Re: ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

10
IV. Η φωτιά


Είδαμε ήδη πως μεταξύ των Ιώνων φιλοσόφων ο Θαλής ο Μιλήσιος ήταν αυτός που θεωρούσε το νερό αρχή των πάντων, ενώ ο Αναξιμένης δεχόταν τον αέρα. Ο Ηράκλειτος, πάλι, αντικρίζει το προνομιακό μέσο, για την εξήγηση των ποικίλων φαινομένων του σύμπαντος, στη φωτιά. Κάτι τέτοιο όμως θα συνιστούσε αν όχι υπερβολική απλούστευση του ηρακλειτισμού, τουλάχιστον την ανάγνωση του μέσα από παραμορφωτικούς φα¬κούς, οφειλόμενους στην ανάπτυξη της σύγχρονης χημείας• θα απέκλειε, πάντως, την αντιμετώπιση της φωτιάς ως απλούστατου στοιχείου μιας σύνθεσης, με αφετηρία το οποίο δημιουργήθηκαν οι διάφοροι συνδυασμοί και αποσυνθέσεις πραγμάτων και όντων. Πράγματι, στον Ηράκλειτο, η φωτιά αποτελεί ένα, κατά κάποιο τρόπο, φυσικό στοιχείο: «Μετατροπές της φωτιάς: πρώτα θάλασσα και το μισό της θάλασσας γη, το άλλο μισό σίφουνας». Η φωτιά, υπό την επιρροή του θείου Λόγου που τα πάντα κυ¬βερνά, μεταμορφώνεται, δια μέσου του αέρα, σε υγρασία-σπέρμα της όλης συμπαντικής τάξης, την οποία αποκαλεί θάλασσα. Από αυτή γεννώνται και πάλι η γη, ο ουρανός και τα περιεχόμενα σ’ αυτά πράγματα και όντα. Το πώς ο κόσμος επιστρέφει πίσω στην αρχική του κατάσταση, καταβροχθιζόμενος από τη φωτιά, ο Ηράκλειτος μας το εξηγεί ως εξής: «(...) Δια¬χέεται στεριά σε θάλασσα και η μάζα της διατηρείται στο ίδιο μέτρο της αναλογίας που ίσχυε πριν γίνει γη» (απ. 31).
Η φωτιά, άρα, είναι η πηγή αλλά και η απόληξη του παντός• εξού και η εικόνα του Ηράκλειτου: «Τα πάντα ανταλλάσσονται με τη φωτιά και με τα πάντα η φωτιά ανταλλάσσεται, όπως ακριβώς τα πράγματα με το χρυσάφι και το χρυσάφι με τα εμπορεύματα» (απ. 90).
Η φωτιά, όμως, είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια πρωταρχική ου¬σία ή το θεμελιώδες φυσικό στοιχείο. Πράγματι, όπως τόνισε ορθά και ο Κιρκ (O.S. Kirk1), υφίσταται μια εξαιρετικά στενή σχέση που συνδέει τα στοιχεία λόγος, αρμονίη, πόλεμος, έρις, θεός, Εν, πυρ και σοφόν. Όλοι αυτοί οι όροι είναι, αν όχι εναλλάξιμα συνώνυμα, πάντως έννοιες συνυποδηλούσες την αυτή κεντρική ενόραση. Η φωτιά, για την οποία μας μιλά ο Ηράκλειτος, δεν είναι, στην πραγματικότητα, τόσο μια ορθολογική εξηγητική αρχή, όσο η υποστασιοποίηση του Λόγου. «Όλα τα κυβερνά ο Κε¬ραυνός», μας λέει (απ. 64), γιατί, ακριβώς, δεν είναι άλλος από αυτόν τον αποστράπτοντα Λόγο, που φωτίζει και κυβερνά τον κόσμο. Ο κεραυνός, άλλωστε, δεν πυρπολεί ό,τι εγγίζει και δεν μετατρέπει άραγε σε φωτιά αυ¬τό στο οποίο πέφτει; Γι' αυτό και μπορούμε να πούμε ότι ο κόσμος φλέγε¬ται με τη διπλή σημασία του όρου: φλέγεται γιατί είναι φτιαγμένος από αυτή την πρωταρχική πυρά, που διατρέχει απ' άκρη σ' άκρη όλο τον κύ¬κλο των στοιχείων, αλλά και γιατί καίει κι είναι κι ο ίδιος ένα είδος φλό¬γας: «Αυτόν τον κόσμο, που 'ναι για όλους ίδιος, ούτε κανείς θεός τον έκα¬νε, αλλά ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια φωτιά, που ανάβει και σβήνει με μέτρο» (απ. 30). Το κοσμικό γίγνεσθαι, λοιπόν, είναι φωτιά που ξεπηδά, χάνεται και ξαναζωντανεύει" αν μας λέει ότι η φωτιά «συνί¬σταται στην αλλαγή» (απ. 84α), είναι γιατί τα πράγματα επιζητούν μια πληρότητα που διαρκώς τους διαφεύγει, και οι διαδοχικές τους απόπει¬ρες συνιστούν ακριβώς αυτό το γίγνεσθαι, που εκδιπλώνεται μέσα στην ίδια την καρδιά του Είναι. Αργότερα, ο Πλάτων, στον Τίμαιο, θα μας δώ¬σει έναν ωραίο ορισμό του χρόνου, παρουσιάζοντας τον σαν την «κινού¬μενη εικόνα της αιωνιότητας». Θα μπορούσαμε κι εμείς, δίχως να βιά¬ζουμε τη σκέψη του Ηράκλειτου, να δούμε στη φωτιά, για την οποία κάνει λόγο, την κινούμενη εικόνα του Λόγου που φωτίζει, καθώς κι αυτήν του Ενός, απ' όπου προήλθαν και όπου επιστρέφουν τα πάντα.
Ο κόσμος του Ηράκλειτου, όμως, φλέγεται και για έναν άλλο λόγο. Στην πραγματικότητα, ο κόσμος προορίζεται σ’ ένα τελικό παρανάλωμα (εκπύρωσις), σε έναν συμπαντικό αναβρασμό που θα σημάνει τον θάνατο του, όχι, όμως, για να καταποντισθεί οριστικά στο τίποτα, αλλά για να ανεύρει, μέσα ακριβώς σ' αυτή τη γιγαντιαία πυρκαγιά, την αρχή μιας αναζω¬ογόνησης, μιας αναγέννησης. Όπως ο Φοίνικας, έτσι κι ο κόσμος είναι προορισμένος να αναγεννάται δίχως σταμάτημα μέσα από τις ίδιες του τις στάχτες. Ξαναβρίσκουμε λοιπόν εδώ την εικόνα της ανακύκλησης αλ¬λά και της περιφέρειας του κύκλου, όπου αρχή και τέλος συναντώνται. Αναλίσκοντας τα πάντα, η φωτιά τα επαναφέρει στην αρχή τους, γι’ αυτό και ο Ηράκλειτος μας λέει: «Τα πάντα, ορμώντας πάνω τους, θα τα δικά¬σει και θα τα συλλάβει η φωτιά» (απ. 66). Αλλά όμως η κοσμική αυτή πυρκαγιά2 δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως ανεπανόρθωτη, εφόσον γνωρίζουμε πως το ίδιο το σύμπαν είναι ζων πυρ που ανάβει και σβήνει με μέτρο.
