οδήγησε στο μέρος, όπου είχαν καταλάβει τις θέσεις τους οι άλλοι. Τους βρήκε έτοιμους πλέον ν' αρχίσουν να δειπνούν. Αμέσως τότε, μόλις τον είδε ο Αγάθων, του φώναξε:
"Α Αριστόδημε, πάνω στην ώρα έρχεσαι να δειπνήσεις μαζί μας. Αν πάλι ήλθες γι' άλλη υπόθεση, ανάβαλέ την γι' άλλη φορά. Να, και χθες σ' ζητούσα να σε καλέσω και δεν κατόρθωσα να σε ανακαλύψω. Και ο Σωκράτης; Πως δεν μας τον έφερες μαζί σου;"
Εγώ τότε, είπε, γυρίζω πίσω και δεν βλέπω πουθενά τον Σωκράτη να έρχεται μαζί. Εξήγησα λοιπόν, ότι και εγώ με τον Σωκράτη έρχομ' εδώ, καλεσμένος απ' εκείνον στο δείπνο.
"Πολύ καλά έκαμες" είπε. "Μα εκείνος που είναι;"
"Τώρα δα ετοιμάζόταν να μπει από πίσω μου εκπλήσσομαι μάλιστα και εγώ που να είναι".
"Δεν κοιτάζεις λοιπόν, παιδί" είπε ο Αγάθων "να μας οδηγήσεις μέσα τον Σωκράτη; Και συ, Αριστόδημε" προσέθεσε "τοποθετήσου κοντά στον Ερεξίμαχο".
3. Την ώρα λοιπόν που ο δούλος του έπλενε τα πόδια να πλαγιάσει, ένας άλλος δούλος ήλθε και έφερε την είδηση, ότι ο Σωκράτης σας αυτός απεσύρθη στο πρόθυρο του γειτονικού σπιτιού και μένει εκεί ακίνητος. Αυτός τον προσκαλεί, εκείνος όμως δεν δέχεται να μπει.
"Περίεργο" είπε "αυτό που μας λες: Πήγαινε γρήγορα να τον καλέσεις και μην τον αφήσεις".
Εκείνος τότε παρενέβη:
"Όχι, αφήστε τον. Το έχει συνήθεια αυτό. Απομακρύνεται κάπου, όπου τύχει, και μένει όρθιος. Θα έλθει όμως, γρήγορα, φαντάζομαι. Μην τον ενοχλείτε λοιπόν. Αφήσετέ τον".
"Καλά, αυτό θα κάνουμε, αφού το νομίζεις" είπε ο Αγάθων. "Σ' εμάς λοιπόν τους άλλους, παιδιά, βάλετε να δειπνήσουμε. Πάντως παραθέσετε ό,τι θέλετε, όπως όταν δεν έχετε κανένα να σας επιβλέπει - πράγμα που εγώ ποτέ μου δεν έκαμα. Και τώρα λοιπόν φαντασθείτε πως είμαι και εγώ καλεσμένος σας, όπως και οι άλλοι εδώ, και περιποιηθείτε μας, ώστε να σας εκφράσουμε τις ευχαριστίες μας".
Κατόπιν εκείνοι, είπε, έτρωγαν, ενώ ο Σωκράτης δεν εμφανιζόταν. Επανειλημμένως ο Αγάθωνας έδινε διαταγές να στείλουν να τον καλέσουν, αλλ' αυτός, δεν τον άφηνε. Επί τέλους ήλθε, όπως συνήθιζε, ύστερ' από καθυστέρηση όχι μεγάλη. Ήταν στα μέσα περίπου του δείπνου τους. Ο Αγάθωνας τότε, όπως έτυχε να είναι πλαγιασμένος τελευταίος και μόνο, του φώναξε:
"Εδώ, Σωκράτη, κοντά μου πλάγιασε. Έτσι θ' απολαύσω, με την επαφή μαζί σου, και την σοφή έμπνευση που σου ήλθε στην είσοδο. Δεν υπάρχει άλλωστε αμφιβολία, πως την συνέλαβες και την κατέχεις. Ειδεμή, δεν θ' άφηνες την θέση σου πρωτύτερα".
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

16
Και ο Σωκράτης κάθισε και είπε:
"Καλά θα ήταν, Αγάθων, να ήταν η σοφία έτσι, ώστε να μεταγγίζεται μεταξύ μας από το περισσότερο γεμάτο στο περισσότερο αδειανό, όταν αγγίζει ο ένας τον άλλο, όπως το νερό στα ποτήρια, που μεταγγίζεται με την κλωστή από το γεμισμένο στο αδειανό. Πράγματι, άν έχει αυτή την ιδιότητα και η πνευματική ανωτερότητα, τότε αποτιμώ πολύ ακριβά το πλάγιασμα στο πλευρό σου. Έτσι πιστεύω, πως θα γεμίσω από σένα σοφία άφθονη και υπέροχη. Η δική μου άλλωστε σοφία πρέπει να είναι μικρής αξίας ή και αμφίβολη, σαν όνειρο να ήταν. Ενώ η δική σου και περιφανής είναι και μέλλον εξαίρετο έχει, αφού δα από τώρα που είσαι νέος, ακτινοβόλησε τόσο δυνατά και εφάντασε τελευταία ενώπιον μαρτύρων από το Πανελλήνιον 30.000 και πλέον".



