Σε ένα καθαρά επιστημονικό χωρίο της διατριβής του «περί ζώων γενέσεως» συμπεραίνει πράγματι ότι ο λόγος, από όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, «μόνος αυτός προέρχεται απέξω και είναι θείος»*8, επειδή όλες οι άλλες μπορεί να αποδειχτούν ότι είναι αξεχώριστες από κάποια σωματική δραστηριότητα. Μπορούμε επίσης να λάβουμε υπόψη μας τις προτροπές του στο τέλος των «Ηθικών» για μια ζωή καθαρής σκέψης, γιατί αυτή αποτελεί όχι μόνο εξάσκηση της πιο υψηλής μας ικανότητας, αλλά και καλλιέργεια αυτού του μέρους ως προς το οποίο μοιάζουμε με τον Θεό. Πίστευε αναμφίβολα ότι με την κατοχή του «νου» ο άνθρωπος διαθέτει κάτι που δεν έχουν οι άλλες μορφές της ζωής, και αυτό το κάτι το μοιράζεται με την αιώνια ακίνητη αιτία του Σύμπαντος. Ίσως λοιπόν η αμοιβή του φιλοσόφου μετά το θάνατο να ήταν η απορρόφηση του νου του από τον ένα αιώνιο ασώματο Νου. Δεν μπορούμε να πούμε περισσότερα εκεί που ο ίδιος δεν είπε τίποτα. Το νόημα της φράσης του φαίνεται καλύτερα σε αυτά τα πράγματα που αποκλείει η φιλοσοφία του. Η περιγραφή του μέρους μας εκείνου που σκέπτεται, στο τρίτο βιβλίο «περί ψυχής», δείχνει καθαρά ότι δεν μπορεί να υπάρξει επιβίωση της ατομικής προσωπικότητας, δεν υπάρχει χώρος για ορφική ή πλατωνική εσχατολογία περί αμοιβών και ποινών, ούτε για κύκλο ενσαρκώσεων. Η θεωρία του περί μορφής και ύλης έχει την τελευταία λέξη.
Καθεαυτήν κρινόμενη η θεωρία περί της ψυχής ως μορφής του σώματος ηχεί κάπως αφηρημένη και μη πραγματική. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης όμως μας προειδοποιεί επανειλημμένα ότι ο γενικός ορισμός δεν μπορεί να μας πάει πολύ μακρυά και ότι το νόημα αναφαίνεται κατά την επεξεργασία των λεπτομερειών. Όντας πρώτιστα βιολόγος ο Αριστοτέλης, βυθίζεται με ζέση σε αυτές τις λεπτομέρειες. Δεν μπορούμε να τον ακολουθήσουμε τώρα, αλλά μπορούμε, εξακολουθώντας να μένουμε προσκολλημένοι περισσότερο στις γενικότητες, να δούμε τις θεωρίες του περί αισθήσεως με βάση παραδείγματα.
Οι αισθήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως τελείως απομονωμένες, αλλ’ απλώς ως διαφορετικές «δυνάμεις» ή ικανότητες της «ψυχής», που εκδηλώνονται μέσω των ποικίλων μερών του σώματος. Για να τις εννοήσουμε, λέει, θα πρέπει να συλλάβουμε το γεγονός ότι η σχέση της ικανότητας, π.χ., της όρασης, με το όργανο της, το μάτι, είναι η ίδια με τη σχέση της ψυχής ως συνόλου προς το σώμα ως σύνολο. Αυτή η θεωρία δίνει στην περί αισθήσεως θεωρία του δύο πλεονεκτήματα απέναντι σε εκείνους από τους προδρόμους του, που γίνονται εμφανή στις λεπτομέρειες του έργου του.
α) Ξέρουμε ότι μία από τις συνέπειες της γενικής του θεωρίας ήταν να διαγράψει τους δεσμούς ψυχής και σώματος πολύ στενότερους απ’ όσο οι προηγούμενες θεωρίες. Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την ψυχή, αν περιφρονήσουμε το σώμα μέσω του οποίου αυτή εκδηλώνεται. Το ίδιο συμβαίνει και με κάθε συγκεκριμένη αίσθηση· δεν μπορούμε να εννοήσουμε την όραση, αν δεν εξετάσουμε τη δομή και τις λειτουργίες του ματιού. Όραση και μάτι δεν είναι το ίδιο - διακρίνονται λογικά - αλλά μαζί αποτελούν ένα ζωντανό, ενεργό όργανο και έτσι πρέπει να μελετηθούν. Αυτό δίνει στο έργο του Αριστοτέλη σχετικά με την αίσθηση πολύ πιο σύγχρονη χροιά απ' όση έχει οτιδήποτε είχαν πει οι πρόδρομοι του. Βρίσκεται πιο κοντά στη βιολογία και μακρύτερα από τη μεταφυσική ή τις εικασίες.
β) Ταυτόχρονα οι γενικές του υποθέσεις τον έσωσαν από το να βαδίσει πολύ μακριά προς την άλλη κατεύθυνση. Οι προηγούμενες απόψεις για την αίσθηση, αν και - όπως είπα - στηρίζονταν σε εικασίες ή αυθαίρετες μεταφυσικές υποθέσεις, ήταν ομοιόμορφα υλιστικές στη χροιά. Ακόμη και ο Πλάτων, εκτός από μία μεμονωμένη νύξη*9, δεν ήταν σε θέση να προσφέρει κάποια καλύτερη ερμηνεία μιας ενέργειας άμεσης αίσθησης από την επενέργεια ενός σώματος πάνω σε ένα άλλο. Αυτός ήταν ένας λόγος για τον οποίο δεν μπορούσαμε να δεχτούμε ότι η αίσθηση μας πρόσφερε τη γνώση της πραγματικότητας. Ο Εμπεδοκλής και οι Ατομικοί φιλόσοφοι, με τις μάλλον ευφάνταστες υποθέσεις τους για λεπτές ταινίες που προέρχονται από τα σώματα και πόρους στο δικό μας σώμα που τις δέχονται, ήταν απολύτως υλιστές. Ο Αριστοτέλης, εξάλλου με την πίστη του για την πραγματική και ουσιαστική μορφή - όσο πραγματική ήταν και για τον Πλάτωνα η μορφή, αλλά μέσα στο αντικείμενο, όχι πάνω και έξω απ' αυτό - μπορεί για πρώτη φορά να κάμει τη διάκριση, στο επίπεδο της αίσθησης, μεταξύ των φυσικών και των ψυχικών γεγονότων.
Ό,τι και να συλλογιζόμαστε για την καταγωγή των δεύτερων γεγονότων, θα πρέπει να δεχτούμε ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της υλικής ενέργειας ενός σώματος πάνω σε ένα άλλο -όπως όταν το φως πέφτει πάνω στο φωτογραφικό χαρτί και το μαυρίζει - και του είδους του αποτελέσματος που επισυμβαίνει, όταν το φως πέφτει πάνω στο μάτι μας, και το οποίο ονομάζουμε αίσθηση του φωτός. Και εδώ συμβαίνει μια φυσική μεταβολή - η συστολή της ίριδας τουλάχιστον - και αυτό μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι διακρίνονται οι δύο τάξεις γεγονότων: η καθαρά φυσική επίδραση του φωτός πάνω στο υλικό όργανο και το ψυχικό φαινόμενο της αίσθησης που επισυμβαίνει στην περίπτωση των έμψυχων όντων.
Re: Λίγα λόγια για τη ζωή και το έργο του Αριστοτέλη
10«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»