Στο επίκεντρο της αντίληψης αυτής βρίσκεται η ιδέα της αέναης επι¬στροφής αυτού που γεννιέται κι αυτού που χάνεται. Πρόκειται για μια πα¬λιά ελληνική αντίληψη που δεν ανήκει αποκλειστικά στον Ηράκλειτο και την οποία ξαναβρίσκουμε αργότερα στον Πλάτωνα και τους Στωικούς. Σήμερα, αναπαριστούμε με ευλογοφάνεια το χρόνο σαν μια ευθεία γραμ¬μή που έρχεται από το παρελθόν και κατευθύνεται προς το μέλλον η μη μεταστρεψιμότητα του χρόνου διαθέτει μια τέτοια προφάνεια που γίνεται δεκτή ως κάτι το απόλυτα δεδομένο. Στην Ανατολή όμως και στην Ελλά¬δα, η σύλληψη του χρόνου είχε χαρακτηριστικά κυκλικότητας. Η κανο¬νικότητα της εναλλαγής μέρας και νύχτας ο κύκλος των εποχών καθώς και της θέσης των πλανητών και των άστρων φαίνεται να υπέβαλαν έν¬τονα την εικόνα του χρόνου ως ανακύκλησης: εξού και οι τόσο γνωστές παραστάσεις του Ζωδιακού Κύκλου ή του Τροχού των Υπάρξεων. Το Με¬γάλο Έτος σήμαινε την χρονική εκείνη περίοδο, με το πέρας της οποίας θα έπρεπε να επαναληφθούν τα ίδια γεγονότα. Οι προτεινόμενοι υπολογι¬σμοί της σε κοινά έτη ποικίλλουν κατά συγγραφείς, σύμφωνα με μια πα¬ράδοση, όμως, ο Ηράκλειτος το είχε υπολογίσει στα 10.800 περίπου ηλια¬κά έτη. Ο αριθμός αυτός προήλθε πιθανότατα από τον πολλαπλασιασμό του 360 με το 30. Εν πάση όμως περιπτώσει, παριστά το χρονικό διάστημα που παρέρχεται μεταξύ γέννησης του κόσμου και φθοράς του μέσα στη φωτιά, προμήνυμα μιας νέας γέννησης του.
Έτσι λοιπόν, εφόσον αρχή και τέλος του Μεγάλου Έτους συμπίπτουν σ' αυτό το κοσμικό παρανάλωμα πυρός, που εξαγνίζει και παλινορθώνει, η συμπαντική αναταραχή δεν είναι απλά μια καταστροφή με διαστάσεις αποκάλυψης αλλά και μια αποθέωση, αφού μέσα από αυτή ξεπηδά κάθε φορά ένας νέος κόσμος. Έτσι, για άλλη μια φορά, επαληθεύεται πως «ο δρόμος που ανεβαίνει κι ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ο ίδιος κι ο αυτός». Οφείλουμε λοιπόν να υπογραμμίσουμε την ιδιαίτερη σημασία του αποσπά¬σματος 66, όπου μας λέει ο Ηράκλειτος ότι «η φωτιά είναι και κορεσμός και χρεία. Η χρεία είναι η οργάνωση του κόσμου (διακόσμησις) σύμφωνα με το νόμο του αλλά η ανάφλεξη (εκπύρωσις) του κόσμου είναι κορεσμός». Είναι αλήθεια, προσθέτει ο Ιππόλυτος που μας μεταφέρει το εν λόγω κεί¬μενο, πως κατά τον Ηράκλειτο «όταν επέμβει η φωτιά, θα κρίνει όλα τα πράγματα και θα τα κατακυριεύσει» (απ. 66). Αξίζει να επιμείνει κανείς στο γεγονός πως ο Ηράκλειτος παρομοιάζει την τάξη του κόσμου με χρεία, έλλειψη, ενώ αντικρίζει στην εκπύρωση του διατεταγμένου κόσμου ένα είδος πληρότητας και αφθονίας. Θα φανεί ίσως παράδοξο να ορίζεται η τάξη ως έλλειψη και η καταστροφή ως πληρότητα. Αυτό όμως το γενικό παρανάλωμα είναι μια εξύψωση τρεφόμενη με ερείπια. Μέσα στην πυρά συναντώνται και συγχωνεύονται αρχική χρεία και τελικός κορεσμός, γιατί από εκεί τα πάντα ξεκινούν κι εκεί καταλήγουν. Έτσι, η καταστροφή εί¬ναι μια εκπλήρωση, εκπλήρωση του ρυθμού της Αέναης Επιστροφής και εκπλήρωση εντός της οποίας η γέννηση του αύριο προκύπτει μέσα από το θάνατο του σήμερα.
Ένα τέτοιο όραμα του κόσμου θα μπορούσε κάλλιστα να εκθρέψει τα θεωρησιακά σχήματα των ηροστρατισμών, που καλλιεργούν εξ επαγγέλ¬ματος τον έρωτα της καταστροφής και βλέπουν σ’ αυτή την τελευταία την υψηλότερη έκφραση της δημιουργίας• ο Μπακούνιν, άλλωστε, δεν ήταν αυτός που δήλωνε: «Η χαρά της καταστροφής είναι ταυτόχρονα και χα¬ρά της δημιουργίας»; Η φιλοσοφία όμως του Ηράκλειτου απέχει πολύ από το να είναι μια πρόσκληση σε περιπέτειες εν μέσω ναυαγίων, γιατί παρα¬μένει, ακριβώς, μια φιλοσοφία του Λόγου, που μας υποβάλλει όχι την απο¬λογία της καταστροφής, αλλά τον αναστοχασμό του νοήματος, που εδρεύ¬ει στην ενότητα του πολλαπλού.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