"Είσ' ένας σκώπτης, Σωκράτη" είπε ο Αγάθωνας. "Αλλ' ας είναι. Αυτό θα το κανονίσουμε δικαστικά τώρα μετά από λίγο εγώ και συ, ό,τι αφορά την πνευματική υπεροχή, με δικαστή τον Διόνυσο. Τώρα κοίταξε πρώτα να δειπνήσεις".

4. Κατόπιν, είπε, αφού πλάγιασε ο Σωκράτης και δείπνησε, επίσης και οι άλλοι, έκανα σπονδές και έψαλαν ύμνο στον θεό και τ' άλλα τα έθιμα. Προχώρησαν ύστερα στην οινοποσία. Ο Παυσανίας τότε, είπε, άνοιξε την ομιλία ως εξής:

"Όλα καλά, κύριοι, αλλά με τι τρόπο θα πίνουμε ανετότερα; Όσον αφορά εμένα, σας δηλώνω, ότι αληθινά αισθάνομαι πολύ άσχημα από το χθεσινό ποτό και χρειάζομαι κάποια ανάπαυση. Υποθέτω δε και οι περισσότεροι από σας, αφού και σεις είχατε χθες παρευρεθεί. Σκεφθείτε λοιπόν με τι τρόπο θα μπορούσαμε να πίνουμε με την μεγαλύτερη δυνατή άνεση".
Ο Αριστοφάνης τότε απάντησε:
"Αυτό βέβαια καλά το λές, Παυσανία. Με κάθε τρόπο πρέπει να εξασφαλίσουμε κάποια άνεση στο ποτό. Γιατί και εγώ είμαι από τους βουτηγμένους της χθεσινής βραδυάς".
Όταν τους άκουσε ο Ερυξίμαχος του Ακουμενού, πρόσθεσε:
"Μάλιστα, έχετε δίκιο. Έναν ακόμη από σας θέλω ν' ακούσω: πως αισθάνεσαι με την αντοχή σου στο ποτό, Αγάθωνα;"

"Καθόλου" είπε "κι εγώ δεν αντέχω".
"Μα αυτό καταντά, βλέπω, εύρημα να είναι για μάς" είπε "εμένα δηλαδή και τον Αριστόδημο και τον Φαίδρο και τούτους εδώ, αν σεις που είσθε οι δυνατότεροι στο κρασί, έχετε από τώρα κουρασθεί. Εμείς δα είμαστε πάντοτε μικρής αντοχής. Όσον αφορά τον Σωκράτη, αυτόν δεν τον λογαριάζω. Βαστά και στα δύο, ώστε να μείνει ευχαριστημένος, είτε το ένα κάνουμε είτε το άλλο. Αφού λοιπόν κανείς από τους παρόντες, όπως αντιλαμβάνομαι, δεν αισθάνεται την διάθεση να πίνει πολύ κρασί, ίσως τότε, αν σας ανέπτυσσα τις ορθές απόψεις για τη μέθη τι πράγμα είναι, δεν θα ήμουν και τόσο δυσάρεστος. Σ' εμένα δηλαδή έχει γίνει νομίζω, πλήρως φανερό από την ιατρική επιστήμη τούτο, ότι η μέθη είναι πράγμα επιβλαβές στον άνθρωπο. Επομένως ούτε εγώ θα δεχόμουν από δική μου πρωτοβουλία να προχωρήσω πολύ στην οινοποσία, ούτε σε άλλον θα το συνιστούσα, ιδίως όταν έχει βαρύ ακόμη το κεφάλι του από την προηγούμενη ημέρα".


"Μα εγώ" είπε διακόπτοντας ο Φαίδρος από τον Μυρινούντα "συνήθως συμμορφώνομαι σε όσα λες, ιδίως στα περί της ιατρικής. Στην προκειμένη δε περίσταση, αν σκεφθούν λογικά, και οι άλλοι επίσης".
Στο άκουσμα τούτων όλοι συμφώνησαν να μη φθάσουν μέχρι μέθης στην αποψινή συγκέντρωση, αλλά να πίνουν έτσι προς ευχαρίστηση.

5. "Αφού λοιπόν" εξακολούθησε ο Ερυξίμαχος "η πρόταση αυτή έγινε δεκτή, να πίνει όσο θέλει ο καθένας, να μην υπάρχει δε κανείς εξαναγκασμός, κάνω τώρα την παρακάτω εισήγηση: την αυλητρίδα που μας ήλθε προ ολίγου, να την αφήσουμε να πάει στο καλό - ας παίζει για τον εαυτό της ή αν προτιμά, για τις γυναίκες του σπιτιού - εμείς δε ν' απασχολήσουμε την σημερινή μας συγκέντρωση με ομιλίες. Και με ποιας φύσεως ομιλίες, προσφέρομαι, αν το επιθυμείτε, να σας προτείνω".
Όλοι τότε είπαν, ότι και το επιθυμούν και τον παρακαλούν να προτείνει.


Και ο Ερυξίμαχος είπε:
"Το προοίμιο του λόγου μου είναι από την Μελανίππη του Ευριπίδη. Δική μου δεν είν' η κουβέντα, αλλά του Φαίδρου απ' εδώ, αυτή που πρόκειται ν' αναπτύξω. Κάθε φορά ο Φαίδρος μου επαναλαμβάνει με αγανάκτησιν: "Δεν είναι" λέγει "κρίμα, Ερυξίμαχε, σε άλλους μεν θεούς ύμνοι και παιάνες να έχουν συντεθεί από τους ποιητές, σ' τον Έρωτα δε, ένα τόσο αρχαίο και τόσο μεγάλο θεό, να μην έχει ακόμη συνθέσει, ούτε ένας από τους τόσους ποιητές, που εμφανίσθηκαν, κανένα εγκώμιο; Ή αν προτιμάς πάλι να ρίψεις ένα βλέμμα στους προκομμένους τους σοφιστές: στον Ηρακλή μεν και άλλους συντάσσουν επαίνους σε πεζό λόγο, όπως π.χ. ο λαμπρός μας ο Πρόδικος. Και αυτό πάντως δεν είναι και τόσο παράξενο. Εγώ όμως έτυχε κάποτε να δώ το βιβλίο ενός σοφού, στο οποίο υπήρχε ένα υπέροχο εγκώμιο στο αλάτι για την χρησιμότητά του. Και ένα πλήθος άλλα παρόμοια πράγματα βλέπει κανείς να έχουν γίνει αντικείμενο εγκωμιασμού. Να καταβάλουν λοιπόν τόσο ζήλο σε τέτοιου είδους πράγματα, τον Έρωτα δε να μην έχει αναλάβει ως τα σήμερα κανείς ακόμη άνθρωπος να εξυμνήσει επάξια - αλλ' έχει τόσο παραμεληθεί ένας θεός τόσης σημασίας!"


Αυτά λοιπόν είναι που μου λέγει ο Φαίδρος, δικαιολογημένα νομίζω. Εγώ λοιπόν αφ' ενός μεν επιθυμώ να καταβάλω χάριν αυτού φιλική συνεισφορά και να του φανώ ευχάριστος, αφ' ετέρου δε θεωρώ ότι αρμόζει για την παρούσα περίσταση να τιμήσουμε εμείς οι παρόντες τον θεό. Επομένως, αν συμφωνείτε και σεις, θα είχαμε έτσι αρκετή απασχόληση με ομιλίες. Νομίζω δηλαδή, ότι πρέπει ο καθένας μας να εκφωνήσει έναν λόγο σαν πανηγυρικό στον Έρωτα, τον ωραιότερο που θα μπορέσει, με τη σειρά από αριστερά προς τα δεξιά. Την αρχή να κάμει πρώτος ο Φαίδρος, επειδή και την πρώτη θέση έχει και συγχρόνως είναι ο εισηγητής του θέματος".
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

17
"Κανείς, Ερυξίμαχε" είπε ο Σωκράτης "δεν θα δώσει ψήφο αντίθετη. Πράγματι ουτ' εγώ πάντως θα έλεγα όχι, εγώ που τονίζω ότι άλλο τίποτε δεν κατέχω εκτός από τα ζητήματα του έρωτα", ούτε, υποθέτω, ο Αγάθωνας και ο Παυσανίας, ούτε πάλι ο Αριστοφάνης, που όλη του η ασχολία είναι γύρω από τον Διόνυσο και την Αφροδίτη, ούτε άλλος κανείς απ' αυτούς που βλέπω. Η αλήθεια όμως είναι, πως δεν βρισκόμαστε σε ίση μοίρα εμείς που κατέχουμε τις τελευταίες θέσεις. Αλλ' ας μιλήσουν οι προηγούμενοι κατά τρόπο ικανοποιητικό και όμορφο, και εμείς θα μείνουμε ευχαριστημένοι. Εμπρός λοιπόν, στο όνομα του Θεού, ας αρχίσει ο Φαίδρος και ας εγκωμιάζει τον Έρωτα".