11
V. O άνθρωπος και η σοφία


Συνηθίζεται παραδοσιακά να παρουσιάζεται ο Ηράκλειτος αν όχι ως αρι¬στοκράτης με την κοινωνική έννοια του όρου, πάντως ως άνθρωπος που περιφρονούσε το πλήθος και δεν δίσταζε να το πει: «Για μένα, ένας αξίζει όσο μύριοι όταν είναι άριστος» (απ. 49). Γι' αυτόν, πράγματι, «παιχνίδια παιδιών είναι οι ανθρώπινες δοξασίες» (απ. 70) κι αν οι ευγενείς άνθρωποι προτιμούν περισσότερο απ' οτιδήποτε φθαρτό την αιώνια δόξα, «οι πολ¬λοί χορταίνουν σαν κτήνη» (απ. 29). Βάλλει με ειρωνεία τόσο κατ' αυτών που έχαναν το μυαλό τους μέσα στις προλήψεις όσο και κατ' αυτών που χειρίζονταν παράλογα τα ζητήματα της πόλης.

Έλεγε για τους πρώτους:
Καθαρίζονται μιαινόμενοι με άλλο αίμα, όπως αν κάποιος που έχει χωθεί στη λάσπη, ξεπλενόταν με λάσπη: αν κάποιος άνθρωπος τον έβλεπε να κάνει κάτι τέτοιο, θα τον έπαιρνε για ασυνάρτητο. Και προσεύχονται μπροστά σ' αυτά τ’ αγάλματα, όπως θα φλυαρούσε κανείς μέσα στο σπίτι του, μη γνωρίζοντας ποιοι είναι θεοί και ποιοι ήρωες (απ. 5). Για τους δεύτερους, πάλι, βεβαίωνε:

Καλά θα έκαναν όλοι οι ενήλικες Εφέσιοι να κρεμαστούν και να αφήσουν την πόλη στα παιδιά, γιατί εκείνοι εξόρισαν τον Ερμόδωρο, τον πιο άξιο άντρα, λέγοντας: Μεταξύ μας κανείς ας μην είναι ο πιο άξιος, ειδεμή ας πάει αλλού και μ' άλλους» (απ. 121). «Γιατί ποιος είναι ο νους τους ή η φρόνηση τους; Πείθονται από τους λαϊ¬κούς τραγουδιστές και δάσκαλος τους είναι ο όχλος: δεν ξέρουν ότι πολλοί είναι οι κακοί και οι καλοί λίγοι» (απ. 104). Γι’ αυτό κι έριχνε στα κεφάλια των συμπολιτών του την εξής ευχή: «Πο¬τέ να μην σας λείψει, Εφέσιοι, ο πλούτος, για να βγαίνει στο φως η πονη¬ριά σας» (απ. 125α). Άλλωστε ο Ηράκλειτος δεν θέλησε να διαδεχτεί τον πατέρα του στο δημόσιο αξίωμα που κατείχε κι αρνήθηκε να νομοθετήσει στην πόλη της Εφέσου, με τη δικαιολογία πως οι κάτοικοι της είχαν πια τόσο διαφθαρεί που το πράγμα δεν έπαιρνε καμιά γιατριά. Ωστόσο, όμως, ο Ηράκλειτος δεν εγκατέλειψε ποτέ την πόλη του: όταν τον προσκάλε¬σαν στην Αθήνα αρνήθηκε να πάει, όπως άλλωστε αποποιήθηκε τις τιμές που του επεφύλασσε ο Δαρείος στην Αυλή της Περσίας.


Ο Ηράκλειτος όμως περιφρονούσε και αρκετούς από τους παλαιότε¬ρους του στοχαστές: «Ο Όμηρος αξίζει να τον διώχνουν από τους αγώνες και να τον ραπίζουν, το ίδιο κι ο Αρχίλοχος» (απ. 42). «Ο Πυθαγόρας», έλεγε, «είναι αρχηγός στους αγύρτες» (απ. 81). «Η πολυμάθεια δεν διδά¬σκει να σκέφτεσαι: αν ήταν έτσι, θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυ¬θαγόρα, ακόμα και τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο» (απ. 40). Αν όμως ο Ηράκλειτος δεν έχανε ευκαιρία να εκδηλώνει την απαίσιο δοξία του για όλους αυτούς που καθημερινά συναναστρεφόταν, σε βαθμό μάλιστα που να επονομαστεί οχλολοίδορος, για τον άνθρωπο ωστόσο εί¬χε μια αντίληψη στενότατα συνδεόμενη με τις ιδέες του που συναντήσαμε ως τώρα. Γι’ αυτόν λοιπόν η ψυχή του ανθρώπου είναι φλόγα και πρέπει να παραμένει πάντα ξηρή: με τη μέθη υγραίνεται, πέφτει στην τρέλα και τελικά πεθαίνει. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, στα τέλη της ζωής του ο Ηράκλειτος προσβλήθηκε από υδρωπικία και ρωτούσε τους γιατρούς τι θα 'πρεπε να κάνει για να μετατρέψει τη βροχή σε ξηρασία. Καθώς αυ¬τοί δεν καταλάβαιναν αυτά τα αινιγματικά λόγια, απογοητευμένος ο Ηρά¬κλειτος κλείστηκε σ’ έναν στάβλο με την ελπίδα ότι η θέρμη της κοπριάς θα έδιωχνε το νερό που τον ταλάνιζε.

Το ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι φωτιά και φλογερή εκπνοή θα μπορούσε να εκληφθεί ως απόφανση εγκλείουσα μια στοιχειώδη ψυχοφυσιολογία: αυτή η ιδέα όμως μπορεί επίσης να συνδεθεί με τη συμβολική εκείνη της φωτιάς, που ανευρίσκουμε πίσω από εκφράσεις όπως η «θέρμη της ζω¬ής», «η φλόγα του πάθους», είτε πάλι ο «πυρετός του έρωτα που μας καίει». Θα π ρέπει όμως ακόμα -και κυρίως- να συσχετισθεί με όσα είπε ο Ηρά¬κλειτος για τη φωτιά και το Λόγο.


Οι σχετικές με την ανθρώπινη ψυχή αντιλήψεις του Ηράκλειτου μας φέρ¬νουν συχνά ενώπιον μεγάλων ερμηνευτικών δυσχερειών, κι αυτό διότι τα αποσπάσματα που διαθέτουμε σχετικά συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέ¬ον σκοτεινών. Ο Ηράκλειτος μας βεβαιώνει πράγματι πως είναι ηδονή για τις ψυχές να πέφτουν στη ζωή αλλά προσθέτει πως «ζούμε από το θάνατο των ψυχών κι αυτές ζουν από το θάνατο μας» (απ. 77). Δεν θα έπρεπε, ίσως, και πάλι να θυμηθούμε εδώ τα λόγια του Αναξίμανδρου και να συμ¬φωνήσουμε πως η ηδονή της ζωής είναι μια ένοχη ηδονή, που η ψυχή εξα¬γοράζει μ' ένα είδος θανάτου; Η ζωή των ατόμων άραγε δεν είναι ένα εί¬δος εξορίας μακριά από την πρωταρχική τους πηγή κι αυτή ακόμα η ίδια η ατομικότητα τους δεν είναι η ρίζα της δυστυχίας της συνείδησης; Αλλά κι από την άλλη πλευρά, αν η ζωή των ψυχών ξεπηδά από τον δικό μας θάνατο, δεν είναι άραγε γιατί ανοίγονται σ' ένα υπερπέραν, όπου ξανα¬βρίσκουν τον χαμένο γενέθλιο τους τόπο που είχαν εγκαταλείψει;