Αυτά τα ίδια και οι άλλοι τότε συμφωνούσαν και συνιστούσαν, καθώς ο Σωκράτης. Τώρα, τι ο καθένας τους είπε, ούτε ο Αριστόδημος θυμόταν και τόσο, ούτε πάλι εγώ όσα εκείνος έλεγε όλα. Τα κυριώτερα όμως και εκείνα που μου φάνηκαν πως άξιζε να τα συγκρατήσω από αυτούς θα σας πώ του καθενός τον λόγο.
6. Πρώτος λοιπόν, καθώς είπα, άρχισε, λέγει, ο Φαίδρος την ομιλία του κάπου απ' αυτό το σημείο: ότι θεός μεγάλος είν' ο Έρωτας και αξιοθαύμαστος στα μάτια ανθρώπων και θεών, και για άλλα πολλά και ιδιαίτερα για την γέννησή του.
"Πράγματι το ότι είναι εξαιρετικά αρχαίος ο θεός, αυτό είναι τιμή μεγάλη" είπε. Απόδειξη δε τούτου: γονείς του Έρωτα ούτε υπάρχουν ούτ' αναφέρονται από κανένα, πεζογράφο ή ποιητή. Αντιθέτως ο μεν Ησίοδος λέγει, ότι κατά πρώτον υπήρξε το Χάος.
Ύστερα πάλι η Μάννα Γη με τα πλατιά τα στήθια ατράνταχτο θεμέλιωμα κι αιώνιο της πλάσης κι ο Έρως.
λέγει δηλαδή, πως ύστερ' από το Χάος αναφάνηκαν αυτά τα δύο, η Γη και ο Έρωτας. Ο δε Παρμενίδης λέει για τη Δημιουργία:
πρώτον απ' όλους τους θεούς τον Έρωτα εστοχάσθη
Με τον Ησίοδο δε συμφωνεί και ο Ακουσίλαος. Μ' αυτόν τον τρόπο από πολλές πηγές ομόφωνα αναγνωρίζεται, ότι ο Έρως είναι πανάρχαιος.
Και όπως είναι αρχαιότατος, είναι πρόξενος σπουδαιοτάτων ευεργετημάτων προς εμάς. Εγώ τουλάχιστον δεν θα είχα ν' αναφέρω, τι σπουδαιότερο ευεργέτημα υπάρχει για τον άνθρωπο ευθύς από τα πρώτα χρόνια της νεότητάς του, παρά εραστής αξιόλογος και αγαπημένος παρόμοιος για έναν εραστή. Διότι εκείνο που πρέπει να κατευθύνει σε όλη του τη ζωή τον άνθρωπο, που θέλει να ζήσει μια ζωή ανώτερη, αυτό ούτε δεσμοί συγγενικοί είναι σε θέση να καλλιεργήσουν μέσα του τόσο άρτια, ούτε τιμητικές διακρίσεις, ούτε πλούτος, ούτε άλλο κανένα, όσο ο έρωτας. Και αυτό που λέω είναι τι; Η ντροπή για τ' αξιόμεμπτα, η φιλοτιμία για τ' αξιέπαινα. Χωρίς αυτά δεν είναι δυνατό ούτ' ένα κράτος ουτ' ένα άτομο να κατορθώσουν κατορθώματα σπουδαία και λαμπρά. Σας διαβεβαιώνω λοιπόν: ένας ερωτευμένος αν συνέβαινε ν' ανακαλυφθεί είτε ότι διαπράττει κάτι ανάρμοστο, είτε ότι υφίσταται εκ μέρους άλλου χωρίς να φέρει αντίσταση από ανανδρία του, δεν θα του ήταν τόσο οδυνηρό να τον έβλεπε ο πατέρας του είτε οι σύντροφοί του ή κανείς άλλος, όσο ο εραστής του. Αυτό το ίδιο παρατηρούμε και στον ερώμενον: ντρέπεται ιδιαίτερα τους εραστές του, αν τύχει και τον δούν σε πράξη απρεπή. Αν βρισκόταν λοιπόν κανένας τρόπος, ώστε να συγκροτηθεί κράτος ή σώμα στρατιωτικό μόνο από εραστές και ερώμενους, δεν είναι δυνατό να είχαν καλύτερο τρόπο διακυβερνήσεως της χώρας τους, παρά με το ν' απέχουν από κάθε χυδαίο και να καλλιεργούν μεταξύ τους την άμιλλα. Και στις μάχες επίσης αυτοί θ' αναδεικνύονταν ο ένας στο πλευρό του άλλου, και λίγοι να ήταν, νικητές όλου, θα έλεγα, του κόσμου. Διότι ένας ερωτευμένος θα ανεχόταν πολύ λιγότερο, φαντάζομαι, να τον δει ο αγαπημένος του είτε να λιποτακτεί είτε να πετά τα όπλα, παρά να τον δει όλος ο άλλος κόσμος. Αντ' αυτού θα προτιμούσε χίλιους θανάτους. Πόσο μάλλον να εγκαταλείψει τον αγαπημένο του ή να μη σπεύσει σε βοήθειά του, όταν κινδυνεύει - όχι! τόσο ανάξιος δεν είναι κανείς, που να μη τον γεμίσει ο ίδιος ο Έρωτας δύναμη θεία και γενναιότητα, ώστε όμοιος ν' αναδειχθεί προς τον εκ φύσεως ηρωικότατο. Και κυριολεκτικά, αυτό που είπε ο Όμηρος, ότι λεβεντιά εφύσηξ' ο θεός σε μερικούς ήρωες, αυτό προσφέρει ο Έρωτας στους ερωτευμένους, σαν κάτι που προέρχετ' απ' αυτόν.