Μ’ αυτή την ίδια ιδέα δεν μπορεί άλλωστε να συνδεθεί και το απόσπα¬σμα 62 που, παρ’ όλ’ αυτά, παραμένει σιβυλλικό; «Οι αθάνατοι θνητοί και οι θνητοί αθάνατοι: οι μεν ζουν από το θάνατο των δε και οι δε από το θά¬νατο των μεν». Ο Κλεμάνς Ραμνού (Clémence Ramnoux) θέλει την ιδέα αυτή ως προμήνυμα της νιτσεϊκής θεματικής περί θανάτου του Θεού3. Ίσως θα έπρεπε να το κατανοήσουμε ως εξής: αν ο Θεός ζει από το θάνα¬το των ανθρώπων κι ο άνθρωπος πεθαίνει από τη ζωή του Θεού, αυτό συμ¬βαίνει γιατί η ύπαρξη υφίσταται αποκλειστικά μέσα στην τραγικότητα του ορίου. Ο αθάνατος ζει από το θάνατο των θνητών, που επιστρέφουν στους κόλπους του, και οι θνητοί πεθαίνουν επειδή δεν είναι αθάνατοι. Έτσι οι αθάνατοι είναι θνητοί όταν πέφτουν στη ζωή, κι οι θνητοί αθάνατοι όταν, με το θάνατο, ανοίγονται στην άλλη φάση του κύκλου.

Με το ίδιο πνεύμα θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε κι ένα άλλο μυστη¬ριώδες απόσπασμα:
Γιατί αν δεν έκαναν πομπή για τον Διόνυσο και δεν υμνούσαν με άσμα τα αιδοία, όσα κάνουν θα ήταν αναιδέστατα: είναι το ίδιο πράγ¬μα ο Άδης κι ο Διόνυσος, που στ' όνομα του μαίνονται και βακχεύουν (απ. 15).



Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, επιχειρώντας μια χριστιανική ανάγνωση αυ¬τού του κειμένου, θεωρούσε πως σήμαινε ότι όσοι υμνούν τον Διόνυσο και επιδίδονται σε ακολασίες θα καταλήξουν στην Κόλαση όπου θα τους κρί¬νει ο Άδης. Ο Ντελάτ (A. Delatte) πάλι μας προτρέπει4 να συσχετίσουμε το εν λόγω απόσπασμα με το 68, όπου γίνεται λόγος για «τα ίδια γιατρικά / που / προορίζονται και να γιατρέψουν τις δυστυχίες και να λυτρώσουν τις ψυχές από τα κακά που βγαίνουν από τη γέννηση»: το κείμενο γίνεται έτσι πολύ λιγότερο παράδοξο απ' ό,τι αρχικά φαινόταν. Πράγματι, ο Άδης είναι βέβαια ο θεός του θανάτου, ο θάνατος όμως είναι ταυτόχρονα και μια απολύτρωση της ψυχής: όπως λοιπόν υπογραμμίζει και ο Ντελάτ, ο Άδης δεν είναι παρά το σύμβολο μιας ζωής κρυμμένης πίσω από το επι¬φαινόμενο του θανάτου κι ο οδηγός σε μια αναγέννηση της ψυχής, ενώ ο Διόνυσος συμβολίζει τη μέθη της ζωής. Λέγοντας λοιπόν πως ο Άδης είναι ο ίδιος με τον Διόνυσο, δεν κάνουμε άλλο από το να επαναλαμβά¬νουμε πως ο δρόμος που ανεβαίνει κι αυτός που κατεβαίνει είναι ένας κι ο αυτός. Όπως λέει κι ο Ντελάτ:
Ζωή και θάνατος, λοιπόν, εναλλάσσονται συνεχώς στον Ηράκλει¬το, όπως ακριβώς η νιότη και τα γηρατειά, η εγρήγορση κι ο ύπνος, ακόμα κι αν παραβλέψουμε πως καμιά από τις καταστάσεις αυτές δεν είναι καθαρή από προσμείξεις (...). Είμαστε λοιπόν σε θέση να κατανοήσουμε καλύτερα τι σημαίνει Άδης για τον Ηράκλειτο. Εί¬ναι το σύμβολο μιας ζωής κρυμμένης πίσω από το επιφαινόμενο του θανάτου, είναι ο θεός που δεσπόζει στην αναγέννηση της ψυχής (...). Κι ο Διόνυσος; Χάριν ακριβώς των πλέον αντίθετων, κατά την αντί¬ληψη του αδαούς, προς τον Άδη χαρακτηριστικών του, μπορεί να θεωρηθεί ως ο θεός της έξαρσης της ζωής, το σύμβολο του θρησκευ¬τικού ενθουσιασμού.


Ο άνθρωπος λοιπόν είναι ένα ον κατ’ εξοχήν έκθετο: είναι έκθετος κατ’ αρχήν διότι αποτελεί ακριβώς μια παρουσία που ξεπήδησε από την εγκα¬τάλειψη του Ενός, αλλά είναι έκθετος και στο μέτρο που είναι τραγική η συνθήκη του. Ο Ηράκλειτος μας λέει: «Είναι δύσκολο να πολεμήσει κα¬νείς ενάντια στην καρδιά του, γιατί καθετί που ποθεί, το αγοράζει δίνοντας γι’ αντάλλαγμα την ψυχή του» (απ. 85). Θα πρέπει άραγε να καταλά¬βουμε απ' αυτό απλά πως το πάθος είναι ο χαμός της ψυχής μας, πράγμα που θα ήταν μια κοινοτοπία, ή μήπως ότι η επιθυμία που πλημμυρίζει την καρδιά μας είναι να ξεφύγουμε από αυτήν την ατομικότητα, όπου δεσπό¬ζει, δεμένη όμως σαν σ’ αραξοβόλι η ψυχή μας;
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