7. Εξ άλλου και την ζωή τους να θυσιάζουν δέχονται οι ερωτευμένοι και μόνοι, όχι πλέον οι άνδρες μόνο, αλλ' ακόμη και οι γυναίκες. Ως προς αυτό προσφέρει και η κόρη του Πελία η Άλκηστη μαρτυρία αρκετή προς υποστήριξη του ισχυρισμού μου τούτου στο Πανελλήνιο. Μόνη αυτή προσεφέρθει ν' αποθάνει στην θέση του ανδρός της και όμως ζούσαν και ο πατέρας και η μητέρα του. Απ' αυτούς φάνηκε τόσο ανώτερη σε αφοσίωση χάρις στον έρωτά της, ώστε ν' αποδείξει ότι ξένοι ήταν εκείνοι προς τον γιο τους και μόνο κατ' όνομα συγγενείς. Και με την πράξη της αυτή που έκαμε, εμφανίσθηκε όχι μόνον στων θνητών, αλλά και στων θεών τα μάτια, ότι κατόρθωσε κάτι τόσον ευγενικό, ώστ' ενώ από το πλήθος των ανθρώπων, οι οποίοι επετέλεσαν πολυάριθμα λαμπρά κατορθώματα, σε μερικούς μόνον, ελαχίστους, χάρισαν σαν τιμή οι θεοί το ν' απελευθερώσουν την ψυχήν τους από τον Άδην, όμως εκείνης την ψυχή την απολύτρωσαν, θαμβωθέντες από την πράξη της. Έτσι τιμούν και οι θεοί ξεχωριστά τον ζήλο της στον έρωτα και τον ηρωισμό.
Τουναντίον τον Ορφέα του Οιάγρου άπρακτο από τον Άδη εξαπέστειλαν. Του παρουσίασαν το φάντασμα της γυναικός του μόνο, χάριν της οποίας ήλθε, εκείνη την ιδίαν δεν θέλησαν να του επιστρέψουν. Διότι εκρίθη, ότι εφέρετο άτολμα, σαν κιθαρωδός που ήταν, και δεν είχε το θάρρος να θυσιάσει χάριν του έρωτά του την ζωή του, όπως η Άλκηστη, αλλα μηχανευόταν πώς να εισχωρήσει ζωντανός στον Άδη. Λοιπόν γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο τον τιμώρησαν και όρισαν ο θάνατός του από γυναίκες να προέλθει. Όχι σαν τον Αχιλλέα, της Θέτιδος τον γιο, που τον τίμησαν και τον έστειλαν στις νήσους των μακάρων. Επειδή, ενώ είχε προειδοποιηθεί από την μητέρα του, ότι θ' αποθάνει, αν σκοτώσει τον Έκτορα, αν όμως δεν το κάμει, θα επιστρέψει στον τόπο του και θα τελειώσει τη ζωή του σε βαθειά γεράματα, εντούτοις είχε το θάρρος και προτίμησε να βοηθήσει τον εραστή του Πάτροκλο και να τον εκδικήσει και ύστερα να πεθάνει όχι μόνον χάριν εκείνου αλλά και αμέσως κατόπιν εκείνου, όταν πλέον εκείνος ήταν νεκρός. Γι' αυτό ίσα ίσα και οι θεοί τον καμάρωσαν εξαιρετικά και εξαιρετικά τον τίμησαν, που απέδιδε τόση σημασία στον εραστή του. Ο Αισχύλος πάντως φλυαρεί μ' αυτό που λέει, ότι ο Αχιλλέας ήταν εραστής του Πατρόκλου, αυτός που ήταν ωραιότερος όχι μόνο από τον Πάτροκλο, αλλά και από όλους τους άλλους ήρωες, και αγένειος ακόμη, και έπειτα νεώτερος πολύ, όπως μας παραδίδει ο Όμηρος. Όχι! Η αλήθεια είναι, ότι οι θεοί εκτιμούν βεβαίως πάρα πολύ το είδος αυτό του ηρωισμού στον έρωτα, περισσότερο όμως θαυμάζουν και καμαρώνουν και ανταμείβουν, όταν ο ερώμενος αφοσιώνεται στον εραστή, παρά όταν ο εραστής στον ερώμενο. Γιατί συγγενέστερη προς τους θεούς ύπαρξη είν' ο εραστής παρά ο ερώμενος, αφού μέσα του έχει τον θεό. Για αυτό απένειμαν στον Αχιλλέα μεγαλύτερες τιμές παρά στην Άλκηστη, και τον έστειλαν στων μακάρων τις νήσους.