12
VI. Η φύση


Το έργο του Ηράκλειτου λέγεται ότι είχε για τίτλο Περί Φύσεως, τίτλο που συχνότατα χρησιμοποιούσαν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι για τα έργα τους ή τουλάχιστον απέδιδαν ο μεταγενέστεροι τους στα τελευταία. Είναι βέβαια πιθανόν να θέλησε κι ο Ηράκλειτος, όπως κι οι προηγούμενοι από αυτόν φιλόσοφοι, να προσφέρει έναν πίνακα που να εξηγεί τα ποικίλα φαι¬νόμενα που παρατηρούνται στο σύμπαν. Ό,τι μας απομένει όμως από το έργο του Ηράκλειτου σχετικά θέτει το πρόβλημα αν θα πρέπει τελικά να λαμβάνουμε τις εξηγήσεις του κατά γράμμα, υπογραμμίζοντας, όπως το κάνει ο Κόρνφορντ (P.M. Cornford), τον προλογικό και προεπιστημονικό τους χαρακτήρα.
Εφόσον μας λέγεται πως «η φύση αγαπά να κρύβεται» (απ. 123) και γνω¬ρίζουμε μάλιστα πως το σκοτεινό του λόγου του Ηράκλειτου ήταν ηθελη¬μένο, βρισκόμαστε συνεπώς ενώπιον ενός δυσνόητου στοχασμού, πραγματευόμενου μια θεματική που και η ίδια είναι σφραγισμένη. Είναι άρα αναγκαία μια ερμηνευτική προσέγγιση, χωρίς μάλιστα να μπορούμε να γνωρίζουμε από ποιο σημείο και μετά θ' αρχίσει να απομακρύνεται από το αντικείμενο όπου εφαρμόζεται. Η κεντρική ιδέα της φυσικής του είναι αυτή του κύκλου και της αρμονίας των αντιθέτων. Καθοδική κίνηση είναι αυτή της φωτιάς που τίκτει τη θάλασσα, από την οποία πάλι γεννώνται από τη μια η γη κι από την άλλη οι στρόβιλοι του ανέμου. Γιατί είναι αλή¬θεια, όταν πέφτει ο κεραυνός, η βροχή γίνεται βίαια και θυελλώδης, και, όσον αφορά τη θάλασσα πάλι, ο Ηράκλειτος θα πρέπει να είχε ζήσει από πρώτο χέρι την αργή πρόσχωση του λιμανιού της Εφέσου, που έδιωχνε τη θάλασσα μακριά του. Η αντίθετη, ανοδική κίνηση επαναφέρει τη γη στο νερό και το νερό στη φωτιά μέσω των ξηρών εκπνοών που τρέφουν τα άστρα κι ιδιαίτερα τον ήλιο: γιατί οι εκπνοές αυτές συνιστούν την κατ' εξοχήν ασώματη αρχή, από την οποία τα πάντα απορρέουν κι η οποία βρί¬σκεται σε αέναη ροή. Ανευρίσκουμε λοιπόν και πάλι μέσα σε αυτή τη φυ¬σική εξήγηση των ατμοσφαιρικών φαινομένων όχι μόνο ίο θέμα της ανα¬κύκλησης και της ενότητας των αντιθέτων αλλά και αυτό του επιμερισμού του Ενός σε πολλά και της επιστροφής του πολλαπλού στο πρωταρχικό Εν.
Στο πεδίο της αστρονομίας τώρα, φαίνεται πως ο Ηράκλειτος γνώριζε την πορεία της Σελήνης και του Ηλίου καθώς και των πλανητών, έχοντας μελετήσει τις τροχιές τους, των οποίων μάλιστα ίσως είχε υπολογίσει την κλίση. Αν κατά παράδοξο τρόπο μας βεβαιώνει πως μέρα και νύχτα είναι ένα και το αυτό, συμβαίνει γιατί καθεμιά τους δίνει ζωή στην άλλη με τον ημερολογιακό ρυθμό, ρυθμό που δίνει υπόσταση στη θεματική της αρμο¬νίας των αντιθέτων και της ανακύκλησης.
Σε τελική ανάλυση, όμως, η ουσία της σκέψης του Ηράκλειτου δεν βρί¬σκεται στις εξηγήσεις που δίνει για τα φυσικά φαινόμενα, κι οι οποίες προ¬φανώς ανήκουν στις παραγεγραμμένες ιδέες της προϊστορίας της επιστή¬μης: η ουσία έγκειται στις ιδέες που κατευθύνουν αυτές τις εξηγήσεις και οι οποίες γεννώνται από το τραγικό όραμα του κόσμου, που επιβάλλει η αντίληψη του για τον Λόγο, το γίγνεσθαι και την αρμονία των αντιθέτων.
Ο Ηράκλειτος βαδίζει προς την εποχή μας μεταφέροντας ένα μήνυμα που μας επανασυνδέει με τη δική του πηγή, ένα μήνυμα που οι ερμηνείες ποτέ δεν θα κατορθώσουν να εξαντλήσουν.






VI. Η μοίρα του ηρακλειτισμού


Η σοφιστική του Πρωταγόρα θα συγκρατήσει από τον Ηράκλειτο την ακατάπαυστη ροή της αισθητηριακής μαρτυρίας, για να συναγάγει ως συμπέρασμα ότι, εφόσον τα πάντα αλλάζουν κι οι αισθήσεις μας αποτελούν το μοναδικό γνωστικό μέσο, οφείλουμε να περιοριστούμε σε μια κινησιοκρατία κι έναν αγνωστικιστικό υποκειμενισμό, μετατρέποντας τον εξα¬τομικευμένο άνθρωπο σε μέτρο του παντός, μέτρο στιγμιαίο, που αγνοεί// την ταυτότητα του εγώ του.
Ο Πλάτων πάλι, δια μέσου ίσως του Κρατύλου, συγκράτησε από τον Εφέσιο την ιδέα πως τα πάντα συμπαρασύρονται με το γίγνεσθαι προς τη φθορά και τον θάνατο. Για τον Πλάτωνα, όμως, το γίγνεσθαι αυτό κυριαρ¬χεί αποκλειστικά στον αισθητό κόσμο, καθιστώντας έτσι απαραίτητη την, προσφυγή στις αιώνιες ιδέες, που παραμένουν το αμετακίνητο μέτρο αυτού που ρέει και παρέρχεται.
Από τους αρχαίους, θα πρέπει ακόμα να αναφέρουμε τον Ηρόστρατο, που κατόρθωσε να διαιωνίσει το όνομα του πυρπολώντας το ναό της Εφέ¬σου, ώστε το έργο του να παραμείνει χαραγμένο στη μνήμη των ανθρώ¬πων. Από τότε, θεωρείται η ενσάρκωση του ενστίκτου της περιπέτειας και της καταστροφής, είτε στον ιδιωτικό είτε στον πολιτικό βίο.
Ο Μαρξ κι ο Λένιν αναγνώριζαν στον Ηράκλειτο τον πατέρα του διαλε¬κτικού υλισμού. Αν όμως οφείλουμε να αναφέρουμε κάποιους, αυτοί θα ήταν κατ' εξοχήν ο Χέγκελ κι ο Νίτσε5. Ο Χέγκελ διεκδικεί τον Ηράκλει¬το ως πρόδρομο του, πράγμα βέβαια αδικαιολόγητο. Ο εγελιανισμός στην πραγματικότητα είναι μια φιλοσοφία της ιστορίας, έννοια απόλυτα ξένη προς τον Ηράκλειτο. Άλλωστε, καθώς αποδεικνύεται από την θεωρία της Αιώνιας Επιστροφής, το ηρακλείτειο γίγνεσθαι δεν είναι ένα γίγνεσθαι του Είναι αλλά, αντίθετα, ένα γίγνεσθαι εντός του Είναι, ένα κατ’ εξοχήν κυκλικό γίγνεσθαι, ώστε η έννοια της Aufhebung (υπέρβασης) να μην του είναι παρά απολύτως ξένη.
Ακόμα λιγότερο μπορούμε να συσχετίσουμε τον Ηράκλειτο με όλες αυ¬τές τις διαλεκτικές αντιλήψεις, οι οποίες αναγορεύουν τον άνθρωπο σε ον δημιουργό νοήματος, που ανανεώνεται διαρκώς στην πορεία της ιστο¬ρίας. Ο Ηράκλειτος, δεν θα πρέπει να το ξεχνάμε, ήταν ο φιλόσοφος όχι μόνο του γίγνεσθαι αλλά και του Λόγου.
Ο Νίτσε, από την πλευρά του, επιχείρησε να δει στο πρόσωπο του Ηρά¬κλειτου τον φιλόσοφο που διεκήρυσσε την «αθωότητα του γίγνεσθαι»• χρη¬σιμοποιώντας μάλιστα το ρητορικό τέχνασμα της προσωποποιίας, μας τον παρουσιάζει να λέει τα εξής: «Δεν βλέπω τίποτε άλλο, μόνο γίγνεσθαι. Μη γελαστείτε. Αν νομίζετε ότι βλέπετε κάποιο στέρεο έδαφος μέ¬σα στη θάλασσα του γίγνεσθαι και της φθοράς, αιτία δεν είναι η ουσία των πραγμάτων αλλά η κοντοφθαλμία σας. Δίνετε στα πράγματα ονόματα, λες κι αυτά έχουν κάποια διάρκεια σταθερή, ακόμα και το ποτάμι όμως που μπαίνετε για δεύτερη φορά δεν είναι αυτό που ήταν»6. Κατά τον Νί¬τσε λοιπόν, ο Ηράκλειτος ήταν ο φιλόσοφος εκείνος που, πριν ακόμη από τον Πλάτωνα, αλλά και μια για πάντα, ανέτρεψε κάθε πλατωνισμό, βε¬βαιώνοντας μας πως δεν υπάρχει ούτε αντίγραφο ούτε πρότυπο αλλά μό¬νον γίγνεσθαι, που μέσα του ο σοφός θα πρέπει ν’ αφεθεί. Το κοσμικό παι¬χνίδι προσφέρει λοιπόν στην ύπαρξη τη μέθη ενός άλματος προς τα μπρος αλλά και μιαν αέναη αναγέννηση πέραν του καλού και του κακού. Αυτός όμως ο μηδενιστικός αισθητισμός τοποθετείται στους αντίποδες των όσων είπε ο Ηράκλειτος. Γιατί αυτός διόλου δεν αρνείται το πρότυπο, εφόσον γράφει πως «ο σοφότερος άνθρωπος, όταν συγκρίνεται με τον θεό, φαίνε¬ται πίθηκος και στη σοφία και στην ομορφιά και σ' όλα τ' άλλα» (απ. 83). Στον Ηράκλειτο δεν υπάρχει χώρος για μια έκσταση εντός και δια του γίγνεσθαι, αλλά μόνο νόημα που δεσπόζει πάνω σε ό,τι ρέει.
Ο Καρλ Γιάσπερς, μιλώντας για τον Ηράκλειτο, γράφει: «Όντας ο Λό¬γος το Εν-κλείον, είναι ταυτόχρονα και απροσδιόριστος και απείρως προσδιορίσιμος»7• το ίδιο ισχύει και για το στοχασμό του Ηράκλειτου• απο¬καλύπτεται κρυπτόμενος.