Έτσι λοιπόν ισχυρίζομαι εγώ, ότι ο Έρωτας είναι μεταξύ των θεών ο περισσότερο αρχαίος και ο περισσότερο σεβαστός και ο περισσότερο αποτελεσματικός για τους ανθρώπους σε απόκτηση προσωπικής αξίας και ευδαιμονίας και στη ζωή και μετά θάνατον.
8. Τέτοιος περίπου ήταν ο λόγος, είπε, τον οποίον εκφώνησε ο Φαίδρος. Μετά τον Φαίδρο ήσαν μερικοί άλλοι, τους οποίους δεν θυμόταν και τόσο καλά. Τους παρέτρεξε λοιπόν και διηγήθηκε του Παυσανία τον λόγο, ο οποίος είπε:
"Έχω την ιδέα, Φαίδρε, ότι το θέμα του λόγου δεν μας έχει τεθεί ορθώς, όπως δόθηκε έτσι αορίστως το παράγγελμα να εγκωμιάζουμε τον Έρωτα. Βεβαίως, αν ένας ήταν ο Έρωτας, θα ήταν εν τάξει. Αλλά τώρα να που δεν είναι ένας. Εφ' όσον λοιπόν δεν είναι ένας, ορθότερο είν' εκ των προτέρων να καθορισθεί, ποιας φύσεως είν' εκείνος τον οποίον οφείλουμε να εγκωμιάσουμε. Θα δοκιμάσω λοιπόν εγώ να επανορθώσω αυτή την παράλειψη, να καθορίσω πρώτα τον Έρωτα που πρέπει να εγκωμιάζουμε, και κατόπιν να συνθέσω ένα πανηγυρικό αντάξιο του θεού αυτού.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΠΕΡΙ ΠΛΑΤΩΝΟΣ

18
Λοιπόν σε όλους μας είναι γνωστό, ότι Αφροδίτη χωρίς Έρωτα δεν υπάρχει. Αν υπήρχε μία Αφροδίτη, ένας Έρωτας θα υπήρχε. Εφ' όσον όμως υπάρχουν δύο, δύο κατ' ανάγκην και Έρωτες υπάρχουν. Και πώς να μην είναι δύο οι θεές; Η μία πάντως αρχαιότερη και χωρίς μητέρα κόρη του Ουρανού, αυτή που της δίνουμε και το επώνυμο Ουρανία. Η άλλη νεωτέρα, του Διός και της Διώνης, αυτή την ονομάζουμε Πάνδημον. Κατ' ανάγκη άρα και ο Έρως, ο ένας μεν, ο συνεργάτης της δευτέρας, σωστό είναι να λέγεται Πάνδημος. Ουράνιος ο άλλος. Καθήκον μας είναι βέβαια για όλους τους θεούς είναι να λέγουμε καλά , όμως ας προσπαθήσουμε να περιγράψουμε την δικαιοδοσία και των δύο χωριστά. Για κάθε πράξη ισχύει το εξής: εφ' όσον εκτελείται αυτή καθ' εαυτή, δεν είν' ουτ' αξιέπαινος ουτ' αξιόμεμπτος. Αυτό π.χ. που κάνουμε εμείς αυτή τη στιγμή, να πίνουμε ή να τραγουδάμε ή να συζητάμε, απ' αυτά κανένα δεν είναι καθ' εαυτό αξιέπαινο, στην εκτέλεσή του όμως καταλήγει συνήθως να είναι έτσι, όπως τυχόν πραγματοποιηθεί, δηλαδή αν εκτελεσθεί κατά τρόπον ηθικό και ορθό, αποβαίνει ηθικό, αν κατά τρόπο μη ορθό, ανήθικο. Το ίδιο ακριβώς και με την αγάπη. Και ο Έρως δεν είναι στην ολότητά του κάτι ευγενικό και άξιο εγκωμίων, αλλά μόνον εκείνος που παρακινεί σε ευγενικά ερωτικά αισθήματα.
9. Λοιπόν ο μεν Έρως της Πανδήμου Αφροδίτης είναι αληθινά πάνδημος και προβαίνει σε ό,τι τύχει. Αυτός είναι ο έρωτας, που δοκιμάζουν οι κατώτεροι άνθρωποι. Ερωτεύονται δε αυτού τους είδους τα πρόσωπα πρώτον μεν όχι ολιγότερο γυναίκες, παρ' όσον παιδιά. Έπειτα και όσους τυχόν ερωτεύονται, το σώμα τους μάλλον παρά την ψυχή ερωτεύονται. Ύστερα παιδιά κατωτέρας, όσον το δυνατόν, διανοητικότητας επειδή κοιτάζουν πώς να πραγματοποιήσουν τους σκοπούς τους, και αδιαφορούν αν τα μέσα είναι ηθικά ή όχι. Έτσι συμβαίνει στις ενέργειές τους να κάνουν ό,τι τους τύχει, αδιακρίτως και το καλό και το αντίθετο. Προέρχεται άλλωστε και από την θεά, η οποία και νεωτέρα είναι πολύ από την άλλη και συμμετέχει στη γέννησή της και το θηλυκό και το αρσενικό στοιχείο. Απεναντίας ο άλλος είναι της Ουρανίας η οποία πρώτον μεν δεν έχει μέσα της το θηλυκό στοιχείο, αλλά μόνον αρσενικό, έπειτα είναι αρχαιότερη, απαλλαγμένη ατασθαλίας. Γι' αυτόν μάλιστα τον λόγο στρέφονται προς το αρσενικό όσοι έχουν μέσα τους την πνοή αυτού του Έρωτα, και αρέσκονται σε ό,τι εκ φύσεως έχει μεγαλύτερη ρωμαλεότητα και νοημοσύνη.
Θα μπορούσε μάλιστα κανείς και εντός αυτής ταύτης της περιοχής της αγάπης για τα παιδιά να διακρίνει ποιοι γνήσια είναι παρακινημένοι από τούτον τον Έρωτα: αυτοί δεν ερωτεύονται ανώριμα παιδιά, αλλά όταν αρχίσουν πλέον να έχουν κρίση, και τούτο συμπίπτει σχεδόν με την εμφάνιση των πρώτων τριχών του προσώπου. Διότι όσοι από τότε αρχίζουν να ερωτεύονται, είναι, κατά την γνώμη μου, αποφασισμένοι την ζωή τους ολόκληρη μαζί να μείνουν και από κοινού να συζήσουν. Όχι να τον εξαπατήσουν, ανώριμο όπως τον πέτυχαν στην αφέλειά του, και ύστερα να γελάσουν σε βάρος του και να τον αφήσουν, για να τρέξουν σε έναν άλλον.
Έπρεπε μάλιστα και νόμος να υπάρχει που να απαγορεύει τον έρωτα των μικρών παιδιών. Δεν θα σπαταλιόταν τότε τόση προσπάθεια σε κάτι αβέβαιο. Διότι αβέβαιο είναι το τέλος των παιδιών, ως που θα καταλήξει η εξέλιξή τους ως προς τα ελαττώματά τους ή τα προτερήματα, τα ψυχικά και τα σωματικά. Οι ανώτεροι βέβαια άνθρωποι θεσπίζουν μόνοι τους για τον εαυτόν τους τον νόμο αυτόν εκουσίως. Έπρεπε όμως και στους χυδαίους αυτούς εραστές να επιβάλλουμε δια της βίας μια τέτοια διαγωγή, όπως και με τις γυναίκες τις ελεύθερες τους εξαναγκάζουμε, όσο μας είναι δυνατόν, να μη συνάπτουν ερωτικές σχέσεις. Γιατί αυτοί είναι που έχουν προκαλέσει και τη δυσφήμιση, ώστε να φθάνουν μερικοί να υποστηρίζουν, πως είναι ντροπή να φαίνεται κανείς ευχάριστος στον εραστή του. Και το υποστηρίζουν έχοντες υπ' όψη τους αυτούς, επειδή βλέπουν σε αυτούς την έλλειψη κάθε λεπτότητας και χρηστότητας. Άλλωστε καμία, φαντάζομαι, πράξη, που γίνεται βέβαια σύμφωνα με τους κανόνες της ευπρέπειας και της ηθικής, δεν είναι δυνατόν να επισύρει δίκαιη κατηγορία.
Όσον αφορά τώρα τις ηθικές αντιλήψεις τις σχετικές με τον έρωτα, στα άλλα μεν τα κράτη είναι εύκολα κατανοητές, διότι έχουν κανονισθεί κατά τρόπο μονοκόμματο. Ενώ εδώ είναι περίπλοκο.
Στην Ηλεία π.χ. και την Βοιωτία, και όπου δεν έχουν επιδεξιότητα στο λέγειν, έχει χωρίς περιορισμούς καθιερωθεί σαν ηθικό το να εκτελείς του εραστού το θέλημα, και κανείς, νέος ή γέρος, δε θα το χαρακτήριζε προσβλητικό. Και τούτο, για να μη μπαίνουν στον κόπο, νομίζω, ανίκανοι όπως είναι στο λέγειν, να ζητούν να κερδίσουν με ωραία λόγια τους νέους.