Ηράκλειτος (544-483 π.Χ)




● Τα πάντα ρει.
● Εάν δεν ειπώθηκαν οι αντίθετες γνώμες τότε πως θα διαλέξετε την καλύτερη.
● Από τις διαφορές γεννιέται η πιο όμορφη αρμονία.
● Η πολυγνωσία δεν φέρνει την εξυπνάδα.
● Πρέπει οι πολίτες να μάχονται για τους νόμους, όπως για τα τείχη της πόλης τους.
● Για μένα ένας ισοδυναμεί με δέκα χιλιάδες αν είναι άριστος.
● Η κούραση κάνει να νιώθουμε τη χαρά που δίνει η ανάπαυση.
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

13
Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ











Ο Ηράκλειτος ήταν γιος του Βλόσωνος και καταγόταν από την Έφεσο, την δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ιωνίας. Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας που έζησε τον 6ο αιώνα π.Χ. [544-484] και αποτέλεσε ανεξάρτητο και δυνατό φιλοσοφικό πνεύμα. To αντικείμενο της φιλοσοφίας του δεν είναι η υλική αρχή αυτού του κόσμου αλλά ο εσωτερικός ρυθμός, ο Λόγος για τον οποίο κινείται και ρυθμίζεται. Ο Ηράκλειτος είναι ο φιλόσοφος του αιώνιου γίγνεσθαι. Η κίνηση αυτή του γίγνεσθαι εκφράζεται με την συνεχή ροή του ποταμού που ολοένα ανανεώνεται. Μέσα στον Λόγο, ο Ηράκλειτος, δένει ένα μόνο υλικό στοιχείο, το Πυρ. Η ύπαρξη του Πυρός δημιουργεί μαζί με τον Λόγο ένα κόσμο άπειρο, άναρχο, ανώλεθρο, αυτορυθμιζόμενο που μετατρέπεται σε ποικίλες μορφές. Ο κόσμος αυτός είναι η αρμονία των αντιθέσεων. Οι αντιθέσεις δημιουργούν την ενότητα των πάντων με την σύνθεση τους. Το καλό και το κακό είναι οι αντίθετες όψεις του ίδιου πράγματος. "Για τον Θεό όλα είναι ωραία και καλά και δίκαια, όμως οι άνθρωποι άλλα θεωρούν άδικα κι άλλα δίκαια" [απόσ. 102].
[Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ]
Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο [Βιβλίο 8] "Όταν του ζήτησαν να θεσπίσει νόμους, αδιαφόρησε τελείως, επειδή είχε ήδη επικρατήσει κακός τρόπος κυβέρνησης της πόλης και πήγε στο ιερό της Αρτέμιδος κι έπαιζε με τα παιδιά αστραγάλους. Τελικά, μίσησε τους ανθρώπους και έφυγε για να ζήσει στα βουνά τρώγοντας χόρτα και βότανα. Επειδή όμως αυτό έγινε αιτία να αρρωστήσει από υδρωπικία, κατέβηκε στην πόλη και ρωτούσε αινιγματικά τους γιατρούς αν μπορούσαν μετά από πολλή βροχή να δημιουργήσουν ξηρασία. Οι γιατροί δεν καταλάβαιναν τι τους έλεγε και αυτός τάφηκε σ' ένα βουτοστάσιο ελπίζοντας πως η ζεστασιά της κοπριάς θα τραβήξει από μέσα την βλαβερή υγρασία. Όμως ούτε αυτό είχε αποτέλεσμα και έτσι πέθανε σε ηλικία εξήντα χρονών".





[Ο ΣΚΟΤΕΙΝΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ]

Ο Ηράκλειτος έμεινε στην ιστορία της φιλοσοφίας ως ο "σκοτεινός" φιλόσοφος λόγο της ερμηνευτικής δυσκολίας των έργων του. Ο Τίμων ο Φλιάσιος (σατιρικός ποιητής του 3ου αιώνα π.Χ) τον αποκάλεσε αινικτήν, δηλαδή αινιγματοποιό. Το μοναδικό σύγγραμμα που γνωρίζουμε ότι άφησε ο Ηράκλειτος είναι με τίτλο "Περί φύσεως" και διαιρείται σε τρία μέρη : για το σύμπαν, για την πολιτική και για τη θεολογία. Το έργο αυτό γράφτηκε με ασάφεια για να γίνει κατανοητό μόνο από ικανούς ανθρώπους και αφιερώθηκε στο ιερό της Εφέσιας Αρτέμιδος, σύμβολο ελληνικού και ανατολικού πολιτισμού. Όταν ο Σωκράτης διάβασε το έργο του Ηράκλειτου είπε "αυτά που κατάλαβα είναι σπουδαία, νομίζω όμως ότι είναι εξίσου σπουδαία και αυτά που δεν μπόρεσα να καταλάβω. Ωστόσο χρειάζεται να είσαι ένας δεινός κολυμβητής σαν αυτούς από τη Δήλο για να μην πνιγείς μέσα στο βιβλίο του" [Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων, Σωκράτης, 22].
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
-Τα πάντα ρέουν και τίποτα δε μένει, τα πάντα κυλούν και τίποτα δε μένει σταθερό [Β1]
-Δεν μπορείς να μπεις δύο φορές στα ίδια νερά του ποταμού. Ούτε μπορείς ν' αγγίξεις δυο φορές τη φθαρτή ουσία στην ίδια κατάσταση γιατί αυτή με την ορμή και την ταχύτητα που αλλάζει σκορπίζει και πάλι μαζεύεται, πλησιάζει και φεύγει. [91]
•Στην αλλαγή βρίσκουν τα πράγματα ανάπαυση.[Β84α]
•Η διχόνοια φέρνει τη συμφωνία[Β80]
•Οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν ότι το αταίριαστο ταιριάζει με τον εαυτό του[Β51]
•Από την ασυμφωνία βγαίνει η ομορφότερη αρμονία[Β8]
•Ο χρόνος είναι παιδί που παίζει πεσσούς, του παιδιού είναι η βασιλεία.[52]
•Τον κόσμο αυτό, τον ίδιο για όλα τα όντα, ούτε κάποιος θεός ούτε άνθρωπος τον έκανε, αλλά ήταν πάντα είναι και θα είναι πυρ αείζωο, ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο. [30]
•Οδός άνω και κάτω μία. [60]
•Στον κύκλο η αρχή και το τέλος είναι το ίδιο.[Β103]
•Ανήφορος και κατήφορος είναι ένας και ίδιος δρόμος.[Β60]
•Θάνατος είναι όσα ξυπνητοί βλέπουμε και ύπνος όσα κοιμισμένοι θεωρούμε [21]
•Ενώ ο Λόγος υπάρχει αιώνια, ανόητοι αποδείχνονται οι άνθρωποι και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά, γιατί αν και γίνονται τα πάντα σύμφωνα με αυτόν το Λόγο, φαίνονται μη έμπειροι, όταν αποπειρώνται να πουν ή να πράξουν κάτι από αυτά που εγώ εκθέτω, διαχωρίζοντας το καθένα κατά τη φύση του λέγοντας το πώς έχει. Οι άνθρωποι όμως λησμονούν όσα κάνουν ξυπνητοί, όπως και ξεχνούν όσα κάνουν κοιμισμένοι. [1]
•Κάθε μέρα ο ήλιος είναι καινούργιος [6]
•Αν όλα γίνονταν καπνός οι μύτες μας θα τα ξεχώριζαν [7]
•Το ενάντιο συμβιβάζεται και οι διαφορετικοί τόνοι κάνουν την καλύτερη αρμονία και όλα γεννιούνται μετά από αντιμαχία [8]
•Οι γάιδαροι θα προτιμούσαν τ' άχυρα περισσότερο από το χρυσάφι, γιατί σ' αυτούς είναι πιο ευχάριστη η τροφή απ΄ το χρυσάφι. [9]
•Συνάφειες είναι : ολότητα και μη ολότητα, ομόρροπο και αντίρροπο, σύμφωνο και παράφωνο. Από όλα ένα και από ένα όλα. [10]
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»

Re: ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

14
•Στα ποτάμια τα ίδια μπαίνουν άλλα ποτάμια και άλλα νερά ρέουν πάνω τους και οι ψυχές απ' τα υγρά βγαίνουν με αναθυμίαση. [12]
-Πως θα μπορούσε κανείς να κρυφτεί από εκείνο που ποτέ δεν δύει; [16]
•Εάν κανείς δεν ελπίζει, το ανέλπιστο δεν θα το βρει, γιατί είναι ανεξερεύνητο και απλησίαστο[18]
•Όταν γεννηθούν θέλουν να ζουν και ας πεθαίνουν, κι ας αφήνουν πίσω τους παιδιά που θα πεθάνουν [20]
•Τον χρυσό όσοι αναζητούν, πολλή γη σκάβουν και λίγο βρίσκουν [22]
•Της δικαιοσύνης το όνομα δεν θα το γνώριζαν αν δεν υπήρχαν αδικήματα [23]
•Τους νεκρούς του Άρη τους τιμούν οι θεοί και οι άνθρωποι [24]
•Οι πιο ένδοξοι θάνατοι έχουν και την πιο μεγάλη υπόληψη [25]
•Ο άνθρωπος, στη νύχτα, όταν σβήσει η θέα των πραγμάτων, ανάβει φως για να βλέπει. Όσο ζει αγγίζει τον νεκρό όταν κοιμάται και όταν είναι ξυπνητός αγγίζει τον κοιμισμένο [26]
•Τους ανθρώπους όταν πεθάνουν τους περιμένουν πράγματα που δεν τα ελπίζουν και δεν τα υποθέτουν [27]
•Εκλέγουν και προτιμούν ένα αντί για όλα οι άριστοι, αιώνια δόξα των θνητών. Οι πολλοί χορταίνουν όπως τα κτήνη [29].
•α] Του πυρός μεταβολές: πρώτα θάλασσα και το μισό της θάλασσας γη και το άλλο μισό λαίλαπα με κεραυνούς.
β] Η γη σε θάλασσα διαχέεται και μετριέται με τον ίδιο λόγο που ήταν πριν γίνει η γη [31]
•Οι ανόητοι κι αν ακούσουν με κουφούς μοιάζουν , έχουν τη φήμη πως και παρόντες είναι απόντες [34]
•Για τις ψυχές θάνατος είναι να γίνουν νερό, για το νερό θάνατος είναι να το να γίνει χώμα από το χώμα νερό γίνεται κι απ' το νερό ψυχή [36]
•Ένα είναι το σοφό, να γνωρίσεις καλά τη σκέψη που κυβερνά τα πάντα [42]
•Της ψυχής τα πέρατα δεν θα τα βρεις, όποιο δρόμο κι αν πορευθείς, τόσο βαθύ λόγο έχει [45]
•Να μην συμπεραίνουμε τυχαία για τα πολύ μεγάλα γεγονότα [47]
•Του τόξου το όνομα είναι βίος, το έργο του θάνατος [48]
•Ο ένας για μένα αξίζει μυριάδες αν είναι άριστος [49]
•Στο ίδιο νερό των ποταμών μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε και βρισκόμαστε μέσα και δεν βρισκόμαστε [49α]
•Δεν καταλαβαίνουν πως ό,τι διαφέρει με το άλλο, είναι ομόφωνο με τον εαυτό του, παλίντονη αρμονία όπως του τόξου και της λύρας. [51]
•Ο πόλεμος είναι πατέρας και βασιλιάς όλων, άλλους τους θεούς και άλλους ανθρώπους ανέδειξε, όπως έκανε άλλους δούλους και άλλους ελεύθερους. [53]
•Η κρυφή αρμονία είναι καλύτερη από τη φανερή [54]
•Όσα μπορεί κανείς να δει και να ακούσει, αυτά εγώ προτιμώ [55]
•Εξαπατούνται οι άνθρωποι στη γνώση των φανερών πραγμάτων, όπως σχετικά με τον Όμηρο που έγινε ο σοφότερος απ' όλους τους Έλληνες. Γιατί και εκείνον τον εξαπάτησαν κάποια παιδιά που σκότωναν ψείρες, λέγοντας του: όσα είδαμε και πιάσαμε, εγκαταλείπουμε, μα όσα δεν είδαμε κι ούτε πιάσαμε, τα φέρνουμε[πάνω μας.] [58]
•Στον κοχλία του λευκαντή, η ευθεία και συγχρόνως κυκλική περιστροφική φορά είναι μία και η αυτή [59]
•Η θάλασσα, νερό καθαρότατο και βρωμερότατο, για τα ψάρια πόσιμο και σωτήριο, για τους ανθρώπους άποτον και θανατηφόρο [61]
•Τα πάντα κυβερνάει ο Κεραυνός [64]