Στην Ιωνία πάλι και αλλού, σε πολλά μέρη, κρίνεται προσβλητικό σε όσους ζουν υπό την κυριαρχία των βαρβάρων. Γιατί στων βαρβάρων την αντίληψη ειν' εξ αιτίας της απολυταρχίας ανήθικο και τούτο, όπως και η αγάπη προς την καλλιέργεια του πνεύματος και τον αθλητισμό. Διότι δεν συμφέρει, φαντάζομαι, στους κυβερνώντες φρονήματα γενναία να καλλιεργούνται μεταξύ των υπηκόων και φιλίες και δεσμοί ισχυροί, ό,τι ακριβώς αναπτύσσουν συνήθως και τ' άλλα όλα και ο έρωτας. Εμπράκτως μάλιστα έλαβαν πείρα του πράγματος και στον τόπο μας οι δικτάτορες. Πράγματι του Αριστογείτονος ο έρωτας και του Αρμοδίου η φιλία ανέτρεψε, όταν σταθεροποιήθηκαν, την εξουσία τους. Κατ' αυτό τον τρόπο, όπου θεσπίσθηκε σαν ατιμωτικό να υποχωρείς στο θέλημα του εραστού, ο διακανονισμός αυτός οφείλεται στην ελαττωματικότητα εκείνων που τον θέσπισαν στων κυβερνώτων την αυθαιρεσία, στων κυβερνωμένων την ανανδρία. Όπου πάλι καθιερώθηκε αδιακρίτως σαν έντιμο, οφείλεται στην οκνηρία που υπήρχε στις ψυχές των καθιερωσάντων.
10. Ενώ εδώ ο διακανονισμός έχει γίνει πολύ αρτιώτερα παρά εκεί, και εύκολο δεν είναι, καθώς είπα, να συλλάβεις το νόημά του. Πράγματι, όταν σκεφθείς, ότι αναγνωρίζεται σαν ηθικώτερο ν' αγαπάς φανερά παρά κρυφά, και ιδιαιτέρως εκείνους που έχουν την φύση εκλεκτότερα και τα περισσότερα προτερήματα, και ας είναι λιγότερο ωραίοι από άλλους, και αφ' ετέρου ότι η ενθάρρυνση προς τον ερωτευμένο είν' εκ μέρους όλων εξαιρετική, όχι πάντως ως ενεργούντα πράξη επονείδιστο, και ότι, αν τον κατακτήσει, του φέρει, πιστεύουν, τιμή, ντροπή αν δεν τον κατακτήσει, και ότι στην προσπάθεια προς την κατάκτηση αφήνει η επικρατούσα ηθική ελεύθερο τον εραστή να προβαίνει σε πράξεις απίστευτες και εντούτοις να επαινείται, πράξεις τις οποίες αν τολμούσε να πράξει επιδιώκοντας και επιθυμώντας να επιτύχει ο,τιδήποτε άλλο εκτός απ' αυτό, θα προσεπορίζετο τις αυστηρότερες κατηγορίες - αν δηλαδή, στην επιθυμία του να κερδίσει από κανένα είτε χρήματα είτε την κατοχή ενός αξιώματος είτε άλλη επιρροή, εδέχετο να προβεί σε πράξεις όμοιες, όπως οι ερασταί απέναντι των αγαπημένων τους, που παρεμβάλλουν στις προτάσεις τους ικεσίες και ταπεινωτικές παρακλήσεις και όρκους προφέρουν και διανυκτερεύσεις στα κατώφλια και προσφέρονται δούλοι να γίνονται σε δούλων τα έργα, οποία ούτε δούλος κανείς δεν θα κατεδέχετο, θα τον εμπόδιζαν τότε να ενεργούσε κατ' αυτόν τον τρόπο φίλοι και εχθροί. Αυτοί μεν θα τον ύβριζαν κόλακα και αναξιοπρεπή. Εκείνοι θα του έκαναν συστάσεις και θα αισθάνονταν γι' αυτά ντροπή. Ενώ τον ερωτευμένο που κάνει αυτά όλα, συμπάθεια τον συνοδεύει και το δικαίωμα έχει δοθεί από την κοινή γνώμη ακατηγόρητος να τα πράττει σαν να διέπραττε πράξη υπέρλαμπρη. Το εκπληκτικότερο δε είναι, ότι, όπως τουλάχιστον παραδέχεται ο λαός και τους όρκους που ορκίζεται αν παραβεί, συγχώρηση εκ μέρους των θεών ευρίσκει μόνος αυτός. Διότι της Αφροδίτης, λέγουν, ο όρκος όρκος δεν είναι. Κατ' αυτόν τον τρόπο και θεοί και άνθρωποι έχουν δώσει κάθε είδους δικαίωμα στον ερωτευμένο, όπως βεβαιώνει η συνήθεια του τόπου μας.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαίοι Ελληνες που άφησαν εποχή”