•Τα πάντα το πυρ όταν έρθει θα τα διαχωρίσει και θα τα κυριεύσει. [66]
•Ο θεός είναι ημέρα-νύχτα, χειμώνας-θέρος, πόλεμος-ειρήνη, χορτασμός-πείνα. Αλλοιώνεται όπως η φωτιά που όταν αναμιχθεί με θυμιάματα, όνομα παίρνει κατά την ευωδιά του καθενός. [67]
•Παιδικά παιχνίδια οι ανθρώπινες δοξασίες [70].
-Πρέπει να θυμόμαστε κι εκείνον που ξεχνάει προς τα πού πάει ο δρόμος. [71].
•Δεν πρέπει να φερόμαστε σαν παιδιά προστατευμένα απ' τους γονείς [74].
•Αυτοί που κοιμούνται είναι εργάτες και συνεργοί σε όσα γίνονται στον κόσμο[75].
•Η ζωή του πυρός οφείλεται στον θάνατο του χώματος, η ζωή του αέρα στο θάνατο του πυρός, η ζωή του ύδατος στο θάνατο του αέρα, η ζωή του χώματος στο θάνατο του ύδατος [76].
•Των ψυχών τέρψη ή θάνατος είναι να γίνουν υγρές [77].
•Η φύση του ανθρώπου δεν έχει σοφία, η θεϊκή έχει [78].
•Ο άνθρωπος, άμυαλος φαίνεται μπροστά στο θεό, όπως το παιδί μπροστά στον άντρα. [79].
•Ο πιο όμορφος απ' τους πιθήκους είναι άσχημος όταν συγκριθεί με το γένος των ανθρώπων [82].
•Ο πιο σοφός άνθρωπος μπρος στο θεό θα φανεί πίθηκος και στη σοφία και στην ομορφιά και σ' όλα τ' άλλα. [83]
•Με την επιθυμία ν' αντιμάχεσαι είναι δύσκολο, γιατί αυτό που θέλει το αγοράζει η ψυχή [85].
•Ο βλάκας συνηθίζει να τα χάνει σε κάθε λόγο [87].
•Το ίδιο είναι ζωντανό και πεθαμένο, ξυπνητό και κοιμισμένο, νέο και γέρικο, γιατί αυτά μεταλλάσσονται σ' εκείνα κι εκείνα πάλι σ' αυτά. [89]
•Τα πάντα ανταλλάσσονται με το πυρ και το πυρ με τα πάντα, όπως ακριβώς τα εμπορεύσιμα πράγματα με τον χρυσό κι ο χρυσός με τα πράγματα [90]
•Η Σίβυλλα με μανιασμένο στόμα φθέγγεται αγέλαστα, ακαλλώπιστα και αρωμάτιστα, προφητεύουσα για χίλια χρόνια δια μέσου του θεού. [92]
•Ο Κύριος που το μαντείο του είναι στους Δελφούς ούτε λέει ούτε κρύβει αλλά υποσημαίνει [93]
•Ο ήλιος δεν θα ξεπεράσει τα όρια του, ειδεμή οι Ερινύες, οι βοηθοί της Δίκης θα τον βρούνε [94].
•Οι σκύλοι γαβγίζουν όσους δεν γνωρίζουν [97].
•Οι ψυχές οσφραίνονται τον Άδη [98].
•Αν δεν υπήρχε ο ήλιος με τ' άλλα αστέρια θα είχαμε νύχτα [99].
•Όλα τα πράγματα έρχονται στην ώρα τους. [100].
•Τα μάτια είναι πιο αξιόπιστοι μάρτυρες από τα αυτιά [101α]
•Ο άνθρωπος δεν είναι λογικό όν. Μόνο αυτό που τον περιβάλλει έχει νόηση[148]
•Η φυσική κατάσταση κάθε ημέρας είναι η ίδια•
•Η φύση αγαπάει να κρύβεται[123]
•Σαν σκουπίδια τυχαία χυμένα είναι ο ομορφότερος κόσμος[124]
•Τα ψυχρά θερμαίνονται, το θερμό ψυχραίνεται, το υγρό ξεραίνεται, το ξερό νοτίζει[126]
•Το ήθος του ανθρώπου είναι ο δαίμων του [το πνεύμα που τον προστατεύει][119]
•Η ψυχή έχει κάθε λόγο να αυξάνει τον εαυτό της[115]
•Η σκέψη είναι κοινή σε όλους [113]
•Της αυγής και της εσπέρας τα τέρματα είναι η άρκτος κι απέναντι στην άρκτο το όριο του λαμπρού Δία[120]
•Λένε πως πρέπει κανείς και να πράττει σαν να είναι κοιμισμένος [Β73]

•Είναι σοφό να δέχεστε πώς όλα τα πράγματα είναι ένα [Β50]
•Η ξερή ψυχή είναι η πιο σοφή και η πιο καλή.[Β115]
•Είναι το ίδιο νεκρός και ζωντανός ξύπνιος και κοιμισμένος, νέος και γέρος γιατί ετούτα μεταβαλλόμενα σ' εκείνα είναι κι εκείνα μεταβαλλόμενα σ' ετούτα με ξαφνική και αδιάκοπη μεταβολή. [Β88]
«Γνώσεσθε την αλήθειαν και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»
Απάντηση

Επιστροφή στο “Αρχαίοι Ελληνες που άφησαν εποχή”